Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527): Οι διωγμοί εναντίον των αιρετικών στη διάρκεια της βασιλείας του
-
Η νομοθεσία του Ιουστίνου Α΄ κατά των αιρετικών
Ως κύριος στόχος της εκκλησιαστικής πολιτικής του Ιουστίνου τέθηκε εξαρχής η παγίωση του Δόγματος της Χαλκηδόνας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Προς αυτήν την κατεύθυνση προσανατόλισε και τη θρησκευτική του νομοθεσία κατά των αιρετικών. Ήδη στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, το 519 ή 520[1] εξέδωσε ένα αυστηρό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε όλοι οι στρατιώτες να ενστερνιστούν το δόγμα της Χαλκηδόνας και να συμμορφωθούν τις αποφάσεις του. Σε περίπτωση ανυπακοής θα τιμωρούνταν με τη στέρηση της ημερήσιας καταβαλλόμενης τροφής («σιτηρέσιον» ή «annona») και ταυτόχρονα θα παύονταν από κάθε παρόμοια χορήγηση, κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Τελικά φαίνεται ότι η πλειοψηφία του στρατεύματος ακολούθησε πιστά την αυτοκρατορική διαταγή[2].
Σύμφωνα με το Vasiliev[3], ο νόμος της του Ιουστίνου, που δεν έχει διασωθεί, θα πρέπει να συσχετιστεί με μεταγενέστερο διάταγμα του Ιουστινιανού, το οποίο και είχε εκδοθεί για παρόμοια περίπτωση. Στις βασικές του διατάξεις ο Ιουστινιάνειος Νόμος όριζε ότι κανένας Ρωμαίος πολίτης δε θα είχε κατοχυρωμένο το δικαίωμα της στρατιωτικής θητείας, εάν δεν πιστοποιούταν προηγουμένως η ορθόδοξη πίστη του σε υπόμνημα, το οποίο θα συντασσόταν ενώπιον τριών μαρτύρων και των Αγίων Ευαγγελίων. Στο ενδεχόμενο που θα αμελείτο ή θα προσβαλλόταν η όλη διαδικασία, ο νόμος προέβλεπε αυστηρές κυρώσεις, ώστε «δίδωσιν ὁ ἄρχων (προφανώς ο στρατιωτικός διοικητής) πεντήκοντα λίτρας καὶ ἡ τάξις αὐτοῦ κ΄ καὶ ὁ στρατευσάμενος ι΄ καὶ ἐκβάλλεται καὶ οἱ ψευδομαρτυρήσαντες σωματικῶς τιμωροῦνται καὶ αἱ ποιναί τοῖς πριβάτοις εἰσάγονται κινδύνῳ τοῦ κόμητος»[4].
Οι σαφείς προθέσεις του κράτους αναφορικά με το ζήτημα των αιρετικών επισφραγίστηκαν με ένα ακραίο διάταγμα[5], το οποίο – σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή – θα πρέπει να εκδόθηκε κατά την περίοδο της συμβασιλείας του Ιουστίνου με τον Ιουστινιανό, το 527. Ο νόμος αυτός υπό το γενικό τίτλο «Περί αἱρετικῶν καὶ μανιχαίων» ίσχυε τυπικά για τη συνολική εδαφική επικράτεια της αυτοκρατορίας. Οι διατάξεις του είναι ρητές. Από τα κύρια σημεία του, τα οποία και μας αφορούν εδώ, διαπιστώνεται :
-
Η αφορμή για την έκδοση του διατάγματος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τα κριτήρια των συντακτών του, δόθηκε από την προκλητικά ανυπάκουη στάση των αιρετικών και ιδίως από την άρνησή τους να πειθαρχήσουν στις διατάξεις του νόμου του 519 ή 520, όταν μάλιστα το κράτος είχε υιοθετήσει μία ηπιότερη και πιο διαλλακτική πολιτική απέναντι τους στο διάστημα μεταξύ των ετών 520-527.
-
Επισείονται δριμύτατες κατηγορίες εναντίον των μανιχαϊστών, οι οποίοι και απειλούνται με άτεγκτες, ποινικές κυρώσεις. Ο νόμος ορίζει ρητά ότι «ταῖς εἰς ἔσχατον τιμωρίαις ὑπάγεσθαι τὸν ὁπουδὴ γῆς φαινόμενον Μανιχαῖον».
-
Για τους λοιπούς αιρετικούς λαμβάνονται τόσο αυστηρά μέτρα, ώστε να περιθωριοποιούνται και στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό – οικογενειακό βίο και να αποκλείεται η συμμετοχή της σε οποιοδήποτε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
-
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νόμος πουθενά δεν κατονομάζει τους μονοφυσίτες ή τους νεστοριανούς, μολονότι σε αυτούς κατεξοχήν αναφέρεται. Διατυπώνεται κατηγορηματικά ότι οι ισχύουσες διατάξεις αφορούν όλους ανεξαιρέτως τους αιρετικούς, στους οποίους, εκτός από τους μανιχαίους, συμπεριλαμβάνονται οι μοντανιστές, οι Ιουδαίοι, οι Σαμαρείτες και οι εθνικοί – οι τελευταίοι στο κείμενο αναφέρονται ως Έλληνες. Άρα καταστρατηγείται η ανεξιθρησκία και επιβάλλεται ο τύπος του συγκεντρωτικού, θρησκευτικού ολοκληρωτισμού.
-
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη εκείνη του νόμου, η οποία αναφέρεται της Γότθους. Σύμφωνα με την οικεία παράγραφο, οι Ρωμαίοι παραχώρησαν της Γότθους τη δυνατότητα να υπηρετήσουν και να προστατεύσουν στρατιωτικά την αυτοκρατορία ως foederati. Η ενέργεια αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως παραχώρηση του κράτους προς τους βαρβάρους, τους οποίους ουδέποτε αξίωσαν να αντιμετωπίσουν ως ισότιμους αλλά μόνο ως αυτόνομους υποτελείς. Το ιδεολόγημα της ρωμαϊκής οικουμένης (Orbis Romanus Orbis Terrarum) παραμένει αδιάπτωτο, όπως τουλάχιστον εκφράζεται και στο γράμμα αλλά και στο πνεύμα αυτού του νόμου.
Η θρησκευτική νομοθεσία σηματοδοτούσε τις κυρίαρχες τάσεις και επιδιώξεις της πολιτικής εξουσίας. Οι αιρέσεις, προπάντων ο μονοφυσιτισμός, ήταν «πληγή ανοιχτή και μόνιμη απειλή για το κράτος. Επιβουλευόταν τη θρησκευτική του ενότητα και την πολιτική ισορροπία. Οι ανάγκες των περιστάσεων απαιτούσαν τη ριζική επίλυση της εκκλησιαστικής δυσλειτουργίας. Στα χρόνια της διακυβέρνησης του Ιουστίνου καταβλήθηκε προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί ένα νέο νομικό καθεστώς, ένα διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο και θα αποκρυστάλλωνε τις αντικειμενικές προθέσεις της αυτοκρατορικής πολιτικής.
——————————-
Σημείωση Φαρέτρας: Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 2ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 3ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 4ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 5ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 6ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 7ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 8ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 10ο και τελευταίο μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 27 Ιουνίου.
================================
[1] Μολονότι δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβής ημερομηνία έκδοσης αυτού του νόμου, ωστόσο θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον βέβαιο ότι συντάχθηκε πριν τη δολοφονία του Βιταλιανού, τον Ιούλιο του 520. Σύμφωνα με το Vasiliev, Justin I, σ. 242 : «It is permissible to surmise that Vitalian’s powerfull influence as a strict and fanatical defendor of the Chalcedonian doctirne is reflected in this edict». Πρβλ επίσης ibid, σ. 243 : «The very stern tone of the edict would indicate almost with certainty that it was issued before Vitalian’s assassination in July 520, after which time the government somewhat mollified its severity».
[2] Βλ. σχετικά και Vasiliev, Justin I, σ.242, ο οποίος αντλεί τη συγκεκριμένη πληροφορία από δύο συριακές, μονοφυσιτικές πηγές, από το Μιχαήλ το Σύρο και από το «Χρονικό» του Ιακώβου Εδέσσης.
[3] Vasiliev, Justin I, σ. 243 – 244.
[4] Το πλήρες κείμενο του νόμου σώζεται στον C J, I, 4, 20, σ. 41.
[5] Το διάταγμα των συναυτοκρατόρων Ιουστίνου και Ιουστινιανού του 527 συμπεριλαμβάνεται επίσης στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (C J, I, 5, 12, σσ 33-35). Ο Vasiliev, Justin I, σ. 242 σημειώνει χαρακτηριστικά : «Undoubtedly the leading partin the writing of the edict itself belongs to Justinian».