Απόψεις Ιστορία

“Το Βυζάντιο στη δίνη των αιρέσεων” (7ο) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα

Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527):  Οι διωγμοί εναντίον των αιρετικών στη διάρκεια της βασιλείας του

 Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Στις 8 Οκτωβρίου του 451, ένα χρόνο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Μαρκιανός συγκάλεσε στη Χαλκηδόνα την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της χριστιανικής εκκλησίας. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνόδου, καταδικάζονταν ως αιρέσεις τόσο η διδασκαλία του Νεστόριου, όσο και οι δοξασίες του Ευτυχή. Επιχειρώντας να εξομαλύνει τις δογματικές διαφορές και να εξισορροπήσει, κατά κάποιον τρόπο, τις δύο ακραίες αιρέσεις, το δόγμα της Χαλκηδόνας διακήρυττε ότι στο πρόσωπο του Χριστού «ὑφίστανται δύο φάσεις τέλειαι, ἀσύγχυτοι καὶ ἀμέριστοι. Εἷς καὶ ὁ αὐτός Χριστὸς ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως καὶ εἰς ἓνα πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν, ἓναν καὶ τὸν αὐτόν υἱόν καὶ μονογενῆ τὸν θεὸν λόγον»[1].

Η σημασία των αποφάσεων της Χαλκηδόνιας Συνόδου υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής πολιτικής του κράτους. Παράλληλα προσδιόριζε τις σχέσεις των εκκλησιών ανατολής και δύσης σε ένα νέο πεδίο αναφοράς και επιρροής. Ο περίφημος ΚΗ΄ Κανόνας της Συνόδου αναγνώριζε βέβαια τα πρεσβεία της τιμής στον πάπα, καθιέρωνε όμως και την πλήρη ισοτιμία ανάμεσα στις εκκλησίες πρεσβυτέρας και νέας Ρώμης: «…καὶ ὑμεῖς ὁρίζομὲν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης. Καὶ γὰρ τω θρόνῳ της πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασιν τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν΄ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιοτάτῳ θρόνῳ εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείαν καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβειῶν τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν»[2].  Βέβαια ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε κατά την απουσία των τεσσάρων απεσταλμένων του πάπα Λέοντα, ο οποίος, φυσικά, τον απέρριψε με κατηγορηματικότητα. Ωστόσο αποτέλεσε την αρχή ενός σκληρού και αδιάπτωτου ανταγωνισμού μεταξύ των εκκλησιών Κωνσταντινούπολης και Ρώμης, ο οποίος συνεχίστηκε δριμύτερος κατά τους επόμενους αιώνες.

Εκτός όμως από τη διατάραξη των σχέσεων ανάμεσα στα δύο κύρια εκκλησιαστικά κέντρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το δόγμα της Χαλκηδόνας επέφερε και μία άλλη σοβαρότατη συνέπεια πολιτικής υφής. Η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, ακόμη και η Συρία, προπύργια άλλοτε του νεστοριανισμού, είχαν προσχωρήσει πλέον ακάθεκτες στο μονοφυσιτισμό. Δυνάμει αυτής της νέας πραγματικότητας, κορυφώθηκε σταδιακά η δογματική αντιπαράθεση των ανατολικών αιρετικών επαρχιών του κράτους προς το ορθόδοξο κέντρο και επιδεινώθηκε η φυλετική και πολιτισμική κρίση, που υπέφωσκε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ι. Καραγιαννόπουλος, «δε χρειαζόταν παρά μία μικρή ώθηση, για να αποσπασθούν οι επαρχίες αυτές από το κράτος. Και η ώθηση αυτή δόθηκε τον Ζ΄ αιώνα με τις αραβικές επιδρομές»[3].

Μετά το θάνατο του Μαρκιανού, οι διάδοχοί του ακολούθησαν μία μάλλον ασταθή και ατελέσφορη εκκλησιαστική πολιτική. Ενώ ο Λέων Α΄ (457–476) κατέβαλε προσωρινά τους αιρετικούς εξουδετερώνοντας τη δυναμική τους αντίδραση και τις διεκδικήσεις, ο σφετεριστής του θρόνου Βασιλίσκος (475 – 476) επέβαλε, κατά τη διάρκεια της βραχύβιας βασιλείας του, το μονοφυσιτισμό. Μάλιστα με την «Ἐγκύκλιο», που δημοσίευσε το 476 απέρριπτε τις αποφάσεις της Δ΄ οικουμενικής συνόδου και επικύρωνε τη μονοφυσιτική δοξασία ως επίσημη κρατική θρησκεία.

Παντοκράτωρ Μεσημβρίας, Βουλγαρία

Το 482 ο Ζήνων (474 – 491) σε συνεργασία με τον πατριάρχη Ακάκιο εξέδωσε το περίφημο «Ἐνωτικὸν». Επρόκειτο για ένα διάταγμα – εγκύκλιο που συντάχθηκε με σκοπό την άμβλυνση των παθών και την κατάπαυση των δογματικών αντιπαραθέσεων. Στο πνεύμα της διαλλακτικότητας, το «Ενωτικό» αναγνώριζε ως έγκυρες μόνο τις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους, καταδίκαζε τόσο το Νεστόριο, όσο και τον Ευτυχή, ενώ απέφευγε την οποιαδήποτε αναφορά ή έστω νύξη στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της «μίας» ή «δύο» φύσεων. Εντούτοις ο θρησκευτικός συμβιβασμός που επιχείρησε το διάταγμα αποδείχτηκε ανέφικτος. Αντίθετα προκάλεσε τη γενική δυσαρέσκεια και, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο G.Ostrogorsky, «αντί δύο δημιουργήθηκαν τώρα τρεις ανταγωνιζόμενες παρατάξεις, οι αδιάλλακτοι μονοφυσίτες, οι αδιάλλακτοι δυοφυσίτες και οι χλιαροί από τις δύο παρατάξεις, οι οποίοι υποστήριζαν την αυτοκρατορική ομολογία»[4]. Από την άλλη επήλθε νέα ρήξη στις σχέσεις Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Ο πάπας Φήλιξ Β΄ αποδοκίμασε το «Ενωτικό» και αναθεμάτισε τον πατριάρχη Ακάκιο. Ο τελευταίος ανταποδίδοντας την προσβολή διέγραψε το όνομα του πάπα από τα εκκλησιαστικά δίπτυχα. Υπό αυτές τις συνθήκες επήλθε το πρώτο σχίσμα   – γνωστό ως «Ακακιανό» – ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική εκκλησία, το οποίο διάρκεσε τριανταπέντε χρόνια[5].

Καπνικαρέα, Αθήνα

Το θρησκευτικό πρόβλημα παρέμεινε άλυτο και μετά το θάνατο του Ζήνωνα. Ο διάδοχός του Αναστάσιος Α΄ (491–518), μολονότι έδωσε ομολογία ορθόδοξης πίστης, κατά την ανάρρησή του στο θρόνο, ωστόσο στην εκκλησιαστική του πολιτική τάχθηκε εξαρχής υπέρ του μονοφυσιτισμού[6].

Η στάση του αυτή προκάλεσε τις βίαιες αντιδράσεις του ορθόδοξου πληθυσμού της πρωτεύουσας[7]. Το 512 η προσθήκη της μονοφυσιτικής φράσης «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς» στον Τρισάγιο ύμνο οδήγησε σε πραγματική εξέγερση των ορθοδόξων, η οποία παρ’ ολίγο να στοιχίσει στον Αναστάσιο το θρόνο. Στις ταραχές που σημειώθηκαν στην πρωτεύουσα, υπήρξε ενεργός η ανάμιξη των δύο κυριότερων δήμων, των ορθοδόξων Βένετων και των μονοφυσιτών Πράσινων. Ασφαλώς λανθάνει σαφής ταξική διαπάλη στη συγκρότηση και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των δήμων. Η θρησκευτική κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά της με την επανάσταση του Βιταλιανού, ο οποίος υπήρξε κόμης των foederati της Θράκης και επίδοξος διεκδικητής του θρόνου. Κατόρθωσε να συσπειρώσει τους αγανακτισμένους ορθοδόξους πληθυσμούς και με ισχυρότατο στρατό, που συγκροτούταν κυρίως από Γότθους και Βουλγάρους, έφτασε τρεις φορές μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, κατά το διάστημα από το 513 έως το 515. Τελικά η επανάσταση του Βιταλιανού απέτυχε και ο ίδιος το 520 – επί Ιουστίνου Α΄–  δολοφονήθηκε[8].

Η πολιτική της απρόσκοπτης στήριξης του μονοφυσιτισμού, η οποία τηρήθηκε από τον Αναστάσιο φάνηκε ότι ήταν όχι μόνο αδιέξοδη αλλά και επισφαλής. Διότι μπορεί να έφερε κάποια, αμφίβολης διάρκειας, ειρήνευση στη μακρινή Αίγυπτο και τη Συρία και να εξασφάλιζε την υπακοή – όχι όμως και την υποταγή – των ανήσυχων ανατολικών επαρχιών προς το κράτος αλλά            παράλληλα αυτή η πολιτική «στοίχιζε πολύ ακριβά γενικά, γιατί ήταν αιτία της μόνιμης αναταραχής στις κεντρικές επαρχίες της αυτοκρατορίας»[9].

Παρηγορίτισσα, Άρτα

Επιπροσθέτως, επιδείνωνε την κρίση που διείπε τις ήδη κλονισμένες σχέσεις ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. Η αποστολή μίας αυτοκρατορικής πρεσβείας στον πάπα Ορμίσδα το 516, με επικεφαλής τον κόμητα των δομεστίκων, Θεόπομπο, δεν κατόρθωσε να επιφέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Επίσης, η δυσαρέσκεια για την επίσημη κυβερνητική πολιτική στον εκκλησιαστικό τομέα εκφράστηκε με την προσχώρηση, την ίδια χρονιά, των επισκόπων του ανατολικού Ιλλυρικού, της παλαιάς Ηπείρου και της Δαρδανίας στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης, στην οποία αναγνώριζαν την «integra et verax christianae religionis soliditas». Το 517 η αποστολή μίας παπικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη, με επικεφαλής τον Τικίνιο Εννόδιο, προκειμένου να διαπραγματευτούν με τον πατριάρχη Τιμόθεο, κατέληξε πάλι σε αποτυχία. Τέλος, σε επιστολή του προς τον Ορμίσδα, το 517, ο Αναστάσιος

μεταξύ άλλων έγραφε : «Μπορούμε να ανεχόμαστε να μας προσβάλουν και να μας εκμηδενίζουν· δεν μπορούμε να ανεχτούμε, όμως, να μας διατάζουν». Συνεπώς, το ενδεχόμενο προσέγγισης ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη είχε πλέον απομακρυνθεί οριστικά[10].

Οι χριστολογικές έριδες του 4ου και του 5ου αιώνα επέφεραν βαρύ πλήγμα στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας, επειδή ακριβώς οδήγησαν στη διασάλευση των σχέσεων μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης. Από την άλλη, το καθεστώς ανωμαλίας, που δημιούργησαν, είχε ως συνέπεια τον κλονισμό της πολιτικής ισορροπίας του κράτους. Η διασφάλιση της εσωτερικής ενότητας της αυτοκρατορίας προϋπέθετε την τήρηση μίας ενιαίας, σταθερής πολιτικής…[11]

Εξάλλου, μόνο υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν δυνατό να διεκπεραιωθεί το μεγαλεπήβολο όραμα της επανάκτησης του δυτικού τμήματος του ρωμαϊκού κράτους. Την τεράστια αυτή ευθύνη εθνικού χρέους ανέλαβε ο Ιουστινιανός, ο οποίος ενέργησε με γνώμονα ένα συντεταγμένο πρόγραμμα δράσης. Κύριος φορέας αυτού του προγραμματισμού, κατά το προπαρασκευαστικό της στάδιο, ήταν ο Ιουστίνος Α΄.

——————————-

 Σημείωση Φαρέτρας:   Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 2ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε  ΕΔΩ

                                           Το 3ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 4ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 5ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 6ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

Το 8ο από τα δέκα μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 13 Ιουνίου.

================================

[1]              Το απόσπασμα της συνοδικής απόφασης καταχωρίζει η Χριστοφιλοπούλου, σ. 213

[2]              Βλ. σχετικά Παπαρρηγόπουλο, τ. ΙΙ, 1ο τεύχος, σ. 246.

[3]              Καραγιαννόπουλος, σ. 36

[4]              Ostrogorsky, σ. 127.

[5]              Σε αυτό το σημείο επισημαίνουμε ιδιαίτερα την άποψη της Χριστοφιλοπούλου, σ. 219 : «Είναι αληθές ότι το πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως δεν απέδωκεν ιδιαίτερη σημασία εις την επελθούσα ρήξιν, τοσούτον μάλλον εις την εκκλησιαστικώς υπό του ρωμαίου ποντίφηκα υπαγομένην Δύσιν την θέσιν της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είχον καταλάβει βαρβαρικά βασίλεια, τελούντα υπό Αρειανούς ή μη χριστιανούς επισκόπους», άποψη που γενικεύει ως συμπέρασμα ο Bury, τ.ΙΙ, σ.3 : «To Zeno and Anastasius had no thought of recovering power in Italy, the opposition of the bishop of Rome was a matter of smaller importance than division in the empire».

[6]              Η Αικ. Χριστοφιλοπούλου, σ..233, διακρίνει τους μελετητές της εκκλησιαστικής πολιτικής του Αναστασίου σε τρεις ομάδες : (1) σε αυτούς που δέχονται ανεπιφύλακτα ότι ο Αναστάσιος υιοθέτησε εξαρχής πολιτική ευνοϊκή υπέρ των μονοφυσιτών, όπως για παράδειγμα ο Ostrogorsky. (2) σε εκείνους που πρεσβεύουν ακριβώς το αντίθετο, όπως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος. Ο τελευταίος, προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας του, επικαλείται τις μαρτυρίες συγχρόνων ή μεταγενέστερων του Αναστασίου ιστορικών συγγραφέων και χρονογράφων, όπως πχ του Ευάγριου : «Οὗτος ὁ Ἀναστάσιος εἰρηναῖος τὶς ὤν, οὐδὲν καινουργεῖσθαι ἠβούλετο διαφερόντως περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κατάστασιν». (3) Τέλος, σε όσους δείχνουν μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα στην κρίση τους. Συντάσσομαι με την άποψη εκείνων των ιστορικών, που ανήκουν στην πρώτη ομάδα, εφόσον παρουσιάζεται στις πηγές μία σειρά γεγονότων (εξέγερση του 512, επανάσταση του Βιταλιανού, κά), τα οποία πιστοποιούν τη σφοδρή, παλλαϊκή εναντίωση του ορθόδοξου λαού προς τα φιλοαιρετικά μέτρα του Αναστασίου.

[7]              Βλ. σχετικά Ostrogorsky,σελ. 130, ο οποίος διαπιστώνει χαρακτηριστικά ότι «στον ιππόδρομο γίνονταν εχθρικές διαδηλώσεις εναντίον του «ιερού» προσώπου του αυτοκράτορα. Ο όχλος περιύβριζε το γέρο ηγεμόνα, μερικές φορές μάλιστα του επιτέθηκε με πέτρες!».

[8]              Ο Βιταλιανός δεν κατόρθωσε να κλονίσει σοβαρά την αυτοκρατορική εξουσία του

Αναστασίου. Εντούτοις ο θρησκευτικός του φανατισμός και η δυναμική του δράση, τον κατέστησαν υπολογίσιμο και επικίνδυνο παράγοντα στη διακυβέρνηση του Ιουστίνου. Αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η ανέλιξή του στα υψηλά διοικητικά κλιμάκια του κράτους. Μετά το θάνατο του Αναστασίου αναγορεύτηκε σε ύπατο και κόμη του πραισέντου. Πρβλ σχετικά και τα όσα αναφέρει ο Ευάγριος, IV,3 : «…στρατηγὸν αὐτόν ἑνὸς τῶν καλουμένων πραισέντων ἀναδείκνυσιν. Ἐπί πλεῖον δὲ τῇ πειθοῖ χώραν διδοὺς ἐπ’ ἐξαπάτῃ μείζονι καὶ ἐς ὑπάτους τὸν Βιταλιανόν ἀναβιβάζει…». Ομοίως πρβλ και τον Κεδρηνό, “Ιστορία, σ. 637. Το γεγονός δολοφονίας του, για την οποία υπεύθυνος πρέπει να ήταν ο Ιουστινιανός, σώζεται σε αρκετές πηγές. Με ιδιαίτερη παραστατικότητα παρουσιάζεται από το Ζαχαρία Μυτιλήνης, VIII,2 : «Now it happened somedays afterwards (ενν. μετά την άφιξή του δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, το 520) that, while Vitalian was bathing in the royal city, he received a command from the king to come to a banquet he and Justinian the general, his collague; and he was coming from the baths, he and Paul, his notary, and Celer, his domestic, and men having been posted to stab him. Αs he was going from one house to the other, he was killed, he and his notary and his domestic.; and God requited him from the evil which he did in the days of Anastasius and the violation of his oaths; and his army did no injury». Είναι εύγλωττη και απολύτως δικαιολογημένη η αποστροφή, από την οποία διακατέχεται ο μονοφυσίτης Ζαχαρίας έναντι του φανατικά ορθοδόξου Βιταλιανού.

[9]              Οstrogorsky, σσ 130-131.

[10]             Βλ. σχετικά Λουγγή στην ΙΕΕ, τόμ. Ζ΄, σ.148.

[11]             Πρβ σχετικά και τη γνώμη του Vasiliev, Ιστορία, τ. Ι, σ.148 : «La politique et la religion devaient entrer en conflict, et ce c’ est qui explique les troubles interieurs de l’ époque d’ Anastase . Ce dernier ne réussi pas, desouvivant, a ramené la paix souhaite et la bonne entente dans l’empire. Ses successeurs devaient entrener l’empire dans des voies totalement différents. Mais déjà l’esprit de séparatisme des provinces orientales commence à se manifester».

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας