Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: “Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες… και οι Αρμάνοι-Βλάχοι”
Όσοι μελετούν συστηματικά τα κείμενα εκείνων που εκπροσωπούν τον λεγόμενο Νεοελληνικό Διαφωτισμό, εύκολα διαπιστώνει ότι αυτοί κινούνται σε δύο «ιδεολογικές γραμμές» ή σε δύο «σχολές σκέψης», με κύριους εκφραστές της μιας τον μέγιστο οικουμενικό Ελληνόβλαχο ποιητή και επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή (1760/62-1798), και αφορά στους Έλληνες (των οποίων απογόνους θεωρεί όλους τους «Νεοέλληνες» και τον εαυτό του), και της άλλης τον μέγιστο λόγιο και γιατρό Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833), και αφορά στους Γραικούς (όρο που δεν ταυτίζεται απόλυτα με όλους τους Νεοέλληνες, όπως δεν ταυτιζόταν στα αρχαία και στα λεγόμενα «βυζαντινά» χρόνια με όλους τους παλαιούς Έλληνες). Της πρώτης «σχολής» προϋπήρξε του Ρήγα ως κύριος εκφραστής ο Μοσχοπολίτης μεγάλος δάσκαλος του γένους Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725-1800) – γεννημένος σε «γραικοβλαχική αποικία» στο χωριό Τσερναβόδα της Δοβρουτσάς (κατά πως μας πληροφορεί στην Χάρτα του ο Ρήγας, του οποίου –μάλλον– υπήρξε μαθητής), ένας αληθινά μεγάλος και σπουδαίος «εκπρόσωπος» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στον αναγεννώμενο Ελληνισμό μέσω του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Ρήγας Βελεστινλής, ως κύριος εκφραστής της δεύτερης «σχολής» είναι και ο πρώτος που γράφει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στον τόμο που εξέδωσε στην Βιέννη το 1797, με τίτλο «Ο Ηθικός Τρίπους», το πρώτο βιβλίο αυτού του τόμου είναι «Τα Ολύμπια» του ιταλού ποιητή Πιέτρο Μεταστάσιο (Pietro Metastasio: 1698-1782), έργο το οποίο ο Ρήγας εντάσσει στην όλη «επαναστατική φιλοσοφία» του, για να ενισχύσει και να τονώσει το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων. Μιλάει για την δόξα, το μεγαλείο και τα κατορθώματα των προγόνων, και με αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι μπορεί να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του να αρπάξουν τα όπλα κατά του τυράννου και στη συνέχεια να πραγματώσουν την δημοκρατία του, όπως την ορίζει και την εισηγείται στα πολιτικά κείμενά του.
Ρήγας Βελεστινλής.
-
«Τα Ολύμπια» είναι αφιερωμένα από τον Ρήγα στον Στέργιο Χατζή-Κώνστα (1760 – ;), συμπατριώτη του από το παλαιό βλαχοχώρι Νεζερός Ολύμπου (νυν Καλλιπεύκη Δήμου Τεμπών), ο οποίος είχε προγονική ρίζα από το Βλαχολίβαδο Ολύμπου, και στον οποίο γράφει στις πρώτες σελίδες:
Τω τιμιωτάτω και χρησιμοτάτω κυρίω Στεργίω Χατζή Κώνστα Ολυμπιώτη.
Φίλε μου.
Δεν έχω σκοπόν με κολακείας και με υπουλότητας να πλέξω εγκώμια εκθειάζωντας το υποκείμενόν σου, αλλά με ελευθέραν αδελφικήν παρρησίαν, αφίνοντας όλα τα άλλα προτερήματά σου, λέγω μόνον πως εκ ψυχής αγαπάς το έθνος σου. Θέλεις την προκοπήν του, το καλόν του, την δόξαν του, την …. Αλλά τι τα περιττολογώ; δεν είναι καμμία εις τούτο απορία, ότι ένας καθαρός απόγονος Ελλήνων, ένας οπού διετήρησεν αμίαντα τρόπον τινά εις την περιοπήν του Ολύμπου τα πατρώα ληθη, να μη νομίζη πρώτην και τελευταίαν ευδαιμονίαν του την ευεξίαν του έθνους του. Τοιοόν λοιπόν είσια, και η μόνη μου έφεσις είναι, να σε μιμηθούν όλοι οι φίλτατοι συμπολίται μας.
Σοι προσφνώ το βιβλιάριον τούτο, εμπεριέχον τρία τινά, πρώτον την ειλικρινεστάτην φιλίαν, δεύτερον, την γυναικείαν σωφροσύνην, και τρίτον την φυσικήν απλότητα, μεγάλων μεν ανδρών γεννήματα, μικρόν δε τεκμήριον της εμής προς το υποκείμενον σου αγάπης, μεθ’ ης ειμί.
Φίλος σου ειλικρινέστατος
Ρήγας βελεστινλής ο Θετταλός.
-
Και αμέσως μετά έπονται τα Προλεγόμενα, στα οποία ο Ρήγας γράφει:
Ολυμπιακοί αγώνες λέγονται τα παιγνίδια ταύτα. Δρόμος, Δίαυλος, Πάλη, Δίσκος, Άλμα, Παγκράτιον, και Πυγμή.
Δρόμος, είναι το τρέξιμον από την μίαν άκρην του σταδίου έως την άλλην, πεζώς, ή καβάλα, ή με το αλογάμαξον.
Δίαυλος, να γυρίση ο αθλητής τρέχωντας, απ’ εκεί οπού εκίνησε.
Πάλη, να ρίψη τον αντίπαλόν του κατά γης.
Δίσκος, το ρίψιμον του λιθαριού, ή της αμάδας.
Άλμα, να πηδήση ταις τρεις.
Παγκράτιον, να έρχεται τρέχων αντικρύ του αντιπάλου με τον γρόθον συκμένο, και πλησιάζωντας, να συκ΄νη και το δεξιόν ποδάρι, και ή να τον κλοτζήση, ή να τον ωθήση με το γόνυ, να τον κτυπήση και με τον γρόθον εν ταυτώ, διά να τον ρίψη κατά γης.
Πυγμή, να συναντικτυπούνται οι δύο αντίπαλοι με τους γρόθους ιστάμενοι, ώστε να ομολογήση ο ένας πώς ενικήθη.
Εκ τούτων.
Ο Δρόμος, η Πάλη, ο Δίσκος, το Άλμα, και το Παγκράτιον, παίζονται μέχρι της σήμερον εις την Θεσσαλίαν, και εις όλην την Ελλάδα.
Ούτ οι αγώνες επανηγυρίζοντο από τους προπάτορας μας κάθε πέμπτον χρόνον, (όθεν και Ολυμπιάς ή πενταετηρίε) εις την πόλιν Ολυμπίαν (λέγεται την σήμερον σταυρός) κειμένην εις τας όχθας του Αλφειού (Ρουφιά) ποταμού, εις την τοπαρχίαν της Ήλιδος εις τον Μωρέαν.
Υπόθεσις του παρόντος δράματος των Ολυμπίων.
Κλεισθένης ο βασιλεύς της Σικυώνος, (λέγεται τώρα Βασιλικά, κείται εις τον Κορινθιακόν κόλπον) θέλοντας να υπανδρεύση την περίφημον διά την ωραιότητά της κόρην του Αριστέαν, με βασιλέως υιόν οπού να ενίκησεν εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, εκήρυξε την απόφασίν του [………].
Αυτή είναι η παλαιότερη εικόνα με τις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές
στην Ολυμπία, που ξεκίνησε ο Βρετανός Richard Chandler το 1765!
-
Συνεισφέρω εδώ και την πληροφορία ότι μέχρι και την δεκαετία του 1960, στο χωριό μου διοργανώνονταν ανά τετραετία «Αθλητικοί Αγώνες», στην μεγάλη πλατεία που εκτεινόταν από το παλαιό Δημοτικό Σχολείο και προς το Γήπεδο, με συμμετοχή εφήβων και νέων αγοριών, με πάνδημη συμμετοχή θεατών. Τα έπαθλα συνήθως ήταν: τενεκέδες 16 κιλών με λάδι, σάκοι με 50 κιλά σιτάρι, άλλα είδη γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, σε αυτοσχέδια συσκευασία, π.χ. τυριά, φακές, κουκιά κ.ά. (τα οποία δεν είχαν την δυνατότητα τότε να τα προμηθεύονται όλες οι οικογένειες). Κριτές και αφέτες ορίζοντα «παιδιά γραμματιζούμενα», σε Λύκεια και Σχολαρχεία… Τα αγωνίσματα ήταν: Δρόμοι ταχύτητας 100, 200, 500, 1000, 3.000 μέτρων, Άλματα σε μήκος, απλό και τριπλούν (σε σκάμμα με άμμο), σε ύψος, Ρίψεις λιθαριού/σφαίρας (μπιζμπίλι), δίσκου, ακόντιου, Τράβηγμα τριχιάς, Ελεύθερη ελληνορωμαϊκή πάλη, Ανύψωση βάρους με τα χέρια!
-
Και, μιας και γίνεται αναφορά από τον Ρήγα στην Σικυώνα (που ιστορικά θεωρείται ως η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε από Έλληνες, στα χρόνια του Φορωνέα στην Πελοπόννησο), καταθέτω εδώ την μαρτυρία ότι στα χρόνια του ποιητή Ιωάννη Τζέτζη (1110-1180 μ.Χ.) οι Βλάχοι ονομάζονταν Σικυώνιοι και Ελλαδικοί, στις Ελληνικές Χώρες: «Σικυών εστίν η χώρα των Ελλαδικών Βλάχων … Ελλαδικούς· των Σικυωνίων, των νυνί λεγομένων Ελλαδικών. Sed in nomine Βλάχων». Πρόκειται για μαρτυρία που την αγνοούν τα ιερατεία της γνώσης.
-
Ο Ρήγας «καταπιάνεται» με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και στο έργο «Νέος Ανάχαρσις» (Κεφ. ΛΗ’, Οδοιπορεία εις την Ηλείαν * Ολυμπιακοί αγώνες, σ. 252-323, σύνολο 71 σελίδες!), που εκδόθηκε στην Βιέννη το 1797: «Νέος Ανάχαρσις. Τόμος Τέταρτος. Μεταφρασθείς, τα μεν 32, 33, και 34 Κεφάλαια, παρά του Γεωργίου Βεντότη Ζακυνθίου. Τα δε 35, 36, 37, 38 και 39 παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού, Διορθωθείς και εκδοθείας παρά του αυτού. Εν Βιέννη 1797». Πρόκειται για μετάφραση έργου του Jean–Jacques Barthélemy (1716-1795),Voyage du jeune Anacharsis en Grèce, 1788. Από την έκδοση του Ρήγα καταχωρίζω κάποιο απόσπασμα, σχετικό με τους Ολυμπιακούς Αγώνες:
Έως τόσον επλησίαζεν ο λαός ηβηδόν εις την Ολυμπίαν διά ξηράς, διά θαλάσσης, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, από τους μακρυνωτέρους τόπους εβιάζοντο να έλθωσιν εις αυτάς τας εορτάς, τν οποίων η ευφημία υπερβαίνει απείρως εκείνην των άλλων πανηγύρεων, αίτινες όμως υστερούνται από μίαν χάριν, ήτις ήθελε τας καταστήση λαμπροτέρας. Αι γυναίκες δεν παρεισάγονται, αναμφιβόλως εξ αιτίας της γυμνότητος των αθλητ΄ν, ο νόμος οπού τας εκβάλλει είναι τόσον αυστηρός, ώστε κρημνίζουσιν από το ύψος ενός βράχου εκείνας οπού τολμώσι να τον παραβώσιν εν τοσούτω αι ιέρεια ενός ναού έχουσιν έναν τόπον διωρισμένον, και ημπορούσι να συνεδρεύσωσιν εις μερικά γυμνάσματα.
-
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, «θίγονται» από τον Ρήγα και στην «Χάρτα της Ελλάδος», Φύλλο 9, με Τοπογραφικό της αρχαίας Ολυμπίας, καθότι εκεί τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Καταχωρίζει δε στο Φύλλο 4 της Χάρτας παραστάσεις Ολυμπιακών αγωνισμάτων (πάλης, ιπποδρομίας, αρματοδρομίας), τις οποίες θέτει πάνω-πάνω στις σελίδες των τριών (Θεατρικών) Πράξεων των Ολυμπίων. Το έργο Ολύμπια παίχτηκε επί Σκηνής στην Ελλάδα το 1836, από θίασο που συνέβαλε στην ίδρυση του μετέπειτα Κρατικού Θεάτρου της χώρας μας.
Νωρίτερα, το 1833, ένας άλλος Ηπειρώτης Βλάχος στην καταγωγή, ο λόγιος και ποιητής Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868), γόνος Φαναριώτικης οικογένειας, στο ποιητικό έργο του «Νεκρικοί Διάλογοι» (το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ήλιος»), προτείνει την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως ημέρας εθνικής εορτής και την ανασύσταση και αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με έκκλησή του προς τον Πλάτωνα:
Αν ηδύνατο στην γη σας η σκιά μας να πετάξη,
Προς τους Υπουργούς του Θρόνου ήθελε με τόλμη κράξει.
Άφετε τα μικρά πάθη, τας ματαίας έριδάς σας,
Άθλιοι συλλογισθήτε τ’ ήταν πάλαι η Ελλάς σας.
Δεν με λέγετε πού είναι οι αρχαίοι σας αιώνες;
Οι ωραίοι σας πού είναι Ολυμπιακοί Αγώνες;
πού τα Παναθήναιά σας;
Αι μεγάλαι τελεταί σας, τα μεγάλα θέατρά σας;
Πού εικόνες κι ανδριάντες, πού βωμοί και πού τεμένη;
Κάθε πόλις, κάθε δάσος και καθείς ναός προ πάντων
ήσαν πάλαι πληθυσμένοι·
Με ογήρυσιν σιγώσαν μαρμαρίνων ανδριάντων
Τους βωμούς σας ξένα έθνη στόλιζαν με προσφοράς,
με χρυσούς ο Γύπας πίθους.
Και ο Κροίσος με κρατήρας και με πλάκας αργυράς
και με πολυτίμους λίθους.
Ήγοιγε των Ολυμπίων η ενδοξοτάτη πάλη
έρρεεν εις τον αγώνα λαού χείμαρρος πολύς.
Και κατέβαιναν εις τούτον αθληταί οι βασιλείς.
Ο Ιέρων και ο Γέλων και ο Φίλιππος και άλλοι
εις Ελλήνων χιλιάδας τεσσαράκοντα εκθάμβους.
Ο Ηρόδοτος παρίστα στην κομψήν του ιστορίαν
τους προσφάτους των θριάμβους.
Ήκουεν ο Θουκυδίδης την ωραίαν αρμονίαν
της πεζής ποιήσεώς του,
Και ηλείφετο εις πάλην ένδοξος αντίζηλός του.
Αξίζει εδώ να ειπωθεί ότι ο Παναγιώτης Σούτσος, ήταν μόνον 27 ετών όταν έγραψε αυτούς τους στίχους και εισηγείτο την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων! Αδελφός του ήταν ο λόγιος και ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος, 30 ετών τότε, συνεκδότης της εφημερίδας «Ήλιος», ενώ γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος Σούτσος και η Ελένη, αδελφή του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού. Είχε κάνει έξοχες σπουδές, με σπουδαίους δασκάλους, και κινείτο δε στο ιδεολογικό ρεύμα των ιδεών του Σαινσιμονισμού.
«Οι Έλληνες γνωρίζουσι τους κανόνες της ευταξίας…» (Ρήγας)
-
Τον σπόρο, λοιπό, και την ιδέα για τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες τον έριξε στους Έλληνες ο Ρήγας Βελεστινλής, αυτός ο Οικουμενικός Ελληνόβλαχος ποιητής και επαναστάτης. Την σκυτάλη όμως πήρε κατόπιν ο «άγνωστος» και «Ανώνυμος» συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» (Λιβόρνο 1806) Ιωάννης Κωλέττης (1774-1847), ο «Γραικο-Βλάχος» εκ Συρράκου, πρωταγωνιστής στην Επανάσταση του 1821, και πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός της Ελλάδας.
-
Στις 22-1-1835 ο Κωλέττης και ο Σούτσος σε μακροσκελές υπόμνημα προς τον Βασιλιά Όθωνα, άρτι αφιχθέντα στην Ελλάδα πριν ένα χρόνο, του υπενθύμιζαν την μεγαλοπρέπεια των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, και του πρότειναν: η 25η Μαρτίου να θεσμοθετηθεί ως εθνική εορτή και να κινηθούν διαδικασίες θέσπισης των Ολυμπιακών Αγώνων, με λεπτομερές πρόγραμμα των προτεινόμενων αγώνων. Τότε ο Κωλέττης ήταν υπουργός Εσωτερικών, και ο Σούτσος ειδικός γραμματέας του.
-
Το 1835 σε εκδήλωση για την ενηλικίωση και ενθρόνιση του Όθωνα ο Κωλέττης, ως υπουργός Εσωτερικών, διοργανώνει αθλητικούς αγώνες στα πρότυπα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Η προσπάθεια του υποβαθμίστηκε από τους αντιβασιλείς (Kobell και Rundhard), οοότε δεν είχαν καμιά επιτυχία οι «Ολυμπιακοί Αγώνες του Κωλέττη». – «Η ενθρόνιση δεν έγινε πολύ αντιληπτή. Ο Κωλέττης είχε διατάξει ως υπουργός Εσωτερικών τη διεξαγωγή ενός είδους Ολυμπιακών αγώνων με τρέξιμο, πάλη και δισκοβολία στο υπαίθριο και είχε ανακαλύψει μερικούς απατεώνες σαν υποψήφιους Ολυμπιονίκες, αλλά το σχέδιό του απέτυχε οικτρά, το αποτέλεσμα ήταν να γελοιοποιηθεί…» (W. Seitl, Οι Βαυαροί στην Ελλάδα – Η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του Όθωνα / Βόλφ Ζάιντλ, προλογίζει: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, επιμελ. Κ.Π.Δεμερτζή, χ.χ.έ., σ. 167).
-
Είναι γεγονός, λοιπόν, ότι ο Κωλέττης είχε την πρωτογενή ιδέα να τους ονομάσει Ολυμπιακούς Αγώνες, έστω και αν «το σχέδιό του απέτυχε οικτρά», έστω και αν «γελοιοποιήθηκε», και είναι αυτός που αναβίωσε για πρώτη φορά από ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους σε ελεύθερο ελληνικό έδαφος, τον έξοχο αρχαιοελληνικό θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως εύστοχα επισήμανε ο Βαυαρός Ρος, αν και με ειρωνεία και χαιρεκακία, για τούτη την αποτυχία. Ήταν ο φόβος των Βαυαρών και της αντιβασιλείας απέναντι στον Κωλέττη, καθότι γνώριζαν ότι ο διορατικός αυτός πολιτικός θα μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη δύναμη και επιρροή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μάλιστα, αυτό το γεγονός με τους «Ολυμπιακούς Αγώνες του Κωλέττη», αποσιωπάται σκόπιμα και έωλα από την ελληνική βιβλιογραφία. Είναι ολοφάνερο ότι στην σημαντική προσπάθεια αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο «Γραικόβλαχος» Ι. Κωλέττης, πρωτοστάτησε.
Οι αποτυχημένοι «Ολυμπιακοί Αγώνες του Κωλέττη» δεν έμειναν χωρίς συνέχεια, και ο «σπόρος του Ρήγα» για τους «Ολυμπιακούς Αγώνες» είχε βρει γόνιμο έδαφος στις επόμενες από αυτόν γενιές, και οι παλιές πηγές του 19ου αιώνα μας πληροφορούν για τις κινήσεις και τις απόπειρες αναβίωσης αυτού του πανάρχαιου Ελληνικού θεσμού, του δομημένου πάνω στις αρχές του «ευ αγωνίζεσθαι» και της «ειρήνης» (με εκεχειρίες από τους πολέμους):
Το 1837, ο βασιλιάς Όθων με Βασιλικό Διάταγμα συγκροτεί 12μελή ειδική επιτροπή για μέριμνα, εμψύχωση και διοργάνωση εκθέσεων για Βιομηχανικά, Γεωργικά, Κτηνοτροφικά προϊόντα, και με πρόβλεψη στο άρθρο 34 διοργάνωσης και αθλητικών αγώνων, τους οποίους όμως δεν ονομάζει Ολυμπιακούς.
Το 1838, με βάση αυτό το Β.Δ. ο Δήμος Λετρινών (της Ολυμπίας) και από αφορμή την καθιέρωση της 25 ης Μαρτίου ως ημέρας εθνικής εορτής, αποφάσισε ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, χωρίς ωστόσο να είναι πειστικά δεδομένο ότι τέτοιοι αγώνες διοτγανώθηκαν.
Το 1843 και 1844, οι εφημερίδες «Αιών» (που εξέδιδε ο Ιωάννης Φιλήμων) και «Συνένωσις» (που εξέδιδαν οι αδελφοί Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος), με άρθρα τους έθεταν ή υπενθύμιζαν το θέμα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην ήδη ανεξάρτητη και ελεύθερη Ελλάδα. Μάλιστα, στο φ. της 9.9.1844 της εφημερίδας «Συνένωσις», ο Π. Σούτσος απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό της Ελλάδος πλέον, τον Ιωάννη Κωλέττη: «Είθεο Ιωάννης Κολέττης να ενθυμηθεί το σχ΄ρδιον το οποίον εις αυτόν εδώκαμεν (ως) Γραμματέα των Εσωτερικ΄ν κατά το 1835, το σχέδιον των Ολυμπιακών Αγώνων και να επαναγάγη μιαν ημέρα την παλαιάν Ελλάδα εις ρην νέαν.»
Μετά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, βρίσκουν τον μέγα οραματιστή και ευεργέτη τους, που είναι ο Ηπειρώτης Αρμάνος-Βλάχος ή Ελληνόβλαχος Ευαγγέλης Ζάππας, και στη συνέχεια ο ανιψιός του Κωνσταντίνος Ζάππας, από το χωριό Λάμποβο (στη νυν Βόρεια Ήπειρο ή Νότια Αλβανία). Τα στοιχεία που στη συνέχεια θα καταχωριστούν είναι από το βιβλίο: «Horia Alexandrescu, Τα Ολύμπια του Ευαγγέλου Ζάππα, Εκδόσεις UER, Βουκουρέστι 2017» (σε εξαιρετική μετάφραση της Άντζελας Μπράτσου). Πρόκειται για έκδοση που τιμά τον μεγάλο αγωνιστή της Επανάστασης του 1821, μετέπειτα συγγραφέα, μαικήνα και ευεργέτη, που η Ελλάδα ως «πατρίς ευγνωμονούσα», εσαεί αγνώμων, δεν τόλμησε να εκπονήσει και εκδώσει μια παρόμοια μονογραφία μέχρι σήμερα γι’ αυτόν. Τι και αν γίνεται συχνά λόγος για το Ζάππειον Μέγαρον ή τα Ζάππεια Σχολεία στην Κων/πολη και αλλού. Ο Ζάππας συνεχίζει να παραμένειι «ο μεγάλος άγνωστος» στην Ελλάδα, και ας τον αναφέρον ως «μεγάλο ευεργέτη» συχνά, διότι ένας συστηματικός κυρίαρχος γραικυλισμός επικαλύπτει εδώ τους άξιους και.. προωθεί τα ποικίλα σκύβαλα στην πολιτική, στις επιστήμες και αλλού. Δυστυχώς. – Από εδώ δύο εκτενή κεφάλαια – δανεια:
Σούτσος – Ζάππας, το ιστορικό Ολυμπιακό δίδυμο
Μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση το γεγονός ότι, ενώ όλες οι επιχειρήσεις του στην Βλαχία εστιαζόταν στην γεωργία, όπου εισήγαγε καινοτομίες και εκσυγχρονισμούς, πράγματα που είχε σπουδάσει στο Παρίσι, ο Ευάγγελος Ζάππας είχε πάθος με την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων και συνέβαλε καθοριστικά στην αναβίωσή τους. Δεν απορεί όμως κάποιος που γνωρίζει την ιστορική πραγματικότητα βάσει της οποίας ο Ζάππας, πολεμώντας στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη στον πόλεμο της απελευθέρωση της Ελλάδος, είχε λάβει το βαθμό του υπασπιστή και την επίσημη πρόταση για οικονομική αποζημίωση (την οποία αρνήθηκε) σαν ήρωα της Επανάστασης. Πολέμησε γενναία και τραυματίστηκε πολλές φορές, επαναλαμβάνω, τουλάχιστον πέντε, συμπεριλαμβανομένης της μάχης στα περίχωρα των Αθηνών. Ήταν με βεβαιότητα υπερασπιστής των παραδόσεων και του Ελληνικού πολιτισμού, με τα οποία είχε έρθει σε επαφή από το δημοτικό σχολείο όπου τα μαθήματα, ας μην ξεχνάμε, γίνονταν στην καθαρεύουσα. Άρα, τι άλλο πιο ελκυστικό θα μπορούσαν να διδαχτούν οι μαθητές την εποχή εκείνη, αν όχι την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων;
Ο Ευάγγελος Ζάππας λοιπόν, ο μετέπειτα εκατομμυριούχος Ζάππας, έγινε ένας καλλιεργημένος αριστοκράτης Ευρωπαϊκού τύπου και όπως θα αποδείξουμε στην συνέχεια, θα συμβάλει ουσιαστικά στην πρόοδο των Ρουμάνων, των Αλβανών και των Ελλήνων, υποστηρίζοντας μια σειρά πολιτιστικών δραστηριοτήτων οι οποίες κυμαίνονταν από την εκτύπωση αλφαβητάριων και λεξικών, μέχρι και την ίδρυση της Ακαδημίας της Ρουμανίας. Διάβαζε σχεδόν καθημερινά τις εφημερίδες της εποχής — ρουμανικές, ελληνικές και αλβανικές — και με ορισμένες από αυτές είχε συνεργαστεί άμεσα, μια άλλη πτυχή πολύ γνωστή σε όσους έχουν μελετήσει τη ζωή του.
Από την άποψη αυτή, είμαστε αναγκασμένοι να αναφερθούμε σε ένα από τα θέματα που έκαναν αίσθηση στον Τύπο της εποχής. Συγκεκριμένα, ακριβώς εκείνο το χρονικό διάστημα, οι ομάδα αρχαιολόγων Ernst Curtius, Adler και Dorpfeld, του Γερμανικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας, ανακάλυψαν τα σημαντικότερα ευρήματα στην αρχαία Ολυμπία.
Τις έρευνες και τις ανασκαφές τους – που στέφθηκαν με επιτυχία αρχίζοντας από το 1855 και συνεχίζοντας ως το 1881– τις παρακολουθούσε όλος ο κόσμος, ο οποίος καλωσόριζε κάθε νέα ανακάλυψη, η οποία φυσικά διέγειρε τη φαντασία και την πρωτοβουλία κάποιων ενθουσιωδών υποστηρικτών της αναβίωσής των Ολυμπιακών Αγώνων. Επικεφαλής ήταν ο Παναγιώτης Σούτσος, Έλληνας ποιητής, του οποίου η Ολυμπιακή μοίρα μπορούμε να πούμε ότι ήταν εντυπωσιακά άδικη και όμοια μ’ εκείνη του Ευάγγελου Ζάππα. Επιπλέον, οι ζωές τους έμοιαζαν και μια σειρά από συναρπαστικές συμπτώσεις αποκλείουν την πιθανότητα να μην είχαν γνωριστεί προσωπικά και, ως εκ τούτου, να μην είχαν ενώσει τις προσπάθειές τους για τον ίδιο στόχο: την αφή της ιερής Ολυμπιακής φλόγας, ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους αρχαίους και στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Παναγιώτης Σούτσος γεννήθηκε το 1806. Ήταν γόνος επιφανούς φαναριώτικης οικογένειας της Κωνσταντινούπολης η οποία είχε παράδοση στα ελληνικά γράμματα. Ο νεαρός Σούτσος παρακολούθησε τα μαθήματα του γυμνασίου στη σχολή της Χίου διδασκόμενος στην καθαρεύουσα, γλώσσα στην οποία θα γράψει άλλωστε και το συναισθηματικό ποιητικό του έργο. Συνέχισε τη μαθητεία του στο Παρίσι ακριβώς όπως ο Ζάππας· στη συνέχεια στην Πάδοβα και αμέσως μετά – σύμφωνα με την Wikipedia – θα μείνει ένα διάστημα, πού νομίζετε; στην Τρανσυλβανία.
Ο Σούτσος θα μείνει εκεί και θα ασχοληθεί με την συγγραφική του ιδιότητα ως το 1833, έτος κατά το οποίο αποφάσισε να μετακινηθεί στην πρώτη πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας, το Ναύπλιο.
Κάνοντας έναν απλό υπολογισμό, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ο Παναγιώτης Σούτσος, ο οποίος ήταν μόλις έξι χρόνια νεότερος του Ζάππα, έζησε πραγματικά αρκετά χρόνια στην επικράτεια της σημερινής Ρουμανίας. Γεννημένος και αυτός εκτός των συνόρων της Ελλάδος, ήταν υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της χώρας και της επιστροφής της στους θεσμούς των αρχαίων. Αυτό συνέβη την ίδια περίπου περίοδο κατά την οποία η Ελληνική κοινότητα εκεί αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ευρωστία, πράγμα το οποίο και ώθησε το Σούτσο να επιλέξει αυτό τον προορισμό, χάρη και στις ευνοϊκές ενδείξεις που προέρχονταν από τους συμπατριώτες του εκεί. Κατά σύμπτωση, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους και ο Ζάππας, είχε φτάσει στη Βραΐλα ήδη από το 1831.
Θεωρητικά, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι μεταξύ του 1831 και του 1833, βρίσκονταν ταυτόχρονα στη Ρουμανία τόσο ο Σούτσος όσο και ο Ζάππας, οπότε είναι πολύ πιθανό ο ένας να είχε ακούσει για τον άλλον, ή και ακόμα να είχαν γνωριστεί. Γεγονός είναι ότι ο Παναγιώτης Σούτσος, ως δημοσιογράφος, ποιητής και, αργότερα, εκδότης μίας εφημερίδας στην Αθήνα, για αρκετά χρόνια υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις την αναβίωσή των Ολυμπιακών Αγώνων, έχοντας υπογράψει ήδη από το 1835 (1836) ένα αίτημα προς το βασιλιά Όθωνα Α’, έτσι ώστε η Ελλάδα να αναλάβει αυτή την τιμητική αποστολή την οποία και επάξια δικαιούταν.
Στο εξαιρετικό του έργο «The Modern Olympics, A Struggle for Revival», ο αείμνηστος Αμερικανός καθηγητής David C. Young, διάσημος Ελληνιστής και, επαναλαμβάνω, εξέχον μέλος των ιστοριογράφων της ΔΟΕ, ο οποίος μελέτησε διεξοδικά τη διαδοχή της αναβίωσής των Ολυμπιακών Αγώνων, έγραψε κάποια στιγμή:
«…Ο πόλεμος είχε τελειώσει γενικά, αλλά με τον τόπο καταγωγής του ακόμη υπό Τουρκική κατοχή, ο Ζάππας αποφάσισε να μετακομίσει στη Ρουμανία το 1831. Εκεί, σύντομα άρχισε να αποκτά μεγάλη περιουσία αποτελούμενη από κτήματα, περιουσία που του επέτρεψε αγοράσει μετοχές της Ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας. Μέχρι το 1850 είχε γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ανατολική Ευρώπη. Διαχειριζόταν την τεράστια οικονομική του αυτοκρατορία από το τεράστιο κτήμα του στο Μπροστένι (κοντά στο Βουκουρέστι), όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.»
Δεν είναι βέβαιο πώς και πότε ο Ζάππας άκουσε να μιλούν για πρώτη φορά για την Ολυμπιακή ιδέα του Σούτσου. Η οικογένεια του Σούτσου είχε μια μακρόχρονη σχέση με κάποιες κομητείες της Ρουμανίας και προφανώς ένας συγγενής σύστησε το Ζάππα στο Σούτσο, ή του παρουσίασε γραπτά τις Ολυμπιακές του προτάσεις. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στα απομνημονεύματά του υποστήριζε ότι ο Ζάππας «αγωγής μεν και παιδείας εστερημένος, αλλά θερμήν πατριώτου τρέφων καρδίαν, είχεν άναγνώσει εις την ύπό του Παναγιώτου Σούτσου μετά ποιητικού στόμφου μάλλον ή μετά πολιτικής ποιήσεως έκδιδομένην εφημερίδα, την Συνταγματικήν ή τον «Ηλιον” (δεν ενθυμούμαι) άρθρον περί τών άρχαίων Ολυμπιακών άγώνων, μετά προτάσεως ήκιστα πρακτικής περί έπαναλήψεως αυτών εν Έλλάδί. Τον άγαθον πατριώτην έθάμβωσε τό πομπώδες ύφος, καί ένθουσιών ύπέρ τού σχεδίου ο ένόμιζεν οτι θά έπανέφερε την λαμπρότητα τών άρχαίων ήμερών». Με όποιον τρόπο και να είχε ακούσει ο Ζάππας για πρώτη φορά για την Ολυμπιακή ιδέα του Σούτσου, αυτή του άρεσε. Αναγνωρίζοντας το δυναμισμό της Ολυμπιακής πρότασης του Σούτσου, ο Ζάππας την ακολούθησε λεπτομερώς. Χωρίς το Σούτσο, σίγουρα ο Ζάππας δε θα είχε συλλάβει ποτέ την ιδέα αυτή. Πιστός στην Ελλάδα, όπως ο Σούτσος, με πάθος και ο ίδιος αναζητούσε τρόπους ενσωμάτωσης της παλαιάς κληρονομιάς και δόξας της Ελλάδας στο νέο έθνος, θέλοντας να του προσφέρει σε αυτό μια ταυτότητα αντάξια του παρελθόντος…»
Προσυπογράφω όσα υποστηρίζει ο David C. Young, ο οποίος επιβεβαιώνει δύο ζητήματα ύψιστης σημασίας αναφορικά με την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων στη Ρουμανία: αφενός μεν, ότι ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Παναγιώτης Σούτσος συνέδεσε τα νεανικά του χρόνια με τη Ρουμανία και αφετέρου, ακριβώς επειδή έζησε για ένα διάστημα στην τοπική Ελληνική κοινότητα, είναι πιθανό να συναντήθηκαν αυτοί οι δύο ενθουσιώδες υποστηρικτές της Ολυμπιακής Ιδέας. Εκείνοι αποτέλεσαν το δίδυμο εκείνο που όχι μόνο έθεσε τις βάσεις έναρξης, αλλά συμμετείχε κυριολεκτικά στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, στη νεότερη εκδοχή τους.
Όμως μέχρι σήμερα κανένας από εκείνους που ασχολήοηκαν με την ιστορία του Ρουμανικού αθλητισμού και ειδικότερα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν έχει λάβει υπόψη του την ύπαρξη αυτού του διδύμου, ούτε και την από κοινού αποφασιστική συνεισφορά τους στην αναβίωσή των Ολυμπιακών Αγώνων μετά από 1.500 και πλέον χρόνια. Είναι αλήθεια, στον Τύπο μας δεν υπήρξε εκτενές αναφορά στον Έλληνα ποιητή, ο οποίος όμως παρουσιάστηκε, χωρίς λόγο όπως διαπίστωσα, με τον αφύσικο εκρουμανισμό του ονόματός του ως «ο ποιητής … Panait Șuțu».
Προφανώς ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το διάστημα κατά το οποίο ο Σούτσος έζησε επί ρουμανικού εδάφους και ως εκ τούτου ούτε για την πιθανή συνεργασία του με το Ζάππα. Θα δούμε όμως ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν κάτι περισσότερο από υπαρκτή. Επιπλέον, όταν ο ποιητής έφυγε από τη Ρουμανία και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου θα εκδώσει την καθημερινή εφημερίδα «Ήλιος», αναρωτήθηκε ρητορικά, το 1833:
«Προς τους Υπουργούς του Θρόνου ήθελε με τόλμη
κράξει.
Άφετε τα μικρά πάθη, τας ματαίας έριδάς σας,
Άθλιοι συλλογισθήτε τ’ ήταν πάλαι η Ελλάς σας.
Δεν με λέγετε πού είναι οι αρχαίοι σας αιώνες;
Οι ωραίοι σας πού είναι Ολυμπιακοί Αγώνες;
πού τα Παναθήναιά σας; »
Δύο χρόνια αργότερα, στην ίδια εφημερίδα, ο ίδιος πρότεινε στο βασιλέα – με τη διαμεσολάβηση του Έλληνα Υπουργού Εσωτερικών, Ιωάννη Κωλέττη (στην πραγματικότητα του Βλάχου Ioan Coletti, όπως αποδείχθηκε αργότερα) – την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνική Εορτή της Ελλάδας και με την ευκαιρία του επίσημου εορτασμού, να λάμβανε χώρα και η επανέναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.
Όμως, ποια άλλα βήματα έκανε ο Ζάππας στη Ρουμανία; Ονόμασε το νέο του αλευρόμυλο στο Calarasi «Ολυμπία» και αμέσως μετά έκανε μια «βουτιά στα βαθειά», αποστέλλοντας μία επιστολή απευθείας στο βασιλιά Όθωνα με τη διαμεσολάβηση του Έλληνα Πρέσβη στο Βουκουρέστι. Και εδώ θα ήταν σωστό και διαφωτιστικό να διαβάσουμε ένα ακόμη απόσπασμα από το βιβλίο του David C. Young
«…Στις αρχές του 1856, ο Ζάππας έγραψε προς τον αρχηγό της κυβέρνησης βασιλιά Όθωνα, χρησιμοποιώντας τους παραδοσιακούς διαύλους της διπλωματικής επικοινωνίας. Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρουμανία, ο Σ. Σκούφος, διαβίβασε την επιστολή του Ζάππα από το Βουκουρέστι στην Αθήνα. Στην επιστολή αυτή, ο Ζάππας πρότεινε μια μόνιμη αναβίωσή των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, με χρηματικά έπαθλα για τους νικητές. Εκείνος θα πλήρωνε τα πάντα. Επειδή είχε σταλεί από τη Ρουμανία, ο Όθωνας έδωσε την επιστολή του Ζάππα στον Αλέξανδρο Ραγκαβή, τον υπουργό Εξωτερικών του. Όμως ο Ραγκαβής που τύγχανε να είναι ενάντιον του αθλητισμού, δεν ήξερε τι στάση να υιοθετήσει. Για μήνες λοιπόν, δεν ερχόταν καμιά απάντηση από την Αθήνα. Τον Απρίλιο, ο Σκούφος έστειλε ένα τηλεγράφημα με το ίδιο θέμα, ενώ το Μάιο έγραψε σε χαρτί μια επιστολή του προς την κυβέρνηση στην Αθήνα, θέλοντας να επιτύχει κάποια αντίδραση στην πρόταση του Ζάππα. Και πάλι, καμιά απάντηση. Όλο αυτό το διάστημα ο Ζάππας βομβάρδιζε το Σκούφο με επιστολές, ζητώντας του την απάντηση της Ελλάδας στην προσφορά του. Επιπλέον, πήγε ο ίδιος στο Βουκουρέστι για να μάθει αν είχε έρθει η έγκριση. Ως αποτέλεσμα, στις 6 Ιουνίου 1856, ο Σκούφος έγραψε ξανά στο βασιλέα Όθωνα και στον υπουργό Εξωτερικών, παραπονούμενος ότι απέτυχαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα από το Βουκουρέστι.
Η πρώτη επιστολή του Ζάππα έχει χαθεί. Η επιστολή όμως του Σκούφου του 1856 σώθηκε, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας μεταξύ του Ζάππα και της Ελληνικής κυβέρνησης για την αναζωπύρωση της Ολυμπιακής Φλόγας στην Ελλάδα. Στην επιστολή αυτή, τον Ιούνιο του 1856, ο Σκούφος επανέλαβε την επιθυμία του Ζάππα να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, των οποίων η πρώτη διοργάνωσή να πραγματοποιούταν στην Αθήνα, στις «25 Μαρτίου του 1857». Ο Ζάππας θα πλήρωνε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής ενός νέου Ολυμπιακού κτιρίου, όπου θα μπορούσαν να εκτεθούν η τέχνη και η βιομηχανία της Ελλάδας της εποχής εκείνης. Συγχρόνως, το νέο κτίριο θα μπορούσε να γίνει ένα αρχαιολογικό μουσείο «να το επισκέπτονται τόσο Έλληνες όσο και ξένοι». Ο Ζάππας, επιμένει ο Σκούφος, «δεν επιθυμεί να κάνει έκπτωση σε καμία δαπάνη».
Τελικά, στις αρχές Ιουλίου, φαίνεται ότι από την Αθήνα ήρθε ένα είδος απάντησης, σε επιστολόχαρτο του υπουργού Ραγκαβή. Αλλά η απάντησή του σχετικά με την πρόταση που αφορούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν κάτι το ασαφές. Αργότερα ο Ραγκαβής παράφρασε μάλιστα αυτή την απάντηση: «Ευχαρίστησα το Ζάππα για την… υπέροχη ιδέα του, αλλά του ανέφερα επίσης ότι οι καιροί έχουν αλλάξει από την αρχαιότητα. Σήμερα, τα έθνη δεν διακρίνονται, όπως τότε, έχοντας τους καλύτερους αθλητές και δρομείς, αλλά τους πρωτοπόρους στη βιομηχανία, τη χειροτεχνία και τη γεωργία. Του πρότεινα αντ’ αυτού… να χρηματοδοτήσει βιομηχανικούς Ολυμπιακούς Αγώνες».
Ο Σκούφος συνδιασκέφθηκε αμέσως με το Ζάππα, αλλά μόνο στις 15 Ιουλίου ο Ζάππας απάντησε προσωπικά στο Ραγκαβή, εκφράζοντας κυρίως τα συναισθήματα αδελφοσύνης του με τον Έλληνα υπουργό. Την ίδια μέρα συμπλήρωσε μια πιστωτική επιστολή η οποία απευθυνόταν προσωπικά στο Ραγκαβή με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (2000 αυστριακά φιορίνια), προκειμένου να πληρώσει για τα πρώτα των «Ζάππειων Ολύμπιων», όπως ο ίδιος τα ονόμασε. Όσον αφορά τις «αλλαγές στο πρόγραμμα», όπως είχε προτείνει ο Ραγκαβής (εδώ μάλλον αναφέρεται στους βιομηχανικούς διαγωνισμούς), ο Ζάππας συμφώνησε να τις αφήσει στη φροντίδα της Οργανωτικής Επιτροπής. Αλλά ο Σκούφος τόνισε επίσης, με τη σειρά του (σημαντικό αυτό) να ζητήσει ο Ζάππας ρητά την ένταξη του Παναγιώτη Σούτσου μαζί με τον αδελφό του τον Αλέξανδρο στην Ολυμπιακή Οργανωτική Επιτροπή.
Το αίτημα αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η ολυμπιακή πρωτοβουλία του Σούτσου βρισκόταν πράγματι πίσω από τις ενέργειες και τις προσπάθειες του Ζάππα και ότι, ως εκ τούτου, εκείνος προσπάθησε με τον πλέον συνειδητό τρόπο να πραγματοποιήσει την Ολυμπιακή ιδέα του Σούτσου. Είναι εξάλλου προφανής ο λόγος για τον οποίο ο Σούτσος ήθελε να έχει ο ίδιος λόγο στη διαχείριση ολόκληρης της διοργάνωσής.
Ότι ο Ζάππας και ο Σούτσος μοιράστηκαν προσωπική φιλία και επικοινωνία είναι αδιαμφισβήτητο· μόνο οι λεπτομέρειες είναι ασαφείς. Έτσι, στις 13 Ιουλίου του 1856, δύο ημέρες δηλαδή πριν από την επίσημη αποστολή της απάντησης του Ζάππα προς το Ραγκαβή, ένα περίεργο άρθρο εμφανίστηκε στην εφημερίδα «Ήλιος» του Σούτσου. Συγγραφέας δεν ήταν άλλος από τον εκδότη της εφημερίδας, αλλά και τον εμπνευστή της πρότασης για την αναβίωσή των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Σούτσος ο ίδιος. Ο τίτλος ήταν «Ευάγγελος Ζάππας» και το θέμα του οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Επομένως, ο Σούτσος φαινόταν να γνωρίζει ακόμη και πριν από το Ραγκαβή, ποια ήταν η γενναιόδωρη φύση της προσφοράς του Ζάππα (…) Το άρθρο της 13ης Ιουλίου που έγραψε ο Σούτσος συνεχίζει επαινώντας το Ζάππα υπογραμμίζοντας την ευημερία και τη γενναιοδωρία του και υποστηρίζοντας ότι από τη στιγμή της αποκατάστασης των Ολυμπιακών Αγώνων, το όνομα του Ζάππα θα πρέπει να σταθεί δίπλα σε εκείνα των αρχικών ηρώων, δηλαδή «δίπλα στο όνομα του Ηρακλή και του Θησέα, των ιδρυτών των αρχαίων Ολυμπιακών και Παναθηναϊκών Αγώνων…»
Μαζί με όλες αυτές τις διευκρινίσεις ζωτικής σημασίας που τις οφείλουμε στον Αμερικανό καθηγητή Young, θα πρέπει να προσθέσουμε κάτι που ο αείμνηστος ιστορικός δε γνώριζε, ότι δηλαδή μετά την έγκριση της Αθήνας, ο Ευάγγελος Ζάππας προετοίμασε παράλληλα στη Βλαχία την έναρξη τοπικών Ολυμπιακών Αγώνων. Θα λάβουν λοιπόν χώρα στο Βουκουρέστι, θα ονομαστούν ακριβώς έτσι και θα διεξαχθούν το καλοκαίρι του 1857, στο Πάρκο Cismigiu και πάνω στη λίμνη στο κέντρο του πάρκου. Εν τω μεταξύ, ο γενναιόδωρος φιλάνθρωπος από το Μπροστένι συνεχίζει να έχει πυκνή αλληλογραφία με την κυβέρνηση της Αθήνας απ’ ευθείας με τον υπουργό Ραγκαβή, ο οποίος συνέχισε να είναι εχθρικός απέναντι στις αθλητικές διοργανώσεις, επειδή τις θεωρούσε ξεπερασμένες και περιττές. Δεν κατάφερε όμως να κάνει το Ζάππα να υποχωρήσει, ο οποίος ήθελε να συμπεριληφθούν τουλάχιστον τα αρχαία Ολυμπιακά Αγωνίσματα. Με αυτό το συγκεκριμένο σκεπτικό απαίτησε να φέρουν στο φως το αρχαίο Παναθηναϊκό Στάδιο, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους αποκατάστασης των μαρμάρινων κερκίδων και συμφώνησε μάλιστα να καταβάλει το εκτιμώμενο από το Ραγκαβή κόστος, ανερχόμενο σε ένα κολοσσιαίο ποσό, το οποίο υπερέβαινε το ένα εκατομμύριο δραχμές. Το ποσό εστάλη και δαπανήθηκε, χωρίς όμως να καταστεί δυνατό να χρησιμοποιηθεί το στάδιο κατά την έναρξη της πρώτης «Ζάππειας Ολυμπιάδας». Θα επιστρέψω στο θέμα αυτό στο κεφάλαιο στο οποίο περιγράφω την επίσκεψή μου στην αρχαία αθηναϊκή κονίστρα, η αποκατάσταση της οποίας θα εξαρτηθεί μεταγενέστερα από τη γενναιοδωρία ενός άλλου διάσημου Αρμάνου φιλάνθρωπου. Οι προετοιμασίες προχώρησαν και, στις 19 Αύγουστου 1858, ο Όθωνας Α’ εξέδωσε Βασιλικό Διάταγμα «Περί συστάσεως των Ολυμπίων», βάσει του οποίου καθορίζονταν οι βασικές λεπτομέρειες των εκδηλώσεων οι οποίες εφεξής θα ονομάζονταν «Ολύμπια»· «καθιστῶνται εν Αθήναις γενικοί διαγωνισμοί κατά τετραετίαν τελούμενοι», τέσσερις συνεχόμενες Κυριακές, αρχής γεννωμένης τον Οκτώβριο του 1859. Οι νικητές όλων των αγωνισμάτων θα λάμβαναν χρυσά, αργυρά και χάλκινα μετάλλια, με το πρόσωπο του Βασιλιά Όθωνα χαραγμένο στην μπροστινή πλευρά, ενώ στην πίσω πλευρά – εκείνο του αγωνοθέτη Ευάγγελου Ζάππα. Για κάποια αγωνίσματα προβλέπονταν ακόμη και χρηματικά έπαθλα. Το διάταγμα αυτό καθόριζε επίσης, ότι η υπάρχουσα Ολυμπιακή Οργανωτική Επιτροπή θα μετατρεπόταν στην «Επιτροπή για την Ενθάρρυνση της Εθνικής Βιομηχανίας». Σε αυτή την επιτροπή ούτε ο Σούτσος ούτε ο αδελφός του δεν συμμετείχαν, παρά τα επαναλαμβανόμενα αιτήματα του Ευάγγελου Ζάππα. Ο ίδιος όμως έλαβε την υψηλή αναγνώριση και τιμή να απεικονιστεί, όπως ανέφερα, δίπλα στον βασιλέα σε όλα τα μετάλλια που θα απονέμονταν σε όσους θα ανέβαιναν στο βάθρο της βράβευσης. Επιπλέον, αργότερα, οι αγώνες θα ονομαστούν «Ζάππειες Ολυμπιάδες» και θα μείνουν με αυτό το όνομα στα χρονικά.
Σε αυτό το σημείο, διερωτώμαι εκ νέου πώς είναι δυνατόν, τόσο ο Πιερ ντε Κουμπερτέν, όσο και όλοι οι άλλοι μετά από αυτόν να τους παραλείψουν. Ιστορικά μιλώντας, είναι αδύνατο να αναφερθεί κάποιος στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσπερνώντας όχι μόνο τη διοργάνωσή του 1859, αλλά και τις τρεις μεταγενέστερες. Και αυτό, όταν αναγνωρίζονται ως πρόδρομοι των Ολυμπιακών Αγώνων οι αγώνες που διοργανώθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Δρ W.P. Brookes.
Εξάλλου, είναι καλό να γίνει γνωστό ότι και ο ίδιος ο Δρ Brookes συνέβαλε άμεσα στην διοργάνωσή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1859, προσφέροντας ο ίδιος ένα βραβείο 10 λιρών για έναν από τους πρωταθλητές· αυτή λοιπόν η συμβολική χειρονομία του πιστοποίησε επίσημα την αναγνώριση και την υποστήριξή του στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, τους Ζάππιους. Ο Βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν θα απευθυνθεί στο διάσημο Βρετανό γιατρό, μετά από πολλά χρόνια, ώστε να διαφωτιστεί ως προς τα μυστικά της διοργάνωσής των «Ολυμπιακών Αγώνων» και αυτόν θα αναγνωρίσει αργότερα ως κύριο εμπνευστή τους. Αγνόησε, όμως, το Σούτσο και το Ζάππα, τα βήματα των οποίων ο Δρ Brookes έσπευσε από την αρχή να ακολουθήσει.
Θέλω να γίνει κατανοητό ότι κάθε εραστής και υποστηρικτής του αθλητισμού θα πρέπει ευλαβικά να υποκλιθεί στη μνήμη του Δρ Brookes για ό,τι είχε αρχίσει εκεί, στο μικρό, αλλά διάσημο βρετανικό χωριό Much Wenlock, όπου είχε γεννηθεί και όπου επέστρεψε μετά την αποφοίτησή του από την Ιατρική Σχολή στο Παρίσι και μετά τις σπουδές του στην Πάδοβα, έχοντας ακολουθήσει κατά κάποιο τρόπο τη διαδρομή του Σούτσου (γεννήθηκε εξάλλου το 1809, τρία χρόνια μόνο μετά την γέννηση του Έλληνα ποιητή).
Ο Δρ William Penny Brookes [1809-1895] είναι εκείνος ο οποίος υποστήριξε το ρόλο της φυσικής αγωγής στα σχολεία και στην κοινωνία, ενώ σχεδίασε ένα ειδικό πρόγραμμα για τη διάχυση της σωματικής άσκησης και του αθλητισμού εν γένει σε ομαδικό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό, συστάθηκε το 1850 στο Much Wenloch, μια εταιρεία με το όνομα Wenlock Olympian Society / Ολυμπιακή Εταιρία Wenlock (WOC), η οποία διοργανώνει από τότε μέχρι και σήμερα ετήσιο διαγωνισμό ο οποίος ονομάζεται «Wenlock Olympian Games/Ολυμπιακοί Αγώνες του Wenlock». Στο πρόγραμμα υπήρχαν αγώνες στίβου, κρίκετ και ποδοσφαίρου, αλλά και πιο περίεργα αγωνίσματα όπως το άλμα στο ένα πόδι σε απόσταση 45 μέτρων. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Αγώνες είχαν ηλικιακές κατηγορίες, ειδικά παιδιών· είχε εισαχθεί και η κατηγορία «κάτω των επτά ετών», πράγμα το οποίο μιλά από μόνο του, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι είχαν αρχίσει το 1850. Είχαν προγραμματιστεί παράλληλα καλλιτεχνικοί και πολιτιστικοί διαγωνισμοί, από τους οποίους δεν έλειπαν η αριθμητική, η ανάγνωση και η γραφή για τα μικρά παιδιά, ενώ για τους ενήλικες είχαν προστεθεί η γυμναστική και η ιππασία. Οι νικητές ελάμβαναν συμβολικό χρηματικό έπαθλο και όλα ήταν σκηνοθετημένα ακολουθώντας μια θεαματική τελετουργία ολυμπιακού τύπου, από την οποία δεν έλειπαν προφανώς οι κομψές και ελκυστικές νεαρές.
Ο Βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν, πρώτη φορά το 1900, αλλά και σε άλλες ακόμη διοργανώσεις των Αγώνων του Much Wenlock ήταν παρών και έγινε φίλος με τον Δρ Brookes, τον οποίο και αναγνώρισε, με ιδιαίτερα εγκωμιαστικό τρόπο ως τον άνθρωπο από τον οποίο είχε μάθει πολλά και τον οποίο είχε συμβουλευτεί πριν τη διοργάνωσή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, κυρίως κατά τη διεθνοποίησή τους. Ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική μου φαίνεται ωστόσο μια δήλωση του ντε Κουμπερτέν, η οποία παρουσιάζεται στην Wikipedia: «Αν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τους οποίους η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει ακόμη καταφέρει να αναβιώσει συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα, αυτό δεν οφείλεται σε έναν Έλληνα, αλλά προφανώς στον Δρ WP Brookes.» Μεγάλη φιλοφρόνηση για τον Δρ Brookes, η οποία προερχόταν από εκείνον που από μαθητής είχε γίνει φίλος του, αλλά ήταν απολύτως άδικη και εντελώς άκομψη χειρονομία σε ό,τι αφορά τα ιδεώδη και τις προσπάθειες που στην πραγματικότητα οι Έλληνες είχαν καταβάλει.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια αβλεψία του Γάλλου ευγενούς, αν δε μιλούσε με ειρωνικό τρόπο για τους Ζάππειους Αγώνες, τους οποίους χαρακτήρισε ως «ανεπιτυχείς προσπάθειες, μιας πρόωρης και αδέξιας αναβίωσής».
Φυσικά δεν άργησε η απάντηση που του άξιζε, η οποία προερχόταν από το Στέφανο Δραγούμη, τον άνθρωπο που ηγήθηκε για πολλά χρόνια της «Ζάππειας Ολυμπιακής Επιτροπής» και ο οποίος είπε κοφτά στον ντε Κουμπερτέν το 1894, όταν έφτασε στην Αθήνα: «Παράτα τα!».
Ο Ελληνοβλάχος Βορειοηπειρώτης
Ο Ευάγγελος Ζάππας γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1800, στο χωριό Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτω από το σιδερένιο χέρι του Αλή Πασά. Είναι επιτακτική ανάγκη να το τονίσουμε αυτό, διότι από το φοβερό πασά, τον επονομαζόμενο επίσης και Λιοντάρι των Ιωαννίνων, θα εξαρτηθεί τόσο η παιδική, όσο και η νεανική ηλικία του ήρωά μας.
Αν η Εγκυκλοπαίδεια Britannica παρουσιάζει ως σήμερα τον Αλή Πασά ως έναν Αλβανό ληστή, Μουσουλμάνο ως προς το θρήσκευμα, ο οποίος έγινε πασάς μόνο μέσα από ίντριγκες και δολοφονίες, εντελώς διαφορετικά τον έβλεπαν οι Αλβανοί, οι Έλληνες και οι Αρμάνοι οι οποίοι ζούσαν στην επαρχία των Ιωαννίνων, όπου είχε ήδη διοριστεί διοικητής από το 1788. Σύμφωνα με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής, η περιοχή είχε γίνει υπό την ηγεσία του ένα πραγματικό κέντρο Ελληνικού πολιτισμού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ακόμη και το γεγονός ότι, παρόλο που ήταν Αλβανικής καταγωγής, ο Αλή Πασάς μιλούσε αποκλειστικά Ελληνικά με τους επισκέπτες του. Με τον καιρό, εκείνος που είχε κυβερνήσει αρχηκά μόνο στην επαρχία των Ιωαννίνων, θα επεκτείνει τη διοίκησή του στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ενώ στη συνέχεια κυριάρχησε και στα λιμάνια του Μπουτρίντι, της Πρέβεζας και της Βόνιτσας, κατακτώντας και τα Πασαλίκια του Ελμπασάν, του Μπεράτ και του Αυλώνα. Φυσικά, όμως, όχι χωρίς να ποδοπατήσει ανελέητα τους τοπικούς πληθυσμούς που του αντιστέκονταν, από τη στιγμή που, φυσικά, είχε το ελεύθερο από την Υψηλή Πύλη.
Πίσω από αυτά τα επιτεύγματα, ο Αλή Πασάς παρέμενε αυτό που ήταν πράγματι, Αλβανός δηλαδή, ενώ απεργαζόταν την πιθανότητα εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, για να επιτευχθεί πλήρης ανεξαρτησία από την Κωνσταντινούπολη. Οπότε, με αναμφισβήτητη διπλωματία, κατάφερε να διαπραγματευτεί με κομψό τρόπο με τους Γάλλους και τους Βρετανούς, οι οποίοι τον αντιμετώπιζαν ως έναν ανεξάρτητο ηγεμόνα, ενώ εσωτερικά προωθούσε μια θρησκευτική ουδετερότητα, για να προσελκύσει όχι μόνο τους μουσουλμάνους, αλλά και τους ορθόδοξους χριστιανούς. Αυτό εξηγεί γιατί μέχρι και σήμερα ο ίδιος θεωρείται εθνικός ήρωας και η προσωπικότητα του Αλή Πασά χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στη σύγχρονη Αλβανία.
Επαναλαμβάνω ότι όλες αυτές οι διευκρινίσεις ήταν απαραίτητες για να καταλάβουμε όσο γίνεται καλύτερα τα πρώτα βήματα στη ζωή του Ευάγγελου Ζάππα, ο οποίος, όπως είπαμε, γεννήθηκε στο μικρό χωριό Λάμποβο, κοντά στα Ιωάννινα. Ιδίως δεδομένου ότι σχεδόν ομόφωνα, όσοι έχουν προσπαθήσει να σκιαγραφήσουν τόσο την παιδική του ηλικία, όσο και τα πρώτα νεανικά του χρόνια, χρησιμοποίησαν πάντοτε αμετάβλητο τον ορισμό «από τα 13 του χρόνια κιόλας, ο Ζάππας εντάχθηκε στο στρατό του Αλή Πασά και συμμετείχε ηρωικά στο Ρωσσοτουρκικό πόλεμο ο οποίος έφτασε ως τα εδάφη των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών». Αναφέρθηκε η συμμετοχή του στη μάχη του Ομπιλέστι (Obileşti), όπου νικήθηκαν οι Τούρκοι του Αλή Πασά, παραλείποντας ωστόσο, ότι την εποχή εκείνη, δηλαδή στις 14 Ιουνίου του 1807, ο Ευάγγελος Ζάππας όχι μόνο δεν ήταν 13 ετών, αλλά δεν ήταν καν… εφτά χρονών.
Φυσικά εδώ πρόκειται για ατόπημα, αλλά η ιστορία της κατάταξής του στο στρατό από την παιδική ηλικία έχει παλαιά προέλευση και προφανώς είναι μια υπερβολή όπως θα δούμε αργότερα, βασιζόμενοι σε καταξιωμένες πηγές. Παλαιά είναι και η προέλευση της θεωρίας η οποία διαιωνίζεται με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με την οποία ο μικρός Ζάππας τελείωσε μόνο το δημοτικό σχολείο που είχε παρακολουθήσει στη γενέτειρά του. Στη θεωρία αυτή βασίστηκε και η εσφαλμένη πεποίθηση πολλών από αυτούς που έχουν ερευνήσει τη ζωή του, ότι εκείνος στην ουσία ήταν αυτοδίδακτος. Κάθε άλλο! Θα ήταν παράλογο να πιστέψουμε ότι κάποιος που είχε παρακολουθήσει μόνο το δημοτικό σχολείο στο Λάμποβο μπόρεσε να συμβάλει στον διαφωτισμό της Αλβανίας, χρηματοδοτώντας την έκδοση του πρώτου αλφαβηταρίου («Evetari») και να κάνει όσα έκανε για το Ρουμανικό και τον Ελληνικό πολιτισμό. Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στις αριστοκρατικές χοροεσπερίδες τις οποίες φιλοξενούσε στην έπαυλή του στο Βουκουρέστι, όπου βάσει κορυφαίων αντιπροσώπων της τοπικής ελίτ, οι εκλεπτυσμένες συζητήσεις ξεκινούσαν πάντοτε από την εντυπωσιακή βιβλιοθήκη, την οποία κρατούσε ανοιχτή για τους επισκέπτες του.
Ο Ευάγγελος Ζάππας γεννήθηκε λοιπόν στο Λάμποβο, σε οικογένεια Ορθόδοξων Χριστιανών Βλάχων, πλούσιων εμπόρων. Το όνομα του πατέρα του ήταν Βασίλειος και το όνομα της μητέρας του Σωτήρα. Ήταν το τρίτο τους παιδί, το μικρότερο. Είχαν προηγηθεί ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Αναστάσιος και η αδελφή του η Μαρία.
Φημολογείτο ότι η μητέρα του καταγόταν από την παλαιά οικογένεια των Μεγιάτων, ισχυρών και πλούσιων Βλάχων Μακεδόνων, οι οποίοι ασχολούνταν επίσης με το εμπόριο, αλλά ούτε αυτή η υπόθεση έχει επιβεβαιωθεί. Αντίθετα, επιφανείς Αλβανοί ιστορικοί απέδειξαν ότι η μητέρα του Ζάππα ονομαζόταν πριν το γάμο Σωτήρα Μέξη (Meksi). Δεν υπάρχει ωστόσο καμιά αμφιβολία ότι η οικογένεια Ζάππα ήταν Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, όπως και ότι το όνομα όλων των μελών της οικογένειας, από το Βασίλη ως τη Σωτήρα και στη συνέχεια μέχρι τον Αναστάσιο, τη Μαρία και τον Ευάγγελο, δηλώνουν τη Βλάχικη καταγωγή τους. Επιπλέον, τόσο ο οικισμός Μέγα Λάμποβο (όπως ονομάζεται πλέον) όσο και η περιοχή των Ιωαννίνων και οι γύρω περιοχές, αλλά και η Μακεδονία, είχαν μεγάλο πληθυσμό Βλάχων. Και, μιλώντας για τα περίχωρα, στην πόλη των Τρικάλων –πρώην πασαλίκι υπό τη διοίκηση του Βελή, γιου του Αλή Πασά – βρίσκεται ως τις μέρες μας ένα όμορφο κτίριο-ιστορικό μνημείο. Ήταν ένα αρχοντικό της οικογένειας Ζάππα στο οποίο έζησε αργότερα ο Κωνσταντίνος, ξάδελφος του Ευάγγελου, ενώ στη συνέχεια έζησε εκεί ο Απόστολος Ζάππας, ανιψιός του, ο οποίος ήταν και εκτελεστής της διαθήκης του και ο οποίος πέθανε το 1915. Από τότε, το κτίριο στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο της περιοχής.
Η συζήτηση για τους Βλάχους είναι μακρά και εξακολουθεί να είναι αρκετά αμφιλεγόμενη. Η ιστορική πραγματικότητα όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει με κανένα τρόπο την ύπαρξη και τη διαχρονικότητα των Μακεδονοβλάχων στις εν λόγω περιοχές. Επιπλέον, η γλωσσική ταύτιση τους με τη δική μας, των Δακορουμάνων, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για τους προγονικούς δεσμούς μεταξύ των Ρουμάνων βόρεια και νότια του Δούναβη. Επιπρόσθετα, ίσως χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι η επαρχία των Ιωαννίνων αναγνωρίστηκε και κατοχυρώθηκε μέσα στο χρόνο ως κέντρο του Βλάχικου εμπορίου και ο Ευάγγελος Ζάππας θα είναι εξάλλου για σχεδόν μια δεκαετία (από το 1824 έως το 1831) διοικητής στα «Βλαχοχώρια», όπως ονομάζονταν τα χωριά των Βλάχων της περιοχής, σύμφωνα με τον Nicolae Postolache. Υπάρχουν ακόμη πολλές άλλες λεπτομέρειες που σχετίζονται με τις ενέργειές του και με τις φιλίες που είχε κάνει με την πάροδο του χρόνου, αποδεικνύοντας χωρίς αμφιβολία ότι ο Ευάγγελος Ζάππας ήταν Βλάχος, αλλά πέρα από μια έκφραση την οποία του την αποδίδει ο V. Α Urechia («Κι εγώ είμαι Ρουμάνος...!»), παραμένει απορίας άξιο γιατί ο ίδιος ο Ζάππας δεν την είπε ή δεν την έγραψε ποτέ. Ή ίσως να την είπε, αλλά να μην έφτασε ως σε μας… Στην πραγματικότητα, ούτε Αλβανός είχε πει ποτέ ότι ήταν. Όχι μόνο είχε δηλώσει ότι «είμαι Ελληνικής καταγωγής και Έλληνας Ιππότης», αλλά το είχε γράψει κιόλας, με σαφή τρόπο, για λόγους που θα πρέπει να κατανοήσουμε, λαμβάνοντας υπόψη μας την ταραχώδη ζωή του και μια σειρά δραματικών περιορισμών στους οποίους υποβλήθηκε. Από εκεί και πέρα όμως ο ήρωάς μας επεσήμανε ότι όλες οι διαμάχες που αφορούσαν την καταγωγή του ήταν ασήμαντες, θεωρώντας ο ίδιος τον εαυτό του, δικαίως, πολίτη των Βαλκανίων και της Ευρώπης. «Εγώ δεν είμαι ενός έθνους, είμαι όλων για όλους». Με άλλα λόγια, υπήρξε αυθεντικός πρωτοπόρος της Ενωμένης Γηραιάς Ηπείρου των ημερών μας …
Επειδή έχουμε υποσχεθεί ότι θα διαλευκάνουμε την παιδική ηλικία και τα χρόνια της νιότης του, έχουμε στην διάθεσή μας όλα όσα αναφέρει ο διακεκριμένος Αλβανός διανοούμενος καθηγητής Thanas Meksi, ο οποίος ίδρυσε στο Μέγα Λάμποβο τον Πολιτιστικό Σύλλογο “ODRIA”, σκοπός του οποίου είναι η ανάκτηση της εικόνας και της μνήμης του Ευάγγελου Ζάππα. O Καθηγητής Meksi, πρώην προϊστάμενος στον τομέα Παιδείας και Πολιτισμού στο Ελμπασάν και διευθυντής του Θεάτρου «Skampa», διοργανώνει κάθε χρόνο στο Λάμποβο ένα Ζάππειο Φεστιβάλ, στο οποίο η έναρξη γίνεται συμβολικά με αφή της ολυμπιακής φλόγας. Ακολουθούν αθλητικοί αγώνες και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Έχουμε στη διάθεσή μας μερικά διαφωτιστικά αποσπάσματα, τόσο από τον ίδιο, όσο και από την εμπεριστατωμένη μελέτη ενός άλλου κορυφαίου διανοούμενου της Αλβανίας, του καθ. Fredhon Meksi:
«Ο Ευάγγελος Ζάππας γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου του 1800. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλης Ζάππας (Vasil Zappa) και η μητέρα του Σωτηρία Μέξη (Sotira Meksi)· και οι δύο κατάγονταν από το Μέγα Λάμποβο. Μεγάλωσε σε αυτό το χωριό, όπου έμαθε την τέχνη του οργώματος και δάσκαλός του στις πρώτες τάξεις του δημοτικού ήταν ο ιερέας του χωριού. Όταν έγινε δεκατριών χρονών έφυγε από το χωριό και πήγε στα Ιωάννινα, όπως έκαναν οι περισσότεροι Λαμποβίτες. Εκεί έμεινε στον ξάδελφο της μητέρας του, τον Πέτρο Μέξη (Petro Meksi), ο οποίος ήταν γιατρός στην αυλή του Αλή Πασά τουΤεπελενλή. Οι γνώσεις που αρχικά ο νεαρός Ζάππας είχε λάβει από τη μητέρα του, σχετικά με την καλλιέργεια και τη χρήση βοτάνων, τελειοποιήθηκαν από εκείνον· συνεπώς, ο θείος του τον προετοίμασε να είναι σε θέση να συνεχίσει με επιτυχία το ίδιο επάγγελμα. Όμως όχι πριν ο Ευάγγελος παρακολουθήσει και αποφοιτήσει από τη «Ζωσιμαία Σχολή» στα Ιωάννινα –μελετώντας όχι μόνο την Ελληνική γλώσσα, αλλά μαθαίνοντας επιπλέον Γαλλικά και Ιταλικά …»
Ας σταματήσουμε εδώ προς το παρόν με το θέμα της διαλεύκανσης των πρώτων σπουδών του Ευάγγελου Ζάππα, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν τελείωσε μόνο το δημοτικό, αλλά και τουλάχιστον το γυμνάσιο. Μια περαιτέρω επισήμανση, ενδιαφέρουσα και αξιόπιστη, φέρει την υπογραφή ενός άλλου Αλβανού συγγραφέα, του Ilia Terpini. Εκείνος επισημαίνει ότι, μετά από την αποφοίτησή του από τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, ο Ζάππας παρακολούθησε επίσης μαθήματα στη στρατιωτική σχολή, όπου η κατάρτιση παρεχόταν από Γάλλους αξιωματικούς. Πιστευτό; Φυσικά, επειδή, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής είχε συμμαχήσει με το Ναπολέοντα Α’ της Γαλλίας και ελάμβανε υποστήριξη ως προς την εκπαίδευση των στρατιωτών του. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο νεαρός Ευάγγελος Ζάππας μπόρεσε να γίνει ο γενναίος μαχητής που ήταν –τόσο στο στρατό του πασά, όσο και στην Επανάσταση της απελευθέρωσης της Ελλάδας – χωρίς να έχει παρακολουθήσει και αυτά τα μαθήματα. Συνεπώς, καλό είναι να θυμόμαστε ότι παράλληλα με την απόκτηση γνώσεων πρακτικού γιατρού, ας τον αποκαλέσουμε έτσι, εκείνος είχε αποκτήσει και στρατιωτική εκπαίδευση.
Τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε την προέλευση της υποτιθέμενης ανακάλυψης που μετατράπηκε στη συνέχεια στον ισχυρισμό ότι, σίγουρα, ο Ευάγγελος Ζάππας εντάχθηκε στα δεκατρία του χρόνια στο στρατό του Αλή Πασά· η σύγχυση δημιουργήθηκε εξαιτίας της θέσης που κατείχε ο θείος του και ο οποίος τον φιλοξένησε κατά την άφιξή του στα Ιωάννινα. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τα χρόνια σπουδών που ακολούθησαν, όπως και εκείνα τα μαθήματα στρατιωτικής σχολής, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ο Ζάππας θα μπορούσε να έχει καταταγεί στο στρατό όχι νωρίτερα από το 1817-1818, όταν και η ηλικία του θα του επέτρεπε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως φύλακας (φρουρός) στο χωριό Mazia, ή να συμμετέχει άμεσα στις μάχες του πασά.
Η πραγματικότητα είναι ότι ήταν μόνο φρουρός μέχρι το 1820, όταν άρχισε ο πόλεμος του Μαχμούτ Β’ εναντίον του Αλή Πασά του Τεπελενλή, γεγονός που ώθησε τον τελευταίο να συμμαχήσει με τους βλαχοφώνους επαναστάτες Σουλιώτες, που είχαν επικεφαλής τον Μάρκο Μπότσαρη (1788-1823) και οι οποίοι είχαν ξεσηκωθεί το προηγούμενο έτος ενάντια στα Οθωμανικά στρατεύματα. Τότε, ο Ζάππας έγινε μαχητής στα στρατεύματα του Αλή Πασά, στο πλευρό του Μπότσαρη, προφανώς σύμφωνα με την επιθυμία του Πασά, ίσως ακριβώς επειδή ήταν Αρμάνος και εκείνος. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να γίνει ουσιαστικά υπασπιστής του μεγάλου Έλληνα επαναστάτη στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, αν και εμφανίζεται ως πολεμιστής του Αλή Πασά, μέχρι την ήττα και την εκτέλεσή του, το 1822.
Έχοντας διακριθεί στις συγκρούσεις στις περιοχές Σπλάντζια, Βαμάδες και Ρηνιάσα, αλλά όχι μόνο εκεί, ο Ζάππας θα αγωνιστεί αργότερα με θάρρος στη μάχη του Μεσολογγίου· το 1824, όταν πήρε (μόνο) το βαθμό κατώτερου αξιωματικού, αποστρατεύεται και, όπως έχει ειπωθεί, έγινε διοικητής στα Βλαχοχώρια [των Σαλώνων].. Θα αποχωρήσει όμως από τη θέση αυτή – όπως φαίνεται πριν από το 1830 – βαθιά δυσαρεστημένος από τον τρόπο με τον οποίο είχε ανταμειφθεί η θυσία του για την ανεξαρτησία της Ελλάδας (τραυματίστηκε σε μάχη πέντε φορές) αλλά από την άλλη πλευρά, ήταν εξαγριωμένος και με τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν αρπάξει μεγάλο μέρος της οικογενειακής του περιουσίας. Επιπλέον, όπως ο ίδιος θα γράψει αργότερα, η μητέρα του, η Σωτήρα, θα παραμείνει κλεισμένη για δύο χρόνια σε ένα μοναστήρι:
«Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ελλάδας – έγραφε στις 13 Αυγούστου 1852 ο Ζάππας στο “Vestitorul Românesc”, με την ευκαιρία της ίδρυσης της Κοινωνίας των Ρουμάνων τσιφλικάδων – αφού τα δε της οικίας μου σκεύη έγιναν λάφυρα των κυβερνόντων και των ηγεμόνων των τόπων όπου βρισκόμουν, αφού η δε σεβαστή μου, γηραιά μήτηρ απήχθη από την οικία μου και εφέρθη σιδηροδέσμιος εις Ιωάννινα, όπου ερρίφθη εις υπόγειον φυλακήν της εκείθε νησίδος ονομαζομένης Νησάκι δύο χρόνους επί τη ελπίδι να εξέλθω της Ελληνικής γης, κατεφρόνησα όλα αυτά και ποδοπατόντας έως και την μητρικήν αγάπην και παρέμεινα εκεί μέχρις το τέλος του πολέμου».
Γιατί τότε, θα έπρεπε ο Ευάγγελος Ζάππας να εγκαταλείψει τη χώρα για την οποία είχε θυσιαστεί στο πεδίο της μάχης; Η πιθανή απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαμαρτυρία του για τον τρόπο με τον οποίο είχε αντιμετωπιστεί μετά από την αποστράτευσή του· απόδειξη γι’ αυτό είναι οι ενέργειες τις οποίες έκανε προς τις Ελληνικές αρχές μέχρι το 1834, όταν τελικά έλαβε τον επίτιμο βαθμό του Αρχηγού Φάλαγγας (σύμφωνα με άλλες πηγές – Ταξίαρχου) και όταν του απονεμήθηκε η διάκριση «Αρχάγγελος Μιχαήλ». Αργοπορημένες επιβραβεύσεις βέβαια, οι οποίες έφτασαν όταν είχε φύγει από την Ελλάδα και βρισκόταν ήδη στη Βλαχία.
Δεν πήγε όμως κατευθείαν στη Ρουμανία. Παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στη Βέροια. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, αποφασισμένος να κάνει ανώτερες σπουδές. Παρακολούθησε μαθήματα γεωπονικής στο Collège de France, πράγμα που αιτιολογεί τα εξαιρετικά αποτελέσματα που θα έχει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με τις γεωργικές καλλιέργειες στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Παράλληλα απέκτησε τις βασικές γνώσεις αυτού που σήμερα ονομάζουμε διαχείριση και θα πρέπει να αναφερθούμε στο γεγονός ότι επέστρεψε έχοντας αποκτήσει καλούς τρόπους χάρη στη Γαλλική φινέτσα με την οποία είχε έρθει σε επαφή. Επιπλέον, σε όλη τη διάρκεια της παρισινής του περιόδου, πλησίασε τον κύκλο της ελίτ των Ρουμάνων στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ο Nicolae Bălcescu, ο C.A. Rosetti και ο Ion C. Brătianu – όπως σημειώνει ο Emanuel Badescu, στο άρθρο του «Ευάγγελος Ζάππας. Το πορτρέτο ενός μεγάλου Αρμάνου» στην εφημερίδα «Ziarul Financiar».
Έτσι αποσαφηνίζεται άλλη μία περίοδος από τη ζωή του Ζάππα, η οποία εθεωρείτο άγνωστη ή θολή, πριν από την άφιξή του στη Βλαχία, στα τέλη του 1831. Με ανάλογο τρόπο είχε στηθεί και η ιστορία ότι είχε πλουτίσει ενδεχομένως από πειρατεία, ότι είχε ληστέψει πομπές με τα χαράτσια που είχαν μαζέψει οι τούρκοι, ή ότι είχε βάλει χέρι … στα διαμάντια του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ας είμαστε πιο σοβαροί και ας μην ξεχνάμε όμως ότι στη μητέρα του είχε μείνει ένα μέρος από τη τεράστια περιουσία τους, η οποία επέτρεψε στο νεαρό Ευάγγελο Ζάππα να κινηθεί ελεύθερα, ακόμη και για τις σπουδές του στο Παρίσι, όπως και να ξεκινήσει τις πρώτες του επιχειρήσεις στη Ρουμανία όπου έφτασε και εγκαταστάθηκε, αρχικά στη Βραΐλα, μαζί με τον αδελφό του Αθανάσιο Ζάππα.
Εκεί υπήρχε από παλιά μια ισχυρή Ελληνική κοινότητα. Οι απόγονοι της σημαίνουσας οικογένειας των Βλάχων εμπόρων από την Ήπειρο είχαν άπλετο χώρο για τις αγοραπωλησίες σιτηρών στο λιμάνι του Δουνάβεως, είχαν τους ανθρώπους, όπως και τα μέσα για να το κάνουν. Τα πάντα είναι σαφή, υπάρχει όμως κάτι σημαντικό το οποίο πρέπει να διευκρινιστεί και αυτό αφορά τη συμμετοχή του Ευάγγελου Ζάππα στη Φιλική Εταιρία, η οποία όντως ήταν πραγματική και επιβεβαιωμένη, αλλά για την οποία δε γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες…
-
Τα δύο ανωτέρω εκτενή «δάνεια» από την μονογραφία «Horia Alexandrescu, Τα Ολύμπια του Ευαγγέλου Ζάππα, Εκδόσεις UER, Βουκουρέστι 2017» (σε εξαιρετική μετάφραση της Άντζελας Μπράτσου), δίνουν πολύ ενδιαφέρουσες και παντελώς άγνωστες πτυχές –για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και την ελληνική βιβλιογραφία– τόσο της υπόθεσης των «Ολυμπιακών Αγώνων» όσο και της ζωής του Ευαγγέλη Ζάππα, Τέτοιες ενδιαφέρουσες «άγνωστες πτυχές» υπάρχουν πολλές στον συγκεκριμένο τόμο, και κρίμα που δεν τον έχει εκδώσει και κάποιος ελληνικός εκδοτικός οίκος. Η μόνη μου αντίρρηση στο εν λόγ πόνημα είναι η χρήση του όρου «Μακεδορουμάνος» για τους Αρμάνους-Βλάχους των Ελληνικών Χωρών, και που ουσιαστικά αποτελεί αδόκιμο αλλά προπαγανδιστικό εκρουμανισμένο τύπο του όρου «Μακεδονόβλαχος», που χρησιμοποιούσαν συχνά στην αλλοδαπή (μαζί με τους όρους Γραικόβλαχος, Ρωμαιόβλαχος κ.ά.), οι απόδημοι Βλάχοι από τον 27ο και 18ο αιώνα, όταν ίδρυαν με τους Γραικούς της «Ελληνικές Κοινότητες», τις οποίες οι ίδιοι ονόμαζαν «Γραικών και Βλάχων», «Γραικών και Γραικοβλάχων», «Ρωμαίων και Βλάχων», «Γραικών και Μακεδονοβλάχων». Και αυτήν την ταύτιση των νυν Ρουμάνων με τους νυν Βλάχους-Αρμάνους των Ελληνικών χωρών, την διαπιστώνει κανείς και σήμερα σε πολλές πρόσφατες εκδόσεις της Ρουμάνικης Ακαδημίας Επιστημών. – Η δήλωση του Ευαγγέλη Ζάππα «είμαι Ελληνικής καταγωγής και Έλληνας Ιππότης», σαφώς και δεν σημαίνει ότι είναι Γραικός!…
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΩΝ…
-
Στα έτη 1859, 1870, 1875 και 1889 διοργανώνονται τέσσερις «Ολυμπιάδες», γνωστές μετέπειτα ως «Ζάππειες Ολυμπιάδες». Με δωρεές των Ζάππα κτίστηκε στην Αθήνα το 1875 το γνωστό σήμερα Γυμναστήριο Ι. Φωκιανού, και το 1888 κτίστηκε το Ζάππειον Μέγαρον. Ο Ζάππας, βέβαια, ήδη από το 1843 συνέλαβε την ιδέα της αναβίωσης και χρηματοδότησης των Ολυμπιακών Αγώνων, και μέσω του ελληνικού προξενείου στο Βουκουρέστι, πρότεινε εγγράφως στον Βασιλιά Όθωνα το όραμά του, αυτός έδωσε το έγγραφο στον Υπουργό Εξωτερικών και λόγιο Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, ο οποίος δεν είδε το θέμα θετικά. Ο Ε. Ζάππας προτείνοντας την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων δήλωνε ότι διαθέτει για τον σκοπό αυτόν τα κέρδη και τους τόκους 400 μετοχών της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας και 3000 καισαροβασιλικά φλωρία).
- Ο Μοσχοπολίτης Βλάχος βαρόνος Σίμων Σίνας (1810-1876), κάτοικος Αυστρο-Ουγγαρίας, σε Βιέννη, Βουδαπέστη και σε άλλες πόλεις της μοναρχίας, οπαδός και αυτός της ιδέας της αναβίωσης και διοργάνωσης τν Ολυμπιακών Αγώνων στην νεοσύστατη Ελλάδα, χρηματοδότησε τον Μηνά Μινωίδη (1790-1860), Βλάχο εξ Εδέσσης, λόγιο και διερμηνέα του γαλλικού Υπουργείου των Εξωτερικών να εκπονήσει μελέτη σχετική με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτός, το 1858 μεταφράζει και εκδίδει το βιβλίο του Φιλόστρατου «Περί γυμναστικής», και στην εισαγωγή του αφιερώνει αρκετά στον χορηγό Σ. Σίνα, τονίζει την αναγκαιότητα ανάπτυξης στην Ελλάδα του αθλητισμού και της φυσικής αγωγής. Συνάμα, κάνει ειδική μνεία στην δωρεά του Ζάππα κολακευτικά λόγια, και προσπαθεί τεκμηριμένα να πείσει τους Έλληνες κρατούντες για την μοναδική ευκαιρία που έχει η Ελλάδα να αναδειχτεί και να αναδείξει αυτό που δεν έχει κανείς άλλος λαός, τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
-
Το 1894 η Γαλλική Ομοσπονδία Γυμναστικών Συλλόγων, με πρτοβουλία του βαρόνου Πιερ ντε Κουμπερντέν (1863-1937), καλεί τις γυμναστικές Ομοσπονδίες των άλλων κρατών ώστε να αναβιώσουν τον αρχαιοελληνικό αθλητικό θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο εκ μητρός και εκ πατρός καταγόμενος εκ Βεροίας Βλάχος λόγιος και συγγραφέας Δημήτριος Βικέλας (1835-1908), ο οποίος διέμενε τότε μονίμως στο Παρίσι, και ζήτησε να διεξαχθούν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα, πρόταση που έγινε αποδεκτή παμψηφεί, και έτσι διεξήχθη η πρώτη Ολυμπιάδα στην Αθήνα, το 1896. Πρώτος πρόεδρος στην ιστορία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής αναδείχθηκε το 1894, ο Δημήτριος Βικέλας. ΄
-
Στην αδυναμία που εξεδήλωσε η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη (1832-1896), γόνος της Μοσχοπολίτικης οικογένειας Τρικούπα, για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα αντιτάχθηκε ο Δ. Βικέλας γράφοντας για την «… εντροπή της μη αποδοχής [που] θα είναι απειράκις μεγαλυτέρα από την εντροπήν της μη μεγαλοπρεπούς τελέσεως» των αγώνων. Σε αυτή τη δύσκολη φάση, ο Βλάχος Μετσοβίτης μεγιστάνας της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου Γεώργιος Αβέρωφ, διέθεσε χωρίς δισταγμό 1.000.000 δραχμές της εποχής, ανακατασκευάζοντας το Παναθηναϊκό Στάδιο, κάνοντας το καλλιμάρμαρο, δημιούργησε το ποδηλατοδρόμιο και χρηματοδότησε και πολλά άλλα έργα σχετιζόμενα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, και κάλυψε το συνολικό κόστος της όλης διοργάνωσης. Η ιδεά της ανακατασκευής του Παναθηναϊκου Σταδίου ανήκε στον Μηνά Μινωίδη.
-
Πρόεδρος της διαχείρισης των χρημάτων που διέθεσε ο Γ. Αβέρωφ για την πρ΄τη Ολυμπιάδα των Αθηνών , του 1896, ήταν ο γαμπρός του Μικρασιάτης στην καταγωγή Λεωνίδας Παπάγος [1844 – 1912] (που είχε νυμφευθεί την Μαριγούλα Αυγ. Αβέρωφ), πατέρας του στρατάρχη στα χρόνια του Εμφύλιου και μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Παπάγου (1883-1955).
-
Ο Δ. Βικέλας είναι αυτός που παρήγγειλε στον Κωστή Παλαμά (1859-1943), γόνο της οικογένειας Παλαμά από τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων που μετοίκησε στο Μεσολόγγι (κατά πως γράφει ο Κων/νος Σάθας) να γράψει τον Ολυμπιακό Ύμνο, τον οποίο και μελοποίησε στη συνέχεια ένας από τους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες της εποχής εκείνης και της νεότερης Ελλάδας, ο Κερκυραίος Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας (1861-1917), γόνος Μοσχοπολίτικης ή Σιατιστινής οικογένειας της Βιέννης.
-
Ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Βλάχος από τους Καλαρρύτες, μετέπειτα πρωθυπουργός, στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, ο Σπυρίδν Λάμπρος (), ήταν τα χρόνια εκείνα (μετά το 1896), ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και προσπαθούσε με τις μόνιμες επαφές του με την ΔΟΕ και τον βαρόνο Πιερ ντε Κουμπερντέν, να διοργανώνονται οι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες μονίμως στην Ελλάδα, κα΄τι που τελικά δεν επετεύχθη. Ο Σπυρίδων Λάμπρος υπήρξε και ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ.
- Για να είμαστε όμως αληθινοί. Ιστορικά ακριβείς και δίκαιοι, πρέπει να πούμε ότι η ιδέα αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στον σύγχρονο κόσμο, εμφανίστηκε στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης το 1789, όταν οι αστοί, πλάι στην καρμανιόλα και στην γκιλοτίνα, οραματίζονταν και έναν κόσμο πιο δίκαιο και ανθρώπινο. Η εφημερίδα της Βιέννης «Εφημερίς», της οποίας εκδότες ήταν οι Σιατιστινοι Βλάχοι αδελφοί Πούλιου, εκδότες –και συνεργάτες και εκδότες έργων του Ρήγα Βελεστινλή– που σε φύλλο της γράφει την είδηση πως στις 10 Σεπτεμβρίου 1793, μαζί με το Νέο Ημερολόγιο ψηφίστηκε: «Κάθε τέταρτον χρόνον να γίνονται οι Ολύμπιοι αγώνες εις δόξαν της μεταβολής» (Εφημερίς, 4.10.1793, σ. 788), τούτη δε η διάταξη άρεσε πολύ στον Γαλλικό Λαό. Οπότε, λίγα χρόνια αργότερα: «Η τελετή της 10 Αυγούστου επανηγυρίσθη εν ειρήνη, και κατά τα προγραφέντα κανόνα εις τον κήπον του παλατίου του Λούξεμβούργ, όπου ήτον όλαι αι δημόσιαι εξουσίαι, και οι πρέσβεις μόνον των δημοκρατικών δυνάμεων, (ούσα η εορτή κατά της βασιλείας) και ο της υψηλής Πόρτας. Η τελετή εσυνίστατο, (καθώς εις τον καιρόν τν Ελλήνων) εις ύμνους, εις δρόμους και άλλα σωματικά, ή ηρωικά γυμνάσματα, κατά μίμησιν των ολυμπιακών αγώνων.» (Εφημερίς, 18.8.1997, σ. 761) – Τούτα τα λίγα, για «να μην πάρουν αέρα» εκείνοι που τρέφονται ή εκτρέφονται με εθνικιστικά σκουπίδια και μόνο…
-
Επειδή ξεκινήσαμε το «ταξίδι» μας αυτό με αναφορά στις δύο σχολές σκέψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και εκθέσαμε την σχολή της οποίας ηγείτο ο Ρήγας Βελεστινλής, ήτοι τη Σχολή των Ελλήνων, στην οποία εντάσσεται και η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, θαρρώ πως είναι καλό να πούμε και δυο λόγια για τη δεύτερη σχολή της οποίας ηγείτο ο Αδαμάντιος Κοραής, ήτοι τη Σχολή των Γραικών, και εδώ να πάρει τέλος η διαδρομή μας. Δανείζομαι σκέψεις και γραφή του Παναγιώτη Σούτσου, προς άρσιν τν παρεξηγήσεων:
«Ο Αδαμάντιος Κοραής και τοι αναδειχθείς ανήρ πολυμαθέστατος και κριτικός εμβριθέστατος, ηπατήθη περί την νομοθεσίαν της γλώσσης ημών.
Ως ωνόμασε τους Έλληνας Γραικούς, ωνόμασε και την γλώσσαν αυτών Γραικικήν· ήθελε δε δύο έθνη, Έλληνας και Γραικούς και δύο γλώσσας, την Ελληνικήν και Γραικικήν· αλλ’ ο Ελληνικός αγών επήλθε· και πρώτος ο Τουρκοφάγος δημηγορήσας εις τον Ελληνικόν στρατόν και ειπών “ημείς οι Έλληνες και αυτοί οι Πέρσαι!” κατέφαγε το υπό του Κοραή δοθέν ημίν ταπεινόν όνομα. Ύστερον δε ο Ελληνικός αγών και οι ποιηταί αυτού, και μετ’ αυτών οι δημοσιογράφοι, οι νομικοί, οι στρατιωτικοί, οι ναυτικοί, οι λόγιοι, χύσαντες χιλιάδας λέξεων και φράσεων αρχαίων εις τα ώτα της ζώσης γενεάς, κατέφαγον την κανονισθείσαν παρά του Κοραή πτωχήν Γραικικήν διάλεκτον.» – Ώστε, έτσι, θα ξέρουμε γιατί δεν ταυτίζονται οι δύο όροι, Έλλην και Γραικός, και ασφαλώς θα γίνεται κατανοητό από τους αναγνώστες, το τι μπορεί ο καθένας να εκφράζει.
Με όλα τούτα, γίνεται κατανοητό το γιατί γράφτηκαν στην Αθήνα παλαιότερα συνθήματα του είδους «Έξω οι Βλάχοι από την Αθήνα» (!), και είχα γράψει σχετικό κείμενο στην τότε αθηναϊκή εφημερίδα «Πρώτη». Όπως γίνεται κατανοητό ότι χωρίς τους Αρμάνους-Βλάχους (Ελληνόβλαχους) ίσως να μην είχαμε σήμερα διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων. Επίσης, γίνεται κατανοητό γιατί πρέπει να αγωνιστούν οι ιθύνοντες ώστε οι Ολυμπιακοί Αγώνες να τελούνται μόνιμα στην Ελλάδα, και έτσι να πάρει σάρκα και οστά η ιδέα του Σπυρίδνος Λάμπρου.
Βλέπε και: https://lyrasi.blogspot.com/2012/03/1896.html
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΑΠΠΑ,
—