Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Οικονομία Περισσότερο διαβασμένα Πολιτική

«Εργα και ημέραι» της χούντας που έκαναν… μετάσταση στην εποχή μας / γράφει ο Διονύσης Ελευθεράτος

Είναι νωπές οι αντιπαραθέσεις για το «ξεχείλωμα» του εργάσιμου χρόνου, ειδικά μετά τον «νόμο Χατζηδάκη» (ν. 4808/2021). Στην εποχή μας οι εργασιακές σχέσεις-λάστιχο συνήθως προωθούνται με γενικόλογες επικλήσεις των «νέων συνθηκών». Δεν χρειαζόταν τέτοιες φτηνές και κούφιες δικαιολογίες η χούντα πριν από 54 χρόνια, όταν, με το Ν.Δ. 515 του 1970 στην ουσία καταργούσε το -θεσμοθετημένο διεθνώς- οκτάωρο εργασίας σε μια σειρά επιχειρήσεων
Έξι «déjà vu» για την ακρίβεια, τον «πληθωρισμό της απληστίας», τον κατώτατο μισθό και την κατάργηση του οκταώρου, τα εργατικά δυστυχήματα και την ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ.

Έναν ενδιαφέροντα χαρακτηρισμό έδωσε κάποτε στην οικονομική «ρότα» της χούντας ο καθηγητής Ηλίας Νικολόπουλος: «Πρωτονεοφιλελεύθερη πολιτική, προηγούμενη, έτσι, της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή, η οποία εφήρμοσε πρώτη, σε συστηματική βάση, αμιγώς νεοφιλελεύθερη πολιτική».

Θεωρητικά, μια «πρωτονεοφιλελεύθερη» γραμμή για την οικονομία και την κοινωνία, εφαρμοσμένη πριν από 50 έως 57 χρόνια, δεν θα είχε και πολλές ομοιότητες με όσα ζήσαμε και ζούμε κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Κι όμως… Ναι μεν έχουν συντελεστεί από τότε κατακλυσμιαίες αλλαγές (τεχνολογικές, παραγωγικές, επιστημονικές κ.λπ.) αλλά, καθώς τα νεοφιλελεύθερα δόγματα -ανεξαρτήτως εποχών και προφάσεων- διακρίνονται για τη… μουχλιασμένη ανελαστικότητά τους, μπορούμε χωρίς κόπο να δούμε άφθονες τέτοιες ομοιότητες.

Διονύσης Ελευθεράτος. «Λαμόγια στο χακί: Οικονομικά “θαύματα” και θύματα της χούντας». Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ

Προτάσσουμε λοιπόν έξι «déjà vu», που αφορούν την ακρίβεια, τον «πληθωρισμό της απληστίας», νόμους για τον κατώτατο μισθό και την κατάργηση του εργασιακού οκταώρου, τις αιτίες των κατακόρυφων αυξήσεων στα εργατικά δυστυχήματα, την ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ. Ανάμεσα στα όσα θα μπορούσαν επίσης να αναφερθούν, συμπεριλαμβάνονται: Οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας. Η μεγάλη αύξηση του μεριδίου των έμμεσων φόρων στις κρατικές εισπράξεις. Συγκεκριμένοι τύποι οικονομικών σκανδάλων. Αρκετές εξωφρενικές, εξόφθαλμα ασύμφορες (για το Δημόσιο) συμβάσεις. Και πολλά πολλά ακόμη…

Ας δούμε λοιπόν τα 6 «déjà vu» που «προκρίθηκαν».

1. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός

«Η ακρίβεια είναι εισαγόμενη, δεν ευθύνεται η κυβέρνηση». Αυτό διατείνονται ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια κυβερνητικά στελέχη, αδυνατώντας όμως ν’ απαντήσουν πειστικά σ’ ένα ερώτημα: Εάν η ακρίβεια οφείλεται μόνο σε διεθνείς παραμέτρους, γιατί κινείται στην Ελλάδα σε επίπεδα υψηλότερα εκείνων που καταγράφονται «έξω»; Το ερώτημα το καθιστά εύλογο η αναμφισβήτητη συνολική εικόνα -απόρροια συγκρίσεων- των τελευταίων ετών (και μηνών). Ανάλογη, όμως, ήταν η εικόνα και το 1973-74.

Με τα «πρωτοβρόχια» της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης του 1973, δηλαδή προτού καταφτάσει εδώ η «κυρίως μπόρα», το κατ’ ευφημισμόν «οικονομικό θαύμα» της δικτατορίας άρχισε να λιώνει σαν κερί. Μία από τις βασικές εκφάνσεις της αποσύνθεσής του, η θηριώδης αύξηση του πληθωρισμού, έγινε αισθητή ακόμη νωρίτερα.

Συγκεκριμένα: Η διεθνής πετρελαϊκή κρίση ξέσπασε τον Οκτώβριο του ’73, ως απόρροια του πολέμου του Γιόμ Κιπούρ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που κάλυπταν την περίοδο από τον Οκτώβριο του ’72 έως τον Οκτώβριο του ’73, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είχε αυξηθεί κατά 23,2%.

Ηταν μακράν ο υψηλότερος ανάμεσα σε όλες της χώρες του Οργανισμού, 2,7 φορές μεγαλύτερος από τον μέσο όρο (8,5%). Και το κυριότερο: Οπως σημείωνε και ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» (3/1/1974) παρουσιάζοντας τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η γενική αύξηση του 23,2% «προήλθε κυρίως εκ της ανόδου των τιμών διατροφής κατά 31%». Οι ομοιότητες με τα σημερινά είναι μάλλον προφανείς. Για την Ιστορία: Την άνοιξη του 1974 ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 30% και, για το ίδιο έτος συνολικά, «κάθισε» στο 26,9%.

Ταυτόχρονα, το 1974 χαρακτηρίστηκε από ύφεση, κάτι πρωτοφανές για τα μεταπολεμικά χρονικά. Και μάλιστα ύφεση μεγάλη (-6,4%). Η χούντα «παρέδωσε» μια οικονομία που βολόδερνε στον στασιμοπληθωρισμό και στην επιδείνωση των περισσότερων εκ των βασικών οικονομικών δεικτών.

Σοβαροί μελετητές της «εθνοσωτήριας» οικονομίας (Σόλων Γρηγοριάδης, Δημήτρης Χαραλάμπης, Βασίλης Καφίρης κ.ά.) έχουν εξηγήσει αναλυτικά γιατί δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική ο ισχυρισμός που αποδίδει αυτή την εξέλιξη αποκλειστικά σε εξωγενείς λόγους. Ειδικά ως προς το ειδικό βάρος του παράγοντα «ακρίβεια καυσίμων», ορισμένες παρατηρήσεις ακυρώνουν την εύκολη δικαιολογία. Λ.χ. από τον Ιανουάριο του 1971 ώς τον Ιανουάριο του 1972 ανατιμήθηκαν κατά μέσο όρο 13-14% όλα τα βασικά είδη διατροφής (πλην του ψωμιού), καθώς και ρούχα-υποδήματα. Στην ίδια περίοδο οι τιμές του πετρελαίου είχαν πέσει, ελαφρά.

2. Ο πληθωρισμός κερδών

Από την απαρχή της εποχής των μνημονίων (2010-11), συχνά συζητείται η ικανότητα μεγάλων επιχειρήσεων να σημειώνουν ζηλευτές κερδοφορίες, εν μέσω δυσχερέστατων συνθηκών για την κοινωνία.

Τα τελευταία χρόνια αποτελεί αντικείμενο συζήτησης η σχέση αυτής της «καπατσοσύνης» με τις μεγάλες αυξήσεις τιμών. Έστω και με καθυστέρηση «συστημικοί» παράγοντες, όπως ο κεντρικός τραπεζίτης Γ. Στουρνάρας, παραδέχονται ότι υφίσταται «πληθωρισμός κερδών» (συνήθως τον αποκαλούν «πληθωρισμό της απληστίας»). Φυσικά τέτοιο φαινόμενο δεν θα μπορούσε να ανθήσει, αν δεν υπήρχαν οι αντίστοιχες πολιτικές βουλήσεις και ανοχές. Αυτό ισχύει σήμερα, όπως ίσχυε και το 1973-74.

Το 1973 «έτρεξε» με 15,5% ο πληθωρισμός, που κατά μέσο ετήσιο όρο αυξανόταν κατά 2,8% στο διάστημα 1965-1972 (και 4,3% το ’72). Κατά το 1973 η βιομηχανία αύξησε τα καθαρά κέρδη της κατά το θηριώδες ποσοστό 84,1% (βάσει των ισολογισμών των εταιρειών και των σχετικών ανακοινώσεων της ICAP). Τα αύξησε όμως και στη διάρκεια της πλημμυρίδας στασιμοπληθωρισμού του 1974.

«Θλιβερές σκέψεις» προκαλούν τέτοιες αυξήσεις καθαρών κερδών, έγραψε στην πρώιμη Μεταπολίτευση (21/8/1975) ο διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», Γιάννης Μαρίνος. Κι εξηγούσε:

«Η απάντηση (Σ.τ.Σ στο ερώτημα «γιατί όχι τόσο υψηλά κέρδη;») δόθηκε από το ρεκόρ πληθωρισμού που προκλήθηκε από την αυθαίρετη αυτή κερδοσκοπία, που τελικά συρρίκνωσε τη ζήτηση, έφερε την ύφεση και σήμερα οι βιομήχανοι ανησυχούν και παραπονούνται».

3. Οι κατώτατοι μισθοί

Πριν από 10-14 χρόνια, όταν άρχισαν να στραπατσάρουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων οι νόμοι που θεσπίζονταν προς εφαρμογή των μνημονίων, ένα μέρος της κοινωνικής αγανάκτησης στρεφόταν προς τα ακροδεξιά και νοσταλγούσε μια χούντα… φανταστική. Γιατί φανταστική; Διότι τα σχόλια του τύπου «τώρα χρειαζόταν ένας Παπαδόπουλος ή Ιωαννίδης για να τους σταματήσει» προφανώς βασίζονταν στην άγνοια, στο «θόλωμα» του μυαλού ή και στα δύο.

Οι «συγγένειες» ανάμεσα σε μέτρα και νομοθετήματα ήταν στενές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έπλαθαν καταπληκτικές ομοιότητες. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο νόμος 4172/2013, για τα εργασιακά, εκείνος που απέσπασε από τους «κοινωνικούς εταίρους» τη δικαιοδοσία καθορισμού του κατώτατου μισθού και την εκχώρησε ρητά στην κυβέρνηση (άρθρο 103). Εάν η σχετική διάταξη του ν. 4172/2013 ήταν γραμμένη στην καθαρεύουσα, θα έμοιαζε με copy-paste του χουντικού Ν.Δ. 186 του 1969.

Στη Μεταπολίτευση, το 1975, το ύψος των βασικών μισθών επανήλθε στη σφαίρα της δικαιοδοσίας των «κοινωνικών εταίρων» και των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων. Αυτό ίσχυσε επί 38 χρόνια, ανεξαρτήτως του ποιοι, πόσο αποτελεσματικά και πόσο αυθεντικά εκπροσωπούσαν την πλευρά των μισθωτών κάθε φορά, σε κάθε εποχή. Κατόπιν κατέφτασαν τα μνημόνια και ξαναήρθε το… 1969.

Στους «εθνοσωτήρες», λοιπόν, δεν αρκούσαν οι νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες είχαν αφοπλίσει εκ των προτέρων την πλευρά της εργασίας. Ούτε ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκούσαν επί των συνδικάτων. Χρειάζονταν και τον 186/1969 που «διέσωζε κάτι από το κύρος των «esmen», τους οποίους είχε διορίσει το καθεστώς στις διοικήσεις των σωματείων: Εφόσον η κυβέρνηση αποφάσιζε, αυτοί θα ήταν «άμοιροι ευθυνών» για ό,τι θα συνέβαινε με τους βασικούς μισθούς.

Και τι συνέβη τελικά; Ας αφήσουμε να το πει ένας «καλός φίλος» του χουντικού καθεστώτος, ο Σύνδεσμος των Βιομηχάνων (ΣΕΒ). Σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε ο ΣΕΒ το ’73, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό κάθε περιόδου, η πραγματική, αγοραστική αξία των κατώτατων ημερομισθίων αυξήθηκε κατά 5,1% το 1951-59, κατά 5,9% στη δεκαετία 1960-1969, αλλά ανήλθε μόνο κατά 1,3% στην τριετία 1970-72.

«Η σημαντική πτώσις μεταξύ 1969-72 δεικνύει ουσιώδη μεταβολήν πολιτικής», υπογράμμισε ο ΣΕΒ, προτού αναλύσει πόσο σημαντική ήταν αυτή η μεταβολή για ευρύ φάσμα μισθωτών. Στη μελέτη του παρατέθηκαν άφθονα παραδείγματα που στήριξαν την τελική διαπίστωση: «Αι υπό του νόμου καθοριζόμεναι κατώταται αμοιβαί εξακολουθούν συνεπώς να επηρεάζουν αμέσως τα επίπεδα αμοιβών μεγάλου αριθμού μισθωτών».

Ξεχείλιζε από ειλικρίνεια και… ελευθεροστομία ο ΣΕΒ τότε, δηλαδή όταν εξέλιπε ο «κίνδυνος» να αξιοποιήσουν τα πορίσματα των ερευνών του δυνάμεις φιλεργατικές ή εχθρικές προς τη δικτατορία, με την οποία οι δικές του σχέσεις ήταν αρμονικότατες.

Η οδυνηρή επιβράδυνση της ανόδου της αγοραστικής αξίας των κατώτατων μισθών στην τριετία 1970-72 επενέργησε και στην εξέλιξη του μεταναστευτικού. Η Ελλάδα έγινε η μοναδική χώρα του ευρωπαϊκού Νότου που βίωσε και δεύτερο μεγάλο κύμα εξωτερικής μετανάστευσης. Σε όλες τις άλλες ίσχυσε ο κανόνας του «ενός κύματος», χάρη στα εμβάσματα του οποίου διευκολυνόταν κατόπιν πολύς κόσμος να παραμείνει στη χώρα του. Εδώ, απεναντίας, έπειτα από τη μεγάλη φυγή του 1963-65 ακολούθησε και το «κύμα» του 1968-1971. Το δεύτεροι, μάλιστα, ήταν μεγαλύτερο σε όρους «καθαρής μετανάστευσης» (δηλαδή της διαφοράς ανάμεσα σε όσους έφευγαν και σε εκείνους που παλιννοστούσαν).

Βάσει των στοιχείων της ΕΣΥΕ, μόνο στην τριετία 1969-1971 η «καθαρή μετανάστευση» έφτασε αθροιστικά στα 180.442 άτομα. Συνολικά, έφτασε τα 233.545 άτομα στην περίοδο 1968-1973 (από το 1974 άρχισε να υπερισχύει η παλιννόστηση, κυρίως λόγω περιοριστικών μέτρων που έλαβε η Δ. Γερμανία στις εισροές ξένων εργατών). Τι αντιπροσώπευε ένα τέτοιο μέγεθος, τότε; Το 6,9% του εγχώριου εργατικού δυναμικού του 1968 και το 7,2% του αντίστοιχου για το 1972.

Ολα τούτα φυσικά είναι «ψιλά γράμματα» για τη φιλοχουντική προπαγάνδα που παρουσιάζει περίπου ως μέγα κατόρθωμα τους χαμηλούς δείκτες ανεργίας, τότε. Λες και δεν έπεσαν χαμηλότερα αργότερα (1976-1979) και μάλιστα υπό συνθήκες αύξησης του εργατικού δυναμικού…

4. Η έμμεση κατάργηση του 8ώρου

Είναι νωπές οι αντιπαραθέσεις για το «ξεχείλωμα» του εργάσιμου χρόνου, ειδικά μετά τον «νόμο Χατζηδάκη» (ν. 4808/2021). Στην εποχή μας οι εργασιακές σχέσεις-λάστιχο συνήθως προωθούνται με γενικόλογες επικλήσεις των «νέων συνθηκών». Δεν χρειαζόταν τέτοιες φτηνές και κούφιες δικαιολογίες η χούντα πριν από 54 χρόνια, όταν, με το Ν.Δ. 515 του 1970 στην ουσία καταργούσε το -θεσμοθετημένο διεθνώς- οκτάωρο εργασίας σε μια σειρά επιχειρήσεων.

Το Ν.Δ. 515/70 όριζε τις τρεις ώρες ως μέγιστο χρόνο απασχόλησης, πέραν του εργασιακού οκταώρου. Θέσπιζε όμως και εξαιρέσεις, για κάποιες κατηγορίες «επειγούσης εργασίας»: Επέτρεπε στους εργοδότες να απασχολούν όσες ώρες ήθελαν (!) το προσωπικό τους την πρώτη ημέρα της υπερωριακής εργασίας και μέχρι τέσσερις ώρες για κάθε μία από τις επόμενες τέσσερις ημέρες. Την τελευταία ημέρα του 1973, επί κυριαρχίας του «αόρατου δικτάτορα» Ιωαννίδη, δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ και το Ν.Δ. 264/73, που επέκτεινε διατάξεις του Ν.Δ. 515 σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

5. Ρεκόρ εργατικών δυστυχημάτων

Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν αισθητά στην Ελλάδα τα εργατικά ατυχήματα και ειδικά τα θανατηφόρα (κάτι «ξέρει» και γι’ αυτό ο ν. 4808/2021). Βασικοί λόγοι για αυτό είναι η εντατικοποίηση και διεύρυνση του εργάσιμου χρόνου που αναπόφευκτα επιφέρει, σε πολλές βαριές δουλειές, κόπωση, εξάντληση και χαλάρωση αντανακλαστικών. Πέρσι η Eurostat ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε ποσοστό εργαζομένων που απασχολούνται από 49 και περισσότερες ώρες την εβδομάδα. Το ποσοστό αυτό είναι 13%, σχεδόν το διπλάσιο του μέσου όρου (7%) στην Ε.Ε.

Αντίστοιχο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και επί χούντας και μάλιστα νωρίς νωρίς. Από το 1968. Βάσει των στατιστικών του ΙΚΑ, στην προδικτατορική επταετία 1961-67 έχασαν τη ζωή τους σε εργοστάσια και εργοτάξια 208 άνθρωποι. Στην επταετία 1968-1974 έφτασαν τους 818, δηλαδή σχεδόν τετραπλασιάστηκαν.

Η δραματική αυτή επιδείνωση υπήρξε ασύμβατη προς τους ρυθμούς αύξησης του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία και τις κατασκευές, αλλά και εξαιρετικά απότομη. Από τους 24 νεκρούς του ’66 και τους 27 του ’67, αυτή η μακάβρια στατιστική έκανε άλμα στους 71 θανάτους το ’68, στους 100 το ’69, στους 141 το ’70. Και ώς το 1974 κινήθηκε με μέσο ετήσιο όρο τις 127 απώλειες, προτού πέσει στις 91 (το 1975).

Ανάλογη επιδείνωση σημειώθηκε επί χούντας και στα υπόλοιπα (μη θανατηφόρα) σοβαρά ατυχήματα, όπως στους ακρωτηριασμούς. Διευκρινίζεται ότι οι στατιστικές του ΙΚΑ δεν περιλάμβαναν τους θανάτους στη ναυτιλία – ένα κεφάλαιο πονεμένο και πολύ «θολό».

Δεν είναι καθόλου δύσκολο να ανιχνευθούν οι λόγοι για τους οποίους στην επταετία οι εργασιακοί χώροι «παρήγαν» απώλειες που θύμιζαν μικρογραφίες μαχών στο Βιετνάμ. Εντατικοποίηση με κάθε κόστος, ελλιπή ή ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας, εργατικό δυναμικό στερούμενο εμπειριών (π.χ. πρώην αγρότες) που ριχνόταν αμέσως «στα βαθιά», διότι ήταν προτιμότερο να χαθούν ζωές παρά χρόνος. Το απαιτούσε ο στόχος της «ταχυρύθμου αναπτύξεως», ομού με εκείνον της επίσης ταχείας αύξησης των επιχειρηματικών κερδών.

6. Πρόβες για ιδιωτικά ΑΕΙ

Στις πρόσφατες αντιπαραθέσεις για την κυβερνητική επιλογή να παρακαμφθεί το άρθρο 16 του Συντάγματος, ώστε να λειτουργήσουν στην Ελλάδα ιδιωτικά «πανεπιστήμια», ακούστηκε μεταξύ άλλων και το εξής… χαριτωμένο: ότι η αντίθεση στην ιδιωτικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης συνιστά κάποιο κατάλοιπο της χουντικής περιόδου!

Πρόκειται για χονδροειδή αντιστροφή της πραγματικότητας. Στη συζήτηση που έγινε το 1968 στο χουντικό υπουργικό συμβούλιο για το νέο Σύνταγμα του καθεστώτος, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ανακοίνωσε το άνοιγμα μιας «Κερκόπορτας», πολύ σημαντικής: «Να αφήσωμεν μόνον την ανωτέραν εκπαίδευσιν ανοικτήν εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν και να αφήσωμεν την ανωτάτην, ως έχει, υπ’ ευθύνη του κράτους». Αλλά εκτός από αυτό, άρχισε και η «λείανση του εδάφους» για τα ΑΕΙ. Αρχισε στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, στο οποίο ουσιαστικά «κουμάντο» έκανε η Διεθνής Τράπεζα.

Το 1973, οι «εθνοσωτήρες» εκτιμούσαν ότι ήταν πια καιρός να προχωρήσουν σε «κανονική», απροσχημάτιστη ιδιωτικοποίηση. Ανέθεσαν σε «ειδική επιτροπή» του υπουργείου Παιδείας να εκπονήσει σχέδιο. Το διάβασαν οι ιθύνοντες του κεντροδεξιού περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» και έφριξαν. Να πώς σχολίασε το περιοδικό την εισήγηση της επιτροπής στις 5/10/1973, τρεις ημέρες προτού ανατεθεί η πρωθυπουργία στον Σπ. Μαρκεζίνη:

«Η εισήγηση προτείνει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων! Προτείνει την κατάργηση της δωρεάν Παιδείας (!) και να παρέχουν τα πανεπιστήμια “επ’ αμοιβή”… εις τας παραγωγικάς επιχειρήσεις.

»Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, προτείνουν η επιστημονική έρευνα να κατευθύνεται από τη βιομηχανία! Ακόμη, για τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ προτείνεται να ψηφιστεί -από τα πανεπιστήμια ή το ελληνικό κράτος- η βοήθεια παντοίων οργανισμών και ιδρυμάτων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ελληνικών και διεθνών, ως π.χ. η Carnegie Corporation of New York, Rockfeller Foundation, Ford Foundation κ.ά.».

Αυτά ήταν τα μελλοντικά σχέδια των «εθνοσωτήρων». Κι όμως, εν έτει 2024, τα κυβερνητικά επικοινωνιακά ερείσματα διατείνονται ότι η προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης (πανίσχυρο αίτημα-σήμα κατατεθέν της πρώιμης Μεταπολίτευσης) είναι… χουντικό κατάλοιπο.

Μήπως αναρωτιέστε πόσο θράσος χρειάζεται για να τα λέει κανείς αυτά; Ελάτε τώρα… Περίπου όσο χρειαζόταν τον Οκτώβριο του 2011 και ο Αδωνις Γεωργιάδης, όταν σε κάποια τηλεοπτική του εμφάνιση δήλωνε: «Η οικονομία το 1974 ήταν κούκλα…».

Μακαρέζος: Όλα εις και διά τους ιδιώτας!

Ο «αρχιτέκτονας» της οικονομικής πολιτικής της δικτατορίας (ώς τον Οκτώβριο του 1973), Νικ. Μακαρέζος:

«Το κράτος θα παράσχει πλήρη ενθάρρυνσιν εις την ιδιωτικήν επιχείρησιν, διά της δημιουργίας ευνοϊκού περιβάλλοντος και θετικής υποστηρίξεως αυτής. Το κράτος ουδόλως προτίθεται να αναλάβει επενδύσεις εις τους τομείς τους οποίους η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι ή δύναται να καταστεί επαρκής και αποτελεσματική. Αντιθέτως, προβλέπεται η βαθμιαία περιέλευσις εις τους ιδιώτας ορισμένων επιχειρήσεων, η υπό του κράτους ανάληψις των οποίων κατά το παρελθόν κατέστη αναγκαία, λόγω της μεγίστης σημασίας των διά την οικονομικήν ανάπτυξιν και της ελλείψεως επαρκούς ιδιωτικού ενδιαφέροντος…»

(από το «Πενταετές Σχέδιον Αναπτύξεως 1968-1972»)

*Δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Λαμόγια στο χακί: Οικονομικά “θαύματα” και θύματα της χούντας»

 efsyn.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων