Άρθρα Βιβλίο Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Σταύρος Γιωλτζόγλου “Ομογενειακή παιδεία σε Κωνσταντινούπολη και Ίμβρο”

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

«ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΙΓΟΙ ΚΙ ΑΜΕΤΡΗΤΟΙ»

  • Η μελέτη την οποία εκπονώ φαίνεται ότι θα μου πάρει χρόνο μέχρι που να την ολοκληρώσω, οπότε λέω με το νέο έτος –ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΗΣ ΦΑΡΕΤΡΑΣ– να συνταξιδεύσουμε σε «Βιβλιοφιλικά Ταξίδια», με κάποια πιο αραιή συχνότητα σε σχέση με παλαιότερα, σε διαδρομές ενδιαφέρουσες (κατά την άποψή μου), έχοντας ως πυξίδα μόνον την ψυχωφέλεια και την προσέγγιση της αλήθειας με όλες τις υποκειμενικές αδυναμίες που μπορεί να κρύβει αυτή.
  • Πρώτο μας ταξίδι με τον Σταύρο Γιωλτζόγλου και την σημαντική του κατάθεση: Ομογενειακή παιδεία σε Κωνσταντινούπολη και Ίμβρο Τα ρωμαίικα σχολεία στον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2023, σχήμα 17 Χ 24, σελ. 336. Πρόκειται για πόνημα αναγκαίο για τον εκπαιδευτικό που θέλει να γνωρίζει το πώς με υψηλά οράματα και στόχους και με δημιουργική παιδαγωγική σκέψη, ουσιώδεις παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό έργο και με παιδευτική διαδικασία ανθρωποκεντρική, μπορείς να πετύχεις μέχρι  και «ακατόρθωτα», κάτω όχι από τις πιο ιδανικές συνθήκες, παρέχοντας σοβαρά ελληνική παιδεία, έτσι όπως ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ,) πολύ σοφά επισήμανε: «[…] καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας […]» (Ισοκράτους, Πανηγυρικός, ιγ’, 51).  
     Ο προλογίζων το έργο Χρήστος Κλαίρης Μεγαλοσχολίτης, Καθηγητής Γενικής Γλωσσολογίας στην Σορβόνη, ορθά σημειώνει και ξεκαθαρίζει από την αρχή:
  • «Πάνω στην παιδεία ακουμπά η Πόλη. Πάνω στην παιδεία ακουμπά η Ελλάδα. Αλλά και πάνω στην παιδεία ακουμπά κάθε λαός που σέβεται τον εαυτό του. Κάθε λαός από την παιδεία του αναγνωρίζεται. Στο παρόν βιβλίο έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε, όσο πιο λεπτομερειακά γίνεται και από πρώτο χέρι, όλα τα θέματα που έχουν σχέση με το σήμερα της παιδείας της μεταβυζαντινής μειονότητας της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας. Γέννημα και θρέμμα της μειονότητας είναι και ο γράφων.

Απομεινάρι στερνό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η μειο­νό­τη­τα της Πόλης διατήρησε στον κόρφο της τα ουσιώδη συστατικά, θετικά και αρνητικά, του παναιώνιου και διατοπικού ελληνισμού. Τα τεκμηριωμένα δεδομένα που καταθέτει ο συγγραφέας αφενός φωτίζουν φαινόμενα και πράγματα της σημερινής πολίτικης ρωμιοσύνης, αφετέρου προσκαλούν σε εγρήγορση όλες τις φωνές τις πλάστρες μες στη χώρα, μπροστά στις διαιώνιες αγκυλώσεις και αδυναμίες που αναχαιτίζουν την πρόοδο και την εναρμόνιση με τις εσαεί μεταβαλλόμενες ανάγκες. Ανάγκα γαρ και θεοί πείθονται.

Πολυφωνική η Πόλη και πολυδιάστατη μπορεί και ανοίγεται στον πλανήτη επειδή πατάει σε ρίζες γερές. «Ουχ εάλω και εάν εάλω η Πόλις» είχα δηλώσει το 1995 ως μότο στο διήμερο συμπόσιο με τίτλο Πόλη και παιδεία,1 που, με φορέα τον Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών, είχαμε οργανώσει στην Αθήνα ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, η πολίτισσα ψυχολόγος Ελένη Τσάτση κι εγώ. Τριάντα χρόνια αργότερα, η τελευταία κερκόπορτα, η γλώσσα μας, όπως την είχα χαρακτηρίσει τότε,2 συνεχίζει να παραβιάζεται επικίνδυνα και οι καιροί ου μενετοί.

Η ειδοποιός διαφορά που καθιστά δυνατή την ύπαρξη της ρωμιοσύνης είναι η ελληνική γλώσσα. Βεβαίως η ορθοδοξία και το οικουμενικό πνεύμα είναι αναφαίρετες συνιστώσες της ταυτότητάς μας, αλλά μόνο η ελληνική γλώσσα αποτελεί την conditio sine qua non, την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ύπαρξη του Ρωμιού. Η γλώσσα ως ουσια­στι­κό στοιχείο της ελληνοποίησης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταγράφεται ιστορικά και κατακυρώνει την ελληνικότητα του Βυζαντίου με την υπ’ αριθμ. 7,1 Νεαρά του Ιουστινιανού (482-565): οὐ τῇ πατρίῳ φωνῇ τὸν νόμον συνεγράψαμεν, ἀλλὰ ταύτῃ δὴ τῇ κοινῇ τε καὶ Ἑλλάδι ὥστε ἅπασιν εἶναι γνώριμον διὰ τὸ πρόχειρον τῆς ἑρμηνείας. Από τότε και νῦν καὶ ἀεὶ, ρωμιοσύνη και ελληνική γλώσσα είναι έννοιες αλληλένδετες, συνυφασμένες και αχώριστες, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Έτσι φαίνεται να το νιώθει, καθώς διαπιστώνει ότι η ελληνομάθεια των μαθητών υποχωρεί επικινδύνως, και ο Σταύρος Γιωλτζόγλου, ο οποίος για μια δεκαετία έζησε και γνώρισε από κοντά, ως καθ’ ύλην αρμόδιος,3 την πραγματικότητα της πολίτικης ρωμιοσύνης μέσα από τα προβλήματα που σχετίζονται με τα σχολεία μας. Καλός γνώστης της τουρκικής, με πείρα διδασκαλίας στα πανεπιστήμια της Πόλης και της Άγκυρας, αλλά και σε σχολεία της Ελλάδας, κάτοχος διδακτορικού πτυχίου, πληροί το πολύτιμο ζητούμενο του να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Πράγμα που αναμφισβήτητα τον βοήθησε να μας γνωρίσει εκ των έσω και να εγκύψει με αφοσίωση στα εκπαιδευτικά μας προβλήματα.

Στο παρόν βιβλίο ο αναγνώστης θα βρει την ανατομία μιας κοινωνικής πραγματικότητας, τεκμηριωμένη λεπτομερώς με σχετικά έγγραφα και αριθμούς που έρχονται σε δημοσιότητα και επιτρέπουν σε όποιον επιθυμεί να σχηματίσει δική του γνώμη. Η κοινωνική ακτινογραφία που παρέχεται αφορά τη συγκεκριμένη ρωμαίικη μειονότητα, ωστόσο αντανακλά δυσλειτουργίες πολύ γενικότερες που αγγίζουν το πανελλήνιο. Η δραματική συρρίκνωση που υπέστη τις τελευταίες δεκαετίες η ρωμιοσύνη της Πόλης είναι επόμενο και ευνόητο ότι δημιούργησε νέες ανάγκες στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η συρρίκνωση αυτή, ειρήσθω εν παρόδω, δεν πρέπει να αποδίδεται μόνο στους διωγμούς και τις καταπιέσεις (Σεπτεμβριανά, απελάσεις κ.λπ.) που εφήρμοσε η τουρκική διοίκηση. Η ρωμιοσύνη επέζησε παραπάνω από τέσσερις αιώνες κάτω από τον οθωμανικό ζυγό και πολλές δεκαετίες στο πλαίσιο του νεοσύστατου τουρκικού κράτους. Δεν είναι του παρόντος η ανάλυση των αιτίων.

Δεδομένης της συρρίκνωσης του πληθυσμού είναι αυτονόητο ότι το εκπαιδευτικό καθεστώς της ομογένειας είχε και έχει ανάγκη προσαρμογής. Ταυτόχρονα, ένα άλλο ιστορικό-κοινωνικό γεγονός, η εσωτερική μετανάστευση των αραβόφωνων ορθόδοξων χριστιανών από την Αντιόχεια (πρωτεύουσα της Αλεξανδρέττας) στην Πόλη, για οικονομικούς λόγους, προσέθεσε ακόμη έναν ουσιώδη παράγοντα στην ανάγκη προσαρμογής. Ως γνωστόν, το 1939, όταν η ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρέττας, επονομαζομένη Χατάι, προσαρτήθηκε στην Τουρκία,4 η τουρκική διοίκηση πολιτογράφησε τους αραβόφωνους ορθόδοξους κατοίκους της περιοχής ως «Ρωμιούς ορθοδόξους» (Rum ortodoks).

Κωνσταντι­νού­πο­λη. Μαθητές και μαθήτριες στην Αγία Τριάδα Σταυροδρομίου.

Ο χαρα­κτη­ρισμός αυτός δίνει τη δυνατότητα στους ορθόδοξους Αντιοχείς, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), να εγγραφούν στα ελληνικά ομογε­νεια­κά σχολεία και γενικότερα ανοίγει την πόρτα ενσωμάτωσής τους στην ιστορική ρωμαίικη μεταβυζαντινή μειονότητα. Το γεγονός αυτό, θετικό για τη δημογραφία της μειονότητας, προκάλεσε πρόσθετες δυσκολίες για την προσαρμογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, στους ώμους του οποίου έπεφτε η ανάγκη διδασκαλίας της γλώσσας μας σε μαθητές που είχαν ως μητρική γλώσσα τα αραβικά ή και τα τουρκικά και αγνοούσαν πλήρως την ελληνική. Προκειμένου να ενσωματωθούν στην ομογένεια οι αντιοχείς μαθητές και οι οικογένειές τους και να την εμπλουτίσουν με το ανθρώπινο δυναμικό τους, ο δρόμος ήταν και είναι ένας και μοναδικός: να γίνουν μέτοχοι της ημετέρας ρωμαίικης παιδείας, όπως ακριβώς το διατύπωσε ο Ισοκράτης5 πριν από αιώνες. Ήταν και είναι ανάγκη τα εκπαιδευτήριά μας να προσαρμοστούν ώστε να αντιμετωπίσουν την πρωταρχική αυτή ανάγκη για την ενσωμάτωση των Αντιοχέων, που είναι η διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Αντ’ αυτού, επικράτησε αδράνεια του συστήματος και οι αγνοούντες την ελληνική μαθητές οδηγήθηκαν στις ίδιες τάξεις με τους υπόλοιπους, πριν λυθεί η δυσκολία της κατάκτησης της γλώσσας μας. Η ανομοιογένεια που προέκυψε στις τάξεις από το παιδαγωγικό αυτό λάθος κατέληξε αφενός σε υποβάθμιση της διδασκαλίας και αφετέρου σε «γκετοποίηση» σχολείων, σε αθέμιτο ανταγωνισμό των ιθυνόντων προς άγραν μαθητών, ωθώντας πολλούς γονείς της ομογένειας να εγγράψουν τα παιδιά τους σε τουρκικά δημόσια ή ξένα σχολεία. Γενικότερα η κατάσταση που δημιουργήθηκε λειτούργησε ανασταλτικά προκειμένου να βελτιωθεί και να αναβαθμιστεί η παιδεία μας με μια ορθολογική προσέγγιση.

Ξεκινώντας από τον μεγάλο μας δάσκαλο Δημήτριο Φραγκόπουλο και καταλήγοντας στον κωνσταντινουπολίτη υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, έγιναν πολλές προτάσεις και προσπάθειες για την αντιμετώπιση των παιδαγωγικών και διοικητικών αντιξοοτήτων. Κατ’ επανάληψιν το Συντονιστικό Γραφείο και οι προξενικές αρχές,6 η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών (ΟΙΟΜΚΩ), αλλά και ο γράφων7 και ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης,8 ενδεχομένως και άλλοι, κατέθεσαν προτάσεις και εισηγήθηκαν ό,τι θεωρούσαν απαραίτητο για μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται. Η δημοσιοποίηση των δυσκολιών στην οποία προβαίνει στο παρόν βιβλίο ο επί δεκαετία συντονιστής της εκπαίδευσης στην Πόλη επιτρέπει μια έλλογη διάγνωση των πραγμάτων και συμβάλλει, εφόσον υπάρχει βούληση, στο ξεπέρασμα και τη θεραπεία τους. Ο καλοπροαίρετος παρατηρητής κατανοεί ότι δεν είναι δυνατόν να αποφεύγονται εσαεί οι απαραίτητες παιδαγωγικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο μιας λελογισμένης, λειτουργικής και δημοκρατικής οργάνωσης. […]»

Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Θεωρώ ότι υποκεφάλαια αυτής της σπουδαίας έκδοσης –από την Εισαγωγή– είναι χρήσιμο να αναπαραχθούν εδώ για το ευρύτερο κοινό των αναγνωστών μας, λόγω της μεγάλης και καίριας σημασίας τους για την προσέγγιση του όλου θέματος:

<<Ο όρος «ομογε­νεια­κή παιδεία και εκπαίδευση» στην Πόλη σηματοδοτεί τη συμπύκνωση ενός λαμπρού πνευματικού παρελθόντος και ενός εναγώνιου ιστορικού παρόντος. Το χθες κληροδότησε παμμέγιστο πολιτιστικό φορτίο στο σήμερα και οι κληρονόμοι διαχειριστές του παλινδρομούν αμήχανα ανάμεσα στη δόξα, στην πτώση και στο χρέος. Τη δόξα διασφάλισε το μεγαλειώδες χθες, που εκκίνησε από την κτίση της Κωνσταντι­νού­πο­λης, πλήρες σπουδαίων ιστορικών, κοινωνικών και πνευματικών επιτευγμάτων ανά τους αιώνες και από έναν λαό που μιλούσε την ελληνική γλώσσα και ήταν ορθόδοξος χριστιανός κατά την πίστη και Έλληνας ή Ρωμιός κατά το γένος. Την πτώση προκάλεσε η ιστορική δυστροπία των νεότερων χρόνων, αδικώντας παντοιοτρόπως τους εναπομείναντες ελάχιστους προμηθεϊκούς εκφραστές της παρελθούσας εθνικής μας υπερηφάνειας. Το χρέος, τέλος, το υπαγορεύει η ανάγκη: το συλλογικό και συνειδητό πείσμα για την ιερότητα της αποστολής, το «όχι» στην απελπισία της δημογραφίας ή της εξορθολογισμένης πολιτικής ανάλυσης και το «ναι» στην προσδοκία του απροσδόκητου. Με όρους θεολογικούς, θα το ονομάζαμε «οικονομία του Υψίστου».

Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με τους παράγοντες που συνδιαμόρφωσαν το εκπαιδευτικό είναι της ρωμαίικης κοινότητας από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ως σήμερα, θα αναδείξουμε τις βασικές παραμέτρους που επέδρασαν αρνητικά και επιτάχυναν την παρακμή της, θα υπογραμμίσουμε τις ευθύνες και τα αδιέξοδα του παρόντος και θα εκθέσουμε κάποιες σκέψεις ως έναυσμα για δημιουργικό προβληματισμό προς αναζήτηση του δέοντος γενέσθαι, ώστε να δομηθεί σε στέρεα θεμέλια το αύριο της ρωμαίικης κοινότητας. Πρώτα όμως ας δούμε το παρελθόν της.

Η εκπαίδευση των Ρωμιών κατά την οθωμανική περίοδο ξεκινά με την ίδρυση της Πατριαρχικής Σχολής (1454), του πρώτου εκπαιδευτικού ιδρύματος των Ρωμιών μετά την Άλωση, στο πλαίσιο των προνομίων που αναγνώρισε ο Πορθητής στον νέο πατριάρχη Γεννάδιο Β’. Στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η κρίση στην αυτοκρατορία είχε βαθύνει, ο σουλτάνος αναγνώρισε στους επικεφαλής των millet, στους milletbaşı (εθνάρχης), διοικητική αυτονομία, επιφέροντας έτσι, πλην των άλλων, και την ενοποίηση της κοσμικής με τη θρησκευτική εκπαίδευση. Ο πατριάρχης από το Φανάρι εκπροσωπούσε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς της αυτοκρατορίας (Σλάβους, Αλβανούς, Ρουμάνους και Άραβες), οι Φαναριώτες αναδείχθηκαν σε κορυφαίους παράγοντες της κρατικής εξουσίας και οι Ελληνορθόδοξοι συνέθεταν μια ιδιότυπη αστική τάξη με κυρίαρχο ρόλο ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδρύονται πολλά εκπαιδευτήρια σε όλη την αυτοκρατορία και ως πρότυπα λειτουργούν το Φροντιστήριον της Τραπεζούντας (17ος αιώνας) και η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (18ος αιώνας). Το κίνημα του Διαφωτισμού, η Γαλλική Επανάσταση και ο νεοελληνικός Διαφωτισμός προετοίμασαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ σηματοδότησε την ανακάλυψη ενός εσωτερικού εχθρού εκ μέρους των Οθωμανών, οι νέοι Φαναριώτες δραστηριοποιήθηκαν στο πλαίσιο των κοινοτήτων και αποστασιοποιήθηκαν από το Πατριαρχείο, του άσκησαν κριτική και επιδίωξαν την εκκοσμίκευση του ελληνικού millet, ενώ οι επικεφαλής των κοινοτήτων ενίσχυσαν την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Ιδρύεται στη Χάλκη η Ελληνική Εμπορική Σχολή (1831) και επί πατριαρχίας Γερμανού Δ’ η Θεολογική Σχολή Χάλκης (ΘΣΧ) (1844).

Ζάππειο

Με τις διατάξεις του Χάττι-Χουμαγιούν (1856) ανανεώθηκαν τα παλαιότερα προνόμια των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων και προβλέφθηκε η συγκρότηση επιτροπών από κληρικούς και λαϊκούς για την άσκηση της κοσμικής διοίκησής τους. Βάσει αυτού συγκροτήθηκε το Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο των Ρωμιών (ΔΕΜΣΡ) και συνέταξε τους Γενικούς Κανονισμούς, οι οποίοι ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη και προκάλεσαν την παραίτηση του πατριάρχη Κυρίλλου Ζ’ και την εκλογή του Ιωακείμ Β’, το 1860. Μετά τις αναγκαίες αλλαγές, η Υψηλή Πύλη ενέκρινε τους Γενικούς Κανονισμούς (1861), που καθόρισαν το πλαίσιο δράσης των ελληνορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως το 1922. Κορυφαία καινοτομία αποτέλεσε η δημιουργία του προαναφερθέντος συμβουλίου ΔΕΜΣΡ από τέσσερις μητροπολίτες και οκτώ εκλεγμένους λαϊκούς. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ήταν και η επίβλεψη των σχολείων και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Οι ενέργειες αυτές υπονόμευσαν σταδιακά το κύρος του Πατριαρχείου, ιδιαίτερα μετά την όξυνση του βαλκανικού εθνικισμού (Ελλάδα, 1850 – Ρουμανία, 1865 – Βουλγαρία, 1870 κ.λπ.).

Αξιοποιώντας τις νέες πολιτικές συνθήκες, η ομογένεια επένδυσε παντοιοτρόπως στην παιδεία και σταδιακά καθεμιά από τις 42 κοινότητές της απέκτησε δικό της δημοτικό σχολείο. Σημαντικό γεγονός αποτέλεσε η ίδρυση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (ΕΦΣΚ) το 1861 για τη στήριξη της ελληνικής εκπαίδευσης. Το 1870 στην Πόλη υπήρχαν 105 σχολεία με 15.000 μαθητές. Έλληνες λόγιοι και διανοούμενοι ίδρυσαν λογοτεχνικούς και επιστημονικούς συλλόγους, αλλά ο εξελληνισμός όλων των χριστιανών ορθοδόξων προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ρουμάνων-Βλάχων (1865) και των Βουλγάρων (1870). Η Σχολή Απόρων Κορασίδων στο Πέραν μετονομάστηκε το 1864 σε Κεντρικό Σχολείο Θηλέων, ενώ πρωτοποριακή ήταν η σύσταση σύγχρονων παρθεναγωγείων, όπως του Παρθεναγωγείου της Παλλάδας (1874) και του Ζαππείου Παρθεναγωγείου (1875), με στόχο τη δημιουργία ομογενών δασκάλων. Η έντονη δραστηριότητα υποχώρησε μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), όταν οξύνθηκε η αντιπαλότητα ανάμεσα στους παραπάνω συλλόγους και το Πατριαρχείο, που διεκδίκησε καθοριστικότερο ρόλο στα εκπαιδευτικά ομογε­νεια­κά ζητήματα προκαλώντας την παρέμβαση της Υψηλής Πύλης, με αποτέλεσμα την παραίτηση του πατριάρχη Ιωακείμ (1878-1884). Στα χρόνια όμως της πατριαρχίας του σημειώθηκε σημαντική ανάπτυξη στα ελληνικά γράμματα: ιδρύθηκε η Εν Κωνσταντινουπόλει Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότης και η Κεντρική Ιερατική Σχολή στη Χάλκη (1879), το 1882 ολοκληρώθηκε το μεγαλοπρεπές κτίριο της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής και το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, το 1883 ιδρύθηκε το αρρεναγωγείο Ενοριακή Σχολή της Παναγίας του Πέραν, το 1893 το Ζωγράφειο Αρρεναγωγείο και η Εθνική Πατριαρχική Σχολή Γλωσσών, αναγνωρισμένη από το οθωμανικό και το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας. Από το 1880 η Υψηλή Πύλη, επικαλούμενη το κίνημα του πανσλαβισμού, άρχισε να υπονομεύει τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στις μειονότητες και προώθησε τον «εξοθωμανισμό» των μη μουσουλμάνων υπηκόων της, επιβάλλοντας, για παράδειγμα, λογοκρισία, την απαγόρευση της έκδοσης του περιοδικού του ΕΦΣΚ και αργότερα την ειδική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ συναίνεσε σ’ αυτά χωρίς να ενημερώσει την Ιερά Σύνοδο και το ΔΕΜΣΡ, τα μέτρα κρίθηκαν καταστροφικά για την ανεξαρτησία της ελληνικής παιδείας, ενώ το 1895 επιβλήθηκε ως υποχρεωτική η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία.

Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα των Νεότουρκων (1908), μετά τον παροδικό ενθουσιασμό που προκάλεσε σε μουσουλμάνους και χριστιανούς λόγω και της ενδυνάμωσης των ποικίλων χριστιανικών εθνικισμών, ακύρωσε την ιδεολογία της οθωμανικής ταυτότητας και ο οθωμανισμός μετατράπηκε σε ισλαμισμό, προστάδιο της τουρκικής εθνικής συνείδησης που εκδηλώθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Λύκειο και Δημοτικό Σχολείο Ίμβρου.

Εκτουρκισμός της ομογε­νεια­κής παιδείας (1923-1945)

Μετά τον Μικρασιατικό Πόλεμο (1919-1922), η συμφωνία ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών που επακολούθησε (30 Ιαν. 1923) στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης (24 Ιουλ. 1923) εξαίρεσε ως établis (εγκατεστημένους) περί τους 120.000 Κωνσταντινουπολίτες και ανάλογο αριθμό μουσουλμάνων στην ελληνική Θράκη. Ο τουρκικός εθνικισμός, που είχε διαμορφωθεί ήδη μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1913), βρισκόταν στην κορύφωσή του. Η προσπάθεια της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάνη να εκδιώξει από τη Μικρά Ασία καθετί ελληνικό (και το Πατριαρχείο) είχε εν μέρει αποτύχει, αλλά από την επομένη της συνθήκης η κυβέρνηση εφάρμοσε μια προσεκτικά σχεδιασμένη πολιτική πλήρους εκτουρκισμού της ελληνικής ομογένειας, παίρνοντας μέτρα ενάντια στα ακμάζοντα ομογε­νεια­κά κοινοτικά ιδρύματα και εκπαιδευτήρια κατά παραβίαση των σχετικών άρθρων (37-45 και ιδίως των 40 και 41) της συνθήκης.

  1. Κλείσιμο πολλών ιδρυμάτων: Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το κλείσιμο του ιστορικού Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως το 1925 και η μεταφορά της σημαντικής βιβλιο­θή­κης του και των χειρογράφων της στην Άγκυρα,3 ενώ το μέγαρο στο οποίο στεγαζόταν χρησιμοποιήθηκε ως Λέσχη του Λαϊκού Κόμματος.
  2. Παύση των έμπειρων δασκάλων: Η Άγκυρα διεξήγαγε έρευνα για να διαπιστώσει τις πολιτικές συμπάθειες και ενέργειες των ελλήνων δασκάλων της Κωνσταντι­νού­πο­λης το 1923-1924, καταλήγοντας στην παύση 156 έμπειρων διδασκάλων (104 ομογενών και 52 ελλήνων υπηκόων), οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως «ακατάλληλοι να διδάξουν στα σχολεία της Τουρκικής Δημοκρατίας».4 Από την άλλη πλευρά, αυξήθηκαν οι διορισμοί τούρκων δασκάλων από το τουρκικό Υπουργείο Παιδείας (230 Έλληνες, 190 Τούρκοι), οι υψηλοί μισθοί των οποίων εξάντλησαν οικονομικά τα ρωμαίικα σχολεία. Κάθε καθυστέρηση στην καταβολή της μισθοδοσίας τους εγκυμονούσε κινδύνους κλεισίματος του σχολείου ή παύσης των εφοροεπιτροπών.
  3. Αύξηση των ωρών διδασκαλίας των τουρκικών μαθημάτων: Εκ­διώ­χθη­καν διευθυντές και δάσκαλοι που δεν γνώριζαν «επαρκώς» την τουρκική γλώσσα. Η χρήση της επιβλήθηκε στην τουρκική ιστορία, στη γεωγραφία, στη γυμναστική, στην πατριδογνωσία και στα μαθηματικά, σε όλα τα έντυπα και τα οικονομικά βιβλία, ενώ επιβαλλόταν επίσης η τουρκική μουσική και τα εθνικά εμβατήρια της χώρας. Τα τουρκικά μαθήματα έγιναν κύρια και οι μαθητές υποχρεούνταν να τα περάσουν για να προβιβαστούν· κατά συνέπεια παρατηρήθηκαν φαινόμενα χρηματισμού για την εξασφάλιση προβιβάσιμου βαθμού. Η ελληνική διδασκόταν «σχεδόν ως ξένη γλώσσα», απαγορεύτηκε η ελληνική ιστορία, η γεωγραφία και τα θρησκευτικά, ενώ οι καθηγητές έδιναν εξετάσεις τουρκομάθειας για να λάβουν άδεια διδασκαλίας. Έγιναν αυστηροί έλεγχοι στα περιεχόμενα των βιβλίων, ενώ λήφθηκαν μέτρα για να προστατευτούν από ξένες επιδράσεις οι τούρκοι μαθητές των ξένων σχολείων.
  4. Καθιέρωση του θεσμού του ιδρυτή: Για πρώτη φορά, με την υπ’ αρ. 5446/263 της 26ης Σεπτ. 1926 εγκύκλιο της Διεύθυνσης Παιδείας της Τουρκίας, η εφορεία κάθε σχολείου υποδείκνυε ένα πρόσωπο που ήταν αναγκαίο να εγκρίνουν και οι τουρκικές αρχές, στο όνομα του οποίου μετέγραφαν τα σχολεία με τις περιουσίες τους εκδίδοντας νέες άδειες λειτουργίας. Με τον τρόπο αυτόν πέτυχαν την οριστική διακοπή της άμεσης σχέσης ανάμεσα στα ομογε­νεια­κά σχολεία και τα εφορειακά κοινοτικά συμβούλια, που υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, την αποξένωση από τις ελληνικές κοινοτικές αρχές και την υπαγωγή τους στο τουρκικό Υπουργείο Παιδείας. Η εγκύκλιος μετέτρεψε τα σχολεία της ελληνικής μειονότητας από «σχολεία κοινοτικά» σε «σχολεία ιδιωτικά».
  5. Επιβολή του «φόρου παιδείας» από το 1927:6 Παρά το βάρος της μισθοδοσίας των τούρκων δασκάλων και των λειτουργικών εξόδων, στα ομογε­νεια­κά σχολεία επιβλήθηκε ο ειδικός «φόρος παιδείας» και η είσπραξη φόρου εισοδήματος, σαν να επρόκειτο για εμπορικές επιχειρήσεις. Παραβιαζόταν έτσι το άρθρο 41 της Συνθήκης της Λωζάνης, που προέβλεπε υποχρεωτική υλική στήριξη των μειονοτικών σχολείων. Ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ενισχύσει τη χρηματοδότηση των σχολείων της Πόλης.
  6. Κλείσιμο σχολείων: Η κυβέρνηση προχώρησε και στο κλείσιμο σχολείων, επειδή δεν αφαίρεσαν εγκαίρως θρησκευτικά ή άλλα εθνικά σύμβολα. Αυτό συνέβη με το Ζάππειο Παρθεναγωγείο το 1925-1926, επειδή στις αίθουσές του υπήρχαν αγάλματα της ελληνικής μυθολογίας. Όμως, σοβαρότερες συνέπειες είχε μακροπρόθεσμα το κλείσιμο των εμπορικών και άλλων τεχνικών σχολών της μειονότητας. Έτσι, το κλείσιμο της Πατριαρχικής Εμπορικής Σχολής, της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής της Χάλκης και της Ιδιωτικής Σχολής Γλωσσών Αποστολίδη, που πρόσφεραν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στις ξένες γλώσσες και στο εμπόριο, είχε ως στόχο «να στερήσει τα Ελληνόπουλα από μια πολύ καλή παιδεία». Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να δεχτεί τους μαθητές της Εθνικής Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου στις εμπορικές σχολές της Ελλάδας για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, αποφεύγοντας τη στρατολόγησή τους στην Τουρκία.
  7. Μείωση του αριθμού των μαθητών: Φυσικό επακόλουθο όλων αυτών ήταν να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών στα ομογε­νεια­κά σχολεία.
     α) Το σχολικό έτος 1920/1921 στα 166 ελληνικά σχολεία υπήρχαν 24.296 μαθητές, το 1923-1924 είχαν μειωθεί σε 15.766.
     β) Το 1925/1926 λειτουργούσαν στην Πόλη 64 ελληνικά σχολεία με 9.316 μαθητές και μαθήτριες, 60 καθηγητές, 122 δασκάλους και 163 δασκάλες, 93 τούρκους δασκάλους και 69 τουρκάλες δασκάλες.
     γ) Το 1928/1929 στην Κωνσταντι­νού­πο­λη υπήρχαν μόνο 5.923 έλληνες μαθητές, ενώ το 1928 ο αριθμός των μαθητών όλων των μειονοτικών σχολείων μειώθηκε σε 17.329.

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον που δημιουργείται από τις πιέσεις του τύπου, τις δηλώσεις εκπροσώπων τουρκικών συλλόγων και φοιτητών, και την επιβολή στους Εβραίους να καταργήσουν τη γαλλική γλώσσα ως γλώσσα διδασκαλίας και να υιοθετήσουν την τουρκική. Η αφομοίωση των «αλλότριων πολιτισμών» ήταν βασικός στόχος της πολιτικής του Ισμέτ Ινονού και οι συστηματικές πιέσεις προκάλεσαν την παρακμή όλων των μειονοτικών καθιδρυμάτων, προφανώς και των ρωμαίικων. Το 1924, με την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος, αναγνωρίστηκε η ισοπολιτεία μεταξύ των κατοίκων, αλλά μειώθηκαν οι μειονοτικοί δημόσιοι υπάλληλοι. Την αποδοχή της τουρκικής γλώσσας ζητούσε το κίνημα «Vatandaş Türkçe Konuş» (Πολίτη, μίλα τουρκικά), πιέζοντας τις μειονότητες να την υιοθετήσουν.

Ο Ισμέτ Ινονού, ο Τζελάλ Μπαγιάρ και ο Σουκρού Σαράτζογλου ακολούθησαν πολιτική κλιμακούμενου εθνικισμού, που κορυφώθηκε με το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους». Με το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930 ο Βενιζέλος επιδίωξε να προστατεύσει την ελληνική μειονότητα, αλλά όλα τα σχολεία στην Ίμβρο και την Τένεδο, κλειστά από το 1923, είχαν γίνει τουρκικά. Παράλληλα, ο νόμος 2007/1932 περί άσκησης επαγγελμάτων, καθώς στρεφόταν κυρίως κατά των Ρωμιών και των Ελλήνων, οδήγησε εκτός Τουρκίας γύρω στους 10.000 Έλληνες. Τότε απαγορεύτηκε και στους μειονοτικούς μαθητές να χρησιμοποιούν την ελληνική στα διαλείμματα, ενώ επιβάλλονταν πρόστιμα σε πολίτες που τη χρησιμοποιούσαν σε δημόσιους χώρους. Το 1935, με νόμο, η διοίκηση των μειονοτικών καθιδρυμάτων ανατέθηκε σε πρόσωπο διορισμένο από το κράτος, τον tek mütevelli, τον μοναδικό διαχειριστή, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές αφού επέτρεψε στους κύκλους του παπα-Ευθύμ να αναλάβουν τη διοίκηση ακόμη και του νοσοκομείου Βαλουκλί. Από το 1949 η διοίκηση περιήλθε και πάλι σε εκπροσώπους εκλεγμένους από την κοινότητα. Το 1936 είχαν ολοκληρωθεί οι διατάξεις σχετικά με τα μειονοτικά σχολεία: ειδική επιτροπή του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας έλεγχε το επίπεδο τουρκομάθειας των εκπαιδευτικών και των διευθυντών· τα μαθήματα γυμναστικής και μουσικής θα γίνονταν στα τουρκικά· διορίστηκε υπερβολικά μεγάλος αριθμός τούρκων δασκάλων και το κόστος άγγιζε σχεδόν το μισό των δαπανών της λειτουργίας ενός σχολείου· οι φόροι αυξήθηκαν. Το 1936-1937 επιβάλλεται τούρκος υποδιευθυντής στα σχολεία, τίτλος που καταργείται το 1950 και επανέρχεται το 1962.

Το 1941 η Τουρκία, αν και ακολούθησε πολιτική ουδετερότητας κατά τον πόλεμο, υπέγραψε Συμφωνία Φιλίας και Εμπορίου με τη ναζιστική Γερμανία. Την ίδια εποχή επιστράτευσε όλους τους μη μουσουλμάνους από 18 ως 45 ετών και συγκρότησε, όπως κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα τάγματα εργασίας (amele taburu) για την κατασκευή του οδικού δικτύου της Μικράς Ασίας, με συνέπεια πολλοί να χάσουν τη ζωή τους και άλλοι να οδηγηθούν στην οικονομική καταστροφή. Τον Νοέμβριο του 1942 ψηφίστηκε ο νόμος έκτακτης εισφοράς, γνωστός ως varlık vergisi (κεφαλικός φόρος), που στρεφόταν κατά των μειονοτήτων, ιδιαίτερα κατά των Ρωμιών, με πρόσχημα τα ελλείμματα και τον πληθωρισμό αλλά με αληθινό στόχο την ισχυροποίηση των μουσουλμάνων Τούρκων στην οικονομία γενικότερα. Το αρχικό ποσό των 400.000 λιρών μειώθηκε στις 190.000, ωστόσο πολλοί Ρωμιοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη. Στις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η Αγγλία συμβούλεψε κυρίως να προστατευθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Περίπου 4.000-5.000 άνθρωποι στάλθηκαν στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην ανατολική Τουρκία και 21 πέθαναν. Η Τουρκία κατάργησε τον νόμο τον Μάρτιο του 1944, όταν η ήττα των Γερμανών ήταν πασιφανής. Από τα 315 εκατομμύρια λίρες του συνολικού ποσού, τα 280 είχαν εισπραχθεί από τις μειονότητες. Το 1940 στην Πόλη υπήρχαν 90.000 Ρωμιοί και 17.000 Έλληνες, στην Ίμβρο και στην Τένεδο 7.500 Ρωμιοί. Τούρκοι επίσημοι με κάθε τρόπο δήλωναν ότι στην Τουρκία δεν υπήρχε τόπος για τους μη Τούρκους: ή θα γίνονταν Τούρκοι ή έπρεπε να φύγουν.

Η αναθέρμανση των σχέσεων (1945-1954)

Το μεταπολεμικό κλίμα επέβαλε επαναπροσδιορισμό στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, εξαιτίας του ηγετικού ρόλου που διεκδικούσε μέσω του Πατριαρχείου Μόσχας η Σοβιετική Ένωση, αυξάνοντας τον «από βορρά κίνδυνο». Η επιλογή της προσέγγισης με την Ελλάδα εκφράστηκε και με τη θετική στάση της στην εκλογή του εξ Αμερικής Αθηναγόρα, παρά τα περί του αντιθέτου οριζόμενα από τις σχετικές διατάξεις. Με την άφιξή του στην Πόλη, τον Ιανουάριο του 1949, ο νέος πατριάρχης αντικατέστησε όλα τα διορισμένα όργανα με εκπροσώπους των κοινοτήτων και ανέκτησε τη Θεολογική Σχολή και το Νοσοκομείο Βαλουκλί, όχι όμως και την Εμπορική Σχολή Χάλκης.

Το 1944 αυξήθηκαν οι ώρες των τουρκικών μαθημάτων και οι μαθητές που υστερούσαν σε δύο μαθήματα έμεναν στην ίδια τάξη, γι’ αυτό και μόνο το 17% των ελλήνων μαθητών της Πόλης φοιτούσε σε μειονοτικά σχολεία. Ο αριθμός των μαθητών έφτασε στο ναδίρ: 3.712, και απ’ αυτούς μόνο 572 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα μέσα της δεκαετίας ο αριθμός αυξήθηκε σε 5.030, ενώ σε Ίμβρο και Τένεδο τα σχολεία καταλήφθηκαν από τις τουρκικές αρχές.

Παρά τις δηλώσεις των επισήμων (Πεκέρ-Τσαλδάρης) για βελτίωση των διμερών σχέσεων (1946), η αμοιβαία ελληνοτουρκική καχυποψία, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους έδιωχναν πολλούς Ρωμιούς από την Πόλη. Το 1947 οι Ρωμιοί της Πόλης ήταν 80.000. Μεταξύ 1949-1950 επανήλθε η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, θέτοντας τέλος στην κεμαλική παράδοση, καταργήθηκε ο φόρος mukataa επί των μειο­νο­τι­κών ιδρυμάτων, ενώ εκλεγμένα συμβούλια λαϊκών διαχειρίζονταν την κοινοτική περιουσία. Χορηγήθηκε, επίσης, άδεια στον πατριάρχη να εγγράψει ξένους μαθητές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (ΘΣΧ).

Η κυβέρνηση Μεντερές (1950) συνέχισε την ίδια πολιτική σχετικά με τα στερεότυπα της εθνικής ιδεολογίας, χρησιμοποίησε τα θρησκευτικά ως όπλο κατά του κομμουνισμού, οι ρεπουμπλικάνοι επαναλειτούργησαν τα ιεροδιδασκαλεία και οι δημοκρατικοί τα αύξησαν αριθμητικά. Το 1951 οι μαθητές έφτασαν τους 5.321, ενώ υπήρχαν 36 δημοτικά σχολεία, 1 ημιγυμνάσιο και 4 λύκεια. Οι κατευθύνσεις ήταν τρεις: κλασικές σπουδές, θετικές επιστήμες και εμπόριο. Μόνο σε 2 από τα 5 ρωμαίικα γυμνάσια υπήρχε τούρκος υποδιευθυντής και για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά οι τούρκοι καθηγητές πληρώθηκαν από την κυβέρνηση. Βέβαια, η κρατική χρηματοδότηση ήταν πενιχρή και η οικονομική κατάσταση των σχολείων τραγική. Η μεροληπτική κατανομή των κονδυλίων, εξαιτίας και της παρέμβασης του Αθηναγόρα, προκαλούσε αντιπαραθέσεις μεταξύ των διευθυντών. Επανακυκλοφόρησε η Ορθοδοξία και η ΘΣΧ δέχτηκε τους πρώτους μαθητές από την Ελλάδα και άλλες χώρες: 70 μαθητές (47 με ξένη υπηκοότητα) και 25 καθηγητές (5 Τούρκοι). Ο Αθηναγόρας ανάρτησε την τουρκική σημαία τις Κυριακές και, για πρώτη φορά από το 1923, ένας πατριάρχης επισκέφτηκε τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία. Το κλίμα είχε βελτιωθεί αισθητά. 

Τα πράγματα βελτιώθηκαν περισσότερο μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Μορφωτικού Πρωτοκόλλου (20 Απριλίου 1951), βάσει του οποίου επιτρεπόταν σε συγκεκριμένο αριθμό καθηγητών από την Ελλάδα να διδάσκουν στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία και σε αντίστοιχο αριθμό Τούρκων να διδάσκουν στα σχολεία της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας. Από το 1954 κάθε κυβέρνηση προμήθευε τη μειονότητά της με τα αναγκαία σχολικά βιβλία, κατόπιν έγκρισης από την άλλη πλευρά. Ακόμη, συμφώνησαν να ενισχύσουν οικονομικά τα μειονοτικά σχολεία, συγκροτήθηκε μια Μεικτή Επιτροπή για την αξιολόγηση των σχολικών βιβλίων των δύο χωρών, επισκευάστηκαν πολλά παλιά σχολικά κτίρια και ιδρύθηκαν κυριακάτικα σχολεία με πρωτοβουλία του πατριάρχη Αθηναγόρα. Η ομογε­νεια­κή εκπαίδευση είχε αναγεννηθεί.

Με την ψήφιση του νόμου 571/1951 αντικαταστάθηκε ο νόμος 1151/1927 και η εκπαιδευτική ζωή στην Ίμβρο και την Τένεδο επανήλθε στους κανονικούς ρυθμούς της. Το 1951-1952 τα ελληνικά μαθήματα επανήλθαν στα σχολικά προγράμματα, έλληνες καθηγητές μπορούσαν να διδάξουν στα σχολεία της κοινότητας, ιδρύθηκε ημιγυμνάσιο στην Παναγιά Ίμβρου και δημοτικό στην Τένεδο. Ο δυναμικός μητροπολίτης Μελίτων ίδρυσε το 1954 ακόμη ένα δημοτικό σχολείο στο Κάστρο της Ίμβρου, ενώ ακολούθησαν πολιτιστικές εταιρείες και φιλολογικοί σύνδεσμοι, που βελτίωναν το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε υποτροφίες στους μαθητές των νησιών αυτών.

Τον Φεβρουάριο του 1952 Ελλάδα και Τουρκία έγιναν επίσημα μέλη του ΝΑΤΟ και πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις των δύο πρωθυπουργών στις δύο πρωτεύουσες. Τον Μάιο ο πατριάρχης Αθηναγόρας έγινε δεκτός στην Άγκυρα από τον πρόεδρο Μπαγιάρ και τον Μεντερές, ενώ ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε το Πατριαρχείο για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς το βασιλικό ζεύγος Παύλος και Φρειδερίκη επισκέφτηκε την Άγκυρα και τον Νοέμβριο, λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη του Αλέξανδρου Παπάγου (Νοέμβριος 1952), ο Μπαγιάρ επισκέφτηκε την Αθήνα.21 Στην Τουρκία είχαν απομείνει 75.000 Έλληνες.

Η περίοδος της κρίσης: Σεπτεμβριανά (1955), απελάσεις (1964), Κυπριακό (1974)

Από το 1954, και με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο, η ελληνική μειονότητα και ο πατριάρχης άρχισαν να δέχονται παντοειδείς επιθέσεις επειδή κρατούσαν ουδέτερη στάση στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Αποκορύφωμα του κλίματος αυτού ήταν τα οργανωμένα έκτροπα της κυβέρνησης Μεντερές στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955. Η κοινότητα αριθμούσε τότε 80.000 άτομα (25.000 έλληνες υπηκόους). Οι υλικές ζημιές ήταν ανυπολόγιστες, το ίδιο και οι ηθικές. Τρία από τα πέντε μειονοτικά γυμνάσια υπέστησαν σοβαρές ζημιές και 28 από τα 45 δημοτικά καταστράφηκαν μερικώς. Την έντονη διαμαρτυρία του πρωθυπουργού Παπάγου άμβλυνε η παρέμβαση αμερικανών παραγόντων, που συνέστησαν προσήλωση στο «πνεύμα στενής συνεργασίας» για το καλό του ελεύθερου κόσμου. Παρά τις απίστευτες βαρβαρότητες που εκδηλώθηκαν από τον όχλο, οι πιέσεις κατά της ρωμαίικης μειονότητας συνεχίστηκαν. Το 1962 απαγόρευσαν στον πατριάρχη να αναμειγνύεται στις κοινοτικές υποθέσεις, παρόλο που ο ίδιος εξέφραζε αδιαλείπτως την αγάπη του για το τουρκικό έθνος. Η τρομοκρατία της εποχής του «Πολίτη, μίλα τουρκικά», τα περί προσβολής του τουρκισμού και οι απειλές του παπα-­Ευθύμ επανήλθαν. Το 1957 με τον νόμο 9532 απαγορεύτηκε η εισαγωγή όλων των ελληνικών εφημερίδων και των περιοδικών και σημειώθηκαν μεγάλες καθυστερήσεις στη διανομή των βιβλίων στα σχολεία.

Την περίοδο 1960-1980 η πολιτική και οικονομική ζωή της Τουρκίας σημαδεύτηκε από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων και από τον ρόλο παραστρατιωτικών ομάδων που επηρέασαν καθοριστικά και τη ζωή της ρωμαίικης ομογένειας.

Ο Μεντερές ανατράπηκε το 1960 με στρατιωτικό πραξικόπημα και τον Σεπτέμβριο του 1961 καταδικάστηκε σε θάνατο, βάσει του νόμου 517 του Ποινικού Κώδικα, για καταστροφή ξένης περιουσίας. Τα επόμενα χρόνια περίπου 10.000 Έλληνες εγκατέλειψαν την Πόλη, ενώ αντιθέτως το 1961 αυξήθηκαν σε 1.932 οι μαθητές στα πέντε μειονοτικά γυμνάσια. Την ίδια χρονιά, βάσει του νόμου 222/1961, όλα τα σχολεία της ομογένειας περιήλθαν στην ιδιωτική εκπαίδευση του Υπουργείου Παιδείας, χάνοντας με αυτόν τον τρόπο την προστασία της Συνθήκης της Λωζάνης. Από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης απομακρύνθηκαν 14 έλληνες μαθητές και απαιτήθηκε να προέρχεται από την Τουρκία το 50% των μαθητών της, αν και ήταν γνωστό ότι το 90% προερχόταν από το εξωτερικό. Από τους 56.944 Ρωμιούς του 1960 είχαν απομείνει 38.667 το 1965.

Παρά τις φιλοτουρκικές δηλώσεις του πατριάρχη Αθηναγόρα, υπό την πρωθυπουργία του Ισμέτ Ινονού το 1964 και εξαιτίας του Κυπριακού οι τουρκικές αρχές διέκοψαν τη λειτουργία του εκδοτικού οίκου του Πατριαρχείου, απαγόρευσαν τη διανομή του παιδικού περιο­δι­κού Η Συντροφιά μου και όλων των ελληνικών βιβλίων στα σχολεία και ζήτησαν την κατεδάφιση ενός τμήματος των κτιριακών εγκαταστάσεών του για διαπλάτυνση της οδού, προκαλώντας την ελληνική κοινότητα αλλά κερδίζοντας συμπάθεια στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας. Επίσης, διορίστηκαν και πάλι τούρκοι υποδιευθυντές στα μειονοτικά σχολεία, απολύθηκαν 3 διευθυντές και 11 καθηγητές ως ανεπιθύμητοι –οι κενές θέσεις θα καλύπτονταν από τούρκους εκπαιδευτικούς, καθώς οι έλληνες υστερούσαν στην τουρκομάθεια–, ενώ απαγορεύτηκε στους μαθητές η χρήση της ελληνικής γλώσσας στα διαλείμματα. Οι επιθεωρητές, που αναζητούσαν ενοχοποιητικά στοιχεία, έκλεισαν το ορφανοτροφείο με 160 παιδιά, απαγόρευσαν την είσοδο των ιερέων στα σχολεία, κατάργησαν την πρωινή προσευχή και έκλεισαν και τα οκτώ σχολεία σε Ίμβρο και Τένεδο.

Τον Μάρτιο του 1964 η Τουρκία κατάργησε μονομερώς τη Συμφωνία του 1930, που είχε υπογράψει με τον Βενιζέλο ο ίδιος ο Ινονού, και προχώρησε εσπευσμένα στην απέλαση 12.000 Ελλήνων υπηκόων ως επικίνδυνων για την ασφάλεια της χώρας, αν και δραστηριοποιούνταν νόμιμα στην Πόλη βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης και της παραπάνω συμφωνίας. Μεταξύ των πρώτων απελαθέντων ήταν και εκπαιδευτικοί. Οι περιουσίες τους δημεύτηκαν από την τουρκική Κεντρική Τράπεζα. Επιπλέον, την Πόλη εγκατέλειψαν και περίπου 30.000 τούρκοι υπήκοοι ελληνικής καταγωγής. Οι διαμαρτυρίες της Ελλάδας δεν έβρισκαν ευμενή ανταπόκριση, καθώς εντάσσονταν στον πολιτικό ανταγωνισμό σχετικά με την Κύπρο. Στο μεταξύ, σε Ίμβρο και Τένεδο καταργήθηκε και πάλι η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, βάσει του νόμου περί αυτοδιοίκησης 1151/1927, και απολύθηκαν όλοι οι έλληνες καθηγητές και το προσωπικό.

Το 1964 απαγορεύτηκαν επίσης οι θρησκευτικοί εορτασμοί στα σχολεία. Το ίδιο και η αξιοποίηση των σχολικών κτιρίων, τα οποία αποφασίστηκε να κλείσουν ελλείψει μαθητών. Επρόκειτο για αντίφαση, διότι αργότερα:

  1. Απαγορεύεται το κλείσιμο σχολείων που απενεργοποιούνται λόγω έλλειψης μαθητών, παρά τη σαφήνεια του άρθρου 14 του νόμου 625 με το οποίο ορίζεται η αφαίρεση της άδειας λειτουργίας ενός σχολείου όταν αυτό επί δύο συνεχή σχολικά έτη είναι απενεργοποιημένο. Όμως, όπως προκύπτει από ενημερωτικό σημείωμα του Γραφείου Εκπαίδευσης το 2004, θεωρούνται ως εν λειτουργία επτά δημοτικά σχολεία –Αγ. Κωνσταντίνου (διακοπή λειτουργίας το 1978), Θεραπειών (1980), Νεοχωρίου (1981), Κεντρικού (1996), Φερίκιοϊ (2002), Ταταούλων (2004) και Μακροχωρίου (2004)– και τρία γυμνάσια – της Θεολογικής Σχολής Χάλκης (1981), της Ιωακειμείου (1987) και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου (1999). Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: Γιατί τα σχολεία αυτά θα πρέπει να μένουν ανοιχτά; Και γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά;
  2. Δεν επιτρέπουν τη σύμπτυξη τμημάτων ή τάξεων με μικρό αριθμό μαθητών. Οι συνέπειες αυτών των απαγορεύσεων είναι δυσμενείς για μαθητές και δασκάλους, αφού υφίσταται ο κίνδυνος αλλού να περισσεύουν δάσκαλοι και αλλού να λείπουν.
  3. Δεν επιτρέπουν τη μετακίνηση ομογενών ή μετακλητών από ένα σχολείο που λειτουργεί σε άλλο, προκειμένου να συμπληρωθεί το πρόγραμμα, ενώ κάθε χρόνο παρατηρείται το φαινόμενο άλλα σχολεία να διαθέτουν εκπαιδευτικούς, ακόμη και ειδικοτήτων όπως η μουσική και η γυμναστική, και άλλα να πάσχουν από σοβαρή έλλειψη. Συνήθως προς το τέλος του β’ εξαμήνου εγκρίνεται μια μετακίνηση για την τυπική κάλυψη του κενού και για λόγους καταχώρισης της βαθμολογίας.
  4. Με τη συνταξιοδότηση των ομογενών εκπαιδευτικών, και σε συσχετισμό με την άρνηση των αρχών να διορίσουν άλλους, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην υπάρχουν δάσκαλοι σε σχολεία, όπως συνέβη με το σχολείο στο Μακροχώρι το 2004, στην Πρίγκηπο το 2005, στον Άγιο Στέφανο και στο Μέγα Ρεύμα αργότερα.
  5. Στα ομογε­νεια­κά σχολεία επιτρέπεται η φοίτηση παιδιών μόνο τούρκων πολιτών, σύμφωνα με το άρθρο 25 του νόμου 625. Με το άρθρο 28, όμως, στα ιδιωτικά σχολεία επιτρέπεται η φοίτηση ξένων μαθητών σε ποσοστό 20% επί του συνολικού αριθμού των μαθητών τουρκικής υπηκοότητας. Σημαίνει αυτό, άραγε, ότι τα ομογε­νεια­κά σχολεία δεν είναι ιδιωτικά; Τα δε παιδιά των προξενικών υπαλλήλων τα δέχονται βάσει της συμφωνίας της αμοιβαιότητας.
  6. Στους εκπαιδευτικούς των οποίων τα σχολεία ή έκλεισαν ή είναι απενεργοποιημένα δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα συνέχισης του διδακτικού έργου τους σε άλλα μειονοτικά-κοινοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, με ποικίλες προφάσεις, όπως ότι δεν είναι απόφοιτοι ανώτερων διδασκαλικών σχολών τεταρτοετούς φοίτησης. Σημειώνεται ότι οι εκπαιδευτικοί αυτοί –όλοι κάποιας ηλικίας– αποφοίτησαν από τις διδασκαλικές τους σχολές πριν αυτές γίνουν πανεπιστημιακές. Κατά τον τρόπο αυτόν, τόσο το κεκτημένο δικαίωμα όσο και η πολυετής πείρα τους αχρηστεύονται. Έτσι, το 2004 βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νεότερα προβλήματα, όπως:

6.1 Τη διά του διορισμού στελέχωση των σχολείων με διδακτικό προσωπικό, αφού οι αρχές ακολουθούν αρνητική τακτική και απορρίπτονται οι αιτήσεις των ομογενών πτυχιούχων παρά την κατοχή από πλευράς τους όλων των από τον νόμο προβλεπόμενων προσόντων.

6.2 Την επίμονη επανάληψη των τουρκικών αρχών για αύξηση του αριθμού των μετακλητών εκπαιδευτικών, αφού ισχυρίζονται ότι τα μαθήματα που προτείνεται να διδάσκονται από τους υπό διορισμό ομογενείς πρέπει να διδάσκονται από μετακλητό, πράγμα που δεν αναφέρεται σε κανέναν νόμο. Η Μορφωτική Συμφωνία του 1951 αναφέρει ότι οι μετακλητοί είναι εκπαιδευτικοί που καλύπτουν ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό, και όχι ότι διδάσκουν συγκεκριμένα μαθήματα.

6.3 Την άρνηση διορισμού νέων διευθυντών στα σχολεία όπου υπάρχει κενό, όπως σε Άγ. Στέφανο, Βλάγκα, Μακροχώρι, Μ. Ρεύμα, Πρίγκηπο κ.λπ.22

Το 1967 το τουρκικό Υπουργείο Παιδείας έκλεισε έξι ελληνικά σχολεία στην Πόλη, επειδή έκρινε ότι το επίπεδο της προσφερόμενης παιδείας ήταν χαμηλό και ότι ο αριθμός των μαθητών δεν ήταν επαρκής· απολύθηκαν 39 καθηγητές, ενώ για την εγγραφή στα μειονοτικά σχολεία η ταυτότητα έπρεπε να γράφει ρωμιός ορθόδοξος (Rum Ortodoks) και όχι χριστιανός (Hıristiyan). Στην Ίμβρο, από τα 30.000 στρέμματα ιδιοκτησιών απαλλοτριώθηκαν τα 25.000, πέραν του ότι το νησί είχε μετατραπεί σε απέραντη ανοιχτή φυλακή. Ταυτόχρονα είχαν ξεκινήσει διαβουλεύσεις για τη μουσουλμανική μειονότητα της ελληνικής Θράκης, τα προβλήματα της οποίας σχετίζονταν με τη χρήση γλώσσας στα σχολεία, το εκπαιδευτικό υλικό, τα βιβλία, τις βιβλιοθήκες και τη διοίκηση των σχολείων. Όμως, σε σύγκριση με την αιμορραγούσα ρωμαίικη μειονότητα της Πόλης, στη Θράκη υπήρχε μια σφριγηλή μειονότητα που αριθμούσε 100.000 άτομα.

Τον Σεπτέμβριο του 1968 υπογράφτηκε το Πολιτιστικό Πρωτόκολλο, αλλά, εξαιτίας του Κυπριακού, καμιά από τις διατάξεις του δεν ευεργέτησε ουσιαστικά την ελληνική μειονότητα. Το 1969 απαγορεύτηκε σε σύριους χριστιανούς ορθοδόξους να φοιτήσουν στα μειονοτικά σχολεία και υποχρεώθηκαν να μετεγγραφούν σε τουρκικά. Το 1971 έκλεισε η Θεολογική Σχολή Χάλκης και το 1984 το λύκειο της ίδιας σχολής. Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για το ύστατο μεγάλο κύμα εξόδου από την Πόλη. Από τους 26.067 του 1970 έμειναν 11.345 το 1980, ενώ οι 7.417 μαθητές του 1964 ήταν μόλις 584 το 1980. Πενήντα χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία είχε πετύχει την έξοδο σχεδόν όλων των Ελλήνων από την Κωνσταντι­νού­πο­λη.

Η Ελλάδα από το 1981 και εξής έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ομογε­νεια­κή εκπαίδευση και με σειρά μέτρων ενθάρρυνε και στήριξε το έργο των ομογενειακών σχολείων. Η Τουρκία, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άσκησε και πάλι τεράστιες πιέσεις στα ομογε­νεια­κά σχολεία, οι οποίες συνέβαλαν στη γενικότερη αποδιοργάνωσή τους. Ως αποτέλεσμα, στις αρχές του 21ου αιώνα το εκπαιδευτικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται πλέον μόνο από αρνητικά φαινόμενα, που εκδηλώθηκαν στο σύνολο των εκπαιδευτικών παραγόντων: στους μαθητές, στους εκπαιδευτικούς, στα βιβλία, στους διοικητικούς φορείς και στα ανάλογα όργανα, στο περιεχόμενο της παιδείας κ.λπ.

Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα στη νοτιοανατολική Τουρκία αναδύθηκε το κουρδικό ζήτημα και οι συγκρούσεις ανάγκασαν πολλούς αραβόφωνους χριστιανούς ορθοδόξους της Αντιόχειας να μεταναστεύσουν στην Πόλη και να ενταχθούν στην ελληνική κοινότητα. Η αύξηση του αριθμού τους στα σχολεία σήμανε την ποσοστιαία μείωση των ρωμιό­που­λων και ως επακόλουθο την υποβάθμιση της παιδείας, τουλάχιστον στον τομέα της ελληνομάθειας. Σταδιακά η χρήση της ελληνικής περιορίστηκε τόσο, ώστε οι μαθητές στα διαλείμματα να επικοινωνούν μεταξύ τους στα τουρκικά όχι λόγω κάποιας απαγόρευσης, αλλά επειδή σ’ αυτή τη γλώσσα μπορούσαν να εκφραστούν καλύτερα. […]»

  • Μελετώντας το πόνημα του Σταύρου Γιωλτζόγλου όλο και μου ερχόταν στην μνήμη η φράση του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα (1886-1972), του γνωστού Βλάχου Ιεράρχη από τα Τσαραπλανά του Πωγωνίου, «ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΙΓΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΤΡΗΤΟΙ», όπως μου την είχαν αναφέρει στο Φανάρι οι ιθύνοντες ιεράρχες πριν 35-36 χρόνια που πρωτοεπισκέφθηκα την Βσιλεύουσα και την Μικρασία. Τις εντυπώσεις μου δύο πολυήμερων ταξιδιών σε διαφορετικά έτη (με τα τοπικά ΜΜΜ) δημοσίευσα σαν «Αντιοδοιπορικό στην Μικρασία» σε πολλές συνέχειες στην εφημερίδα «Πανευβοϊκόν Βήμα» στην Χαλκίδα (όπου ζούσα τότε, αρχές δεκαετίας του 1990), αλλά και στην αθηναϊκή μεγάλη εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», καθώς και σε άλλα αθηναϊκά έντυπα.

     Τούτο το πόνημα μου έφερε στον νου το άσμα «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά» του Γιώργου Ζαμπέτα, το ποίημα «Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις» του Γιάννη Ρίτσου, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, τους στίχους από το τραγούδι «Μέσ’ στου Βοσπόρου τα νερά»: «Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός / κι εγώ λαός κι εσύ λαός / εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ / όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ» από την «Μικρά Ασία» που έγραψαν ο Πυθαγόρας με τον Απόστολο Καλδάρα, μου έφεραν στον νου όσα έχω διαβάσει για την πονεμένη Ρωμιοσύνη στον Φώτη Κόντογλου και στον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη και σε πλήθος άλλους λογίους και μη… Μου έφερε στον νου «Ορθόδοξους Χριστιανούς» από την Παλαιστίνη, την Δαμασκό και την Βαγδάτη –που γνώρισα στην διάρκεια των σπουδών μου στην αλλοδαπή στην δεκαετία του 1970– οι οποίοι τότε αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ρωμαίοι» και «Ρωμιοί», και ψέλναμε μαζί ελληνιστί τις Πασχαλιές το «Χριστός Ανέστη» (το γνώριζαν άπταιστα και άριστα), και τους σπουδαίους συγγραφείς των «πλατινένιων Ελληνικών Γραμμάτων», χριστιανούς και μη, της Αντιόχειας και της ευρύτερης ζώνης της Καππαδοκίας.

     Ο συγγραφέας καταθέτει με το πόνημά του αυτό –και με βασική προϋπόθεση την ύπαρξη δημοκρατίας στην πράξη και όχι στα λόγια– σκέψεις και προτάσεις που μπορούν να αποτελέσουν «ανάσα ζωής» για την τα λοίσθια πνέουσα Πολίτικη Ρωμιοσύνη, με σύνεση, γνώση, πειθώ, πίστη σε αρχές και κανόνες αλληλοσεβασμού και άλλα εξόχως ενδιαφέροντα ως «εκπαιδευτική πολιτική», που θα μακραίνει τον βίο της ρωμιοσύνης και θα τονώσει το αίσθημα φιλίας, σχέσεων αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού των λαών και των ιστορικά πληθυσμιακά ελαχίστων σήμερα, αλλά με ογκώδες ιστορικό φορτίο τους Πολίτες Ρωμαίους, με τον Ισοκράτειο ελληνισμό αιώνες τώρα στην πλάτη τους.

     Οι αρετές του βιβλίου είναι πάμπολλες και εμφανείς ως ύλη του, μα θα σταθώ σε μία, που στον καιρό μας πάει να εξαλειφθεί, με επίκληση τάχα μου της «προστασίας των προσωπικών δεδομένων»! Γίνεται επώνυμη αναφορά σε όλους τους εκπαιδευτικούς των «Ρωμέϊκων Σχολείων της Πόλης», και στην παιδαγωγική τους δράση, γεγονός που μας κάνει να τους επαινέσουμε όλους ανεξαίρετα για τις Θερμοπύλες που φυλάνε, και όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες. Βέβαια ο καταχωρισμός των άρθρων της Συνθήκης της Λωζάννης και οι Πίνακες συν το άλλο υλικό του Παραρτήματος, διαφωτίζουν πλήρως το πεδίο πάνω στο οποίο ο συγγραφέας εκπόνησε την πολύτιμη μελέτη του. Μελέτη που θεωρώ χρήσιμο να την προμηθευτούν οι ιθύνοντες θεμάτων παιδείας στα Κόμματα, οι καρεκλοκένταυροι του Υπουργείου Παιδείας και όσοι ασκούν πολιτική για τα Ελληνικά Σχολεία στην Αλλοδαπή, αλλά και οι εκπαιδευτικοί που τιμούν αυτόν τον τίτλο σε οποιαδήποτε βαθμίδα και αν υπηρετούν.

     Αφήνω κάτι τελευταίο: Ο περισσότερος λόγος στο βιβλίο γίνεται για δύο Σχολεία: το Ζάππειο και το Ζωγράφειο. Μάλλον αγνοούν οι Πολίτες Ρωμιοί ότι οι δύο αυτοί μεγάλοι ευεργέτες δεν είναι απλά «Ηπειρώτες», αλλά είναι Αρμάνοι Βλάχοι από Ηπειρώτικα Βλαχοχώρια ή Βλάχικες οικογένειες, τουτέστιν γνωστότατοι Ελληνόβλαχοι.

     Και κάτι ακόμα: Ο υπογράφων το παρόν σημείωμα έχει εκχωρήσει τα πνευματικά δικαιώματα της έκδοσης του μυθιστορήματός του Σελάνα (S.E.L.A.N.A.) στην τουρκική γλώσσα, από εκδόσεις της Πόλης, στο Ζωγράφειο, και ήδη το εκπαιδευτήριο έχει προμηθευτεί εδώ και χρόνια συσκευή Τηλεόρασης για εκπαιδευτική χρήση, και η διεύθυνση του Ζωγραφείου τον έχει ευχαριστήσει προ πολλού εγγράφως.

     Μακάρι να ιδούμε και από άλλους ερευνητές-συγγραφείς τέτοιες μελέτες για τον απανταχού ελληνισμό, και δη για τον τρόπο με τον οποίο θα λαμβάνουν και θα μεταλαμπαδεύουν τα Ελληνικά Γράμματα, στην Ισοκράτειο αντίληψη…    

————-

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Σταύρος Χ. Γιωλτζόγλου γεννήθηκε στις Αυλές Κοζάνης το 1954. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο Σερβίων Κοζάνης, αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Τουρκικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Τμήματος Φιλοσοφίας του ΑΠΘ, εκπονώντας διατριβή με θέμα «Oι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1922-1930): Από την αντιπαλότητα στη συνδιαλλαγή» (Εκδόσεις Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη). Δίδαξε σε γυμνάσια και λύκεια των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και της Κοζάνης, καθώς και ως ειδικός συνεργάτης στις έδρες Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας των Πανεπιστημίων Άγκυρας και Ισταμπούλ. Επί δεκαετία υπήρξε σύμβουλος εκπαίδευσης στα ομογενειακά σχολεία της Κωνσταντινούπολης και της Ίμβρου (2010-2020). Αρθρογραφεί για ιστορικά και εκπαιδευτικά θέματα, ενώ έχει μεταφράσει λογοτεχνικά και επιστημονικά κείμενα από τα ελληνικά στα τουρκικά και αντιστρόφως.  Σήμερα ζει στην Θεσσαλονίκη, στον οικισμό Τρίλοφος – Επανομής.

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ