Βέροια Πολιτισμός Τοπικά

Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης / γράφει η Αθηνά Χατζηαθανασίου

Ματωμένα γόνατα

Από τότε η μαμά μου ήθελε να μου φτιάξει μία περπατόπιτα. Για να μην πέφτω τόσο συχνά. Υπάρχει άραγε αυτή η πίτα; Είναι με σπανάκι, με τυρί ή μήπως γεμιστή με συμβουλές αποφυγής πτώσεων; Γιατί οι μαμάδες έχουν πολλές τέτοιες συνταγές στους τσελεμεντέδες τους. Κι ας θέλουμε εμείς να γράψουμε δικές μας συνταγές, απ’ τα δικά μας ματωμένα γόνατα. Παιδί στη Βέροια, καθόλου δε μ’ ένοιαζε αν θα πέσω και πώς θα σηκωθώ. Αφού τα ματωμένα γόνατα πάντα έχουν μια ιστορία να διηγηθούν.

Ήταν ίσως τότε που ήθελα να αποδείξω ότι το ποδόσφαιρο  δεν είναι αγορίστικο άθλημα κι έφαγα τα μούτρα μου στο τσιμεντένιο προαύλιο του 9ου Δημοτικού Σχολείου. (ΠΡΟΣΟΧΗ: μην παρασυρθείτε να επιβεβαιώσετε αυτό το κοινωνικό στερεότυπο για τη φύση του ποδοσφαίρου επειδή εγώ ήμουν άσχετη!) Μπορεί να ήταν εκείνη η άλλη φορά που προσπαθούσα να ανέβω στο δεντρόσπιτο του Άλεξ. ‘Η μήπως να κατέβω; Κατέβηκα πάντως θεαματικά! Ελεύθερη πτώση από ενάμιση μέτρο ύψος, που η ελευθερία της φαντασίας και η ασυδοσία της αφήγησης μου επιτρέπουν να πω ότι ήταν τουλάχιστον πέντε.  Ή μήπως ήταν μία από τις πολλές ημέρες που παίζαμε στην παιδική χαρά του Καπετανίδη; Δεν είχε τότε αυτούς τους αποστειρωμένους μαύρους τάπητες, ήμασταν σκληροί εμείς. Χώμα και τσιμέντο. Ή πέφτεις ή δεν πέφτεις.

Και τα ‘βγαζα περήφανα τα ματωμένα μου γόνατα έξω απ’ τα καλοκαιρινά σορτσάκια, για να με ρωτάνε «που έπεσες πάλι;», κι έτσι να μπορώ να διηγούμαι ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες. Τότε. Με την Ξένια, τον Κώστα, τον Δημήτρη, τον Χρήστο, τον Στέργιο και τη Νάνσυ. Και την κ. Λίτσα. Η κ. Λίτσα μας, η Παπαγιαννούλη, που έφυγε πολύ νωρίς, αλλά είναι πάντα στις ιστορίες που διηγούνται τα γόνατά μου.

 ———-

Ο Χατζιδάκις, ο Ξενόπουλος, Τζαμάικα

Τα Σάββατά μου. Στέλλα Βιολάντη, Φοιτηταί, Πλούσιοι και Φτωχοί και τόσα άλλα. Κάθε Σάββατο είχαμε ραντεβού στη Βιβλιοθήκη της Βέροιας. Η Αλεξία θα διάλεγε ένα βιβλίο κι εγώ ένα άλλο. Να τα διαβάσουμε μέσα στην εβδομάδα και να διηγηθούμε η μία στην άλλη τις ιστορίες.

Εκείνο το Σάββατο η Αλεξία δεν είχε έρθει. Περπατούσα μόνη μου από τη δανειστική βιβλιοθήκη προς το Ωδείο «Φίλιππος». Συλλογιζόμουν την παραβολή με τα δυο αδέρφια, από το βιβλίο «Τυχεροί και Άτυχοι», που μόλις είχα επιστρέψει. Ο ένας αδερφός ήταν πολύ πλούσιος και ο άλλος πολύ φτωχός. Κάποια στιγμή οι φίλοι του πλούσιου τον αποπήραν, γιατί δε φρόντιζε τον αδερφό του, κι εκείνος τους απάντησε ότι δοκίμασε πολλές φορές να τον βοηθήσει, αλλά εκείνος ήταν τόσο άτυχος που όλες οι απόπειρές του να ορθοποδήσει έπεφταν στο κενό. Για να τους το αποδείξει, πήγανε όλοι μαζί στη γέφυρα απ’ όπου περνούσε καθημερινά ο αδερφός του, γυρνώντας απ’ τη δουλειά του. Ο πλούσιος αδερφός άφησε ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα στη μέση του δρόμου και κρύφτηκε μαζί με τους φίλους του για να δούνε τι θα συμβεί. Όπως κάθε μέρα, ο αδερφός του έφτασε στη γέφυρα. Πριν τη διασχίσει, όμως, αποφάσισε να κλείσει τα μάτια του, για να διαπιστώσει πόσο καλά γνωρίζει το δρόμο. Έτσι, προσπέρασε το πουγκί με τα χρυσά νομίσματα χωρίς να το δει. «Μα πόσο άτυχος!» είπαν οι φίλοι του πλούσιου αδερφού. Διέσχιζα κι εγώ, λοιπόν, την Αγγέλων, κοιτώντας επίμονα κάτω στο δρόμο, μη τυχόν και χάσω κανένα πουγκί με χρυσά νομίσματα. Έφτασα στο Ωδείο, πήρα τη θέση μου ανάμεσα στις Σοπράνο, όπως κάθε Σάββατο, και αρχίσαμε να κάνουμε πρόβα «Τ’ αστέρι του βορρά», με τον μαέστρο μας, τον Κώστα τον Μπραβάκη. Δε συζητούσαμε συχνά. Θυμάμαι τα κάλαντα όλου του κόσμου που μας έμαθε. Θυμάμαι αγάπη γι’ αυτό που κάνει. Θυμάμαι μεράκι. Θυμάμαι σεβασμό. Και θυμάμαι εμένα να ανακαλύπτω τι είναι σημαντικό. Θυμάμαι εμένα να βρίσκω εκεί μέσα ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα. Ακόμη το κουβαλάω και πάντα θα το κουβαλάω, Κώστα! Κι ακόμη σιγοτραγουδώ τα κάλαντα της Τζαμάικα…

————–

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

Το εκκλησάκι

Ακόμη και σήμερα, δεν ξέρω πώς λέγεται το εκκλησάκι αυτό. Σκεφτόμουν να γράψω στη μηχανή αναζήτησης «εκκλησάκι ωραίες στιγμές Βέροια», για να βρω το όνομά του, τη διεύθυνση του και, ίσως, φωτογραφίες με κάτι «Α+Π=L.F.E.»  ζωγραφισμένα στους τοίχους.  Για την ακρίβεια της ιστορίας, δηλαδή. Αλλά πως θα ήταν ακριβής τελικά η ιστορία, αν το εκκλησάκι είχε ξαφνικά όνομα; Για μένα ήταν και θα είναι πάντα «το εκκλησάκι». Κρυμμένο κάπου στην Κυριώτισσα, ανάμεσα στα σπίτια. Με ένα μοναδικό πεζούλι, που όμοιό του δεν έχω συναντήσει. Κανένα πεζούλι στον κόσμο δεν έχει φιλοξενήσει τόσα εφηβικά όνειρα. Ούτε και τόσες «πρωτιές». Πρώτο φιλί. Πρώτο τσιγάρο. Όχι δικό μου μπαμπά, ηρέμησε! Των αλλονών. Συζητήσεις, καυγάδες, χωρισμοί, μονιάσματα, μερικά κουτάκια μπίρες και αυγουστιάτικα φεγγάρια. Και αποχωρισμοί…

-Είστε φοιτητές πια. Δε σας χωράει το εκκλησάκι.

-Μα είναι το δικό μας εκκλησάκι.

-Θα βρείτε άλλα πεζούλια πια, να σας χωράνε καλύτερα.

Και βρήκαμε. Αλλά κανένα δεν ήταν σαν εκείνο.

banner-article

Ροη ειδήσεων