Βέροια Πολιτισμός Τοπικά

Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης – “Ελάχιστες Μνήμες” / γράφει η Χαρούλα Ουσουλτζόγλου

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

ΟΥΣΟΥΛΤΖΟΓΛΟΥ ΧΑΡΟΥΛΑ

 

 

 

Νίκος Ασβεστάρας

Τον κυρ Νίκο τον γνώρισα μικρό παιδί να δουλεύει στο εκκοκκιστήριο του πατέρα μου και τον θεωρούσα συνώνυμο της σκληραγωγίας. Ήταν τη δεκαετία του ’60.

Τον θυμάμαι ψηλό, αδύνατο, με κόκκινα τα μάτια απ’ το πιοτό (έμαθα αργότερα), να παλεύει δουλεύοντας διπλές βάρδιες… πάντα ξυπόλυτος. Αυτό καταλάβαινε ότι μας εντυπωσίαζε και προσπαθούσε να το επιτείνει, σβήνοντας με τη γυμνή πατούσα του τσιγάρο, για να μας δει εμάς, μικρά παιδιά τότε, να τον κοιτάμε με θαυμασμό και το στόμα μας ανοιχτό δυο πήχες…

Τι έκρυβε στη μεγάλη του καρδιά δεν ξέρω…

Το μόνο που ξέρω είναι πως προερχόταν από πολύ καλή σαλονικιώτικη οικογένεια, που τον παραπέταξε μάλλον, «σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι», γιατί είχε πάθος με το πιοτό και δεν ταίριαζε στους κύκλους της. Κι ήρθε στη Βέροια και γνώρισε τη χήρα του Λευτέρη του Παπαδόπουλου, με τρία μικρά κοριτσάκια και της είπε «μη σε νοιάζει, εγώ θα σας φροντίζω»… Και τα αγάπησε τα τρία κοριτσάκια της σαν δικά του παιδιά και τα κανάκεψε και τα μεγάλωσε, και κείνα «μπαμπά» τον φωνάζανε, όπως κι ο δικός του γιος, που τον απέκτησε μετά, ο Κώστας. Καλός χρυσός και άγιος, εργατικός και ψυχάρα, μόνο που ο κακόμοιρος ο μικρός του ο Κώστας, τον μάζευε απ’ τα καπηλειά και τις ταβέρνες γιατί… το πάθος είναι πάθος.

Έσβησε καλά, μέσα σ’ αγάπη, όταν το εκδρομικό που τους επέστρεφε με την κυρά του από ταξίδι αναψυχής έκανε στάση για ξεκούραση κι εκεί, έκανε στάση κι η ζωή του. Ανακοπή, στην εθνική οδό.

—————

Ο Κούλης ο περιπτεράς

Το περίπτερο του Κούλη ήταν το… εθνικό μας περίπτερο!

Στον Αριστείδη, της οδού Κεντρικής, χαμηλά, απέναντι απ’ το αρχοντικό Χατζίκου περίπου, πηγαίναμε για μαστίχες μπαζούκες, που τις έκοβε με το μαχαίρι και στον Κούλη για όλα τ’ άλλα…

Στην οδό Ελιάς. Κατεβαίνοντας απ’ τη Μητροπόλεως, δεξιά.

Μπισκοτολούκουμο για τα κοριτσάκια του Γυμνασίου Θηλέων, προφυλακτικά για τα αγοράκια του Αρρένων και τα περίφημα χύμα τσιγάρα του, για κάθε έφηβο επίδοξο θεριακλή καπνιστή ή καπνίστρια, αμφοτέρων των φύλων.

Κοιμόντουσαν μέσα στο περίπτερο κι αυτός, ξερακιανός και γυρτός, κι η ευτραφής κυρία του.

Μάλιστα, συνεπής στο μάρκετινγκ της εποχής, διαφήμιζε τα προϊόντα του με πιστοποιητικό ποιότητας, ενημερώνοντας ανελλιπώς:

«Πάρε μπισκοτολούκουμο, το προτιμάει κι η κυρία του γιατρού… τάδε».

Ή «αυτές τις καπότες φοράει κι ο γιατρός… δείνα». Φόρα παρτίδα τα πάντα, κι η εχεμύθεια του συμπαθούς αείμνηστου πωλητή, εν τη αφελεία του(;) μνημειώδης!

*Το κείμενο συντάχθηκε με την ευγενική συνεργασία της Λίζας Φ. Παπαδοπούλου.

 —————

Η Μάρω και η Ασημίνα

 

Οι θρυλικές γυμνάστριες του Γυμνασίου Θηλέων… Αδερφές, αγαπημένες, αυτοκόλλητες. Θαρρείς και ήταν μια ψυχή σε δύο σώματα. Τριζάτα κολλαριστά πουκαμισάκια, ταγεράκια εποχής, κότσος καλοπιασμένος πάντα, ύφος αυστηρό… Χαμόγελο δεν θυμάμαι ποτέ. Η μία ανύπαντρη κι η άλλη παντρεμένη. Θαρρείς όμως, πως ποτέ δεν είχε μπει ο γαμπρός ανάμεσά τους.

Γυμναστική παλιάς κοπής. Μαύρες φουφούλες από καμπότο και σεμνό μακό μπλουζάκι. Ανάταση. Έκταση. Επίκυψη «εν δυο, εν δυο». Κεφαλή δεξιά, εν! (Νευροκαβαλίκεμα, λέμε…) Παλάμες τεντωμένες. Κορμί στητό. Άκαμπτο, όπως άκαμπτες κι απροσπέλαστες ήταν για τους μαθητές κι οι δυο τους.

Ο φόβος και ο τρόμος, της αλογοουράς, της λακ, του κρεπαρίσματος…

«Ε, εσύ για έλα εδώ! Έβαψες τα μαλλιά σου;»

«Όχι, κυρία, τα έλουσα με τρυλ…»

«Πάνε σπίτι και λούσε τα με πράσινο σαπούνι κι ύστερα θα σε δεχτεί το σχολείο…»

Στις παρελάσεις και στις περίφημες γυμναστικές επιδείξεις στο γήπεδο της Βέροιας, πάντα τριζάτες με σκούρο ή ανοιχτόχρωμο μονόχρωμο ένδυμα και άσπρο κολλαριστό γιακά, ενίοτε δαντελένιο.

«Τάξη και ηθική», για να θυμηθούμε την ατάκα απ’ την ασπρόμαυρη ελληνική ταινία.

Μόνο, που τα χρόνια πέρασαν και κάπου εκεί κοντά στο 1966 προέκυψε νέα γυμνάστρια, η Αλκμήνη, στο Θηλέων και εισήγαγε τη ρυθμική γυμναστική. Θου, Κύριε! Χαλαρό σώμα, μουσική και γυμναστική με χορευτικές κινήσεις κι όχι «εν δυο, εν δυο». Θου, Κύριε… Θα μας κάψεις.

Ζήσανε και γέρασαν μαζί. Αγαπημένες. Συντονισμένες στον ίδιο ρυθμό. Εν δυο, εν δυο…

Το σπίτι τους, μονοκατοικία τότε, λίγα μέτρα μακρύτερα απ’ το σχολείο, σημερινό Δημαρχείο, φιλοξενεί τώρα το Διαγνωστικό Κέντρο τους γαμπρού της Μάρως.

——————

Το παστουρματζίδικο του Θώμογλου

Το στέκι του κέντρου. Ποιος, άραγε, θυμάται ότι τον μελαχρινό, πασίγνωστο ιδιοκτήτη Θώμογλου, τον λέγανε Τάσο; Λίγοι. «Πού θα πάμε για όρθιο τσιπουράκι και παστουρμά στη λαδόκολλα μετά τη δουλειά;» «Στου Θώμογλου». «Σάντουιτς πεντανόστιμο μες στην απλότητα των υλικών του;» «Θώμογλου». «Μουστάρδα ασυναγώνιστη σπιτική;» «Θώμογλου». «Αλλαντικά, μορταδέλα του Πασσιά με σπιτική ανατολίτικη συνταγή, καραμανλίδικα σουτζούκια και τα τοιαύτα;» «Θώμογλου».

Και κάθε μεσημέρι, εκείνος, αμίλητος κι αγέλαστος, με το κεφάλι σκυφτό, μερακλής κι ατόφιος Μικρασιάτης, να «βολεύει» στον πάγκο του, που χίλιους καλούς χωρούσε και μοσχοβόλαγε μπαχάρια, τσεμένια, καπνό και γλυκάνισο, γιατρούς δικηγόρους, τραπεζικούς, εργάτες, μεροκαματιάρηδες και κυριλέ, με τσιπουράκι και μεζέ στο όρθιο και πακετάκι αλλαντικών για το σπίτι.

Τακτικός πελάτης, ο Γιάννης ο Μπουτάρης και τόσοι άλλοι διερχόμενοι από τη Βέροια για Νάουσα ή Σαλονίκη, για σάντουιτς, βάλσαμο μεσημεριάτικης πείνας του βιαστικού περαστικού.

Άτυχη η συνέχεια, γιατί ο αγαπημένος κι άξιος συνεχιστής ανεψιός του, που ανέλαβε το παστουρματζίδικο μετά απ’ αυτόν, πέθανε νεότατος.

Μετά τον πρόωρο θάνατο του ανεψιού, το στέκι δεν πρόκοψε.

Κι αν με ρωτήσεις πώς νιώθω, θα σου πω πως η αγορά μας μ’ αυτές τις αυθεντικά παραδοσιακές, βασικές απώλειες, σαν να παράκμασε…

———————————

Μπορείτε να διαβάζετε τα θέματα από το βιβλίο που έχουν αναρτηθεί μέχρι τώρα και αυτά που θα αναρτηθούν, με αλφαβητική σειρά συντακτών στον σύνδεσμο Βέροια: ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης

————————–

Φιλάρετος, ο διάκος του Άγιου Αντώνη

Υποχρεωτικός εκκλησιασμός για τους μαθητές και τις μαθήτριες. Η καλύτερή μας! Πλην της πολύωρης ορθοστασίας. Στον Πολιούχο, οι μαθητές του 6ου Δημοτικού. Σκληρές εποχές, όπου η διαφορετικότητα ήταν στο περιθώριο και διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, στη χλεύη.

Στριμωχνόμασταν, τα κοριτσάκια στα αριστερά, τα αγοράκια στα δεξιά. Χώροι προκαθορισμένοι γαρ, ανδρών και γυναικών.

Η βασική μας προσδοκία, να βγει στο ιερό βήμα ο διάκος ο Φιλάρετος. Λεπτός, αέρινος σχεδόν, όμορφος αγγελικά και καλλίφωνος, με προτεταμένο το δεξί χέρι, και να πει με την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του… «του Κυρίου δεηθώωωωμεν» και να λικνιστεί ανάλογα με τον βυζαντινό ρυθμό. Και να τα χαζόγελά μας και να τα σκουντήματά μας και να ο Φιλάρετος να είναι το μείζον θέμα του υποχρεωτικού εκκλησιασμού μας.

Μέχρι πού έμενε ανακαλύψαμε. Και παραφυλάγαμε για να τον δούμε χωρίς ράσα στην αυλίτσα του. Με τζιν και μπλέιζερ.

Ώσπου ο Φιλάρετος δεν εμφανίστηκε ξανά. Οι φήμες τον ήθελαν να εγκαταλείπει το σχήμα ή να μετατίθεται δυσμενώς ή να έχει προβλήματα υγείας ή χίλια δυο άλλα.

Το σύντομο σχετικά πέρασμά του από τον Αγιαντώνη, πάντως, έκανε ενδιαφέρουσες τις μαθητικές συναθροίσεις για εκκλησιασμό, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

—————

Ο Απόλλων. Τα μπιφτέκια αλά μπουρζουά

Ίσως θυμάστε τη στάση «Απόλλων» στον ιστορικό πλάτανο της Π. Μητρόπολης. Ήταν εκεί η ταβέρνα του Σμυρνιού Απόλλωνα, που ήρθε με τη μάνα του ορφανός το ’22 κι εγκαταστάθηκαν στη Βέροια. Δύσκολη ζωή για τη χήρα με το ορφανό. Έτσι, τον πήρε ο θείος του στη Στυλίδα, για να τον βοηθήσει να τελειώσει το Γυμνάσιο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1936 κι επέστρεψε κοντά στη μάνα, αφού υπηρέτησε υπολοχαγός στον Στρατό. Κι έτσι κάπως αρχίζει η ιστορία της ιστορικής ταβέρνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ». Ολημερίς δούλευε και αργά το βράδυ ξεκουραζότανε με Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Τον Απόλλωνα δεν τον λάτρευαν οι φανατικοί του θαμώνες μόνο για το κοκορέτσι, τον γύρο, τα μπιφτέκια αλά μπουρζουά και τα σουτζουκάκια μιτιτέι, αλλά γιατί δούλευε για να βλέπει ευχαριστημένο κόσμο γύρω του κι όχι για τους παράδες. Ήταν η ψυχή της παρέας. Συχνά τα βράδια, πιάναν με το πιοτό και τους μεζέδες καντάδες και τα τοιαύτα, ώσπου, όταν τον καλούσε ο Τολστόι, έσβηνε ξαφνικά τα φώτα λέγοντας το γνωστό: «Τελειώσαμε, παλικάρια…».

Άφησε εποχή τη δεκαετία του ’50 η παρέα των εφέδρων που κάθε βράδυ σχεδόν τον επισκεπτόταν, κι ακόμη αντιλαλούνε τα… «κου-κου-ρου-κουκούουου Παλόμα…» Μάλιστα τον καιρό εκείνο, τύπωνε και φέιγ βολάν για να διαφημιστεί η εξαιρετική ρετσίνα χύμα που σέρβιρε με το ευρηματικό σλόγκαν «Μερακλώνουνε κι οι χήρες και γεννάνε και οι στείρες, απ’ το μαγαζί περάστε να τη δοκιμάστε». Ή «όλα χάνονται ξεχνιούνται, μόνο η ανάμνησις μένει χάριν της Ταβέρνας ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ. Πάσης φύσεως μεζέδες, για φαγάδες και γλεντζέδες. Όσοι τρων δε μετανιώνουν και οι γέροι ξανανιώνουν…»

Αργότερα μεταφέρθηκε στο Ρολόι και τελευταίο μαγαζί του ήταν απέναντι από τη Λέσχη Αξιωματικών, κάπου εκεί που είναι το Ξενοδοχείο ΒΕΡΟΗ. Τα καλοκαίρια δούλευε στη Λεπτοκαρυά, όπου γνωρίστηκε με Σαλονικιούς και τον παρότρυναν ν’ ανοίξει ταβέρνα στη Σαλονίκη. Έλεγαν, μάλιστα, πως ήταν ο πρώτος μη Σαλονικιός ταβερνιάρης.

Φανατικός του Απόλλωνα και ο γνωστός Νικόλαος Μέρτζος, δικηγόρος, συγγραφέας και δημοσιογράφος του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΟΡΡΑ, που του αφιέρωσε και άρθρο με τον τίτλο… ΑΠΟΛΛΩΝ 14!

*Το κείμενο συντάχθηκε με την ευγενική συνεργασία της Λίζας Φ. Παπαδοπούλου.

—————————————————–

Κωνσταντίνος Σφήκας

Ήταν ανταγωνιστές, ο Σφήκας κι ο Απόλλωνας; Δεν θα το ’λεγα. Ήταν τοπικοί… masterchefs εποχής, συνάδελφοι με ειλικρινή σχέση, που εισήγαγαν τη «γκουρμεδιά» στη Βέροια.

Τον Κώστα Σφήκα τον μύησε στη μαγειρική δημιουργία ο θειος του Αριστοτέλης, συνιδιοκτήτης του διάσημου εστιατόριου ΟΛΥΜΠΟΣ-ΝΑΟΥΣΑ της Θεσσαλονίκης. Τον έβαλε στην κουζίνα, του αποκάλυψε τα μυστικά της γεύσης, τον κράτησε δίπλα του ώσπου να πάει στον Στρατό.

Ψηλός και όμορφος, στη Στρατονομία της Βέροιας, μοτοσικλετιστής, με Harley Davidson, έκαψε καρδιές κι άναψε φωτιές… Πολλές τον διεκδίκησαν, μα εκείνος ερωτεύθηκε την πανέμορφη θυγατέρα του Λάζαρου Κοσμίδη, παντρεύτηκε κι άρχισε να δουλεύει στο εμπορικό του πεθερού του.

Ευτυχώς για την πόλη όμως, τον κέρδισε η εστίαση. Η πρώτη ταβέρνα συνεταιρικά με τον Μέρκο Καρατζόγλου, μετά στην οικοδομή Ζαρούκα, Κόντζαλη, Σερεμέτα στην Αντωνίου Καμάρα. «Η ΜΑΝΤΡΑ», μάλιστα, ήταν ταβέρνα σε κατάστημα του χώρου που στέγαζε ο Δήμος Βέροιας την Πυροσβεστική και την άμαξα κηδειών! Παράλληλα, την ίδια εποχή, άνοιξε και την ταβέρνα δίπλα στο ΣΤΑΡ (βλέπε φωτογραφία) εκεί που σήμερα είναι το ΚΕΠ του Δήμου, για να ακολουθήσει η ενοικίαση της Ελιάς (1970-1986). Ποιος δεν θυμάται τον γύρο από ζυγούρι, μόνο για λίγους μήνες τον χρόνο, όταν υπήρχαν ζυγούρια, το σπληνάντερο, τον μερακλήδικο μπακαλιάρο, τη βαρελίσια χαλκιδιώτικη ρετσίνα, που έβραζε ο μούστος σε τεράστια βαρέλια και το άνοιγμά τους ήταν γιορτή, κυριολεκτικά μεθυστική…

Άφησαν εποχή, στην Ελιά, το μοσχαράκι Αλή Πασά, τα μοσχοβολιστά μπιφτέκια, το αρνάκι Ελμπασάν, το περίφημο παγωτό μόκα, κι πρώτη εμφάνιση στην πόλη του περίφημου ρεβανί με καϊμάκι παγωτό! Ο βεροιώτικος φασουλονταβάς μαγειρεμένος με απόλυτο σεβασμό στην τοπική παράδοση, κι ας ήταν ο κύριος Κώστας γαμπρός στη Βέροια, με καταγωγή από Καβάλα και Σιάτιστα. Την πόλη την αγάπησε και τον αγάπησε.

Πέρασαν απ’ τα μαγαζιά του επώνυμοι κι ανώνυμοι, ποδοσφαιρικές ομάδες, ντόπιες και φιλοξενούμενες, θίασοι, αλλά και υψηλοί προσκεκλημένοι της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας. Η φήμη του ξεπέρασε τα τοπικά όρια. Μάλιστα, όταν ο πατριώτης του απ’ την Καβάλα, Υπουργός Βορείου Ελλάδος Νικόλαος Μάρτης, είχε υψηλούς προσκεκλημένους, από Προέδρους Δημοκρατίας, πρωθυπουργούς και ξένους πολιτικούς ως και άλλους υπουργούς, «τους τραπέζωνε» στην Ελιά, συστήνοντάς τους πάντα τον κυρ Κώστα, που ζητούσαν να τον γνωρίσουν απόλυτα ικανοποιημένοι απ’ το ταξίδι στις γεύσεις.

Δουλειά από τις 6 το πρωί, ως τη 1 το βράδυ… Κι όπως μου ’χε πει κάποτε η Αρβελέρ, δεν αξίζει να διευθύνεις έναν χώρο, αν δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά του κάθε υφισταμένου σου. Και κείνος μπορούσε να καλύψει ανά πάσα στιγμή όλα τα πόστα. Μπουφετζής, σερβιτόρος, λαντζέρης, μάγειρας… Με μια φωτογραφική μνήμη, που είχε αποτυπώσει τι προτιμούσε να τρώει και να πίνει ο κάθε πελάτης.

Αδυναμία του οι εργαζόμενοι φοιτητές, που φρόντιζε για την καλύτερη αμοιβή τους. Η «οικογένειά του», οι άνθρωποι της δουλειάς του. Όσο για τη… βιολογική οικογένεια, γιορτές, σχόλες, οικογενειακές συναθροίσεις, όλα γινόντουσαν στο μαγαζί. Στο σπίτι, σύντομη νυκτερινή διαμονή, αφού πρώτα έκανε μια στάση στον ΚΡΙΝΟ, για «το γλυκό της ξεκούρασης»…

Δεν ξέρω αν ήταν το παράστημά του, το σοβαρό του ύφος ή η νοστιμιά της κουζίνας του, πάντως τον θυμάμαι με απόλυτο σεβασμό.

*Με την ευγενική παροχή στοιχείων από τον Νίκο Κ. Σφήκα.

 ————–

 Ο Γιάννης «Ο Τρελός»

Φιγούρα αρχαίας τραγωδίας ο Γιάννης ο Τρελς, ο Κωνσταντινουπολίτης πρόσφυγας, ψυχούλα του Θεού, που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι πόσα άραγε δεινά μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος χωρίς «να του στρίψει»;

Με βλέμμα χαμένο, να κυνηγάει τα αστικά λεωφορεία, λαχανιασμένος, ψελλίζοντας ένα όνομα γυναικείο.

Μεγαλόσωμος, γίγαντας αγαθός, άκακος, «ναι, ναι» η μόνη του απόκριση στα πειράγματα, σάκος του μποξ ενίοτε άξεστων νεαρών, που συχνά τον έστελναν στο σπίτι ματωμένο.

Η μηνιγγίτιδα τον κτύπησε δυόμισι χρονών. Βιαστικά διαπιστώθηκε ο θάνατός του, κι όταν έδωσε σημεία ζωής μέσα στο φέρετρο, πίστεψαν πως ήταν θαύμα! Η αρρώστια σημάδεψε το σώμα του κι η ζωή το μυαλό του…

Εφτά παιδιά είχε η μάνα του, η Παυλίδαινα. Τα δυο πεθάνανε μωρά. Πράγμα καθόλου σπάνιο εκείνη την εποχή.

Είχε έναν αδελφό. Το Λαυρέντη. Τον φώναζαν «ο Λαυρέντης ο Σοφός». Γιατί ήταν πολύ καλός κι αγαπητός δάσκαλος, πολυδιαβασμένος και καλοσπουδαγμένος. Το καμάρι της οικογένειας.

Το ’40 υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο. «Κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός κοιμάται μες στο χιόνι …»

 Σκοτώθηκε στην Αλβανία.

Με το άκουσμα της είδησης του θανάτου του, σάλεψε το μυαλό ενός από τα αδέρφια του, πήδηξε απ’ το παράθυρο νύχτα, εξαφανίστηκε, ποτέ δεν έμαθε η οικογένεια αν ζει, αν πέθανε…

Ο άλλος αδερφός του Γιάννη, στον Εμφύλιο, ακολούθησε τους αντάρτες, έφυγε στα βουνά και έμαθαν πως σκοτώθηκε σε κάποια μάχη.

Κι η Μαρίκα, η αγαπημένη του αδερφή, αρραβωνιάστηκε στη Νάουσα. Σε κάποια μάχη του Εμφύλιου, τραυματίστηκε ο αρραβωνιαστικός της, τον συλλάβανε οι αντάρτες κι αναγκάστηκε κι αυτή να τους ακολουθήσει στην Πολωνία, όπου έκανε οικογένεια και τρία παιδάκια και μόνο μια φορά κατάφερε να έρθει και πρόλαβε να δει τη μάνα της πριν εκείνη πεθάνει.

Μετά τον θάνατο της μάνας του, ο Γιάννης χάθηκε απ’ τη Βέροια. Με τη φροντίδα του γιατρού ανεψιού του, μπήκε σε Ίδρυμα στην Πάτρα, όπου και πέθανε στα 71 του.

Ο Γιάννης της προσφυγιάς, ο Γιάννης που κυνηγούσε τ’ αστικά για να βρει τη χαμένη του αδερφή, ο Γιάννης ο κακορίζικος με τη σκουρόχρωμη ζωή. Ο Γιάννης που, τραγική ειρωνεία, έζησε από θαύμα.

*Το κείμενο συντάχθηκε με την ευγενική συνεργασία της Λίζας Φ. Παπαδοπούλου.

———————————————

Αντώνης Φουρφουράς

Χαρακτήρας που σφράγισε «χρωματιστά» τα παιδικά μας χρόνια, ο Αντώνης ο Φουρφουράς. Έχω την ίσως εσφαλμένη εντύπωση ότι καθότανε κάπου εκεί στα βακούφικα του Αγιαντώνη. Ο Αγιαντώνης, πάντως, ήταν κυρίως η «περιοχή δράσης» του. Και το πανηγύρι του Αγιαντώνη, η καλύτερή του.

Παντελόνια πάντοτε πάνω απ’ τον αστράγαλο, κοιλίτσα προτεταμένη και σφιχτό ζωνάρι ψηλά, λίγο σκυφτό το σβέρκο, μαλλί κουρεμένο «καρφάκια εποχής». Εικόνα που θολά έρχεται στη μνήμη μου. Είναι οι αξέχαστες ατάκες, όμως, που κάνανε τον Αντωνάκη τον Φουρφουρά μοναδικό.

Στο μπράτσο περασμένες σε ένα κορδόνι αμέτρητες δεκάρες, στα χέρια του τα πολύχρωμα προς πώλησιν φουρφούρια του και η μπασοένρινη φωνή του να διαλαλεί… «Κλάψτε, παιδάκια, να πάρτε φουρφουράκιααααα!» Άσε που ήταν ο τοπικός μας μετεωρολόγος.

«Αντώνη, τι καιρό θα κάνει;»

«Ή θα βρέξ’ ή θα χιονίσ’ ή καλό καιρό θα κάνει…»

Ο Αντώνης ο Φουρφουράς μας είχε και μια εμμονή με τους τσαγκάρηδες. Όπου τσαγκαράδικο κι ο Αντώνης.

«Τι θες, Αντώνη;»

Κοίταζε τον τσαγκάρη ίσια στα μάτια και του ’λεγε κάθε φορά …

«Είπεν η μάνα’μ να με κάν’ς παπούτσια πεντάσολα κι εξάραφα» κι ανέμενε σοβαρός κι επίμονος τη θετική απόκριση…

Ο Αντώνης ο Φουρφουράς, ο μπαρμπα-Σαΐνης με το σάμαλι, ο Οδυσσέας που αποτρελάθηκε απ’ το πολύ ξύλο στην Κατοχή, ο Πολυχρόνης ο φούρναρης πάνω στο άλογο, ο… ο… ο… άνθρωποι, φωνές και εικόνες που σφράγισαν τις μνήμες πριν υψωθούν τα τσιμέντα στις πόλεις κι ανάμεσά μας.

*Το κείμενο συντάχθηκε με την ευγενική συνεργασία της Λίζας Φ. Παπαδοπούλου.

banner-article

Ροη ειδήσεων