Περιβάλλον

Σοκόλ ή Γεράκι: Στο μονοπάτι που άφησε την τελευταία του πνοή ο Θανάσης, ο στενός φίλος και συνοδοιπόρος μας

Περιγραφή-φωτογραφίες: Αλέξανδρος  Γραμματικόπουλος

«Σ’ ένα βουνό αβάδιστο 

  θα πάω να κατοικήσω,

  ετούτο τον πολιτισμό

  απ’ την ψυχή να σβήσω …» ( Μίλτος Πασχαλίδης)

Νοέμβρης, τελευταίος μήνας του φθινοπώρου.

Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή 12-11-2023.

Ξημέρωσε για μας, τα μέλη της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’, η ξεχωριστή μέρα που αποφασίσαμε να την αφιερώσουμε σε κάτι διαφορετικό, αυτή τη φορά, σε κάτι ανθρώπινο.

Για μας, τους λάτρεις της ορειβασίας, όλες οι Κυριακές του χρόνου και κάποια Σαββατοκύριακά του είχαν και έχουν κάποιο στόχο.

Πέρα από την απόδραση στη φύση ο στόχος μας ήταν και είναι να παραβγούμε με τα βουνά και να φτάσουμε μέχρι τις ψηλότερες κορυφές του ορεινού όγκου τους.

Αυτή τη φορά όμως, αποφασίσαμε να παραμερίσουμε στην άκρη το συνηθισμένο κυριακάτικο στόχο ετών και να αποδράσουμε στη φύση για ένα και μοναδικό σκοπό.

Να αφιερώσουμε, δηλαδή, τη μέρα μας αυτή σε κάτι ξεχωριστό.

Να εκφράσουμε, έστω και με τον ελάχιστο τρόπο που επιλέξαμε, την αγάπη μας και το σεβασμό μας στον ορειβάτη συνοδοιπόρο μας, που η Φύση «θέλησε» να τον «κρατήσει» για πάντα κοντά Της στον ορεινό όγκο του ‘‘Βόρα’’.

Ο προγραμματισμένος σκοπός μας ήταν, να τοποθετήσουμε, στα 1.600 μέτρα υψόμετρο, μία πινακιδούλα, σαν ελάχιστο δείγμα εκτίμησης, που θα θυμίζει στους ορειβάτες, που θα ανηφορίζουν για την κορυφή ‘‘Σοκόλ’’ ή ‘‘Γεράκι’’ (υψ. 1.827 μ.), ότι στο σημείο εκείνο η καρδιά πρόδωσε τον Θανάση, τον λάτρη της φύσης, της πεζοπορίας, της ορειβασίας, της απόδρασης και της δράσης στα βουνά.

Να την βλέπουν εκεί, λίγο πριν την κορυφή, και κοντά στο σημείο που η Φύση «φρόντισε» και «ετοίμασε» ένα μαλακό στρώμα από χρυσοκαφετί χρωματισμού φύλλα για να «ξαπλώσει» πάνω του το άψυχο κορμί του φίλου μας.

Μαζευτήκαμε, λοιπόν, στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης.

Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε τα πράγματά μας στο τζιπ και ξεκινήσαμε.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 07.00΄ π.μ.

Αφήσαμε πίσω μας την «όμορφη κοιμωμένη», την πόλη της Βέροιας, και πήραμε τον δρόμο με κατεύθυνση προς Σκύδρα.

Ο οδικός προορισμός μας το Λουτράκι Νομού Πέλλας.

Η οδήγηση χαλαρή.

Συζητώντας για τον Θανάση και φέρνοντας στη μνήμη μας όλες εκείνες τις στιγμές που βιώσαμε μαζί του στους ορεινούς όγκους συνοδοιπορώντας, δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στο μεγαλοχώρι της Αλμωπίας που απλώνεται στους πρόποδες του βουνού ‘‘Βόρα’’ με τις πολλές του ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και με το πολυεπισκέψιμο σημείο του, το ‘‘Πόζαρ’’ (φωτ. 1).

[Η ονομασία ‘‘Πόζαρ’’ σημαίνει: ‘‘μετά το κάρβουνο ή μετά τη φωτιά’’. Προέρχεται από: το ‘‘Πο’’ ή ‘‘Που’’ = ‘‘μετά’’ και το ‘‘ζαρ’’ = ‘‘κάρβουνο’’]

Φτάσαμε στην περιοχή εκείνη του ορεινού όγκου του δεύτερου σε ύψος βουνού της Μακεδονίας, μετά τον Όλυμπο, που τη χαρακτηρίζουν οι πολυάριθμες ρεματιές, τα δεκάδες μονοπάτια με σήμανση και άλλες τόσες διαδρομές χωρίς σήμανση.

Βρεθήκαμε στη γνωστή στους πάντες Λουτρόπολη με τα ιαματικά και θεραπευτικά νερά της, που τη βλέπαμε εκείνη τη στιγμή να «φωλιάζει» μέσα σε ένα μαγευτικό περιβάλλον.

Η προικισμένη από τη φύση περιοχή αυτή μάς καλωσόρισε «ντυμένη» στα πολύχρωμα του φθινοπώρου.

Παντού όμορφες εικόνες.

Μπαίνοντας στο Λουτράκι, ακολουθήσαμε την πινακίδα με την ένδειξη: προς «Άνω Λουτράκι-Καλή Πεδιάδα ( ‘‘Ντόμπρο πόλε’’)».

Πήραμε τον ανηφορικό δρόμο με τα πολλά του στροφηλίκια.

Προσπεράσαμε την εκκλησία του ‘‘Αγίου Ιωάννη’’, μία παλιά του 17ου αιώνα, που στέκεται ακόμη εκεί, στα 670 μέτρα υψόμετρο, περιτριγυρισμένη από ένα όμορφα διαμορφωμένο χώρο αναψυχής (φωτ. 2).

Είναι η μόνη που σώθηκε στο κομμάτι εκείνο της περιοχής του χωριού ‘‘Άνω Λουτράκι’’ που κάποτε αριθμούσε 450 σπίτια.

Ένα ορεινό χωριό που κάηκε πολλές φορές, η τελευταία στον εμφύλιο, και σήμερα αριθμεί ελάχιστα μόλις σπίτια.

Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας για ακόμη πιο ψηλότερα.

Ο ασφάλτινος δρόμος μάς «έφερε» μέχρι τη διχάλα συνάντησης δύο χωμάτινων δρόμων.

Φτάσαμε στη θέση που συναντά κανείς ένα παλιό στρατιωτικό φυλάκιο (φωτ. 3).

Είναι ένας χώρος που τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκε κατάλληλα για να τον επισκέπτονται οι λάτρεις της φύσης και οι εκδρομείς.

Μεταξύ των εγκαταλειμμένων και μισοκατεστραμμένων κτισμάτων έχει κτιστεί μία εκκλησία που κάνει τη διαφορά στο σημείο.

Η θέα από τα 800 μέτρα υψόμετρο καταπληκτική.

Παντού απολήξεις χαμηλών κορυφών του μαγευτικού ορεινού όγκου, με εκείνες των: ‘‘Άσπρη Πέτρα’’ (υψ. 1.320 μ.) και ‘‘Πευκόφυτο’’ ή ‘‘Μπουρίκα’’ (υψ. 1.688 μ.), να ξεχωρίζουν.

Κοιτάζοντας πιο πέρα και ψηλότερα βλέπαμε ένα τμήμα της επιβλητικής κορυφογραμμής του ‘‘Καϊμάκτσαλαν’’, που είχε ελάχιστο χιονάκι.

Ταξιδεύοντας τη ματιά μας χαμηλότερα, το βλέμμα μας χανόταν στο χάος της δασωμένης ρεματιάς με τοπωνύμιο ‘‘Ρέμα Κουνουπίτσα’’.

Το παλιό φυλάκιο το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας ακολουθώντας το χωμάτινο δρόμο στα αριστερά.

Εάν συνεχίζαμε με κατεύθυνση στα δεξιά θα καταλήγαμε, διανύοντας μια απόσταση 14,2 χλμ., στο τοπωνύμιο: ‘‘Καλή Πεδιάδα’’ ή ‘‘Ντόμπρο Πόλε’’ που απλώνεται στα 1.720 μέτρα υψόμετρο.

Ο ορεινός δρόμος που ακολουθήσαμε είχε νεροφαγιές και σε κάποια τμήματά του λασπόνερα.

Λίγα ήταν τα κομμάτια εκείνα που μπορούσαν να διανυθούν με χαμηλό αυτοκίνητο.

Παντού κυνηγοί με το όπλο έτοιμο στα χέρια τους.

Τα κυνηγόσκυλα τρέχανε αριστερά δεξιά ψάχνοντας για το θήραμα.

Συνεχίζαμε.

Προσπαθούσαμε να φτάσουμε με το τζιπ όσο το δυνατόν ψηλότερα, γιατί κουβαλούσαμε μαζί μας και κάποια άλλα αντικείμενα πέρα από τα απαραίτητα ορειβατικά μας.

Θέλαμε να μειώσουμε, όσο αυτό ήταν δυνατόν, την απόσταση που θα ανηφορίζαμε με τα πόδια φορτωμένοι με το επιπλέον φορτίο.

Όσο προχωρούσαμε οδικώς μπορούσαμε να διακρίνουμε, από κάποια σημεία του δρόμου, κι άλλες χαμηλές κορυφές και κάποιες από τις ψηλότερες του ορεινού όγκου του βουνού ‘‘Βόρα’’ που εμφανίζονταν πέρα στο βάθος μπροστά και στα αριστερά μας.

Στη διαδρομή μας προσπεράσαμε πολλά καστανοχώραφα.

Επιτέλους, φτάσαμε στο σημείο που η συνέχεια με το τζιπ θα ήταν πλέον αδύνατη.

Διανύοντας μία απόσταση 3,5 χλμ. με πολλές δυσκολίες βρεθήκαμε από το παλιό φυλάκιο στο σημείο με την χαρακτηριστική οξιά, που στον κορμό της είχε χαραγμένους διάφορους συμβολισμούς (φωτ. 4).

Στη θέση εκείνη και λίγο πιο πέρα υπάρχει μία καλύβα, κατασκευασμένη από λαμαρίνες και στο εσωτερικό της έχει ένα σωλήνα με τρεχούμενο νερό.

Ήμασταν λίγο πιο κάτω από τον τερματισμό του δασικού δρόμου, εκείνου που περισσότερο εξυπηρετεί τους καστανοπαραγωγούς της περιοχής, και κοντά στο ‘‘Ρέμα Κουνουπίτσα’’.

Στα 800 μέτρα υψόμετρο σταθμεύσαμε το τζιπ κοντά στην οξιά και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ανηφορική μας πορεία με τα πόδια μας πλέον.

Συντροφιά μας ο ήχος των τρεχούμενων νερών του ρέματος που στην κατηφορική πορεία τους και πέφτοντας από έναν απερίγραπτης ομορφιάς καταρράκτη, τον ‘‘Καταρράκτη Κουνουπίτσας’’ ύψους 12 μέτρων,  σμίγουν με εκείνα του ‘‘Ρέματος Νικολάου’’ για να συνεχίσουν όλα μαζί την κοινή κατάβασή τους περνώντας κοντά από τις εγκαταστάσεις με τα ιαματικά λουτρά του ‘‘Πόζαρ’’.

Ο καιρός έδειχνε καλός, αλλά στο βουνό όλα είναι απρόβλεπτα.

Ξέραμε ότι προς το μεσημέρι θα είχαμε συννεφιές και κοντά στο απόγευμα φαινόμενα βροχόπτωση.

Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα αισθητή και η θερμοκρασία στους 6ο Κ.

Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα.

Αφού ετοιμαστήκαμε, τα φορτωθήκαμε στις πλάτες μας και με το νεύμα του 86χρονου αρχηγού μας, του Τοτού (Θεόδωρος Σαρόγλου), ξεκινήσαμε.

Πήρα μαζί μου και το επιπλέον φορτίο, την πινακιδούλα+σωλήνα+εργαλεία.

Ανηφορίσαμε το υπόλοιπο κομμάτι του δασικού δρόμου, που σε κάποια σημεία του δεν επέτρεπε τη διέλευση των αυτοκινήτων.

Είχε βαθιά νεροφαγωμένα τμήματα.

Γύρω μας, όμως, δένδρα παντού.

Η πολυχρωμία της εποχής οργίαζε.

Εικόνες ξεχωριστές, κάποιες από αυτές μάς προκαλούσαν τον θαυμασμό.

Ρίχναμε γύρω μας ματιές, εξ’ άλλου δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.

Τα ίδια τα  θαύματα της φύσης, οι δημιουργίες της, οι σχηματισμοί της, τα «αποτυπώματά» της σε κάθε τι στο γύρω περιβάλλον, τα χρώματά της, οι πινελιές της, οι «εμπνεύσεις» της…όλα αυτά από μόνα τους τραβούσαν το βλέμμα  μας πάνω τους.

Βλέπαμε δένδρα «γαντζωμένα» πάνω σε βράχους χωρίς κανένα ίχνος χώματος ή άλλα πάνω σε πεσμένους ογκόλιθους κ.α. ;;!!!

Και εμείς, σαν απλοί θαυμαστές, τις εικόνες που αντικρίζαμε τις «εγκλωβίζαμε» σε κάποια γωνιά του μυαλού μας ή τις «αιχμαλωτίζαμε» στις μνήμες των φωτογραφικών μας μηχανών (φωτ. 5 και 6).

Προχωρούσαμε.

Κάποια στιγμή βγήκαμε από τον ορεινό δρόμο και μπήκαμε σε μονοπάτι (υψ. 1.007 μ.).

Το ακολουθήσαμε.

Ήταν εκείνο με την χαρακτηριστική ένδειξη «Μ2/4» και την κίτρινου χρώματος σήμανσή του.

[Το ‘‘Μ2’’ σημαίνει: ‘‘Δεύτερο σε ύψος βουνό της Μακεδονίας’’ και το ‘‘/4’’ σημαίνει: ‘‘αριθμός μονοπατιού στον ορεινό όγκο’’ ].

Το μονοπάτι αυτό από τη αρχή του κιόλας απαιτητικό.

Περάσαμε μέσα από πυκνά χαμηλόκορμα δενδράκια που μας «κλείνανε» το δρόμο.

Στη συνέχειά του το μονοπάτι γινόταν ευδιάκριτο και με καλή σήμανση.

Απαιτούσε, όμως, στο πέρασμά του κουράγιο, δύναμη στα πόδια και πάνω απ’ όλα επιμονή.

Τα «ζιγκ-ζαγκ» πυκνά.

Ανεβαίνοντας, η βλάστηση εναλλασσόταν σε κάθε μας βήμα, το ίδιο και η γεωμορφολογία του μονοπατιού.

Δάση μεικτής πυκνής βλάστησης, δάση οξιάς, πευκοδάση…το καθένα του με τη δική του ιδιαίτερη ομορφιά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά.

Το μονοπάτι…αλλού με βατά κομμάτια, αλλού με στενώματα, σε άλλα κομμάτια του σε πετρώματα και βράχια (φωτ. 7, 8, 9).

Προχωρούσαμε σιωπηλοί.

Ο σκοπός της μέρας δεν επέτρεπε τα αστειάκια και τα μεταξύ μας πειράγματα.

Σιωπηλό ήταν και το δάσος.

Ήχοι δεν ακούγονταν.

Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν και τα αγρίμια του δάσους, που είχαμε την αίσθηση ότι μας παρακολουθούσαν σε κάθε μας βήμα, ήταν και αυτά σιωπηλά.

Λες και όλοι – όλα συμμετείχαν στο βαρύ κλίμα της ξεχωριστής αποστολής της συγκεκριμένης μέρας.

Της ιδιαίτερης αυτής αποστολής που αναλάβαμε, κάποια μέλη της ομάδας μας, να την ολοκληρώσουμε δείχνοντας, με τον ελάχιστο αυτόν τρόπο, την εκτίμησή μας και τον σεβασμό μας στον άνθρωπο που λάτρευε τη φύση και την επέλεγε σαν καταφύγιο για να εξωτερικεύει ελεύθερα τα «θέλω» του και να ικανοποιεί τις επιθυμίες του μακριά από τους θορύβους της πόλης και τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας.

Ανεβαίναμε υψομετρικά.

Κοντεύαμε στο πευκοδάσος.

Μπροστά μου ο αρχηγός.

Τον ακολουθούσα και βλέποντάς τον προσπαθούσα να «μπω» στον…εσωτερικό του κόσμο.

Προσπαθούσα να καταλάβω τις σκέψεις του, να τον αισθανθώ και να «ακούσω» τι έλεγε η ψυχούλα του εκείνη τη στιγμή.

Ήταν αυτός που βρέθηκε δίπλα στον προδομένο από την καρδιά Θανάση και αυτός που του «έκλεισε» τα μάτια.

Δύσκολες στιγμές, δυσάρεστες αναμνήσεις (φωτ. 10).

Συνεχίζαμε την ανάβασή μας ακολουθώντας το απαιτητικό μονοπάτι.

Κάποια στιγμή, εκεί που ανηφορίζαμε μέσα στο πευκοδάσος, το κλασικό αυτό μονοπάτι μάς έβγαλε κοντά στο χείλος μιας χαώδους ρεματιάς.

Φάνηκαν, επιτέλους, οι δεκάδες απέναντι κορυφές του ορεινού όγκου.

Αντικρίσαμε εικόνες που μας ήταν αδύνατον να δούμε όσο βρισκόμασταν μέσα σε δάσος στα χαμηλότερα επίπεδα του ορεινού όγκου.

Βλέπαμε εκείνες που κόντευαν τα 2.000 μέτρα υψόμετρο, τις χαμηλές.

Κοιτάζοντας πιο πέρα και ψηλότερα διακρίναμε τις άλλες, τις ψηλές, που ξεπερνούσαν τα 2.000 μέτρα.

Ξεχώριζαν καθαρά οι: ‘‘Χάλι’’ ή ‘‘Κιλιντέρκα’’ (υψ. 1.726 μ.), ‘‘Δόντι’’ (υψ. 2.146 μ.) και ένα τμήμα της κορυφής ‘‘Άσπρος Σβόλος’’ (υψ. 2.370 μ.).

Χαμηλά το χάος του ‘‘Ρέματος Λούτα’’.

Βρισκόμασταν κοντά στο χείλος της σχεδόν κάθετης πλαγιάς.

Το «ταξίδι» της ματιάς μας στα χαμηλά συνοδευόταν με ανάμεικτα συναισθήματα.

Η εικόνα του χάους του βάθους μάς προκαλούσε τρόμο και εκείνη του γκριζωπού ανάγλυφου της απέναντι βραχώδους πλαγιάς τη μαγεία, τον θαυμασμό.

Αλήθεια, ποιο μυστήριο θα κρύβει όλο εκείνο το χάος;;!!

Πόσες ιστορίες πολέμων θα «φωλιάζουν» σε κάθε σπιθαμή του;;!! (φωτ. 11 και 12).

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Το μονοπάτι σε βράχο, στενό και με πολλά σύντομα «ζιγκ-ζαγκ».

Η πορεία μας μέσα σε εναλλασσόμενα δάση…πεύκου, οξιάς, μεικτής βλάστησης.

Στα δεξιά μας η απότομη δενδροκαλυμμένη πλαγιά και στα αριστερά μας το χάος της ρεματιάς (φωτ. 13, 14, 15).

Συνεχίζαμε ανεβαίνοντας υψομετρικά.

Βγαίνοντας από το πευκοδάσος η εικόνα τελείως διαφορετική.

Το τοπίο καμιά σχέση με τα προηγούμενα που περάσαμε.

Κυριαρχούσε η οξιά και όλο το γύρω περιβάλλον ήταν καλυμμένο από πεσμένα χρυσοκαφετί χρωματισμού φύλλα.

Εικόνες καθαρά φθινοπώρου.

Πατούσαμε στα μαλακά και το θρόϊσμα των ξηρών φύλλων διέκοπτε σε κάθε πάτημά μας την σιωπή του δάσους.

Προσπερνούσαμε μεγαλόκορμες οξιές που είχαν στους κορμούς τους χαραγμένους συμβολισμούς από ερωτευμένους, από περαστικούς περιπατητές, από εκείνους που πολέμησαν στην περιοχή κ.α.

Βλέπαμε διάφορες παραστάσεις, διάφορα σύμβολα, βέλη, καρδιές, ονόματα, ημερομηνίες.

Σε κάποιον διάβασα: « 1957 » !!! ( φωτ. από 16 έως και 19).

Κοντεύαμε στο σημείο του προορισμού μας, εκεί που θα ολοκληρώναμε τον προγραμματισμένο κυριακάτικο σκοπό μας.

Παρατηρούσα τον προπορευόμενο αρχηγό μας να ανηφορίζει πλέον αργά και πριν φτάσουμε στο κλασικό μονοπάτι για την κορυφή ‘‘Σοκόλ’’ τον είδα να σταματά κοντά σε ένα δένδρο οξιάς.

‘‘Εδώ, σε αυτό το σημείο του έκλεισα τα μάτια.’’, κατάφερε να ψελλίσει με τρεμάμενη φωνή.

Στα 1.600 περίπου μέτρα υψόμετρο δάκρυσα.

Δάκρυσα για το φιλαράκι μας που δεν ήταν πια κοντά μας και συγκινήθηκα βλέποντας τον 86χρονο Τοτό να περιγράφει τις στιγμές εκείνες, του χαμού του συνοδοιπόρου μας, σαν να τις ζούσε για δεύτερη φορά.

‘‘Θα του φτιάξουμε έναν πρόχειρο σταυρό.’’, είπε και άρχισε να ψάχνει για κλαδιά.

Τον φτιάξαμε για τον συνοδοιπόρο μας, τον συνάδελφό μου στην Υπηρεσία για πολλά χρόνια, για τον συνοδοιπόρο μου για χρόνια στο Άγιον Όρος -που το «οργώσαμε» κυριολεκτικά-, για τον «εξομολόγο» μου, για τον ιδρυτή της ορειβατικής ομάδας μας (είναι ο «νονός» της ονομασίας της)…μα, πάνω απ’ όλα για το φιλαράκι μας !!

Η καρδιά τον είχε προδώσει εδώ, στα 1.600 μέτρα υψόμετρο, στη θέση που η αγαπημένη του Φύση «αποφάσισε» να τον «κρατήσει» για πάντα κοντά Της. Να τον «έχει» παντοτινά κοντά Της επειδή την λάτρευε, επειδή την επέλεγε σαν «καταφύγιο» εξωτερίκευσης των «θέλω» του, επειδή προτιμούσε την «αγκαλιά» Της να ικανοποιεί τις επιθυμίες του μακριά από τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας.

Έχει «φροντίσει» η Φύση να «δημιουργήσει» ένα μαλακό στρώμα φτιαγμένο από χρυσοκαφετί χρωματισμού φύλλα για να ακουμπήσει το σώμα του Θανάση (φωτ. 20, 21, 22).

Στη συνέχεια ανεβήκαμε μέχρι το κλασικό μονοπάτι, που απείχε 20 μόλις μέτρα από τον σταυρό που φτιάξαμε.

Εκεί, δίπλα στην οξιά και στην άκρη του γκρεμού, τοποθετήσαμε την πινακίδα για να την βλέπουν οι ορειβάτες, που θα ανηφορίζουν ή θα επιστρέφουν από την κορυφή, και να σταματούν στο σημείο για λίγα δευτερόλεπτα και να τον χαιρετούν.

Η κίνησή μας αυτή είναι το ελάχιστο που μπορούσαμε να σκεφτούμε για τον άνθρωπο Θανάση με ομορφιά ψυχής (φωτ. 23, 24, 25).

Μόλις στερεώσαμε την πινακίδα και τοποθετήσαμε δίπλα της ένα μπατόν αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε μέχρι την κορυφή.

Είχαμε στη διάθεσή μας τον απαιτούμενο χρόνο και μάς το επέτρεπε εκείνη την ώρα ο καιρός.

Το αποφασίσαμε για να κλείσουμε έτσι τη μέρα μας, ολοκληρώνοντάς την  και με την ανάβασή μας στα 1.827 μέτρα υψόμετρο.

Ξεκινήσαμε.

Στον ουρανό τα σύννεφα κάνανε παιχνιδάκια.

Πηγαινοέρχονταν, σμίγανε, αραιώνανε και πάει λέγοντας.

Οι κινήσεις μας γρήγορες.

Ανηφορίζαμε το βραχώδες κομμάτι πριν την κορυφή.

Η ανάβαση απαιτητική.

Παντού σημάδια πολέμων.

Στο πέρασμά μας προσπερνούσαμε σκαμμένα ορύγματα, χαλάσματα κτισμάτων από την εποχή του πολέμου.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην κορυφή.

Βρεθήκαμε στα 1.827 μέτρα υψόμετρο.

[Στη μνήμη του Θανάση χρησιμοποιώ παλαιότερη φωτογραφία] (φωτ. 26)

Πατήσαμε τα Ελληνοσκοπιανά σύνορα.

Από την κορυφή ‘‘Γεράκι’’ ή ‘‘Σοκόλ’’, με την χαρακτηριστική σπηλιά  -δημιουργία από ανθρώπινο χέρι, η θέα καταπληκτική.

Εκτός από την χαρακτηριστική σπηλιά στην κορυφή υπάρχουν ορύγματα και κάποια ερείπια κτισμάτων  -ένα από αυτά είχε χρησιμοποιηθεί σαν Νοσοκομείο στα χρόνια του πολέμου.

Οι εικόνες από ψηλά απερίγραπτες.

Πολυχρωμία, χρώματα φθινοπώρου, ζωγραφιά της…φύσης-δημιουργού.

Κοιτάζοντας προς τον βορά βλέπαμε τις περιοχές των Σκοπίων.

«Ταξιδεύοντας» το βλέμμα μας στα δεξιά, ακολουθώντας τη συνορογραμμή, η ματιά μας «σκόνταφτε» στην κορυφή ‘‘Καραούλι’’ που «έκρυβε» την ‘‘Καλή Πεδιάδα’’ ή ‘‘Ντόμπρο Πόλε’’.

Πίσω μας τα δάση οξιάς και στο βάθος οι περιοχές της Αριδαίας του Νομού Πέλλας.

Αριστερά μας όλος σχεδόν ο ορεινός όγκος του ‘‘Βόρα’’ με την άγρια ομορφιά του.

Του βουνού με τα πευκοδάση του να καλύπτουν τις χαμηλότερες κορυφές του.

Και πιο πάνω από αυτές ξεχώριζαν οι ψηλότερες, οι γυμνές από βλάστηση.

Και στο βάθος, ακόμη πιο ψηλά, βλέπαμε να ασπρίζει ένα μικρό τμήμα, που στη θέα του νόμιζες ότι άγγιζε τον ουρανό.

Ήταν εκείνο της ψηλότερης όλων, της  ‘‘Πρ. Ηλίας’’ ( υψ. 2.524 μ.).

Και τέλος χαμηλά, κάτω από τα πόδια μας, βλέπαμε το ‘‘Ρέμα Λούτα’’ (φωτ. 27, 28, 29).

Στον ουρανό εμφανίστηκαν σύννεφα «φορτωμένα» με το βαρύ φορτίο που κάποια στιγμή θα το «ξεφόρτωναν» στον ορεινό όγκο που βρισκόμασταν.

Έπρεπε να βιαστούμε.

Φωτογραφίες και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής.

Η κατηφορική πορεία μας απαιτούσε προσοχή και δύναμη στα γόνατα.

Η διαδρομή γνώριμη και οι εικόνες που αντικρίζαμε αυτή τη φορά διέφεραν από τις προηγούμενες ως προ τη γωνία φωτισμού τους.

Άρχισε να ψιχαλίζει.

Φτάσαμε στην πινακίδα που είχαμε τοποθετήσει νωρίτερα.

Αποχαιρετήσαμε τον Θανάση.

Στη συνέχεια περάσαμε από το σημείο που τον πρόδωσε η καρδιά του.

Με το: ‘‘Αιωνία σου η μνήμη παλιέ μας συνοδοιπόρε’’, συνεχίσαμε την κατηφορική πορεία μας.

Η ψιχάλα σταμάτησε.

Ο καιρός με τα παιχνιδάκια του.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο αυτοκίνητο.

Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της η κυριακάτικη δραστηριότητά μας με την πραγματοποίηση του σκοπού ( τοποθέτηση της πινακίδας) και την επίτευξη του στόχου (ανάβαση στην κορυφή).

Άλλη μία ορειβατική δραστηριότητά μας, με τον ιδιαίτερο -αυτή τη φορά- χαρακτηριστικό και τον ξεχωριστό της σκοπό, προστέθηκε στο «ορειβατικό μας βιογραφικό».

Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε τα πράγματά μας στο τζίπ και με ανάμεικτα συναισθήματα πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας στην Βέροια.

‘‘Είναι φορές που θα θέλεις κάποιες στιγμές να γυρίσουν πίσω, να ζήσεις ξανά τις πιο ωραίες σου  στιγμές που βίωσες με ανθρώπους με ομορφιά ψυχής.

  Εκείνους δηλαδή που σου άφησαν κάποιο στίγμα με το πέρασμά τους.

  Μα, δυστυχώς δεν θα μπορείς !!  Δεν θα σου το επιτρέπει η Μοίρα !!

  Το μόνο που θα μπορέσεις θα είναι…να κρατήσεις αυτές τις στιγμές βαθειά μες την καρδιά σου για πάντα.

  Αντίο Θανάση, φίλε μου.’’ (Αλέξανδρος) [φωτ. 33]

banner-article

Ροη ειδήσεων

Ο Λόμπο