Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527): Οι διωγμοί εναντίον των αιρετικών στη διάρκεια της βασιλείας του
Μέρος Β΄
Η στρατηγική, που εφάρμοσε ο Ιουστίνος Α΄ (518 – 527) στην εκκλησιαστική του πολιτική, εγκαινιάζει μία νέα περίοδο στη θρησκευτική ζωή της αυτοκρατορίας. Ο γέρος αυτοκράτορας – ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 68 ετών – ο οποίος ήταν πιστός οπαδός του Συμβόλου της Χαλκηδόνας, εγκατέλειψε τη συμβιβαστική (Ζήνων) και τη φιλοαιρετική (Αναστάσιος) πολιτική των προκατόχων του. Προσπάθησε να εγκαθιδρύσει – ουσιαστικά να επαναφέρει – ένα εκκλησιαστικό καθεστώς, το οποίο θα διεπόταν αμιγώς από της αρχές της ορθόδοξης πίστης. Απόρροια της τακτικής, που υιοθέτησε ο Ιουστίνος, ήταν μία σωρεία ανελέητων διωγμών εναντίον των αιρετικών επισκόπων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την προσωρινή καταστολή της φανατικής δράσης των μονοφυσιτών αλλά ταυτόχρονα σήμανε και την οριστική πλέον αποκοπή των ανατολικών επαρχιών από τον κεντρικό κορμό της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, ο Ιουστίνος εξέδωσε μία σειρά νομοθετικών διαταγμάτων κατά των αιρετικών, οριοθετώντας την επίσημη κυβερνητική πολιτική πάνω στο επίμαχο εκκλησιαστικό πρόβλημα, το οποίο και παρέμενε φλέγον.
Οι ενέργειες αυτές με σαφήνεια πιστοποιούν τις σταθερές πλέον πολιτικές επιλογές και επιδιώξεις της της βυζαντινής κυβέρνησης. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ήταν πλέον επιτακτική η ανάγκη να επιτευχθεί μία συνολική – κατά το δυνατό – πολιτική ενοποίηση, προκειμένου να παγιωθεί η βυζαντινή επιρροή και κυριαρχία στη δύση. Η μεγάλη ρωμαϊκή ιδέα του orbis terrarum συνιστούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής και παράλληλα το έρεισμα για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας στην ιστορική της οντότητα.
Σε καμία περίπτωση το προϋπάρχον εκκλησιαστικό status δεν ευνοούσε την υλοποίηση αυτού του μακρόπνοου σχεδιασμού. Το οικουμενικό όραμα της reconquista – της ανασύστασης δηλαδή της ρωμαϊκής οικουμένης, του πάλαι ποτέ orbis terrarium – προϋπέθετε την αποκατάσταση στις σχέσεις της ανατολικής με τη δυτική εκκλησία.
Εμπνευστής και συντονιστής του μηχανισμού αποκατάστασης ήταν φυσικά ο Ιουστινιανός. Ο διορατικός και φιλόδοξος ανιψιός του αυτοκράτορα κατηύθυνε ως κινητήριος μοχλός την πολιτική του θείου του. Η συμβολή του υπήρξε καθοριστική, καθώς έθεσε τα θεμέλια της της πολιτικής αντίληψης και πρακτικής, ιδίως σε τομείς επίμαχους και περίπλοκους.
Το εκκλησιαστικό ζήτημα απαιτούσε επιμονή, εγρήγορση, ευστροφία και λεπτούς χειρισμούς. Η οριστική διευθέτησή του ήταν προϊόν των μεθοδεύσεων του Ιουστινιανού. Άλλωστε ο Ιουστίνος δε θα είχε πιθανόν τη δυνατότητα να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην επίλυση ανάλογων, σύνθετων προβλημάτων εξαιτίας της προχωρημένης του ηλικίας, της ελλιπούς παιδείας και των περιορισμένων διοικητικών του προσόντων[1].
Σε αυτήν την κρίσιμη φάση επιχειρήθηκε να δοθεί στο εκκλησιαστική δυστοκία μία δυναμική και τελεσίδικη λύση. Ασφαλώς η συγκεκριμένη επιλογή δεν ήταν η προσφορότερη, εφόσον ενέτεινε την κρίση και διόγκωνε το θρησκευτικό φανατισμό της ανατολικές επαρχίες του κράτους. Κάτω της από της συνθήκες, που υπαγορεύτηκε εκτιμήθηκε ως η πλέον ρεαλιστική επιλογή[2]. Το εξεταζόμενο αντικείμενο καθαυτό αφορά της διωγμούς εναντίον των αιρετικών, κυρίως των μονοφυσιτών, που εξαπολύθηκαν από τον Ιουστίνο. Επειδή της βρίσκεται σε οργανική σχέση τόσο με της αποφάσεις που επέτρεψαν την προσέγγιση των δύο εκκλησιαστικών κέντρων, όσο και με την αυτοκρατορική νομοθεσία κατά των αιρετικών, κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν κατ’ αρχάς και συνοπτικά αυτά τα δύο στάδια της εκκλησιαστικής πολιτικής του αυτοκράτορα.
- Αποκατάσταση της σχέσεις των εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης
Η κυριότερη πηγή, η οποία συντελεί στο να διαγνώσουμε το κλίμα
που επικρατούσε και γενικότερα της συγκυρίες, κάτω από της οποίες εξελίχτηκαν και τελικά βελτιώθηκαν οι σχέσεις των δύο εκκλησιών σε αυτήν την περίοδο είναι μία σειρά επιστολών που αντηλλάγησαν ανάμεσα στον πάπα Ορμίσδα και τον Ιουστίνο,τον πατριάρχη Ιωάννη και τον Ιουστινιανό. Μία πρώτη απόπειρα προσέγγισης ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη σημειώθηκε την 1η Αυγούστου του 518, όταν ο Ιουστίνος, τρεις εβδομάδες μετά την ανάρρησή του στο θρόνο του κράτους, απέστειλε επιστολή στον Ορμίσδα, για να αναγγείλει την ενθρόνισή του[3].
Πέντε εβδομάδες αργότερα, της 7 Σεπτεμβρίου, ο comes sacri consistorii Gratus, έφευγε από την πρωτεύουσα ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος, προκειμένου να διαβιβάσει στον πάπα τρεις επιστολές. Η πρώτη ήταν του πατριάρχη Ιωάννη[4], η δεύτερη του ίδιου του αυτοκράτορα[5] και η τρίτη και πλέον ενδιαφέρουσα του Ιουστινιανού[6]. Στις επιστολές τους προς τον Ορμίσδα τόσο ο Ιουστίνος όσο και ο Ιωάννης ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την αποστολή παπικών αντιπροσώπων, ενώ ο Ιουστινιανός προέτρεπε – αν όχι απαιτούσε από – τον πάπα να έρθει ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη, το συντομότερο δυνατό[7]. Στην απάντησή του προς τον αυτοκράτορα[8] και τον πατριάρχη[9] εξέφραζε την ικανοποίησή του για αυτήν την καίρια πρωτοβουλία των ανατολικών, επαινούσε την ακλόνητη πίστη της στο δόγμα της Χαλκηδόνιας συνόδου[10] και τους παρότρυνε να εργαστούν συστηματικά και υπεύθυνα για την οριστική επικράτηση της ορθοδοξίας, τη σταθεροποίηση της ηρεμίας και της θρησκευτικής ομαλότητας της κόλπους της ανατολικής εκκλησίας.
Στο ίδιο πνεύμα καλής θέλησης και αμοιβαιότητας εντάσσεται και η αποστολή παπικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη τον Ιανουάριο του 518. Οι δυτικοί αντιπρόσωποι, με επικεφαλής τον Αλεξανδρινό διάκονο Διόσκορο, άτομο με εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες και την απόλυτης εμπιστοσύνης του Ορμίσδα, κατέφτασαν στην πρωτεύουσα, με σκοπό να διαπραγματευτούν μία ενδεχόμενη επανασύνδεση των δύο εκκλησιών. Σύμφωνα, λοιπόν, με της επιταγές του libellus[11] διαγράφονταν από τα εκκλησιαστικά δίπτυχα, τον ίδιο κιόλας μήνα, τα ονόματα του Ακακίου και των τεσσάρων διαδόχων του, καθώς και τα ονόματα των αυτοκρατόρων Ζήνωνα και Αναστασίου[12]. Υπήρξε αδιαφιλονίκητη επιτυχία των ανατολικών η διατήρηση της αμφισβήτησης του παπικού πρωτείου στη χριστιανική εκκλησία, εφόσον οι δυτικοί αναγκάστηκαν πλέον να αναγνωρίσουν τον ΚΗ΄ κανόνα της Δ΄ οικουμενικής συνόδου. Της 23 Μαρτίου του 519 αιρόταν επιτέλους το Ακακιανό σχίσμα, τερματίζοντας τυπικά την κρίση, που είχε οδηγήσει σε αποξένωση της δύο εκκλησίες για διάστημα τριάντα ετών.
Το κλίμα εγκαρδιότητας και αγαθής συνεργασίας διατηρήθηκε και μετά το θάνατο του Ορμίσδα, το 523. Ο διάδοχός του Ιωάννης Α΄ έφτασε το 525 στην Κωνσταντινούπολη, όπου και του επιφυλάχτηκε λαμπρή υποδοχή. Για πρώτη φορά ο επίσκοπος της ρωμαϊκής εκκλησίας επισκεπτόταν τη νέα πρωτεύουσα του κράτους. Ο Ιωάννης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη για περισσότερο από πέντε μήνες, όπου μάλιστα τα Χριστούγεννα του 525 και το Πάσχα του 526 τέλεσε τη θεία λειτουργία στην Αγία Σοφία[13].
Οι απόπειρες του Ιουστίνου για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τη δύση υπήρξαν επιτυχείς και αποτελεσματικές.
——————————-
Σημείωση Φαρέτρας: Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 2ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 3ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 4ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 5ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 6ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 7ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 9ο από τα δέκα μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 20 Ιουνίου.
================================
[1] Βλ σχετικά Λουγγή, σ.152-153 και Θεοχαρίδη σ. 247-250, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «καθ’ όλην την βασιλείαν του Ιουστίνου εμφανίζεται όπισθεν των πολιτικών πράξεων ο Ιουστινιανός, ιδίως όμως κατά τα τελευταία επτά έτη δρα πλέον εις το προσκήνιον της ιστορίας.» Και ο Ostrogorsky, σ. 134, προβαίνει σε μία ανάλογη, γενικευτική παρατήρηση : «Στον Ιουστινιανό, όμως, οφείλεται η εγκατάλειψη της μονοφυσιτικής πολιτικής του Αναστασίου, καθώς και η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τη Ρώμη, πράγμα που ήταν αναγκαία προϋπόθεση, για την πραγματοποίηση των πολιτικών του στόχων στη δύση». Τέλος πρβλ. τη γνώμη του Vasiliev,Justin I, σ. 135, ο οποίος καταλήγει: «Ι entirely agree with the opinion that from the accession of Justin in 518 to the death of Justinian nearly fifty years later, the ecclesiastical policy was Justinian’s own».
[2] Για τον Ιουστίνο, όπως αργότερα και για τον Ιουστινιανό, οι οποίοι ήταν κατ’ ουσία ρωμαίοι αυτοκράτορες, η αναθέρμανση των σχέσεων με τη δυτική εκκλησία συνιστούσε ζήτημα εθνικής αυτογνωσίας και πολιτικής αυτοσυνειδησίας. Κατά συνεκδοχή ήταν και εθνική ευθύνη. Το όραμα της reconquista, που διαπνεόταν από τη μακραίωνη οικουμενική παράδοση της pax romana αποτελούσε βασικό άξονα αναφοράς στην εξωτερική πολιτική του κράτους (Πρβλ, Arweiller, σσ 23-24). Υπό αυτό το πρίσμα υπαγορεύτηκε η στρατηγική των σκληρών διωγμών στις ανυπότακτες ανατολικές επαρχίες, με μοναδική εξαίρεση την Αίγυπτο, η οποία εξαιτίας της οικονομικής της σπουδαιότητας για το κράτος, απολάμβανε ανέκαθεν την εύνοια της βυζαντινής κυβέρνησης. Υπήρξε ο σημαντικότερος σιτοβολώνας της αυτοκρατορίας. Εξάλλου η εκκλησιαστική επανασύνδεση Κωνσταντινούπολης και Ρώμης ήταν κρίσιμη, εφόσον λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα για την κρατική συσπείρωση και συμπαράταξη των κατοίκων του δυτικού και του ανατολικού τμήματος του κράτους και τη συνακόλουθη διαφοροποίησή τους από τους Γότθους, οι οποίοι δεν έπαυσαν ποτέ να αποτελούν τους βάρβαρους κατακτητές. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει και ο Καραγιαννόπουλος («Ιστορία του βυζαντινού κράτους», τόμ. Α΄, σ. 378) με αυτόν τον τρόπο ο Γότθος «από σύνοικος μετεβάλλετο και πάλιν εις ξένον κατακτητήν». Έτσι δικαιολογείται, τέλος, η κατηγορηματική άρνηση του Ιουστίνου να εγγυηθεί για τη θρησκευτική ελευθερία των αρειανών Γότθων, όταν ο πάπας Ιωάννης Α΄ μεταβίβαζε στον αυτοκράτορα το ανάλογο αίτημα του Γότθου βασιλιά Θευδέριχου. Βλ. σχετικά Θεοχαρίδη, σ. 248 και Vasiliev, Justin I, σσ 217-218.
[3] Collectio Avellana, αρ. 141, σ. 586. Επίσης βλ. Migne, Patrologia Latina, τόμ. LXIII, σ. 426, «Epistola Justini imperatoris ad Hormisdam». Όπως παρατηρεί και ο Vasiliev, Justin I, s. 162, σε αυτήν του την επιστολή ο Ιουστίνος τονίζει του τρεις εκείνους παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά στην άνοδό του στην εξουσία. Πρόκειται για τους αξιωματικούς των ανακτόρων, τη σύγκλητο και τον αυτοκρατορικό στρατό. Ο λαός – άρα και οι δήμοι – δεν αναφέρονται πουθενά!
[4] Collectio Avellana, αρ. 146, σσ 591-592 και Migne, PL, τ. LΧΙΙΙ, σ. 428.
[5] Collectio Avellana, αρ. 143, σσ 587-588 και Migne PL,τ. LXIII, σ. 428.
[6] Collectio Avellana, αρ. 147, σσ 592-593.
[7] Πρβλ. σχετικά και το Vasiliev, Justin I, σ. 164, όπου επισημαίνεται ότι: «…Justinian rather categorically asks him to come personally without delay, as if anticipating his future autocratic policy forwards pope Vigilius, who later was summoned to Constantinople by emperor and forced to remain there for more than seven years».
[8] Collectio Avellana, αρ. 142, σσ 586-587.
[9] Όπως μας πληροφορεί ο Vasiliev, Justin I, σσ 169-170, η απάντηση του Ορμίσδα στην επιστολή του Ιουστινιανού δεν έχει διασωθεί ή τουλάχιστον δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη.
[10] Σύμφωνα με το Λουγγή, σ. 148, ο πατριάρχης Ιωάννης, ο οποίος κατέλαβε την επισκοπική έδρα της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη του Πάσχα στις 17 Απριλίου του 518, λίγους μήνες δηλαδή μετά το θάνατο του Αναστασίου, ήταν, όπως και οι προκάτοχοί του, επίσης μονοφυσιτικών τάσεων. Μάλιστα, η πρώτη του εμπειρία σε αυτήν τη θέση υπήρξε μία σφοδρή διαδήλωση κατά των μονοφυσιτών της πρωτεύουσας, την οποία και κατόρθωσε να παρακάμψει, χωρίς δυσάρεστα επακόλουθα. Προφανώς, η παραμονή του στον επισκοπικό θρόνο, όπως και η κατοπινή του μεταστροφή και ο συμβιβασμός στις δογματικές του πεποιθήσεις, οφείλεται σε δυναμική παρέμβαση του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού.
[11] Ο libellus ήταν μία παπική φόρμουλα, ένα υπόμνημα που καταδίκαζε ρητά όλες τις αιρέσεις. Απέρριπτε το «Ενωτικό» και καταδίκαζε τον Ακάκιο , καθώς και τους τέσσερις διαδόχους του. Σύμφωνα με το Vasiliev, Justin I, s. 167, η αποδοχή του libellus από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και όλους τους επισκόπους της αυτοκρατορίας κρινόταν ως αναγκαία συνθήκη για την επανασύνδεση των δύο εκκλησιών.
[12] Βλ. σχετικά και Frend, σσ 243-245.
[13] Βλ. σχετικά Vasiliev, σσ 215-217και Bury,τ. ΙΙ, σ. 157. Πρβλ. επίσης Θεοχαρίδη, σ. 248.