Άρθρα Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα

“Ρώμη… ρωμαλέα!” (γ’) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Ο «Ευνούχος» του Τερεντίου παρουσιάστηκε στο ρωμαϊκό κοινό το 161 π.Χ. Υπήρξε η πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Πρότυπό του – τι άλλο; – η ομώνυμη κωμωδία του Μενάνδρου. Ωστόσο στέκεται αυτοδύναμα. Δεν υποκλέπτει. Στο διάλογο που ακολουθεί ο Χαιρέας αφηγείται στο φίλο του Αντιφώντα πώς προσπάθησε να αποπλανήσει την Παμφίλη. Η αθηναία Παμφίλη χαρίστηκε ως δώρο από κάποιο στρατιώτη στην ερωμένη του, την εταίρα Θαΐδα. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, διαφορετικά κοινωνικά δεδομένα! Εραστής της Θαΐδας είναι επίσης ο Φαιδρίας. Μικρότερος αδελφός του Φαιδρία είναι ο Χαιρέας, ο οποίος έχει ερωτευτεί κεραυνοβόλα την άπραγη Παμφίλη. Σε συνεργασία με έναν αδέξιο δούλο του, τον Παρμένωνα (οι περισσότεροι δούλοι, σύμφωνα και με τις επιγραφικές μαρτυρίες έφεραν αυτά τα ονόματα, όπως Παραμένων, Παράμονος κ.ο.κ) ο Φαιδρίας καταστρώνει ένα δόλιο σχέδιο: να μεταμφιεστεί σε ευνούχο, να εισέλθει κρυφά στο δωμάτιο της Παμφίλης, να την ξεγελάσει και να επιχειρήσει – ακόμη ίσως και παρά τη θέλησή της – να έρθει σε ερωτική επαφή μαζί της. Ουσιαστικά πρόκειται για εξαπάτηση και βιασμό! Η ηθική κάθε εποχής ασφαλώς το απορρίπτει. Σήμερα είναι απαράδεκτο και άνομο. Πρόκειται ωστόσο για υπαρκτό μέγεθος, πέρα από τα όρια της ανεκτικότητας. Και ο δραματικός ποιητής δε φαίνεται να επιλέγει τον κοινωνικό στρουθοκαμηλισμό.

Η σκηνή αυτή, όπου περιγράφονται τα γεγονότα του εσωτερικού χώρου, παρουσιάζει πολύπτυχο ενδιαφέρον, φιλολογικό και θεατρολογικό. Ενόσω οι δούλες ετοιμάζουν το λουτρό για την Παμφίλη, ο Χαιρέας – ευνούχος τής κρατάει συντροφιά. Η κοπέλα είναι εφησυχασμένη, εφόσον δε γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα και ιδιότητα του παρευρισκομένου. Δύο διαπιστώσεις αποκτούν εδώ σημασία: 1. Ώσπου να ετοιμαστεί η Παμφίλη, ο Χαιρέας χαζεύει μία παράσταση στον τοίχο, που εικονίζει την ερωτική ένωση του Δία με τη Δανάη. Η συμβολική προέκταση είναι καταφανής. Περαιτέρω, συζητείται τόσο η «μορφωτική» επίδραση της ζωγραφικής στην παιδεία των νέων, όσο και η διαρκώς παρούσα επεξεργασία του μυθολογικού υλικού στο ελληνικό αλλά και το ρωμαϊκό θέατρο. 2. Η κοπέλα λούζεται και επιστρέφει χαλαρωμένη στο κρεβάτι της. Ο Χαιρέας, πάντα ως «ακίνδυνος» ευνούχος, ακολουθεί στο δωμάτιο, δήθεν για να της κάνει αέρα με μια βεντάλια, αμπαρώνει την πόρτα και γίνεται …ό,τι γίνεται. Στην ανόητη ερώτηση του Αντιφώντα «Και μετά;» ο Χαιρέας τον αποπαίρνει, αφού υπονοήσει ότι σαφώς εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Ακολούθως αλλάζει θέμα συζήτησης. Το υλικό του το χειρίζεται έξυπνα ο Τερέντιος, με ευγενή δεξιότητα. Δεν ξεπέφτει στην πορνογραφία!…  Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η παρενδυσία αποτελεί οργανικό στοιχείο τουν θεάτρου και κυρίως της κωμωδίας.

Αυτή είναι λοιπόν η σκηνή από το τέλος της τρίτης πράξης του έργου:

Χαιρέας

Παραγγέλλει λοιπόν [η Θαΐς] να μην την πλησιάσει κανένας άντρας [την Παμφίλη] και με διατάζει εμένα να μην απομακρυνθώ από κοντά της. Να μείνω μαζί της στα ενδότερα του σπιτιού. Κάνω νόημα «ναι» κοιτάζοντας με σεμνότητα τη γη.

 Αντιφών

Άθλιε!

Χαιρέας

«Εγώ» λέει «φεύγω για γεύμα». Πήρε μαζί της τις υπηρέτριες. Έμειναν λίγες νεοφερμένες κοπέλες που ήταν γύρω της. Αυτές αμέσως την ετοιμάζουν να λουστεί. Τις παρακινώ να βιαστούν. Όσο κρατούσε η προετοιμασία, η κοπέλα καθόταν στο δωμάτιο και κοίταζε έναν πίνακα ζωγραφικής, που είχε την εξής παράσταση: με ποιον τρόπο λένε έστειλε κάποτε ο Δίας στην αγκαλιά της Δανάης χρυσή βροχή. Άρχισα κι εγώ να τον κοιτάζω, κι επειδή κι εκείνος κάποτε είχε παίξει παρόμοιο παιχνίδι, ακόμη περισσότερο χαιρόταν η ψυχή μου, που ο θεός μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και μπήκε σε ξένη στέγη μέσα από το φεγγίτη, για να εξαπατήσει μια γυναίκα. Και ποιος θεός; «Αυτός που με τη βροντή σείει τα ψηλά δώματα του ουρανού». Εγώ το ανθρωπάκι να μην το έκανα; Έτσι λοιπόν έπραξα κι εγώ και μάλιστα με ευχαρίστηση. Ενώ αυτά αναλογιζόμουν, καλούν την κοπέλα να πλυθεί. Πήγε, λούστηκε, γύρισε. Έπειτα εκείνες την έβαλαν στο κρεβάτι. Στέκομαι περιμένοντας μήπως μου δώσουν καμιά άλλη εντολή. Έρχεται μία, «Ε! εσύ», λέει, «Δώρε [το όνομα του πραγματικού ευνούχου, καθόλου τυχαία επιλεγμένο…], πάρε αυτήν τη βεντάλια και καν’ της έτσι αεράκι, μέχρι να πλυθούμε. Μόλις πλυθούμε, αν θέλεις, πλύσου κι εσύ». Παίρνω τη βεντάλια θλιμμένος.

 Αντιφών

Τότε στ’ αλήθεια θα’ θελα πάρα πολύ να δω το ξεδιάντροπο το πρόσωπό σου, πώς στεκόσουν, να κρατάς κοτζάμ γάιδαρος μια τόση δα βεντάλια.

 Χαιρέας

Μόλις το’ πε αυτό, όλες τρέχουν έξω, πάνε να πλυθούν, κάνουν πολύ θόρυβο, έτσι όπως γίνεται, όταν λείπουν τα αφεντικά. Στο μεταξύ την κοπέλα την έπιανε ύπνος. Εγώ την παρακολουθώ λοξοκοιτάζοντας, έτσι κρυφά μέσα από τη βεντάλια. Συγχρόνως κοιτάζω ολόγυρα τα άλλα, αν είναι αρκετά ασφαλή. Βλέπω ότι είναι. Βάζω το σύρτη στην πόρτα…

Αντιφών

Και μετά;

Χαιρέας

Τι «και μετά», ηλίθιε;

Αντιφών

Έχεις δίκιο.

Χαιρέας

Θα έχανα εγώ μια τόσο μεγάλη ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε, τόσο σύντομα, τόσο ποθητή, τόσο αναπάντεχη; Τότε, μα τον Πολυδεύκη, θα ήμουνα στ’  αλήθεια αυτός που παρίστανα (= ευνούχος)[1].

Ο Έρως. Από τα περίφημα ψηφιδωτά στη ρωμαϊκή έπαυλη της Πάφου.

Ο ρεαλισμός του Τερέντιου είναι ωμός. Ακριβώς όπως το επιδέχεται η ελευθεριότητα της κωμωδίας ηθών. Εκείνος όμως που χειρίζεται τον ερωτικό λόγο με ευγένεια και αισθαντικότητα είναι ο Οβίδιος. Ο κορυφαίος λυρικός, όπως άλλωστε οι ομότεχνοί του ο Τίβουλλος, ο Προπέρτιος, ασφαλώς και ο Κάτουλλος, εξυμνούν τη γυναίκα και τη μετατρέπουν σε puella famosa.  Συγχρόνως επεξεργάζεται ποιητικά το μύθο. Με το έργο του τον επικυρώνει ως αναδημιουργία. Στις «Μεταμορφώσεις» του δίνει νέο αισθητικό βάρος στην πολύτιμη αυτή κληρονομιά. Το αποτέλεσμα είναι λυρικός λόγος υψηλής ποιότητας. Εντυπωσιακό παράδειγμα αποτελεί η μεταμόρφωση της νύμφης Δάφνης. Κάποια στιγμή στην καταπράσινη κοιλάδα των Τεμπών πρόσεξε την κοπέλα ο Απόλλων, την ερωτεύτηκε ακαριαία και άρχισε να την κυνηγά. Εκείνη έσπευσε να απομακρυνθεί και…

«Στάσου» ικέτευε ο Απόλλωνας. Εκείνη το’ βαλε στα πόδια,

άφηκε πίσω το θεό και του θεού ανώφελα τα λόγια.

Ξοπίσω εκείνος έτρεξε. «Δάφνη, σταμάτα, σ’ αγαπώ – κι εξάλλου

δεν είμαι ο οποιοσδήποτε: είμαι ο γιος του Δία του μεγάλου.

Είμαι προφήτης, ξέρω τα μελλούμενα, ξέρω τα περασμένα˙

 υπόψιν είμαι και γιατρός – κι ας μη μπορώ να γιατρευτώ από σένα».        Του κάκου˙ δεν τον άκουγε. Σαν άνεμος ξεχύθηκε στα όρη,

ανέμιζαν στις αύρες τα μαλλιά και φάνταζε πιο όμορφη η κόρη.

Δεν άντεξε άλλο ο θεός του πόθου στην καρδιά του το δρολάπι –

 γρήγορη από φόβο αυτή, πιο γρήγορος εκείνος από αγάπη.

Την πρόφτασε˙ η κοπελιά εσήκωσε τα χέρια στον αγέρα:

«Η ομορφιά με κάνει ποθητή˙ άλλαξε τη μορφή μου, ω πατέρα!»

Δεν πρόκαμε το λόγο της να πει, πάγωσε η κίνησή της,

φυτρώνει φλούδα ολόγυρα και φυλλωσιά ψηλά στην κεφαλή της˙

σαν γιασεμί τα χέρια της, όμως τα χέρια είναι τώρα κλώνοι,

έγινε το κορμάκι της κορμός και σαν κορμός μέσα στη γης ριζώνει.

Εκείνος την αγκάλιασε˙ φιλούσε ξύλο, δε φιλούσε στόμα

κι αφουγκραζόταν μέσα στον κορμό μια καρδιά που χτύπαγε ακόμα.

«Οι μοίρες δεν το έστερξαν˙ δε σ’ έκανε γυναίκα του ο Απόλλων˙

αλλά σα δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά θα’ σαι δική του

στους αιώνες των αιώνων.»[2]

Ο Μπερνίνι (1598 – 1680) απαθανατίζει μοναδικά τον Απόλλωνα και τη Δάφνη
την κρίσιμη στιγμή της μεταμόρφωσής της. Ρώμη, Villa Borghese.

Στις παρυφές της γραμματείας υπάγεται και το κειμενικό είδος της επιστολογραφίας. Δυνητικά ενέχει λογοτεχνικές αξιώσεις . Συγχρόνως απαιτεί μία ειδική τεχνογνωσία.  Η προσδοκία εν προκειμένω αφορά τη σύμφυση με την κοινωνική πραγματικότητα και την τυχόν λογοτεχνική της αποτύπωση[3]. Σε αυτό το πεδίο διακρίνεται ο Πλίνιος ο Νεότερος. Διέπρεψε ως δικηγόρος χάρη στην ευφράδειά του. Ασχολήθηκε ενεργά με τη διοίκηση ακολουθώντας  πετυχημένη σταδιοδρομία. Οι επιστολές του είναι περίτεχνα γραμμένες. Παρόλο που τηρούνται οι τυπολογικοί κανόνες της αλληλογραφίας, επίσημης ή ανεπίσημης, ωστόσο δεν παρουσιάζουν την ακαμψία της συμβατικότητας. Προπάντων παρέχουν πολύτιμα ντοκουμέντα για την εποχή τους. Ως αυτόπτης μάρτυρας έζησε, στην εφηβεία του, την καταστροφή της Πομπηίας μετά την έκρηξη του Βεζουβίου το 79 μ.Χ. Μέσα στον ορυμαγδό έχασε προσφιλή του πρόσωπα. Περιγράφει το σκληρό βίωμα με δύναμη και ακρίβεια. Η ματιά του είναι ευθύβολη. Δεν παρασύρεται σε λεκτικές υπερβολές και ακροβασίες. Προφανώς  από σεβασμό στη μνήμη[4].

Ρώμη. Κατακόμβη με συρταρωτούς τάφους των πρώτων χριστιανών μαρτύρων.

Ο Πλίνιος το 111 μ.Χ ανέλαβε το αξίωμα του επάρχου της Βιθυνίας και  του Πόντου. Από τα τεκμήρια της πλούσιας επιστολογραφίας του, τα σημαντικότερα, κατά την κρίση μου, σχετίζονται με όσα καταγράφονται σχετικά με την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Η νέα θρησκεία κερδίζει διαρκώς έδαφος, αν και τελεί – έστω και ατύπως – υπό διωγμό. Ο ζόφος των ημερών, οι κατατρεγμοί, τα κατηγορητήρια εναντίον των Χριστιανών, βασισμένα σε ψευδείς ή ατεκμηρίωτες καταγγελίες, όλα αυτά αποτυπώνονται με ενάργεια. Κέντρο βάρους εδώ αποτελούν δύο επιστολές επίσημου χαρακτήρα. Στην πρώτη ο Πλίνιος, απευθυνόμενος στον Τραϊανό, περιγράφει τα μέτρα που εφάρμοσε εναντίον των καταγγελθέντων οπαδών της νέας πίστης. Οι ποινές, που επέβαλε, υπήρξαν αυστηρές. Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο αφορά το δεύτερο γράμμα, όπου σώζεται η απάντηση του Τραϊανού. Ο αυτοκράτορας συστήνει ηπιότητα και επιεικείς αποφάσεις. Τουλάχιστον απέναντι στις ανώνυμες καταγγελίες. Το δόγμα της περίφημης clementia προτάσσεται. Άλλωστε ο χριστιανισμός διαδίδεται με τόση ταχύτητα, που δε θα είχαν νόημα τέτοιες συμπεριφορές εκ μέρους των αρχών. Ακόμη και οι συστηματικοί διωγμοί, σε βάθος χρόνου, δεν απέδωσαν. Ιστορικά η συνθήκη έχει μεταβληθεί αναπότρεπτα…[5]

Τουλάχιστον εδώ και τριανταπέντε χρόνια, οι μαθητές θεωρητικών σπουδών στα Γενικά Λύκεια έρχονταν σε επαφή με τη λατινική γλώσσα μέσα από το ίδιο σχολικό εγχειρίδιο. Πρόκειται για το ανθολόγιο των Γ. Σαββαντίδη και Μ. Πασχάλη. Περιέχει κείμενα αυθεντικά σε απλοποιημένη διασκευή ή εξολοκλήρου κατασκευασμένα – ανάλογα με τη διδακτική σκοπιμότητα κατά περίπτωση. Το πρώτο από αυτά τα κείμενα αναφερόταν στον Οβίδιο. Ξεκινούσε με τη δήλωση Ovidius poeta in terra Pontica exulat. Epistulas Romam scriptitat” (= «Ο Οβίδιος, ο ποιητής, είναι εξόριστος στη γη του Πόντου. Γράφει συχνά επιστολές στη Ρώμη»). Καθώς οι εποχές αλλάζουν – η διδασκαλία των λατινικών έχει, προς ώρας[6], μετατοπιστεί από το υποχρεωτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα μαθήματα επιλογής – αλλά και επειδή η δική μου η γενιά από την ίδια πηγή άντλησε τα πρώτα νάματα της λατινομάθειας, ας αφιερωθεί σε αυτόν το δύσμοιρο τον Οβίδιο ο επίλογος. Με αγάπη και νοσταλγία. Το επιβάλλουν λόγοι συναισθηματικοί.

Τι είχε κάνει, τέλος πάντων, ο κορυφαίος λυρικός που τον οδήγησε στην εξορία; Ο Αύγουστος τον εκτόπισε στην Τόμι της Μαύρης Θάλασσας (σημ. Κωστάντζα της Ρουμανίας). Εκεί στις εσχατιές της αυτοκρατορίας, στην περιοχή των βάρβαρων Γετών, ο ποιητής συνθλίβεται. Δεν ξέρουμε με ακρίβεια ποιοι λόγοι επέβαλαν μια τόσο αυστηρή τιμωρία. Πιθανότατα, όπως συνάγεται από εσωτερικά στοιχεία της παρούσας επιστολής, η ερωτική ποίηση του Οβίδιου ενόχλησε. Θα θεωρήθηκε ιδιαζόντως τολμηρή και επίφοβη για τα χρηστά ήθη των νέων. Είναι η εποχή του αυστηρού εξορθολογισμού του κράτους και η τέχνη, κατ’ εντολή του ίδιου του αυτοκράτορα, επικουρεί το πρόγραμμα της πολιτικής του προπαγάνδας. Στους ολοκληρωτισμούς η προσαρμοστικότητα μεταφράζεται σε ευλυγισία και οσφυοκαμψία. Άνθρωποι με ευαισθησίες, με διλήμματα συνείδησης και υπαρξιακές αγωνίες, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν. Άλλοτε ενοχλούν. Τα Tristia του Οβιδίου, τα θλιμμένα ποιήματά του της εξορίας, αποτελούν όντως μία κατάθεση ψυχής – ας μου επιτραπεί αυτή η μπανάλ διατύπωση. Καταγράφουν τη ροή των εσωτερικών κραδασμών και περιγράφουν τις συνθήκες συνύπαρξης της ιστορικής με την ποιητική αλήθεια. Για τον ανήσυχο και κοσμοπολίτη δημιουργό η Ρώμη δεν ήταν μόνο η πόλη της έμπνευσης και της ευζωίας. Ήταν τόπος υπαρξιακός. Ταυτιζόταν με τη γεωγραφία και την ανθρωπολογία της ψυχής του. Τώρα αισθάνεται απελπισμένος. Απευθύνει λοιπόν, με σπαραγμό, στην αγαπημένη του αυτήν την επιστολή από τη Μαύρη Θάλασσα:

«Καλή μου,

εδώ και πέντε μέρες βρίσκομαι απομονωμένος μέσα στο σπίτι μου. Χιονίζει συνεχώς και ο μανιασμένος βοριάς έχει παγώσει τα πάντα. Από το στενό παράθυρο βλέπω αραιά και που ανθρώπους τυλιγμένους με δέρματα να περνούν σκυφτοί και βιαστικοί και να χάνονται μέσα στην καταχνιά. Ο μόνος άνθρωπος που μιλάω είναι ο Γέτης [ντόπιος] που με εφοδιάζει κάθε πρωί με τρόφιμα και κούτσουρα για το τζάκι. Μεγαλώνει μέσα μου ο φόβος ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος χειμώνας μου· και η απόγνωσή μου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν προσπαθώ να πιάσω τη γραφίδα αλλά νιώθω τα δάχτυλα του χεριού μου μουδιασμένα, παράλυτα από την παγωνιά.

Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από την πικρή εκείνη μέρα που ο κεραυνός του αυτοκράτορα έπεσε απρόσμενος πάνω στη ζωή μου. Δεν κατάλαβα ακόμη, και ίσως να μην καταλάβω ποτέ, τι έκανα, για να αξίζω  αυτήν την εξορία. Αναριωτιέμαι συχνά αν ήταν πράγματι τα ερωτικά μου ποιήματα που εξώθησαν τον Αύγουστο σε αυτήν την απόφαση ή αν είμαι εγώ το εξιλαστήριο θύμα για όλα που του πήγαν στραβά. Ό, τι από τα δύο κι αν είναι νιώθω ότι έγινα θύμα μιας τυφλής και άδικης μανίας· Νιώθω εγκαταλελειμμένος από ανθρώπους και θεούς· νιώθω ότι αόρατες δυνάμεις παίζουν μαζί μου ένα παιχνίδι όπου το τέλος θα είναι ή η τρέλα ή ο θάνατος.

Και δεν ξέρω αν είναι τρέλα ή θάνατος που εγώ, ο Οβίδιος, πρώην κάτοικος Ρώμης και ο πιο πιστός θαυμαστής της λαμπρότερης πόλης που γνώρισε ως σήμερα ο κόσμος, παραδέρνω τώρα χωρίς την αγάπη σου και χωρίς τα αγαπημένα μου πρόσωπα ανάμεσα σε φυλές            και ανθρώπους που γεννήθηκαν και ζουν μακριά από τον πολιτισμό· και ρημάζω και λιώνω σε αφιλόξενα και βάρβαρα λημέρια ανοιχτά στο σκυθικό βοριά και τη μανία των ληστών – εγώ που έζησα και τραγούδησα τη θέρμη και την ηδονή του ρωμαϊκού καλοκαιριού.

Ναι, θα το πω γιατί είναι αλήθεια: σχεδόν ξέχασα τη λατινική γλώσσα· και κάθε φορά που καταπιάνομαι να γράψω κάτι θαρρώ πως δεν την ήξερα ποτέ ή πως την ήξερα σε μιαν άλλη ζωή – και δεν ξέρω αν αυτήν την άλλη ζωή την έζησα στην πραγματικότητα ή σε κάποιο μισολησμονημένο όνειρο. Έμαθα όμως να μιλώ τις λιγοστές και σκληρές λέξεις της ντόπιας λαλιάς, για να μην αισθάνομαι βουβός ή θηρίο. Και ίσως για τον Οβίδιο αυτό να είναι

 η πιο αβάσταχτη από τις αβάσταχτες συμφορές που του έλαχαν.

Παρόλα αυτά μπορώ ακόμη να θυμηθώ αυτά που σου έγραφα την τελευταία φορά. Λησμόνησες να μου απαντήσεις ή κάποια συμφορά βρήκε τον αγγελιαφόρο που περιμένω εδώ και μήνες; Μίλησες με τον Κόιντο και το Σήστιο; Τους παρακάλεσες να ζητήσουν ακρόαση από τον Αύγουστο; Είναι και οι δύο τους έμπιστοι, αλλά έχει περισσότερη σημασία να τους εμπιστεύεται εκείνος.

Κουράστηκα να αναρωτιέμαι. Ήμουν τάχα ο μόνος που έγραψα ποίηση για τον έρωτα; Γιατί, πριν από μένα δεν τιμωρήθηκε ο Προπέρτιος; Γιατί τόσοι και τόσοι λογοτέχνες, που προτίμησαν να μιλήσουν για τα ίδια πράγματα, που τραγούδησα κι εγώ, δε χρειάστηκε ποτέ να απολογηθούν και να πληρώσουν; Για έρωτες δε μίλησαν ακόμη και οι αγαπημένοι του αυτοκράτορα, ο Βιργίλιος και ο Οράτιος; Γιατί ήμουν μόνο εγώ ο διαφθορέας

της ρωμαϊκής νεολαίας, αυτός που υπονόμευε τα σχέδια και την πολιτική του αυτοκράτορα; Δε βρίσκω απάντηση και κουράστηκα να αναρωτιέμαι.

            Σ’ αγαπώ και ξέρω πως σα γυναίκα μου μένεις πάντα πιστή στην αγάπη που μας ένωσε. Όμως τώρα πάω να ξεχάσω ακόμη και τη μορφή σου. Ξεθώριασε η όψη των φίλων μου· οι ήχοι και τα χρώματα της Ρώμης σβήνουν κάθε μέρα στο βάθος του βάρβαρου ορίζοντα, που κλείνει γύρω γύρω τη μίζερη ζωή μου. Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αν αυτό είναι αλήθεια, δεν ισχύει για μένα: γιατί εγώ ζω, όπως ζω, και μετά την τελευταία πεθαμένη ελπίδα μου.

Χαίρε»[7]

_______________________________

Σημείωση Φαρέτρας: Το Α’ μέρος  μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ και το Β’ ΕΔΩ

__________________________________________

[1]               Τερεντίου «Ευνούχος», στίχοι 579 – 606. Βλ. και P. Terentius AferEunuchus” (1991)  –  Εισαγωγή, Κείμενο, Σχόλια Λ.Μ. Τρομάρας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Πρβλ. και  Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων – Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα, Τμήμα Φιλολογίας, Λατινική Κωμωδία: Τερεντίου «Ευνούχος», Επιμέλεια: Μ. Παπαδημητρίου. Βλ. και στον ιστότοπο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: http://ecourse.uoi.gr/course/view.php?id=1088

[2]               Πρβλ. Παπαγγελής (2005), ό.π, 108 κε.

[3]               Εκ των πραγμάτων σε μία στοχευμένη παρουσίαση δε συμπεριλαμβάνονται έργα φιλοσοφικού στοχασμού ή κείμενα, όπως αυτά του Κοϊντιλιανού, με αξιόλογο παιδαγωγικό προσανατολισμό. Επίσης, συνειδητά παρακάμπτεται η βιογραφία, ένα είδος που οι Ρωμαίοι καλλιέργησαν συστηματικά και με επιτυχία. Είμαστε οικειωμένοι π.χ με τους «Παράλληλους Βίους» του Πλουτάρχου στην ελληνική γλώσσα, ενώ ο Λομόντας  και ο Σουητώνιος γράφουν σε απλά λατινικά. Ιδίως ο τελευταίος παρεκτρέπεται προς την απλοϊκότητα της χρονογραφίας και την ασύδοτη σκανδαλολογία. Κάποια από τα σχόλια του είναι τόσο χαμηλής ποιότητας, τόσο φτηνά και κίτρινα (π.χ στο «Βίο και την Πολιτεία του Ιούλιου Καίσαρα»), που θυμίζουν κακό, πολύ κακό, πολιτικό – και όχι μόνο – κουτσομπολιό!… Πρβλ. “De vita Caesarum by C. Suetonius Tranquillus – The lives of the twelve Ceasars” (1913), Loeb Classical Library, Harvard University Press. Εν προκειμένω “Divus Iulius”, Κεφ. 49 κε.

[4]              Για τις επιστολές του Πλινίου βλ. Epistulae C. Plini Caecili Secundi epistulae : libri 9” (1958),  Teubner, Lipsiae. Εν προκειμένω πρόκειται για τη 16η επιστολή του 6ου βιβλίου.

[5]               Epistulae…”, (1958). ό.π. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις επιστολές 96 και 97 του 10ου βιβλίου. Η πραγματολογία αυτών των επιστολών είναι σπουδαία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ορολογία και το ιδιαίτερο νόημα, που προσλαμβάνουν πλέον οι λέξεις. Με διάταγμα του Τραϊανού ο Πλίνιος απαγόρευσε στους Χριστιανούς του Πόντου και της Βιθυνίας να συγκεντρώνονται και να συγκροτούν τις περίφημες «εταιρείες» τους (hetaerias esse vetueram”)… Αναγκάζονται να λειτουργούν ως κρυπτοχριστιανοί. Μερικοί εξ αυτών δεν άντεχαν την πίεση και γίνονταν libellatici. Καθομολογούσαν και υπέγραφαν τον libellus, μία θεσπισμένη δήλωση νομιμοφροσύνης και αποκήρυξης του Χριστιανισμού. Σε τόσο κρίσιμες φάσεις η μυστικότητα και οι συνωμοτικές διεργασίες επιβάλλονταν de facto. Βλ. σχετικά και Β. Γ. Μανδηλαράς (1980) «Πάπυροι και παπυρολογία», Αθήνα, σελ. 124.

[6]              Εκ φύσεως δε μεμψιμοιρώ. Δεν εμπλέκομαι σε συντεχνιακές λογικές και αντιπαραθέσεις π.χ μεταξύ της μίας ή της άλλης ειδικότητας εκπαιδευτικών. Βλ. ειδικότερα σελ. 40 κε στο σύνδεσμο:

https://drive.google.com/file/d/1qRwo4stWY10XkgI01lYQ6WdqU8_RoMt/view?usp=sharing

Πάντως είναι γεγονός ότι δεν πραΰνεις ούτε αποσοβείς παθογένειες της εκπαίδευσης καταργώντας ή αποψιλώνοντας μαθήματα. Όταν μάλιστα πρόκειται για ένα από τα δύο θεμέλια των κλασικών σπουδών. Εάν, επί παραδείγματι, «νοσεί» η  διδακτική ενός αντικειμένου, τότε αλλάζεις τη διδακτική διαδικασία, όχι το αντικείμενο. Εμπλουτίζεις τη στρατηγική διδασκαλίας και τη βελτιώνεις. Ενίοτε την αναμορφώνεις. Η λογική του «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι» δεν ευδοκίμησε ποτέ. Πόσω μάλλον, όταν δεν πρόκειται για θαρραλέες τομές. Χωρίς καν προγενέστερη συστηματική διερεύνηση και επιστημονική ανάλυση. Το όλον όζει μικροϋπολογισμό. Αυτά και έως εδώ. Και μία ληκτική διαπίστωση. Το μέλλον των κλασικών γραμμάτων, εν γένει των ανθρωπιστικών σπουδών, το καθορίζουν κριτήρια πολιτισμού˙ όχι η (τρέχουσα) αγορά εργασίας…

[7]               Βλ. Παπαγγελής (2005), ό.π, 108 κε.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ