Απόψεις Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα

“Ρώμη… ρωμαλέα!” (α’) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου              

 Το αποτύπωμα της καθημερινότητας στη ρωμαϊκή λογοτεχνία

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Η Ρώμη και ο κόσμος της. Εξ ορισμού σχέση συνοχής και ετερογένειας. Με ιδιότυπη συστοιχία πολιτικής και πολιτισμού. Θεμέλιο δομής: η σύζευξη και η εναρμόνιση αντινομικών στοιχείων. Ισχυρό κράτος, κοινή διοίκηση, αρραγές θεσμικό πλαίσιο, ενιαία νομισματική πολιτική, οικονομικός συγκεντρωτισμός. Παραλλήλως ευελιξία, πολυσυλλεκτικότητα, θρησκευτικός συγκρητισμός.  Ο συστηματικός εκρωμαϊσμός ενσωμάτωνε λαούς, αφομοίωνε κουλτούρες και γλώσσες. Η κοινωνική διάρθρωση ήταν συμπαγής˙ εντούτοις, επέτρεπε – αν δεν επέβαλε – την κινητικότητα των τάξεων. Ανάλογα με τη σκοπιμότητα, που κατά περίπτωση, έπρεπε να υπηρετηθεί.

Η ρωμαιοκρατία λειτούργησε ως μοχλός πολιτικής μορφοποίησης[1]. Μετασχημάτισε την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη. Ανασύνταξε τον κόσμο της Ανατολής πατώντας γερά στη στιβαρή ελληνιστική παράδοση. Έδωσε νέο βάρος ιστορίας στις μνήμες της Μεσογείου. Απέφυγε τα ολισθήματα και τα σφάλματα στρατηγικής των προγενέστερων. Εδραίωσε πιο ρεαλιστικά και κραταιά την οικουμενικότητα. Προσέδωσε καθολική επικύρωση στο φιλόδοξο εγχείρημα για παντοκρατορία, για τη διαμόρφωση ενός orbis terrarum.

Αυτός ο πολιτισμός λοιπόν, ακέραιος και σύμμικτος μαζί, έδειξε αντοχή αξιοσημείωτη. Ήταν και βιώσιμος και πολυσχιδής. Κατέκτησε τη διαχρονία και κληροδότησε επιτεύγματα. Έως σήμερα το παγκόσμιο διακύβευμα – σε όλους και με όλους του μετασχηματισμούς του σε βάθος χρόνου – ορίζεται και εξακολουθεί να (συν)διαλέγεται σε νεολατινικές γλώσσες. Αποδίδεται συχνά στους Ρωμαίους η παροιμιώδης φράση Roma non est uno die condita (= Η Ρώμη δε χτίστηκε μέσα σε μια μέρα). Ποια ήταν τελικά τα χαρίσματα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που οδήγησαν τους Ρωμαίους σε αυτό το ηγεμονικό status παγκόσμιας ολκής; Ασφαλώς η ακαταπόνητη εργατικότητα, το σθένος και η υπομονή, η θετικιστική πρόσληψη και επεξεργασία των εννοιών, προπάντων η πειθαρχία και η αυστηρή οργάνωση, ο ορθολογισμός, ενίοτε ο στυγνός πραγματισμός[2].

Σε πολιτικό επίπεδο, σαφώς προσμετρώνται η ευφυής στάθμιση των ευκαιριών, η λήψη αποφάσεων με γνώμονα το μακροπρόθεσμο όφελος του κράτους, η επωφελής σύναψη συμμαχιών – με το περίφημο δόγμα in amicitiam, το οποίο σταδιακά κατέληγε σε κυριαρχία της ρωμαϊκή εξουσίας και μετέτρεπε τον πρώην σύμμαχο σε αναπόδραστα δυναστευμένο υπήκοο…[3]

Ο θρίαμβος του Βάκχου και της Αριάδνης. Έργο του Τισιανού εμπνευσμένο από τις  «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου.

Τηρουμένων των αναλογιών, δεν εκλείπουν και οι λογικές ολοκληρωτισμού. Ισορροπίες ανατρέπονται, εφόσον μεταβάλλονται τα πλέγματα συμφερόντων. Νέοι συσχετισμοί δυνάμεων αλληλεπιδρούν. Συνεπώς επαναπροσδιορίζουν τα δεδομένα. Και όταν πλέον το όραμα της παγκόσμιας διακυβέρνησης αποκτά οντότητα, όταν η νέα τάξη πραγμάτων παγιώνεται ως πράξη ρητή και αμετάκλητη, τότε αναδύεται και το αναγκαίο ιδεολογικό επίχρισμα. Ο ρωμαίος αυτοκράτορας – ως imperator αρχικά και κατόπιν ως dominus (=κύριος) του κόσμου τούτου – διοικεί πάντα και τα πάντα με τη δέουσα pietas (= ευσέβεια), clementia (= νηφαλιότητα), humanitas (= ανθρωπισμό) και κυρίως auctoritas (= κύρος, αυθεντία). Απόλυτος άρχων, υπηρέτης του νόμου με κριτήριο τις βάσεις αρχών, που η θεία τάξη δικαίου επιτάσσει, αλλά συγχρόνως και στοργικός πατέρας του λαού του[4]. Οφείλει (και ωφελεί) να διοικεί με ευσεβή, σχεδόν ένθεο, πατερναλισμό…

Οι μηχανισμοί διάρθρωσης του ρωμαϊκού κράτους διέπονται από διαύγεια. Συνάμα παρουσιάζουν εντυπωσιακή πολυμέρεια. Αυτός λοιπόν ο κόσμος μάς αφορά άμεσα. Τουλάχιστον στην ιστορική του έκφανση. Ενδεχομένως, αν μιλήσουμε πιο συγχρονικά, μας  ενδιαφέρει και ως προς την προεργασία της ευρωπαϊκής του προοπτικής. Όχι μόνο επειδή θεμελίωσε επιστημονικά τη θεωρία και την πρακτική του δικαίου. Ούτε ακόμη διότι, πέρα από το ρωμαϊκό δίκαιο[5], δημιούργησε ασυναγώνιστα έργα οδοποιίας[6], γεφυροποιίας και πολεοδομίας, προκειμένου να ελέγχει αποτελεσματικά μια αχανή αυτοκρατορία.  Ούτε, τέλος, γιατί  διέθετε συγκροτημένο ταχυδρομικό δίκτυο – τον περίφημο cursus – ήδη από τότε.

Είναι οι εκφάνσεις της ελληνορωμαϊκής κουλτούρας που παραμένουν  σύμφυτες με τον δικό μας νεοελληνικό κόσμο, τον κόσμο των Ρωμιών. Είναι το υπόβαθρο. Η βυζαντινή του επίστρωση[7], σε ένα μέτρο ακόμη και η ίδια η Τουρκοκρατία με τα έξεργά της, το πλούτισε, το ζωογόνησε, το μετάλλαξε, το αναβάπτισε. Παρά τις ρωγμές που υπέστη στο κέλυφος, το περιεχόμενο διατηρήθηκε αλώβητο. Είναι το ρωμαϊκό τελικά που επισφράγισε και το ρωμαίικο…

Η εξάπλωση του ρωμαϊκού κράτους, το περίφημο Imperium Romanum, την εποχή της παντοκρατορίας του στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.

Όπως χαρακτηριστικά διερωτάται ο Θ. Παπαγγελής «Πόσο καιρό ταξίδευε ο ρωμαίος επαρχιακός διοικητής που πήρε μετάθεση από την Αίγυπτο στη Βρετανία, ή ένας άλλος που πήγε από τη νότια Ισπανία στη βόρεια Γερμανία;»

__________________________________________________

Σημείωση Φαρέτρας: Το Β’ μέρος  μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ και το Γ’ ΕΔΩ

___________________________________________________

[1]               Εξ αντικειμένου η ιστορική επισκόπηση καθώς και οι πολυπληθείς μελέτες ειδικής θεματικής για τη ρωμαϊκή αρχαιογνωσία καλύπτουν εκτενέστατη βιβλιογραφία. Ενδεικτικά αναφέρονται τα έργα:

  • Μ. Cary & H. Scullard (1960) «Ρωμαϊκή Ιστορία»(μτφρ. Ν. Σαρλής), Τόμοι Α΄και Β΄, Μίνωας, Αθήνα
  • M. Rostovzeff (2010) «Ρωμαϊκή Ιστορία»(μτφρ. Β. Καλφόγλου), Παπαζήσης, Αθήνα
  • Θ. Παπαγγελής (2005) «Η Ρώμη και ο κόσμος της», Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για έργο εξαίρετο και απροσδόκητο! Εύχρηστο βιβλίο σύγχρονης γραφής και πολυπρισματικής οπτικής. Βλ. τώρα και ηλεκτρονικά στις «Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα» στον κόμβο greeklanguage.gr του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας:

http://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/history/rome/index.html.

Σε ευρύτερο πεδίο έρευνας συμπεριλαμβάνονται:

  • F. Wallbank (1999) «Ο ελληνιστικός κόσμος» (μτφρ. Τ. Δαμβέρης), Βάνιας, Θεσσαλονίκη
  • Χ. Ιωαννίδου (2001) «Πολιτισμικές προκαταλήψεις και αλληλεπιδράσεις στην αρχαιότητα – Το παράδειγμα της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου», Καρδαμίτσας, Αθήνα
  • Μ. Βουτυράς & Α. Γουλάκη – Βουτυρά (2011) «Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της», Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη.

Ειδικότερα για την εξέλιξη της λατινικής γραμματείας και τα έργα – σταθμούς στη λογοτεχνία των Ρωμαίων καταλέγονται τα εγχειρίδια:

  • H.J. Rose (2005) «Ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας» (μτφρ. Κ. Γρόλλιος), Τόμοι Α΄και Β΄, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
  • E.J. Kenney & V.F. Clausen (2010) «Ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας» (μτφρ. Θ. Πίκουλα & Α. Σιδέρη – Τόλια), Παπαδήμας, Αθήνα
  • M. von Albrecht (1997) «Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας»(μτφρ. Ε. Αρχοντόγλου, Α. Βήχος, Α. Μαστρογιάννη. Ι.Πάσχου, Β. Τσιότρας, Χ. Τσίτσιου – Επιστημονική εποπτεία: Δ.Ζ. Νικήτας), Τόμοι Α΄και Β΄, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.

Επισημαίνεται ότι η περιοδολόγηση της ρωμαϊκής λογοτεχνίας με χαρακτηρισμούς όπως ο «χρυσός» ή ο «αργυρός» αιώνα των λατινικών γραμμάτων και ούτω καθεξής θεωρείται πλέον παρωχημένη. Μεθοδολογικά είναι ασύμβατη προς τα κριτήρια της σύγχρονης επιστημονικής φιλολογίας.

Τέλος, διατηρούν σταθερά την επικαιρότητά τους:

  • V. Davis Johnson και J. Heath (1999) «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; – Ο θάνατος της κλασικής παιδείας και η αποκατάσταση της ελληνικής σοφίας», Μτφρ. Ρ. Καρακατσάνη, Κάκτος, Αθήνα και
  • Μ. Λέφκοβιτς (1997) «Η μαύρη Αθηνά – Μύθοι και πραγματικότητα ή οι παραποιήσεις του «αφροκεντρισμού», Μτφρ. Ν. Κυριαζόπουλος, Κάκτος, Αθήνα

[2]               Οι Ρωμαίοι ήταν πραγματιστές. Όμως – ας δηλωθεί έτσι – πιο απενοχοποιημένα. Το ιδεολόγημα του «πολιτισμού της ντροπής» (E. R Dodds) σε αυτήν την κουλτούρα δεν εκλαμβάνεται απαραιτήτως ως δεδομένο. Διακυβεύεται κατά περίπτωση. Είναι γνωστή από την αρχαϊκή λυρική ποίηση η ελεγεία του Αρχίλοχου (απ. 5 West) όπου ο πολεμιστής αναγκάζεται να γίνει ρίψασπις και να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, για να σωθεί:

Κάποιος από τους Σαΐους περηφανεύεται για την αψεγάδιαστη

                                ασπίδα μου που παρά τη θέλησή μου άφησα κοντά  σε ένα θάμνο.

Αλλά γλίτωσα τη ζωή μου. Τι με ενδιαφέρει η ασπίδα εκείνη;

Ας πάει στα κομμάτια· θα αποκτήσω πάλι μιαν άλλη το ίδιο καλή

(μετάφραση Δανιήλ Ιακώβ)

Αυτή η συμπεριφορά θα ήταν ανήκουστη για τον Αχιλλέα ή τον ευαίσθητο Αίαντα. Πόσο μακριά βρισκόμαστε εδώ από το ηρωικό ιδεώδες και την υστεροφημία του ομηρικού κόσμου; Σε αυτό το θέμα θα επανέλθει, αιώνες μετά, και ο μέγιστος των λυρικών στα λατινικά γράμματα, ο Οράτιος («Ωδές», Βιβλίο 2, 7). Δηλώνει ότι και ο ίδιος, παρά τη θέλησή του, έγινε ρίψασπις στη μάχη των Φιλίππων το 42 πΧ. Απευθύνεται λοιπόν στο φίλο του Πομπηίο και κατά μίμηση του Αρχιλόχου γράφει:

Tecum Philippos et celerem fugam

sensi relicta non bene parmula,

cum fracta virtus, et minaces

turpe solum tetigere mento

 Μαζί σου γνώρισα και στους Φιλίππους την άτακτη φυγή

και χωρίς ντροπή έριξα χάμω την ασπίδα,

τότε που λύγισε η ανδρεία και οι στρατιώτες απειλώντας

άγγιζαν με τα γένια τους το αιματοβαμμένο χώμα…   

Πάντα ισχύει, βέβαια, και το αίτημα της ζήλωσης (aemulatio), να σταθούν δηλαδή οι δημιουργοί επάξια, ακόμη και να ξεπεράσουν το πρωτότυπο. Θα το συναντήσουμε κατεξοχήν σε όλα τα opera magna, όπως στην «Αινειάδα» του Βιργιλίου (Όμηρος), στην ιστοριογραφία του Σαλλούστιου (Θουκυδίδης) ή στη ρητορεία του Κικέρωνα (Δημοσθένης). Φυσικά διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως αριστουργήματα της αρχαίας κλασικής γραμματείας.

[3]               Κάποτε τα επιγραφικά κείμενα συνιστούν μαρτυρίες ανυπέρβλητης αξιοπιστίας. Περί τα έτη 212 ή 211 π.Χ  συνάπτεται συνθήκη συμμαχίας μεταξύ της Ρώμης και της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Είναι η πρώτη φορά που το ρωμαϊκό κράτος υπεισέρχεται σε εσωτερικές υποθέσεις του ελληνιστικού κόσμου. Οι Ρωμαίοι διεισδύουν σταδιακά στην Ανατολή per amicitiam και in amicitiam. Έρχονται, για να μείνουν και να επιμείνουν… Δοθείσης ευκαιρίας αρχίζουν να εξαπλώνονται, πάντα με ειρηνικό πρόσχημα. Αυτό σημαίνει ότι η ιδεολογική προεργασία της κοσμοκρατορίας είχε ήδη συντελεστεί. Ήταν παγιωμένη όσμωση, πεποίθηση εμπεδωμένη. Ανοίγουν λοιπόν νέα διπλωματικά μέτωπα και προοπτικές συνεργασίας. Για τη συμμαχία Αιτωλών και Ρωμαίων μιλά πρώτος ο Τίτος Λίβιος στο ιστορικό του έργο. Συγκεκριμένα στο 26ο βιβλίο, §4 του Ab urbe condita τονίζει: “Aetolos eo in maiore futuros honore, quod gentium transmarinarum in amicitiam primi venissent, δηλαδή ότι οι Αιτωλοί από όλα τα υπερπόντια «έθνη» (άρα τους λαούς πέρα από την Αδριατική) δέχτηκαν πρώτοι την ύψιστη τιμή να θέσουν εαυτούς, να συγκαταλέγονται μελλοντικά στους φίλους (κατά συνεκδοχή και συμμάχους) των Ρωμαίων. Η έπαρση και η μεροληψία του ιστορικού είναι αξιοπρόσεχτη˙ εκείνο όμως που έχει σημασία εδώ, καθώς διαβάζουμε προσεχτικά τη σημειολογία της διπλωματικής γλώσσας,  είναι το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι φαίνονται να βρίσκονται σε θέση ισχύος. Συνεπώς υπαγορεύουν και τους όρους της συνθήκης. Πώς πιστοποιείται κάτι τέτοιο; Από τους λατινισμούς, τους μεταγεγραμμένους στα ελληνικά, που περιλαμβάνει το ίδιο το κείμενο της συνθήκης. Κατά ευτυχή συγκυρία, η επιγραφή, που διασώζει τους όρους της συμφωνίας στα ελληνικά, βρέθηκε το 1949, νότια της ακρόπολης του αρχαίου Θυρρείου (σημ. Άγιος Βασίλειος) της Ακαρνανίας. Είναι προφανές ότι το κείμενο, ως επίσημη πολιτική πράξη, καταρχάς συντάχθηκε στη Ρώμη και στα λατινικά. Κατόπιν μεταφέρθηκε και μεταφράστηκε από τους ίδιους τους Αιτωλούς στα ελληνικά. Απτές αποδείξεις, μεταξύ άλλων, συνιστούν συγκεκριμένοι λατινισμοί, μάλλον αδόκιμοι στην ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για φράσεις της επιγραφής όπως «νεκεν το δήμου τν Ρωμαίων ξέστω» (= per populum Romanum liceto) ή «δμος Ατωλν» (= populus Aetolorum) που αποτελούν κατά λέξη μετάφραση του λατινικού πρωτοτύπου. Σε μία συνομοσπονδία πόλεων, όπως ήταν οι Συμπολιτείες, δεν μπορούμε να μιλούμε πια για αυτοτελείς δήμους. Η διμερής σύμβαση επομένως γράφεται και υπογράφεται σύμφωνα με τους όρους του ισχυροτέρου! Περαιτέρω στοιχεία για την επιγραφή καθαυτή και τη σκοπιμότητα που υπηρετούσε η συγκεκριμένη συνθήκη του Κοινού των Αιτωλών με τους Ρωμαίους, προκειμένου να αντιστρατευθούν στον επίφοβο επεκτατισμό του Φιλίππου Ε΄της Μακεδονίας στο λοιπό ελλαδικό χώρο, δεν έχουν θέση εδώ. Πάντως εγκαινιάζεται τότε, σε αυτήν την κρίσιμη φάση στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ, η παρείσφρηση των Ρωμαίων στα ελληνικά πράγματα… Το πλήρες κείμενο της επιγραφής με άφθονα γλωσσικά και ιστορικά σχόλια δημοσιεύτηκε από τον Hatto Schmitt. Βλ. σχετικά “Bündnis zwischen Rom und dem Ätolerbund 212 oder 211”  στο Die Staatsverträge des Altertums Bd. 3: “Die Verträge der griechisch-römischen Welt von 338-200 v. Chr”. Gebundenes Buch – 27. Mai 1969.

[4]              Ο επίσκοπος Καισάρειας Ευσέβιος υπήρξε ο κατεξοχήν προπαγανδιστής του αυτοκρατορικού ιδεώδους επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Παρουσιάζει σχηματικά το ακόλουθο μοντέλο της αυτοκρατορικής εξουσίας: Ο Θεός είναι ο πατήρ (στον ουρανό),  ο Ύπαρχος (= legatus ή proconsul στα λατινικά) του Θεού είναι ο Χριστός (που ανήκει συγχρόνως και στον επουράνιο αλλά και στον υλικό κόσμο) και ο Ύπαρχος του Θεού και του Χριστού επί της γης είναι ο ίδιος ο Αυτοκράτωρ. Είναι σαφής η επίδραση της αιρετικής  Χριστολογίας του αρειανισμού εδώ. Ο Θεός δηλαδή γέννησε το Χριστό και ο Ιησούς ανέθεσε στον αυτοκράτορα να είναι ο επικεφαλής της οικουμένης. Ο αυτοκράτορας είναι όχι μόνο κοσμικός νομοθέτης. Παράλληλα οριοθετεί νομικά την ευσέβεια, καθορίζει δηλαδή το νομικό της πλαίσιο. Νομίζω ότι εδώ βρίσκονται τα θεμέλια της ελέω Θεού μοναρχίας, όπως προέκυψε πολύ αργότερα. Καίριας σημασίας είναι πάντως η ορολογία που εισάγει ο Ευσέβιος. Η λέξη «ποφτης», που επικαλείται για τον αυτοκράτορα, αποτελεί ιδιότυπο συμφυρμό των όρων «ύπαρχος» και «προφήτης». Πρβλ. σχετικά “De laudibus Constantini” – «Πρόλογος τῶν εἰς Κωνσταντῖνον ἐπαίνων» 2.4: «…κα μν λγος ν προκσμιος κα σωτρ τν λων λογικ κα σωτηριδη σπρματα τος ατο παραδιδος θιασταις λογικος μα κα τς το πατρς βασιλεας πιστημονικος περγζεται· δ τοτ φλος οἷά τις ποφτης το θεο λγου πν γνος νθρπινον π τν το κρεττονος νακαλεται γνσιν, τας πντων κοας μβον μεγλ τε φων τος π γς πασι τος τς ληθος εσεβεας νακηρττων νμους». Το «κρείττονος» εν προκειμένω είναι ευθέως ανάλογο προς το λατινικό optimus

[5]               Από τη ρωμαϊκή «Δωδεκάδελτο» (Lex duodecim tabularum) και το σπουδαίο νομομαθή Παπινιανό, όπως και από τον Νόμο της Γόρτυνας, τέθηκαν οι θεωρητικές βάσεις της σύγχρονης νομικής επιστήμης.

[6]              Η Εγνατία Οδός αποτελεί μία μόνο περίπτωση, ενδεικτική ωστόσο, τέτοιου στρατηγικού σχεδιασμού. Είναι κρίσιμο να επιχειρείται η σύνδεση της Ρώμης με την Κωνσταντινούπολη διά ξηράς και θαλάσσης, καθιστώντας εφικτή την ενοποίηση της χερσόνησου του Αίμου. Από το Δυρράχιο (το στρατηγικό λιμάνι της αρχαίας Επιδάμνου) διέσχιζε οριζοντίως τα νότια Βαλκάνια, ακολουθώντας τη φυσική γεωμορφολογία του εδάφους. Διέθετε και κάθετους οδικούς άξονες. Συγχρόνως ενισχύονταν ή και ιδρύονταν νέες πόλεις σε νευραλγικά σημεία της διαδρομής.

[7]               Ο όρος «Βυζάντιο» καθιερώνεται ως ιστορικός νεολογισμός, με μάλλον αρνητική χροιά και πρόθεση υποτίμησης, από τον Ιερώνυμο Βολφ το 16ο αιώνα. Ο πλέον εύστοχος και πυκνός χαρακτηρισμός αυτού του αμφιλεγόμενου όρου στην πρόσφατη βιβλιογραφία αποδίδεται, κατά τη γνώμη μου, από την Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Βυζάντιο είναι η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή Ανατολική Αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα». Πρόκειται, επομένως, για πολυπολιτισμικό σύνθεμα στην ιστορική του μετεξέλιξη. Βλ. σχετικά Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ (20097) «Γιατί το Βυζάντιο», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σελ. 19.

banner-article

Ροη ειδήσεων