Απόψεις Ιστορία

“Ρώμη… ρωμαλέα!” (β’) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Εκπληκτικός ρεαλισμός! Λεπτομέρεια από τοιχογραφία της Πομπηίας

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Στη λογοτεχνία συχνά απηχείται αυτός ο κόσμος της Ρώμης, όπως ακριβώς είναι, πολύχρωμος και ετερόκλητος. Καταγράφεται ρεαλιστικά. Κάποιες σελίδες της μοιάζουν με κοινωνικό ρεπορτάζ. Το δείγμα γραφής αποτελεί κάτοπτρο της ίδιας της ζωής, άλλοτε πιστό, άλλοτε παραμορφωτικό. Πάντοτε όμως διαμεσολαβημένο από την υποκειμενική οπτική του δημιουργού. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τη σάτιρα. Ένα ποιητικό είδος, που καλλιέργησαν με ξέχωρη δεξιότητα οι Ρωμαίοι[1]. Γράφει, ας πούμε, ο Γιουβενάλης το δεύτερο αιώνα μ.Χ, όταν, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στους κινδύνους και το κυκλοφοριακό …κομφούζιο που επικρατεί στους πολυσύχναστους δρόμους της πρωτεύουσας:

«Και να σου πω το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω

σε μια πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.

Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το, μας την έχουν πέσει˙

κατάληψη και εισβολή κανονική – για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.

Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες – ανοίξανε οι δρόμοι,

αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.

Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,

μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.

Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»˙

σε όλα μέσα σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε – και γενικά δεν έχουν τσίπα.

Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα – προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι, κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.

Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει˙  

πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό – σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει. Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα˙

εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε – μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα. Παίζουνε θέατρο παντού˙ το θέατρο είναι, άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων˙ για μένα, φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.

Δεν κάθομαι με τίποτε εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο˙

μέσα σ’ αυτό το ελληναριό εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;    

………………………………………………………………………………………………………………..

Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος˙

αν έχεις το εισόδημα, μετράς˙ σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος˙

Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,

αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.

Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, οι πάντες το παίζουνε ωραίες και ωραίοι – ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.

Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι˙

το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – κι ονομάζεται απλούστατα σπατάλη.

………………………………………………………………………………………………………………..

Κι ύστερα ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,

όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;

………………………………………………………………………………………………………………..

Κι άντε καλά, αν υποθέσουμε, ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει˙

αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;

Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο –

αύξηση λέει πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.

Εγώ, που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο; 

Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού, άκου με που σου λέω.

Αφήνω δε που λόγω ηχορρύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία˙

το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.

Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,

κίνηση πάνω κάτω και φωνές – αδύνατο να κλείσεις μάτι.

Και βέβαια μονίμως μποτιλιάρισμα˙ και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω

μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;

Εδώ, για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:

πολιτικός, επίσημος, λεφτάς – και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία. 

Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει˙

 περνά ο κύριος συγκλητικός – κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι. .

Κι επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,

τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν και μας παίρνουν από κάτω.

Η Via Biberatica [2], η πολυσύχναστη αγορά του Τραϊανού στο κέντρο της ιστορικής Ρώμης.
Τότε που όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν εκεί και η πρωτεύουσα αποκαλούταν “caput mundi”
(= κεφαλή του κόσμου)
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα˙

κι όσο για «ζωή νυχτερινή»  – η νύχτα είναι χειρότερη από τη μέρα. Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες, Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,

κάθε συνοικία και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.

Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες˙

δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.

Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων˙

δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ και φεύγω άρον άρον».[3]

Λόγος απερίφραστος, απροκάλυπτος. Ύφος ρέον και νευρώδες. Στέκεται αυτοδύναμα και ως θεατρικός μονόλογος. Ακόμη περισσότερο σαν ένα σύγχρονο νούμερο επιθεώρησης. Δεν υπάρχει θεωρία του ρατσισμού αυτήν την εποχή, ούτε ανάλογη φρασεολογία politically correct. Ναι, λοιπόν. Αυτοί οι φοβεροί Έλληνες! Παμπόνηροι, δόλιοι, μακαντάσηδες, που μεταστρέφουν τα πάντα κι έχουν κατακλύσει τη Ρώμη. Την αγνή Ρώμη της αθωότητας, της καθαρότητας, της πειθαρχίας. Με την αμόλυντη κουλτούρα της αγαθοσύνης, πριν συγχρωτιστεί με τα χυδαία ήθη της Ανατολής. Αυτήν τη Ρώμη, που λάτρεψε, που προπαγάνδισε, που μάταια επιχείρησε να ανασυστήσει ο Κάτων ο Τιμητής. Σκεφτόταν με μεγαλοϊδεατισμό, σα να μην είχε συνείδηση της ιστορίας. Λες και το ποτάμι μπορεί να γυρίσει πίσω. Δεν πειράζει. Σύνηθες το φαινόμενο. Και πριν και κατόπιν. Σε τελική ανάλυση ας θυμηθούμε πόσο απαξιωτικός ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν έγραφε για τους Γερμανούς και τα πρωτόγονα ήθη τους. Ή, αιώνες μετά, όσα (δικαίως) καταλόγιζε η Άννα Κομνηνή στους βενετούς εμπόρους και τους φράγκους σταυροφόρους. Συνεπώς το δεχόμαστε και προσπερνούμε…

«Καρακάλλας», πίνακας του Laurence Alma – Tadema. Μεγαλοπρέπεια, θεαματικότητα, αλαζονεία… Ο αυτοκράτορας αυτός το 212 μ.Χ με ειδικό διάταγμά του, την περίφημη Constitutio Antoniniana, παραχώρησε τo δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη σε όλους του κατοίκους του κράτους. Ουσιαστικά δεν επρόκειτο τόσο για μεγαλειώδες επίτευγμα πολιτειακού εξορθολογισμού, όσο για φορολογικό μέτρο επιβεβλημένο από δημοσιονομική σκοπιμότητα…

Υποτίθεται ότι εδώ ο αφηγητής είναι ο Ουμβρίκιος, γέννημα θρέμμα της Ρώμης, που αγανακτισμένος δεν αντέχει άλλο και αποφασίζει να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα. Η εξοχή είναι προτιμότερη. Στην πόλη του τα πάντα είναι πανάκριβα. Δεσπόζει η έπαρση και η υποκρισία. Μια σχεδόν εκπορνευμένη μητρόπολη. Μαυλίζει τους πάντες και τα πάντα. Γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός της παγκόσμιας πρωτεύουσας τότε αριθμούσε περί το ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους! Επικρατεί, λοιπόν, παντού συνωστισμός και χάος στην κυκλοφορία – πόσο εύστοχα, αλήθεια, αναπλαισιώνει ο ποιητής το ταξικό της αντίκρισμα; Νιώθει ανασφάλεια: εγκληματικότητα, λωποδυσία, ανύπαρκτη αστυνόμευση. Άρα βιώνει βίο αβίωτο. Φωτογραφίζει την κατάσταση με δείκτη υψηλής ευαισθησίας, με κριτήριο τη δική του ματιά, που άλλωστε είναι διεισδυτική.  Η όποια πρόθεση εξιδανίκευσης θα ήταν άτοπη.

Αν η ποίηση του Γιουβενάλη ξεχωρίζει για την πληθωρική της παραστατικότητα, τότε η πεζογραφία του Πετρώνιου στο «Σατυρικόν» φαίνεται αποκαλυπτική.  Πρόκειται για ένα τολμηρό κοίταγμα της ζωής και της εποχής. Με πλούσια αυτοβιογραφικά στοιχεία διέπεται από αληθοφάνεια και αμεσότητα ρεαλιστική. Το έργο του ανανεώνει δημιουργικά το λατινικό μυθιστόρημα. Δείχνει περισσότερο συγγενές με τη «ρομαντική» παράδοση των ελληνιστικών χρόνων. Μόνο που τώρα εισάγεται μία νέα μεταγλώσσα, με διαφορετική ποιητική έκφραση[4]. Το πιο γνωστό τμήμα της αφήγησης καλύπτει το περίφημο «Γεύμα του Τριμαλχίωνα» (“Cena Trimalchionis”). Το απόσπασμα καθαυτό συνιστά ένα σπάνιο ντοκουμέντο ζωής και τέχνης. Η γραφή δεν είναι απλώς σαρκαστική. Ο Πετρώνιος καυτηριάζει την ανηθικότητα της εποχής με γλώσσα που κόβει σαν ξυράφι. Στο συμπόσιο του Τριμαλχίωνα εικονίζεται ο κόσμος των κραυγαλέα νεόπλουτων[5]. Η παντοδυναμία του χρήματος σε αυτές τις μέσες  δεκαετίες του principatus οδηγεί στην απληστία, την ασυδοσία, τον κυνισμό. Αναπροσανατολίζεται η ηθική και η αισθητική. Ουσιαστικά εγκαθιδρύεται η αισθητική της παρακμής. Η pecuniae ingens fama (τεράστια φήμη, η υπερέκθεση του χρήματος) οδηγεί τους ανθρώπους στον αλληλοσπαραγμό. Το χρήμα, όντας αδυσώπητο, δεν έχει μνήμη.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μία επαρχιακή πόλη της νότιας Ιταλίας. Την αθώα ύπαιθρο και όχι τη μιαρή Ρώμη, που ήθελε πάση θυσία να εγκαταλείψει ο ήρωας του σατιρικού Γιουβενάλη. Εδώ πρωταγωνιστεί ο Τριμαλχίων. Πρώην δούλος και κατόπιν απελεύθερος αυτοκρατορικός υπάλληλος διαθέτει πλέον αμύθητη περιουσία. Παραθέτει στο σπίτι του ένα γεύμα, όπου η πολυτέλεια και το ευφάνταστο της προετοιμασίας, η σπανιότητα των εδεσμάτων, οι χυδαίοι καλεσμένοι προκαλούν αβίαστα το αίσθημα της αηδίας. Σχεδόν οργιώδης κατάσταση. Διαβάζουμε:

«Εκεί πάνω έδωσε η μουσική σήμα και τα σερβίτσια για τα ορεχτικά τα σηκώσανε αμέσως οι δούλοι τραγουδώντας όλοι μαζί.

Μέσα στη φασαρία έπεσε από τα χέρια κάποιου νεαρού ένα (ασημένιο) πιάτο και ο μικρός έσκυψε να το σηκώσει, οπότε τον είδε ο Τριμαλχίωνας και διέταξε να τον χαστουκίσουν και να πετάξουνε ξανά κάτω το πιάτο. Μετά ήρθε ένας τραπεζοκόμος και σάρωσε το ασημικό μαζί με τα άλλα σκουπίδια.

«Σατυρικόν» (1969) σε σκηνοθεσία Federico Fellini

Ύστερα από λίγο μπήκανε δύο Αιθίοπες με μακριά μαλλιά, που κρατάγανε δύο μικρούς ασκούς, σαν κι αυτούς που έχουν, για να καταβρέχουν την άμμο στο αμφιθέατρο, και μας έχυσαν κρασί στα χέρια˙ γιατί κανένας δε μας έδινε νερό.

Τότε συγχαρήκαμε τον αφέντη του σπιτιού για την πολυτέλειά του. Εκείνος μας είπε: «Ο Άρης αγαπάει την ισότητα. Γι’ αυτό διέταξα να δώσουνε στον καθένα το δικό του τραπέζι. Και οι βρομιάρηδες οι δούλοι θα μας ζαλίζουνε λιγότερο έτσι».

Αμέσως φέρανε γυάλινους αμφορείς, γυψωμένους προσεκτικά. Στο λαιμό τους είχανε βάλει ετικέτες που γράφανε «Φαλερνό οπιμιανό κρασί εκατό χρονών». Ενώ διαβάζαμε τις ετικέτες ο Τριμαλχίωνας χτύπησε παλαμάκια και είπε: «Οχού! Το κρασί ζει περισσότερο από το κακόμοιρο το ανθρωπάκι. Γι’ αυτό να γίνουμε στουπί. Το κρασί είναι ζωή. Σας κερνώ αληθινό οπιανό κρασί. Χτες δεν έβαλα στα ποτήρια τόσο ωραίο κρασί, κι ας φάγανε εδώ πολύ καλύτεροί σας» (!).

             Αρχίσαμε και πίναμε και παινεύαμε με την ψυχή μας τούτα τα θαυμάσια πράματα, ώσπου ένας δούλος έφερε έναν ασημένιο σκελετό, που ήταν έτσι φτιαγμένος, ώστε οι αρθρώσεις του και τα εύκαμπτα μεριά του μπορούσαν να λυγάνε σε κάθε κίνηση. Τον έριξε έτσι κι αλλιώς πάνω στο τραπέζι κι η ευκίνητη συναρμογή του πήρε κάμποσες φιγούρες και ύστερα ο Τριμαλχίωνας είπε: «Αλίμονό μας τους φουκαράδες, ο πάσα άνθρωπος είναι ένα τίποτα! Έτσι θα γίνουμε όλοι, όταν ο Γέρος θα μας πάρει. Να ζήσουμε, το λοιπόν, όσο μας είναι τούτο συγχωρεμένο».  

            Μετά από τούτο το λόγο ακολούθησε ένα πιάτο, όχι και τόσο μεγάλο, ανάλογα με αυτό που περιμέναμε. Αλλά τα παράξενα πράματα που είχε μας έκανε να αλληθωρίσουμε! Ένα στρογγυλό τραπέζι είχε τα δώδεκα ζώδια, βαλμένα σα να ήτανε πάνω στον ουρανό. Και πάνω από αυτά είχε βάλει ο τραπεζοκόμος ένα φαϊ ταιριασμένο ανάλογα. Πάνω από τον Κριό είχε ρεβίθια (από τη λατινική τους ονομασία cicer arietinum= μπιζέλι κριόμορφο), πάνω από τον Ταύρο ένα κομμάτι από αγελάδα, πάνω από τους Διδύμους όρχεις και νεφρά από ζώο, πάνω από τον Καρκίνο ένα στέμμα, πάνω από το Λέοντα ένα αφρικανικό σύκο, πάνω από την Παρθένο ήταν η μήτρα μιας γουρουνίτσας, που δεν είχε ακόμη γεννήσει, πάνω από το Ζυγό μια ζυγαριά, που είχε στο ένα   πιάτο μία τούρτα και στο άλλο ένα γλύκισμα, πάνω από το Σκορπιό μια μικρή σκορπίνα της θάλασσας, πάνω από τον Τοξότη ένα πουλί, στον Αιγόκερω επάνω ήταν μια καραβίδα, στον Υδροχόο μία χήνα, στους Ιχθύς δύο μπαρμπουνάκια. Στη μέση, σε ένα κομμάτι χλόη, βγαλμένο μαζί με το χώμα, βρισκόταν μια κερήθρα. Ένας νεαρός από την Αίγυπτο γύριζε και μοίραζε ψωμί από έναν ασημένιο φούρνο. Και ο ίδιος, με μιαν απαίσια φωνή, τραγουδούσε. Με μελαγχολία πλησιάσαμε τούτα τα άθλια φαγητά. Ο Τριμαλχίωνας είπε: «Ελάτε, ας φάμε. Τα φαγιά είναι, για να τα τρώμε».

Έργο του Ζαν Λουί Ζερόμ με σκηνή μονομαχίας.
Οι αντίχειρες του φανατισμένου όχλου είναι στραμμένοι προς τα κάτω…

Μετά μπήκανε μέσα τέσσερις σκλάβοι χορεύοντας στο ρυθμό της μουσικής και σηκώσανε το από πάνω μέρος του τραπεζιού. Όταν έγινε τούτο, είδαμε από κάτω πουλερικά, βυζιά γουρούνας και στη μέση, ένα λαγό στολισμένο με φτερά, για να μοιάζει στον Πήγασο. Παρατηρήσαμε ακόμη στις γωνιές του τραπεζιού τέσσερις Μαρσύες, που είχαν από ένα μικρό ασκό, ολούθε έτρεχε πιπερωμένη σάλτσα πάνω σε ψάρια, που μοιάζαν έτσι σα να κολυμπάνε στη θάλασσα. Τους χειροκροτήσαμε όλους, αρχίζοντας από τους δούλους, και ριχτήκαμε με γέλια στις νοστιμιές αυτές. […]

            «Όσο για τον Τριμαλχίωνα, τα οικόπεδά του φτάνουν ως εκεί που φτάνει με το πέταγμά του ένα γεράκι, και οι παράδες του είναι αμέτρητοι. Τα ασημικά που έχει στο καμαράκι του θυρωρείου του είναι πιο πολλά από όσα έχει ένας άλλος σε ολάκερο το σπίτι του. Και οι δούλοι, όχου μάνα μου! Σου το ορκίζομαι πως ούτε το ένα δέκατο από αυτούς που έχει ξέρουνε το αφεντικό τους. Για να μη σ’ τα πολυλογώ: οποιονδήποτε από τούτους τους λεχρίτες εδώ μπορεί να τον βάλει στην τσέπη του».[6]

      Ευρηματικά θίγει ο Πετρώνιος την ευτέλεια. Κακό δεν είναι ότι στη μυθιστοριογραφία της αρχαιότητας σημαίνεται, με ρεαλισμό και τόλμη, η παχυδερμική ακαλαισθησία, η ανεξάντλητη πείνα και αρπακτικότητα του νεοπλουτισμού. Το κακό είναι ότι το φαινόμενο εξακολουθεί να υφίσταται˙ τραχύτερο, φαιδρότερο, ογκωδέστερο… Πάντως τα κείμενα έχουν τη δική τους διαλεκτική. Εναλλάσσονται η περιγραφή με την αφήγηση. Στις συγκείμενες υπάγεται η αυτοναναφορικότητα. Καταλύτης παραμένει το θεατρικό στοιχείο με όλα τα συνεπόμενα: κωμική υπονόμευση και παραμόρφωση στα όρια του γκροτέσκο.

Άλλωστε η κωμωδία αποτελεί το δυνατό σημείο της ρωμαϊκής δραματουργίας. Πυλώνες της η Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου, οι ελληνιστικοί μιμίαμβοι αλλά και οι γηγενείς μορφές δράματος, όπως είναι η Ατελλανή φάρσα. Εδώ η εξέλιξη σημειώθηκε αντίστροφα. Οι Ρωμαίοι μετέβησαν ιστορικά από την κωμωδία στην τραγωδία. Ο Πλαύτος συνέβαλε στην εκφραστική και θεματική ανανέωση του κωμικού είδους.  Σκιαγραφεί θαυμάσια τους χαρακτήρες, επεκτείνοντας τους κωμικούς ρόλους. Αποκαθιστά το αριστοφανικό σφρίγος στην κωμωδία. Εκείνος όμως που χρωματίζει με δυνατές σκιαγραφήσεις τη δραματική ένταση των καταστάσεων είναι ο Τερέντιος.

Η κωμωδία έχει την τάση να υποτροπιάζει. Πέρα από το λαμπερό περίβλημα υπάρχει πάντα ο εσωτερικός ρυθμός, η χαμηλότονη φωνή που διεγείρει. Υπενθυμίζει σαρκαστικά την ανάμνηση του πόνου… Το κωμικό είναι το πιο απατηλό προσωπείο. Νιώθεις ότι καραδοκεί συνάμα το αδιατάρακτο και το συνταρακτικό. Μοιάζει σα να προσεγγίζεις τον καθημερινό άνθρωπο. Θέλει πάντα να του δίνεις επαρκή χρόνο να σου ανοιχτεί, να σου μιλήσει, να άρει την εσωτερικευμένη καχυποψία. Ιδίως ο άνθρωπος που ζει μονωμένος, σε περίκλειστο τοπίο ψυχής, ασθενικός, ίσως και φοβικός. Ο άνθρωπος που αρκείται στα ολίγιστα της καθημερινότητας. Που διαμορφώνει διαφορετική οικονομία ζωής. Στην κωμωδία, λοιπόν, ο αυτοσαρκασμός ορίζει αλλιώς την πλήρη θέαση της ζωής.

__________________________________________________

Σημείωση Φαρέτρας: Το Α’ μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ και το Γ’ ΕΔΩ
___________________________________________________

[1]               Το έχω τονίσει και αλλού. Τα επιγενόμενα της κειμενικής πρόσληψης για τον αναγνώστη  καταγράφονται μάλλον ακούσια αλλά με χαριτωμένη ειλικρίνεια από το ρωμαίο σατιρικό ποιητή Μαρτιάλη (1ος αιώνας μΧ). Απευθυνόμενος στο φίλο του Φιδεντίνο (1, 38) σχολιάζει: Quem recitas, meus est, o Fidentine, libellus: sed male cum recitas, incipit esse tuus”: «Το βιβλίο αυτό με τα ποιήματα που διαβάζεις, Φιδεντίνε, είναι δικό μου. Έτσι όμως στραβά που το διαβάζεις, τελικά γίνεται δικό σου!»… Και όλα αυτά πολύ πριν το στρουκτουραλισμό και την αφηγηματική θεωρία του Genette…

[3]               Βλ. V. Baines, “Umbricius’ Bellum civile: Juvenal”, Satire 3, «G & R», n. s. 50 (2003), pp. 220–237. Διατηρείται η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Θαυμάσια η μετάφραση του Θεόδωρου Παπαγγελή σε μοντέρνα φόρμα. Ο ίδιος εύστοχα υπογραμμίζει: «Ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε το παρελθόν εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από τον τρόπο με τον οποίο άλλοι πριν από εμάς είδαν την ιστορία˙ και συχνά εμείς, ως αναγνώστες και θεατές, έχουμε ενσωματώσει τις ερμηνείες και τις εικόνες των άλλων (πολύ περισσότερο αν αυτοί οι άλλοι είναι ο Σαίξπηρ ή το Χόλλυγουντ) ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούμε ή δεν το παραδεχόμαστε. Μπορούμε, και πρέπει, να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την ιστορική αλήθεια αλλά ταυτόχρονα μπορούμε, και πρέπει να ξέρουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να την ανακαλύψουμε (με άλλα λόγια η μέθοδος που χρησιμοποιούμε) είναι προσδιορισμένος και αυτός από χίλιους δυο παράγοντες, που μπορεί να μην έχουν και μεγάλη σχέση με αυτήν την «καθαρή αλήθεια», με το «τι ακριβώς έγινε τότε». Πρβλ. Παπαγγελής (2005), ό.π, 54 κε. Όντως, για τις νεότερες γενιές, η ανάγνωση της κλασικής γραμματείας είναι συνήθως εναλλάξιμη και προκατασκευασμένη. Στρέφεται προς έναν οιωνεί ιδεαλισμό. Σε αυτό συντείνει η κοινωνία του θεάματος, η παντοκρατορία της εικόνας. Από τα «Κλασικά εικονογραφημένα» πάλαι ποτέ έως τις πρόσφατες κινηματογραφικές ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές. 

[4]              Στo Satyricon η μεγάλη ποίηση, π.χ του Βιργίλιου, του Οράτιου, του Κάτουλλου, παρωδείται ανελέητα. Το έλασσον εκτοπίζει το μείζον. Τελικά δεσπόζουν πολλοί άλλοι νέοι της Σιδώνος, που λοιδορούν και σφετερίζονται κατά τρόπο ανοικτίρμονα αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «πολιτισμικό κεφάλαιο». Στην ενότητα 118 σημειώνεται: «Πολλούς νέους τους ξεγέλασε η ποίηση. Γιατί ο καθένας που ταίριαξε ένα στίχο και έβαλε μια σκέψη του στο μέτρο νόμισε κιόλας πως ανέβηκε τον Ελικώνα. Γι’ αυτό κι εκείνοι που ασχολούνται με τις δικαστικές υποθέσεις καταφύγανε συχνά στη γαλήνη της ποίησης, όπως σε ένα ήσυχο λιμανάκι, γιατί πιστέψανε πως είναι πιο εύκολο να γίνει ένα ποίημα παρά μια αγόρευση συνθεμένη από χίλια μικροπεριστατικά και λεπτεπίλεπτες προτάσεις».

[5]               «Ο νεόπλουτος Τριμαλχίωνας δολοφονεί κάθε είδος ευαισθησίας και καλαισθησίας» τονίζει με ακρίβεια ο Μιχάλης Μερακλής. Βλ. σχετικά «Πετρώνιος Σατυρικόν» (1997) Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Μ.Γ. Μερακλής, Τα μικρά/ Λατίνοι συγγραφείς 2α, 2β, 2γ, Πατάκης, Αθήνα.

[6]              Βλ. σχετικά «Πετρώνιος Σατυρικόν» (1997), όπ, 2α, σ. 56 κε.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας