Η σχέση ανάμεσα στις βιταμίνες και τις ασθένειες είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι είχε φανεί αρχικά και η επιστημονική κατανόησή της βρίσκεται σε εξέλιξη
Η βιταμίνη D βοηθά το σώμα να απορροφήσει το ασβέστιο και να οικοδομήσει πιο γερά οστά. Την παίρνουμε από δύο ελαφρώς διαφορετικά πρόδρομα μόρια. Το ένα είναι το D3, που φτιάχνεται όταν το φως του ήλιου πέσει πάνω στα κύτταρα του δέρματός μας. Το άλλο, το D2, προέρχεται από μύκητες, όπως της μαγιάς. Ορισμένες τροφές μπορεί να έχουν ενισχυθεί με D2. Για να ενεργοποιηθεί η βιταμίνη D, και τα δύο μόρια υπόκεινται σε πολλές μετατροπές μέσα στο σώμα
Για ένα διάστημα η βιταμίνη D έμοιαζε με ελιξήριο υγείας. Αναγνωρίστηκε πριν από έναν αιώνα ως η θεραπεία για τη ραχίτιδα, παιδική ασθένεια που προκαλεί αδύναμα και παραμορφωμένα οστά. Την πρώτη δεκαετία του 2000, ερευνητές συσσώρευσαν πλειάδα μελετών, που κατέληγαν ότι τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα μπορεί να επηρεάζουν την εμφάνιση καρκίνου, καρδιαγγειακών ασθενειών, άνοιας, κατάθλιψης, διαβήτη, αυτοάνοσων νοσημάτων, καταγμάτων, αναπνευστικών ασθενειών και της νόσου Πάρκινσον. Φαινόταν λογικό ότι η αύξηση του επιπέδου αυτής της απλής βιταμίνης μπορούσε να θεραπεύσει σχεδόν οποιαδήποτε ασθένεια.
Πολλές διασημότητες και φαρμακοβιομηχανίες δημιούργησαν την αίσθηση ότι η βιταμίνη D είναι πανάκεια, με αποτέλεσμα να ανέβουν κατακόρυφα οι πωλήσεις συμπληρωμάτων διατροφής, που την περιέχουν, αλλά και τα τεστ για το επίπεδο της βιταμίνης στο αίμα. Ομως, όταν επιστήμονες προσπάθησαν να χορηγήσουν τη βιταμίνη D για να εμποδίσουν την εμφάνιση ή να θεραπεύσουν τις ασθένειες, με τις οποίες υποτίθεται ότι σχετίζεται, τα θαυματουργά συμπληρώματα απέτυχαν παταγωδώς. Η αντίληψη ότι όλοι θα ζούσαν πιο υγιείς ζωές, αν είχαν υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D, αποδείχτηκε αστήριχτη εικασία. Κατέπεσε και η επίσης διαδεδομένη αντίληψη, ότι υπάρχει εκτεταμένη έλλειψή της στους πληθυσμούς ακόμη και των ανεπτυγμένων χωρών. Εκτεταμένοι δειγματοληπτικοί έλεγχοι έδειξαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν επαρκείς ποσότητες της βιταμίνης D.
Απαραίτητη
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία. Βοηθά το σώμα να απορροφήσει και να συγκρατήσει το ασβέστιο και τον φώσφορο, χημικά στοιχεία κρίσιμα για την ανάπτυξη των οστών. Αλλά πέρα από κάποια τμήματα του πληθυσμού (όπως τα μωρά που θηλάζουν και ασθενείς με συγκεκριμένες νόσους), οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη από συμπληρώματα. Η ιστορία της ανακάλυψης της βιταμίνης D, της εκτόξευσής της σε θαυματουργό φάρμακο και της πτώσης της πίσω στη Γη, είναι παράδειγμα της συχνά τεθλασμένης διαδρομής των επιστημονικών ανακαλύψεων και της αυτοεπιδιορθωνόμενης φύσης της επιστήμης, του τρόπου που η γνώση γίνεται πιο οξεία στο πέρασμα του χρόνου.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας, οι άνθρωποι έπαιρναν το μεγαλύτερο μέρος της βιταμίνης D από τον ήλιο, καθώς το δέρμα μας πραγματοποιεί μια λειτουργία κάπως ανάλογη με τη φωτοσύνθεση των φυτών, μετατρέποντας την υπεριώδη ακτινοβολία σε κάτι που το σώμα μας χρειάζεται. Τη δεκαετία του 1920 ανακαλύφθηκε η βιταμίνη D στο συκώτι του μπακαλιάρου, της δόθηκε αυτό το όνομα και κατανοήθηκε ο τρόπος που παράγεται στο σώμα με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός. Ο όρος βιταμίνη (από το λατινικό vita, που σημαίνει ζωή, και τη λέξη αμίνη, συνθετικό των αμινοξέων, από τα οποία συντίθενται οι πρωτεΐνες, δηλαδή τα δομικά στοιχεία της ζωής), έδωσε αμέσως στην ουσία αυτή μια αίγλη ωφελιμότητας και ασφάλειας.
Ακτινοβολία
Η πρακτική της ενίσχυσης τροφών με βιταμίνη D ξεκίνησε όταν ανακαλύφθηκε η δυνατότητα παραγωγής της τόσο στους ποντικούς όσο και στην τροφή τους, αν ακτινοβοληθούν με υπεριώδη ακτινοβολία (UV). Οι ακτίνες χτυπούν ενώσεις, που ονομάζονται στερόλες και συναντώνται στα κύτταρα των φυτών, των ζώων και των μυκήτων και εκκινούν μια διαδικασία μετασχηματισμού. Για παράδειγμα η έκθεση κοτόπουλων σε ακτινοβολία UVB ενισχύει το επίπεδο βιταμίνης D στο κρέας και στα αυγά τους. Το μεγαλύτερο μέρος από τη βιταμίνη D στα συμπληρώματα διατροφής προέρχεται από την ακτινοβόληση λανολίνης, ενός λίπους που προέρχεται από το μαλλί των προβάτων. Η ακτινοβόληση αγελάδων ή η ανάμιξη ακτινοβολημένου λίπους στο γάλα επίσης αυξάνει το επίπεδο βιταμίνης D. Το ενισχυμένο γάλα και άλλα γαλακτοκομικά, που χρησιμοποιούν και βιταμίνη D από λανολίνη, είναι από τις συνηθέστερες διαιτητικές πηγές της βιταμίνης.
«Ο φυσικός, εξελικτικά κατάλληλος τρόπος πρόσκτησης βιταμίνης D είναι μέσω της σύνθεσης στο δέρμα», λέει ο Αναστάσιος Πίττας, επικεφαλής της διεύθυνσης ενδοκρινολογίας, διαβήτη και μεταβολισμού, στο ιατρικό κέντρο Ταφτς. Αλλά δεν χρειάζεται να πάθει κανείς εγκαύματα από τον ήλιο. Μελέτη του 2010 έδειξε ότι μεταξύ Απρίλη και Οκτώβρη κάποιος σε γεωγραφικό πλάτος 42 μοιρών με εκτεθειμένο το 25% του δέρματός του χρειάζεται μόλις τρία έως οκτώ λεπτά καθημερινού φωτισμού του από το ηλιακό φως, για να παράξει την απαιτούμενη ποσότητα. Τον χειμώνα σε ορισμένα πιο βόρεια γεωγραφικά πλάτη, είναι δύσκολο να βρεθεί ακόμη και αυτή η ελάχιστη ηλιοφάνεια, ενώ αντίθετα σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη (όπως της Ελλάδας) η φυσική έκθεση στον ήλιο είναι πολλαπλάσια της αναγκαίας.
Όμως και εκεί που ο ήλιος είναι λιγοστός τον χειμώνα, το ανθρώπινο σώμα είναι ικανό να αντιμετωπίσει το προσωρινό πρόβλημα. Το συκώτι και τα λιποκύτταρα αποθηκεύουν τη βιταμίνη D για μελλοντική χρήση, που μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τρεις μήνες, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει εξαρχής έλλειψή της στον οργανισμό. Ετσι, όπως επισημαίνει ο Πίττας, είναι φυσική και χωρίς συνέπειες η χειμερινή βύθιση του επιπέδου της βιταμίνης D στο αίμα.
Συσχετίσεις
Η υποτιθέμενη θαυματουργή επίδραση της βιταμίνης D σε πολλές νόσους προήλθε από παρατηρησιακές έρευνες, έναν τύπο ανάλυσης που δεν μπορεί να δείξει τη σχέση αιτίου – αποτελέσματος και μπορεί να δώσει αποπροσανατολιστικά αποτελέσματα. Αυτές οι μελέτες έψαξαν για συσχετίσεις ανάμεσα στα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα πασχόντων από συγκεκριμένες ασθένειες ή τα σύγκριναν μεταξύ ανθρώπων, που έπασχαν ή δεν έπασχαν από αυτές. Διαπίστωσαν ότι πράγματι υπάρχουν συσχετίσεις, δηλαδή αυξημένη εμφάνιση των ασθενειών αυτών σε όσους είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Όμως αυτό δεν αποδεικνύει ότι η αιτία των ασθενειών είναι η έλλειψη βιταμίνης D, όπως η προφανής συσχέτιση μεταξύ του πλούτου που διαθέτει κάποιος και του κόστους του αυτοκινήτου του δεν σημαίνει ότι αν αγοράσει κάποιος ένα ακριβό αυτοκίνητο θα γίνει αυτομάτως πλούσιος.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που παίρνουν συμπληρώματα βιταμίνης D μπορεί να προσέχουν περισσότερο την υγεία τους και να κάνουν άλλα πράγματα που τους προστατεύουν από την ασθένεια. Από την άλλη μεριά, άνθρωποι που δεν έχουν καλή υγεία, μπορεί να περνούν λιγότερο χρόνο έξω από το σπίτι, με αποτέλεσμα να τους βλέπει λιγότερο ο ήλιος. Τέτοιοι λόγοι κάνουν τις τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές το ασφαλέστερο είδος ιατρικής έρευνας. Σε αυτές, οι ερευνητές συγκροτούν μια ομάδα συμμετεχόντων, στους οποίους παρέχουν διαφορετικές θεραπείες, ή ένα ψευδοφάρμακο. Αυτού του τύπου οι δοκιμές κάνουν πιο πιθανό τυχόν διαφορές ανάμεσα στην υποομάδα που δέχεται τη θεραπεία και την υποομάδα που παίρνει το ψευδοφάρμακο, να οφείλονται ακριβώς στη λήψη του φαρμάκου και όχι σε κάποια άλλη μεταβλητή.
Σκληρή πραγματικότητα
Το 2009 ξεκίνησε μια μεγάλης κλίμακας τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή για τη βιταμίνη D, που παρακολούθησε περίπου 26.000 γενικά υγιείς ενήλικες, σε ένα μέρος των οποίων δίνονταν 2.000 διεθνείς μονάδες (IU) βιταμίνης D επί 5,3 χρόνια και στο υπόλοιπο ένα ψευδοφάρμακο. Ο έλεγχος στόχευε να διαπιστώσει αν τα συμπληρώματα βιταμίνης D μπορούσαν να εμποδίσουν την εμφάνιση καρκίνου και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Οχι μόνο δεν υπήρξε καμία θετική επίπτωση σε σχέση με τις δύο νόσους σε όσους έπαιρναν το συμπλήρωμα, αλλά δεν διαπιστώθηκε και καμία θετική επίδραση σε οτιδήποτε άλλο υποτίθεται θεραπεύεται με περισσότερη βιταμίνη D, ούτε καν στα κατάγματα. Αλλη τυχαιοποιημένη δοκιμή με 2.400 συμμετέχοντες, που έγινε το 2019, απέδειξε πως ούτε και στην εμφάνιση διαβήτη υπήρξε διαφορά σε όσους έπαιρναν συμπλήρωμα βιταμίνης D. Τρίτη τυχαιοποιημένη δοκιμή με 5.110 εθελοντές ηλικίας 50 έως 84 ετών επίσης δεν έδειξε καμία θετική επίδραση σε καρδιαγγειακές και αναπνευστικές νόσους, κατάγματα, τάση για επικίνδυνες πτώσεις και όλους τους τύπους καρκίνου.
Στο θέμα του ελάχιστου επιπέδου βιταμίνης D στο αίμα εμφανίστηκε μια σύγχυση εξαιτίας ασαφειών και της ορολογίας που χρησιμοποίησαν αρχικά το Ινστιτούτο Ιατρικής (σήμερα Εθνική Ακαδημία Ιατρικής) των ΗΠΑ και στη συνέχεια η Ενδοκρινολογική Εταιρεία των ΗΠΑ. Οι ασάφειες έκαναν τους γιατρούς να θεωρήσουν αρχικά ότι το ελάχιστο όριο πρέπει να είναι τα 20 νανογραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό αίματος, παρότι τα 16 ng/ml είχαν διαπιστωθεί ως όριο που παύει να αυξάνεται η θετική επίδραση της βιταμίνης D. Ερευνα στον γενικό πληθυσμό των ΗΠΑ έδειξε ότι οι περισσότεροι είχαν πάνω από 20 ng/ml. Ομως η επιστημονική ένωση των ενδοκρινολόγων ανέβασε το κάτω όριο στα 30 ng/ml. Αποδείχτηκε ότι ο επικεφαλής της ομάδας των ενδοκρινολόγων που κατέληξαν σε αυτό το όριο είχε πάρει χρηματοδότηση 100.000 δολαρίων από διάφορες εταιρείες, που παρασκευάζουν συμπληρώματα διατροφής με βιταμίνη D και τεστ ελέγχου του επιπέδου της βιταμίνης στο αίμα. Κάθε χρόνο γίνονται 10 εκατομμύρια τέτοια τεστ στις ΗΠΑ, παρότι αυτό δεν συνίσταται από κανέναν μεγάλο επιστημονικό οργανισμό, ούτε από την Ενδοκρινολογική Εταιρεία. Τώρα νέα ομάδα ενδοκρινολόγων, στην οποία δεν είναι γνωστή κάποια σύγκρουση συμφερόντων, επανεξετάζει τα όρια.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ
Το περισσότερο δεν είναι πάντα καλύτερο. Μελέτες έδειξαν ότι η λήψη πάνω από 2.000 IU βιταμίνης D τη μέρα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο επικίνδυνων πτώσεων, πιθανώς εξαιτίας επιδράσεων στο νευρικό σύστημα, που μειώνουν την ισορροπία. Είτε παίρνει κανείς χάπια συμπληρώματος είτε όχι, πιθανώς παίρνει συμπληρωματική βιταμίνη D πέραν εκείνης που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός του, καταναλώνοντας γαλακτοκομικά, δημητριακά πρωινού, φυτικά γάλατα και άλλες ενισχυμένες τροφές. Πάντως υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορεί να μειώσει π.χ. κατά 3% την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.
Οι βιταμίνες έχουν ένα δέλεαρ. Είναι σχετικά φτηνές, σχετικά ασφαλείς και εμφανίζονται από αυτούς που προωθούν τα συμπληρώματα ως «φυσικές» και γι’ αυτό με κάποιον τρόπο καλύτερες από τα φάρμακα. Υπάρχει η αντίληψη ότι με κάποιο «μαγικό» τρόπο βελτιώνουν την υγεία και μερικοί που παίρνουν συμπληρώματα βιταμινών νιώθουν καλύτερα, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα του φαινόμενου του ψευδοφαρμάκου. Η σχέση ανάμεσα στις βιταμίνες και τις ασθένειες είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι είχε φανεί αρχικά και η επιστημονική κατανόησή της βρίσκεται σε εξέλιξη.
Επιμέλεια: Σταύρος Ξενικουδάκης
Πηγή: «Scientific American»