Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Απόστολος Πατελάκης “Ο Εμφύλιος πόλεμος και οι Πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία”
Προσφυγόπουλα στη Ρουμανία, μετά τη λήξη του «Εμφύλιου» – Πέτρινα χρόνια!
ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
«Κι απ’ το θάνατο ακόμα, πιο πικρή είσαι προσφυγιά…»
Όταν την περίοδο 1976-1980 βρέθηκα στο Βουκουρέστι για διδακτορικές σπουδές στα οικονομικά, στην Academia de Studii Economice, ως ένας από τους τρεις πρώτους υποτρόφους του ΠΑΣΟΚ, είχα την (πώς να την πω;!) «τύχη» ή «χαρά», να γνωρίσω πλειάδα συνελλήνων (μεγάλους και μικρούς, άντρες και γυναίκες) «ηττημένων του Εμφυλίου». Κάποιοι ήταν «διάσημοι» ως καπεταναίοι ή ηγήτορες στην πρώτη αντίσταση, και κάποιοι «πρωταγωνιστές» στα χρόνια του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας-ΔΣΕ», με μάχες στον Γράμμο και στην παραμεθόριο γραμμή των βόρειων συνόρων τις χώρας. Άλλοι, υπήρξαν τα «μεγάλα ονόματα» της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ και άκουγες γι’ αυτούς πολλές «ιστορίες» για τις θέσεις, απόψεις, αποφάσεις κ.λπ., που εξέφρασαν στις διάφορες συγκλήσεις κομματικών ή «προσφυγικών» οργάνων (Ολομέλειες, Συγκλήσεις Πολιτικού Γραφείου κ.λπ.) σε διάφορες πόλεις ή χώρες του τότε λεγόμενου «Ανατολικού Συνασπισμού» ή «υπαρκτού σοσιαλισμού», και για γεγονότα τα οποία πολλάκις είχαν βίαιες μέχρι και αιματηρές ή θανατηφόρες καταλήξεις. Και όλα αυτά τα έθεταν οι ποικίλοι συνομιλητές μου στο κεφάλαιο «Πτυχές του εσωκομματικού προβλήματος». Τα παιδιά τους, βέβαια, λιγοστά πράγματα γνώριζαν γι’ αυτά, ή γνώριζαν στρεβλά πράγματα για το πώς είχαν τα πράγματα τότε στην πατρίδα μας… Κι όλα τούτα με έκαναν να επιδοθώ –παράλληλα με τις σπουδές μου– και στην συλλογή-καταγραφή τέτοιων (μεγάλου ενδιαφέροντος κατ’ εμέ) αφηγήσεων-μαρτυριών, ώστε μετά το πέρας των σπουδών μου και την επιστροφή μου στην πατρίδα, να προβώ στην συγγραφή ενός πονήματος με θέμα τους «Πολιτικούς Πρόσφυγες» και το «Εσωκομματικό ζήτημα» σε όλες τις Ανατολικές χώρες. Τούτη μου η σκέψη, για να πραγματωθεί, απαιτούσε ταξίδια σε όλες τις Ανατολικές χώρες και σε όλα τα προσφυγικά κέντρα των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων. Και όντως, όλα τα καλοκαίρια και πολλές μέρες των διακοπών Πάσχα και Χριστουγέννων, αντί να παρευρίσκομαι με τους δικούς μου εν Ελλάδι, ταξίδευα και γνώριζα πρόσφυγες… Κατέγραψα μαρτυρίες και αφηγήσεις σε δεκάδες χειρόγραφες σελίδες… Δεν επισκέφτηκα μόνον την τότε ΕΣΣΔ γιατί δεν μου χορήγησαν βίζα, παρά τις πολλές φιλικές διαμεσολαβήσεις του ρώσου «Κομψομολίστα» Όλεγκ, στην πρεσβεία της χώρας του στο Βουκουρέστι… Άλλα χρόνια, άλλες εποχές, άλλοι καιροί και άλλα ήθη, και ο «υπαρκτός»… ανύπαρκτος, σε λίγο θα έμπαινε σε τροχιά… Γκορμπατσόφ!
Όλα τα ανωτέρω μου ήρθαν έτσι φευγαλέα στο μυαλό, διαβάζοντας το εξαιρετικό πόνημα «Απόστολος Πατελάκης, Ο Εμφύλιος πόλεμος και οι Πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία – Προλογίζουν: Gheorghe Onisoro και Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019» (σχήμα 17 x 24, σελίδες 400). Καθ’ όλη όμως τη διάρκεια της μελέτης αυτού του τόμου, οι στίχοι «Κι απ’ το θάνατο ακόμα, πιο πικρή είσαι προσφυγιά…» του Πυθαγόρα (Πυθαγόρας Παπασταματίου: 1930-1979), από τον δίσκο «Μικρασία» με τον Απόστολο Καλδάρα (1922-1990), αποτελούσαν το αθόρυβο «μουσικό χαλί» στις αναδρομές της μνήμης μου, για εκείνα τα δύσκολα και πονεμένα χρόνια, για καταστάσεις και γεγονότα που μόνο γραφίδες σαν εκείνη του χρυσού ποιητή μας Όμηρου μπορούν να δώσουν υπό μορφή έπους ή τραγωδίας. Το μέγεθος του «τραγικού» που βίωσαν οι «ηττημένοι» του Εμφυλίου στις Ανατολικές Χώρες, αδυνατούν να το αποτυπώσουν τα όποια ιστορικά μελετήματα, τα οποία –συνήθως– αποπειρώνται να «ψαχουλέψουν» την αλήθεια, για την αποκαλύψουν. Αλλά μόνον που η αλήθεια για να ειπωθεί απαιτεί και τον καλό αφηγητή, που θα την κάνει κοινό κτήμα σε μικρούς και μεγάλους. Υπ’ αυτήν την έννοια, για το θέμα των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων δεν έχει υπάρξει ακόμα κάποιος ποιητής.
Η μελέτη του Απ. Πατελάκη, όμως, μπορεί να λειτουργήσει ιδανικά, με τον τρόπο προσέγγισης και το άγνωστο υλικό που καταχωρίζει από δημοσιευμένες μαρτυρίες, αλλά κυρίως από άγνωστες αρχειακές πηγές (κυρίως της Ρουμανίας), ως προς την κατανόηση του όλου θέματος. Και ακόμα, μπορεί να λειτουργήσεις ως «οδηγός» για την εκπόνηση παρόμοιων μελετών για τους Έλληνες Πολιτικούς Πρόσφυγες που έζησαν στις άλλες χώρες του «ανατολικού μπλοκ» (πέρα από την Ρουμανία), με «άγνωστα στοιχεία», επίσημα ή παρασκηνιακά, καταγεγραμμένα και διαφυλασσόμενα στα επίσημα αρχεία των χωρών αυτών. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, και το «χρωστούν» όσοι έχουν τέτοια βιώματα ή μνήμες, στον λαό μας και στους λαούς που τους φιλοξένησαν. Γιατί, πέρα από τα όσα επέβαλαν τα «καθεστώτα» στους λαούς τους, αυτοί οι ίδιοι λαοί, μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, πέρα παό την θεραπεία των πληγών τους, είναι αλήθεια ότι επέδειξαν περισσή αγάπη και φροντίδα προς τους Έλληνες που αναζήτησαν εκεί την «σωτηρία» τους (νήπια, παιδιά, έφηβοι, ενήλικες, γέροντες και υπερήλικες των δύο φύλων). Αυτό το «χρέος» πρέπει να… ξοφληθεί!
Να δώσουμε τον «λόγο» στον συγγραφέα, να μας παρουσιάσει το έργο του:
Γεννήθηκα στη Ρουμανία στην πόλη Κραϊόβα το έτος 1951 σε μια οικογένεια Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν εκεί μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Οι πρώτες μου αναμνήσεις εκτός σπιτιού είναι εκείνες που αναφέρονται στα χρόνια που πέρασα σε ένα εβδομαδιαίο νηπιαγωγείο, όπου είχα την ευκαιρία να μάθω την ρουμάνικη γλώσσα, διότι στο σπίτι οι γονείς και οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας μου μιλούσαν μόνο στην ελληνική γλώσσα. Οι γονείς μου κατάγονταν από τον Έβρο από κοντινά χωριά, αλλά γνωρίστηκαν στη Ρουμανία, το έτος 1949.
Αφού έφτασα σε κάποια ηλικία που μπορούσα να καταλάβω κάποια πράγματα για το παρελθόν μας, οι γονείς και οι παππούδες μου άρχισαν να μου διηγούνται για τον Εμφύλιο Πόλεμο, για τα χωριά τους, τα σπίτια τους, τους συγγενείς τους, τα χωράφια και τα ζώα τους, γενικά για τη ζωή τους σε εκείνη την απομακρυσμένη γωνιά της Ελλάδας. Εγώ όλα εκείνα τα χρόνια άκουγα με ευχαρίστηση και ενδιαφέρον όλες τις αφηγήσεις, έτσι ώστε είχα αρχίσει να φαντάζομαι εκείνο τον κόσμο των χωριών ο οποίος μου ήταν εντελώς άγνωστος. Οι παππούδες και από τους δύο γονείς είχαν εγκατασταθεί στα χωριά τους κοντά στο Διδυμότειχο, κατόπιν της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. Με μεγάλες δυσκολίες, εξαιτίας των σκληρών ιστορικών συνθηκών, κατόρθωσαν να φτιάξουν το νοικοκυριό τους, αλλά το 1948, δηλαδή μετά από 25 χρόνια, εξαιτίας του Εμφυλίου αναγκάσθηκαν «για να σωθούν» να πάρουν ξανά το δρόμο της προσφυγιάς. Κάποια μέρα ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υποχρέωσε τους κατοίκους των χωριών της περιοχής να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Ο καθένας φόρτωσε ό,τι μπορούσε στο κάρο και πέρασαν στη Βουλγαρία, όπου τους ενημέρωσαν ότι θα παρέμεναν προσωρινά μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου. Τα μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας άνω των 17 επιστρατεύτηκαν από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, μεταξύ αυτών και οι γονείς μου οι οποίοι ήταν 19 χρονών. Αυτό όμως ήταν μόνο η αρχή της διάλυσης των οικογενειών, οι οποίες δε θα ήταν ποτέ όπως πριν την αρχή αυτού του καταστρεπτικού πολέμου. Οι παππούδες μου δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ το χωριό τους, ούτε και τη χώρα τους. Θα πέθαιναν στην Ρουμανία με τον καημό του σπιτιού και με τη σκέψη των άλλων δύο παιδιών τους που έμειναν στην Ελλάδα.
Μετά από έναν μήνα εκπαίδευσης οι γονείς μου ξεκίνησαν την παρτιζάνικη ζωή τους. Η μαμά μου ήταν σε ένα τμήμα που καθήκον του ήταν η ναρκοθέτηση διάφορων περιοχών. Παραπονιόταν ότι ήταν αναγκασμένη να κουβαλάει αυτές τις νάρκες, οι οποίες ήταν πολύ βαριές και αναφερόταν πολύ συχνά στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κυρίως οι γυναίκες σε ό,τι αφορά την προσωπική υγιεινή τους. Προς το τέλος του 1948, η μαμά τραυματίστηκε σοβαρά στον αγκώνα από ένα βλήμα και στάλθηκε για περίθαλψη στη Βουλγαρία και από εκεί στη Ρουμανία, στη Σινάϊα, όπου το καζίνο είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για τους αντάρτες. Το φθινόπωρο του 1949, αφού επουλώθηκε η πληγή της, στάλθηκε στη Φλωρίκα, το πρώτο ελληνικό χωριό στη Ρουμανία.
Ο πατέρας μου εντάχθηκε στην ταξιαρχία του Γιώργου Σοφιανού η οποία μεταφέρθηκε προς το Βίτσι-Γράμμο το 1949 και συμμετείχε στις μεγάλες μάχες. Τραυματίστηκε στο αριστερό πόδι, στάλθηκε και αυτός στη Βουλγαρία, μετά στη Φλωρίκα όπου γνώρισε τη μαμά και σε σύντομο χρονικό διάστημα παντρεύτηκαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ήταν ο πρώτος γάμος μεταξύ παρτιζάνων (μετά βέβαια ακολούθησαν δεκάδες άλλοι γάμοι). Το 1950 στάλθηκαν στη πόλη Κραϊόβα όπου άρχισαν να εργάζονται στο εργοστάσιο «7η Νοεμβρίου».
Το 1952, πολυάριθμοι νεαροί Έλληνες, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, στάλθηκαν να σπουδάσουν σε διάφορα Εργατικά Πανεπιστήμια στο Βουκουρέστι. Ήταν μια περίοδος στην οποία το ΚΚΕ έδινε ιδιαίτερη προσοχή στις σπουδές. Όλοι έπρεπε να σπουδάσουν. Δεν είχε σημασία ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν καν απόφοιτοι δημοτικού σχολείου, που δεν είχαν την προετοιμασία και τις απαραίτητες γνώσεις και που δεν γνώριζαν καλά τη ρουμανική γλώσσα. Σημασία είχε να βρίσκονταν σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, έτσι ώστε το κόμμα να μπορεί να παρουσιάζει εντυπωσιακούς αριθμούς προκειμένου να τεκμηριώσει την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος και να αποδείξει ότι αυτά τα παιδιά/νέοι είχαν μεταφερθεί εκεί για να σωθούν, να σπουδάσουν και όχι για να γίνουν “γενίτσαροι”, όπως υποστήριζε η κυβέρνηση της Ελλάδας.
Το θέμα είναι ότι αυτές οι σχολές ήταν κυρίως πολιτικές και επομένως δεν τους εξασφάλιζαν ένα επάγγελμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αργότερα, όταν έχασαν την ρουμάνικη υπηκοότητα (1963), αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν μαθήματα σε κάποια επαγγελματική σχολή προκειμένου να μπορέσουν να εργαστούν σε κάποιο τομέα. Οι καθηγητές έδειχναν μεγάλη «κατανόηση» σε αυτούς τους νέους οι οποίοι εισάγονταν σε αυτά τα ιδρύματα χωρίς εξετάσεις, επειδή οι γονείς τους ή οι ίδιοι είχαν αγωνισθεί εναντίον των μοναρχό-φασιστών, συνεπώς διατηρούσαν ένα ιδιαίτερο καθεστώς. Ήταν επαναστάτες, ήταν κομμουνιστές, πράγμα που μετρούσε πιο πολύ απ’ ότι η θεωρητική τους προετοιμασία.
Ο πατέρας μου δεν τελείωσε τη σχολή, είχε οικογενειακές υποχρεώσεις, είχε γεννηθεί εν τω μεταξύ και η αδερφή μου, κι ως εκ τούτου η μαμά δεν τα κατάφερνε μόνη της. Αλλά και χωρίς την πανεπιστημιακή σχολή, επειδή ο πατέρας ήταν ένας αφοσιωμένος και πειθαρχημένος κομμουνιστής, ανέλαβε κάποιες σημαντικές θέσεις στην κοινωνία. Έτσι για κάποιο χρονικό διάστημα διετέλεσε σχολικός επιθεωρητής, παρόλο που δεν γνώριζε καλά τη ρουμανική γλώσσα, ενώ αργότερα διορίστηκε πρόεδρος ενός αγροτικού συνεταιρισμού σε μια κωμόπολη δίπλα στην Κραϊόβα. Εκείνη την περίοδο δεν ήταν απαραίτητο να είσαι καλά καταρτισμένος στον επαγγελματικό τομέα, σημασία είχε να είσαι κομμουνιστής και να αγωνίζεσαι για την ανοικοδόμηση της καινούργιας κοινωνίας.
Ξαφνικά, το 1963 η ζωή των Ελλήνων κομμουνιστών στη Ρουμανία άλλαξε ριζικά. Ενώ από το 1953-1954 ήταν Ρουμάνοι υπήκοοι και μέλη του Ρουμανικού Εργατικού Κόμματος, το 1963, κατόπιν μιας απόφασης του Ρουμανικού Κόμματος (ΡΕΚ), οι Έλληνες κομμουνιστές αποκλείστηκαν από το ΡΕΚ χάνοντας με αυτόν τον τρόπο όλες τις θέσεις που κατείχαν στην κοινωνικο-οικονομική και διοικητική ζωή της χώρας. Χωρίς υπηκοότητα και χωρίς κάποια εξειδίκευση σε κάποιον τομέα, οι Έλληνες κομμουνιστές χρειάστηκε να προσαρμοστούν στα καινούργια δεδομένα. Πολλοί από αυτούς παρακολούθησαν τότε μαθήματα σε διάφορες επαγγελματικές σχολές και μετά την αποφοίτησή τους εργάστηκαν ως εξειδικευμένοι εργάτες σε διάφορες επιχειρήσεις.
Εμείς, οι Έλληνες μαθητές στη διάρκεια των 12 σχολικών ετών παρακολουθούσαμε τέσσερις ώρες ελληνικής γλώσσας την εβδομάδα, στο πλαίσιο των οποίων διδάσκονταν και μαθήματα ιστορίας και γεωγραφίας. Στο μάθημα της ιστορίας το βάρος έπεφτε στο ένδοξο παρελθόν της αρχαίας Ελλάδας, στην επανάσταση του 1821 καθώς και στην ηρωική αντίσταση των Ελλήνων κατά των Γερμανών (1941-1944). Καμιά αναφορά στον Εμφύλιο Πόλεμο. Κάθε παιδί γνώριζε μόνο αυτά που του έλεγαν οι γονείς στο σπίτι, δηλαδή σχεδόν τίποτα. Οι γονείς μου αναφέρονταν με υπερηφάνεια στο γεγονός ότι ήταν αντάρτες και ότι είχαν αγωνιστεί εναντίων των μοναρχο-φασιστών και των Αμερικανών ιμπεριαλιστών που ήθελαν να κατακτήσουν την Ελλάδα. Αυτοί αγωνίστηκαν ηρωικά, αλλά οι μοναρχο-φασιστικές δυνάμεις, επειδή ήταν πιο ισχυρές, τους νίκησαν το 1949 και αυτοί στάλθηκαν σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Αυτά τα διηγήματα αποτελούσαν την κοινωνική προίκα της οικογένειας, η οποία μας επέτρεψε να κατανοήσουμε, σε κάποιο βαθμό, τι συνέβη σε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της Ελλάδας.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε εμείς, οι Έλληνες μαθητές, καθώς και όλοι οι πρόσφυγες, εκείνη την περίοδο, ήταν η έλλειψη λεξικών (ελληνο-ρουμανικών και ρουμανο-ελληνικών) τα οποία θα μας διευκόλυναν στην εκμάθηση και την κατανόηση της ελληνικής γλώσσας, η οποία μας φαινόταν πάρα πολύ δύσκολη σε σχέση με την ρουμανική. Τα βιβλία, κυρίως της ελληνικής γλώσσας, περιελάμβαναν πολλά λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία για μας ήταν ακατανόητα, επειδή περιείχαν πολλές άγνωστες λέξεις και ήταν γραμμένα σε ένα επίπεδο που ήταν πέραν των δυνατοτήτων μας. Τα πρώτα λεξικά δημοσιεύθηκαν κατά την περίοδο 1975-1976, δηλαδή σε μια εποχή στην οποία εμείς ετοιμαζόμασταν για τον επαναπατρισμό. Γιατί δεν είχαμε λεξικά, κανείς δεν μας εξήγησε ποτέ. Στο Βουκουρέστι υπήρχαν αρκετοί διανοούμενοι, καθηγητές και μεταφραστές οι οποίοι θα μπορούσαν να γράψουν ένα μικρό λεξικό με 3-4.000 λέξεις μέσα σε λίγους μήνες. Γιατί δεν υπήρξαν τέτοιου είδους λεξικά και κάποια ελληνο-ρουμανική μέθοδος με διαλόγους, τα οποία θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμα σε όλους τους πρόσφυγες, παραμένει ένα αίνιγμα.
Η ελληνική κοινότητα της Κραϊόβας, η οποία αριθμούσε περίπου 650 μέλη, ήταν καλά οργανωμένη στο πλαίσιο ενός Συλλόγου και υποστηριζόταν από τις τοπικές δημοτικές αρχές και από τον Ρουμάνικο Ερυθρό Σταυρό. Η έδρα του Συλλόγου βρισκόταν σε ένα παλιό κτίριο στο κέντρο της πόλης, όπου διεξάγονταν διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις καθώς και συχνές κομματικές συνελεύσεις. Το καλοκαίρι συνήθως οι Έλληνες συγκεντρώνονταν τα βράδια σε ένα παρκάκι στο κέντρο της πόλης, όπου οι άντρες συζητούσαν πολλές φορές με πάθος για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Εγώ, έφηβος τότε, άκουγα με ενδιαφέρον αυτές τις συζητήσεις που πολλές φορές ήταν αντιφατικές, με τη σκέψη να μάθω περισσότερα γι’ αυτό το σημαντικό γεγονός από τη ζωή των γονιών μου. Με τον καιρό αντιλήφθηκα, ότι ούτε αυτοί ήταν καλά πληροφορημένοι και ότι ο καθένας έλεγε ό,τι πίστευε και ήξερε, ενώ μερικοί άφηναν να εννοηθεί ότι κατείχαν μυστικά τα οποία δεν μπορούσαν να τα αποκαλύψουν. Άκουγα συχνά, εκφράσεις του τύπου: «Δεν έπρεπε να παραδώσουμε τα όπλα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας», «O Ζαχαριάδης έκανε λάθος που δεν συμμετείχε στις εκλογές του 1946», «ο Τίτο μας πρόδωσε», «O Στάλιν μας βοήθησε ή όχι;», και πολλά άλλα. Ήταν προφανές ότι όλοι επιθυμούσαν να μάθουν περισσότερα για εκείνον τον πόλεμο στον οποίο συμμετείχαν και είχε σημαδεύσει τη ζωή τους, άλλα κανείς δεν τους ενημέρωνε επίσημα. Ο Εμφύλιος Πόλεμος παρέμεινε ένα θέμα ταμπού, μη θέλοντας οι ηγέτες του κόμματος να ταράξουν ξανά τα πνεύματα. Να τι έλεγε για παράδειγμα ο Γιώργης Τρικαλινός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, το έτος 1996: «Τέλειωσε ο εμφύλιος πόλεμος. Από τότε πέρασαν 46 χρόνια περίπου. Κι ακόμα βασανίζουν όλους μας πολλά ερωτήματα για τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί φτάσαμε σ’ αυτόν; Ποιος κυρίως ευθύνεται; Μπορούσε ν’ αποτραπεί; Τι χαρακτήρα είχε; Όλα αυτά τα χρόνια τα παραπάνω ερωτήματα και τα γεγονότα που μεσολάβησαν με βασάνιζαν και προσπαθούσα να δώσω απάντηση». [1]
Στις σημαντικότερες κομματικές συνελεύσεις ή στις εκλογές για την ανάδειξη των τοπικών κομμουνιστικών ηγετών συμμετείχαν, συχνά, και ανώτερα και μεσαία στελέχη του ΚΚΕ. Όλοι τους υποδέχονταν με χαρά και περίμεναν να ακούσουν νέα, κυρίως σχετικά με τον επαναπατρισμό των προσφύγων. Δυστυχώς, όλα εκείνα τα χρόνια δεν ακούγαμε πάρα μόνο ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν κρίσιμη, ότι πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα και κυρίως να πληρώνουμε τις συνδρομές και να συμμετάσχουμε στους εράνους, οι οποίοι οργανώνονταν αρκετά συχνά και δημιουργούσαν οικονομικές δυσκολίες στους πρόσφυγες.
Το 1969 τελείωσα το λύκειο με καλά αποτελέσματα και έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή Ιστορίας-Γεωγραφίας όπου πέρασα με υψηλό βαθμό. Εδώ όμως συνάντησα την πρώτη δυσκολία. Αν και ανήκα σε μια εθνοπολιτισμική μειονότητα, όλα εκείνα τα χρόνια δεν είχα νιώσει καμία διάκριση. Αλλά να που στη πραγματικότητα ήμουν Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας και επιθυμούσα να σπουδάσω Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες. Γι’ αυτή τη σχολή όμως έπρεπε να έχω την έγκριση από το Ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά από ένα μήνα αναμονής η γραμματεία της σχολής με ενημέρωσε ότι πήρα τελικά την έγκριση, συνεπώς ο φάκελος της οικογένειας ήταν «καθαρός» και έτσι μπόρεσα να σπουδάσω δίπλα στους Ρουμάνους συμφοιτητές μου.
Από το 1970 το Κόμμα άρχισε μια εκστρατεία εγγραφής των αξιόλογων νέων στην ΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας). Σε αυτή την οργάνωση έπρεπε να περάσουν οι νέοι οι οποίοι ήταν πρωτοπόροι στον τομέα τους και κυρίως οι φοιτητές. Μετά την κατάλληλη προετοιμασία, έγινα μέλος της ΚΝΕ το 1971, σε μια εποχή που εμείς ήμασταν καλά ενταγμένοι στην ρουμάνικη κοινωνία και γνωρίζαμε ελάχιστα πράγματα για το τι συνέβαινε πραγματικά στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν είχαμε ικανούς ηγέτες για τη νεολαία οι οποίοι να μας δώσουν να καταλάβουμε τι ακριβώς έπρεπε εμείς να κάνουμε μιας και ζούσαμε στη Ρουμανία και είχαμε άλλα προβλήματα και άλλα ενδιαφέροντα. Ήμασταν σαν δύο παράλληλοι κόσμοι που απλώς συναντιόμασταν που και που σε καμιά συνέλευση ή σε κανένα γλέντι που οργάνωνε ο Σύλλογος. Εμείς τότε είχαμε ανάγκη από έναν ηγέτη σαν τον Γρηγόρη Φαράκο που ήταν μορφωμένος, είχε ορίζοντα και ήξερε να δουλεύει με τη νεολαία. Αλλά σαν τον Φαράκο υπήρχαν λίγα στελέχη, συνεπώς έπρεπε να συνεργαστούμε με άτομα που δεν είχαν την κατάλληλη προετοιμασία και γνώσεις και ως εκ τούτου δεν ήταν ικανά να μας καθοδηγήσουν με τρόπο πειστικό και ξεκάθαρο. Ο γνωστός κομμουνιστής Στέλιος Γιατρουδάκης λέει τα εξής: «Όσον αφορά το μορφωτικό και ιδεολογικό επίπεδο πολλών στελεχών (μάλιστα και ανώτατων) του ΚΚΕ, ήταν τουλάχιστον πολύ χαμηλό. Δεν είναι περίεργο που αρκετά από αυτά τα στελέχη έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε επίπεδο ημιμάθειας, αφού και η συμπεριφορά τους συνηγορούσε σε αυτό».[2]
Τελείωσα τη σχολή το 1973 και διορίστηκα αμέσως σε ένα σχολείο σε μια κωμόπολη στη βόρεια Ρουμανία, πολύ μακριά από το σπίτι μου. Στην αρχή μού ήταν δύσκολο επειδή εγώ ήμουν παιδί της πόλης και συνεπώς ο κόσμος του χωριού μου ήταν εντελώς άγνωστος. Παράλληλα, συνέχισα τις σπουδές μου στην πόλη Κλουζ-Ναπόκα, στη σχολή Ιστορίας-Φιλοσοφίας, από την οποία αποφοίτησα το 1975. Για την διπλωματική μου εργασία με τίτλο: «Η Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη (1821-1829)», δεν υπήρχε βιβλιογραφία στη ρουμάνικη γλώσσα και σκέφτηκα να πάω στον Σύλλογο Ελλήνων στο Βουκουρέστι, όπου είχα ακούσει ότι υπήρχε μια πλούσια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία ιστορίας. Αφού εξήγησα στον υπεύθυνο της βιβλιοθήκης ποιος είμαι, από πού ήρθα και τι θέλω, μου είπε ότι τα βιβλία είναι μόνο για τα στελέχη του Κόμματος. Απογοητεύτηκα από τον τρόπο αντιμετώπισης, κυρίως γιατί όλα τα χρόνια το κόμμα ισχυριζόταν ότι στήριζε τη νεολαία ώστε να είναι καλά προετοιμασμένη για να ανοικοδομήσει την σοσιαλιστική Ελλάδα. Τα βιβλία της βιβλιοθήκης είχαν πάνω τους ένα παχύ στρώμα σκόνης και τα στελέχη του κόμματος μόνο για την επανάσταση του 1821 δεν ενδιαφέρονταν εκείνη την περίοδο. Αντί να με στηρίξουν και να με προωθήσουν (ήμουν από τους λίγους, αν όχι και ο μοναδικός, με σοβαρές σπουδές στην ιστορία), μου γύρισαν την πλάτη, παρόλο που ο Κ. Κολιγιάννης στην 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ (1968) έλεγε τα εξής: «Ιδιαίτερα χρειάζεται να προσέξουμε τη δουλειά μας στους επιστήμονες πολιτικούς πρόσφυγες για την παραπέρα αγωνιστική τους διαπαιδαγώγηση και αξιοποίησή τους προς το συμφέρον του κινήματος»[3] Αυτά βέβαια ήταν στα χαρτιά, στην πράξη ήταν διαφορετικά.
Στους ηγέτες μας δεν άρεσαν οι ατομικές πρωτοβουλίες. Ενθάρρυναν και στήριζαν μόνο τις μαζικές δραστηριότητες οι οποίες ήταν οργανωμένες στο πλαίσιο του συλλόγου. Για παράδειγμα, την περίοδο που ήμουν μαθητής, ήμουν ένας από τους καλύτερους αθλητές στίβου στη Ρουμανία και διακρίθηκα επανειλημμένα σε εθνικό επίπεδο. Κανείς από τους ηγέτες του Συλλόγου όμως δεν μου έδωσε την απαραίτητη προσοχή, γεγονός που συνέβαινε και με τους άλλους νέους που ασχολούνταν με διάφορα ατομικά αθλήματα, ενώ σε αντίθεση στήριζαν και επαινούσαν την ομάδα ποδοσφαίρου του Συλλόγου, η οποία ήταν μια μικρή ερασιτεχνική ομάδα, την οποία μόνο αυτοί γνώριζαν.
Το 1977 άρχισα τις διαδικασίες για τον επαναπατρισμό μέσω της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βουκουρέστι. Υπήρξε μια δύσκολη περίοδος, επειδή από τη μία έπρεπε να εγκαταλείψω τη χώρα στην οποία είχα γεννηθεί και εξελιχθεί επαγγελματικά και με την οποία αισθανόμουν πολύ δεμένος, ενώ από την άλλη έπρεπε να πάω σε μια χώρα με άλλο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, όπου τίποτα δεν ήταν σίγουρο και έπρεπε ουσιαστικά να ξεκινήσω από την αρχή.
Το 1979, στην ηλικία των 28 ετών, επαναπατρίστηκα με τη σύζυγό μου και την κόρη μας και εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εύρεσης δουλειάς. Η μετάβαση από τη μια χώρα στην άλλη, ακόμη και αν γίνεται επίσημα, αποτελεί έναν βίαιο αποχωρισμό με αφάνταστες συνέπειες. Είναι σαν να ξεριζώνεις ένα δέντρο και να θέλεις να το ξαναφυτέψεις σε άλλο μέρος. Άλλο πολιτικό σύστημα, άλλος πολιτισμός, γλώσσα, παραδόσεις, η εύρεση μιας θέσης εργασίας, η απώλεια των αγαπημένων φίλων και πολλά άλλα. Κατά κάποιο τρόπο η ιστορία επαναλαμβανόταν. Οι γονείς μου είχαν έρθει στη Ρουμανία, ενώ εγώ τώρα επέστρεφα στην Ελλάδα χωρίς αυτούς, οι οποίοι είχαν μείνει στην Κραϊόβα σαν συνταξιούχοι. Η διαφορά ήταν ότι εμείς ήμασταν πιο ώριμοι, προετοιμασμένοι επαγγελματικά, γνωρίζαμε καλά τη γλώσσα, έτσι ώστε βρήκαμε αρκετά γρήγορα κάπου να εργαστούμε. Η σύζυγος μου προσλήφθηκε αμέσως στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο σα νοσηλεύτρια, ενώ εγώ ως καθηγητής στη Σχολή Βαλκανικών Γλωσσών (IMXA), καθώς και σε κάποια φροντιστήρια που προετοίμαζαν τους απόφοιτους λυκείου για σπουδές στη Ρουμανία. Στη Σχολή Βαλκανικών Γλωσσών με δέχτηκαν αμέσως, επειδή δεν είχαν καθηγητή για τη διδασκαλία της ρουμανικής, αλλά ο διευθυντής της σχολής, ο αείμνηστος Ιωάννης Λαμψίδης, με προειδοποίησε φιλικά «να αποφεύγω να κάνω κομμουνιστική προπαγάνδα για να μην έχω προβλήματα».
Η βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Mελετών Χερσονήσου του Αίμου (IMXA) διέθετε έναν εντυπωσιακό αριθμό βιβλίων ιστορίας, έτσι ώστε άρχισα να διαβάζω βιβλία για την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας η οποία μού ήταν άγνωστη. Με ενδιέφερε κυρίως ο Εμφύλιος Πόλεμος, για τον οποίο ήξερα ελάχιστα. Γνώριζα βέβαια κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή και τη δράση των Ελλήνων ανταρτών για τους οποίους μού είχαν μιλήσει πολλές φορές οι γονείς μου. Είχα μάθει για τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες διεξήχθη ο αγώνας, πού και πώς τραυματίστηκαν, πώς πέρασαν από τη Βουλγαρία, πότε και πώς έφτασαν στη Ρουμανία, πώς τους υποδέχτηκε το ρουμανικό κράτος, αλλά δεν είχα μια γενική εικόνα σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Εάν για τον Εμφύλιο Πόλεμο υπήρχαν πολυάριθμα βιβλία και μελέτες, για τους πολιτικούς πρόσφυγες οι μελέτες μετριούνταν στα δάχτυλα ενός χεριού. Καθημερινά διαπίστωνα ότι οι Έλληνες δεν γνώριζαν τίποτα για τη ζωή των προσφύγων στις επτά σοσιαλιστικές χώρες. Είχαν μια διαστρεβλωμένη εικόνα, συνέπεια της δυσφημιστικής προπαγάνδας των δεξιών κυβερνήσεων στην Ελλάδα μέχρι το 1981. Γι’ αυτούς οι πρόσφυγες αποτελούσαν έναν άγνωστο κόσμο, απομακρυσμένο, κρυμμένο πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Είχαν την εντύπωση ότι ζούσαμε όπως στη Κίνα, ότι ήμασταν ντυμένοι όλοι το ίδιο, ότι τρώγαμε σε λέσχες και άλλα. Όταν τους εξηγούσα ποια ήταν η πραγματικότητα, έμεναν έκπληκτοι, μερικοί μάλιστα πίστευαν πως έκανα προπαγάνδα υπέρ του κομμουνισμού.
Κατά την περίοδο 2000-2006 δίδαξα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών το μάθημα της ρουμανικής γλώσσας, όπου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον καθηγητή Νίκο Μαραντζίδη, ο οποίος, αφού έμαθε ότι ήμουν πρώην πολιτικός πρόσφυγας, με παρότρυνε να ασχοληθώ με τη μελέτη των πολιτικών προσφύγων από τη Ρουμανία, διότι δεν ασχολούνταν κανείς. Άκουσα τη συμβουλή του, έτσι ώστε από τότε και μέχρι σήμερα ασχολούμαι αποκλειστικά με αυτό το θέμα. Άκουσα επίσης και την συμβουλή του Γρηγόρη Φαράκου πρώην γραμματέα του ΚΚΕ (1989-1991), ο οποίος σε ένα από τα συνέδρια αφιερωμένα στους πολιτικούς πρόσφυγες, υπογράμμισε τα εξής: «Θεωρώ ότι το άτομο που θα ασχοληθεί με τη μελέτη των πολιτικών προσφύγων πρέπει να έχει τα εξής προσόντα: να είναι ιστορικός, να είναι πρώην πολιτικός πρόσφυγας και να έχει μεγάλο πάθος γι’ αυτό το θέμα». Αισθάνθηκα ότι σε εμένα απευθύνεται αυτή η συμβουλή και από τότε άρχισα να μελετώ με μεγάλη προσοχή όλα όσα είχαν σχέση με την ιστορία των πολιτικών προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες. Άλλωστε πολύ γρήγορα θα διαπίστωνα ότι οι ιστορικοί οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη μελέτη των πολιτικών προσφύγων είναι ελάχιστοι.
Η ιστορία των πολιτικών προσφύγων δεν είναι ακόμα αρκετά γνωστή. Υπάρχουν λίγες εργασίες σχετικά με τους πολιτικούς πρόσφυγες γραμμένες από ιστορικούς. Πιο γνωστή είναι η ιστορία των πολιτικών προσφύγων από την Βουλγαρία[4] και την Αλβανία[5], και εν μέρει αυτών από την Τσεχοσλοβακία[6], τη Σοβιετική Ένωση (Τασκένδη)[7], τη Γιουγκοσλαβία,[8] και πολύ λίγο εκείνων από την Πολωνία[9], την Ανατολική Γερμανία[10] και την Ουγγαρία[11]. Με τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ρουμανία δεν ασχολήθηκε μέχρι τώρα κανένας ιστορικός.
Επειδή η ιστορία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων δεν ήταν γνωστή στο βαθμό που θα έπρεπε, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων οργάνωσε το 2011 στον εκθεσιακό χώρο της Βουλής μια ενδιαφέρουσα έκθεση που παρουσίαζε όψεις της ζωής των προσφύγων και εξέδωσε ένα ιδιαίτερο φροντισμένο λεύκωμα με τον τίτλο «Καλή πατρίδα», που αποτελούσε την ευχή των προσφύγων σε όλα τα χρόνια της προσφυγιάς. Το έτος 2013, η ιστορικός Κατερίνα Τσέκου δημοσίευσε μια πρώτη γενική εργασία για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, που επέτρεψε στους ενδιαφερόμενους να σχηματίσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα σε ό,τι αφορά τη ζωή και τη δράση των προσφύγων στις επτά σοσιαλιστικές χώρες.[12]
Το 2015 δημοσιεύθηκαν σε ηλεκτρονική μορφή τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος ΘΑΛΗΣ – «Η Ελλάδα από τον Β΄ Παγκόσμιο στον Ψυχρό Πόλεμο: Διεθνείς Σχέσεις και εσωτερικές εξελίξεις», όπου ένα μεγάλο κεφάλαιο αναφέρεται στους πολιτικούς πρόσφυγες. Στην εισαγωγή οι συντονιστές της μελέτης αναφέρουν τα εξής: «Η μελέτη του ζητήματος των πολιτικών προσφύγων αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια ένα από τα πλέον εξελισσόμενα αντικείμενα μελέτης. Παρά το γεγονός πως για χρόνια υπήρξε ένα θέμα ταμπού, η ιστορική έρευνα έκανε σημαντικά βήματα προόδου. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό έπαιξαν τα αρχειακά τεκμήρια των πρώην Λαϊκών Δημοκρατιών. Έτσι, ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών ερευνών που βασίζονται κυρίως στα αρχεία αυτών των χωρών συνέβαλαν στην αναλυτική χαρτογράφηση του φαινομένου και στην διερεύνηση πολλών από τις μέχρι πρόσφατα άγνωστες πτυχές».[13] Η μελέτη παρουσιάζει ορισμένες πτυχές της ζωής των πολιτικών προσφύγων στην Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Πολωνία και Αλβανία σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, και αποτελεί ακόμα ένα σημαντικό βήμα στην καλύτερη γνώση της πολιτικής προσφυγιάς.
Είμαι πεπεισμένος ότι τα επόμενα χρόνια χάρη στις προσπάθειες των ιστορικών και των ερευνητών θα εμφανιστούν καινούργιες εργασίες, οι οποίες θα επιτρέψουν στους λάτρεις της ιστορίας και της αλήθειας καθώς και στους πρώην πολιτικούς πρόσφυγες, στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους να μάθουν περισσότερα γι’ αυτήν τη σελίδα της σύγχρονης ελληνικής διασποράς.
Απόστολος Πατελάκης, Θεσσαλονίκη, 10 Οκτωβρίου 2018
- Πάλι από τον συγγραφέα, μια γενική τοποθέτηση, σχετική με το θέμα που πραγματεύεται, ώστε ο αναγνώστης να έχει πλήρη εικόνα, για ένα ζήτημα του οποίου μόνο μερικές ψηφίδες –εκ των πραγμάτων– μπορούν να δοθούν σε μια τέτοια μελέτη, όταν είναι δεδομένο ότι το εύρος του προβλήματος είναι πολύ μεγαλύτερο, χωρικά, και πολύ πιο σύνθετο για την ολιστική προσέγγισή του. Πρέπει όμως να τονιστεί η φιλότιμη προσπάθεια του Απ. Πατελάκη να αναδείξει με ειλικρίνεια, τιμιότητα, καθαρή σκέψη, αγάπη προς τους «συμπολίτες» της χώρας που φιλοξένησαν τις τόσες και τόσες χιλιάδες Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, αλλά και να λειτουργήσει αυτή η απόπειρα σαν «βάλσαμο» θεραπείας των όποιων ψυχικών τραυμάτων της παιδικής ηλικίας όσων γεννήθηκαν στην προσφυγιά, αλλά κι εκείνων που τα πραγματικά βόλια στον Γράμμο άφησαν πληγές στα κορμιά τους και στις ψυχές τους, πληγές που δεν έκλεισαν ούτε στην προσφυγιά, ούτε μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα… Το «Καλή πατρίδα σύντροφε…» αποδείχτηκε μια ουτοπική χίμαιρα…
Μελέτες για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στην Ελλάδα και τη Ρουμανία
Μετά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας, το 1956, έγιναν τα πρώτα βήματα επαφής ανάμεσα στους δύο φιλικούς λαούς, οι οποίοι ζούσαν σε διαφορετικά κοινονικό-πολιτικά συστήματα. Ο πρώτος που επισκέφτηκε τη Ρουμανία, το Φεβρουάριο του 1957, ήταν ο δημοσιογράφος και βουλευτής της Αριστεράς, Ηλίας Μπρεδήμας, ο οποίος είχε επαφές στο Βουκουρέστι με την ηγεσία του ΚΚΕ καθώς και με τους πολιτικούς πρόσφυγες. Μετά την επιστροφή του θα δημοσίευε στην απογευματινή εφημερίδα Αθηναϊκή μερικά άρθρα για την ζωή των προσφύγων στη Ρουμανία.[14]
Το πρώτο γενικό βιβλίο που εκδόθηκε στην Ελλάδα σχετικά με τους πολιτικούς πρόσφυγες ήταν εκείνο του Γεωργίου Χ. Μανούκα, πρώην Γενικού Επιθεωρητή του Παιδομαζώματος, με τον τίτλο «Παιδομάζωμα –Το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής», το 1961. Το βιβλίο θίγει ένα θέμα πολύ ευαίσθητο και αποτέλεσε μια βαριά κατηγορία στην πολιτική του ΚΚΕ σε ό,τι αφορά τη φυγάδευση των παιδιών σε σοσιαλιστικές χώρες κατά την περίοδο 1948-1949. Ο πρώην Γενικός Επιθεωρητής που είχε περάσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων, τα έβλεπε όλα μαύρα, αλλά τότε δεν είχε την τόλμη να παραιτηθεί, απλώς επωφελήθηκε από τα πλεονεκτήματα που του παρείχε η θέση του στο να ταξιδεύει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Το βιβλίο περιέχει αρκετά σημαντικά στοιχεία για τους ιστορικούς αν και πολλές φορές διαστρεβλώνει την αλήθεια. Για παράδειγμα όταν αναφέρεται στον παιδικό σταθμό Τούλγκες σημειώνει τα εξής: «Κατά τίποτε δε διέφερε η παιδόπολη Τούλγκες από φυλακή ή τόπο εξορίας. Τέσσερις έως πέντε χιλιάδες παιδιά 9-15 χρονών καταδικάστηκαν να μείνουν εκεί 10 ολόκληρα χρόνια (από το 1948 έως το 1958). Το Τούλγκες είναι ένα χωριό σε μια χαράδρα των Καρπαθίων. Αν κάποιος έκανε ένα παραμύθι διά το χωριό αυτό, θα το παρίστανε ως κοιλάδα των νεκρών ή σπίτι του διαβόλου ή φωλιά αγρίων πουλιών. Έτσι μοιάζει το Τούλγκες. Κι’ εκεί επάνω «ανακάλυψαν» την ειδική τοποθεσία διά να ζήσουν 4-5 χιλιάδες παιδιά 10 χρόνια».[15] Φυσικά θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά σχόλια, άλλα θα περιοριστούμε σε δύο. Πέντε χιλιάδες παιδιά υπήρχαν συνολικά σε όλη τη Ρουμανία, άρα δεν ήταν δυνατό να ήταν τόσα στο Τούλγκες, όπου ο αριθμός των παιδιών δεν ξεπέρασε τα 2.000. Δεύτερον, αυτός σαν επιθεωρητής είχε εγκρίνει τη συγκεκριμένη τοποθεσία, διότι αλλιώς έπρεπε να διαμαρτυρηθεί και να μην κάνει εκθέσεις που ήταν θετικές και μετά από χρόνια να τα παρουσιάζει όλα αρνητικά. Τον Ιανουάριο 1962, η γνωστή συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, εκπαιδευτικός σύμβουλος των ελληνικών σχολείων στις σοσιαλιστικές χώρες, μαθαίνει ότι ο Μανούκας κυκλοφόρησε το βιβλίο του στην Ελλάδα. Αγανακτισμένη η συγγραφέας γράφει: «Ήθελα να τον είχα μπροστά μου αυτόν τον ανήθικο – τον πέταξε το κόμμα από τις γραμμές του – γιατί εν τη απερίγραπτο κτηνωδία του, δε σεβόταν μήτε τις γριές χαροκαμένες γυναίκες του αγώνα μήτε τις συζύγους των μαχητών, άμα έβλεπε γυναίκα, όποια, όπου, έπεφτε απάνω της σαν ζώο, ώσπου στα τελευταία το κόμμα αναγκάστηκε να τον κάνει πέρα. Να μην είναι βέβαια κανείς σεμνότυφος και παράλογος, μα απ’ αυτού, έως το κτήνος, η απόσταση είναι μεγάλη και ο κυρ ‘Ρουμελιώτης’ ήταν ένα κτήνος και μισό και τελείως αγράμματος».[16] Δηλαδή ο Μανούκας, το δεξί χέρι του Υπουργού Κόκκαλη, σύμφωνα με την Έλλη Αλεξίου, ήταν ένα «κτήνος» και «τελείως αγράμματος». Από τα βιβλία που έγραψε πάντως δεν φαίνεται να ήταν αγράμματος.
Η πεζογράφος και ποιήτρια Μαρία Περικλή-Ράλλη σε εντυπώσεις της από τη Ρουμανία (1958), που δημοσιεύθηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1962 στη λογοτεχνική επιθεώρηση Νέα Εστία με τον τίτλο «Ένα πέρασμα από τη Ρουμανία», έγραφε: «Αποχαιρετώντας το Βουκουρέστι έφερα πίσω μαζί μου κι ένα κομμάτι από το μέγα πρόσφορο, πού το λέμε Ελλάδα, λειτουργημένο μέσα σε επτά χιλιάδες πληγωμένες ελληνικές καρδιές. Είναι οι ισοβίτες του συμμοριτοπολέμου. Οι εξόριστοι πού τους καίει και τους λιώνει ο νόστος της πατρίδας. Δε γνωρίζω πόσο είναι κομμουνιστές και πόσο είναι επικίνδυνοι. Δε θα νοθέψω το αίσθημα που μου προξένησε ο καημός τους για να καταδεχτώ να τ’ αποκρύψω για την οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Και δε θα προσπεράσω τη βουρκωμένη καρδιά τους, που της άγγιξα τις ανοιχτές πληγές για να μην, τάχατες, παρεξηγηθώ. Ο Θεός μ’ αξίωσε να ζω ελεύθερη στο πολιτικό κλίμα που διασφαλίζει την περηφάνια μου σαν άτομο, ώστε να μπορώ, όλους, συμφωνούντας και διαφωνούντας, να τους κοιτάζω στα μάτια σαν ανθρώπους και όχι σαν λύκους με δόντια γυαλιστερά. Γι’ αυτό, επιστρέφοντας, μπορώ να φέρω τη συγκίνησή τους στη χούφτα μου και να την κρατώ, και σήμερα ακόμα σαν αντίδωρο πού το παίρνεις από το χέρι του Δέσποτα».[17]
Η πρώτη εκδήλωση συμπάθειας των Ελλήνων απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες από τις σοσιαλιστικές χώρες έλαβε χώρα με την ευκαιρία της κηδείας του γιατρού Πέτρου Κόκκαλη, στις 28 Ιανουαρίου 1962, όταν χιλιάδες λαού τον αποχαιρέτησαν με την συγκλονιστική κραυγή: «Οι πρόσφυγες να γυρίσουν ζωντανοί».[18]
Κατά την περίοδο 1964-1966, ως συνέπεια του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα (οι κυβερνήσεις του Γεώργιου Παπανδρέου και του Στέφανου Στεφανόπουλου), αρκετοί πολιτικοί, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι επισκέφτηκαν τη Ρουμανία όπου είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν με τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους καθοδηγητές τους.
Ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Καλλιγάς, δημοσιεύει στις 9 Ιανουαρίου 1966, στην εφημερίδα Το Βήμα ένα μεγάλο άρθρο για τους πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία. Ο Καλλιγάς συναντήθηκε με τους εκπροσώπους του Συλλόγου των Ελλήνων προσφύγων και σημείωσε ότι στη Ρουμανία εκείνη τη στιγμή διαβιούσαν 7.059 πρόσφυγες από τους περίπου 60.000 που συνολικά βρίσκονταν στις σοσιαλιστικές χώρες. Αναφερόμενος στους πρόσφυγες σημειώνει: «Ζωντανά κατάλοιπα της αιματηράς εκείνης τραγωδίας οι πρόσφυγες αυτοί. Έλληνες χωρίς την ελληνικήν ιθαγένειαν. Με ένα μόνο αίτημα: τον επαναπατρισμόν των. Και ένα καϋμόν: την νοσταλγίαν της Ελλάδος».[19]
Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) δεν ήταν εφικτό κάποιος να ασχοληθεί με τους πρόσφυγες από τις σοσιαλιστικές χώρες. Μετά την κατάρρευση της χούντας και την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γουσίδης, συμμετείχε σε δύο δημοσιογραφικές αποστολές στις σοσιαλιστικές χώρες (1974-1975) στις οποίες υπήρχαν πολιτικοί πρόσφυγες και δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα Τα Νέα. Τα άρθρα που παρουσίασαν μεγάλο ενδιαφέρον, συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Όπου ζείς δεν πατρίζεις… (Η νέα προσφυγιά, μία ακόμα ελληνική τραγωδία) [20]. Αυτή η εργασία αναφέρεται στη ζωή και τη δράση των 56.000 πολιτικών προσφύγων διασκορπισμένων σε επτά χώρες, μεταξύ των οποίων 5.600 στη Ρουμανία. Ήταν η πρώτη φορά που η κοινή γνώμη της Ελλάδας ήρθε σε επαφή με τις προσωπικές μαρτυρίες των Ελλήνων προσφύγων, όπου και εκφραζόταν ο διακαής πόθος τους να επαναπατριστούν. Όχι πως «δυστυχούν» υλικά εκεί, όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο Μάριος Πλωρίτης, κάθε άλλο: «Και δουλεύουν και σπούδασαν κι έφτιαξαν φαμίλιες κι ανάστησαν παιδιά, κι είναι πετυχημένοι κι αγαπητοί, κι αγαπάνε τη δεύτερη πατρίδα τους. Που δεν είναι, όμως, η πατρίδα…. «Είμαι καλά εδώ, αλλά θέλω να γυρίσω»… «Με τιμούν εδώ, όμως, η μάνα μου είναι η Ελλάδα».[21]
Από το 1975 αρχίζουν οι επαναπατρισμοί, έτσι ώστε με το πέρασμα των ετών χιλιάδες πρόσφυγες να επιστρέψουν στη πατρίδα μετά από περίπου τρεις δεκαετίες. Μερικοί από αυτούς έχουν γράψει τα απομνημονεύματά τους ή έχουν ασχοληθεί με θέματα που γνώριζαν καλύτερα. Πρώτος από αυτούς που έγραψαν ένα βιβλίο ήταν ο Θανάσης Μητσόπουλος, καθοδηγητής στον εκπαιδευτικό τομέα σε πανπροσφυγική κλίμακα, ο οποίος το 1979 δημοσίευσε ένα βιβλίο με τον τίτλο Μείναμε Έλληνες. Τα σχολεία των Ελλήνων προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες[22], το οποίο αποτέλεσε μια απάντηση στο πόνημα του Γεωργίου Χ. Μανούκα, ο οποίος το 1961, ήτανε πολύ ανήσυχος σχετικά με τη μοίρα των 28.000 παιδιών από αυτές τις χώρες. Το βιβλίο του Μητσόπουλου είναι μια σύνθεση που αφορά τη ζωή και την εκπαίδευση αυτών των παιδιών με πολλά στοιχεία και γεγονότα, κάτι που το καθιστά μια βασική πηγή για όλους τους ιστορικούς που ασχολούνται με αυτό το θέμα. Ο Μητσόπουλος είχε το πλεονέκτημα να συνεργαστεί με πολλούς δασκάλους και καθηγητές, οι οποίοι του παρείχαν πληροφορίες από όλες τις χώρες.
Τη ζωή των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς παρουσιάζει πάρα πολύ καλά ο Γεώργιος Σδούκος, ο οποίος το 1983 δημοσίευσε το βιβλίο: Η ζωή μου στους παιδικούς σταθμούς. Αλβανία – Ρουμανία, 1947-1956.[23] Ο Σδούκος βασισμένος στις προσωπικές του αναμνήσεις, κατόρθωσε να συγκρατήσει ονόματα, στοιχεία και γεγονότα έτσι ώστε το βιβλίο του να είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο σε ό,τι αφορά τη ζωή των παιδιών στα πρώτα χρόνια τους στις δύο αναφερόμενες χώρες.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Βάσος Γεωργίου δημοσίευσε το 1992 τα απομνημονεύματα του με το τίτλο Η ζωή μου,[24] όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην περίοδο που έζησε στη Ρουμανία (1950-1964). Επειδή ήταν ένα άτομο που κατείχε σημαντικές θέσεις, που βρέθηκε πολύ κοντά και συνεργάστηκε με ηγετικά στελέχη του κόμματος, οι πληροφορίες του για τη ζωή των προσφύγων και τη δράση του ΚΚΕ, είναι εξαιρετικά χρήσιμες.
Η Πανελλήνια Ένωση Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων (ΠΕΕΠΠ) εξέδωσε το έτος 1996 το βιβλίο: Το χρονικό της πολιτικής προσφυγιάς μας στη Ρουμανία[25], μια συλλογική εργασία που γράφτηκε από μια επιτροπή της προσφυγικής οργάνωσης Βουκουρεστίου το 1982. Το βιβλίο παρουσιάζει γενικά τη ζωή και τη δράση των πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία κατά την περίοδο 1948-1982. Πολλά από τα προβλήματα όμως παραμένουν αδιευκρίνιστα και ορισμένα γεγονότα δεν παρουσιάζονται καθόλου. Για παράδειγμα, για τον πρώτο επαναπατρισμό που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο 1954 δεν έγινε καμιά αναφορά, αν και επαναπατρίστηκαν τότε 920 άτομα. Αλλά παρόλα αυτά τα μειονεκτήματα, το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική πηγή σε ό,τι αφορά τη μελέτη της ελληνικής προσφυγιάς στη Ρουμανία.
Το έτος 2003, ο Επαμεινώντας Κωστούδης, στέλεχος του ΚΚΕ και του Συλλόγου πολιτικών προσφύγων Ρουμανίας, δημοσίευσε στην Αθήνα το βιβλίο Στην αναγκαστική προσφυγιά, 1949-1982. Χρονικό της ζωής των πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα στη Σ.Δ. της Ρουμανίας[26], ένα έργο αρκετά περιεκτικό που αφορά τη ζωή και τη δράση των προσφύγων στη Ρουμανία. Ο συγγραφέας όλα εκείνα τα χρόνια κρατούσε ημερολόγιο, έτσι ώστε αυτό το βιβλίο να είναι πιο αξιόπιστο. Παρόλα αυτά ο Κωστούδης αποφεύγει σκόπιμα να παρουσιάσει τις αρνητικές όψεις προβάλλοντας κυρίως μόνο τις θετικές. Για παράδειγμα, όταν αναφέρεται στους ασθενείς αντάρτες κατά την περίοδο 1948-1950, δεν αναφέρει καθόλου τους εκατοντάδες ασθενείς από φυματίωση και ψυχασθένειες που θεραπεύονταν σε διάφορα σανατόρια, όπως και διάφορα άλλα.
Κατά την περίοδο 2006-2015 ορισμένοι πρόσφυγες που έζησαν στη Ρουμανία, έγραψαν διάφορα βιβλία και έθιξαν κάποια θέματα λιγότερο γνωστά. Από αυτές τις εργασίες που παρουσιάζουν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αναφέρω αυτές των Τάκη Μπουρλίδη[27], Λαζαρίδου Μαργαρίτας[28], Κόλια Αμοιρίδη[29], Αναστασιάδη Στρατή[30] και Συμεωνίδη Γιάννη (Ταρζάν)[31].
Συμπερασματικά, μπορούμε να αναφέρουμε ότι όλες οι εργασίες που εκδόθηκαν έως σήμερα, γράφτηκαν από πρώην πρόσφυγες που έζησαν στη Ρουμανία, οι οποίοι όμως αναφέρονται πιο πολύ στον Εμφύλιο και λιγότερο στα χρόνια της προσφυγιάς. Μερικοί από τους ηγέτες του ΚΚΕ που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν στη Ρουμανία, έγραψαν και αυτοί τα απομνημονεύματά τους μετά τον επαναπατρισμό (Δημήτρης Βλαντάς, Μήτσος Παρτσαλίδης, Γιώργιος Βοντίτσος-Γούσιας, Μάρκος Βαφιάδης, Γρηγόρης Φαράκος, Πάνος Δημητρίου, Σταύρος Κασιμάτης), αλλά έθιξαν μόνο θέματα που αφορούσαν τον Εμφύλιο Πόλεμο και τη δράση του κόμματος στην εξορία, καμία αναφορά στους πολιτικούς πρόσφυγες. Για παράδειγμα ο Γιώργης Τρικαλινός, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ σε ένα από τα έργα του σημείωσε μόνο ότι: «Ζήσαμε μαζί με τον Γιώργη Ερυθριάδη αρκετά χρόνια στη Λ.Δ. Ρουμανίας, 1950-1954. Τότε, εγώ ήμουνα γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων Ρουμανίας και εκείνος μας καθοδηγούσε από μέρους του ΠΓ».[32]
Μόνο αυτά για τους πρόσφυγες. Γιατί; Δεν άξιζαν κάτι παραπάνω; Δεν είχε τι να γράψει κανείς ή απέφυγε ηθελημένα τις αναφορές σε αυτή τη δύσκολη περίοδο για τους πρόσφυγες; Ανεξάρτητα από το πώς σκέφτηκαν και έδρασαν αυτά τα στελέχη, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν έχουμε πληροφορίες από τα πρόσωπα που αποφάσιζαν σχετικά με τη μοίρα των προσφύγων. Μεταξύ των Ελλήνων διανοούμενων στο Βουκουρέστι υπήρχαν και άτομα που έγραφαν βιβλία ιστορίας για τους Έλληνες μαθητές. Ήταν επομένως ιστορικοί ωστόσο, για τους πρόσφυγες δεν τόλμησαν να γράψουν μετά τον επαναπατρισμό τους. Δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον αυτό το θέμα; Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλές συζητήσεις, γεγονότα και αποφάσεις των ανώτερων κλιμακίων θα μας μείνουν για πάντα άγνωστες. Ακόμα και οι λογοτέχνες που έζησαν στη προσφυγιά δεν έδειξαν την προθυμία να γράψουν για την ζωή των προσφύγων που τόσο καλά τη γνώριζαν. Για παράδειγμα ο Δημήτρης Χατζής που επαναπατρίστηκε το φθινόπωρο του 1974 όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο από την εφημερίδα Το Βήμα αν σκόπευε να γράψει κανένα βιβλίο με θέμα τους Έλληνες πρόσφυγες του Εμφύλιου, η απάντησή του ήταν μονολεκτική: «Όχι».[33]
Από τους Έλληνες ιστορικούς πολλοί λίγοι ασχολήθηκαν με τους πολιτικούς πρόσφυγες της Ρουμανίας. Μία μελέτη ασχολείται με την ελληνική κοινότητα Βαλτσέλε,[34] ενώ μια άλλη με τους πολιτικούς πρόσφυγες που βρίσκονταν τιμωρημένοι στην πόλη Κλουζ.[35] Όλα αυτά τα βιβλία και όλες οι μελέτες που δημοσιεύθηκαν κατά την περίοδο 1975-2015, παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες αναγνώστες, οι οποίοι μάθαιναν πράγματα εντελώς άγνωστα. Ταυτόχρονα προέτρεπαν τους ιστορικούς σε καινούργιες έρευνες και μελέτες.
Σε ό,τι αφορά τη βιβλιογραφία σχετικά με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία, λίγα πράγματα μπορούν να ειπωθούν. Το 1951 ο Σύλλογος των Πολιτικών Προσφύγων στο Βουκουρέστι κυκλοφόρησε στη Ρουμανία ένα δίγλωσσο άλμπουμ για τα δέκα χρόνια του ένοπλου αγώνα (1940-1951). Στο τέλος παρουσιάζονταν και κάποιες φωτογραφίες και ένα μικρό κείμενο γραμμένο από τον Στρατή Αναστασιάδη σχετικά με τα ελληνόπουλα, τα οποία: «Με αναπτυγμένη μόρφωση, τεχνική κατάρτιση και ειδίκευση, με γερή καρδιά σε γερό σώμα, γίνονται τα παιδιά που θα στηριχθεί η οικοδόμηση της Λ. Δημοκρατίας στην Ελλάδα».[36] Μετά από αυτό το άλμπουμ και μέχρι την κατάρρευση του κομμουνισμού (1989), δεν εκδόθηκε τίποτα σχετικά με τους πολιτικούς πρόσφυγες. Έτσι εξηγείται γιατί οι Ρουμάνοι δε γνώριζαν τίποτα για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, γνώριζαν μόνο (όσοι γνώριζαν) ότι κάποιοι Έλληνες ζουν, σπουδάζουν και εργάζονται κοντά τους, αλλά χωρίς άλλες εξηγήσεις. Μετά την αλλαγή του πολιτικού συστήματος (1989), ο ερευνητής Ρέμους Πέτρε Κάρστεα δημοσίευσε, το 2000, σε ένα περιοδικό ιστορίας ένα μικρό άρθρο για την ελληνική κοινότητα της Φλωρίκας.[37] Κατά την περίοδο 2011-2015 δημοσιεύθηκαν τέσσερα άρθρα γραμμένα από τους Ράντου Αουρέλ, Απόστολο Πατελάκη, Σορίν Φαρκάς και Σίλβιο Μολντοβάν, αλλά επειδή και αυτά τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά ιστορίας διαβάστηκαν από έναν πολύ μικρό αριθμό αναγνωστών. Ούτε ένας Ρουμάνος ιστορικός δεν ασχολήθηκε με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, επομένως αυτό το θέμα παρέμεινε άγνωστο μέχρι το 2017, όταν ο γράφων, Απόστολος Πατελάκης δημοσίευσε την πρώτη εργασία για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία.[38]
Οι ριζικές αλλαγές που συνέβησαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες επέτρεψαν, μεταξύ άλλων, και την μελέτη των αρχείων από αυτές τις χώρες. Ανακαλύφθηκαν εκατοντάδες ντοκουμέντα τα οποία αποδείκνυαν περίτρανα αυτό που το ΚΚΕ είχε αρνηθεί όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή την έντονη εμπλοκή των σοσιαλιστικών χωρών στον εμφύλιο. Ο Χαρίλαος Φλωράκης σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Σταύρο Ψυχάρη το 1977 στην ερώτηση: «Εφοδιασμό και βοήθεια από τις σοσιαλιστικές χώρες δεν είχατε»;, απάντησε: «Κυρίως είχαμε ηθική συμπαράσταση και υλική από διάφορες κοινωνικές οργανώσεις μέχρις ενός ορισμένου βαθμού».[39]
Πολλά από αυτά τα ντοκουμέντα, κυρίως από τη Βουλγαρία, Σερβία, Τσεχία και Ρωσία έχουν δημοσιευθεί στην Ελλάδα, επιτρέποντας στους ιστορικούς να εμπλουτίσουν την ιστορία του Εμφυλίου, και εν μέρει την ιστορία των πολιτικών προσφύγων.
Εκτός από τις έρευνες που έχω διεξάγει στα αρχεία της Ελλάδας και της Ρουμανίας και τη μελέτη της βιβλιογραφίας που τα τελευταία 10-15 χρόνια είναι όλο και πιο πλούσια, είχα την ευκαιρία να συζητήσω με πάρα πολλούς πολιτικούς πρόσφυγες που επαναπατρίστηκαν στην Ελλάδα από διάφορες χώρες, αλλά κυρίως με αυτούς από την Ρουμανία. Από αυτές τις συζητήσεις-συνεντεύξεις με αυτούς τους μεγαλύτερους ηλικιακά φίλους μου (70-100 ετών) προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα: α) ο καθένας από αυτούς αναφέρεται στα γεγονότα τα οποία έζησε κυρίως στον Εμφύλιο Πόλεμο, χωρίς να έχει μια συνολική εικόνα, β) αρκετοί από αυτούς έχουν ξεχάσει διάφορα γεγονότα και δεν μπορούν να εξηγήσουν ορισμένα φαινόμενα εκείνης της περιόδου γ) κάποιοι από αυτούς θυμωμένοι ή απογοητευμένοι δε θέλησαν να συζητήσουν μαζί μου λέγοντάς μου ότι πρόκειται για περασμένα γεγονότα τα οποία δεν θέλουν να ξαναθυμηθούν δ) πολλοί λίγοι με ρώτησαν αν στηρίζω ή όχι την άποψη του ΚΚΕ και μόνο μετά θα μπορούσαν να με βοηθήσουν ε) για διάφορους λόγους (ο φόβος να μην τους «δικάσουν» οι πρώην σύντροφοι), πολλοί λίγοι δέχτηκαν να αναφερθούν τα ονόματα τους για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου παραχώρησαν για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Τα τελευταία πέντε χρόνια κατόρθωσα να επισκεφθώ τα περισσότερα κέντρα όπου έζησαν οι πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία. Ήθελα να έχω μια προσωπική εικόνα για να μπορέσω να καταλάβω καλύτερα τη ζωή και τη δράση των προσφύγων σε αυτή τη φιλόξενη χώρα. Παράλληλα, με απασχόλησε πάρα πολύ η δράση του ΚΚΕ στη Ρουμανία μιας και εδώ βρισκόταν η έδρα του κόμματος κατά την περίοδο 1950-1968. Μετά από αρκετές προσπάθειες κατόρθωσα, για παράδειγμα, να εντοπίσω το κτίριο που στέγαζε την κομματική σχολή στην πόλη Μπρεάζα, το κτίριο που στέγαζε το αρχείο του κόμματος στην πόλη Σιμπίου, το κτίριο το οποίο στέγασε το πρακτορείο ΕΛΛΑΣ-ΠΡΕΣ στο Βουκουρέστι και πολλά άλλα, τα οποία οι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να δουν σε φωτογραφίες που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στην εμπλοκή της Ρουμανίας στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Βασίζεται σε αρκετά ντοκουμέντα που ανακάλυψα στα Κρατικά Αρχεία του Βουκουρεστίου. Το δεύτερο μέρος εστιάζει στη ζωή και τη δράση των πολιτικών προσφύγων στην Ρουμανία κατά την περίοδο 1948-1982. Το έτος 1982 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου παραχώρησε γενική αμνηστία σε όσους δήλωναν ότι είναι Έλληνες, συνεπώς όσοι επιθυμούσαν μπορούσαν να επαναπατριστούν. Εγώ θα παρουσιάσω όμως την ιστορία των πρώην πολιτικών προσφύγων μέχρι σήμερα έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει μια συνολική εικόνα.
Στην προσπάθεια συγγραφής αυτού του βιβλίου με βοήθησαν σημαντικά τρεις φίλοι καθηγητές, ειδικοί στα θέματα που διαπραγματεύομαι. Αναφέρομαι στον καθηγητή Νίκο Μαραντζίδη από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στους καθηγητές Σπυρίδωνα Σφέτα και Ιάκωβο Μιχαηλίδη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής Ι. Μιχαηλίδης είχε μάλιστα την καλοσύνη και την υπομονή να ξαναδεί ολόκληρο το κείμενο και να κάνει ένα προλογικό σημείωμα.
Από τους πολιτικούς πρόσφυγες επιθυμώ να αναφέρω, κυρίως, τον Συμεωνίδη Γιάννη (Ταρζάν, 1921-2015), καπετάνιο στον ΔΣΕ, πολιτικό πρόσφυγα στη Ρουμανία, διευθυντή του ελληνικού Λυκείου την περίοδο 1958-1971, τον Βασίλη Γκανάτσιου (Χείμαρρος, 1915-2018), υποστράτηγο του ΔΣΕ, πολιτικό πρόσφυγα στην Σοβιετική Ένωση (Τασκένδη), οι οποίοι με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα τον εμφύλιο και την περίοδο της προσφυγιάς καθώς και τον Χρήστο Τσιντζιλώνη, Πρόεδρο της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου πρόσφερε σχετικά με τους πολιτικούς πρόσφυγες στην Ρουμανία. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου και προς τον Νίκο Παπαγεωργάκη, υπεύθυνο του Επιμορφωτικού Κέντρου «Χαρίλαος Φλωράκης» στην Αθήνα, που με βοήθησε στις έρευνες μου, καθώς και στο προσωπικό των ΑΣΚΙ. Ευχαριστώ επίσης τους πρώην σπουδαστές μου στο μάθημα της ρουμανικής γλώσσας, τον Γεώργιο Ιωαννίδη, τον Γρηγόρη Μήλιο και τον Παύλο Βασιλειάδη, οι οποίοι μετέφρασαν ορισμένα ντοκουμέντα από την ρουμανική στην ελληνική γλώσσα.
Στο τέλος του βιβλίου έχω προσθέσει μερικά ντοκουμέντα με χρονολογική σειρά και φωτογραφίες, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, ώστε να δώσουν στους αναγνώστες την ευκαιρία επαφής με την αντίστοιχη περίοδο. Στις έρευνες μου στα αρχεία της Ρουμανίας (Εθνικά Αρχεία της Ρουμανίας, τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών και τα Αρχεία της Ασφάλειας) μου συμπαραστάθηκαν οι Ρουμάνοι ερευνητές Adina Berciu-Drăghicescu, Silviu Moldovan, Oana Barbălată και Claudiu Turcitu, τους οποίους ευχαριστώ ιδιαίτερα.
Η συστηματική μελέτη της ρουμανικής βιβλιογραφίας σχετικά με την ιστορία του κομμουνισμού, κυρίως εκείνη που αναφέρεται στη περίοδο 1945-1965, μου επέτρεψε να καταλάβω καλύτερα την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες, στις οποίες έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν οι Έλληνες κομμουνιστές στο Βουκουρέστι. Πάρα πολύ χρήσιμες αποδείχθηκαν οι εργασίες του γνωστού ιστορικού Vladimir Tismăneanu, ο οποίος αναφέρεται αρκετά συχνά στους Έλληνες κομμουνιστές καθώς και οι εργασίες των Adrian Cioroianu και Lavinia Betea. Σε ό,τι αφορά τις ελληνο-ρουμανικές σχέσεις η συμβολή του Ion Brad, πρώην πρέσβη της Ρουμανίας στην Αθήνα (1973-1982) καθώς και της γνωστής ιστορικού Georgeta Filitti, ήταν καθοριστικής σημασίας.
Κρίνω πως είναι καλό να κλείσω το σημερινό μας «Ταξίδι» με την επιστολή της Κατίνας Τέντα-Λατίφη (1928-2023), Αρμάνα/Βλάχα από τον Αλμυρό Μαγνησίας, αφού πρώτα δώσω λίγα «βιογραφικά» της αείμνηστης φίλης και συμπατριώτισσας, συζύγου του μακαρίτη [Κωνστα-]Ντίνου Λατίφη (1925-2017), σπουδαίου οικονομολόγου και συντάκτη του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και της εφημερίδας Αθηνών «Το Βήμα», ως και άλλων εντύπων: Μαθήτρια στην Κατοχή, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στη συνέχεια, κυνηγήθηκε από παρακρατικούς, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Ικαρία. Δραπέτευσε και κατέφυγε στο βουνό, όπου εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και αγωνίστηκε στις μάχες στο Γράμμο και στο Βίτσι. Μετά την «ήττα» βρέθηκε πρόσφυγας στις Ανατολικές Χώρες, όπου έζησε για πολλά χρόνια, και υπήρξε μέλος της ομάδας του Ν. Μπελογιάννη και έδρασε παράνομα στην Αθήνα. Στις πόλεις Μόσχα, Βουκουρέστι, Παρίσι σπούδασε κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, με ειδίκευση στο διεθνές εμπόριο. Παντρεύτηκε τον Κώστα Λατίφη και απέκτησαν μία κόρη. Τον Αύγουστο του 1974, επέστρεψε στην Ελλάδα, επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια που της είχε αφαιρεθεί και κατόπιν εργάστηκε ως διευθύντρια εξαγωγών σε εταιρείες πετρελαιοειδών κ.ά., και σε αμπελο-οινικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Έχει εκδώσει: Τα απόπαιδα (1999· 2019· γαλλική έκδοση: Les enfants répudiés de Grèce, 2014), Πέτρος Σ. Κόκκαλης: Βιωματική βιογραφία, 1896-1962 (2011), Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη (2019). (Πηγή: “Εκδόσεις Αλεξάνδρεια”, 2022). – Στην Αθήνα, έδειξε έμπρακτη έγνοια και φροντίδα, αγάπη και στοργή προς αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, οι οποίοι, μετά την επιστροφή τους στη χώρα μας, ξεχάστηκαν από συγγενείς και φίλους, κόμματα και πολιτεία, σε γεροκομεία και άσυλα. Η Κατίνα υπήρξε σε όλα της τα χρόνια μια γερακίνα της λευτεριάς και του δίκαιου, μια σπουδαία μαχήτρια για ιδανικά και ιδεώδη.
Ευχαριστώ τον κύριο Απόστολο Πατελάκη που μου έστειλε το βιβλίο του για τους πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία. Είμαι και εγώ μια από αυτούς που έζησα αρκετά χρόνια κατά διαστήματα στο Βουκουρέστι. Εννοείται ότι το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον. Εντελώς αυθόρμητα βγήκε από μέσα μου ένα συγχαρητήριο επιφώνημα για την εξαιρετική ερευνητική του προσπάθεια, την αντικειμενικότητα και την απλότητα της γραφής του.
Επειδή τυχαίνει να είμαι από τους πρώτους που πήγαν στη Ρουμανία και συνεπώς αρκετά θα έλεγα ”πολυγνώστης” της τότε κατάστασης και των εκεί γεγονότων, ένιωσα έναν θαυμασμό για το κουράγιο και την τόλμη του συγγραφέα να ασχοληθεί με ένα τόσο μεγάλο, τόσο σύνθετο και…. χαώδες θέμα. Μπράβο του γιατί η φιλόξενη Ρουμανία είχε την ιδιαιτερότητα να έχει όλες τις εγκαταστάσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ (έδρες ηγεσιών, ραδιοσταθμό, εκδοτικό οίκο, κέντρο διαφώτισης, βιβλιοθήκες, αρχείο και εγκατάσταση των ηγετών με τους βοηθητικούς μηχανισμούς). Και όλα αυτά παράλληλα με την φιλοξενία των παιδιών, την τραυματιών και των καταδιωκόμενων ηττημένων ανταρτών.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό και δεν πρέπει να το ξεχνάμε ότι το περιεχόμενο του βιβλίου αρχίζει -και σχεδόν κλείνει- με την αμέσως μεταπολεμική περίοδο αυτού του παγκόσμιου καταστρεπτικού πολέμου απ’ τον οποίο η Ρουμανία βγήκε κατεστραμμένη. Ήταν σύμμαχος του Χίτλερ, είχε ο στρατός της πολεμήσει με ιδιαίτερη αγριότητα τη Σοβιετική Ένωση, και όταν ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε τη Ρουμανία, η Ρουμάνοι του Αντονέσκου, πρωθυπουργού τους, έδωσαν μάχες κατά του ρωσικού στρατού. Οι καταστροφές της χώρας ήταν τεράστιες και θεωρούμενη κατεχόμενη χώρα υπό την επίβλεψη των συμμάχων πλήρωνε επί χρόνια τις αποζημιώσεις. Όλα τα αγαθά στην κατεστραμμένη χώρα ήταν με το δελτίο και να, που τότε εμφανίζονται και οι Έλληνες με τις πολύπλευρες ανάγκες τους. Και όμως μέσα από τις γενικές δυσκολίες όλοι τακτοποιήθηκαν, στην αρχή με δυσκολίες, άλλα σιγά σιγά με σπίτια και μάλιστα καινούργια με όλες τις ανέσεις, με θέρμανση, με ζεστό νερό κ.λπ., ενώ ο δικός τους λαός ζούσε στην πλειοψηφία του στα παλιά σπίτια με σόμπες, κ.λπ.
Οι Έλληνες ενσωματωμένοι στην κοινωνία ενός καινούργιου καθεστώτος απόκτησαν όλα όσα προέβλεπαν οι νόμοι: δωρεάν ιατρική, περίθαλψη, δωρεάν φοίτηση, συντάξεις κ.α. Σπούδασαν με τις διευκολύνσεις που τους πρόσφεραν στην αρχή και παρόλες τις προσωπικές ελλείψεις του καθ’ ενός αποφοίτησαν ειδικευμένοι επιστήμονες και επαγγελματίες.
Πρέπει να το τονίσω ότι κανένας πολιτικός πρόσφυγας δεν θέλησε να γίνει Ρουμάνος υπήκοος, παρ\ όλες τις επαναλαμβανόμενες προτάσεις των ντόπιων. Όλοι μας είχαμε το βλέμμα και το μυαλό στην πατρίδα μας για την οποία είχαμε αγωνιστεί και σκοτωθεί. Ούτε γίναμε μέλη του κόμματος της Ρουμανίας (εκτός από τυχόν εξαιρέσεις). Η ιστορία στηρίζεται στα ντοκουμέντα, τα επίσημα έγγραφα, με τις υπογραφές των ηγεσιών, άλλα το άλλο της στήριγμα αποτελεί το πρωτογενές ζωντανό υλικό από αυτούς που έζησαν τα γεγονότα και είναι αυτοί που μεταφέρουν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διαδραματίστηκαν όλα όσα συνέβησαν και δίνουν έτσι την εξήγηση για πιο λόγο έγινε ότι έγινε.
Ο Απόστολος στάθηκε τυχερός γιατί είχε και έχει στη διάθεσή του κάτι το σπάνιο, τα αρχεία του ρουμανικού κράτους με όλα τα επίσημα ντοκουμέντα και από την άλλη γεννημένος ο ίδιος στη Ρουμανία του δόθηκε η δυνατότητα να συγκεντρώσει όσο πρωτογενές υλικό πρόφτασε να βρει.
Γενικά, σε οποιαδήποτε ιστορική καταγραφή, όσο προσεγμένη και να είναι υπάρχουν στοιχεία κενά, που δεν μπορούν να καταγραφούν όλα, γιατί είναι αδύνατο να περιγράψεις σε λεπτομέρειες όλα όσα έγιναν σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πολλές φορές όμως μέσα σε αυτές τις λεπτομέρειες δίνεται η εξήγηση σοβαρών αναπάντητων γεγονότων.
Δυστυχώς όλη η αλήθεια δεν φτάνει στους λαούς και αν απόσπασμα της φτάσει, δεν φτάνει πάντα έγκαιρα. Η έρευνα όμως προσπαθεί να την πλησιάσει. Αυτό περιμένουμε από τον Απόστολο εφόσον έχει στη διάθεσή του ανοιχτά τα πιο φυλαγμένα κρατικά αρχεία. Η διάθεση του να τα αξιοποιήσει με την ερευνητική του ικανότητα πιστεύω πως θα μας πλουτίσει με πολύ σοβαρές πληροφορίες που εμπεριέχουν κλειδιά για το άνοιγμα των πολλών ερωτημάτων μας για την ζωή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη φιλόξενη γη της Ρουμανίας.
Συγχαρητήρια με αναμονή!!!
Κατίνα Τέντα-Λατίφη, 04.04.2022, Μαρούσι – Αθήνα
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Απόστολος Πατελάκης γεννήθηκε στη Ρουμανία, το 1951, από γονείς Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ιστορίας του Cluj-Napoca, εργάστηκε ως καθηγητής ιστορίας σε διάφορες σχολές (1973-1979). Μετά τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ρουμανικής γλώσσας στη Σχολή Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Γλωσσών του ΙΜΧΑ και στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης. Αντικείμενο του ενδιαφέροντός του αποτελούν ιστορικά θέματα που σχετίζονται με τις ελληνο-ρουμανικές σχέσεις και τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία. – Υπήρξε ανταποκριτής στην Ελλάδα για τις Ρουμανικές εφημερίδες: Adevărul (1994-1995), Vocea României (1995-1996), Actualitatea românească (2003-2006), Curierul Atenei (2003-2009), Ziarul românilor (2005-2009), Elpis-Sreranța (2009- και είναι έως σήμερα) και σε ηλεκτρονικά δημοσιογραφικά πόρταλ. – Κάποια από τα έργα που έχει εκδώσει ρουμανιστί: – Consulatul General al României la Salonic. Două decenii de la înființare (1994-2014) – Μελέτη δίγλωσση. Salonic, 2014. (Γενικό Προξενείο της Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη, Δύο δεκαετίες από την ίδρυση (1994-2014). – Războiul civil din Grecia (1946-1949) și emigranții politici greci în România (1948-1982), Editura Cetatea de Scaun, Târgoviște, 2017. – Războiul civil din Grecia (1946-1949) și emigranții politici greci în România (în limba greacă), Editura Epikentro, Salonic, 2019. (Ο εμφύλιος πόλεμος και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2019. – 140 de ani de la stabilirea relațiilor diplomatice româno-elene (1880-2020) Lucrare bilingvă, Salonic, 2020. (140 χρόνια από τη σύναψη ρουμανοελληνικών διπλωματικών σχέσεων (1880-2020).
Μακάρι η παρουσιαζόμενη έκδοση του Απ. Πατελάκη να αποτελέσει κίνητρο και οδηγό για την συγγραφή παρόμοιων μελετών για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες των άλλων –εκτός Ρουμανίας– χωρών. Είναι «χρέος» προς τις μέλλουσες γενιές των Ελλήνων, «χρέος» προς την επιστήμη της Ιστορίας, «χρέος» όλους εκείνους που θέλουν να μάθουν την αλήθεια, και ας προκαλούν αυτές οι θύμησες πόνο, θυμό, αγανάκτηση, λύπη, ή ενδεχομένως και αισθήματα ανάτασης. Ποιος ξέρει;… Συγχαρητήρια στον συγγραφέα!
(Μια παρενθετική παρατήρηση: Η έκδοση έχει πολλά ορθογραφικά λάθη –που δεν μειώνουν στο ελάχιστο την συνεισφορά του συγγραφέα για το θέμα που πραγματεύεται, ούτε και την αλήθεια που καταθέτει– και απλά θέλω να σημειώσω, μιας και αναφέρονται ονόματα επιμελητών της έκδοσης, «παιδιά λίγη προσοχή» και τα λόγια αυτά αφορούν και το εκδοτικό… Και σαφώς, δεν είναι όλα λάθη του συγγραφέα, αλλά και των… διορθωτών του.)
[1] Γιώργη Τρικαλινού, Ανασκαλεύοντας τη χόβολη της μνήμης, (Οδοιπορικό μιας ζωής), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1998, σ. 203.
[2] Στέλιος Γιατρουδάκης, Τασκένδη, 30 χρόνια προσφυγιά, Αθήνα, Εκδόσεις Διογένης, 1999, σ. 204.
[3] Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Η 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, 5-12 Φλεβάρη 1968, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2011, σ. 93.
[4] Κατερίνα Τσέκου, Προσωρινώς διαμένοντες…, Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας (1948-1982), Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2010. Gheorghi Daskalof, Η ελληνική πολιτική προσφυγιά στη Βουλγαρία, 1946-1989, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2015.
[5] Σταύρος Γ. Ντάγιος, Έλληνες πρόσφυγες στην Αλβανία, 1945-1990, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Literatus, 2017.
[6] Pavel Hradecny, Η ελληνική διασπορά στην Τσεχοσλοβακία (1948-1954), Θεσσαλονίκη, IMXA, 2007. Νίκος Μαραντζίδης, Κώστας Τσίβος, Ο ελληνικός εμφύλιος και το διεθνές κομουνιστικό σύστημα, Το ΚΚΕ μέσα από τα τσεχικά αρχεία 1946-1968, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012. Katerina Kralova, Κώστας Τσίβος (επιμέλεια) Στέγνωσαν τα δάκρυά μας, Έλληνες πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012
[7] Γαβρίλης Λαμπάτος, Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στη Τασκένδη (1949-1957), Αθήνα, Εκδοτική Κούριερ, 2001., Χριστίνα Μπάρτσα (επιμέλεια έκδοσης), Η τραγωδία των Ελλήνων αγωνιστών της Τασκένδης, Αθήνα, Εκδόσεις Α/συνεχεια, 2006.
[8] Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας” (1944-1954), στο Το όπλο παρά πόδα, Οι πολιτικοί προσφυγές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2005, σσ. 31-44.
[9] Κατερίνα Σουλτανιά, Η εθνική ταυτότητα των εκπατρισμένων μετά τον Εμφύλιο των Ελλήνων (Το παράδειγμα της Πολωνίας), Λάρισα, Έλλα, 1999.
[10] Δημήτρη Κηπουρού, Οι Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, Νέα Βιβλία, χ.τ.έ., Στράτου Ν. Δορδανά, Βάϊου Καλογρηά, «Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Ανατολικής Γερμανίας και το ΚΚΕ την επαύριον της λήξης του εμφύλιου πολέμου», Ιστορία εικονογραφημένη, τεύχος 591, Σεπτέμβριος 2017, Αθήνα, σσ. 43-54.
[11] Νίκος Φωκάς (επιμ.), Μεταξύ δύο ταυτοτήτων, Κοινοτική ζωή και στρατηγικές ενσωμάτωσης των Ελλήνων Ουγγαρίας, 1949-2012, Εκδόσεις UJ MANDATUM, Βουδαπέστη, 2013.
[12] Κατερίνα Τσέκου, Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, 1945-1989, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013.
[13] Γιώργος Αντωνίου, Στάθης Καλύβας (Επιμέλεια), Οι πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου, Κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις, Θεσσαλονίκη, 2015 (coldwar.gr).
[14] Βάσου Γεωργίου, Η ζωή μου, Αθήνα, 1992, χ.τ.έ., σ. 637.
[15] Γεωργίου Χ. Μανούκα, Παιδομάζωμα: Το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής, Αθήνα, Εκδόσεις Συλλόγου Επαναπατρισθέντων εκ του Παραπετάσματος, 1961, σ. 164.
[16] Έλλη Αλεξίου, Βασιλική Δρυς, Μέρος πρώτο, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 1983, σ. 388.
[17] Νέα Εστία, 15 Σεπτεμβρίου 1962, σ. 1313.
[18] Η Αυγή, 30 Ιανουαρίου, 1962.
[19] Το Βήμα, 9 Ιανουαρίου 1966.
[20] Γουσίδης, Δημήτρης, «όπου ζείς δεν πατρίζεις….(Η νέα προσφυγιά, μία ακόμα ελληνική τραγωδία)», Αθήνα, Εξάντας, 1975
[21] Στο ίδιο, σ. 9.
[22] Θανάσης Μητσόπουλος, Μείναμε Έλληνες. Τα σχολεία των Ελλήνων προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες, Αθήνα, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1979
[23] Γεώργιος Σδούκος, Η ζωή μου στους παιδικούς σταθμούς. Αλβανία – Ρουμανία, 1947-1956, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Μαίανδρος, 1983
[24] Βάσου Γεωργίου, Η ζωή μου, Αθήνα, χ.τ.ε., 1992.
[25] Πανελλήνια Ένωση Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων (ΠΕΕΠΠ), Το χρονικό της πολιτικής προσφυγιάς μας στη Ρουμανία, Αθήνα, 1996.
[26] Επαμεινώνδας Κωστούδης, Στην αναγκαστική προσφυγιά, 1949-1982. Χρονικό της ζωής των πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα στη Σ.Δ. της Ρουμανίας, Αθήνα, χ.τ.ε., 2003.
[27] Τάκης Μπουρλίδης, Από το Γράμμο στα Καρπάθια της Ρουμανίας, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Κώδικας, 2006.
[28] Μαργαρίτα Λαζαρίδου, Πόλεμος και αίμα, Ταξίδι στο παρελθόν – Ταξίδι στον πόνο, Αθήνα, Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, 2007.
[29] Κόλιας Αμοιρίδης, Έχεις φωνή, πρέπει να εξοντωθείς, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2009.
[30] Στρατής Αναστασιάδης, Από την αντίσταση στην διάψευση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2013.
[31] Γιάννης (Ταρζάν) Συμεωνίδης, Το οδοιπορικό ενός αγωνιστή, Από το Καϊμακτσαλάν της αντίστασης και του εμφυλίου στην πολιτική προσφυγιά, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2015.
[32] Γιώργη Τρικαλινού, Πιστοί στις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού, Προσωπική κατάθεση, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα, 1995, σ. 83.
[33] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Εμφύλιος και Λογοτεχνία, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2012, σ. 47-48.
[34] Σταματόπουλος, Δημήτρης, «Πολιτικοί προσφυγές στην Τρανσυλβανία. Η εξορία μέσα στην εξορία και κάποιες σκοτεινές πτυχές της 6ης ολομέλειας», στο Το όπλο παρά πόδα, Οι πολιτικοί προσφυγές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2005.
[35] Γιώργος Κόκκινος, Γαβρίλης Λαμπάτος, Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Η ματαιωμένη Ουτοπία, Γιάννης Γαβριηλίδης, Νίκος Καραγιάννης και άλλοι σύντροφοι, Αθήνα, Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2008.
[36] Ευθύμη Μαλεζά, Το πρώτο αντιστασιακό Άλμπουμ της Ελλάδας που εκδόθηκε στο Βουκουρέστι το 1951, 1940-1951 Αγώνες του ελληνικού λαού για ειρήνη, δημοκρατία και ανεξαρτησία, δεύτερη έκδοση, Έδεσσα, 2001.
[37] Cârstea, Remus Petre, ‘Comunitatea elenă de la Florica, 1949-1999’, Muzeul Județean Argeș, Argessis, Studii și comunicări, Seria istorie, τόμ. IX, 2000, σσ. 457-460. (Η ελληνική κοινότητα της Φλωρίκας, 1949-1999).
[38] Apostolos Patelakis, Războiul civil din Grecia (1946-1949) și emigranții politici greci în România (1948-1982). Târgoviște, Editura Cetatea de Scaun, 2017. (Ο ελληνικός εμφύλιος (1946-1949) και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία (1948-1982).
[39] Σταύρος Π. Ψυχάρης, «Οι μνηστήρες της εξουσίας στο παιχνίδι της αλήθειας», Αθήνα, Το Βήμα, 2013, σ. 246.