ΜΠΕΣΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ (απών)
Μνήμες Βεροιωτάδων
Ακόμα και τώρα δεν έχω αποφασίσει αν πατρίδα μας είναι ο τόπος στον οποίο μεγαλώσαμε ή τα παιδικά μας χρόνια. Πάντως, στη δική μου περίπτωση, τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα στον τόπο που μεγάλωσα. Και απ’ ό,τι διαπιστώνω από τη νοσταλγία που αισθάνομαι κάθε φορά που ανατρέχω στην περίοδο εκείνη, τελικά ήταν όμορφα, ίσως και πολύ όμορφα χρόνια. Γι’ αυτό, αν και πια έχουν περάσει περισσότερα από 50 έτη που δεν ζω εκεί, πάντα τη σκέπτομαι με πολλή αγάπη και αισθάνομαι τυχερός αλλά και περήφανος που μεγάλωσα σε μια τόσο όμορφη πόλη όπως ήταν η Βέροια, πριν αρχίσει η άναρχη ανοικοδόμηση, με τους κήπους της και τα μακεδονίτικα αρχοντικά της. Όλα τα χρόνια μου στη Βέροια τα πέρασα στη σημερινή οδό Κωττουνίου. Όταν ζούσα εκεί, λεγόταν νομίζω Μούμογλου, και αργότερα Γεωργίου Κυρίμη. Και αυτό το αναφέρω επειδή τα πρόσωπα στα οποία θα αναφερθώ έχουν σχέση με τον δρόμο αυτόν. Ο πρώτος ήταν κάτοικος, ο δεύτερος ιερέας στην ενορία του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, στην οποία υπαγόταν το κομμάτι της οδού που έμενα, ενώ ένα άλλο τμήμα της ανήκε και ανήκει στην ενορία των Αγίων Αναργύρων. Το ίδιο συνέβαινε και με τα δημοτικά σχολεία στα οποία πηγαίναμε . Οι μισοί στο πρώτο όπου εργαζόταν η δασκάλα στην οποία θα αναφερθώ και οι άλλοι μισοί στο δεύτερο. Στα χρόνια που ζούσα και πήγαινα στο σχολείο ήταν και οι τρεις πολλοί γνωστοί, όχι μόνο στη γειτονιά, αλλά σ’ όλη την πόλη. Μπήκα στο διαδίκτυο και έδωσα τα ονόματά τους. Και ναι, υπήρχαν αρκετές αναφορές σ’ αυτούς. Ωστόσο, εδώ περισσότερο θα αναφερθώ στις προσωπικές μου μνήμες.
——————-
Πρώτος και καλύτερος ο γιατρός Γιάννης Αληχανίδης
Είχαμε την τύχη ο πατέρας του παιδικού μας φίλου Σάββα να είναι και ο γιατρός της οικογένειας. Και ήταν και καλός γιατρός. Ήταν ο άνθρωπος όχι της διπλανής, αλλά της απέναντι, πόρτας, καθώς το σπίτι στο οποίο μέναμε (ιδιοκτησίας Παύλου Σπανίδη), ήταν ακριβώς απέναντι απ’ το δικό του. Έτσι, τουλάχιστον τη μισή μέρα παίζαμε στον κήπο του και την υπόλοιπη μισή ο Σάββας έπαιζε στον δικό μας. Ήταν ο γιατρός που έβγαινε στο μπαλκόνι του ιατρείου και έλεγε στη μητέρα μου που μας μάλωνε γιατί πέφταμε και χτυπούσαμε και ματώναμε και τότε η μάνα απειλούσε με χειροδικία: «Αφήστε τα παιδιά να πέσουν και να ματώσουν, κυρία Μαρίκα, πρέπει να αποκτήσουν αντισώματα…» Πολύ τον αγαπούσα για κάτι τέτοια. Ήταν ο γιατρός που δεν έπαιρνε χρήματα από αυτούς που δεν είχαν, πολλές φορές τους έδινε δωρεάν και τα φάρμακα. Κοπέλα που δούλευε στην πριονοκορδέλα του πατέρα μου, μου εκμυστηρεύτηκε πως, όταν τον επισκέφτηκε για πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, αρνήθηκε να της πάρει χρήματα, κι όταν του πήγε αργότερα ένα βάζο μαρμελάδα, αρνήθηκε να το δεχτεί λέγοντάς της: «Εσύ το έχεις περισσότερο ανάγκη». Σε νεκρολογία για τον γιατρό Ορέστη Σιδηρόπουλο βρήκα την εξής αναφορά: «Άνθρωπος πρώτα και μετά επιστήμονας, όπως και άλλοι γνωστοί συνάδελφοί του τότε! (Ας μου επιτραπεί Αληχανίδης, Βοργιαζίδης…) Τότε στα χρόνια της φτώχειας».
Από την άλλη ήταν η εμβληματική προσωπικότητα της Αριστεράς στην πόλη. Όσο ήτανε βέβαια στην πόλη, γιατί τον υπόλοιπο καιρό του τον περνούσε από νησί σε νησί, από εξορία σε φυλακή και από φυλακή σε εξορία. Δεν είχα σκεφθεί ποτέ την προϊστορία του. Ψάχνοντας για περισσότερες πληροφορίες, βρήκα ευχαριστήρια για τη βοήθεια προφανώς και την περίθαλψη σε αντάρτες του ΕΛΑΣ Βερμίου. Ήταν ο γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής της ΕΔΑ Ημαθίας και υποψήφιος βουλευτής. Δεν άκουσα ποτέ να τον αποκαλούνε «βουλευτή» και σίγουρα το 1958 που η Ημαθία έβγαλε βουλευτή της ΕΔΑ ήταν κάποιος άλλος. Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο οφείλω την πρώτη γνώση για το τι σημαίνει πολιτική δίωξη. Παιδί ανυποψίαστο και όχι από ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη κεντρώα οικογένεια. Θυμάμαι την Καίτη, το κορίτσι που δούλευε στο ιατρείο του, να πηγαίνει στο περίπτερο που ήταν μπροστά στο τότε Γυμνάσιο Θηλέων για να πάρει την «Αυγή», καθώς ο μπαρμπα-Χαράλαμπος στο περίπτερο της γειτονιάς έφερνε μόνο τον καλούμενο «αστικό Τύπο». Ακόμη περισσότερο, όμως, θυμάμαι τον χωροφύλακα μπροστά στην πόρτα που οδηγούσε στο ιατρείο και σπίτι. Έκανε κανονικά έλεγχο ταυτοτήτων και προσπαθούσε με τον τρόπο του να εκφοβίσει τους επισκέπτες του ιατρείου. Ο γιατρός έβγαινε συχνά στο μπαλκόνι και μάλωνε με τον χωροφύλακα. Έτυχε αρκετές φορές να πέσω πάνω σε τέτοιους καβγάδες.
Αυτό που επίσης μου έχει μείνει είναι η χαρά της γειτονιάς και δεν νομίζω να ήταν αριστερή, όταν ο γιατρός γύριζε από τη εξορία. Τον θυμάμαι με πολλή αγάπη.
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Κύριλλος Σοφτάς: ο παπάς της ενορίας μου
Στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Καμιά σχέση λοιπόν με τον Πρόδρομο ή τον Χρυσόστομο. Σχεδόν με καμάρι μας έλεγαν πως είναι η μόνη εκκλησία στην Ελλάδα η αφιερωμένη στον συγκεκριμένο άγιο. Θυμάμαι ακόμα την επιγραφή στην είσοδο της εκκλησίας: «ΛΙΜΗΝ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ». Στα χρόνια που εγώ ζω στη Βέροια, ιερέας ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος Σοφτάς. Ήταν προϊστάμενος του ναού για 15 χρόνια. Στα χρόνια αυτά ήταν το αστέρι της Μητρόπολης Βεροίας και Ναούσης.
Απ’ ό,τι θυμάμαι, αλλά και από στοιχεία που βρήκα, δεν υπήρξε άλλος παπάς που να απέκτησε τόσους πιστούς ενορίτες, ιδιαίτερα στην τάξη των γυναικών. Ήταν σύγχρονος, μορφωμένος με ευρύτατη αντίληψη και πολύ δραστήριος. Είχε ωραία φωνή, πράγμα πολύ σημαντικό για παπά, σε ήχο, ένταση, χρωματισμό και άρθρωση, και η λειτουργία του ακουγόταν ολοκάθαρα. Είχε μια απίστευτη θεατρικότητα, κυρίως δε στις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Θυμάμαι διάφορα χαριτωμένα, γιατί σχολιάζονταν από τους πιστούς. Μια μεγάλη Πέμπτη, λίγο πριν βγει ο Εσταυρωμένος, βγήκε στην Ωραία Πύλη και τους προέτρεψε να χύσουν και κανένα δάκρυ μπροστά στον πάσχοντα Ιησού. Την επόμενη χρονιά όμως, ήταν μάλλον σε άλλη διάθεση και μας είπε πως δεν θέλει δάκρυα ο Χριστός. Έργα θέλει από μας και σ’ αυτό να επιμείνουμε.
Το κήρυγμά του ήταν όλο φλόγα. Ανέβαινε στον Δεσποτικό Θρόνο και από εκεί απευθυνόταν στο κοινό του. Προσπαθούσε να μην επαναλαμβάνεται και έβρισκε πράγματα ώστε να κινεί το ενδιαφέρον τους. Πολλές φορές έβγαινε και τους μάλωνε, επειδή κάνανε θόρυβο στη λειτουργία, ή επειδή οι γυναίκες ήταν κατά την άποψή του άσεμνα ντυμένες. Κάποια στιγμή, που διαπίστωσε πως κάποιος βρισκόταν σε χώρο που δεν έπρεπε, νομίζω είχε βάλει ένα κάγκελο μπροστά στο ιερό, σταμάτησε τη λειτουργία και άρχισε να του φωνάζει, δυνατά όμως: «Μη μου χαλάς την εκκλησία, χριστιανέ μου»…
Στους γάμους και τις κηδείες συμμετείχε ενεργά με λόγους που έβγαζε συγχαρητήριους, με συμβουλές για τη νέα οικογένεια που ξεκινούσε, ή παρηγορίας αλλά και απαρίθμησης των αρετών του εκλιπόντος. Θυμάμαι, απ’ ό,τι άκουσα στη γειτονιά, τον επικήδειο σε μια πολύ απλή γυναίκα, που νομίζω ότι εργαζόταν και σαν καθαρίστρια της οποίας όμως ο γιος είχε ασχοληθεί τα χρόνια εκείνα με εργολαβίες και είχε γίνει πλούσιος. Μην έχοντας τι παραπάνω να πει, άρχισε να απαριθμεί τις αρετές της «υψηλής Μαρίας», όπως αποκαλούσε τη θανούσα. Σούσουρο και πολύ γέλιο μεταξύ των γειτόνων την άλλη μέρα.
Δεν αμελούσε ποτέ να κάνει τον αγιασμό για την έναρξη της ποδοσφαιρικής περιόδου. Πρωτοπόρα η Βέροια από τότε. Οι κοντινές και μακρινές του προσκυνηματικές εκδρομές σε εκκλησιαστικούς χώρους κοντινούς ή μακρινούς συγκέντρωναν εκατοντάδες πιστούς. Στην επιστροφή έκανε τις φωτογραφίες που έβγαζε slides, τα οποία πρόβαλλε σε συναντήσεις που διοργάνωνε. Θυμάμαι ακόμα πως ασχολούνταν και με την αγιογραφία.
Όλα αυτά που προανέφερα έκαναν πολλούς ενορίτες άλλων εκκλησιών να έρχονται για εκκλησιασμό στον Αη-Γιάννη, για να ακούσουν όπως έλεγαν μια σωστή λειτουργία. Δεν ήταν φιλοχρήματος και λέγεται πως πέθανε πτωχός. Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως μια φορά τον χρόνο έβγαινε στην εκκλησία ένας δίσκος υπέρ του Παναγίου Τάφου. Τότε, αφού μας εξηγούσε πόσο σημαντική είναι η ενίσχυσή του ‒«γι’ αυτό και πρώτος εγώ θα δώσω»‒ έβαζε στον δίσκο (μπορούσαμε όλοι να το δούμε) ένα κατοστάρικο. Πολλά λεφτά για τότε.
Υπήρχε βέβαια και το αντίπαλο δέος με τους πολύ επικριτικούς πιστούς, για το ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα του. Αλλά αυτό συμβαίνει με όλες τις ισχυρές προσωπικότητες που έχουν κάποια δημόσια θέση. Έχω πάντα μπροστά μου την εικόνα του στο μπαλκόνι του σπιτιού του, δίπλα στην εκκλησία, να ακουμπάει στο πεζούλι που έβλεπε στη Βενιζέλου, με φιλέ στο κεφάλι για να μην πετάγονται τα μαλλιά του. Δεν του καιγόταν καρφί.
Έφυγε ρημαγμένος από έναν άθλιο καρκίνο. Κοσμοσυρροή στην κηδεία. Θυμόμουν πολλά πράγματα για τον πατέρα Κύριλλο. Τα επιβεβαίωσα και βρήκα περισσότερα στη νεκρολογία του που ο Γ. Χ. Χιονίδης δημοσίευσε στον «Φρουρό της Ημαθίας» της Δευτέρας 13 Ιανουαρίου 1969.