Βιβλιοφιλικά Σημειώματα (9): “Σπύρος Μαντάς” – Τι ζητά ένας καμπίσιος στους γκρεμούς της Πίνδου; / συνέντευξη στον Γιώργη Έξαρχο
Έχω ευτυχήσει στη διαδρομή του βίου μου να γνωρίσω πολύ σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, και όχι μόνο, και με ορισμένους από αυτούς να συνδεθώ με φιλία, η οποία «ταϊζόταν» με αμοιβαία αισθήματα εκτίμησης, αγάπης και σεβασμού. Ίσως σε κάποιο μελλοντικό «σημείωμα» να γίνω πιο αναλυτικός και σαφής Είναι από τα πράγματα που, θες δεν θες, σημαδεύουν τη ζωή.
Στις προσωπικότητες του νεοελληνικού μας βίου ανήκει κι ο Σπύρος Μαντάς. Ένας ατόφιος Έλληνας, εραστής της «πέτρας», και των πέτρινων κτισμάτων, ιδίως των πετρογέφυρων με τα μικρά και τα μεγάλα τόξα τους, αδελφώνουν τις στεριές που τις χωρίζουν τα ποτάμια, που κάνουν τους ανθρώπους να πάνε από εδώ εκεί, από έναν τόπο σε άλλον, διαβαίνοντας τα λιθόστρωτα καλντερίμια που οι παλιοί καλοί μαστόροι και κτιστάδες, αφού τα καλίγωναν με πέτρες τις οποίες οι λιθοξόοι και πελεκάνοι με αγάπη συνταίριαζαν μεταξύ τους. Και πέρα από τα πετρόκτιστα γεφύρια, ο Σπύρος Μαντάς επέδειξε παρόμοιο ζήλο και αγάπη και για όλα τα μέγαρα της λαϊκής αρχιτεκτονικής, αριθμός των οποίων σώζεται σε παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας (όπως λ.χ. στα Ζαγόρια, στο Πήλιο, στη Σιάτιστα, στα Αμπελάκια και αλλού), καταγράφοντας τα και συλλέγοντας όσες πληροφορίες μπορούσε, για τους μαστόρους-κτιστάδες που τα ανήγειραν, για το έτος κατασκευής τους, και αν αυτά είχαν κι ένα «δημόσιο χαρακτήρα» ως έργα, και στοιχεία για τους χρηματοδότες-ευεργέτες, και όλα τα άλλα σχετικά.
Με τον Σπύρο γνωριστήκαμε το 1982, όταν είχε σταματήσει η έκδοση του σπουδαίου ταξιδιωτικού περιοδικού «Ταξιδεύοντας» κι ο Κώστας Κοντογιάννης, δημοσιογράφος με καταγωγή από την Άμπλιανη, αλλά Μεσολογγίτης (ψάχνω τα χαμένα ίχνη του εδώ και πολλά χρόνια που έχουμε χαθεί μα δεν τον έχω βρει, και αν κάποιος κάτι γνωρίζει γι’ αυτόν, ας μου γράψει στην Φαρέτρα), αναζητούσε συνεργάτες για το υπό έκδοση περιοδικό «Ταξιδιώτες», στου οποίου τη συντακτική ομάδα ήμουν κι εγώ. Τα γραφεία του περιοδικού «Ταξιδιώτες» ήταν όπως μπαίνουμε από την Οδό Ακαδημίας στην Οδό Μαυρομιχάλη, δεξιά, περί τα 50 μέτρα σε ένα παλαιό οίκημα, στον δεύτερο όροφο, ενώ στον πρώτο όροφο ο είχε τυπογραφείο και τις «Εκδόσεις Κείμενα», ο αείμνηστος φίλος και σπουδαίος άνθρωπος των γραμμάτων μας Φίλιππος Βλάχος, ο «Φιλιππόβλαχος», σε χώρο που ήταν στέκι σημαντικών διανοούμενων (ποιητών, πεζογράφων κ.λπ.). Ακριβώς απέναντι από το «Σπανός Σπάνια Βιβλία» και την «Βιβλιοφιλία» του Κώστα Σπανού (έφυγε το 2020 από τον κόσμο, για το μακρινό ταξίδι), δηλαδή απέναντι από την Μαυρομιχάλη Νο 7.
Στον δεύτερο, λοιπόν, όροφο, ήρθε κάποια ημέρα στη λήξη του 1982 ο φίλος Κώστας Κοντογιάννης με τον Σπύρο Μαντά, και έτσι έγινε η γνωριμία μας, και δεθήκαμε με φιλία, από την πρώτη κιόλας στιγμή, αφού μιλήσαμε για τις σπουδές μας (κι ο Σπύρος είναι πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ και συνάδελφός μου εν σπουδές), και αφού βρήκαμε το «κοινό χαλί» μας, που είναι η αγάπη μας για τον λαϊκό πολιτισμό μας, σε όλες τις εκφάνσεις του. Έκτοτε εκείνη η φιλία, με κοινά ενδιαφέροντα, αμοιβαία αλληλοεκτίμηση, και έμπρακτη αγάπη και έρωτα προς τις βαθύτερες αναζητήσεις μας, πράγματι, εξελίχτηκε στον χρόνο κι έγινε στερεή και κρατάει έως και σήμερα.
Ο Σπύρος Μαντάς είναι ο δημιουργός ενός ανεκτίμητου πολύτιμου έργου, που είναι προσωπικός του άθλος, με τίτλο «Γεφυρογραφία της Πίνδου», η οποία ήδη αριθμεί έξι ογκώδεις τόμους, με άπειρες πληροφορίες για τα γεφύρια, τους κτιστάδες, τη ζωή τους, τις οικογένειές τους, τους τόπους καταγωγής τους, τον τόπο δόμησης των γεφυριών, τους θρύλους και τις παραδόσεις σχετικά με την κατασκευή αυτών των υπέροχων κτισμάτων, και με δεκάδες άλλα συναφή θέματα, με μαρτυρίες και πλούσια βιβλιογραφία, έργο που αποτελεί αληθινά ένα πανόραμα όχι μονάχα ελληνικής και βαλκάνιας «γεφυρογραφίας», αλλά σίγουρα έναν ανεκτίμητο θησαυρό μιας παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πρόκειται για καρπό δεκάδων χρόνων έρευνας και μελέτης, εκατοντάδων ωρών μελέτης και έρευνας, εκατοντάδων ταξιδιών και αποτυπώσεων, συζητήσεων, φωτογραφήσεων, κινηματογραφήσεων, αναζητώντας το «αθάνατο νερό», για να κρατήσει στη ζωή, ό,τι ο χρόνος και ο σύγχρονος άνθρωπος απαξιώνει, με τις δήθεν προόδους και τα παρόμοια «κουραφέξαλα». Και έπεται συνέχεια…
Η έκδοση είναι της Περιφέρειας Ηπείρου, και πρέπει να επαινεθεί για τούτη την πρωτοβουλία της, όπως θα πρέπει να επαινεθεί ο περιφερειάρχης της κύριος Αλέξανδρος Καχριμάνης, ο οποίος έδωσε «σάρκα και οστά» με την έκδοση, σε ένα σημαντικό έργο, ενός σπουδαίου ερευνητή του λαϊκού πολιτισμού μας.
Με το Σπύρο Μαντά, και για χάρη των αναγνωστών μας στη Φαρέτρα έκανα μια όμορφή συζήτηση, ώστε να γνωρίσουν τον άνθρωπο και το έργο του. Θαρρώ πως και τα δικά τους συμπεράσματα, με βάση την κρίση τους θα είναι δίκαια και ορθά.
Όμως, τούτον τον αγαπημένο φίλο, θα ήθελα να τον εκπλήξω κι εγώ δημόσια με κάτι που είμαι βέβαιος ότι θα του δώσει μεγάλη χαρά, μα και θα εμπλουτίσει ταυτόχρονα την πλούσια συλλογή του από «ΑΣΜΑΤΑ» σχετικά με το «Γεφύρι της Άρτας». Από την υπό έκδοση μελέτη: ΝΙΓΙΑΖΗ ΚΑΡΑΝ & ΕΦΗ ΝΙΚΟΥ – ΓΙΩΛΤΖΟΓΛΟΥ, Κρητική Κουλτούρα στην Τουρκία. Οι Τουρκοκρητικοί (μ’αγάπη προσφερόμενο από την φίλη μου Έφη), δημοσιοποιώ τους στίχους «Τραγουδιού Τουρκοκρητικών», το οποίο έχει ενδιαφέρουσα πλοκή και εξέλιξη:
Πέρα – πέρα στο Χανιώ
Πέρα – πέρα στο Χανιώ, στη μπάντα του Ρεθύμνου,[1]
καμάρα θεμελιώνανε σαρανταδυό μαστόροι.
Ολημερνίς τη σιάνανε και πάσ’ αργά εχάλα.[2]
Τσι ένα πουλάκι κελάηδανε στζη πόδα τζη καμάρας:
-Έπα καμάρα μη σταθείς, καμάρα μη στυλιώσεις
παρά να φέρουνε στοιχειό να τηνε θεμελιώσεις.
Κι όχι κουτσό, όχι στραβό όχι και διακονιάρη,
μόνο του πρωτομάστορα το πρώτο του στεφάνι.
Παίρνουντονε τα κλάιματα, στο σπίτι του και πάει
κι η γυναίκα του να τονε ιδεί, γυρίζει και του κάνει.
-Μα ίντα ’χεις, πρωτομάστορα, κι είσαι βαροκλαϊμένος;
-Το δαχτυλίδι μου ’πεσε στον πόδα τζη καμάρας.
-Σώπα εσύ, πρωτομάστορα, κι εγώ θα σου το βγάλω,
κι εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω κι εγώ θα σου το βγάλω.
Μιαν ταχυνή σηκώνεται μιαν όμορφην ημέρα
και πιάσε και στολίστηκε η άσπρη περιστέρα.
Βάνει τον ουρανό γυαλί, τη θάλασσα μελάνι,
τον ήλιο τον λαμπότη τον ρίχνει στο πρόσωπό τζη
και του κοράκου το φτερό στο καμαρόφρυδότζη.
Παίρνε ντη και πάνε ντησ΄τση μέση τζη καμάρας.
«Πέτε μου, πού ’πεσε αυτό το δαχτυλίδι;»
Και δείξανε τζη που ίπεσε αυτό το δαχτυλίδι
και σκύφτει να του το βγάλει.
Κι ο γειςτσηκόλανε με πηλό κι άλλος με το χαλίκι
κι ο άντρας τζη, ο άπονος, με ένα βαρύ πελέκι.
…………………………………………..
Αφήκε μου να σας επώ δυο λόγια μοιρολόγια.
Τρεις αδερφίδες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες :
Η μια στοιχειό στου ποταμού κι η άλλη στο πηγάδι
κι εγώ το κακορίζικο στον πόδα σ΄τση καμάρας.
Μα όλοι να πέσουν να βαρούν, όλοι να γιατρευτούνε
κι ο σκύλος ο πρωτομάστορας τα μάτια του να βγούνε.
-Πάρε συ, πέρδικα, πλουμί κι εσύ, παγόνι, κάλλη
κι εσύ το σφακολούλουδο τα πάρε τα μαλλιά μου,[3]
να μην τα πάρει θηλυκό, να ’χει τα βάσανά μου.
———————————–
Αγαπητέ μου φίλε Σπύρε, λέω να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας με πληροφορίες που θα μας δώσεις για την παιδική και εφηβική ηλικία σου: Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες, σε τι είδους οικογένεια (πόσα μέλη αριθμούσε κ.λπ.), πώς είχαν τα πράγματα στον κοινωνικό χώρο που ανατράφηκες, για τα σχολειά σου (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο), μέχρι την εισαγωγή σου στο Πανεπιστήμιο για σπουδές. Και θα ήθελα να μιλήσεις για όλα αυτά, γιατί φρονώ πως «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», και θεωρώ πώς όσα στην πορεία έχεις κάνει και συνεχίζεις να κάνεις, κάπου σε εκείνα τα χρόνια έχουν την αρχή τους…
Σωστά το τοποθετείς φίλε μου Γιώργη. Πραγματικά «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» για όλους μας και έχει αυτή η αρχή, σχεδόν πάντα, και τα θετικά και τα αρνητικά της. Το θέμα είναι τα “ήρεμα”και“ταραγμένα” μας να τιθασευτούν και να διοχτευτούν όσο το δυνατό νωρίτερα σε χρήσιμο αυλάκι…
Γεννήθηκα στην Κρέστενα της Ηλείας, από την οποία έφυγα μόλις δύο ετών, φού ο πατέρας μου, όντας υπάλληλος στην Αγροτική τράπεζα, πήρε μετάθεση για τα Λεχαινά. Το δέσιμό μου με την Κρέστενα είναι έτσι χαλαρό, αλλά όχι ανύπαρκτο (εκεί εξακολουθώ να ψηφίζω), με τα Λεχαινά όμως δέθηκα πολύ, ζώντας τα παιδικά και τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια. Ουσιαστικά λειτούργησε ως πατρίδα μου και ας μη γεννήθηκα εκεί. Ήταν -δεν ξέρω σήμερα- μια κωμόπολη ανθρώπινη, με τον Καρκαβίτσα -σοβαρός ως άγαλμα στην πλατεία- να μας δημιουργεί υπέρμετρες για την ηλικία μας ανησυχίες, σχεδόν να μας τις “επιβάλλει”. Προσωπικά, από πολύ νωρίς ψαχνόμουν, με αδιευκρίνιστα βέβαια τότε τα “θέλω” μου: ζωγράφιζα, έδινα παραστάσεις Καραγκιόζη, έφτιαχνα σινερομάντζα -ναι σινερομάντζα- έχοντας στη διάθεσή μου μια kodak-κατόρθωμα για τότε- και τους συμμαθητές μου πρόθυμους να παίξουν τον ρόλο που τους ανέθετα.
Χαμογελώντας σήμερα, με θυμάμαι σαν έναν μικρό αγχωμένο σκηνοθέτη με κοντά παντελονάκια. Ξέφευγα όμως έτσι, γιατί επιστρέφοντας σπίτι με περίμενε και με προσγείωνε ο μικρός, άτυχος αδερφός μου –είχε πληρώσει το τίμημα της λειψής επαρχιακής ιατρικής. Με αυτά λοιπόν, και αρκετά άλλα, οι γύρω μου λίγοι συγγενείς με προσδιόριζαν ως ένα εσωστρεφή ανικανοποίητο έφηβο – θα …φτιάξει, ενθάρρυναν τους γονείς μου. Το Λύκειο το τελείωσα στα Μέγαρα με τα ίδια μυαλά –άλλη μετάθεση του πατέρα μου, που πια πολιορκούσε την Αθήνα. Η άλωση της τελευταίας πραγματοποιήθηκε με την επιτυχή για τους άλλους, αδιάφορη για μένα, είσοδό μου στην ΑΣΟΕΕ – ο μπαμπάς πάντως παραχάρηκε…
Στα πανεπιστημιακά σου χρόνια είχε εκδηλωθεί το ενδιαφέρον σου γι’ αυτό που στη συνέχεια έγινε μια από τις πρώτες επιλογές στη ζωή σου, και εννοώ την αναζήτηση και μελέτη της ζωής των μαστόρων-κτιστάδων (μα και των πελεκάνων-λιθοξόων) και όλων εκείνων που έκτισαν αυτά τα θαυμάσια δημιουργήματα με πέτρα, ήτοι τις γέφυρες, που από εδώ σε πάνε εκεί, συνδέοντας τόπους, ανθρώπους, πολιτισμούς;
Όχι, δεν είχε εκδηλωθεί, εξακολουθούσα να παλεύω με τις σχεδόν καταπιεστικές πλέον ανησυχίες μου αναζητώντας διέξοδο. Η ΑΣΟΕΕ, αν και καλός φοιτητής, δεν με ικανοποιούσε, η εσωστρέφειά μου συνεχιζόταν και με δυσκόλευε. Πάντως τελείωσα με έπαινο -το παράδοξο- και ξεκίνησα να δουλεύω, όχι όμως και να εργάζομαι -υπάρχει διαφορά με επακόλουθα. Μέχρι που ήρθαν τα γεφύρια και με πέρασαν απέναντι.
Αλήθεια είχες αρχίσει να μελετάς και να γράφεις για όλα αυτά την περίοδο που ήσουν συνεργάτης του σπουδαίου περιοδικού του Καββαθά, του “Ταξιδεύοντας”, χρονολογικά πότε, ή μήπως πιο νωρίς;
Όχι, ούτε τότε είχαν προκύψει τα γεφύρια, αλλά το “Ταξιδεύοντας” ήταν για μένα η αποκάλυψη – ταξίδευα αμειβόμενος, και αυτό παραήταν ωραίο για να το πιστέψω. Μέσα από αυτά λοιπόν τα ταξίδια, άρχισε σιγά-σιγά να σχηματοποιείται, έστω όχι πολύ ευδιάκριτα, ο καταδικός μου δρόμος. Χρειάστηκε βέβαια να κλείσει το περιοδικό -άλλο παράδοξο αυτό-, για να ποτίσει το αυλάκι που λέγαμε πιο πριν τον δρόμο και να μου τον μεταλλάξει σε όραμα. Αλλά κάθε γέννα δεν προϋποθέτει πόνο; Το λέω αυτό, γιατί το κλείσιμο του “Ταξιδεύοντας” με στενοχώρησε πολύ. Θυμάμαι στο τελευταίο τεύχος -το 1982 ήταν- είχα γράψει δύο άρθρα, για τις Πρέσπες και για τα γεφύρια στο Ζαγόρι. Για το τι αισθάνθηκα με τα τελευταία, το μαρτυρεί ο υπότιτλος που τους έβαλα: “για να καλύψουν μια ανάγκη, προέκτειναν τη φύση”. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν όλα.
Ποιο ήταν το βαθύτερο κίνητρο αυτής της αναζήτησης; Πώς σου προέκυψε τελικά αυτή η «επιλογή» που εξελίχτηκε σε μεθοδική προσπάθεια, καταγραφής, μελέτης, τόσο των γεφυριών και της ιστορίας τους, όσο και των ανθρώπων που τα έκτισαν, αλλά και των οικογενειών τους, και των τόπων καταγωγής τους κ.λ.π.; Εικάζω ότι δεν ήταν μόνον η αγάπη προς κάτι και η προσήλωσή σου προς αυτό, με θρησκευτική θα έλεγα ευλάβεια, και ότι σε όλο αυτό το «εγχείρημα» και τη διαδρομή σου, πέρα από τη χαρά και τη συγκίνησή σου για όσα ανακάλυπτες, σίγουρα θα υπήρχε και θα υπάρχει ακόμα κάτι βαθύτερο. Το έχεις υποψιαστεί στον εαυτό σου; Θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό;
Να σου πω∙ κίνητρο και επιλογή βέβαια υπήρξαν, αλλά αρχικά, στην κρίσιμη στιγμή, λειτούργησαν υποσυνείδητα. Τότε, το 1984, τυπώθηκε το πρώτο μου βιβλίο, Τα Ηπειρώτικα γεφύρια, και όπως ήταν προγραμματισμένο έπρεπε πια να μετακομίσω, να συνεχίσω σε άλλη περιοχή, μελετώντας τώρα Τα Μακεδονίτικα αρχοντικά -έτσι είχε συμφωνηθεί με τον Καββαθά. Όμως, αν και είχε προχωρήσει αρκετά η νέα έρευνα, ξαφνικά γύρισα πίσω -φαινομενικά ξαφνικά- και έβγαλα το δεύτερο βιβλίο, πάλι για γεφύρια, το 1987. Τι στην πραγματικότητα είχε συμβεί; Μελετούσα μεν κανονικά τα αρχοντικά της Μακεδονίας, ταξιδεύοντας στην Καστοριά, στη Σιάτιστα, στο Μελένικο, στην Αχρίδα και όπου αλλού, αλλά κάθε τόσο, σχεδόν “κλεφτά”, ξαναγύριζα στην Ήπειρο, κατέφευγα στα γεφύρια της – αυτό με απελευθέρωνε. Με την έκδοση του δεύτερου βιβλίου, Το γεφύρι κι ο Ηπειρώτης, προϊόν αυτών μου των επιστροφών, πλέον το κατάλαβα, το αποδέχτηκα, συνειδητοποίησα και τα γιατί…
Τα γεφύρια έως τότε δεν θεωρούνταν μνημεία, ήταν κτίσματα ανέγγιχτα από την έρευνα και φυσικά σχετική βιβλιογραφία δεν υπήρχε – συνιστούσε μια πρόκληση αυτό. Ναι, αλλά από την άλλη, δεν ήμουν και ο κατάλληλα καταρτισμένος -εννοώ επιστημονικά- για να αναλάβω κάτι τέτοιο. Ε, όντας τότε τριαντάχρονος, θες με την ορμή που τροφοδοτεί η νιότη, θες το παρθένο τού πεδίου που με απάλλασσε από συγκρίσεις, αυτή η έλλειψη εμένα με πείσμωσε και από τον δισήμαντο όρο του ερασιτέχνη κράτησα τη θετική του πλευρά. Και ξεκίνησα…
Με ρωτάς αν στο ξεκίνημα αυτό και σε ό,τι μετά επακολούθησε υπήρχε κάτι βαθύτερο, πέρα από την αγάπη μου για το ίδιο το αντικείμενο. Τώρα ναι, με τη βοήθεια του αμείλικτου κατά τα άλλα χρόνου, μπορώ να υποψιάζομαι, να διακρίνω τεθλασμένες γραμμές που ξεκινούν από τα Λεχαινά…
Η με φτωχά αρχικά αποτελέσματα αναζήτηση, στην πορεία άρχισε να αποδίδει καρπούς και αυτό, η κοπιαστική σπυρί-σπυρί ανακάλυψη, να μου παρέχει τη χαρά της δημιουργίας. Αλλά αυτό δεν ήταν κατά βάθος το ζητούμενό μου από μικρός; Βαθμιαία όλο και περισσότερο το συνειδητοποιούσα. Στην περιπέτεια καταγραφής με τα τόσα ταξίδια, έχοντας την ευκαιρία να φωτογραφίζω, να σχεδιάζω, να βιντεοσκοπώ, μάθαινα, αναπλήρωνα τα κενά μου, μπορούσα πια να δίνω απαντήσεις σε αμέτρητα προβλήματα που προέκυπταν. Όλο και περισσότερο το κατόρθωνα το τελευταίο, γιατί άρχισα να συμφιλιώνομαι με τις φιγούρες των πετρογέφυρων. Και σιγά-σιγά υπήρξε επιστροφή: αυτές οι πέτρες οι πετούμενες απάνω απ’ τα νερά, άρχισαν να με εμπιστεύονται και να μου αποκαλύπτουν μυστικά. Είναι λιτά στην όψη τα γεφύρια, μα φλύαρα στο περιεχόμενο – αρκεί να τα προσεγγίσεις ως μαθητής, όχι ως ανατόμος τους. Με τον χρόνο, δηλαδή μέσα στα σαράντα έτη που κράτησε αυτή η γόνιμη περιπέτεια, είδα μπροστά μου βαθμιαία να τεκμηριώνεται αυτό που υποψιαζόμουνα από την εποχή των Λεχαινών – η αξία τού ανεπιτήδευτου ανθρώπου.
Το αρχικό μου δέος μπροστά στα γεφύρια βαθμιαία μεταλλασσόταν σε βαθύ θαυμασμό για τους δημιουργούς τους. Το σημαντικότερο; Αυτός ο δικαιολογημένος θαυμασμός για τους εμπειρικούς εκείνους κατασκευαστές τους -έτσι δεν τα έμαθα κι εγώ;- απλώθηκε και συμπεριέλαβε και τους μαστόρους της ίδιας της Ζωής! Ναι, εγκαταλείποντας τα προσχήματα, το προσωπικό μου όφελος, οι δικές μου λίρες, δεν είναι, παρά οι ευκαιρίες που μου δόθηκαν -ίσως που κατέκτησα- να συνομιλήσω με τους τελευταίους κατοίκους της Πίνδου. Πάντα πίστευα -και μπροστά μου αποδείχτηκε περίτρανα- στην αξία του απλού ανθρώπου – τον εμπιστευόμουν από μικρός. Ξέρω πως τούτος σήμερα περιορίστηκε -και αργοπεθαίνει- πέρα, ψηλά στην Πίνδο, μα εγώ τον είχα ξαναβιώσει εκεί στον μονότονο κάμπο των Λεχαινών, όταν αλαφιασμένος έτρεχε μέσα στη νύχτα, και στη βροχή, να σκεπάσει τη σταφίδα του. Η σήψη πάντα άρχεται από τα άκρα, μα εγώ πρόλαβα.
Οι κοντινοί σου άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι, ενδεχομένως και οι συμπατριώτες σου, πώς είδαν την επιλογή σου αυτή και την όλη σου διαδρομή σε αυτόν τον τομέα;
Δεν μπορώ να σου απαντήσω με βεβαιότητα σε αυτό. Τότε, σε μοναχική πορεία δοσμένος, δεν μπορούσα, ίσως και να μην ήθελα, να τους ακούσω – μπορεί να φοβόμουν και τις συμβουλές της Λογικής. Σήμερα στον όποιο έπαινο βλέπω και τυπικότητες.
Οι μάστοροι, αυτοί οι ποιητές της πέτρας, και εξαίσιοι λαϊκοί αρχιτέκτονες, πώς σε αντιμετώπισαν στο πλησίασμα που τους έκανες;
Όπως όλοι οι εκεί κάτοικοι – παραπέμπω σε όσα ήδη εκμυστηρεύτηκα. Εγώ τους αποκάλεσα και βέβαια τους θεωρώ ποιητές των τόξων. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, αν εστιάσουμε ειδικά στους γεφυράδες, αν και αγράμματοι, ανέτρεψαν τους νόμους της βαρύτητας, και όλα αυτά -ας μην το ξεχνάμε- στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα πιεστικής βιοτικής ανάγκης. Οι άλλοι, που σήμερα παραπλήθυναν, τους εκμεταλλεύτηκαν μεν, τους ενέταξαν στο περιθώριο δε.
Η διαδρομή σου περιέχει συγγραφή σειράς άρθρων σε ποικίλα έντυπα, εκδόσεις βιβλίων, διοργάνωση συνεδρίων κ.λ.π. Θέλεις να μιλήσεις για όλα αυτά, βάζοντάς τα σε μια χρονολογική σειρά;
Μετά την έκδοση των δύο πρώτων βιβλίων μου που προανέφερα, αφιερώθηκα αποκλειστικά στην έρευνα. Δεν ενέδωσα στους αρκετούς πειρασμούς που προέκυψαν, παρά μόνο σε έναν. Κυκλοφόρησα αρκετά αργότερα, το 2008, “Τα πέτρινα γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο”. Και ύστερα πάλι ταξίδια, μελέτη και συγγραφή. Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια συμμετείχα σε συνέδρια, έκανα μικρές δημοσιεύσεις σε περιφερειακά κυρίως έντυπα, έδινα διαλέξεις σε πολλές περιοχές. Ακόμη, μαζί με μερικούς φίλους, ιδρύσαμε το Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, στο οποίο είχα την τιμή να εκλεγώ πρόεδρος, διοργανώνοντας συνέδρια στη Στοά του Βιβλίου στην Αθήνα και εκδίδοντας τα πρακτικά τους – σημαντική συμβολή στον εμπλουτισμό της φτωχής βιβλιογραφίας για τα λαϊκά γεφύρια. Και τελικά, στις μέρες μας, είχα τη χαρά, την ηθική πες ικανοποίηση, να δω να εκδίδεται η “Γεφυρογραφία της Πίνδου” που περιλαμβάνει το σύνολο της πολύχρονης δουλειάς μου.
Στον σπουδαίο αγώνα σου βρήκες κάποια αρωγή από κάπου; Είτε από την επίσημη πολιτεία είτε από κάποιους επώνυμους, ιδιώτες ή φορείς;
Θα απαντήσω ξεκάθαρα πως όχι, χωρίς όμως κάποιο υπονοούμενο σε αυτό. Και το θεωρώ σε μεγάλο βαθμό φυσιολογικό. Εννοώ πως όταν χρειαζόμουν βοήθεια δεν με γνώριζε κανείς, γιατί λοιπόν να με εμπιστευτούν; Και όταν προέκυψαν απτά αποτελέσματα, δεν θα είχε πλέον νόημα η όποια τους βοήθεια. Και κάπως έτσι τα πράγματα κύλησαν όπως όλοι γνωρίζουμε να συμβαίνουν: ο Δον Κιχώτης προχωρούσε. Έχει όμως και τα καλά της αυτή η μοναχικότητα: όντας ελεύθερος, περιορίζεις τους συμβιβασμούς.
Ξέρω πως τέτοιου είδους διαδρομές γίνονται από «μοναχικούς καβαλάρηδες», αλλά αυτό δεν σε πτόησε κι ούτε σε εμπόδισε στο «να πάρουν τα όνειρά σου εκδίκηση». Έχεις ολοκληρώσει ένα πολύτομο και πολύτιμο ογκώδες έργο που έπρεπε να δει το φως της δημοσιότητας. Αλλά τέτοια έργα απαιτούν οικονομική συνδρομή για να εκδοθούν, καθότι οι ερευνητές είναι συνήθως πένητες. Υπ’ αυτήν την έννοια, «υιοθέτησε» το έργο σου η Περιφέρεια Ηπείρου, και ο περιφερειάρχης της κ. Αλέξανδρος Καχριμάνης (τον οποίο οφείλουμε δημόσια να επαινέσουμε γι’ αυτή του την χειρονομία), και νομίζω ότι σιγά σιγά φτάνει στην ολοκλήρωση της αυτή η τόσο σημαντική έρευνά σου. Θέλεις να μιλήσεις λιγάκι εκτενέστερα για το όλο έργο; Πόσοι τόμοι εκδόθηκαν, τι περιέχουν, ώστε να γίνουμε όλοι κοινωνοί της προσπάθειάς σου για διάσωση και διαφύλαξη ενός σπουδαίου «κεφαλαίου» του λαϊκού μας πολιτισμού;
Παραδέχομαι πως η χρηματοδότηση της “Γεφυρογραφίας” από την Περιφέρεια της Ηπείρου και προσωπικά τον κ. Καχριμάνη, ήρθε σε μια εποχή που είχα αρχίσει να αποδέχομαι την ιδέα πως όλα όσα πέτυχα θα παρέμεναν ανέκδοτα. Η οικονομική συγκυρία που επώδυνα βιώνουμε, και όχι μόνο, απέκλειε οποιαδήποτε άλλη λύση. Χαίρομαι όμως και για έναν πρόσθετο λόγο: για την προέλευση της χρηματοδότησης. Θέλω να το βλέπω και σαν μια “συνομιλία” με την Ήπειρο – τη σεβάστηκα, την ερωτεύτηκα, κοπίασα για αυτή, και εκείνη μού είπε “ευχαριστώ”.
Η “Γεφυρογραφία της Πίνδου και των όμορων περιοχών” συνιστά μια λαϊκή ηπειρώτικη τριλογία: μιλώ για τους μαστόρους δημιουργούς και ειδικά για τους γεφυράδες (Α΄ τόμος)∙ καταγράφω λεπτομερειακά τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια συμπεραίνοντας για τον ρυθμό τους (Β΄, Γ΄, Δ΄ τόμοι)∙ προσεγγίζω πολυδιάστατα τον θρύλο του γεφυριού της Άρτας (Ε΄ τόμος και μουσικό παράρτημα με δίσκο 125 ελληνικών παραλλαγών και βαλκανικών παράλληλων). Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να περιαυτολογήσω: κυριολεκτικά σκανάρισα τη Β.Δ. Ελλάδα και Ν. Αλβανία, αλλάζοντας συνεχώς όχθες.
Αν γινόταν σήμερα ένας κατακλυσμός, και σου έλεγαν ότι πρέπει να σωθεί κάποιο από τα πέτρινα γεφύρια (από τα εκατοντάδες που έχεις ανακαλύψει και μελετήσει), ποιο θα ήθελες να σωθεί, και για ποιον λόγο;
Δυστυχώς η ερώτησή σου δεν είναι υποθετική. Έγινε “κατακλυσμός” και χάθηκε το αγαπημένο μου γεφύρι – ήταν το γεφύρι της Πλάκας. Αλλά το γεγονός δεν με στενοχώρησε μόνο πολύ. Με εξόργισε περισσότερο. Γιατί ο Άραχθος, που του τα φόρτωσαν όλα, ήταν μεν ο φυσικός αυτουργός, αλλά ηθικός υπήρξε η αδιαφορία μέχρι δολιότητας των αρμοδίων. Πώς αλλιώς να εκφραστώ όταν, με δικαιολογία την κατασκευή ενός φράγματος λίγο κατάντι, οι καθ΄ ύλην κρατικοί αρμόδιοι να προστατεύσουν το ανακηρυγμένο από τους ίδιους μνημείο επιχειρηματολογούσαν λεκτικά υπέρ του φράγματος και εγκατέλειπαν πρακτικά το γεφύρι; Το κακό άργησε -25 χρόνια αντιστάθηκε το έρημο το γεφύρι-, στο τέλος υπέκυψε σιχτιρίζοντας την με σκοπιμότητες αδιαφορία μας. Ήρθε βέβαια η ανακατασκευή του για τον μετριασμό των τύψεων, αλλά σε μένα η πίκρα και ο θυμός παραμένουν. Γιατί το νέο δεν εμπεριέχει μνήμη, άρα δεν συνιστά μνημείο, και γιατί με τη μεγάλη δαπάνη που απαιτήθηκε θα μπορούσαν να σωθούν όχι λίγα γεφύρια καθαρά γνήσιας τεχνοτροπίας.
Μετά την ολοκλήρωση της πολύτομης έκδοσης από την Περιφέρεια Ηπείρου, τι σχεδιάζεις να κάνεις;
Να αποφορτιστώ από την ένταση της έκδοσης, που, ομολογουμένως, στις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε, με κούρασε πολύ. Κατά βάθος βέβαια ξέρω, πως τέτοιες ανάπαυλες κρατούν λίγο. Το εκ Λεχαινών “μικρόβιο” ποτέ δεν χορταίνει…
Ασχολείσαι και με την πεζογραφία (διηγήματα κ.λπ.) ή και την ποίηση, ή όχι;
Γιώργη, με τσιγκλάς. Ναι, ξεκουράζομαι με τέτοιες απόπειρες, μα παραείναι σοβαρή υπόθεση για να τις βάλω στόχο. Πάντως τέτοιες, έμμετρες διαφυγές, στα Λεχαινά πάλι με γυρίζουν. Φαίνεται πως, παρά τα μακρινά, με την Κίρκη πανταχού παρούσα ταξίδια μου, ο ομφάλιος λώρος παραμένει ισχυρός…
Θα σε παρακαλούσα να μας δώσεις τους στίχους από κάποιο δημοτικό τραγούδι για γεφύρι ή γεφύρια, από όποια περιοχή της χώρας μας ή από άλλη χώρα, το οποίο εσύ θεωρείς ότι έχει να μας «μιλήσει» και σήμερα.
Ο κόσμος φτιάνουν εκκλησιές –μωρέ ντερβέναγα
Φτιάνουν και μοναστήρια
Φτιάνουν και πετρογέφυρες
Φτιάνουν και πετρογέφυρες –μωρέ ντερβέναγα
Για να περνάει ο κόσμος
Για να περνούν μικρά παιδιά
Εσένα τα λέω ετούτα
Κι αν θέλεις άκουστα
Πάρε χαρτί και πένα
Και κάτσε γράψε τα
Με συγκινεί υπέρμετρα τούτο το τραγούδι, η αλληγορική του αναφορά στον άκαρδο “Ντερβέναγα” της ζωής μας, που με την τρομερή, αλλά και σοφή του γομολάστιχα ανανεώνει τον μαυροπίνακα για να περνούν συνεχώς μικρά παιδιά.
Πάντως εγώ έχω τη διαίσθηση -προσωπική η διαπίστωση- πως προσπάθησα, όσο μπορούσα, να πραγματοποιήσω την προτροπή του “ρεφραίν” τού εν λόγω τραγουδιού. Με το αζημίωτο φυσικά, γιατί έτσι… κράτησα τη ζωή μου.
Να κλείσουμε με μια από μέρους σου ευχή ή παρότρυνση προς τις νεότερες γενιές σε ότι αφορά στην μελέτη πτυχών ή τομέων του λαϊκού μας πολιτισμού; Σε τι πρέπει να εδράζεται αυτή η μελέτη, και πώς θα μπορούσε να πραγματωθεί;
Μα με τη γνώση του λαϊκού μας πολιτισμού, επαναλαμβάνω τη γνώση – αξίζει τον κόπο, ειδικά στις μέρες μας. Όχι βέβαια ως πρόταση επιστροφής, από τη φύση της συντηρητική έως γελοία. Αλλά ως αντίσταση σε κάθε είδους ταξίματα, που απομακρύνουν τον καθένα από τα δικά του “Λεχαινά”. Ποιο φυτό πρόκοψε χωρίς ρίζες; Το παραπάνω τραγούδι, ειδικά το ρεφραίν του, προτείνει – για τον λαϊκό πολιτισμό έχει πλήρη εφαρμογή. Όλα αυτά βέβαια, με την προϋπόθεση της ανιδιοτελούς προσφοράς. Αλλιώς γρήγορα θα εγκαταλείψεις.
Αγαπητέ μου φίλε Σπύρε, έχεις σταθερά την εκτίμησή μου και σου είμαι ευγνώμων που με τιμάς με τη φιλία σου. Ανήκεις στους σπουδαίους Έλληνες του καιρού μας, και χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Να συνεχίζεις με την ίδια δύναμη και θέληση στην πραγμάτωση των ωραίων οραμάτων σου. Σε ευχαριστώ για την όμορφη συζήτησή μας.
Και εγώ σε ευχαριστώ Γιώργη. Με τις ερωτήσεις σου με “ξεκλείδωσες”, πέτυχες να απαντήσω σαν να απευθυνόμουνα αποκλειστικά σε σένα. Ίσως συνέτειναν και τα τότε, τη δεκαετία του ΄80, “συνωμοτικά” μας νεανικά σχέδια. Τίποτα δεν πάει χαμένο…
————————–
[1]Αλλιώς : Στην πέρα πάντα στα Χανιά, στην μπάντα στο Ρεθύμνο
[2]Αλλιώς : Τσι ολημερνίς τη χτίζανε τσε κάθε αργά εχάλαν
[3]Αλλιώς : Πάρε μερτιά τα χνώτα μου, σφάκα τα λούλουδά μου
κι εσύ ξερο τα κύτερο τα πάρε τα μαλλιά μου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΤΑ
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΥΡΑΡΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΦΗΣ ΝΙΚΟΥ-ΓΙΩΛΤΖΟΓΛΟΥ