Γιώργος Σιώμος “Μέρες του Δεκέμβρη…”
Ο πεζογράφος Γιώργος Σιώμος καταγράφει στο fb του, σε φύλλα ημερών, τα συναισθήματα και τις σκέψεις ενός δύσκολου Δεκέμβρη, που απηχεί ποικίλους κραδασμούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και για τον καθένα φυσικά προσωπικούς…
2 Δεκεμβρίου στις 1:11 μ.μ. ·
Καταχνιά, ομίχλη κι ένα στρώμα παχιάς υγρασίας σέρνεται σαν αρρώστια έτοιμη να μολύνει τα πάντα. Μονάχα ο τρούλος της εκκλησίας διακρίνεται, το καμπαναριό κι ο τελευταίος όροφος μιας πολυκατοικίας.
Οι κορφές δυο πεύκων δεξιά κι αριστερά του τρούλου, καθώς κι ένα ελικόπτερο σταματημένο ψηλά, όπως σε φωτογραφία. Κάθε μέρα που περνάει όλο και θολώνει το τοπίο, πληθαίνουν οι μολυσμένοι από παλιά κατάρα ή από λέπρα, χολέρα, τύφο και πανούκλα.
3 Δεκεμβρίου στις 10:10 π.μ.
Δεν ήτανε λάθος. Ούτε αστοχία της στιγμής. Δεν ήταν κυνισμός, ούτε καν αναισθησία. Ήταν επιλογή.
“Θα αγοράζω τσουρέκια, όποτε θέλω. Θα κάνω ποδήλατο όποτε γουστάρω και θα φοράω μάσκα, όταν μου καπνίσει. Πάρτε το χαμπάρι. Γεννήθηκα, για να σας κυβερνήσω. Είμαι ο άρχοντας και είσαστε οι δούλοι. Είμαι ο πασάς και είστε οι ραγιάδες. Οι νόμοι που σχεδιάζω, είναι για σας, όχι για μένα. Εγώ είμαι ο ηγεμόνας. Έχω τους αυλικούς μου, τους τελάληδες, τους μυστικούς συμβούλους μου. Τα έχω όλα.
Εσείς έχετε μια ψήφο κι έναν μισθό. Την ψήφο σας την παίρνω όποια ώρα θέλω. Τον μισθό σας θα τον δίνω όποτε και σε όποιον επιθυμώ.
Επειδή είστε χοντροκέφαλοι, το ξαναλέω: Θα κάνω ό,τι θέλω και δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Και πού είστε: όσοι περισσότεροι πεθάνετε, τόσο το καλύτερο. Και κάτι τελευταίο. Δεν έχετε δει τίποτα ακόμη.
Φτύνω στα μούτρα σας”.
6 Δεκεμβρίου στις 5:24 μ.μ.
Τι άλλο να σου γράψω; Ομίχλη παντού. Στους λόφους, στις πλαγιές, στα ρέματα, στις χαράδρες, στα μυαλά και στις ψυχές μας.
Ομίχλη, συσκότιση και σκοτοδίνη. Γκρίνια, αβεβαιότητα και φόβος. Άλλους τους βρίσκει στο φτερό, άλλους στην καρδιά κι άλλους τους πιάνει απ’ το λαρύγγι. Τι άλλο να σου γράψω; Μόνο ένας κόκορας λαλεί κι ένας σκύλος γαβγίζει πότε πότε.
7 Δεκεμβρίου στις 5:07 μ.μ.
Τα βουνά έρχονται πιο κοντά, όταν παρεμβάλλονται ανάμεσά μας χαμηλά σύννεφα ή ομίχλη.
Σκύβουν τα κεφάλια τους και μας χαμογελούν πικρά, χειρονομούν σαν άνθρωποι, που δεν το χωράει ο νους τους και απορούν πώς έγινε κι αφήσαμε τεράστιες μηχανές να περιστρέφονται πάνω στην πλάτες τους. Μας οικτίρουν για την απρονοησία μας.
Στα σπλάχνα τους πυρακτώνονται αρχαία μέταλλα και κοχλάζουν αιώνια νερά.
Έχασαν τον ύπνο τους τα βουνά κι εμείς το έσχατο καταφύγιο για δύσκολους καιρούς.
8 Δεκεμβρίου στις 3:02 μ.μ.
Πάντα ζήλευα τους άνετους, τους ανέμελους, τους αμέριμνους, τους εννιά έχει ο μήνας, τους πέρα βρέχει, τους ωχ αδερφέ εγώ θα σώσω τον κόσμο; Γελαστοί, χαρούμενοι, σχεδόν ευτυχείς. Λες: τα παιδάκια στην Αφρική πεθαίνουν από την πείνα, σου συνιστούν ψυχραιμία. Ο πλανήτης κινδυνεύει από τα πυρηνικά και την κλιματική αλλαγή, πολύ απαισιόδοξο σε βλέπω. Εκατό πεθαίνουν κάθε μέρα, λες πάλι. Ξανά σου συνιστούν αισιοδοξία.
Ήθελα να ‘ ξερα, πόσο απέχει η αισιοδοξία από την αδιαφορία; πόσο απέχει από τη γαϊδουριά;
Όταν οι ανέμελοι γίνονται πολλοί, σου φορούν καπέλο έναν άλλον ανέμελο, που ρίχνει πάνω σου την δική του ευθύνη, ανεβαίνει στο ποδήλατο και πιάνει τα βουνά.
Πάντα είχα την περιέργεια να μάθω από τι σκατά υλικό είναι φτιαγμένοι αυτοί οι άνθρωποι;
10 Δεκεμβρίου στις 1:16 μ.μ.
Τα βελανίδια ή βαλάνια, όπως τα λέμε, έπεσαν από τα δέντρα. Δεν υπάρχουν γουρούνια ή άλλα ζωντανά να τα φάνε και με τον καιρό θα σαπίσουν.
Του χρόνου πάλι θα καρποφορήσουν τα δέντρα δίχως να εξετάζουν αν χρειάζεται κανείς τον καρπό τους. Μας διδάσκουν να κάνει ο καθείς αυτό για το οποίο ετάχθη, αδιαφορώντας για τη χρησιμότητα του αποτελέσματος.
Τα φύλλα των δέντρων έχουν απαλό καφέ χρώμα και δεν έχουν πέσει ακόμη, ενώ τα οπωροφόρα έχουν απογυμνωθεί εντελώς.
Όταν λέμε δέντρο, εδώ στα ημιορεινά 700 , 800 μέτρα υψόμετρο, εννοούμε τη βελανιδιά. Όπως στα πιο θερμά ελληνικά μέρη, ευλογημένο δέντρο είναι η ελιά, σε μας είναι η βελανιδιά. Υπάρχει σε αφθονία και σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα μεγέθη. Ξεκινάει ως θάμνος, γίνεται νεαρό δέντρο που το λέμε λουμάκι και γίνεται με τον καιρό δέντρο.
Οι παλιοί έπαιρναν τα ξύλα του για τη θέρμανση, τα κλωνάρια του με τα πράσινα φύλλα για κλαδαριές να τρώνε τα γιδοπρόβατα τον χειμώνα, που δεν θα βγαίνουν για βοσκή, δροσίζονταν το καλοκαίρι μετά τον κάματο στον παχύ του ίσκιο. Ακόμα και την κάσα τους του αποχωρισμού από τη ζωή, την έκαμναν από σανίδια του δέντρου.
Τα δέντρα, που ήταν κοντά στις εκκλησιές και στα νεκροταφεία, δεν τα πείραζαν. Έτσι τα κύτταρά τους δεν ανανεώνονταν και τα κλωνάρια που δεν τα έβλεπε ο ήλιος γέραζαν, ξεραίνονταν και σάπιζαν.
Το πιο μεγάλο, το πιο επιβλητικό, το πιο παλιό σε ηλικία δέντρο είναι κοντά στην εκκλησία, πάνω στο λόφο. Κοντά στα χίλια χρόνια. Ανακηρύχτηκε διατηρητέο της φύσης μνημείο. Σε ένα κλωνάρι του είναι κρεμασμένη η καμπάνα.
Πριν από δέκα χρόνια, μαζευτήκαμε εφτά οχτώ νομάτοι, για να αλλάξουμε την αλυσίδα της που είχε σφηνώσει στο κλωνάρι. Ανέβηκε ένας πάνω με μια τεράστια σκάλα, δέθηκε με την τριχιά για το κατέβασμα της καμπάνας κι άρχισε να λύνει την αλυσίδα. Οι υπόλοιποι ξαπλώσαμε στο χόρτο και κρατούσαμε σφιχτά το σχοινί, καθώς υπολογίζαμε ασήκωτο το βάρος της καμπάνας από τους θρύλους που είχαμε ακούσει μικροί.
Όταν ήρθε η ώρα του κατεβάσματος της καμπάνας ε οπ ε οπ, μας φάνηκε πως κατεβάζαμε ένα μαξιλάρι με φτερά χήνας. Είδαμε, έτος 1922, το όνομα του κατασκευαστή, υπολογίσαμε το βάρος 20, 30, το πολύ 40 κιλά και διαλύθηκαν μέσα μας με μιας όλοι οι μύθοι που είχαμε για την καμπάνα στα μυαλά μας.
13 Δεκεμβρίου στις 10:30 μ.μ
Οι μέρες είναι μικρές. Κι οι νύχτες φαίνονται μικρές. Ο χρόνος έχει συσταλεί. Ξυπνώ. Τραβώ τον ιμάντα να δω την καινούργια μέρα. Βρέχει, βγήκε ο ήλιος ή έχει ομίχλη; Πέφτει το ρολό του παραθυριού. Έσπασε ένα φύλλο του. Πάει η μέρα.
Μετακινώ το κρεβάτι, το ράδιο-πιάνω σταθμό- το κομοδίνο, τις κουρτίνες, τα κουρτινόξυλα. Σκάλα, πένσα, σφυρί, κατσαβίδια, τάκος, ξεκάρφωμα, κάτω το ρολό, πάνω ο ιμάντας, κάρφωμα. Τρισήμιση ώρες, μισή μέρα. Κρεβάτι, κομοδίνο στη θέση τους. Στο ράδιο ακούγεται η ίδια φωνή με αυτή της τηλεόρασης. Κρούσματα, θάνατοι, μελλοθάνατοι, εμβόλια, φάρμακα, γιατροί, καθηγητές γιατροί, επιστήμονες, αυθεντίες, πολιτικοί, αυθέντες, υπουργοί, απόψεις, εξυπνάδες, βρισιές, κατάρες, σύγχυση, ανασφάλεια, φόβος.
Δοκιμή. Κατεβάζω τον ιμάντα, ανεβαίνει το ρολό και βλέπω έξω απ’ το παράθυρο, στον δρόμο, να περνάει ένα τσούρμο ποδηλάτες. Πετάν τις σκούφιες τους, για μάσκα ούτε λόγος, στην εξοχή βρίσκονται, κάνουν ντόρο να τους προσέξουμε, φωτογραφίζονται με τους περαστικούς, με δυο λόγια το γλεντάνε.
Είναι χαρούμενοι, αμέριμνοι, ανέμελοι, προσπαθούν να μας διασκεδάσουν, μαρσάρουν, ποδηλατούν σαν ανεύθυνοι, άλλοι όρθιοι άλλοι καθιστοί, δίχως φρένα προς τον κατήφορο.