“Η οπτική του καλλιτέχνη: Συνάντηση με τον Τάσο Πρωτοψάλτου” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Ήρθε, για να μείνει. Και να επιμείνει. Αισθητοποιεί το καλλιτεχνικό του όραμα. Το μεταμορφώνει σε σκηνική δράση. Κύρια γνωρίσματα: η στέρεη παιδεία, ο δείκτης ευαισθησίας και η αιχμηρή ματιά. Συνάμα η πειθαρχία και η τόλμη, η διαρκής αναζήτηση και η ανανέωση. Το ρομαντικό παιχνίδισμα του φωτός με το σκότος, η ρωγμή στο κέλυφος και η εκρηκτική αναδίπλωση της φόρμας. Ο Τάσος Πρωτοψάλτου έχει άποψη, καταθέτει πρόταση, προβαίνει σε ετερόκλητους συγκερασμούς. Τολμά την εναλλακτική ανάγνωση, επιχειρεί τη μεταστοιχείωση του φορμαλισμού
Δραστήριος και αεικίνητος βρίσκεται τον τελευταίο καιρό σε πυρετώδη προετοιμασία για την παράσταση «Ανθισμένες ροδακινιές» που θα ανεβεί από τη ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Η πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τις 28 Φεβρουαρίου 2020 στο Χώρο Τεχνών. Πολύ ευγενικά και με εμπιστοσύνη με προσκάλεσε στο Εργαστήριό του, εκεί κοντά στην Κυριώτισσα, λίγο πριν ξεκινήσει τις πρόβες. Το ατελιέ ομόλογο προς την προσωπικότητα του δημιουργού. Κυριαρχεί η πολυσημία και η σύζευξη. Το περιβάλλον, όντας εκλεπτυσμένο, φέρει ευανάγνωστες σημειολογίες. Είναι θεατράλε. Παντρεύει αρμονικά την καβαφική Αλεξάνδρεια με το βερολινέζικο καμπαρέ, το μπαρόκ με την πολυτελή αυστηρότητα ενός οίκου υψηλής ραπτικής. Παντού υφάσματα, σχέδια, θεατρικά κοστούμια, ένας μεγάλος πάγκος εργασίας, μοτίβα, αξεσουάρ, λεπτομέρειες με νόημα… Παντού υπομνήσεις και αναφορές από όλες τις δουλειές του, τις πιο πρόσφατες και τις παλαιότερες. Παντού σκηνικά ρεάλια. Η ατμόσφαιρα επενδύεται μουσικά με Αλμπινόνι και Μοντεβέρντι, οπερατικές άριες και τζαζ πινελιές. Ο ίδιος, ένας σύγχρονος δανδής, είναι ντυμένος υποβλητικά στις αποχρώσεις του μπλε. Όμως ξέρει να υπογραμμίζει τη διαφορά. Φορά στο αριστερό πέτο – ακριβώς όπου και όπως πρέπει – ένα εντυπωσιακό κόσμημα με στοιχεία μπαρόκ, που θυμίζει οικόσημο, θυρεό ή κάτι αντίστοιχο. Το εικαστικό όλον πραγματεύεται καλλιτεχνική φύση. Την αποτυπώνει πειστικά. Βλέποντας τώρα αυτήν την ψιλόλιγνη εμβληματική φιγούρα, θυμάμαι ξανά το λεπτό εκείνο έφηβο με το ανήσυχο βλέμμα, όταν μαθητής ακόμη στο Λύκειο, όπου δίδασκα εκείνη την εποχή, ξεδίπλωνε σιωπηρά τα όνειρά του…
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο Πρωτοψάλτου εξελίχθηκε σημαντικά. Σήμερα είναι ακαδημαϊκός δάσκαλος. Διδάσκει στη Φλώρινα ως Επίκουρος Καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, επιβλέπει μεταπτυχιακές διατριβές, συμπράττει ενεργά στα δρώμενα της πόλης, παραμένει θιασώτης της εκάστοτε πρωτοπορίας. Εάν υπάρχει κυτταρική μνήμη, τότε στην περίπτωση του η ενασχόληση με την ενδυματολογία και τη σκηνογραφία φαίνεται εγγράψιμη στο DNA του. Η γιαγιά του ήταν μοδίστρα, εκείνα τα χρόνια τα πιο παλιά, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Η πατρική οικογένεια άλλωστε ήταν ανέκαθεν αμέριστος συμπαραστάτης σε όλες του τις φιλοδοξίες. Με λαμπρές σπουδές στη Φλωρεντία και μεταπτυχιακή έρευνα στην Τσινετσιτά, εκλεκτός μαθητής του Πιέρο Τόζι και του Φράνκο Τζεφιρέλι, η πορεία του φάνταζε προδιαγεγραμμένη. Σχεδόν μονόδρομος. Μιλώντας με τον Τάσο σήμερα, πρέπει να του αφήνεις ζωτικό χώρο και χρόνο να εκφραστεί. Δεν έχω την ιδιότητα ή την αρμοδιότητα του δημοσιογράφου. Δεν προτίθεμαι καν να αναλάβω τη σύνταξη μίας δομημένης συνέντευξης. Τουλάχιστον όχι εδώ, όχι τώρα. Από κάθε άποψη είναι προτιμότερο εν προκειμένω να ακούς προσεχτικά τον καλλιτέχνη.
Και μοιράστηκε, είναι η αλήθεια, πολλές σκέψεις, δόκιμους προβληματισμούς. Οι παρατηρήσεις του ενδελεχείς. Μιλήσαμε για την αγάπη του στο λυρικό θέατρο του μπαρόκ, όπως και για την όπερα – μπαλέτο στα έργα του Μολιέρου. Για τις κλασικές φόρμες και τους πειραματισμούς, την απλότητα και την εκζήτηση, τον αυστηρό επαγγελματισμό και τον αυθόρμητο – ενίοτε όμως και αυθαίρετο – ερασιτεχνισμό. Για τον Ευαγγελάτο, τον Τερζόπουλο, το Μιχαήλ Μαρμαρινό[1]. Για τη Λίλα ντε Νόμπιλις, τη φοβερή εκείνη ενδυματολόγο της Σκάλας του Μιλάνου, την εποχή που σκηνοθετούσε την Κάλλας σε θριαμβικές παραστάσεις. Για τις ξεχασμένες στοές στο κέντρο του Παρισιού, όπου ακόμη και σήμερα μπορεί να βρει κανείς αυθεντικά υφάσματα του 18ου και του 19ου αιώνα. Για τις μαγικές διαδρομές του ενδύματος και τις παγίδες της επανάληψης. Για το επικαιρικό αλλά και το διαχρονικό στη μόδα. Για όσα θα μπορούσαν να αποκληθούν ολισθήματα, ακόμη και ατοπήματα του στυλ. Για την επανάσταση της Κοκό Σανέλ, όταν με το περίφημο black dress, που πρότεινε κατά το Μεσοπόλεμο, έντυσε τη γυναίκα με ένα ρούχο για όλες τις ώρες. Αρκεί να εναλλάσσονταν έξυπνα τα αξεσουάρ[2]. Καθόλου τυχαία δεν πρότεινε το πλέον απλό, το «ραμμένο ένδυμα», ήτοι το ταγιέρ. Ή και το ανδρικό κοστούμι με λεπτομέρειες θηλυκότητας. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και τότε που ο Βιντάλ Σασούν πρότεινε την κόμμωση καρέ, δίνοντας στα γυναικεία μαλλιά σχήμα ευκολοχτένιστο, στο πρότυπο κουρέματος των ρωμαίων λεγεωνάριων. Προβαίνοντας σε μία παρατήρηση μακροϊστορική, αντιλαμβάνομαι τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών ως πρακτική αναγκαιότητα. Τις κατανοώ δηλαδή ως κοινωνικό συμφραζόμενο. Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η γυναίκα εισέρχεται στη διαδικασία παραγωγής. Μετέχει ενεργά στην αγορά εργασίας˙ ιδίως στα αστικά περιβάλλοντα. Οφείλει συνεπώς και ο ενδυματολογικός κώδικας να αναπροσαρμόζεται. Το ένδυμα πρέπει να είναι απλό, εύχρηστο, λειτουργικό. Και συνάμα κομψό.
Ασφαλώς όλα αυτά συνιστούν το περικείμενο: θεωρητικές εκφάνσεις και ιστορικές αιτιότητες. Άλλως πρόκειται για τα επιφαινόμενα. Η ουσία όμως βρίσκεται σε αυτό που διαπίστωσα κατά την επίσκεψή μου στο εργαστήριο εκείνο το απόγευμα. Ο δημιουργός αντιμετωπίζει το έργο του με πολλή αγάπη και μεράκι, με πάθος, πείσμα και επιμονή. Και κυρίως είδα δουλειά, πολλή δουλειά! Γι’ αυτό και δε θα πάει χαμένος. Αντιθέτως, όντας φιλόπονος, θα προκόψει κι άλλο. Με ξεναγούσε και τόνιζε κάθε λεπτομέρεια. Ό,τι σχεδιάζει επί χάρτου, το περνά απευθείας στην πράξη. Το βασανίζει. Το φιλοτεχνεί σημείο προς σημείο, κυριολεκτικά βελονιά – βελονιά. Άλλοτε διακοσμεί υποδήματα, άλλοτε σκηνογραφεί εκτεταμένες επιφάνειες. Μου εξηγεί πως κάθε κοστούμι είναι τελικά ένας αυτόνομος ρόλος. Στην τωρινή του παραγωγή με εντυπωσίασαν τα άνθη ροδακινιάς, που τοποθέτησε πάνω σε πραγματικά κλαδιά του δέντρου. Στόχος του να αποτελέσει το συγκεκριμένο σκηνικό οργανικό μέρος της συγκεκριμένης παράστασης. Να συσσωματωθεί ως δρώμενο στη σκηνική πράξη. Αν και το έργο θα παιχτεί σε ιταλική σκηνή εκτεταμένου βάθους, ευελπιστεί ότι θα δοθεί τελικά στο κοινό η δυνατότητα να συμπράξει στα επί σκηνής τεκταινόμενα. Ζητούμενο συνεπώς η διάδραση. Δε μένει παρά να του ευχηθούμε κάθε επιτυχία στο νέο αυτό εγχείρημα.
Φεύγοντας από το χώρο, συνειδητοποίησα ότι το μέλλον του δημιουργού προοιωνίζεται λαμπρό. Έχω την πεποίθηση, όχι απλώς την αίσθηση, ότι οσονούπω θα σταματήσει να είναι μόνο ανερχόμενος ή ελπιδοφόρος. Σύντομα θα είναι πλέον καθιερωμένος.
————————————————-
[1] Βλ. τώρα https://www.lifo.gr/guide/culturenews/i_was_there/270735/eida-tin-parastasi-kommotries-metapoliteysi-toy-mixail-marmarinoy?utm_medium=Social&utm_source=Facebook&fbclid=IwAR2R5vZBBtVo0pBMzZ6TmwgEW2t1e7KmWyLPQXIuliF_DEGoJxTAbEYN3rY#Echobox=1582225254
[2] Βλ. σχετικά Blance Payne, Geitel Winakor, Jane Farell – Beck (2009) «Ενδυματολογία – Ιστορία της ενδυμασίας», Εκδ. Ίων, Αθήνα. Η Σανέλ πρώτη απομάκρυνε τα βαρύγδουπα, πανάκριβα κοσμήματα από τη γυναικεία αισθητική. Μετασχημάτισε το ευτελές σε έργο τέχνης επιβάλλοντας τα φω μπιζού. Πρβλ. επίσης https://www.youtube.com/watch?v=isEnyrd2Moc και https://www.youtube.com/watch?v=hm6hQCI-wvs