Γράμματα & Τέχνες Περισσότερο διαβασμένα Συνεντευξεις

Οδυσσέας Γωνιάδης. Ένας ακούραστος εργάτης του πολιτισμού / συνέντευξη στη  Δήμητρα Σμυρνή

Χρόνια ολόκληρα ο Οδυσσέας Γωνιάδης ταυτίστηκε στην πόλη της Βέροιας με τον πολιτισμό, διευθύνοντας την Αντωνιάδεια Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Θύμιζε πάντα με τη σκληρή καθημερινή δουλειά του και την μόνιμη παρουσία του στο χώρο της – που ήταν στην ουσία το σπίτι του – όχι το διευθυντή, αλλά τον εργάτη που καμαρώνει το έργο του.

Τις περισσότερες φορές με την τραγιάσκα του, σήμα κατατεθέν και τώρα της φιγούρας του, με κείνο το ιδιαίτερο χαμόγελο να τρεμοπαίζει σχεδόν μόνιμα στην άκρη των χειλιών, Πόντιος αυθεντικός, πληθωρικός στα λόγια και τις κινήσεις του, πάντα με τον αέρα του καλλιτέχνη στο σανίδι και τη ζωή, έδεσε την προσωπική διαδρομή του με τη Βέροια και τον πολιτισμό της, όταν με τη Μεταπολίτευση η δίψα για πολιτισμό και διάλογο έφερε τη μεγάλη έκρηξη που γνωρίσαμε.

Ο Οδυσσέας Γωνιάδης, στο φυσικό του περιβάλλον, στη  Στέγη και στο Χώρο Τεχνών, μιλά στη faretra.info για το πρώτο του όνειρο, τη δημιουργία ενός θεάτρου στην πόλη, για την καλλιτεχνική του πορεία που ξεκίνησε στην Αθήνα και τον έφερε τελικά στη Βέροια να διευθύνει για χρόνια τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μιλά για τις ιδέες που γίνονταν πράξη μέσα σ’ ένα κλίμα πολιτιστικού οργασμού που έδενε πομπούς και δέκτες σ’ ένα δυναμικό σύνολο, για το Μακεδονικό Θέατρο, για το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης και τη σημασία του, για πρόσωπα που σφράγισαν με την προσφορά τους  την πολιτιστική πορεία της πόλης εκείνην την περίοδο.

Μια αφήγηση που αποδίδει από τη μια την πορεία της πόλης  στον πολιτισμό με την οπτική της ιστορικής καταγραφής κι από την άλλη με ζωντάνια τη διαδρομή μια ζωής που αφιερώθηκε στον πολιτισμό πιστεύοντας πως «πολιτισμός είναι η διάθεση να προωθήσεις τη συνεργασία, τον αλληλοσεβασμό, την αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα, ωφελώντας το σύνολο και το άτομο. Πολιτισμό δεν κάνουν οι πολιτικοί, κάνουν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι…»

………………….

Χώρος Τεχνών 2008

Υπήρξατε για πολλά χρόνια Διευθυντής της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, συνδέοντας τη ζωή σας με τον πολιτισμό στην πιο γόνιμη στιγμή του, αυτήν της Μεταπολίτευσης. Δεν γεννηθήκατε εδώ. Ποια διαδρομή και ποιοι στόχοι σάς έφεραν στη Βέροια;

Γεννήθηκα το 1934 στα Αλώνια της Πιερίας από πόντιους πρόσφυγες γονείς. Όμως από τα μικρά μου χρόνια έχω ζήσει τη Βέροια, γιατί είχα συγγενικούς δεσμούς με την πόλη από τη μητέρα μου, που καταγόταν από τη Μικρή Σάντα.

Είδα κινηματογράφο παιδί στους παλιούς κινηματογράφους της, το Πάνθεον και το Ζάππειο και είχα συνδέσει τη Βέροια με τη φιλοδοξία μου να στήσω κάποτε εδώ ένα επαγγελματικό θέατρο.

Πριν φτάσετε να κατακτήσετε το παιδικό όνειρο, κάνετε μια διαδρομή η οποία εμπεριέχει αθλητισμό και δουλειά καθημερινή σε φαρμακευτικό εργαστήριο αρχικά και υδραυλικές εγκαταστάσεις αργότερα. Πώς καταλήγετε στο θέατρο κι από κει σε μια διοικητική θέση στον πολιτισμό;

Αλεξάνδρεια 1961

Υπήρχε μια μικρή καλλιτεχνική σπίθα που άναψε στο Δημοτικό σε μια σχολική παράσταση, πράγμα που συμβαίνει σε πολλά παιδιά. Όμως στα γυμνασιακά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη ήμουν αθλητής στο βόλεϊ,  δρομέας στα 400 και 1000 μέτρα, και αργότερα ποδοσφαιριστής στον Άρη. Δεν σκεφτόμουν τότε το θέατρο.

Όταν κατέβηκα στην Αθήνα το ’61, κατέβηκα για ν’ ασχοληθώ με το τραγούδι, αυτή η επιθυμία γεννήθηκε εκείνην την εποχή μέσα μου. Εκεί, για να επιβιώσω, έπρεπε να βρω δουλειά. Εργάζομαι σε φαρμακευτικό εργαστήρι. Αποτυγχάνοντας στο τραγούδι -βέβαια είχα δραστηριότητα τραγουδώντας σε διάφορα μαγαζιά στην Πλάκα και στην Τρούμπα, καταλάβαινα όμως ότι δεν ήμουν αυτό που θα επιθυμούσα να γίνω-  γράφομαι στη Δραματική Σχολή του Κουνελάκη ξαναγυρνώντας στο αρχικό όνειρο του θεάτρου. Δουλειά το πρωί, θεατρικές σπουδές το βράδυ.

Τελειώνοντας τη Δραματική, το πρωί πάλι δουλειά και το βράδυ θέατρο,  παίζοντας σε θεατρικές παραστάσεις πια.

Η αλήθεια είναι πως το θέατρο με τρόμαζε με τις απαιτήσεις του. Χρειαζόταν πραγματική αφοσίωση αλλά και μελέτη. Χωρίς αυτά δεν μπορούσες να προχωρήσεις.

Ιούνιος 1971

Κάποτε ο Τάκης Μουζενίδης σε μια συνάντησή μας μου είπε «Ξέρεις τον Σαίξπηρ απέξω; Ξέρεις τους κλασικούς;» Με τρόμαξε πραγματικά! Ο Κουνελάκης όμως μ’ αγαπούσε και θεωρώ πως μου έμαθε βασικά πράγματα με τα οποία μπόρεσα να συνεχίσω ξεπερνώντας το φόβο μου.

Το ’73 ήρθα στη Βέροια και ζήτησα από τον τότε Δήμαρχο Τσαλέρα να μου δώσει έναν χώρο για να κάνω ένα θέατρο.

Ήθελα να κάνω θεατρικό χώρο το τζαμί, θα γινόταν το απόλυτα στρογγυλό θέατρο. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, αφού, όπως μου είπε, ανήκε στη Μητρόπολη. Μου πρότεινε όμως να έρθω να δω το χώρο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, που χτιζόταν τότε.

Είδαμε με τον Γιώργο τον Καλογήρου, που ήταν Διευθυντής των Υπηρεσιών του Δήμου τότε, τον χώρο της σκηνής, αν μπορεί να γίνει παράσταση. Και ο χώρος της σκηνής ήταν μικρός – πολύ αργότερα μεγάλωσε – αλλά και οι φωτισμοί ανεπαρκείς. Πήγα τα σχέδια του χώρου σε φωτιστές στην Αθήνα και έγιναν καινούρια σχέδια, που τα έφερα εδώ. Αυτά γίνονται στην εποχή της Δικτατορίας.

Σε παράσταση στο Ναύπλιο γνωρίζω τον γιατρό Γιάννη Γάλλο, που μετά τη Δικτατορία μού αναθέτει ως Δήμαρχος την ευθύνη για τα πολιτιστικά του Δήμου Καλλιθέας. Εκτιμούσε, όπως μου έδειξε, όχι μόνο την καλλιτεχνική μου παιδεία αλλά και την οργανωτική μου ικανότητα, που φάνηκε σε διάφορες προτάσεις μου και στην υλοποίησή τους.

Πιστεύω πως αυτή η εμπειρία στα πολιτιστικά του Δήμου Καλλιθέας με βοήθησε αργότερα και στην αντιμετώπιση ανάλογων ζητημάτων στη διεύθυνση της Στέγης. Αν δεν είχα αυτήν την εμπειρία, ίσως να μην τολμούσα να υποβάλω τα χαρτιά μου, ώστε να διεκδικήσω τη θέση στη Βέροια.

Αττική, Δήμος Καλλιθέας – Μάιος 1975

Πέφτοντας η Δικτατορία επανέρχεται στη Βέροια ο πρώην Δήμαρχος Τσελέπογλου και μιλώντας με το Συμβούλιο της Στέγης στο οποίο ήταν και ο δωρητής του οικοπέδου της ο Αντωνιάδης, ο Θόδωρος ο Πολυχρονιάδης, ο Θωμάς ο Βαφείδης και η Χαρούλα η Ουσουλτζόγλου – με την οποία η συνεργασία μου αργότερα στη θητεία της ως δημάρχου υπήρξε άψογη-  μου είπαν όλοι, με πρώτο τον Πολυχρονιάδη, να κάνω τα χαρτιά μου και να διεκδικήσω τη Διεύθυνση της Στέγης, που τότε είχε η Βούλα Χατζίκου. Το ’76 κάνω τα χαρτιά μου και προκρίνομαι. Επειδή όμως ήμουν ακόμα δεσμευμένος στο Δήμο της Καλλιθέας στην Αθήνα όπου ζούσα, ζητώ μια παράταση και την έχω. Αναλαμβάνω τη Διεύθυνση της Στέγης το 1977.

Είχα εξαιρετική συνεργασία με τον Διευθυντή του Δήμου, τον Γιώργο Καλογήρου και αργότερα με τον διάδοχό του τον Χρήστο Σκουμπόπουλο, καθώς η Στέγη ανήκε στο Δήμο της Βέροιας ως Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, μετά έγινε Ιδιωτικού Δικαίου.

Τσέχωφ “Αρκούδα” – Όμιλος Φίλων Θεάτρου Βέροιας 1977

Οι συνθήκες της Μεταπολίτευσης  επιζητούν έναν πολιτισμό ζωντανό και δυναμικό. Στο τιμόνι της Στέγης οδηγείτε τα πράγματα σε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Τα είδαμε εμείς οι νεότεροι, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχαμε αφήσει τα πανεπιστημιακά μας θρανία, να μας ικανοποιούν απόλυτα. Ποιες είναι οι καλύτερες στιγμές εκείνης της εποχής για σας;

Πρωταρχικό μου μέλημα η επαφή με τους μορφωτικούς συλλόγους του Νομού. Πήγαινα σε κάθε χωριό, για να επικοινωνήσω με δανεικό αυτοκίνητο -του φίλου μου του Γιάννη του Πέτκου, εγώ δεν είχα- πετυχαίνοντας την αναδιοργάνωση ακόμη και συλλόγων που ήταν υπό διάλυση.

Έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους σαν τον Στέλιο τον Σβαρνόπουλο, τον Γιάννη τον Σφηνίτσα, τον Θωμά τον Βαφείδη, τον Θόδωρο τον Πολυχρονιάδη, που στέκεται δίπλα μου βράχος και με κρατά σε συνεχή αναζήτηση και εγρήγορση. Ρωτάω, μαθαίνω, πιάνω τον σφυγμό της πόλης.

Με τον Θόδωρο Πολυχρονιάδη –  Νοέμβριος 2019

Ειδικά για τον Θόδωρο τον Πολυχρονιάδη έχω να πω, κάνοντας μια παρένθεση, πως ήταν ένας διαρκής μοχλός στα πολιτιστικά πράγματα της εποχής εκείνης, ένας άνθρωπος που έπρεπε να είναι δήμαρχος στη Βέροια για πολλά χρόνια, πράγμα που ποτέ δεν επεδίωξε. Ο Πολυχρονιάδης είναι ευτύχημα για τη Βέροια που γεννήθηκε εδώ. Είναι ό,τι καλύτερο συνάντησα στα χρόνια που ήμουν στη Στέγη. Ο άνθρωπος αυτός, άσχετα με τον χώρο που ψήφιζε, δεν ανήκε ποτέ σε κάποιον άλλο πολιτικό χώρο παρά μόνο στον χώρο της Βέροιας!  Είχε και έχει μια πλατιά πολιτιστική θεώρηση και καθόλου κομματική!

Σημαντικότατη θεωρώ την οργάνωση των «Ημαθιώτικων», που λειτούργησαν με μεγάλη επιτυχία. Πιστός στο πνεύμα ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω ντόπιες δυνάμεις, συνεργάζομαι πάντα άψογα με το ΔΣ και αποφασίζουμε να οργανωθούν τα «Ημαθιώτικα».

Την πρώτη χρονιά δεν συμμετέχουν πολλοί σύλλογοι, συμμετέχουν μόνο σύλλογοι της Βέροιας, τη δεύτερη συμμετέχουν τέσσερα χωριά, και στη συνέχεια φτάνουν στα 41. Προοδευτικά πολύ μεγάλη επιτυχία. Δεν σταμάτησα όμως, προκειμένου να έχω αυτήν τη συμμετοχή και το ενδιαφέρον, να πηγαίνω στα χωριά και να κρατώ την επαφή. Και τόση ήταν η επιτυχία, που χωριά και συνοικίες πήραν το πνεύμα και διοργάνωσαν αργότερα τα «Σταυριώτικα», τα «Προμηθιώτικα», τα «Καλλιθιώτικα»…

Ενεργοποίησα και το 10ο Δημοτικό Σχολείο με τη μικρή του σκηνή που φτιάξαμε, όπου κάναμε κι εκεί δραστηριότητες.

Οργανώνονται τα τμήματα της Στέγης, με προϋπάρχον το Κινηματογραφικό Τμήμα, που είχε ήδη μεγάλη απήχηση και δραστηριότητα, με 1000 μέλη και ενεργοποιημένο το Σύλλογο Φοιτητών που έκανε σοβαρή δουλειά.

Θυμάμαι έκαναν οι φοιτητές συνελεύσεις στο υπόγειο της Στέγης και μετά μέχρι που πήγαινα και σκούπιζα ο ίδιος, όταν τελείωναν! Χαλάλι τους όμως! Ήταν μια ενεργοποιημένη νεολαία, ένας δυναμικός σύλλογος που μακάρι να υπήρχε και τώρα.

Λειτουργεί ήδη το Δημοτικό Ωδείο και το Τμήμα Μπαλέτου, που έγινε με τον Φίλιππο τον Παναγιωτίδη, όταν ανέλαβε στο ΔΣ. Ο χώρος όμως δεν μας έφτανε. Προβλήματα καλλιτεχνικά συνυπάρχουν με πρακτικά και διοικητικά, στα οποία όμως βρίσκουμε λύσεις.   Αρχίζει να λειτουργεί σωστά το Χορευτικό Συγκρότημα της Στέγης, που τις βάσεις του έθεσε η Βούλα Χατζίκου.

Ο Βαφείδης ξεκινά Τμήμα Ζωγραφικής σε χώρο που του εξασφαλίζουμε και η Βούλα η Κώστογλου στήνει το Φωτογραφικό Τμήμα, αγοράζοντας μάλιστα μηχανές με δικά της χρήματα. Το Μπαλέτο προχωρεί και θέλω να βάλω και την κιθάρα στο Ωδείο, που διέθετε μόνο πιάνο και βιολί. Αρχικά ξεκίνησε ο Δημήτρης ο Σωτηρίου, ώσπου η Στέγη προσέλαβε καθηγητή κιθάρας, αφού επισημοποιήθηκε το τμήμα.

Εντωμεταξύ, θέλοντας να κάνω το Τμήμα Μπαλέτου επίσημη σχολή, ζητώ από τον Ντανιέλ Λομέλ, που βρίσκεται εκείνη την εποχή στο Κρατικό Θέατρο στη Θεσσαλονίκη, να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής στο Μπαλέτο της Στέγης με υπογραφή του. Αφού έρχεται και παρακολουθεί τα μαθήματά μας και τη σωστή λειτουργία μας, γίνεται το Τμήμα επίσημη σχολή.

Το  ‘83-’84, μιλώντας με τον Θεοφάνους, τον Διευθυντή του Δημοτικού Ωδείου, του ζητώ να επικοινωνήσω με τον Θόδωρο Αντωνίου και το καταφέρνω.

Ο μεγάλοι άνθρωποι, σε πνεύμα και σε ήθος, αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά πως είναι απλοί. Κατεβαίνω στην Αθήνα και του ζητώ να οργανώσουμε τις Μουσικές Εβδομάδες με  ξεχωριστούς κύκλους η κάθε μια, με στόχο να μείνει στον κόσμο η γνώση αλλά και η μουσική απόλαυση.

Πρώτη εβδομάδα αυτή για την Κλασική Μουσική, δεύτερη για τη μουσική στο Θέατρο και συνεχίζουμε…

Βέροια, Πλατεία Ελιάς – Ημαθιώτικα  1987

Όχι απλά δέχεται ο Αντωνίου αλλά με τον Γιώργο τον Κουρουπό, την Νίνα την Πατρικίδου, την Ντόρα την Μπακοπούλου, έρχονται όλοι στη Βέροια χωρίς αμοιβή, μόνο με τα έξοδά τους.

Είχε έρθει τότε η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και πέρα από τα ονόματα που προανέφερα, η Σόνια Θεοδωρίδου τραγούδησε Χατζιδάκι, Θεοδωράκη με τη Ντόρα Μπακοπούλου στο πιάνο. Στη «Μουσική για το Θέατρο» ήρθαν ηθοποιοί του ΚΘΒΕ να τραγουδήσουν τραγούδια του αντίστοιχου κύκλου.

Ο Αντωνίου μάλιστα, τη δεύτερη μέρα των εκδηλώσεων, μου ζητά να κοπούν  μικρά κομμάτια από ξύλο και σίδερο και με τον Κουρουπό τα μοιράζουν σε τάξη των παιδιών του 6ου Δημοτικού, σχηματίζοντας μ’ αυτά μια μικρή ορχήστρα που έβγαζε μουσική, όχι απλούς ήχους. Καθώς με βλέπει να έχω μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα και ικανοποιημένος κι αυτός από την ανταπόκριση των παιδιών, με ρωτά «Αύριο σε ποιο σχολείο θα πάμε; Πάμε σε κανένα χωριό;». Και πήγαμε. Αυτός ήταν ο Αντωνίου, ένας ιδιαίτερος καλλιτέχνης και άνθρωπος.

Και μια και μιλάμε για μεγάλα αναστήματα, πώς να ξεχάσει κανείς την περίπτωση Χατζιδάκι! Κατεβαίνουμε στην Αθήνα, εγώ, ο Πολυχρονιάδης και η Ειρήνη η Κοτρίδου, να συναντήσουμε το Χατζιδάκι. Τον συναντούμε στον «Μαγεμένο Αυλό», όπου συνήθιζε να τρώει και αφού ακούει την πρότασή μας να ανέβει στη Βέροια λέγοντας «κύριε Χατζιδάκι, γνωρίζουμε το ανάστημά σας που προϋποθέτει μεγάλη αμοιβή, αλλά δεν διαθέτουμε το ανάλογο ποσό», μάς λέει με το γνωστό του περιπαικτικό ύφος «Θα έρθω τζάμπα! Αλλά, αν δω γραβάτες στην πρώτη σειρά, να ξέρετε θα φύγω!»

Ήρθε και η Στέγη δεν άντεχε την κοσμοσυρροή. Όλες οι ηλικίες με τους φοιτητές πρώτους να πλημμυρίζουν ασφυκτικά το χώρο! Να προσπαθούμε ν΄ ανοίξουμε διάδρομο για να ανέβει τις σκάλες ο Χατζιδάκις. Θρίαμβος! Αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν αναστήματα μιας άλλης εποχής…

Αν πω ότι έφυγα πλούσιος από τη Στέγη είναι γιατί έκανα τα «Ημαθιώτικα», τις Μουσικές Εβδομάδες, τον Χατζιδάκι και τελευταίο άφησα το Λαϊκό Πανεπιστήμιο, που έγινε ένας εντυπωσιακός πυρήνας διαλόγου, καθώς συγκέντρωνε πολύ κόσμο που ερχόταν ν΄ ακούσει λαμπρές προσωπικότητες που φέρναμε χωρίς αμοιβή, κατεβαίνοντας στην Αθήνα. Ο κόσμος διψούσε για διακίνηση ιδεών, για διάλογο. Η Στέγη είχε γίνει μια πνευματική κυψέλη που συγκέντρωνε πολύ κόσμο και κόσμο ζωντανό.

Μιλώντας για κείνα τα χρόνια, από τα οποία μας χωρίζει απόσταση, και για τόσους ανθρώπους, που έκαναν τόσα πολλά, ίσως έκανα κάποιες παραλείψεις. Ας μου το συγχωρέσουν…

Βέροια. Με τις αδερφές Σόνια και Μαρία Θεοδωρίδου – Μάιος 1995

Συγκρίνοντας το τότε με το τώρα, πού υπολείπονται και πού υπερτερούν οι δύο εποχές στο θέμα του πολιτισμού;

Τότε η εποχή χαρακτηριζόταν από την ψυχολογία του κόσμου μετά τη Δικτατορία, που κυριολεκτικά διψούσε για πολιτισμό. Το κοινό δηλαδή ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο και ανήσυχο. Επιπλέον έγινε προσπάθεια να έρθουν από έξω προς τα μέσα τα χωριά στην πόλη με εκδηλώσεις τους, γενικά να πρωταγωνιστήσει ο ντόπιος πολιτισμός, πράγμα που σταμάτησε να γίνεται σήμερα.

Μας έπαιρναν από τα χωριά και ζητούσαν να τους φιλοξενήσουμε στη Στέγη. Η καρδιά του πολιτισμού χτυπούσε εδώ. Ήμασταν το πρώτο δημοτικό πολιτιστικό κέντρο της Επαρχίας. Συχνά το Υπουργείο μάς έπαιρνε και ζητούσε να μάθει για τις δράσεις μας.

Στις μέρες μας έχουμε πάρα πολλές εκδηλώσεις, υπάρχει μεγάλη προσφορά, κυριολεκτικά υπερπροσφορά, με κορυφαίες αυτές που γίνονται στο Χώρο Τεχνών, εκδηλώσεις που δεν είχαμε παλιά τη δυνατότητα να φιλοξενήσουμε.

Πιστεύω ότι η ανταπόκριση του κοινού κάνει τη διαφορά ανάμεσα στις δύο εποχές. Ο κόσμος σήμερα είναι περισσότερο ενημερωμένος και η συμμετοχή του στις εκδηλώσεις είναι μεγάλη, αλλά το πράγμα σταματά εκεί. Το κοινό παλιά ήταν πιο δυναμικό, πιο απαιτητικό, επεδίωκε να γίνουν πράγματα. Τότε διεκδικούσε, τώρα δέχεται ό,τι του δίνουν.  Δηλαδή ήταν το τότε σαν ένα μπαλόνι που φούσκωνε συνέχεια, ώσπου έσκασε! Ο κόσμος έρχεται, βλέπει, αλλά τώρα πια σαν ένας παθητικός δέκτης.

Βέροια, Μακεδονικό Θέατρο, Στέγη 1981 – Ανάγνωση του έργου “Η Δράκαινα”

Δημιουργείτε το Μακεδονικό Θέατρο, πραγματοποιώντας επιτέλους το παλιό σας όνειρο και για πρώτη φορά το Θέατρο βγαίνει και στα χωριά του Νομού. Πώς βιώσατε εκείνην την εμπειρία; Τι αποκομίσατε;

Ό,τι μπορεί να νιώσει κάποιος που είναι φτωχός και γίνεται πλούσιος! Η πρώτη μου φροντίδα με τη γέννηση του Μακεδονικού ήταν να οργανώσω το παιδικό θέατρο. Νομίζω πως ήμασταν το πρώτο επαρχιακό θέατρο που έκανε παιδικό. Το ΔΗΠΕΘΕ αργότερα έκανε παιδική σκηνή, δέκα χρόνια μετά τη λειτουργία του.

Είχαμε ήδη έναν θεατρικό σπινθήρα με τον Όμιλο Φίλων Θεάτρου. Την πρώτη χρονιά ήμουν μόνος, τη δεύτερη όμως πλαισιώθηκα από μέλη και γίναμε σύλλογος. Γράφονται αρχικά 14 άτομα, με πρώτους τον Παύλο τον Γεωργιάδη και τον Γιάννη τον Ταϊπλιάδη, που ανεπίσημα με στήριζαν και την πρώτη χρονιά. Μετά γινόμαστε πολύ περισσότεροι, με πρόεδρο τον Θόδωρο Καζαντζίδη την πρώτη χρονιά και τη δεύτερη τον Παντελή Καλαμάτα. Μέλη τον Θόδωρο τον Πολυχρονιάδη, τον Γιώργο τον Καλογήρου, τον Θωμά τον Βαφείδη, τον Φίλιππο τον Παναγιωτίδη, το Λάζαρο το Μαυρίδη και άλλους.

Στις πρώτες παραστάσεις μοιραστήκαμε ρόλους με τον Όμιλο. Με το «Τάβλι» πήγαμε και στο Φεστιβάλ Χαλκίδας με τον Φώτη Σιμόπουλο και τον Γιάννη Ταϊπλιάδη. Τα σκηνικά όχι μόνο τα σχεδίασα αλλά και τα κατασκεύασα ο ίδιος. Τα πάντα περνούσαν από το χέρι μου. Τότε, συνεργαστήκαμε και με τον Παύλο Κοντογιαννίδη, την Ελένη Γερασιμίδου και τη Σίσυ Αλατά.

Το σημαντικότερο που μου έμεινε από το Μακεδονικό είναι η αντίδραση του κοινού.  Πήγαμε σε χωριά που δεν πάτησε ποτέ θέατρο! Όταν πήγαμε στη Συκιά να δώσουμε μια παράσταση, η παράσταση ήταν η μισή μέσα στο καφενείο και η μισή έξω, επειδή δεν μας χωρούσε. Τότε περνάει ένας βοσκός με το κοπάδι του. Σφυρίζει να σταματήσει το κοπάδι κι αυτός κάθεται πάνω στη γκλίτσα του να παρακολουθήσει την παράσταση!

Και το μεγαλύτερο κέρδος ήταν η λάμψη στα μάτια των παιδιών, καθώς ήταν κυριολεκτικά καρφωμένα στη σκηνή!

Υπήρχε μια ομάδα μεγάλων που ήταν πιστοί στην ιδέα του Μακεδονικού και μ’ ακολουθούσαν παντού όπου πήγαινα, βοηθώντας στα σκηνικά και όπου αλλού χρειαζόταν. Τους ευχαρίστησα πολλές φορές γι’ αυτό.

Ο κόσμος όμως των μεγάλων γενικά  δεν μπορώ να πω πως ήταν ενθουσιασμένος. Πιστεύω πως δεν εμπιστευόταν την ντόπια δημιουργία. Επιπλέον ο Δήμος δεν μας στήριξε ως «Μακεδονικό», σε αντίθεση για παράδειγμα με το «Θεσσαλικό Θέατρο», που ήταν υπό την αιγίδα του Δήμου τους. Εγώ, όταν έπρεπε να πάρω κάποιους μη ντόπιους ηθοποιούς, τους πλήρωνα από τον μισθό μου.

Βέβαια, οφείλω να πω πως η Στέγη δεν είχε τότε την οικονομική δυνατότητα να σηκώσει και μία θεατρική σκηνή, πέρα από τα άλλα της βάρη. Υπήρξαν κάποιοι ντόπιοι χορηγοί δανείων και κάποια χρήματα πήραμε στη συνέχεια από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Εδώ, πρέπει να προσθέσω ολοκληρώνοντας πως νουνός του «Μακεδονικού ήταν ο τότε Νομάρχης Γιαννόπουλος, ένας ιδιαίτερα φιλότεχνος άνθρωπος. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί η πορεία αυτού του θεάτρου να ήταν δύσκολη, μου έδωσε όμως μεγάλη χαρά.

Ιδρύονται τα ΔΗΠΕΘΕ, θεσμός τον οποίο υποστηρίξατε με πάθος. Πόσο πιστεύετε πως ο θεσμός πέτυχε σε σχέση με τους αρχικούς στόχους που είχαν τεθεί για τα ΔΗΠΕΘΕ;

Στη διαδικασία του στησίματος των ΔΗΠΕΘΕ μπήκα από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα το παιχνίδι παίζονταν αρχικά μεταξύ Βέροιας και Κοζάνης, αλλά κέρδισε η Βέροια. Το ΔΗΠΕΘΕ της Κοζάνης έγινε μετά από 10 χρόνια. Το παιχνίδι κερδήθηκε, γιατί υπήρχε εδώ η υποδομή του Μακεδονικού. Αν δεν υπήρχε η υποδομή αλλά και ο χώρος ο ανάλογος, δεν θα το πετυχαίναμε. Βέβαια, παρενέβησαν και ο Γιάννης Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Βλαζάκης κι αυτό είναι προς τιμήν τους.

Εγώ παραμένω στη διεύθυνση της Στέγης, θέση στην οποία ο Δήμαρχος Ανδρέας Βλαζάκης θεωρεί ότι είμαι περισσότερο χρήσιμος.

Με τις αλλαγές όμως στους πολιτιστικούς οργανισμούς αναλαμβάνει με την  νέα προγραμματική σύμβαση τη διεύθυνση της Στέγης ο Γιάννης ο Καμπούρης, διαθέτοντας πτυχίο Πανεπιστημίου.

Εγώ, μετά από θητεία στο ΔΗΠΕΘΕ ως ηθοποιός και στη συνέχεια ηθοποιός στο Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης για 12 χρόνια, επιστρέφω στη Βέροια και μετά από τον Γιάννη Καραχισαρίδη, που πρόσφερε πολλά στο ΔΗΠΕΘΕ, αναλαμβάνω ως καλλιτεχνικός διευθυντής του το 2006.

Έχω, λοιπόν, άποψη για τα ΔΗΠΕΘΕ, γιατί εργάστηκα σ’ αυτά και ως ηθοποιός και ως διευθυντής κι έχω να πω πως είναι αυτά που δημιουργήσανε το σημερινό κοινό που είναι γνώστες του θεατρικού γίγνεσθαι, γιατί από παιδιά βλέπανε θεατρικές παραστάσεις. Αυτή ήταν η μεγάλη διαφορά του πριν και του μετά τα ΔΗΠΕΘΕ. Δημιουργήθηκε ευαίσθητο θεατρικό κοινό.

Τα ΔΗΠΕΘΕ κάνανε μια πολύ σοβαρή δουλειά. Οι παραγωγές τους ήταν κοντά στον κόσμο δεν ήταν… αφ΄υψηλού! Επιπλέον μην ξεχνάμε συνεργασίες του Καραχισαρίδη με το Κρατικό και τη Λυρική, που έφεραν άλλο αέρα. Άνοιξαν οι ορίζοντες, δημιουργώντας τις βάσεις για μικρότερες θεατρικές ομάδες, που τις βλέπουμε τώρα να ανθίζουν.

Ο Όμιλος Φίλων Θεάτρου ξαναζωντάνεψε, έκανε θεατρική ομάδα ο Προμηθέας, η Καλλιθέα, για να περάσουμε και στα θεατρικά εργαστήρια του ΔΗΠΕΘΕ, που έχουν τόσο έντονη παρουσία σήμερα. Αυτά τα τμήματα, Τμήματα Υποδομής όπως τα ονομάσαμε, έγιναν από μένα.

Να, η αίθουσα για τις πρόβες, που φτιάξαμε τότε, και στην οποία μιλάμε τώρα. Να οι αφίσες παραστάσεων εκείνης της εποχής, οι κούκλες με τις θεατρικές φορεσιές που δεσπόζουν στον πάνω όροφο του Χώρου Τεχνών! Έγιναν από μένα! Νομίζω πως δικαιούμαι να νοσταλγώ αλλά και να χαίρομαι με όσα έγιναν τότε…

Όταν έφυγα άφησα τα τμήματα με 60 μαθητές και τώρα έχουν ξεπεράσει τους 400! Χαίρομαι για τον σπόρο του τότε, αλλά χαίρομαι και γιατί – παρόλο που η βοήθεια που έχουν από το Υπουργείο, την Αντιπεριφέρεια και το Δήμο είναι μικρή – με μεγάλες θυσίες τα τμήματα όχι μόνο επιβιώνουν αλλά κάνουν και σημαντικές παραστάσεις.

Πέρα από τις διοικητικές θέσεις έχετε μια μακρά θητεία ως ηθοποιός στην Αθήνα, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και εδώ στη Βέροια. Εδώ μάλιστα σκηνοθετήσατε κιόλας. Από την εμπειρία σας στο σανίδι ποιες στιγμές θυμάστε έντονα;

Υπήρξα περισσότερο εμπειρικός σκηνοθέτης, με βάσεις μόνο από τον δάσκαλό μου τον Μιχάλη τον Κουνελάκη. Μια πραγματικά καλή δουλειά μου ήταν το ανέβασμα των «Βατράχων» του Αριστοφάνη και θεωρώ πως την επιτυχία της την οφείλω στον πολύ σημαντικό διασκευαστή τους, τον Γιάννη τον Καλαντζόπουλο. Θυμάμαι την απήχηση που είχαν στα παιδιά οι «Βάτραχοι». Ήταν ενθουσιασμένα!

Ως ηθοποιός θυμάμαι μια από τις  πρώτες μου θεατρικές δουλειές μετά τη Σχολή, την «Άφιξη του Καποδίστρια». Επιλογή του σκηνοθέτη να παίξω εγώ τον Καποδίστρια. Καθώς μπαίνω στην εκκλησία βγαίνει από το κοινό κάποιος θεατής και μου φιλά το χέρι με σεβασμό! Αυτό ήταν η τέλεια μέθεξη του θεατή. Εντυπωσιάστηκα.

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος 1995 – “Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων”

Αργότερα, που παίζω στη «Δίκη του Κολοκοτρώνη», ορμά ένας από το κοινό ανεμίζοντας κατά των διωκτών του Κολοκοτρώνη μια καρέκλα απειλητικά. Στιγμές που δείχνουν την επαφή του κοινού με το έργο αλλά και με τον ηθοποιό.

Άλλοτε πάλι μια μαντηλοφορούσα γυναίκα στην πρώτη σειρά σε παράσταση, πριν από την άφιξη της τηλεόρασης στα σπίτια μας, πάει να  με αγγίξει καθώς παίζω και λέει με θαυμασμό «καλέ, είναι ζωντανός!»

Μια πραγματικά ουσιαστική στιγμή της καριέρας μου ήταν ο ρόλος μου στο «Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα», όπου έζησα τα γεγονότα που μου αφηγήθηκαν οι πόντιοι πρόσφυγες γονείς μου, αυτήν τη φορά πάνω στο σανίδι.

Αλλά απ’ όλους τους ρόλους μου νομίζω πως θα διάλεγα τον μονόλογό μου στις «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ και το ρόλο μου στο «Τάβλι» του Κεχαΐδη. Ρόλοι πλούσιοι που μου πήγαιναν.

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος 2002 – Με τους συντελεστές της παράστασης “Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα”

Αν και έχετε κλείσει τα 85 σας χρόνια, εξακολουθείτε να διδάσκετε στο Τμήμα Θεατρικής Δημιουργίας στην ΚΕΠΑ της Αλεξάνδρειας. Ποιο είναι το μυστικό αυτής της αστείρευτης ζωντάνιας και δημιουργικής διάθεσης;

Το βασικό που μου έδωσε το Θέατρο είναι πως αν θέλεις ν’ ασχοληθείς μ’ αυτό ποτέ δεν πρέπει να πεις τη λέξη κουράστηκα. Όποιος αγάπησε το Θέατρο και δούλεψε σ’ αυτό ξέρει πως του δίδαξε «όσο αναπνέεις να δημιουργείς».

Όταν μάλιστα βλέπεις μαθητές σου να παίρνουν τη θέση σου και να λένε «είχα δάσκαλο αυτόν», τότε ολοκληρώνεσαι σαν δάσκαλος αλλά και σαν καλλιτέχνης.

Σ’ αυτήν την ομάδα της Αλεξάνδρειας, λοιπόν, όπου υπάρχουν μικρότεροι αλλά και πολλοί μεγαλύτεροι μαθητές, τους βλέπω όλους μ’ ανοιχτά πρόσωπα και με ανοιχτές καρδιές να έρχονται στο μάθημα κι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά.

Και κλείνοντας, τι είναι για σας το Θέατρο και τι είναι ο Πολιτισμός; Αυτές οι δύο λέξεις άλλωστε καθόρισαν τη ζωή σας.

Πολιτισμός είναι η διάθεση να προωθήσεις τη συνεργασία, τον αλληλοσεβασμό, την αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα, ωφελώντας το σύνολο και το άτομο. Πολιτισμό δεν κάνουν οι πολιτικοί, κάνουν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, σαν το Θόδωρο τον Πολυχρονιάδη, που νοιάζονται γι’ αυτόν και τον κάνουν στόχο της ζωής τους.

Όσο για το Θέατρο, αν δεν είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δίνει στον καθένα ζωή, καλλιτέχνες και θεατές, τότε δεν είναι Θέατρο.

Γιατί  κάνει κάποιος Θέατρο; Για να γνωρίσει τον άλλο του εαυτό. Αυτό, λοιπόν, διδάσκω ακόμη και τώρα. Το Θέατρο σε ελευθερώνει, ελευθερώνει το μυαλό και την ψυχή σου.

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Οδυσσέα Γωνιάδη

Σημείωση Φαρέτρας: Σχετικά σχόλια που έγιναν μετά τη συνέντευξη από αναγνώστες μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ

banner-article

Ροη ειδήσεων