Απόψεις Κοινωνία

“Επιβίωση μακριά από το “Survivor” βέβαιος θάνατος!” γράφει ο Γιώργος Παπαδημητρίου

 

Έτσι όπως είναι δομημένο πλέον το σύμπαν της μικρό-καθημερινότητάς μας, εμπλέκεσαι σε φαινόμενα και καταστάσεις σχεδόν ερήμην σου, σχεδόν άθελά σου, ακόμη κι αν έχεις ορκιστεί πεισματικά πως δεν πρόκειται να εμπλακείς. Η λεγόμενη επικαιρότητα της καθημερινότητας είναι ένα πλέγμα που σε εγκλωβίζει στον ιστό του, όχι επειδή τον έχει υφάνει περίτεχνα, αλλά επειδή -απλούστατα- ο ιστός έχει πλέον καταλάβει όλη τη διαθέσιμη επιφάνεια του γύρω χώρου. Πέντε πλέον νύχτες τη βδομάδα, το συλλογικό σύνθημα έχει δοθεί και τηρείται αυστηρό απουσιολόγιο που καταγράφει τους απόντες. Το “Survivor” έχει λάβει πλέον διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου.

Όχι ότι η ιστορία είναι καινούργια, πρωτάκουστη ή πρωτόγνωρη. Τα reality shows είχαν προκαλέσει και παλαιότερα πάταγο τόσο από άποψη τηλεθέασης όσο και από άποψη κοινωνικού αντίκτυπου. Όπως και πλείστες άλλες μόδες που κατέφθασαν αργοπορημένες στην ψωροκώσταινα, έτσι και τα ριάλιτι αγκαλιάστηκαν από ένα κοινό που λαχταρούσε να απολαύσει ένα αγαθό φτηνιάρικης απενοχοποίησης που έπεισε τον εαυτό του πως είχε στερηθεί.

Τα ριάλιτι, όπως και όλα τα talent shows που κατέκλυσαν (και εξακολουθούν να κατακλύζουν) την ελληνική τηλεόραση τα μετέπειτα χρόνια, δρούσαν και ως μία μορφή επικοινωνιακού λιπαντικού, σε μία κοινωνία που σταδιακά άρχισε να χάνει το πάθος και το ενδιαφέρον της για παλαιούς και ξεπερασμένους συνεκτικούς δεσμούς. Αυτού του είδους οι εκπομπές έφεραν κοντύτερα παρέες που δεν είχαν τι να κουβεντιάσουν, παρείχαν κοινό τόπο σε ανδρόγυνα που έλιωναν σιωπηρά μπροστά στην τηλεόραση, δημιούργησαν ένα νέο είδος αποχαύνωσης, πιο συμμετοχικής και διαδραστικής, πιο χαρωπής και χρωματιστής.

Τα ριάλιτι, όπως και τα talent shows, γνώρισαν μία περίοδο απότομης ακμής στην Ελλάδα, την οποία διαδέχτηκε μία εξίσου ακραιφνής κατρακύλα και παρακμή. Όταν ένα προϊόν καταναλώνεται τόσο μονομιάς και αδηφάγα, είναι λογικό να εμφανιστούν πολύ σύντομα τα πρώτα σημάδια κορεσμού. Η μόδα, ως συνήθως, κάνει κύκλους και ήταν βέβαιο πως τα συγκεκριμένα σόου θα εμφανίζονταν εκ νέου στον αφρό της τηλεθέασης. Οι συνθήκες, όμως, δεν είναι ίδιες, η ζωή και η καθημερινότητά μας έχουν αλλάξει κατά πολύ σε σχέση με τις αρχές της χιλιετίας, γεγονός που διαφοροποιεί τη δομή και την ταυτότητα αυτού του φαινόμενου, προσδίδοντάς του τις κραυγαλέες διαστάσεις που τείνει να λάβει.

Τα ριάλιτι στις αρχές των 00s παρείχαν ένα θέαμα πρωτογενούς υφής. Μία κιτς αρένα μικροαστικής αισθητικής που γαργαλούσε τα πιο ποταπά ένστικτα του τηλεθεατή, ο οποίος κατά βάθος ποθεί να βυθιστεί όλο περισσότερο σε ένα καθεστώς μηδενικής ενεργειακής στάθμης. Τούτο το “Survivor”, όπως και όλοι οι –πλείστων παραλλαγών- πρόγονοί του απενοχοποιούν μύχιες επιθυμίες υπεροχής και χλεύης ή ταύτισης και αυτό-εξιλέωσης, ανάλογα με το μετερίζι του καθενός. Ας κοροϊδέψουμε όλοι μαζί τους βλάκες, κατατάσσοντας τον εαυτό μας κάπου υψηλότερα, παρότι είμαστε καλωδιωμένοι στις οθόνες μας για να τους παρακολουθήσουμε ή ας νιώσουμε λιγότερο βαρετοί και συνηθισμένοι, αφότου αυτό που συναρπάζει όλη τη χώρα δεν διαφέρει και πολύ από τη δική μας αντίληψη και αισθητική των πραγμάτων.

Τα δεδομένα, όμως, έχουν πλέον διαφοροποιηθεί ραγδαία, προσθέτοντας νέες παράμετρους στο παιχνίδι. Το “Survivor” της εποχής μας οφείλει την ακόμη μεγαλύτερη δημοφιλία του στο δευτερογενές επίπεδο διάχυσης της εικόνας του. Όσο υψηλά κι αν είναι τα νούμερα τηλεθέασης, όσο χρόνο κι αν καταλαμβάνει στις ανούσιες κοινωνικές κουβεντούλες, το όλο ζουμί πλέον βρίσκεται στην αυτοματοποιημένη, τάχιστη και μηχανιστική αναπαραγωγή του αρχικού σήματος.

Κάθε βράδυ, τα σόσιαλ μίντια στήνουν έναν τρελό χορό, ένα ξέφρενο πάρτι, σχολιάζοντας και αναπλάθοντας τα απόλυτο κενό κοπανιστού αέρος που έχουν ήδη παρακολουθήσει εκατομμύρια τηλεθεατές στις οθόνες τους. Η διάδραση που επιτυγχάνεται είναι ακόμη πιο πλήρης, ακόμη πιο ισοπεδωτική. Ακόμη κι αν δεν παρακολουθείς το “Survivor”, ακόμη κι αν ανοίγεις σπανίως την τηλεόραση, είναι πολύ πιθανό να είσαι όλη μέρα online, να περνάς άπειρο χρόνο στα σόσιαλ μίντια. Ως εκ τούτου, δεν ξεφεύγεις με τίποτα από τις δαγκάνες του μαζικού φαινομένου. Δευτερευόντως, όλο το φορτίο που θέλει να απελευθερώσει ο τηλεθεατής, είτε από τη σκοπιά της ψευδαισθησιακής υπεροχής και υπεροψίας είτε από αυτή της ενθουσιώδους αλληλεγγύης απέναντι στη μετριότητα, βρίσκει διέξοδο μέσα από αμέτρητα γουρλωμένα και πρόθυμα μάτια.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα δευτέρου επιπέδου παράνοιας, κυοφορείται ένα σύστημα αδιανόητου παρασιτισμού, με αμέτρητα «ενημερωτικά» sites να έχουν μυριστεί αίμα και να έχουν βουτήξει στο ψαχνό. Το “Survivor” παρέχει την ιδανική αφορμή για ένα ατελείωτο, ανερυθρίαστο και ξεδιάντροπο clickbait, το οποίο ξεπλένεται στην Κολυμβήρθα του Σιλωάμ της απόλυτης μαζικότητας. Μία καθόλα κερδοσκοπική συμπεριφορά καμουφλάρεται κάτω από τον μανδύα του αναπόδραστου καθολικού φαινομένου. Μόνο που το φαινόμενο δεν είναι φυσικό, δεν προκύπτει από μόνο του και εξ ουρανού, ούτε είναι ανεπίδεκτο εξαιρέσεων. Και όποιος δεν παίζει πλέον το παιχνίδι της αναπαραγωγής του τίποτα και του κενού, κινδυνεύει να νιώσει βαθιά και διπλά μαλάκας. Και δεν καρπώνεται τα μετρήσιμα οφέλη και δεν λαμβάνει κάποια αναγνώριση περί αυτού. C’est la vie, που λένε και οι Γάλλοι.

typosthes

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ