“Το δεντράκι που δεν ήθελε να στολιστεί”(1) παραμύθι της Πόπης Φιρτινίδου
Μέρος Α’
Γεννήθηκα σε μιαν ακρούλα ενός μεγάλου χωραφιού στην πλαγιά ενός πολύ ψηλού βουνού.
Το χώμα σ’ εκείνη την άκρη δεν ήταν παχύ, ούτε αφράτο, ούτε το πότιζαν, ούτε το φρόντιζαν ρίχνοντας ή ψεκάζοντας κάθε δέκα μέρες ακριβώς όλα εκείνα τα χρωματιστά ζουμιά που κάνουν τα δέντρα καταπράσινα, φουντωτά και καμαρωτά και τα βοηθούν να σκίζουν τον ουρανό με την κορυφή τους. Ήταν, και δε ντρέπομαι να το πω, ο σκουπιδότοπος του χωραφιού. Κι αυτό γιατί στο πιο βορινό σημείο του χωραφιού το αφεντικό είχε χτίσει μια ξύλινη καμπίνα, κι εκεί φύλαγε τα εργαλεία του, τα χρωματιστά ζουμιά που σας είπα, αλλά και πολλά χαρτιά με πολυσύλλαβες λέξεις και μεγάλους αριθμούς. Εκεί οι εργάτες του, τρεις άντρες ψηλοί, δυνατοί και με φωνές τόσο βροντερές που νόμιζες πως ήταν πάντα θυμωμένοι, έβαζαν κι έβγαζαν τα ρούχα της δουλειάς κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Εκεί και η γεωπόνος, μια άχαρη ψηλόλιγνη κοπέλα με φωνή πιο ενοχλητική κι από την κιμωλία που γλιστράει πάνω σε πίνακα, έγραφε για ώρα σε ένα μεγάλο βιβλίο και μετά έβαζε από κάτω σφραγίδες και την υπογραφή της φαρδιά πλατιά. Εκεί και το αφεντικό έπινε τον καφέ του καμιά φορά και το κρασί του κανδυό φορές. Εκεί μπαινόβγαιναν άνθρωποι, με άλλα λόγια. Κι όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν και σκουπίδια.
Εκεί, λοιπόν, πίσω από την ξύλινη καμπίνα, όλοι αυτοί πετούσαν ό,τι τους περίσσευε: καρέκλες με τρία πόδια, άδεια πλαστικά μπουκάλια, κομμένους σωλήνες, τσουγκράνες ξεδοντιασμένες, σπασμένα τζάμια, παλιά μελανοδοχεία, ρούχα με τρύπες πιο πολλές απ’ αυτές που έχει το κεφαλοτύρι, ξεσολιασμένες αρβύλες, κουμπιά παράταιρα και σκουριασμένα σίδερα. Μια φορά το χρόνο, κάπου προς το τέλος του καλοκαιριού, οι πόρτες της περίφραξης άνοιγαν κι ένα μεγάλο φορτηγό έμπαινε ξεφυσώντας στο ανηφορικό χωράφι. Η καρότσα του ήταν γεμάτη χώμα, κι όταν ο οδηγός την σήκωνε ψηλά, αυτό κυλούσε έξω και σχημάτιζε ένα ζεστό και μοσχοβολιστό βουναλάκι, κι αμέσως οι εργάτες με μαύρες πλαστικές μπότες ως το γόνατο και μακριές σκούρες πράσινες ποδιές το φόρτωναν λίγο λίγο στα καροτσάκια τους και συμπλήρωναν όσο χώμα είχε πάρει ο αέρας ή είχε παρασύρει η βροχή μέσα στους δώδεκα μήνες που είχε να φανεί το μεγάλο αμάξι. Η καφετιά μάζα αγκάλιαζε τους κορμούς των δέντρων του χωραφιού σαν ζεστό κασκόλ και θα τα βοηθούσε να βγάλουν τον παγωμένο χειμώνα. Μετά οι ίδιοι εργάτες φόρτωναν στην καρότσα τα σκουπίδια που είχαν γίνει ένα βρόμικο λοφάκι στην ακρούλα του κήπου και το φορτηγό κατέβαινε την πλαγιά ξεφυσώντας ξανά.
Μια τέτοια καλοκαιρινή μέρα, ο αέρας έκλεψε ένα σποράκι και το ακούμπησε πάνω σε λίγο χώμα φτωχό, τόσο φτωχό που θα ’λεγε κανείς πως τίποτα δεν θα μπορούσε να θρέψει ποτέ. Μα εκεί ακριβώς έγινε το σπιτάκι μου, γιατί δυο μέρες μετά το αφεντικό πέταξε με δύναμη ένα πατίνι δίπλα στο σποράκι αυτό. Ένα πατίνι τόσο ξεχαρβαλωμένο, που αν κάποιος το καβαλούσε, ήταν σαν να έκλεινε ραντεβού με τα καρούμπαλα, τους επιδέσμους και την χοντρή νοσοκόμα του χωριού που ήταν πολύ καλή κι αλαφροχέρα, μα κι άλλο τόσο αυστηρή, και μάλωνε τα παιδιά που προτιμούσαν ν’ ανεβοκατεβαίνουν στα δέντρα σαν γατιά αντί να κάθονται ήσυχα ήσυχα στο καφενείο να βλέπουν τους παππούδες τους να παίζουν χαρτιά. Το ξύλο του πατινιού πρέπει κάποτε να ήταν κόκκινο και στο τιμόνι του έχασκε ένα στρογγυλό πράγμα που παλιότερα θα ήταν γυαλιστερό, μα τώρα είχε θαμπώσει, και μάλλον ήταν ό,τι είχε περισσέψει από το κουδουνάκι του. Με άλλα λόγια, όλο και θα ’χε ζήσει κάποιες πολύ σπουδαίες στιγμές αυτό το πατίνι, μα τώρα η θέση του ήταν μόνο στα βρωμοσκούπιδα.
- Μεγάλωσες πια! Τι το θέλεις το παλιοπατίνι; Πιάσε να διαβάσεις. Κι αν τα γράμματα δε σου αρέσουν, πιάσε να φροντίσεις τα δέντρα. Μια μέρα όλα αυτά που βλέπεις θα είναι δικά σου.
Γιατί έτσι είναι: μια βόλτα που για ένα παιδάκι είναι ολόκληρος κόσμος, δηλαδή χρώματα, σχήματα, πράγματα, άνθρωποι και μυρωδιές που κρύβονται και φανερώνονται ξανά καθώς οι τροχοί γυρίζουν, για έναν μεγάλο είναι μόνο ένα παλιό ξεθωριασμένο ξύλο για πέταμα. Όμως αυτό το παλιοξύλο με προστάτεψε από την παγωνιά τους πρώτους μήνες της ζωής μου κι έτσι ο κρύος αέρας δε με πήρε μαζί του, αλλά ούτε η βροχή με παρέσυρε μακριά. Αντίθετα, το νερό της βοήθησε την πρώτη ριζούλα να βγει, να συρθεί προς το χώμα, να γαντζωθεί και ν’ αρχίσει να τρέφεται.
Μετά πέρασε κάμποσος καιρός, ξανάρθε το καλοκαίρι και το σχολειό έκλεισε και πάλι.
Το αγόρι είχε ψηλώσει αρκετά, αλλά κι εγώ, όσο να πεις, ήμουν ήδη κάμποσο. Πώς τον έφεραν μια μέρα τα βήματά του στην ακρούλα όπου είχα ριζώσει, καθόλου δεν το κατάλαβε. Όμως το πράσινο βλασταράκι που είχε ξεμυτίσει από το χώμα και πρόβαλε ανάμεσα στα σκουπίδια, εμένα δηλαδή, αυτό σίγουρα το πρόσεξε και με το παραπάνω. Και μου μίλησε.
- Από πού ξεφύτρωσες εσύ; Πότε έβγαλες τη μυτούλα σου και κανείς δεν σε πήρε μυρωδιά;
Με είδε που ήμουν διψασμένο και γρήγορα έτρεξε κι έφερε νερό. Το έριξε στα ποδαράκια μου που το ρούφηξαν άπληστα. Το αγόρι ξαναπήγε στην μικρή καμπίνα, έφερε κι άλλο νερό και άρχισε να ξεπλένει τα φύλλα μου με τα μικρά χεράκια του. Ποτέ ανθρώπινο χέρι δεν με είχε αγγίξει κι ανατρίχιασα από χαρά. Η σκόνη που με σκέπαζε έπεσε στο χώμα και τα κλαδάκια μου, πιο πράσινα από ποτέ, τινάχτηκαν προς το μέρος του για να τον ευχαριστήσουν. Τα μάτια του παιδιού στρογγυλά σαν φανάρια ποδηλάτου και γουρλωμένα από την έκπληξη έλαμψαν, ενώ μια φωνούλα ξέφυγε από το χειλάκια του:
- Ας λένε πως τα δέντρα δεν μιλούν. Μα τις χίλιες γομολάστιχες, θα έπαιρνα όρκο πως αυτό το δεντράκι κάτι θέλει να μου πει.
Το αγόρι ερχόταν κάθε μέρα εκείνου του καλοκαιριού να με φροντίσει, κι εγώ αντιχαιρετούσα με τα μικρούτσικα κλαδιά μου που χόρευαν ξεμυαλισμένα στον παλμό του βουνίσιου ανέμου μέχρι να έρθει το βράδυ, το παιδί να φύγει κι εγώ να κατεβάσω το κεφαλάκι μου σαν να ’θελα να κοιμηθώ.
Κάποιο απόγευμα, ένας από τους εργάτες πρόσεξε το αγόρι που μ’ ένα ποτιστήρι πιο βαρύ από δέκα σάκες σχολικές ανέβαινε προς την βορινή ακρούλα του χωραφιού για το ραντεβουδάκι μας και το ακολούθησε. Την στιγμή που η πρώτη σταγόνα από το νεράκι ακουμπούσε τα ποδαράκια μου ακούστηκε η βροντερή φωνή του, κοροϊδευτική.
- Τι το θες αυτό το παράσιτο και το φροντίζεις; Ξερίζωσέ το να μην πιάνει τόπο!
Η επόμενη σταγόνα που έπεσε στα ποδαράκια μου μού φάνηκε αλλιώτικη. Δεν είχα ξαναδοκιμάσει τέτοιο νερό, αλμυρό. Έβγαινε από τα μάτια του λυπημένου μου φίλου που έδειχνε πιο μικρός από ποτέ. Τα κλαδάκια μου άλλα κούρνιασαν φοβισμένα κι άλλα τεντώθηκαν οργισμένα και ετοιμοπόλεμα προς το μέρος του εργάτη, σαν να ήθελαν να τον λογχίσουν. Κι εκεί που παρακολουθούσα τα μισά κλαδιά μου να μαλώνουν με τ’ άλλα μισά, ακούστηκε η φωνή του αγοριού.
- Δεν το ξεριζώνω. Είναι φίλος μου.
- Φίλος σου αυτό το ζιζάνιο; Αυτή η μισοριξιά; Πώς γίνεται αυτό; Τι μπορεί να κάνει ένα δέντρο για σένα;
- Μου μιλάει, απάντησε το αγόρι.
Το Β’ μέρος του παραμυθιού μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ