Λογοτεχνία

“Το δεντράκι που δεν ήθελε να στολιστεί” (2) παραμύθι της Πόπης Φιρτινίδου

Πόπη Φιρτινίδου

Μέρος Β’

Πέρασαν χρόνια. Μπορεί και πολλά.

Το αγόρι είχε παλέψει σκληρά και είχε κερδίσει το δικαίωμα να έρχεται να με φροντίζει χωρίς κανείς να το κοροϊδεύει. Κανείς δεν τον ορμήνευε πια να με ξεριζώσει, κι ούτε κανένας του έλεγε πως δεν είμαι παρά ένα ζιζάνιο, μια άχρηστη ρίζα που δεν αξίζει ούτε το λίγο νεράκι που πίνει. Κι ούτε πετούσαν πάνω μου ό,τι τους ήταν άχρηστο. Χάρη στην πάλη του αυτή κατάφερα κι εγώ να γίνω αυτό το κοτζάμ δέντρο που είμαι και μπορώ να σας μιλώ. Γιατί όπως το παιδί με αφουγκραζόταν και ήξερε πάντα τι χρειάζομαι, έτσι κι εγώ έμαθα να μιλώ τη γλώσσα του, δηλαδή τη δική σας γλώσσα.

Είχε ψηλώσει, οι πλάτες του είχαν φαρδύνει και η φωνή του έμοιαζε όλο και περισσότερο με τη φωνή του άντρα που θα γινόταν πολύ σύντομα. Με άλλα λόγια πολλά είχαν αλλάξει πάνω του. Όμως κι εγώ δεν πήγαινα πίσω! Ήμουν πια ένα κανονικό δέντρο, φουντωτό δεν θα μ’ έλεγε κανείς, και ήμουν πάντα κάπως χλωμό, μα είχα ριζώσει τόσο καλά, που δεν μπορούσες να με κουνήσεις ακόμα κι αν μ’ έσπρωχνες με όλα τα παιδιά όλων των τάξεων πέντε δημοτικών σχολειών. Γι’ αυτό δεν χρειαζόταν πια να με ποτίζει το αγόρι κάθε μέρα, αφού οι ρίζες μου ήταν δυνατές, έσκιζαν το φτωχό χώμα που ήταν το σπίτι μου και έφταναν πολύ βαθιά, μέχρι τα πεντακάθαρα νερά που έτρεχαν μέσα στα σπλάχνα του βουνού.

Μα όπως συμβαίνει στους ανθρώπους, έτσι και στα δέντρα σαν κι εμένα, το να μεγαλώνεις μπορεί να σημαίνει πως γίνεσαι πιο δυνατό και πιο όμορφο, δεν σημαίνει όμως πως γίνεσαι πιο ξέγνοιαστο και πιο χαρούμενο, γιατί –όπως σίγουρα ξέρετε πολύ καλά- ο ήλιος δεν έρχεται κάθε πρωί μόνο για να φωτίσει τα χαμογελαστά σας πρόσωπα ή τα ευθυτενή κλαδιά μου. Καθώς το ξύλινο κορμί μου μάκραινε και τεντωνόταν, έβλεπα όλο και πιο μακριά. Μέχρι κάτω στους πρόποδες του βουνού μπορούσα να δω. Ζώα που περπατούσαν, άλλα που σέρνονταν, και άλλα που πετούσαν, κι ακόμα αγριολούλουδα, χρωματιστά πετραδάκια αλλά και τα ρυάκια που τα έπλεναν. Τίποτα δεν μου ξέφευγε.

Και βέβαια δεν μου ξέφευγε η ζωή του χωραφιού. Την παρακολουθούσα απ’ τη γωνιά μου και το μυαλό μου, που μόνο ξύλινο δεν είναι, έκανε σκέψεις πρωτόγνωρες. Έβλεπα τα δέντρα που παλιότερα τα ζήλευα γιατί είχαν άφθονο καθαρό νερό, χώμα που τα ζέσταινε, και κάθε λογής φροντίδα, να στέκονται στη σειρά τακτοποιημένα και παραταγμένα με μια τάξη που είναι άγνωστη στα ελεύθερα δέντρα του βουνού. Δεν είχαν φανταχτερά  κουμπιά, ούτε καπέλα με λοφία, ούτε και άρβυλα γυαλισμένα σαν καθρέφτες, μα εμένα μου φαίνονταν άλλα ίδια με στρατιώτες σε παρέλαση, κι άλλα ίδια με βαθμοφόρους γαλονάτους. Σε μια πλευρά ήταν μαζεμένα τα κοντύτερα, τα πιο χλωρά, αλλού τα μεσαία που είχαν κάμποσο σκουρύνει, και αλλού αυτά που ήταν πιο ψηλά, πιο φουντωτά και βαθυπράσινα. Ανάμεσά τους πήγαιναν κι ερχόντουσαν οι εργάτες κάνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο, βιαστικοί και ταμαχιάρηδες χωρίς ποτέ να τους μιλούν, χωρίς ποτέ να απλώνουν το χέρι τους προς το μέρος τους παρά μόνο για να πάρουν ένα φυλλαράκι που είχε κιτρινίσει (τι θράσος αλήθεια!) και χαλούσε την εικόνα του ουλαμού σαν ορθογραφικό λάθος. Αυτή η συμμετρία που βασίλευε στο χωράφι μού έδινε στα νεύρα, και πια δεν ζήλευα, δεν ζήλευα καθόλου. Αυτά είχαν τα χρωματιστά μαντζούνια και τα καφετιά κασκόλ, αλλά εγώ είχα τον φίλο μου και τις κρυφοκουβέντες μας.

Κάποια χρονιά, όταν το κρύο είχε πια σφίξει και οι μέρες είχαν μικρύνει πολύ, ένα πρωινό άκουσα έναν θόρυβο παράξενο. Τεντώθηκα στις μύτες απ’ τις ρίζες μου και είδα τις πόρτες της περίφραξης να ανοίγουν κι ένα αυτοκίνητο να μπαίνει φορτσάτο στο χωράφι.  Από μέσα του βγήκαν κάποιοι άνθρωποι που δεν είχα ξαναδεί, από κοντά και το αφεντικό, και τσουπ! απ’ την καμπίνα κουνιστή και λυγιστή τούς συνάντησε η μακρόστενη γεωπόνος με την στριγκή φωνή. Τις επόμενες μέρες συχνά – πυκνά επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή με άλλα αυτοκίνητα και διαφορετικούς ανθρώπους. Όλοι χουχούλιαζαν τα χέρια τους, πήγαιναν κι έρχονταν μέσα στα δέντρα, έδειχναν με το δάχτυλο, μετρούσαν, κοιτούσαν λοξά προς τη μιαν άκρη του χωραφιού, μετά προς την άλλη, έπιαναν κι έτριβαν το πηγούνι τους, κουνούσαν το κεφάλι άλλοτε επιδοκιμαστικά, άλλοτε όχι. Κάποιοι απ’ αυτούς έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν, μα κάποιοι άλλοι ήρθαν δυο και τρεις φορές, στο τέλος έδωσαν τα χέρια με το αφεντικό, σήκωσαν τα πέτα απ’ τα παλτά τους κι έφυγαν βιαστικά. Χωρίς να θαυμάσουν τα δέντρα, χωρίς να τα χαϊδέψουν, και βεβαίως χωρίς να τους μιλήσουν.

Δεν πρόλαβαν να φύγουν οι κούρσες με τους αγοραστές με τα τεντωμένα δάχτυλα, κι έφτασαν κάτι φορτηγά και μαζί, σαν άρματα μάχης, τα τεράστια πριόνια που κουβαλούσαν. Σε μια στιγμή μέσα ούρλιαξαν οι λάμες τους, και συνέχισαν να ουρλιάζουν ασταμάτητες, να ουρλιάζουν τόσο πολύ, που τα πουλιά σ’ όλο το βουνό σταμάτησαν το τραγούδι, τα ζώα έτρεχαν αλαφιασμένα εδώ κι εκεί, όπως τρέχουν οι άνθρωποι όταν τους κυνηγάει ο πόλεμος. Ακόμα κι ο βουνίσιος αέρας σιώπησε μπροστά σ’ αυτό που γινόταν. Μέχρι να νυχτώσει δυο ή τρεις φορές, τα δέντρα με όλη την δροσερή ομορφιά τους είχαν πέσει κάτω, και οι εργάτες, άλλοτε αμίλητοι κι άλλοτε σφυρίζοντας κάποιο τραγούδι της μόδας, ένα ένα τα έδεσαν γερά και τα τράβηξαν πάνω στην καρότσα του φορτηγού που είχε φτάσει στο χωράφι άδεια και κρύα κι έφευγε γεμάτη, μα ακόμα πιο κρύα.

Από την ακρούλα μου παρακολουθούσα όλο απορία τα κομμένα δέντρα, ξαπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο, να απομακρύνονται κατεβαίνοντας τον φιδογυριστό δρόμο. Δεν θα τα ξανάβλεπα ποτέ. Με τη δύση του ήλιου τα πουλιά και τα ζωάκια που είχαν φύγει τρομαγμένα όταν πήραν μπροστά οι λυσσασμένες λάμες, επέστρεψαν στο πληγωμένο χωράφι ψάχνοντας τις φωλιές τους, μα φωλιές δεν υπήρχαν, τις είχαν πάρει μαζί τους τα φορτηγά κι έτσι μέσα στο κρύο γυρνούσαν λυπημένα σαν προσφυγάκια ψάχνοντας ένα παχύ κλαδί για να κουρνιάσουν και να φτιάξουν το καινούριο νοικοκυριό τους.

Στο αγόρι δεν είπα τίποτα για τα κομμένα δέντρα. Ούτε για τις ρίζες τους που καλούσαν με απόγνωση για μέρες τα ξύλινα σώματα που είχαν χάσει χωρίς να παίρνουν καμιάν απάντηση. Ούτε για την πληγή που είχε απομείνει στο χωράφι. Εκείνος όμως, αναρωτιόμουν, εκείνος γιατί δεν μου είχε πει κάτι; Σίγουρα το είχε μάθει, σίγουρα το είχε δει και –δε μπορεί- θα είχε τρομάξει όπως κι εγώ από τις αφηνιασμένες λάμες που θέριζαν τη ζωή με έξαλλο μίσος. Γιατί δεν μου είχε πει κάτι;

  • Να δεις που δεν θέλει να με στεναχωρήσει με τα κακά νέα.

Η σκέψη μου ήταν τόσο χαζή όσο κι ένας αγουροξυπνημένος μπούφος, μα ζέστανε την ψυχή μου όπως αν ανεβοκατέβαιναν πάνω μου εκατό σκίουροι με τις φουντωτές ουρές τους. Και ησύχασα. Μέχρι να ζεστάνει ο καιρός και να μεγαλώσουν οι μέρες ξανά, είχα ξεχάσει όλο το κακό που είχα δει με τα δεντρίσια μάτια μου, χαιρόμουν το καινούριο μπόι που είχα πάρει, κι έπαιζα με τις αράχνες που με τριγύριζαν προσπαθώντας να με τυλίξουν σαν μούμια, ενώ εγώ τους ξεγλιστρούσα με την πρώτη πνοή του ανέμου, κουνούσα τα κλαδιά μου και κομμάτιαζα τους ιστούς, κάνοντάς τες να αρχίζουν το πλέξιμο πάλι και πάλι απ’ την αρχή. Ήταν άνοιξη, και την άνοιξη όλα τα κακά μοιάζουν να είναι μακρινά και ακίνδυνα.

Μα όταν ήρθε γι’ άλλη μια φορά ο χειμώνας, το κρύο έσφιξε και οι μέρες μίκρυναν πάλι, οι πόρτες της περίφραξης άνοιξαν ξανά και για μέρες παιζόταν η ίδια μακάβρια παράσταση άλλη μια φορά. Τα αυτοκίνητα, τα τεντωμένα δάχτυλα, τα ουρλιαχτά των πριονιών, τα δάκρυα των δέντρων που έφευγαν μακριά για πάντα. Τότε κατάλαβα πως αυτό γινόταν πάντα, αυτό θα γινόταν για πάντα. Και τότε ρώτησα το αγόρι.

  • Τα δέντρα που είδες πάνε να στολιστούν, μου είπε τραγουδιστά.

Τα αγαπημένα μάτια του ήταν γελαστά, σαν να μου έφερναν τα πιο λαχταριστά νέα. Το έβλεπα πως ήθελε να χαρώ κι εγώ. Προσπάθησα να του κάνω τη χάρη, μα όλο το σώμα μου πρόδιδε αυτά που ένιωθα. Το αγόρι είδε τα κλαδιά μου να του γυρνούν την πλάτη, να στρέφονται προς την άλλη πλευρά και τις βελονίτσες μου να μαζεύονται φοβισμένες. Και μου είπε με μιαν ανάσα:

  • Τα πιο μικρά θα μπουν σε σπίτια, τα ψηλότερα σε πλατείες. Οι άνθρωποι τούς φτιάχνουν μια ξύλινη βάση, κι έτσι στήνουν τα δέντρα όρθια ξανά. Μετά τα στολίζουν με χρωματιστά λαμπάκια και τις νύχτες τα ανάβουν, τα κοιτούν και βγαίνουν φωτογραφίες μπροστά τους. Κρεμούν στα κλαδιά τους πέταλα για γούρι, μπάλες χρωματιστές, γύψινα μπογιατισμένα ζωάκια και ζωηρές γυαλιστερές γιρλάντες.

  • Κι αυτή η ξύλινη βάση τα τρέφει όπως τα ποδαράκια τους που κόπηκαν;

Η ερώτησή μου δεν του άρεσε, δε χρειαζόταν να είμαι πρύτανης της ζωγραφομαχίας για να το καταλάβω. Έβαλε τα δυνατά του σαν να έλυνε την πιο δύσκολη άσκηση στην τριγωνοφιλοσοφία και συνέχισε.

  • Τα στολισμένα δέντρα είναι πολύ όμορφα γιατί τριγύρω τους όλοι βάζουν πακέτα με δώρα, τα τυλίγουν σε χρωματιστά χαρτιά που γυαλίζουν, και τα δένουν με κορδέλες που έχουν λογιώ λογιώ χρώματα και τελειώνουν σε στριφογυριστούς κόμπους.

  • Δώρα; Κάνουν οι άνθρωποι δώρα στα δέντρα;

  • Όχι βέβαια, γέλασε το αγόρι. Τα δώρα είναι για τους ανθρώπους. Παίρνουν και δίνουν πολλά για μέρες.

  • Πόσες μέρες;

  • Όσο κρατάνε οι γιορτές. Όχι και πάρα πολύ. Λίγες μέρες μόνο.

  • Γιατί μόνο τόσο;

  • Ε, τι να κάνουμε; Μετά τα παιδιά γυρνούν στα σχολειά τους και οι μεγάλοι στις δουλειές τους.

  • Κι αφού οι άνθρωποι γυρνούν στις δουλειές τους γιατί δεν γυρνούν τα δέντρα πίσω στις ρίζες τους που ακόμα τα καλούν;

Εκείνη τη στιγμή ήταν η σειρά του αγοριού για να κοιτάξει κάπου αλλού, μπορεί στον ορίζοντα, μπορεί και στην πληγή που έχασκε στη μέση του χωραφιού.

Η συνέχεια και το τέλος του παραμυθιού θα ακουστούν την Τρίτη 19 Δεκεμβρίου στις 7.30 μμ στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο μουσικής εκδήλωσης του Δημοτικού Ωδείου Βέροιας.

Το Α’ μέρος του παραμυθιού μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

 

banner-article

Ροη ειδήσεων