Απόψεις Πολιτισμός

“Σχόλιο για το ιδεολογικό πλαίσιο του Γυμνασιαρχικού Νόμου της Βέροιας” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

 Μία – ακόμη – περίπτωση κοινωνικού αποκλεισμού;

           «…οἷς οὐ δεῖ μετεῖναι τοῦ γυμνασίου…

           μὴ ἐγδυέσθω δὲ εἰς τὸ γυμνάσιον δοῦλος,

           μηδὲ ἀπελεύθερος, μηδὲ οἱ τούτων υἱοὶ,

           μηδὲ ἀπάλαιστρος, μηδὲ ἡταιρευκὼς,

           μηδὲ τῶν ἀγοραίᾳ τέχνῃ κεχρημένων,

           μηδὲ μεθύων, μηδὲ μαινόμενος…»

Κείμενο εμβληματικό και πολύσημο, σχεδόν ανεξάντλητο σε δυνατότητες εναλλακτικής ανάγνωσης και ερμηνείας και αναμφίβολα ελκυστικό για τους ερευνητές της αρχαιογνωσίας, ο Γυμνασιαρχικός Νόμος της Βέροιας[1] συνιστά πολύτιμη μαρτυρία για την ιστορία των πολιτικών θεσμών στη Μακεδονία της ελληνιστικής περιόδου. Εμπλουτίζει το πεδίο έρευνας της επιγραφικής επιστήμης, πλαταίνοντας τους ορίζοντες προβληματικής της. Ταυτόχρονα αποτελεί μοναδικό τεκμήριο  για την οργάνωση των γυμνασίων, ενός θεσμού που επαναπροσδιοπρίστηκε δυναμικά στις μακεδονικές πόλεις κατά τους χρόνους μετά τον Αλέξανδρο.

Πρόκειται για αμφίγραπτη μαρμάρινη στήλη ύψους 1,75 μέτρων και πλάτους 40 περίπου εκατοστών με οριζόντια ανάγλυφη επίστεψη. Το εύρημα αποκαλύφθηκε τυχαία το 1949 στη θέση Παλαιοφόρος, κοντά στην ευρύτερη περιοχή της Ελιάς στο νότιο τμήμα της πόλης. Όταν ανευρέθηκε η επιγραφή, είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ως καλυπτήρια πλάκα παλαιοχριστιανικού τάφου. Το κείμενο είναι πυκνογραμμένο και απαρτίζεται από 216 στίχους. Το έγγραφο στην εμπρόσθια όψη, σχεδόν κατά το ήμισυ, νοσεί αθεράπευτα. Η οπίσθια όψη έχει υποστεί λιγότερες φθορές ή πιθανές αποξέσεις (rasurae) και είναι η πλέον ευανάγνωστη. Σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βέροιας.

Ο νόμος αυτός αποτελεί τον καταστατικό χάρτη οργάνωσης και στελέχωσης ενός κρατικού ιδρύματος. Ουσιαστικά πρόκειται για τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του δημόσιου γυμναστηρίου της πόλης. Χρονολογικά υπάγεται στο διάστημα 200 με 165 πΧ, λίγο πριν την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου και τη μεταβατική ένταξή του στο ρωμαϊκό imperium το 168 πΧ, μετά τη μάχη της Πύδνας. Τα κριτήρια χρονολόγησης θεμελιώνονται σε συγκριτικές προσωπογραφικές παρατηρήσεις, ονοματολογικούς συσχετισμούς αλλά και σε εσωτερικά γνωρίσματα τυπολογίας της γραφής.

Ως επιγραφικό μνημείο το νομικό αυτό scriptum παρουσιάζει πολύπτυχο ενδιαφέρον[2]. Φωτίζει ποικιλότροπα όψεις της μακεδονικής καθημερινότητας, ιδίως στην περιοχή της Βοττιαίας, κατά την κρίσιμη προρωμαϊκή φάση. Παρέχει καίριες πληροφορίες για την πολιτική κουλτούρα και την κοινωνική νοοτροπία που είχαν ήδη διαμορφωθεί. Συνάπτεται με την κρατούσα θρησκευτική κοσμοαντίληψη και την ηθική της δεοντολογία.

Προφανώς η άρχουσα τάξη στη Βέροια, όπως άλλωστε συνέβαινε με τους ευγενείς και στις λοιπές μακεδονικές πόλεις[3], εκπαίδευε συστηματικά τα άρρενα τέκνα της. Η επιδίωξη να καταστούν οι νεαροί βλαστοί της αριστοκρατίας πρωτίστως ικανότατοι πολεμιστές προτάσσεται ως καθολικό ζητούμενο. Στην εγκύκλια παιδεία τους συγκαταλέγονταν η εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες και εν γένει η φυσική αγωγή, οι αρχές κρατικής διοίκησης, η γεωγραφία, η φιλοσοφία και τα βασικά στοιχεία των ανθρωπιστικών σπουδών. Το γυμνάσιο ήταν ο κατεξοχήν χώρος άθλησης και στρατιωτικής εκπαίδευσης των νέων. Μάλιστα ο Φίλιππος Ε΄ το 183 πΧ εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο καλούνταν οι επιμελητές της βασιλικής εξουσίας να  ενημερώνουν τους αντίστοιχους γυμνασιακούς κώδικες των πόλεων τους με τα ονόματα των αρχιερέων, των γυμνασιαρχών και των στεφανηφόρων νικητών στα διάφορα αγωνίσματα[4].

Εκ των πραγμάτων δε θα πρέπει η κάθε πόλη του μακεδονικού βασιλείου να διέθετε «γυμνάσιον» παρά μόνο τα εξέχοντα αστικά κέντρα. Ασφαλώς το νομικό πλαίσιο που επένδυε τη λειτουργία αυτών των αθλητικών εγκαταστάσεων δεν θα ήταν ενιαίο· πιθανότατα ο γυμνασιαρχικός νόμος κάθε πόλης θα παρουσίαζε αισθητές αποκλίσεις ή διαφοροποιήσεις κατά περίπτωση.

Το κείμενο, μεταξύ άλλων, αποτελεί μοναδική γραπτή πηγή για  τη σημασία και την ανάπτυξη του αθλητισμού κατά την ελληνιστική περίοδο. Με σαφήνεια τίθενται οι ισχύουσες παράμετροι. Στο γυμναστήριο μπορούν να αθλούνται ξεχωριστά τρεις ηλικιακές ομάδες: οι παῖδες από δεκατεσσάρων έως δεκαοκτώ ετών, οι νεανίσκοιἔφηβοι) από δεκαοκτώ έως είκοσι και τέλος οι νέοι, όσοι δηλαδή έχουν ολοκληρώσει την εφηβική στρατιωτική τους εκπαίδευση. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται οι άντρες άνω των είκοσι έως και την ηλικία των τριάντα χρόνων. Αναφέρονται οι δεξιότητες που αναμένονται να κατακτήσουν και τα αθλήματα στα οποία οφείλουν να ασκούνται καθημερινά οι γυμναζόμενοι: «ἀκοντίζειν δὲ καὶ τοξεύειν μελετάτωσαν οἵ τε ἔφηβοι καὶ οἱ ὑπὸ τὰ δύο καὶ εἴκοσιν ἔτη καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ὅταν οἱ παῖδες ἀλείψωνται[5], ὁμοίως δὲ καὶ ἐὰν ἕτερόν τι ἀναγκαῖον φαίνηται τῶν μαθημάτων». Για την προσέλευση «τῶν φοιτώντων εἰς τὸ γυμνάσιον» φαίνεται ότι ισχύουν κανόνες απαράβατοι. Τηρείται αυστηρά η σειρά προτεραιότητας. Οι συμμετέχοντες ανά ηλικία δεν πρέπει να εμπλέκονται, να συγχρωτίζονται και να γυμνάζονται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο[6]. Δεν επιτρέπεται επ’ ουδενί οι πρεσβύτεροι να παρευρίσκονται στο γυμναστήριο, όταν αθλούνται οι νεότεροι, προκειμένου να αποφεύγεται σε αυτές τις ευαίσθητες ηλικίες οποιοδήποτε ενδεχόμενο στρέβλωσης ή (παρ)ενόχλησης… Μάλιστα σε τακτά διαστήματα, συγκεκριμένα τρεις φορές το χρόνο, ήτοι κάθε τετράμηνο, οργανώνονταν και παρουσιάζονταν στην πόλη γυμναστικές επιδείξεις των παίδων. Ο νικητής των αγώνων θα βραβευόταν με στεφάνι ελιάς: «…τοὺς παιδοτρίβας ποιεῖσθαι ἀπόδειξιν τῶν παίδων τρὶς ἐν τῷ ἐνιαυτῷ κατὰ τετράμηνον καὶ καθιστάτω αὐτοῖς κριτάς, τὸν δὲ νικῶντα στεφανούτω θαλλοῦ στεφάνῳ».

Νομικά το πλαίσιο λειτουργίας του γυμνασίου υπόκειται σε αυστηρότατη κανονιστική. Ο επικεφαλής του ιδρύματος, ο γυμνασίαρχος ως προϊστάμενος και ταυτόχρονα ως πρόσωπο κοινής αποδοχής,  φέρεται να έχει την απόλυτη δικαιοδοσία. Ορίζει με πλήρη ενάργεια τα καθήκοντα των παιδοτριβῶν καθώς και των εκάστοτε υπευθύνων ανά τομέα δραστηριότητας (οἱ ἀφηγούμενοι). Περιγράφονται επίσης λεπτομερώς οι κανόνες λειτουργίας, ώστε να διασφαλίζεται η δέουσα ευταξία του χώρου, η υγιεινή όπως και η κοσμιότητα στη συμπεριφορά:  «τῆς δὲ εὐταξίας καὶ φιλοπονίας ὀμόσας ὁ γυμνασίαρχος τὸν Ἑρμῆν κρινάτω τῆς εὐταξίας…»[7]. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο νομοθέτης προνοεί για την επιβολή επαχθών χρηματικών προστίμων αλλά και σωματικών ποινών (μαστίγωση, ραβδισμός) για τους παραβάτες ή τους απείθαρχους: «ὃν ἂν δὲ καταστήσῃ ὁ γυμνασίαρχος ἀφηγεῖσθαι (δηλ. ως παιδοτρίδη, γυμναστή των παίδων και των εφήβων), τούτῳ πειθαρχείτωσαν πάντες οἱ φοιτῶντες εἰς τὸ γυμνάσιον, καθάπερ καὶ τῷ γυμνασιάρχῃ γέγραπται· τὸν δὲ μὴ πειθαρχοῦντα, τὸν μὲν ὑπὸ τὴν ῥάβδον μαστιγούτω ὁ γυμνασίαρχος, τοὺς δὲ ἄλλους ζημιούτω».  Επιπροσθέτως: «κύριος δὲ ἔστω ὁ γυμνασίαρχος καὶ τῶν παίδων τοὺς ἀτακτοῦντας μαστιγῶν καὶ τῶν παιδαγωγῶν, ὅσοι ἂν μὴ ἐλεύθεροι ὦσιν, τοὺς δὲ ἐλευθέρους ζημιῶν» κοκ. Υπάρχει ακόμη μέριμνα για την περίπτωση δικαιολογημένης απουσίας του παιδοτρίβη (πχ εξαιτίας ασθένειας ή άλλου σοβαρού κωλύματος): «ἁπαντάτωσαν δὲ καὶ οἱ παιδοτρίβαι ἑκάστης ἡμέρας δὶς εἰς τὸ γυμνάσιον τὴν ὥραν ἣν ἂν ὁ γυμνασίαρχος ἀποδείξῃ, ἐὰν μή τις ἀρρωστήσῃ ἢ ἄλλη τις ἀναγκαία ἀσχολία γένηται· εἰ δὲ μή, ἐμφανισάτω τῷ γυμνασιάρχῃ». Ο γυμνασίαρχος φέρει ακέραιη την ευθύνη για την τυχόν ολιγωρία των παιδοτριβών, την καθυστερημένη προσέλευση στα αθλήματα ή την πλημμελή τέλεση των καθηκόντων τους. Και εδώ ορίζεται εις βάρος τους χρηματικό πρόστιμο: «ἐὰν δέ τις δοκῇ ὀλιγωρεῖν τῶν παιδοτριβῶν καὶ μὴ παραγίνεσθαι τὴν τεταγμένην ὥραν ἐπὶ τοὺς παῖδας, ζημιούτω αὐτὸν καθ’ ἡμέραν δραχμαῖς πέντε». Το καθηκοντολόγιο λοιπόν αλλά και το ποινολόγιο καταγράφονται στο νόμο με διαύγεια εντυπωσιακή αλλά και με δεσμευτικότητα αμετάκλητη.

Επειδή ακριβώς πρόκειται για κρατικό έγγραφο διακριτής πολιτικής σπουδαιότητας, ο γυμνασιαρχικός κώδικας έπρεπε να είναι τοποθετημένος σε περίοπτο σημείο της πόλης, εφόσον «οἱ γυμνασιαρχικοὶ νόμοι κεῖνται ἐν τοῖς δημοσίοις». Η γυμνασιαρχία άλλωστε συνιστούσε αξίωμα ιδιαίτερα τιμητικό για τον πολίτη της Βέροιας που θα το αναλάμβανε. Σύμφωνα με το νόμο και τις απορρέουσες από αυτόν υποχρεώσεις τα καθήκοντα του γυμνασιάρχη ήταν πολύ σοβαρά και ο ίδιος όφειλε να τα ασκεί με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Για το λόγο αυτό προτεινόταν και επιλεγόταν άτομο εγνωσμένου ήθους. Για να προσδοθεί η απαιτούμενη βαρύτητα, που ο πολιτικός αυτός ρόλος προδιέγραφε, θεωρείτο αναγκαία προϋπόθεση η ωριμότητα της ηλικίας. Η ηλικία του γυμνασίαρχου έπρεπε να κυμαίνεται μεταξύ των τριάντα και των εξήντα ετών. Ενδεικτικός του κύρους που περιέβαλλε αυτή τη θέση ήταν ο καταγεγραμμένος θρησκευτικός όρκος που τον δέσμευε και καλούταν να εκφωνήσει ενώπιον των αρχών της πόλεως: «ἡ πόλις αἱρείσθω γυμνασίαρχον ὅταν καὶ τὰς ἄλλας ἀρχάς, μὴ νεώτερον ἐτῶν τριάκοντα μηδὲ πρεσβύτερον ἑξήκοντα, ὁ δὲ αἱρεθεὶς γυμνασίαρχος ἀρχέτω ὀμόσας τὸν ὑπογεγραμμένον ὅρκο». Ο γυμνασίαρχος επομένως λειτουργεί ως θεματοφύλακας μίας κραταιάς πολιτικής και ηθικής παράδοσης.

Το τελευταίο μέρος του νόμου αναφέρεται με λεπτομέρειες στη διαδικασία τέλεσης των «Ἑρμαίων». Η ενιαύσια αυτή θρησκευτική εορτή λάμβανε χώρα κατά το μακεδονικό μήνα Ὑπερεβερεταῖο (από τις 11 Οκτωβρίου και εξής) και χαρακτηριζόταν από ξεχωριστή λαμπρότητα. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στον ελληνιστικό κόσμο. Επρόκειτο μάλλον για μία μορφή αγωνιστικής αριστείας επενδυμένης με το ανάλογο θρησκευτικό επίχρισμα. Οριζόταν λοιπόν ως έπαθλο για τον άριστο αθλητή ένας πλήρης πολεμικός εξοπλισμός. Ταυτόχρονα βραβεύονταν οι τρεις πρώτοι, που διακρίνονταν στην «εὐεξία» (= εξαιρετική φυσική κατάσταση), την «εὐταξία» (= πειθαρχία και προσήλωση) και τη «φιλοπονία» (= εργατικότητα και φιλοτιμία). Συγκεκριμένα: «ποιείτω δὲ ὁ γυμνασίαρχος τὰ Ἑρμαῖα τοῦ Ὑπερβερεταίου μηνὸς καὶ θυέτω τῷ Ἑρμεῖ καὶ προτιθέτω ὅπλον καὶ ἄλλα τρία εὐεξίας καὶ εὐταξίας καὶ φιλοπονίας τοῖς ἕως τριάκοντα ἐτῶν…».

Η εμπρόσθια όψη του Γυμνασιαρχικού Νόμου. Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας

 

Ο γυμνασίαρχος βάσει του νόμου είναι επιφορτισμένος και με το καθήκον να διευκρινίσει σε ποιους θα επιτρέπεται εκάστοτε η είσοδος στο γυμνάσιον και η χρήση των εγκαταστάσεων του. Στην διακριτική του ευχέρεια υπάγεται αποκλειστικά «οἷς οὐ δεῖ μετεῖναι τοῦ γυμνασίου». Ο νόμος λοιπόν ορίζει ρητά: «μὴ ἐγδυέσθω δὲ εἰς τὸ γυμνάσιον δοῦλος, μηδὲ ἀπελεύθερος, μηδὲ οἱ τούτων υἱοὶ, μηδὲ ἀπάλαιστρος, μηδὲ ἡταιρευκὼς, μηδὲ τῶν ἀγοραίᾳ τέχνῃ κεχρημένων, μηδὲ μεθύων, μηδὲ μαινόμενος…». Δηλαδή απαγορεύεται να εισέρχονται στο γυμναστήριο οι δούλοι και οι απελεύθεροι (πρώην δούλοι που με τη συναίνεση των κυρίων τους και την κατάλληλη νομική διαδικασία είχαν διασφαλίσει την ελευθερία τους), οι γιοι τους, οι επονομαζόμενοι «ἀπάλαιστροι», εκείνοι που εκπορνεύονται, όσοι ασκούν αγοραίο επάγγελμα δηλαδή οι εμπορευόμενοι, οι μεθυσμένοι (ενδεχομένως οι αλκοολικοί) καθώς και όσοι πάσχουν από νοητική διασάλευση και ψυχική διαταραχή (η λέξη μαινόμενος στα ακρότατα των σημαινομένων της εμπερικλείει παθολογίες από την τρέλα έως και τη διπολική διαταραχή στα όρια την ψυχογενούς μανιοκατάθλιψης). Σε περίπτωση παραβίασης των απαγορεύσεων, θεωρείται ως υπεύθυνος ο γυμνασίαρχος. Εγκαλείται από τους κρατικούς φορείς και υποχρεώνεται να καταβάλει το πρόστιμο των χιλίων δραχμών[8].

Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας

Σε αυτό ακριβώς το πεδίο προβάλλεται κοινωνιολογικά η σημειολογία του γυμνασιαρχικού νόμου. Βρισκόμαστε (και) εδώ ενώπιον ενός φαινομένου κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι απότοκος της κρατούσας ιδεολογίας (ή και ιδεοληψίας) καθώς και της πολιτικής κοσμοθεωρίας που την κατευθύνει. Απαγορεύεται λοιπόν η συμμετοχή («οὐ δεῖ μετεῖναι») σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού που διαβιούν στην πόλη της Βέροιας. Ανακύπτει εύλογο το ερώτημα για τη σκοπιμότητα μιας τόσο αυστηρής απόφασης. Αφενός σε πανελλαδικό επίπεδο ο θεσμός της εφηβείας προτάσσεται ως παιδευτική καθοδήγηση (training) των νέων προς την αρετή. Αφετέρου σε ένα σύστημα αμιγώς αριστοκρατικό, όπου εκπαιδεύονται οι γόνοι των ευγενών της πόλης, με σκοπό να αναλάβουν οι ίδιοι προσεχώς την εξουσία, δεν είναι δυνατό να παρεισφρέουν στοιχεία περιθωριακά. Δεν πρόκειται απλώς για παρίες αλλά για άτομα επίφοβα ή και απειλητικά. Ενδεχομένως με την παρουσία τους δε θα παρακώλυαν μόνο το υφιστάμενο καθεστώς λειτουργίας του γυμνασίου αλλά και θα το «μόλυναν» αλλοιώνοντας τον ποιοτικό του χαρακτήρα. Το ίδρυμα αυτό, καθώς εντάσσεται σε ένα στεγανοποιημένο πολιτικό σύστημα, φέρει ακέραια τα γνωρίσματα της ταξικής του ταυτότητας.

Ο νόμος είναι ευκρινής και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ή μεθερμηνείας. Καταρχάς εξαιρούνται οι δούλοι. Άλλωστε η όποια πολιτική τους οντότητα, σε όποια βαθμίδα και εάν εντάσσονται (από τους οικόσιτους δούλους έως τα ανδράποδα), είναι ανυπόστατη. Ο ρόλος τους παραμένει αποκλειστικά «χρηστικός» – έστω επικουρικός – στην κοινωνική οργάνωση. Ακολουθούν οι απελεύθεροι[9], οι libertini της ρωμαϊκής εποχής. Πρόκειται για πρώην δούλους, που απέκτησαν στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα χάρη στην απελευθερωτική πράξη των κυρίων τους ή του κράτους. Δεν παύουν ωστόσο να είναι παραγκωνισμένοι στις παρυφές της ταξικής διαστρωμάτωσης, σχεδόν απόβλητοι. Τα όποια δικαιώματα τους χαρακτηρίζονται ελάσσονα. Παραμένουν στο περιθώριο χωρίς σημαίνουσα παρουσία στα πολιτικά τεκταινόμενα. Η θέση τους απλώς είναι λίγο καλύτερη από εκείνη των προλετάριων. Καταφανώς ο αυτός περιορισμός ισχύει και για τους αρσενικούς απογόνους τους.

Ο προσδιορισμός του όρου «ἀπάλαιστροι» εδώ – αν και δε συνιστά επιγραφικό unicum – φαίνεται προβληματικός. Πιθανότατα ο νόμος εν προκειμένῳ αναφέρεται σε άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι λόγῳ καχεξίας, τραυματισμού, αδυναμίας ή άλλης σωματικής δυσχέρειας  δε δύνανται πλέον να χρησιμοποιούν την παλαίστρα. Ενδέχεται όμως το γυμναστήριο της Βέροιας να μη διέθετε επαρκείς χώρους, ώστε να επιτρέπεται η χρήση των εγκαταστάσεών του από ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες πολιτών.  Συνεπώς το συγκεκριμένο αποκλεισμό επιβάλλουν λόγοι λειτουργικοί, που σχετίζονται με τη χωροταξική στενότητα στο κτίριο. Με αυτήν την απόφαση ίσως αποφεύγεται η αποδιοργάνωση και ο χαοτικός συνωστισμός[10].

Στα αποκλεισθέντα κοινωνικά στρώματα συγκαταλέγονται και οι εμπορευόμενοι πολίτες, οι άνθρωποι δηλαδή «της αγοράς». Η μακεδονική κοινωνία είχε δομή ολιγαρχική. Η οικονομική ευρωστία, τα μέσα παραγωγής και εν γένει τα πολιτικά προνόμια ανήκαν κατεξοχήν στους πολίτες που διέθεταν μεγάλες γαιοκτησίες. Επρόκειτο για την ηγέτιδα τάξη, που είχε ανέλθει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Σε αυτό το πεδίο αναφοράς παρατηρείται στη Μακεδονία δομική αναλογία ως προς την κοινωνική στρωματογραφία με τη γειτονική της Θεσσαλία. Αντικατοπτρίζοντας την εκλεκτικιστική θεώρηση του Αριστοτέλη, οι «ἀγοραίᾳ τέχνῃ κεχρημένοι», όπως είναι οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι αγρότες, μολονότι διαθέτουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, διαφοροποιούνται στο κοινωνικό ανάπτυγμα. Διαχωρίζονται και αντιμετωπίζονται τρόπον τινά ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η απαγόρευση εισόδου στο κρατικό γυμναστήριο αποκαλύπτει υπεροψία και απαξίωση[11].

Τέλος, η αναφορά στα εκπορνευόμενα άτομα, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος αποπροσανατολισμού των εφήβων από το βασικό τους καθήκον στο γυμνάσιο – και πολύ περισσότερο η ύβρη της παιδεραστίας – θεμελιώνεται σε κριτήρια ηθοπλαστικά. Τα ήθη των νέων είναι εύθραυστα. Η αγωγή τους απαιτεί ευαισθησία, αυστηρότητα, ορθολογισμό, πειθαρχία και αφοσίωση. Στην ίδια λογική ασφαλώς υπάγονται οι επιρρεπείς στη μέθη[12] και οι ψυχικά ασθενείς. Σε αυτήν την ιστορική φάση και σε αυτά τα κοινωνικά δεδομένα η σημασία της κρατικής πρόνοιας δε φαίνεται απλώς εξοβελισμένη· είναι ανύπαρκτη. Έννοιες, όπως είναι η ενσυναίσθηση ή η δημόσια μέριμνα για τους αναξιοπαθούντες και τους εθισμένους, σε μια τέτοια εποχή δεν υφίστανται καν…

Κάτοψη της ανασκαφής από το αρχαίο γυμνάσιο της Αμφίπολης

Εν κατακλείδι ο γυμνασιαρχικός νόμος της Βέροιας είναι στιβαρός. Ισχύει αμετάκλητα και αταλάντευτα. Εμφορείται, όπως είναι αναμενόμενο, από συντηρητισμό και δογματικότητα. Με τη δημόσια ανάρτησή του οι πολίτες καθίστανται κοινωνοί του περιεχομένου του προς άρση οποιωνδήποτε επιφυλάξεων ή παρανοήσεων: «ἐπεὶ καὶ αἱ ἄλλαι ἀρχαὶ πᾶσαι κατὰ νόμον ἄρχουσιν καὶ ἐν αἷς πόλεσιν γυμνάσια ἔστιν καὶ ἄλειμμα συνέστηκεν οἱ γυμνασιαρχικοὶ νόμοι κεῖνται ἐν τοῖς δημοσίοις, καλῶς ἔχει καὶ παρ’ ἡμῖν τὸ αὐτὸ συντελεσθῆναι καὶ τεθῆναι ὃν δεδώκαμεν τοῖς ἐξετασταῖς ἐν τῷ γυμνασίῳ ἀναγραφέντα εἰς στήλην ὁμοίως δὲ καὶ εἰς τὸ δημόσιον» Συμβολικά οι έφηβοι αντανακλούν ως απείκασμα την κρατούσα κοινωνική ιεραρχία. Εκ των πραγμάτων ανήκουν στη χορεία των εκλεκτών. Το νομικό πλαίσιο επικυρώνει την προσδοκώμενη «καθαρότητα». Εξυγιαίνει αλλά και θωρακίζει την κοινωνική ελίτ που υποστηρίζει. Μάλιστα την εξιδανικεύει με όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές ηθικών επιταγών. Η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση απείθειας είναι ενδεικτική. Η αυστηρή κανονιστική αντανακλά στέρεα ιδεολογήματα[13]. Υπό αυτό το πρίσμα οπτικής ο Γυμνασιαρχικός Νόμος της Βέροιας συνιστά ένα κείμενο βαθιά ταξικό. Συνάπτεται άρρηκτα με την πολιτική ιδεολογία που καλείται να υπηρετήσει.

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου 

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

 

Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας

[1]               Για το πλήρες κείμενο της επιγραφής και τις πιθανές αποκαταστάσεις των δυσανάγνωστων σημείων που «νοσούν» βάσει του συστήματος Leiden, βλ. Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG) 27 261. Πρβλ. την υποδειγματική παρουσίαση του νόμου από τους Philippe Gauthier και M. B Hatzopoulos, «La loi gymnasiarchique de Beroia». Athènes: Centre de Recherches de l’antiquité Grecque et Romaine, Fondation National de Recherches Scientifique, 1993 (περ. Meletemata, 16). Ειδικότερα για το προκείμενο βλ. υποκεφάλαιο II C «Ceux qui ne doivent pas avoir part au gymnase» (l. 75 : quels critères d’exclusion?). Ομοίως του ιδίου: Quaestiones Macedonicae: lois, décrets et épistates dans les cités Macédoniennes, περ. «Τεκμήρια», 8, Institute of Greek and Roman Antiquity, 2003.  Βλ. και Γουναροπούλου Λ. – Χατζόπουλος Μ.Β., «Επιγραφές κάτω Μακεδονίας: μεταξύ του Βερμίου όρους και του Αξιού ποταμού», Τεύχος Α΄, Επιγραφές Βέροιας, Αθήνα, 1988, 77, αρ. 1.

[2]               Παιδαγωγικά το κείμενο του γυμνασιαρχικού νόμου της Βέροιας προσφέρεται για ανάπτυξη της διαδραστικής μάθησης με την εφαρμογή ποικίλων σχεδίων εργασίας (projects) ιστορικού και αρχαιολογικού χαρακτήρα. Ομοίως ως μετακείμενο παρέχει τη δυνατότητα για ανάδυση πρακτικών κριτικού γραμματισμού με γνώμονα τη διαχρονική σήμανση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται και οι παραστατικές – θεατρικές δράσεις στα πλαίσια της σύγχρονης εκπαιδευτικής αντίληψης για τη μουσειακή αγωγή. Βλ. και Γ. Μάλλιου «Ξενάγηση στο ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας», περ. «Νιάουστα» 128, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009. Πρβλ. επίσης «Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας» στον ιστότοπο του ψηφιακού αποθετηρίου: http://medusa.libver.gr/handle/123456789/3792.

[3]               Πρβλ. Θεόδωρος Νημάς «Οι αθλητικές δραστηριότητες στη Μακεδονία – Η ξεχωριστή περίπτωση της Αμφίπολης» στο «ΒΗΜΑ» της 13–9–2013.

[4]               Νημάς, ό.π (2013). Η πληροφορία αντλείται από τον Ε. Αλμπανίδη, (1995) «­Άθληση στη Θράκη κατά τους Ελληνιστι­κούς και Ρωμαϊκούς χρόνους» – Διδακτορική Διατριβή, Ξάνθη.

[5]               Η εξάσκηση για το άθλημα της πάλης ή του παγκρατίου απαιτούσε την επάλειψη των ασκουμένων με λάδι ή με ένα μείγμα ελαίου και άμμου. Το αφαιρούσαν κατόπιν με μεταλλικές ή πήλινες στελγγίδες (= κοιλωμένα εργαλεία απόξεσης).

[6]               Ο νομοθέτης είναι κάθετος. Οι έφηβοι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνομιλούν ή να απασχολούν τους παίδες. Ειδάλλως ο νόμος προβλέπει αυστηρή τιμωρία σε περίπτωση απείθειας: «εἰς τοὺς παῖδας μὴ εἰσπορευέσθω τῶν νεανίσκων μηθείς, μηδὲ λαλείτω τοῖς παισίν, εἰ δὲ μή, ὁ γυμνασίαρχος ζημιούτω καὶ κωλυέτω τὸν ποιοῦντά τι τούτων». Αντιστοίχως οι νέοι εισέρχονται και «ἀπεκδύονται» στο γυμναστήριο, μόνο όταν τελειώσουν την άσκησή τους οι παίδες και εφόσον ο παιδοτρίβης τους κάνει σχετικό σήμα (σινιάλο), μάλλον με μία χειρονομία ή την άρση μίας σημαίας : «ἀπεγδύεσθαι δὲ μηθενὶ ἐξέστω τῶν ὑπὸ τὰ τριάκοντα ἔτη τοῦ σημείου κειμένου, ἐὰν μὴ ὁ ἀφηγούμενος συνχωρήση… ὅταν δὲ τὸ σημεῖον ἀρθῇ, μηδὲ ἄλλῳ μηθενί, ἐὰν μὴ ὁ ἀφηγούμενος συνχωρήσῃ, μηδὲ ἐν ἄλλῃ παλαίστρᾳ ἀλειφέσθω μηθεὶς ἐν τῇ αὐτῇ πόλει».

[7]               Είναι ενδιαφέρουσα η συνάφεια των όρων που θέτει ο γυμνασιαρχικός νόμος της αρχαίας Βέροιας με όσα προβλέπει ο νομοθέτης σήμερα στον  «Πρότυπο Κανονισμό λειτουργίας Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Δημοτικών και Κοινοτικών Χώρων Άθλησης της χώρας»: Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Τεύχος Δεύτερο, Αρ. Φύλλου 1362, 18 Οκτωβρίου 2001.

           [8]               Πρβλ. ibid: «…ἐὰν δέ τινα ὁ γυμνασίαρχος ἐάσῃ ἀλείφεσθαι τῶν διασαφουμένων εἰδώς, ἐνφανίζοντός τινος αὐτῷ καὶ παραδείξαντος, ἀποτινέτω δραχμὰς χ̣ιλίας, ἵνα δὲ καὶ εἰσπραχθῇ, δότω ὁ προσαγγέλλων ἀπογραφὴν τοῖς ἐξετασταῖς τῆς πόλεως, οὗτοι δὲ παραγραψάτωσαν τῷ πολιτικῷ πράκτορι» (= ο αρμόδιος κρατικός υπάλληλος για την είσπραξη των οφειλών προς το δημόσιο).

[9]               Τόσο στη Βέροια όσο και στην Αιτωλία οι απελεύθεροι λάτρευαν την επείσακτη συριακή θεότητα Ατάργατι. Τη θεωρούσαν προστάτιδα των προνομίων που με τόση εγκαρτέρηση είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν. Μάλλον η εισαγωγή της λατρείας της από τη βόρεια Συρία οφειλόταν σε ανατολίτες εμπόρους, που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή. Γενικότερα διαπιστώνεται ότι η Βέροια δέχτηκε εξωτερικές θρησκευτικές επιδράσεις. Βλ. σχετικά Laurence Brocas – Deflassieux  «Αρχαία Βέροια – Μελέτη τοπογραφίας», Δήμος Βέροιας & Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών: Κέντρον Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος – Παράρτημα Βεροίας, Βέροια 1999. Για το προκείμενο: σ. 77 κε.

[10]             Την άποψη αυτή, υποστήριξε πρόσφατα ο Christopher Wallace στη διδακτορική του διατριβή (2012, 21 κε). Βλ. σχετικά Christopher Wallace, «The evolution of the hellenistic polis: Case studies in politics and political culture», Department of Classics, University of Toronto. Η θεώρησή του θεμελιώνεται σε συγκριτική συσχέτιση των επιγραφικών δεδομένων. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι, εφόσον δεν έχει ακόμη ανασκαφικά εντοπιστεί το γυμνάσιον της ελληνιστικής Βέροιας, μολονότι  ταυτίζεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της αρχαίας πόλης ακριβώς έξω από τα τείχη, δεν έχουμε άλλη δυνατότητα παρά να κινηθούμε στην περιοχή της εικασίας.  Εκτιμά ότι η ανάλυση των Gauthier  και Hatzopoulos  (ό.π 1993, 83) είναι μάλλον «ελιτίστικη», εφόσον προκρίνει ιεραρχικά το ταξικό κριτήριο ως προϋπόθεση συμμετοχής ορισμένων πολιτών στο – και αντιστοίχως αποκλεισμού από το – γυμνάσιο. Ο ίδιος υιοθετεί μια εκδοχή ερμηνείας περισσότερο πρακτικιστική, δίνοντας έμφαση σε ζητήματα χωροταξικά, που πιθανότατα θα ανέκυπταν και θα   έπρεπε κάθε φορά να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά.

[11]             Με γνώμονα τα σύγχρονα κριτήρια ερμηνείας η διάκριση αυτή δύναται να χαρακτηριστεί ως ρατσιστική. Σε αντιδιαστολή με το καθεστώς του μακεδονικού βασιλείου, η αθηναϊκή δημοκρατία διέπεται από πνεύμα φιλελεύθερο. Η προσβασιμότητα των πολιτών σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής θεωρείται δεδομένη, ανεξαρτήτως καταγωγής, ταξικής προέλευσης, επαγγελματικής δραστηριότητας, ή οικονομικής ισχύος.  Πρβλ. σχετικά Αισχίνη «Κατὰ Τιμάρχου» §27: «…ὁ νομοθέτης διαρρήδην ἀπέδειξεν οὓς χρὴ δημηγορεῖν καὶ οὓς οὐ δεῖ λέγειν ἐν τῷ δήμῳ· καὶ οὐκ ἀπελαύνει ἀπὸ τοῦ βήματος, εἴ τις μὴ προγόνων ἐστὶν ἐστρατηγηκότων, οὐδέ γε εἰ τέχνην τινὰ ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ, ἀλλὰ τούτους καὶ μάλιστα ἀσπάζεται, καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις ἐπερωτᾷ, τίς ἀγορεύειν βούλεται».

[12]             Παρόλο που ο οίνος συχνά υμνείται στην κλασική γραμματεία και η ευωχία συνάπτεται με την ευζωία, εντούτοις ο μεθυσμένος, πολύ δε περισσότερο ο αλκοολικός, αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση, καθώς θεωρείται άτομο αναξιόπιστο και ανυπόληπτο. Ωστόσο στους «Νόμους» του ο Πλάτων (640 D–E) προτείνει μια πιο συγκαταβατική στάση απέναντί τους: «οὐκοῦν νήφοντά τε καὶ σοφὸν ἄρχοντα μεθυόντων δεῖ καθιστάναι, καὶ μὴ τοὐναντίον; μεθυόντων γὰρ μεθύων καὶ νέος ἄρχων μὴ σοφός, εἰ μὴ κακὸν ἀπεργάσαιτό τι μέγα, πολλῇ χρῷτ’ ἂν ἀγαθῇ τύχῃ». Αυτό δε σημαίνει ότι και στην άρχουσα τάξη της Βέροιας δε υπήρχαν ανάλογα φαινόμενα… Ενδεχομένως στο νόμο απηχείται το θεμελιώδες αξίωμα «μηδὲν ἄγαν» ως κοινωνικό στερεότυπο αριστοκρατικής υφής.

[13]             Συνειδητά παρακάμπτεται εδώ η όποια αναφορά στην απουσία των γυναικών από τα αθλητικά δρώμενα. Άλλωστε απαγορευόταν ρητά όχι μόνο η συμμετοχή τους σε διάφορα αθλήματα αλλά ακόμη και  αυτή η παρακολούθηση γυμνικών αγώνων. Ο αποκλεισμός τους υφίστατο εκ των ων ουκ άνευ. Η περίπτωση της «αιρετικής» Καλλιπάτειρας από τη Ρόδο έμεινε μνημειώδης. Μάλιστα ενέπνευσε στο Λορέντζο Μαβίλη το ομώνυμο σονέτο του (1895), εν όψει των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων, που επρόκειτο να αναβιώσουν στην Αθήνα του 1896:

«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;                                                                          

Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες·

να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μέσ’ στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου»

Όλα αυτά ισχύουν ως κοινωνικά στερεότυπα, μολονότι η κλασική κουλτούρα ανέδειξε επί παραδείγματι τις Αμαζόνες, οι οποίες «Ἄρεως μὲν τὸ παλαιὸν ἦσαν θυγατέρες». Πρβλ. Λυσία «’Επιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς» § 4.  

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας