Απόψεις Ιστορία

“Το αντιπρότυπο του ηγέτη ή… όταν συνδιαλέγονται τα κείμενα”(1) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Η Πνύκα. Ο χώρος όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Θουκυδίδης, Πλούταρχος, Τίτος Λίβιος, Σαίξπηρ

Ο διάλογος των γραπτών πηγών στην ιστορία λειτουργεί συμπληρωματικά ή παραπληρωματικά. Άλλοτε γεφυρώνει χάσματα, άλλοτε δημιουργεί αντιφάσεις και προκαλεί διχογνωμίες. Συχνά οι μαρτυρίες, όταν διασταυρώνονται, επικαλύπτονται ή αλληλοαναιρούνται. Το πεδίο διερεύνησης ορίζεται από τη θεματική συνάφεια και τη χρονική ακολουθία στην έκθεση των γεγονότων. Αντιστοίχως η λογοτεχνική ή η θεατρική επεξεργασία του ιστορικού υλικού, όντας πολύσημη, καθίσταται πολλαπλά αναγνώσιμη και ποικιλότροπα ερμηνεύσιμη.

Το διακύβευμα εν προκειμένῳ αφορά τη δημόσια εικόνα του πολιτικού ανδρός. Ο ηγέτης παντοιοτρόπως εκτίθεται. Ενδεχομένως οφείλει να εκτίθεται. Μετέχει στα τεκταινόμενα της εποχής του και αρθρώνει πολιτικό λόγο. Δυνητικά συμπράττει στη διαμόρφωση του ιστορικού είναι. Κάποτε μάλιστα χαράσσει δείγμα γραφής ανεξίτηλο. Εξ ορισμού ρχ νδρα δείκνυσι. Σε ένα μέτρο όμως, η εικόνα στο δημόσιο βίο κρίνεται και από γνωρίσματα συμπεριφοράς στην ιδιωτική ζωή. Το φέρεσθαι συνάπτεται με το φαίνεθαι, καθώς το ένα προδιαγράφει το άλλο. Πρόκειται για αξίωμα δεοντολογίας που τείνει να αποκτήσει καθολική ισχύ. Άλλωστε έχει αποτυπωθεί διαχρονικά: από τις αξιώσεις για τη γυναίκα του καίσαρα έως το τρέχον αίτημα για επιλογές politically correct. Επομένως, η στάση ζωής του πολιτικού επηρεάζει την κοινή γνώμη. Καθορίζει την αξία ή την απαξία στα κριτήρια διαμόρφωσής της.

Εάν ισχύει η συγκεκριμένη διαπίστωση, τότε και ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι ακολουθεί την αυτή πεπατημένη. Ιχνηλατεί στο προφανές με αυστηρό ντετερμινισμό. Αναφερόμενος στον Αλκιβιάδη[1] ο ιστορικός καταθέτει: «Ὤν γὰρ ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν, ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο ἔς τε τὰς ἱπποτροφίας καὶ τὰς ἄλλας δαπάνας· ὅπερ καὶ καθεῖλεν ὕστερον τὴν τῶν Ἀθηναίων πόλιν οὐχ ἥκιστα. Φοβηθέντες γὰρ αὐτοῦ οἱ πολλοὶ τὸ μέγεθος τῆς τε κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τὴν δίαιταν καὶ τῆς διανοίας ὧν καθ’ ἓν ἕκαστον ἐν ὅτῳ γίγνοιτο ἔπρασσεν, ὡς τυραννίδος ἐπιθυμοῦντι πολέμιοι καθέστασαν, καὶ δημοσίᾳ κράτιστα διαθέντι τὰ τοῦ πολέμου ἰδίᾳ ἕκαστοι τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτοῦ ἀχθεσθέντες, καὶ ἄλλοις ἐπιτρέψαντες, οὐ διὰ μακροῦ ἔσφηλαν τὴν πόλιν» [= Έχοντας δηλαδή μεγάλη επιρροή στους συμπολίτες του, ακολουθούσε τις επιθυμίες του που ξεπερνούσαν τα όρια της περιουσίας που είχε, τόσο για τους μεγάλους σταύλους όσο και για τ’ άλλα του έξοδα· πράμα που αργότερα έγινε από τους κυριότερους παράγοντες που γκρέμισαν την ηγεμονία των Αθηναίων. Γιατί φοβήθηκε ο κόσμος την έκταση της ασέλγειάς του σχετικά με τις σωματικές ηδονές και τον τρόπο της ζωής του, και τη μεγάλη φιλοδοξία που έδειχναν όλες του οι πράξεις σ’ οποιονδήποτε τομέα ενεργούσε, και τον εχτρεύτηκαν με την εντύπωση πως ήθελε να γίνει τύραννος. Κι ενώ είχε στη δημόσια εκδήλωσή του κανονίσει περίφημα τα ζητήματα του πολέμου, όμως όλοι, από την ιδιαίτερη αγανάχτηση που του είχαν για τα καμώματά του, δίνοντας σε άλλους την αρχηγία, έφεραν την πολιτεία σε λίγο χρονικό διάστημα στην καταστροφή της].

Το χωρίο δείχνει να είναι εμβόλιμο στη ροή της ιστορικής αφήγησης. Παρεμβάλλεται συνδέοντας τρόπον τινά τις αντικρουόμενες δημηγορίες του Νικία και του

Ο Αλκιβιάδης

. Το ζητούμενο έγκειται στο κατά πόσο είναι ορθή και σώφρων επιλογή για την Αθήνα να αναλάβει τη σικελική εκστρατεία. Ο Νικίας θα προσπαθήσει να αποτρέψει τους συμπολίτες του, τονίζοντας το άτοπο και άκαιρο του εγχειρήματος[2]. Οι εκτιμήσεις του εμφορούνται από πολιτικό συντηρητισμό και ενδοιαστικότητα. Ακολούθως, ο Αλκιβιάδης στην έκθεση των απόψεών του θα είναι σαρωτικός. Η ρητορική του δεινότητα, η ισχύς της πειθώς του μοιάζει ακαταμάχητη[3]. Θα κατορθώσει να εμπνεύσει στους Αθηναίους πόθο ασυγκράτητο για πολεμική ενέργεια, καθώς «ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι»[4] [= τους έπιασε όλους μεγάλος πόθος να πάρουν μέρος στην εκστρατεία]… Η επιχειρηματολογία των δύο ομιλητών θεμελιώνεται κυρίως στον ορθολογισμό, χωρίς ωστόσο να υπολείπεται η επίκληση στο συναίσθημα και οι ποικιλώνυμες αναφορές στο ήθος των αντιπάλων. Επιστρατεύεται και αξιοποιείται εύστοχα η τεχνική της captatio benevolentiae. Προέχει η ευμενής ηθική μεταχείριση (προφανώς και η χειραγώγηση) του ακροατηρίου με στόχο τη θετική ανταπόκρισή του.

Η εκκλησία του δήμου θα υπερψηφίσει τελικά την πρόταση για επιθετική αναμέτρηση των δύο στόλων. Η προετοιμασία της εκστρατείας θα είναι λαμπρή και μεγαλειώδης, πραγματικά ανυπέρβλητη. Ο Θουκυδίδης με ιστορικό ρεαλισμό θα επισημάνει: «παρασκευὴ γὰρ αὔτη πρώτη ἐκπλεύσασα μιᾶς πόλεως δυνάμει Ἑλληνικῇ πολυτελεστάτη δὴ καὶ εὐπρεπεστάτη τῶν ἐς ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐγένετο». [= Γιατί αυτός ο στόλος και ο καταρτισμός του ήταν ο πρώτος που ξεκινούσε από μια μόνο πολιτεία με αποκλειστικά ελληνικές δυνάμεις και ήταν ο πιο πολυέξοδος και ο πιο λαμπρά καταρτισμένος απ’ όλους που είχαν εκστρατεύσει ποτέ ως την εποχή εκείνη]. [5]  Η Αθήνα προβαίνει σε περίοπτη επίδειξη ισχύος, πέρα ίσως και από τα όρια της ασυδοσίας: «…ἐς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ἤ ἐπὶ πολεμίους παρασκευὴν» [= θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως επρόκειτο περισσότερο για επίδειξη της δύναμης και του μεγαλείου της Αθήνας στους άλλους Έλληνες, παρά για προετοιμασία εκστρατείας ενάντια σ’ εχθρούς][6]. Η πολεμική επιχείρηση διαφημίστηκε στο πανελλήνιο τόσο για την εξαιρετική της προεργασία σε οργανωτικό επίπεδο και το υπέρογκο κόστος δαπάνης, όσο και για τα τεράστια οφέλη που ενδεχομένως θα αποκόμιζε το αθηναϊκό κράτος από την επιτυχή της έκβαση: «Καὶ ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο ἤ στρατιᾶς πρὸς οὕς ἐπῇσαν ὑπερβολῇ, καὶ ὅτι μέγιστος ἤδη διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας καὶ ἐπὶ μεγίστῃ ἐλπίδι τῶν μελλόντων πρὸς τὰ ὑπάρχοντα ἐπεχειρήθη» [= Και το εκστρατευτικό σώμα που ξεκινούσε στάθηκε πιο ξακουστό για το σάστισμα που προκαλούσε η τόλμη του και για το λαμπρό θέαμα που παρουσίαζε παρά για την υπεροχή του απέναντι σε κείνους που πήγαινε να χτυπήσει· φημίστηκε επίσης γιατί ήταν το μεγαλύτερο ταξίδι μεσ’ από την ανοιχτή θάλασσα μακριά από την πατρίδα τους και γιατί το ανέλαβαν με την ελπίδα να καταχτήσουν τόσα μεγάλα μέρη σχετικά με όσα είχαν][7].  

Συνήθως ο Θουκυδίδης αποφεύγει να καθοδηγεί τον αναγνώστη μετερχόμενος το διδακτισμό στην πρόσληψη του ιστορικού γίγνεσθαι. Αντιθέτως, επιλέγει τη φαινομενική αποστασιοποίηση. Δείχνει ότι αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους[8]. Ασφαλώς πρόκειται για εμπρόθετη παρουσίαση της ιστορίας. Ο ίδιος καταθέτει κριτικά τις εκτιμήσεις του, μορφώνει γνώμη και τεκμηριωμένα την αιτιολογεί. Ο ιστοριογραφικός του λόγος διέπεται από υψηλή ποιότητα. Αντικειμενικά, ωστόσο, δε δύναται να υπάρξει ιστοριογραφία «αθώα», δηλαδή ιδεολογικά αποχρωματισμένη ή ουδέτερη. Η εκτίμηση αυτή ισχύει αμετάκλητα είτε πρόκειται για το ατημέλητο ή αφελές κείμενο ενός χρονογράφου, είτε για ιστορική σύνθεση που τηρεί τις πλέον αυστηρές προδιαγραφές της επιστημονικής δεοντολογίας.

Ο Θουκυδίδης

Μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου ο ιστορικός καταγράφει απευθείας την  άποψη του, αποτελεί το συγκεκριμένο απόσπασμα. Όπως μάλιστα προκύπτει από εσωτερικά γνωρίσματα του κειμένου, το τμήμα αυτό θα πρέπει να το επεξεργάστηκε κατόπιν, όταν είχε πλέον αποκτήσει συνολική εποπτεία των εξελίξεων στον πελοποννησιακό πόλεμο: «ὅπερ καὶ καθεῖλεν ὕστερον τὴν τῶν Ἀθηναίων πόλιν οὐχ ἥκιστα»[9].  Συνεπώς πρόκειται για μία πρωθύστερη αξιολόγηση.

Καταρχάς ο Αλκιβιάδης παρουσιάζεται αφερέγγυος και αναξιόπιστος. Άλλωστε ανέκαθεν θεωρείτο αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Ως ηγετική φυσιογνωμία διακρινόταν για στρατηγική ευφυΐα στο πεδίο της μάχης αλλά και για τους επιτυχείς ελιγμούς του στο στίβο της πολιτικής. Αναμφίβολα είχε οράματα, ήταν δραστήριος και πολυπράγμων. Εν γένει η περίπτωσή του είναι ιδιάζουσα και διέπεται από αντιφάσεις. Υπήρξε συγχρόνως ικανός και ολέθριος, ελευθεριάζων και ανενδοίαστος, αλαζονικός και επιπόλαιος· αυτός ο πρώην μαθητής του Σωκράτη και δεινός ρήτορας ήταν ένας υπερφίαλος άνθρωπος· αν και χαρισματικός, εξελίχθηκε τελικά σε επικίνδυνο πολιτικό. Ο Θουκυδίδης διευκρινίζει με σαφήνεια ότι αρχικά ο Αλκιβιάδης ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο σύνολο των Αθηναίων πολιτών. Ωστόσο οι αλόγιστες σπατάλες και ο πολυτελής βίος που διήγε, οι ασύνετες επιλογές στην ιδιωτική του ζωή («τὸ μέγεθος τῆς τε κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τὴν δίαιταν») προκαλούσαν ανησυχία. Η περιουσία του Αλκιβιάδη υπολογίζεται ότι ξεπερνούσε τα εκατό τάλαντα, δηλαδή τις 60.000 αττικές δραχμές[10]. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται και από το Λυσία στο δικανικό του λόγο «Ὑπέρ τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων» (§ 52): «Ἐπεὶ οἴομαι ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι Ἀλκιβιάδης τέτταρα ἢ πέντε ἔτη ἐφεξῆς ἐστρατήγει ἐπικρατῶν καὶ νενικηκὼς Λακεδαιμονίους, καὶ διπλάσια ἐκείνῳ ἠξίου τὰς πόλεις διδόναι ἢ ἄλλῳ τινὶ τῶν στρατηγῶν, ὥστ᾽ ᾤοντο εἶναί τινες αὐτῷ πλέον ἢ ἑκατὸν τάλαντα» [= Γιατί νομίζω ότι και εσείς γνωρίζετε πως όταν ο Αλκιβιάδης είχε αναλάβει την αρχηστρατηγία για τέσσερα – πέντε χρόνια ή και περισσότερο, κάθε φορά που επικρατούσε και νικούσε τους Λακεδαιμονίους, είχε την αξίωση να αμείβεται από τις συμμαχικές πόλεις διπλάσια από οποιονδήποτε άλλο στρατηγό, με συνέπεια να πιστεύουν πολλοί πως διέθετε περιουσία μεγαλύτερη των εκατό ταλάντων]. Εντούτοις ο ίδιος «ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο». Η ακρίβεια στη φρασεολογία του σπουδαίου ιστορικού εντυπωσιάζει για μία ακόμη φορά. Είναι αξιοπρόσεχτη εδώ η επιλογή του να αποδώσει το δεύτερο όρο σύγκρισης με το σχήμα «ἢ κατὰ + αιτιατική», προκειμένου να δηλωθεί η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ των συγκρινομένων.

Ο Σωκράτης οργισμένος τραβά τον Αλκιβιάδη από την αγκαλιά της Αισθησιακής Ηδονής.
Πίνακας του Jean – Baptiste Rengαult, 1791

Εκείνο όμως που κατεξοχήν τρομάζει τους πολίτες είναι η παρανομία και αἱ διάννοιαι. Ο Αλκιβιάδης δεν ήταν παραβατικός με την αυστηρά νομική έννοια του όρου. Δεν καταστρατηγούσε τους θεσμούς, δεν επιχειρούσε να ανατρέψει το νομικό πλαίσιο της συντεταγμένης πολιτείας. Η «παρανομία» του συνδέεται μάλλον με την περιφρόνηση που έδειχνε απέναντι στα καθιερωμένα ήθη και έθιμα, το άτυπα παγιωμένο δίκαιο των άγραφων νόμων. Αντιστοίχως «αἱ διάννοιαι» αφορούν την πολυπραγμοσύνη του αρχιστρατήγου, τη μεγαλομανία του, τις αλόγιστες σπατάλες («ἔς τε τὰς ἱπποτροφίας καὶ τὰς ἄλλας δαπάνας»). Η ροπή του προς την πολυτέλεια, ο αχαλίνωτος και διφορούμενος ερωτισμός του, ο πανηδονισμός που τον διείπε, σκανδάλιζαν, αν μη τι άλλο, το μέσο πολίτη της εποχής[11]. Σε καμία περίπτωση ο Αλκιβιάδης δεν ήταν ένας πολιτικός low profile στην ιδιωτική του ζωή. Φάνηκε απειλητική η πιθανή πρόθεσή του για τυραννική διεκδίκηση και άσκηση της εξουσίας («ὡς τυραννίδος ἐπιθυμοῦντι»)[12]. Η εδραιωμένη δημοκρατική συνείδηση των Αθηναίων δε θα ανεχόταν ποτέ μία τέτοια προοπτική. Για αυτόν το λόγο, αν και στην αρχή του έδειχναν σχετική επιείκεια, στο τέλος πολέμιοι του καθέστασαν.

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

 Σημείωση Φαρέτρας: Το 2ο μέρος από τα τέσσερα της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 8 Απριλίου

——————————————————————————————-

[1]               Θουκυδίδης «στορίαι», Βιβλίο 6, Κεφ. 15, Έκδοση Οξφόρδης. Αξιοποιείται η υποδειγματική μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη.

[2]               Θουκυδίδης, ό.π, 6, 9–14.

[3]               Θουκυδίδης, ό.π, 6, 16–18.

[4]              Θουκυδίδης, ό.π, 6, 24.

[5]               Θουκυδίδης, ό.π, 6, 31, 2.

[6]              Θουκυδίδης, ό.π, 6, 31, 4.

[7]               Οι πεποιθήσεις αυτές του Θουκυδίδη (ό.π, 6, 31) παραπέμπουν άμεσα στα όσα ο ίδιος είχε επισημάνει στο προοίμιο του έργου του (ό.π, 1, 1): «τεκμαι­ρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον»[= Το συμπέρανα αυτό από το ότι και τα δύο μέρη (Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι) μπήκαν στον πόλεμο εφοδιασμένοι με όλα τα υλικά μέσα, και βλέποντας πως όλες οι άλλες ελληνικές πολιτείες πήγαν με το ένα μέρος ή το άλλο, μερικές από μιας αρχής και οι άλλες το συλλογίζονταν και το είχαν σκοπό]. Ήδη από την περίοδο του Θεμιστοκλή η Αθήνα είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα είδος δυτικής πολιτικής (west politik). Η Σικελία, ακόμη και η ίδια η Καρχηδόνα, παρουσίαζαν εξαιρετικό ενδιαφέρον· συνιστούσαν μία ευοίωνη, αν και νεφελώδη, υπόσχεση. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του πλάνου για αποικιακή επέκταση προς τη δύση συνάδει απόλυτα με τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό της ακμής. Ο τραγικός επίλογος της σικελικής εκστρατείας για τους Αθηναίους θα επισφραγίσει άδοξα αυτήν την επιδίωξη. Πάντως η θλιβερή κατάληξη θα αποδοθεί μεταξύ άλλων και με την προσφιλή για το ύφος του ιστορικού μέθοδο της αναλογικότητας: «Παραπλήσια ἐπεπόνθεσαν (ενν. οι Αθηναίοι στη Σικελία) καὶ ἔδρασαν ἐν Πύλῳ» [= οι Αθηναίοι είχαν πάθει παρόμοια με όσα οι ίδιοι έπραξαν στην Πύλο] (ό.π, 7, 71). Λεκτικά το σημασιολογικό βάρος εντοπίζεται εδώ στον παραβολικό σύνδεσμο κα.

[8]              Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων (ό.π, 5, 84–116) καθώς και οι δημηγορίες του Ευφήμου και του Ερμοκράτη στην Καμάρινα της Σικελίας (ό.π 6, 75–88). Και στις δύο περιπτώσεις ο ιστορικός υιοθετεί τα δομικά στοιχεία και τα εκφραστικά μέσα τόσο της σοφιστικής ρητορείας όσο και του δράματος. Αφενός ο διάλογος των Μηλίων παραπέμπει στον αγώνα λόγων και στις συγκρουσιακές λαβές και αντιλαβές της τραγωδίας. Αφετέρου η δημηγορία του Ευφήμου αποτελεί ένα αυστηρά τεκμηριωμένο θεώρημα εφαρμογής των «δισσῶν λόγων» στην πολιτική επιχειρηματολογία. Πρβλ σχετικά Jacqueline de Romilly (1988) «Ιστορία και λόγος στο Θουκυδίδη», ΜΙΕΤ, Αθήνα, σ. 185, ιδίως σ. 215 κε, Βασική αρχή των αντιλογιών και προπάντων γ) Η αριθμητική των συλλογισμών στο Θουκυδίδη.

[9]              Ο ιστορικός εδώ αναφέρεται ειδικότερα στην ολοσχερή καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία το 413 και όχι ασφαλώς στο άδοξο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου το 404 πΧ. Ο Θουκυδίδης υπαινίσσεται ότι ενδεχομένως η συμφορά θα είχε αποτραπεί για τους Αθηναίους, εάν ο Αλκιβιάδης δεν καταδικαζόταν ερήμην μετά την κοπή των ερμαϊκών στηλών αλλά παρέμενε στην Αθήνα και εξακολουθούσε να διευθύνει τη σικελική εκστρατεία. Το σχήμα λιτότητας (οὐχ ἥκιστα) υπογραμμίζει δραματικά το μέγεθος των δεινών που επακολούθησαν. Ακριβώς την ίδια εποχή, στα 415, ο Ευριπίδης θα παρουσιάσει τις «Τρωάδες». Ο σπαραγμός των αιχμάλωτων γυναικών της κατακτημένης Τροίας, ιδίως στο πρώτο στάσιμο της τραγωδίας, αναπαράγει το ταραγμένο πολιτικό κλίμα, που βίωναν τότε οι Αθηναίοι. Το έργο με ελεγειακό ύφος αποδίδει πιστά τη ρητορική του πένθους, της βίας και της προσφυγιάς.

[10]             Το μέσο ημερομίσθιο ενός εργαζομένου αυτήν την εποχή, στο τέλος δηλαδή του 5ου αιώνα, εκτιμάται ότι ανερχόταν στη μία ασημένια αττική δραχμή. Πρβλ. Α. Γεωργοπαπαδάκος (1982) «Θουκυδίδη Ιστορία – Τα κυριότερα μέρη από το έργο», Τόμος Δεύτερος, Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη.

[11]              Ο Finley εκτιμά ορθά ότι «Σε αντίθεση με το Νικία που ήταν προϊόν της εποχής του Περικλή, ο Αλκιβιάδης ανήκε στη γενιά που είχε μεγαλώσει μες στον πόλεμο και οι ιδιαίτερες αδυναμίες του πρέπει εν μέρει να εξηγηθούν απ’ αυτό το γεγονός». Ο Θουκυδίδης θα αποδώσει πειστικά και ανάγλυφα το κλίμα της εποχής. Πρβλ. John Finley (1997) «Θουκυδίδης», Παπαδήμας, Αθήνα, σ. 226 κε. Η Jacqueline de Romilly (2007) «Αλκιβιάδης», Το Άστυ, Αθήνα θα αποφανθεί ότι τελικά όλη η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη περιπέτεια, με απίθανες ενέργειες, χαοτικές εναλλαγές δόξας και αμαύρωσης, θάρρους και φαυλότητας, που την έκαναν σχεδόν μυθική.  Αυτός ο ωραίος και τολμηρός νέος, με κηδεμόνα τον Περικλή και δάσκαλο τον Σωκράτη, βρέθηκε στο επίκεντρο της αθηναϊκής ζωής στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Γοήτευε τους πάντες σχεδόν με τα χαρίσματα, το θράσος, τα σκάνδαλά του. Όλοι τον θαύμαζαν και του συγχωρούσαν τα πάντα…

[12]              Το ς στην αιτιολογική μετοχή προσδίδει ευδιάκριτη υποκειμενικότητα. Προφανώς ο Θουκυδίδης στέκεται εφεκτικά απέναντι στο γεγονός που αναφέρει. Το ίδιο θα επισημάνει και ο Πλούταρχος (βλ. εν συνεχείᾳ «Βίος  Ἀλκιβιάδου», Κεφάλαιο 35): «Αὐτὸς μὲν οὖν ἐκεῖνος ἣν εἶχε διάνοιαν περὶ τῆς τυραννίδος ἄδηλόν ἐστιν» [= Ο ίδιος δε φανέρωνε σκέψεις για τυραννίδα…].

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ