Θανάσης Μαρκόπουλος. Με τον ποιητή στο “ορυχείο των στίχων” του / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ξεπορτίζει από τις χαραμάδες της μνήμης / μ’ ένα μολύβι κρεμασμένο στον ώμο /και γυρίζει ξημερώματα / κατάκοπος /μ’ ένα ματωμένο ποίημα στη ζώνη Θανάσης Μαρκόπουλος
Tο γραφείο του ένα δάσος από βιβλία. Ίσως είναι το μοναδικό δάσος μέσα στο οποίο θα επέλεγες συνειδητά να χαθείς. Οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους είναι η βιβλιοθήκη του. Ο τέταρτος τοίχος συμβιβάζεται να παραχωρεί φως, καθώς καλύπτεται από μια μεγάλη μπαλκονόπορτα, που φέρνει σε επικοινωνία τον ποιητή με τον έξω κόσμο. Αυτό είναι το «ορυχείο των στίχων» του σκέφτεσαι, καθώς θυμάσαι τους αντίστοιχους στίχους του, που δείχνουν την πάλη του ποιητή με τις λέξεις, για να γεννηθεί το ποίημα.
Ο Θανάσης Μαρκόπουλος αυτήν τη στιγμή έχει κατακτήσει μια ιδιαίτερη θέση στον πνευματικό χώρο, όχι μόνο ως ποιητής αλλά και ως κριτικός. Και το πέτυχε ζώντας στην επαρχία, μόνιμος κάτοικος χρόνια πολλά τώρα πια της Βέροιας, χωρίς να έχει τις ευκαιρίες που προσφέρει η Αθήνα.
Εξαιρετικά λιγόλογος –έχει ασκηθεί μέσα από την ποίηση να λέει το μέγιστο μέσα από το ελάχιστο- σε εντυπωσιακή ισορροπία ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική –εδώ διακρίνεις τον ποιητή και τον κριτικό να ισοζυγιάζονται, καθώς ο ένας περνάει μέσα από τον άλλο- σε υποδέχεται, για να μιλήσει στη faretra… «ενόλω», « ενμέρει» αλλά και εκ βαθέων, με σεμνότητα και στοχαστική διάθεση, για την ποίηση, τη ζωή και τον άνθρωπο.
Αυτήν τη στιγμή είστε ένας από τους περισσότερο καταξιωμένους ποιητές της γενιάς σας. Πόσο μακρύς και πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος της ποίησης;
Ευχαριστώ πολύ για τα ευγενικά σας λόγια, αν και υπερβολικά. Θα μου αρκούσε αν ήμουν απλώς ποιητής. Όσο για τον δρόμο που διανύθηκε από το 1975 ως τα σήμερα τι να σας πω. Όταν ξεκινάει κανείς και είναι νέος, δε σκέφτεται τι έχει μπροστά του. Βιάζεται, αισιοδοξεί, φιλοδοξεί και ζει τη μέρα, την ώρα που έχει στα πόδια του. Εκ των υστέρων μονάχα διαπιστώνει πόσες ώρες, μέρες και χρόνια δαπανήθηκαν, για να προκύψει ένα έργο, που εντέλει δεν εμπνέει και καμιά ασφάλεια εδώ που τα λέμε.
Σταματώ πάντα με ιδιαίτερη συγκίνηση στο στίχο σας που αναφέρεται στο γενέθλιο τόπο, τα Κρανίδια Κοζάνης. Γράφετε: “…και τα Κρανίδια ξυπόλυτα…” Θα ήσασταν ο ποιητής που είστε, αν δεν υπήρχαν μέσα σας οι μνήμες και οι παραστάσεις αυτού του μικρού γενέθλιου τόπου;
Αν είναι αλήθεια πως, πέρα από τις αχαρτογράφητες έτσι κι αλλιώς ιδιοσυγκρασίες μας, είμαστε δημιουργήματα του περιβάλλοντος, τότε πιθανότατα θα έγραφα διαφορετικά. Όχι καλύτερα ή χειρότερα. Απλώς διαφορετικά. Συγκεκριμένες εμπειρίες και συγκεκριμένα βιώματα των παιδικών χρόνων, που ξέρουμε όλοι πόσο σημαντικά είναι στη διαμόρφωσή μας, έπλασαν με τέτοιο τρόπο τη σκέψη και τον ψυχισμό μου, ώστε να εκφράζομαι με έναν ορισμένο τρόπο. Είναι άλλο πράγμα να βουλιάζεις στη λάσπη και το χιόνι, να ματώνεις χέρια και πόδια, καμιά φορά και το κεφάλι, κι εντελώς διαφορετικό να μεγαλώνεις αδιάβροχος κι ανέγγιχτος σ’ ένα διαμέρισμα.
Η πρώτη σας ποιητική συλλογή εκδίδεται το 1982 και φιλοξενεί ποιήματα που γράφτηκαν από το ’75 μέχρι το ’81. Τιτλοφορείται Απόπειρα εξόδου και είναι πραγματικά μια απόπειρα να βγείτε στον κόσμο των ποιητών, απόπειρα καθόλου ευκαταφρόνητη, μιας και τη χαρακτηρίζει το πάθος και η αναζήτηση του ποιητικού δρόμου. Γράφετε: Ένα ποίημα ανήκει στους άλλους / τουλάχιστο όσο και σε μας / απ’ τη στιγμή που σα μικρό παιδί / το βγάλαμε στη δημόσια στράτα.
Πώς βλέπετε εκείνο το πρώτο ξεκίνημα σε σχέση με το σημείο της ποιητικής πορείας, στο οποίο βρίσκεστε τώρα;
Πρώτα πρώτα το βλέπω με κάποια νοσταλγία. Κι ούτε μπορούσα βέβαια να φανταστώ την κατοπινή εξέλιξη. Σκέφτομαι τώρα πόσο ανυποψίαστος ήμουν για πολλά πράγματα γύρω από την ποίηση, πόσο εύκολα έγραφα. Έτσι δεν είναι παράξενο που οι πρώτες απόπειρες είχαν τις αδυναμίες τους, όπως συμβαίνει άλλωστε συχνά με όσους γράφουν. Με τον καιρό και με τη σπουδή στην ποίηση και την κριτική αλλά και με κάθε είδους αναγνώσεις τα κείμενα βελτιώθηκαν, έτσι που να μπορούν σήμερα να στέκονται με κάποια αξιοπρέπεια μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο του καιρού.
Εκείνο που παρατηρεί κανείς, διαβάζοντας και τις υπόλοιπες συλλογές –Του ανταποκριτή μας (1985) και Μοντέλο σώματος (1988)– είναι πως ο ποιητής εκφράζει το ποιητικό του εγώ, πάντα στενά δεμένο με το σύνολο και με τους λαϊκούς αγώνες, που ο απόηχός τους είναι έντονος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Υπάρχει ακόμα τότε το όνειρο και τα σημάδια της διάψευσης είναι δυσδιάκριτα.
Γράφετε: Πού θα πάει / έλεγε πάντοτε / ανελκύοντας τον καπνό εκ βαθέων / θα ’ρθουν καλύτερες μέρες, αλλά και Θέλαμε να / Θαρρούσαμε πως / Λέγαμε να / Ελπίζαμε ότι / Σκεφτόμασταν να / Πιστεύαμε πως / Σκοπεύαμε να / Ορκιζόμασταν ότι // Δε βαριέσαι.
Πώς λειτουργεί από δω και πέρα η διάψευση για τον ποιητή, σαν τροχοπέδη ή σαν δεξαμενή, έστω πικρή, ποιητικής παραγωγής;
Σαν τροχοπέδη δε νομίζω. Αναμφισβήτητα λειτουργεί σαν δεξαμενή. Πάντα η ποίηση και η τέχνη γενικότερα έβλεπε και βλέπει το πρόβλημα, την ήττα, τη φθορά. Η διάψευση και η συνεπαγόμενη απόγνωση θα μπορούσε να πει κανείς πως ενεργοποιούν δυνάμεις υπνώττουσες ή αναξιοποίητες του δημιουργού, ο οποίος δεν έχει άλλο τρόπο να σωθεί, να ισορροπήσει, παρά γράφοντας, ζωγραφίζοντας, τραγουδώντας. Θυμηθείτε την πρώτη μεταπολεμική γενιά τι σπουδαία ποίηση μας έδωσε και πόσο καίρια εξέφρασε τον καιρό της, γιατί βγήκε μέσα από μια ήττα, μια ήττα του ανθρωπισμού, αν θέλετε, κι όχι μονάχα του κοινωνικού της οράματος. Άλλωστε η τέχνη και στους καιρούς της πίστης την κρίση βλέπει. Είναι τόσο σύνθετη η πραγματικότητα, τόσο σύνθετος ο άνθρωπος κι ο ψυχισμός του, που, ακόμα κι αν αφήσουμε έξω τη μεταφυσική, τα προβλήματα δεν έχουν τέλος.
Οι ποιητικές συλλογές, Ανοιγμένη φλέβα (1991), Το περίστροφο της σιωπής (1996) και Τεστ κοπώσεως ( 2002), που ακολουθούν, σας οδηγούν σε μεγαλύτερη ποιητική εσωστρέφεια, όχι όμως και σε απομόνωση και διάσταση με την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, η οποία εμφανώς σας πονά. Γράφετε: Η Ελλάδα ξεβάφει με την πρώτη βροχή / το νυφιάτικο σεντόνι της στο μπαλκόνι / έχει πάντα την ατιμία του κραγιόν // Η Ελλάδα / η ανεκτέλεστη καταδίκη.
Τότε είναι που στρέφεστε σε λογοτεχνικές μελέτες και στην κριτική –Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα (1995), Βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (1996)– για ν’ ακολουθήσουν αργότερα τα Ματιές ενόλω (2003), Ανέστης Ευαγγέλου (2006), Ο ποιητής και το ποίημα (2010), Ένα πουλί στην άσφαλτο (2013) και Ματιές ενμέρει (2014).
Ποια εσωτερική ανάγκη σάς οδηγεί σ’ αυτήν τη στροφή στον πεζό λόγο; Αντιμάχονται από τότε μέσα σας ο ποιητικός και ο πεζός λόγος ή αλληλοσυμπληρώνονται;
Ποίηση και μελέτη ή κριτική δεν αντιμάχονται καθόλου η μια την άλλη. Αντίθετα, λειτουργούν συμπληρωματικά. Η επίδοση στην κριτική έχει να κάνει καταρχήν με τα ποιητικά μου ενδιαφέροντα. Όταν κανείς φιλοδοξεί να γράψει, πρέπει να διαβάσει και να διαβάσει πολύ, γιατί μαθαίνουμε να γράφουμε μαθητεύοντας σε δασκάλους, σε προηγούμενους ποιητές, αυτούς προπάντων που διασώθηκαν στον χρόνο. Έτσι προέκυψαν τα πρώτα κριτικά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες της Βέροιας Παρατηρητής (1988) και Τοπική Γνώμη (1989) αλλά και στο περιοδικό της Κοζάνης Παρέμβαση (1990). Ύστερα ήρθαν οι μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1990, οι οποίες συνέτειναν στην εντατικότερη ενασχόληση με τη μελέτη και την κριτική ποιητών κυρίως αλλά και πεζογράφων. Εκτιμώ πως χωρίς αυτήν τη δραστηριότητα δε θα ήμουν αυτός που είμαι, όσος κι όποιος, που πάει να πει πως με βοήθησε ιδιαίτερα στη βαθύτερη και ουσιαστικότερη κατανόηση του ποιητικού φαινομένου. Από την άλλη και η ποίηση συμβάλλει με τη σειρά της στην αποτελεσματικότερη οργάνωση του φιλολογικού ή κριτικού κειμένου, καθώς συνεισφέρει κάτι από τη δροσιά της, από την ευαισθησία και το άρωμά της, έτσι που να μετριάζεται η κάποια ψυχρότητα που διακρίνει ενγένει τις φιλολογικές κυρίως θεωρήσεις των λογοτεχνικών έργων. Λέω τις φιλολογικές, γιατί οι κριτικές προσεγγίσεις είναι πιο ζεστές, μια και βρίσκονται πιο κοντά στην ποίηση κι αφήνουν μεγαλύτερο χώρο στη φαντασία και τη διαίσθηση, στην ευαισθησία εντέλει του δημιουργού-κριτικού. Αλλά αυτή είναι μονάχα η δική μου εντύπωση. Μπορεί να κάνω και λάθος.
Πανελλαδικά μπορεί να είστε γνωστός ως ποιητής, στη Βέροια όμως είστε γνωστός και για το εκπαιδευτικό σας έργο. Υπήρξατε εξαιρετικός φιλόλογος και επιτυχημένος σύμβουλος. Τι σας έχουν αφήσει αυτές οι εμπειρίες;
Μα οι εμπειρίες αυτές είναι λίγο πολύ όλη μου η ζωή, τουλάχιστον για ανθρώπους σαν κι εμένα, που μεγάλωσαν με την ηθική της εργασίας. Μιας εργασίας που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι από τις πιο συναρπαστικές. Πόσοι έχουν την τύχη και την ευλογία στην επαγγελματική τους ζωή να συναναστρέφονται νέους και νέες, μονίμως εφήβους; Η δροσιά, η ανιδιοτέλεια και η αθωότητά τους αλλά και η διαρκής προσπάθεια από τη μεριά μας να τους μυήσουμε στη γνώση και στη ζωή έθρεφαν κι εμάς και μας έκαναν να ξεχνούμε τα χρόνια μας που έφευγαν και μας διέφευγαν. Κάτι αντίστοιχο επιχείρησα και με τους συναδέλφους ως σύμβουλος φιλολόγων, αν και με όρους πολύ διαφορετικούς. Σε κάθε περίπτωση προσπάθησα να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα όχι τόσο για τους άλλους όσο για μένα τον ίδιο.
Στις συλλογές που ακολουθούν, Μικρές ανάσες (2010) –υποψήφια για το Κρατικό βραβείο ποίησης και με δεύτερη έκδοση σήμερα– και Χαμηλά ποτάμια (2015), η ποίησή σας γίνεται πυκνότερη από ποτέ, αποδίδοντας με τις λεπτότερες ποιητικές αποχρώσεις εικόνες, γεγονότα, πρόσωπα και συναισθήματα.
Ειδικά ο χρόνος και τα πορτρέτα αγαπημένων προσώπων δίνονται με φιλοσοφική από τη μια αλλά και βαθιά συγκινητική από την άλλη προσέγγιση, που αποπνέει συσσωρευμένη ωριμότητα ζωής και ποίησης.
Σ’ όλες σχεδόν τις συλλογές σας η μορφή του πατέρα παράγει ξεχωριστές ποιητικές στιγμές. Γράφετε πως: κι απάνω στο κέφι θυμάται τον παλιό σκοπό “τραπέζι χρυσοτράπεζο και χρυσοκεντημένο δεν ήμουν νιός καμιά φορά δεν ήμουν παλικάρι” και σπάζει η φωνή δακρύζει το μάτι σαν κλήμα […] κι εκείνος σπίτι που καπνίζει στο χιόνι σιάζει τα μεγάλα του φρύδια ακουμπώντας με δέος το βλέμμα στο τραπέζι του άλλου καιρού.
Τι ήταν για σας ο πατέρας σας, ο Βαγγέλης Μαρκόπουλος; Γιατί κατέχει μια τόσο ιδιαίτερη θέση στην ποίηση σας;
Ό,τι είναι πάντα ένας πατέρας για τα παιδιά του, κάτι σπουδαίο έως εξαιρετικό. Είχα την τύχη να έχω έναν πατέρα δημιουργικό σε όλα τα επίπεδα. Ενώ ήταν αγρότης και οικοδόμος, αγαπούσε πολύ τα γράμματα και ήθελε να σπουδάσουν τα παιδιά του, για να αλλάξουν τη ζωή τους, να φύγουν από τη λάσπη, όνειρο άλλωστε κάθε γονιού τη δεκαετία προπάντων του 1960. Γι’ αυτό κι όταν είχαμε σχολείο, φρόντιζε να μη μας απασχολεί. Αντίθετα, όταν άρχιζαν οι διακοπές μας, έπρεπε οπωσδήποτε κάτι να κάνουμε: στο σπίτι, στον μπαχτσέ, στο αμπέλι, στο καπνοχώραφο, στην οικοδομή. Έτσι ταύτισα μέσα μου τις διακοπές με τη δουλειά, οπότε φαντάζεστε την απορία μου, όταν τον Ιούνιο του 1970 άκουσα κάποιους συμφοιτητές μου να λένε πως θα πήγαιναν διακοπές στα νησιά. Ύστερα ο πατέρας κινούνταν κατά βάση εκτός σπιτιού και είχε πολιτικά ενδιαφέροντα, σε αντίθεση με τη μάνα, παρότι κι εκείνη δεν έλειπε από τις αγροτικές εργασίες. Οι δραστηριότητές του ήταν περισσότερο εκτός και κατά συνέπεια τα περιστατικά στα οποία μπορούσα να είμαι παρών αφορούσαν εκείνον, γιατί κι εγώ σαν παιδί ήμουν διαρκώς έξω από το σπίτι και ως ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια μου συχνά έπρεπε να τον ακολουθώ ενείδει βοηθού.
Εμφανείς οι επιδράσεις στα πρώτα σας ποιήματα του Ρίτσου ή του Βρεττάκου, του Ελύτη αργότερα ή του Αναγνωστάκη, και στα τελευταία του Καβάφη. Με ποιους ποιητές του καιρού μας όμως νιώθετε μεγαλύτερη συγγένεια, αλλά και υπόγειες ρίζες επικοινωνίας;
Φοβάμαι πως είναι δύσκολο να σας πω. Αρμόδια να απαντήσει σ’ αυτό είναι η κριτική. Το ξένο μάτι μπορεί να δει πιο καθαρά τις συνάφειες που υπαινίσσεστε. Αυτός που βρίσκεται μέσα στο δάσος βλέπει μονάχα το δέντρο. Μπορώ να σας πω ποιους διάβασα, αν και θα μου έπαιρνε χώρο πολύ και χρόνο, ποιους ενδεχομένως συμπαθώ, αλλά πόσο συγγενεύω μαζί τους δεν ξέρω. Προφανώς βρίσκομαι πιο κοντά σε ποιητές που έχουν αντίστοιχα μ’ εμένα βιώματα και διακρίνονται για την αμεσότητα, την προφορικότητα και τη ρυθμικότητα της γραφής τους.
Ποιητής και Ποίηση. Ήδη από τα πρώτα σας ποιήματα υπάρχουν για τον ποιητή και την ποίηση ευρηματικότατες συλλήψεις όπως (ο ποιητής): ξεπορτίζει από τις χαραμάδες της μνήμης / μ’ ένα μολύβι κρεμασμένο στον ώμο / και γυρίζει ξημερώματα / κατάκοπος / μ’ ένα ματωμένο ποίημα στη ζώνη ή Την καταπακτή του συντελεσμένου / φοβάται το ποίημα ή ο ποιητής απουσιάζει / στο ορυχείο των στίχων ή Έμπαινα ήδη στο ποίημα / […] / τρένο υπέροχα μόνο / στην απέραντη ερημία της χάρτινης στέπας.
Πώς θα ορίζατε σε πεζό και όχι σε ποιητικό λόγο τους όρους «ποίηση» και «ποιητής»;
Η ποίηση είναι μια ιδιαίτερη μορφή λόγου κι έχει έναν δικό της γλωσσικό κώδικα. Οργανώνει τις λέξεις, τις κάθε είδους λέξεις από όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας, με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλεί συγκίνηση αισθητική, συγκίνηση δηλαδή που απορρέει από την οργάνωση του λόγου κι όχι από το διαλαμβανόμενο γεγονός. Όσο για τον ποιητή αυτός είναι το υποκείμενο που πρέπει να δώσει ύπαρξη στο ποίημα, να χαράξει στη σελίδα τα μαύρα σημάδια που θα ξαναζωντανέψουν μνήμες, αισθήματα, διαθέσεις, εικόνες και ιδέες, ό,τι τέλος πάντων συνιστά τον ανθρώπινο ψυχισμό ή εκπέμπεται από αυτόν.
Ζήσατε και δημιουργήσατε στην επαρχία, και συγκεκριμένα στη Βέροια. Γράφετε: Κατά κάποιο τρόπο / η πόλη είναι μια πόρνη / που ενώ καταγγέλλεις τον ξεπεσμό της / αποζητάς τις ευκαιρίες που σου δίνει / έστω και με κόστος.
Πιστεύετε πως θα ήταν διαφορετική η ποιητική σας πορεία, αν ζούσατε και γράφατε στην Αθήνα;
Πιστεύω ναι. Αν, όπως είπαμε στην αρχή, το περιβάλλον μας διαμορφώνει αποφασιστικά, τότε ναι. Άλλα είναι τα ερεθίσματα του χωριού κι άλλα της πόλης. Στο χωριό μπορείς να περπατάς στο δρόμο και να ξεχνιέσαι. Στην πόλη αν το κάνεις αυτό, χάθηκες. Είναι τόσο το πλήθος των ερεθισμάτων στο άστυ και τόσο πιο έντονα όλα, που δεν μπορεί παρά να ενεργοποιείται περισσότερο κανείς, για να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις. Αν πάλι ενδιαφέρεται για την κουλτούρα και την τέχνη, τότε δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Όλα βρίσκονται και εκτυλίσσονται στο κέντρο, στο υδροκέφαλο κέντρο: διαλέξεις, εκθέσεις, εκδόσεις, μουσικές και θεατρικές πράξεις, κάθε είδους εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα. Για τι πράγμα μιλάμε τώρα;
Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της δικής σας ποίησης είναι η ύπαρξη ρυθμού και θέματος σε κάθε ποίημα και επομένως η δυνατότητα πρόσβασης και κατανόησης από τη μεριά του αναγνώστη. Δυστυχώς σήμερα αυτά τείνουν να εκλείψουν στην κατάθεση των περισσότερων ποιητών. Ποια είναι η άποψή σας ως ποιητή αλλά και ως κριτικού πάνω στο σημείο αυτό;
Νομίζω πως ο ποιητικός λόγος είναι λόγος ρυθμικός. Βέβαια κι ο πεζός λόγος έχει ρυθμό ή πρέπει να έχει, αλλά είναι άλλης τάξης. Ο ρυθμός στο ποίημα σήμερα προκύπτει από τον τρόπο που οργανώνεται ο ελεύθερος στίχος, από τον τρόπο που συνταιριάζει τις λέξεις συντακτικά και νοηματικά κι όχι από την περιοδική εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, όπως έκανε η έμμετρη ποίηση. Είναι ένας ρυθμός που δεν μπορεί να βρίσκεται πολύ μακριά από τη ρυθμικότητα και τους τόνους του καθημερινού λόγου. Όσο για το θέμα πάλι αυτό που επισημαίνετε είναι αλήθεια. Θέλω το ποίημα κάτι να λέει κάθε φορά. Όχι απαραίτητα μια ιστορία. Μπορεί να είναι μια εικόνα, απλώς διάθεση, ένα νεύμα. Θέλω όμως αυτό να μεταφέρεται, όχι ίσως ευθύγραμμα πάντα αλλά πάντως με κάποιον τρόπο, για να μπορεί ο αναγνώστης να δει ένα φως, μια σχισμή έστω, και να μην κλείσει πίσω του την πόρτα. Βέβαια και η ερμητική, η δύσκολη γραφή είναι για τον δημιουργό της μια κατανοητή γραφή, αλλά το ζήτημα είναι τι λέει ο αναγνώστης. Και σε κάθε περίπτωση ας έχουμε υπόψη ότι, όπως υπάρχουν επίπεδα ανάγνωσης, έτσι υπάρχουν και επίπεδα γραφής.
Η κρίση επηρεάζει καταλυτικά τις ζωές μας. Επηρεάζει, πιστεύετε, και την ποίηση;
Αν η ποίηση είναι ένας είδος παλμογράφου της ζωής, τότε σαφώς και η κρίση παίζει τον ρόλο της, παρότι η ανταπόκριση της τέχνης στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος δεν είναι απαραιτήτως αυτόματη, άμεση. Πρέπει να κατακάτσει ο κουρνιαχτός και να μεσολαβήσουν διεργασίες, συνήθως χρονοβόρες, για να προκύψει το έργο τέχνης. Άλλωστε και στις καλύτερες μέρες η ποίηση δεν είχε μείνει από θέματα. Καθώς πάντα βλέπει το πρόβλημα, όχι τόσο το επικαιρικό όσο το διαχρονικό, δε μένει από υλικό. Κι αλήθεια, εξαντλείται ποτέ ο έρωτας, ο θάνατος, ο χρόνος, η φθορά, η αδικία, η αλλοτρίωση και τόσα άλλα; Και δεν πρέπει ίσως να ξεχνάμε ότι τα θέματα επιλέγουν τον ποιητή κι όχι ο ποιητής τα θέματα. Θέλω να πω πως δε γίνονται και δεν είναι εύκολο να γίνουν όλα τα θέματα τέχνη.
Ποιος πρέπει αλλά και μπορεί να είναι ο ρόλος του ποιητή και γενικά των πνευματικών ανθρώπων στις μέρες μας; Μπορεί ν’ ακουστεί η φωνή του ποιητή σαν διαμαρτυρία μέσα στην απόλυτη σιωπή;
Ο ρόλος του ποιητή πρωτίστως είναι να γράφει καλά ποιήματα. Αυτή είναι η δουλειά του κι αυτή τον διακρίνει από τους άλλους ρόλους. Ό,τι έχει να πει καλό είναι να το πει και να το λέει μέσα από το έργο του. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλον πνευματικό άνθρωπο. Αν τώρα νιώθει την ανάγκη κάποιος να παρέμβει και ως πολίτης στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, είναι δικαίωμά του, αρκεί βεβαίως να έχει το ανάστημα, όπως το είχε ο Σεφέρης, όταν έκανε τη γνωστή δήλωση κατά της δικτατορίας. Καλό είναι να ξέρει κανείς και το μπόι και τον ίσκιο του.
———————————————————————————
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια Κοζάνης. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του εστιάζονται στην ποίηση και τη μελέτη της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιήματα και δοκιμιακά του κείμενα, κριτικά και φιλολογικά, δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει εκδώσει οχτώ συλλογές ποιημάτων, τρεις μελέτες και τέσσερα βιβλία με δοκίμια.
Ποίηση
Απόπειρα εξόδου 1975-1981 (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982), Του ανταποκριτή μας (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985), Μοντέλο σώματος (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988), Ανοιγμένη φλέβα (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), Το περίστροφο της σιωπής (Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1996), Τεστ κοπώσεως (Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 2002), Μικρές ανάσες (Μελάνι, Αθήνα 2010), Χαμηλά ποτάμια (Μελάνι, Αθήνα 2015).
Μελέτες–Δοκίμια
Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα (Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1995), Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 (Παρέμβαση, Κοζάνη 1996), Ματιές ενόλω. Αναγνωστάκης. Κύρου. Θασίτης. Χριστιανόπουλος. Ασλάνογλου. Μέσκος. Ευαγγέλου. Μάρκογλου (Σοκόλης, Αθήνα 2003), Ανέστης Ευαγγέλου. Ο ποιητής. Ο πεζογράφος. Ο κριτικός (Σοκόλης, Αθήνα 2006), Ο ποιητής και το ποίημα. Καρυωτάκης. Σαχτούρης. Κέντρου-Αγαθοπούλου. Δημουλά. Χριστιανόπουλος. Μάρκογλου. Γκανάς. Φωστιέρης (Σοκόλης, Αθήνα 2010), Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου (Μελάνι, Αθήνα 2013), Ματιές ενμέρει. Κείμενα κριτικής 1993-2013 (Μελάνι, Αθήνα 2014).