Ηλίας Ανδριόπουλος. Ο μελωδικός και οραματιστής συνθέτης μιας χαρισματικής γενιάς / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Πιστεύω ότι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης πρέπει να καταθέτει τις απόψεις του και οφείλει να είναι τολμηρός απέναντι στην εποχή του. Έτσι διαφοροποιείται από τον ρηχό καθημερινό λόγο πολιτικών και τεχνοκρατών, που μας εξαντλεί και μας στοιχειώνει. (Ηλίας Ανδριόπουλος)
Είναι ο συνθέτης που εκπροσωπεί μια ολόκληρη γενιά. Τη γενιά που θέλησε ν’ αλλάξει τη μοίρα της Ελλάδας, που έζησε στα νιάτα της τη Δικτατορία, τη Μεταπολίτευση, που αγωνίστηκε, πόνεσε, ονειρεύτηκε και στο τέλος διαψεύστηκε.
Τα τραγούδια του έγιναν σύμβολα εκείνην την εποχή και εκείνοι που τα τραγούδησαν σε διαδηλώσεις ή στις παρέες τα βράδια έσμιξαν τη μουσική τους με τους έξοχους στίχους ποιητών – στιχουργών. Ποιος δεν τραγούδησε από τη γενιά του τα “Γράμματα στο Μακρυγιάννη”, ή τα “Λαϊκά προάστια”; Ήταν η εποχή που “τα όνειρα ήθελαν να πάρουνε εκδίκηση”. Τότε, που όλοι σχεδόν ονειρευόμασταν…
‘Όμως, και τώρα, τα τραγούδια του, σε εποχή πολιτιστικής παρακμής, εξακολουθούν να έχουν το ειδικό τους βάρος και να συγκινούν ένα συνειδητοποιημένο κοινό.
Άνθρωπος φύσει ευγενικός και προσιτός, χαρισματικός συνθέτης ο Ηλίας Ανδριόπουλος, μελωδικός αλλά και στοχαστής συνάμα, με ένα background σπάνιας επιστημονικής μουσικής συγκρότησης, ανήσυχος, ψάχνοντας πάντα καινούριους μουσικούς δρόμους, με ένα παρελθόν δεμένο με τις καλύτερες ελληνικές φωνές να τραγουδούν τα τραγούδια του, συνεχίζει την πορεία του “με στοχασμό και μ’ όνειρο”, όπως λέει ο Σολωμός, διανύοντας μια άνυδρη εποχή, όπως η σημερινή.
Μιλά στη Φαρέτρα για το παρελθόν, για την εποχή που η μουσική του αγαπήθηκε πολύ, καθώς έγινε συνεκτικός κρίκος μιας χαρισματικής γενιάς που αγωνιζόταν και ονειρευόταν, μιλά για την πορεία της μουσικής του μέσα στο χρόνο, μιλά για το σήμερα, τον πολιτισμό και την πολιτική, αλλά και για το χρέος του καλλιτέχνη απέναντι στα πράγματα της εποχής του.
Μια φωνή δυνατή, σοβαρή, αυτοκυριαρχημένη, με γνώμονα πάντα το όραμα για το αύριο.
……………………….
Γεννιέστε σ΄ένα μικρό χωριό της Ηλείας στο Λατζόι δίπλα στην Αρχαία Ολυμπία, και μέσα στα 74 χρόνια που σας χωρίζουν από εκείνη την ημερομηνία διαγράφετε μία πορεία γεμάτη έξοχες συνεργασίες, δημιουργικές στιγμές, οράματα, επιτυχείς εμφανίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πως εκείνο το μικρό παιδί του χωριού διαμόρφωνε τότε τον χαρακτήρα του; Με ποιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις; Πώς γεννιόταν μέσα του η Μουσική;
Εκείνα τα χρόνια, μιλώ για την δεκαετία του 1960, τα παιδιά που μεγαλώναμε στα χωριά αντιμετωπίζαμε αρκετές δυσκολίες. Στην περίπτωση την δική μου τα πράγματα ήταν ακόμα πιο περίπλοκα, γιατί οι συνθήκες της εποχής δεν ευνοούσαν μία τέτοια εξέλιξη. Μουσικές σπουδές δεν μπορούσαν να υπάρξουν. Περιβάλλον αγροτικό, αδιάφορο έως αρνητικό, παρότι είχε αρχίσει να εντοπίζεται η κλίση και το ενδιαφέρον μου προς την μουσική. Βέβαια από την άλλη, εμποτίστηκε ο συναισθηματικός μου κόσμος με αρκετά θετικά και εννοώ τα βιώματά μου με τον λαϊκό κόσμο, κάτι που είναι πολύτιμο να προστίθεται στην συγκρότηση ενός μελλοντικού δημιουργού. Γιατί όλα τα γνήσια στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού λειτουργούσαν αυθεντικά και ανόθευτα εκείνα τα χρόνια στην ελληνική επαρχία. Δεν μας είχε ακόμα ανταμώσει το σύμπτωμα της αλλοτρίωσης. Αυτό σε σχέση με την μουσική μου παιδεία συγκρότησαν την βαθύτερη υπόστασή μου ως καλλιτέχνη. Θα έλεγα ότι η μουσική δεν σχηματιζόταν μέσα μου εύκολα, γιατί έπρεπε να απομονώσω τις επιρροές που είχα ως νέος, όταν ανακάλυπτα και θαύμαζα τα μεγάλα έργα και τους κορυφαίους συνθέτες, ώστε να βρω τον δικό μου προσωπικό ρυθμό.
Μετακίνηση στην Αθήνα ή καλύτερα φυγή στην Αθήνα. Άλλα σύνορα, άλλοι ορίζοντες, άλλες ευκαιρίες. Τι σας περιμένει εκεί; Σπουδές; Δουλειά; Τι;
Στην Αθήνα βρέθηκα μόνος να δουλεύω την ημέρα και τα βράδια να σπουδάζω μουσική, με την κρυφή ελπίδα να γίνω συνθέτης. Έτσι γνωρίζω καινούργια πράγματα, αρχίζω νέες φιλίες, κάνω νέα αρχή. Μου έλειπε όμως το Ολύμπιο φως του τόπου μου, οι φίλοι που άφησα στο χωριό, και ό,τι θετικό με είχε σημαδέψει ως έφηβο.
Πότε η αφιερωματική διαδικασία στη μουσική μετατρέπεται σε ανάγκη για σύνθεση; Ποια είναι τα πρώτα τραγούδια; Κυκλοφόρησαν;
Η μουσική, που ανακάλυπτα κατά την διάρκεια των σπουδών, μου γέμιζε την ψυχή και απογείωνε την φαντασία μου. Προσδοκούσα κάποια στιγμή να αναπλαστεί και να δοθεί ως δημιούργημα μέσα από τα δικά μου καλλιτεχνικά φίλτρα. Θεωρώ ότι κάθε νέος συνθέτης πειραματίζεται πάνω σε συνθετικούς δρόμους, ώστε να γνωρίσει τα όριά του και να ανακαλύψει το ταλέντο του. Η υπόθεση αυτή είναι μία συναρπαστική δημιουργική άσκηση, λυτρωτική, αλλά και βασανιστική από την άλλη.
Πρώτη εμφάνιση με μεγάλη απήχηση στο Ακροπόλ, το 1975 , να σας παρουσιάζει στο κοινό ο Μάνος Κατράκης. Πώς εξηγείται η επιτυχία αλλά και η προβολή ενός τόσο νέου, άγνωστου συνθέτη, από μια προσωπικότητα σαν τον Κατράκη;
Κοιτάξτε, η επιτυχία της πρώτης μου συναυλίας στο Ακροπόλ, οφείλεται νομίζω περισσότερο στο έντονα φορτισμένο κλίμα εκείνης της εποχής. Όσοι έχουν ζήσει σε αυτά τα χρόνια καταλαβαίνουν τι θέλω να πω. Οι νέοι ανήσυχοι, προβληματισμένοι, βαθιά πολιτικοποιημένοι, ανακάλυπταν αστραπιαία τον ερχομό ενός νέου συνθέτη. Αυτό συνέβη και στην περίπτωσή μου. Οπωσδήποτε η προσωπικότητα και το κύρος του Μάνου Κατράκη να με συστήσει στο αθηναϊκό κοινό, ήταν για εμένα άκρως τιμητικό γεγονός και σε σχέση με τους καλούς ερμηνευτές που συμμετείχαν στην πρώτη μου συναυλία, θα έλεγα ότι αυτό συνέβαλε κατά πολύ στην μετέπειτα καλλιτεχνική μου εκτόξευση.
Κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος σε ποίηση Σεφέρη με τίτλο “Κύκλος Σεφέρη” και δύο εκπληκτικές φωνές, τον Νίκο Ξυλούρη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Γιατί Σεφέρης;
Ο Σεφέρης ήταν για μένα ο μεγάλος ποιητής, ο τελευταίος μεγάλος Διδάσκαλος. Η γενιά μου είχε βαθιά επηρεαστεί τόσο από το ποιητικό του έργο, όσο και από τις Δοκιμές του, αλλά ίσως περισσότερο από την σπουδαία προφητική του δήλωση κατά της επαίσχυντης Δικτατορίας. Παρακινδυνευμένο να αναμετρηθώ αδοκίμαστος με την ποίησή του, αλλά όταν είσαι νέος λειτουργεί περισσότερο η παρόρμηση και ο ενθουσιασμός και δεν το σκέφτεσαι πολύ αυτό. Αφουγκράζεσαι τι συμβαίνει γύρω σου, βλέπεις πώς κινείται η εποχή σου και προχωράς με την διαίσθησή σου, με την ελπίδα ότι ο χρόνος θα δείξει.
Δυο χρόνια μετά κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος “Εικόνες” και αρχίζουν συνεργασίες με λαμπρά ονόματα στιχουργών-ποιητών. Μάνος Ελευθερίου, Νίκος Γκάτσος. Πόσο εύκολο είναι να συναντηθεί και να συνεργαστεί κανείς με τέτοια ονόματα;
Ο δίσκος «Εικόνες» περιείχε μουσική και τραγούδια, που είχα γράψει για ένα λαογραφικό ντοκιμαντέρ του Μανώλη Μαυρομάτη, με θέμα την Ελλάδα του χθες και του σήμερα. Ένα μελωδικό ταξίδι σε τοποθεσίες ελληνικές:΄Ηπειρος, Κρήτη, Ιόνιο, Πελοπόννησος, Αιγαίο, Μακεδονία κλπ, όπου ανάλογα με την περιοχή προσάρμοζα και την μουσική μου. Κάποια θέματα από αυτή την μουσική τα χρησιμοποίησα αργότερα στο έργο μου «Κοντσέρτο για σαντούρι και ορχήστρα».
Την ίδια χρονιά συναυλία στο Λυκαβηττό, με μεγάλη επιτυχία, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών! Είναι η πολιτιστική αναγέννηση μετά την εφτάχρονη δικτατορία, που επιτρέπει την είσοδο νέων και φερέλπιδων καλλιτεχνών στο Φεστιβάλ; Δεν υπάρχουν τότε αγκυλώσεις και επιλογές “ημετέρων”, όπως σήμερα;
Ήταν τα χρόνια μετά την δικτατορία, όπου αναζητούσαμε μέσα από την παράδοσή μας, την σύγχρονη ταυτότητά μας. Είχαμε την αίσθηση, ότι συμμετείχαμε σε μία νεοελληνική πολιτιστική αναγέννηση. Και δεν ήταν μόνο οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν σε αυτό. Συμμετείχε σχεδόν όλος ο κόσμος και περισσότερο οι νέοι εκείνου του καιρού. Μας παρέσυρε ένας δημιουργικός οίστρος, ένας ενθουσιασμός, που μας απογείωνε στα ύψη. Δύσκολο να κατανοηθεί αυτό σήμερα. Θα έλεγα , ότι υπήρξα ευνοημένος από την τύχη, γιατί οι συναυλίες μου στο θέατρο Λυκαβηττού, τον Αύγουστο του 1978, αποτέλεσαν ένα μεγάλο βήμα για την καθιέρωσή μου. Αμέσως μετά κυκλοφόρησαν τα «Γράμματα στο Μακρυγιάννη». Ξέρετε, υπήρξαν στο παρελθόν κάποιοι χώροι με ιδιαίτερο κύρος και ένας από αυτούς ήταν τότε το θέατρο Λυκαβηττού, όπου η παρουσία ενός νέου συνθέτη, αποτελούσε από μόνη της το γεγονός. Στους ιδιαίτερους χώρους ανήκε το Ηρώδειο, η Επίδαυρος και προστέθηκε και το θέατρο Λυκαβηττού. Δυστυχώς η κατάπτωση των πάντων, που ακολούθησε, τα κατέστρεψε όλα. Δείτε τι συμβαίνει κάθε καλοκαίρι στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο, στον Λυκαβηττό και θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Ο Ηλίας Ανδριόπουλος, όμως, αγγίζει τις πιο ευαίσθητες λαϊκές χορδές και γίνεται πλατιά γνωστός με τα “Γράμματα στο Μακρυγιάννη” και τα “Λαϊκά Προάστια”. Και ποιος από τη γενιά μας, (γιατί ανήκω στη γενιά σας), δεν τα τραγούδησε! Καλογιάννης και Πρωτοψάλτη στον πρώτο δίσκο, Μπέλλου και χορωδία στον δεύτερο. Ελευθερίου και Μπουρμπούλης οι στίχοι. Γιατί πιστεύετε πως είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία οι δύο αυτοί αντιπροσωπευτικοί σας δίσκοι;
Θέλω να πιστεύω ότι αυτό συνέβη, γιατί το έργο μου ανταποκρίθηκε στο καθαρό αίσθημα του κοινού. Έτσι απλά. Δεν περιέχει ψευτιά, και νομίζω αντιστοιχεί σε ένα, κατά την γνώμη μου, καλλιεργημένο αισθητικά κοινό με υψηλό γούστο. Θα ήθελα να σας γνωρίσω εν συντομία, το κλίμα που επικρατούσε τότε, το οποίο έκανε και εμένα και άλλους άξιους συναδέλφους μου, να γράψουμε μουσικές και τραγούδια , που συχνά αναφερόμαστε και σήμερα σε αυτά. Αρκετά μεσημέρια ανταμώναμε συνθέτες, ποιητές, στιχουργοί, δημοσιογράφοι και άλλοι στα γραφεία της ΛΥΡΑ και ανταλλάσσαμε απόψεις, προβληματισμούς, συζητώντας έως αργά το βράδυ. Θυμάμαι με πολλή αγάπη και νοσταλγία εκείνες τις συναντήσεις, όπου κανένας μας δεν είχε στόχο μία επιπόλαιη επιτυχία, που θα μπορούσε να μας αποφέρει χρήματα. Αναζητούσαμε όλοι μας την σοβαρή καλλιτεχνική έκφραση, μέσα από τον προσεγμένο στίχο, την σωστή μουσική, τον καλό ερμηνευτή κλπ. Με λίγα λόγια, παίρναμε αρκετά σοβαρά το τραγούδι και αυτό ο κόσμος μας το ανταπέδωσε με την διαχρονική του αγάπη. Δεν σκαρώναμε κάποια πρόχειρα τραγουδάκια προς τέρψη, αλλά είχαμε την αίσθηση ότι δημιουργούσαμε….
Ακολουθούν οι “Προσανατολισμοί” σε ποίηση Ελύτη και στην πορεία μελοποίηση ακόμη και του Κάλβου. Τι δίνει η ποίηση στη μουσική και πόσο η μία δυναμώνει την άλλη με τη συμπόρευσή τους προς μια τρίτη διάσταση;
Κοιτάξτε. Σε ό,τι μας αφορά ως Έλληνες, η σύζευξη μουσικής και ποίησης μάς γυρίζει πίσω στην μακρινή μας αρχαιότητα, όπου ο στίχος των ποιητών ντυνόταν πάντα με μουσική, για να είναι πιο ελκυστικός στο κοινό. Ποτέ δεν απαγγελλόταν μόνος του ο στίχος χωρίς μουσική. Στα νεότερα χρόνια, με την εξέλιξη της έντεχνης μουσικής στην Ευρώπη, οι μεγάλοι κλασσικοί συνθέτες μουσικοποιούσαν ίσως με πιο απόλυτο, ακραίο καλλιτεχνικό τρόπο, την ποίηση και εκ του γεγονότος αυτού προέκυψαν τα περίφημα κλασσικά Lied . Εμείς, εννοώ τους συνθέτες στην Ελλάδα, φορείς μίας άλλης παράδοσης, προσεγγίσαμε την ποίηση, κομίζοντας προς αυτήν λαϊκά μουσικά στοιχεία, λαϊκά μουσικά υλικά. Εδώ νομίζω, εντοπίζεται η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος. Γι αυτό στον τόπο μας, οι μουσικοποιήσεις των ποιητών μας αγαπήθηκαν από πλατιά μουσικόφιλα στρώματα. Βέβαια, το τραγούδι που προκύπτει από τον ποιητικό στίχο, αποκτά μία άλλη ηχητική διάσταση και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και προσήλωση στην ακρόασή του. Σε ό,τι με αφορά θέλω να πιστεύω, ότι οι «Προσανατολισμοι» του Ελύτη , αι «Ωδαί» του Κάλβου , οι «Αργοναύτες» των Σεφέρη- Γκάτσου- Ελευθερίου, καθώς και άλλες μελοποιήσεις μου αποτελούν το θεμέλιο της καλλιτεχνικής μου εξέλιξης.
Οι ωραιότερες φωνές της Ελλάδας έχουν τραγουδήσει τραγούδια σας. Ξεκινάτε μ’ έναν Ξυλούρη, Πρωτοψάλτη, συνεχίζετε με Καλογιάννη, Μπέλλου και αγκαλιάζετε Μητσιά, Μοσχολιού, Βενετσάνου, Δημητριάδη, Δημητράτο, Μπάκα, Φόρτη… Πόσες φωνητικές και ερμηνευτικές αποχρώσεις! Τι παίρνει η μουσική σας από κάθε συνεργασία;
Όπως το λέτε. Οι ερμηνευτές που κάθε φορά καλούνται να ερμηνεύσουν τα τραγούδια μας, ή κάτι πιο περίτεχνο, πρέπει να ανταποκρίνονται στο ύφος και στον χαρακτήρα της μουσικής μας, κι αν είναι δυνατόν να μην είναι προσκολλημένοι στην ισοπεδωτική εμπορική αντίληψη. Διάλεγα τον κάθε ερμηνευτή, που αντιστοιχούσε στο κλίμα του εκάστοτε έργου μου. Θέλω να πω ότι δεν θα έβαζα ποτέ την Μπέλλου να τραγουδήσει τους Προσανατολισμούς, ούτε μία λυρική ερμηνεύτρια τα Λαϊκά Προάστια. Από τις συνεργασίες μου με όλα αυτά τα σπουδαία ονόματα που αναφέρατε, κρατώ την ξεχωριστή σχέση μου με τον καθένα, γιατί με δένουν μαζί του αισθήματα αγάπης, φιλίας και πολύ όμορφων αναμνήσεων. Τώρα, που έχει περάσει καιρός από τις παλιές ηχογραφήσεις μου, θεωρώ ότι οι ερμηνευτές που επέλεξα έχουν ταυτιστεί απόλυτα με τα τραγούδια μου.
Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, η Ορχήστρα των Χρωμάτων, η Suisse Romande της Γενεύης, η English Players του Λονδίνου, η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, η Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ) κλπ. αλλά και αίθουσες και χώροι υψηλού κύρους, όπως η Alte Oper της Φραγκφούρτης, το Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, το Victoria Hall της Γενεύης, το Berwaldhallen της Στοκχόλμης, το WDR της Κολωνίας, το Ηρώδειο πρόσφατα, έχουν φιλοξενήσει την μουσική σας. Πέρα από την ικανοποίηση που προσφέρει κάτι τέτοιο, ποιες αντιδράσεις έχει το ξένο κοινό σε σχέση με το ελληνικό; Πόσο είναι διαφορετικό:
Πέραν του τραγουδιού, που το θεωρώ τον ακρογωνιαίο λίθο της μουσικής τέχνης, προεκτείνω την μουσική μου σε περιοχές, όπου αναπτύσσεται η έντεχνη πλευρά του έργου μου. Εδώ, η έμπνευση και το συναίσθημα ισορροπούν με τον στοχασμό, απαραίτητο στοιχείο για να προχωρήσεις την μουσική σου σε άλλα πιο δύσκολα δημιουργικά μονοπάτια. Είχα την μεγάλη τύχη να παιχτεί η μουσική μου από σπουδαίες ορχήστρες και να ακουστεί σε χώρους υψηλού κύρους στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αυτό μου προσθέτει μία ιδιαίτερη ικανοποίηση , γιατί νοιώθω πως έτσι ασκούμαι πέραν των άλλων, ώστε να ξεπεράσω τα καλλιτεχνικά μου όρια και να ανοιχτώ στο αρχιπέλαγος της τέχνης, που είναι πάντα ανεξερεύνητο. Νομίζω στο άκουσμα μιας καλής μουσικής το κοινό αντιδρά και ανταποκρίνεται πάντα, είτε εδώ, είτε στην Ευρώπη, με τον ίδιο τρόπο. Συγκινείται και την δέχεται για δική του. Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί και στην ακρόαση μιας κακής, απωθητικής μουσικής.
Και περνάμε σε διαλέξεις σε ξένα και ελληνικά πανεπιστήμια και στη συγγραφή δοκιμίων, «Αφήγηση των Ήχων» (Κέδρος, 2006), «Αντι–Ηχήσεις» (Μαΐστρος, 2008) και «Το Αίνιγμα μιας Γενιάς» (Αργοναύτες, 2013). Τι οδηγεί και σ’ αυτήν την επιπλέον έκφραση;
Πρόκειται για ένα παράλληλο με την μουσική μου τρόπο έκφρασης, που αφορά τις θεωρητικές μου απόψεις, όπως καταγράφονται στον γραπτό μου λόγο. Νομίζω ότι το ένα συμπληρώνει το άλλο, γιατί τα δοκίμιά μου, πέντε τον αριθμό, που έχουν εκδοθεί, περιστρέφονται γύρω από γνώριμα θέματα, όπως η μουσική, το τραγούδι, ο πολιτισμός, η λαϊκή παράδοση, η Ελλάδα, η πολιτική κ.α. Πιστεύω ότι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης πρέπει να καταθέτει τις απόψεις του, και οφείλει να είναι τολμηρός απέναντι στην εποχή του. Έτσι διαφοροποιείται από τον ρηχό καθημερινό λόγο πολιτικών και τεχνοκρατών, που μας εξαντλεί και μας στοιχειώνει. Οι διαλέξεις μου περιστρέφονται και αυτές γύρω από τέτοια θέματα. Ξέρετε, η θεωρητική ματιά ενός δημιουργού, αν αποκτά ένα ενδιαφέρον, αυτό συμβαίνει, γιατί προσπαθεί να αναδείξει τις σκέψεις του και τους οραματισμούς του σε ένα διαφορετικό επίπεδο μεταχειριζόμενος μια γλώσσα διαφορετική.
Δυο τελευταίες συναυλίες σας φέτος το καλοκαίρι, η μία στη δική μας Νάουσα της Ημαθίας και η άλλη στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, μάγεψαν το κοινό που τις παρακολούθησε, θυμίζοντας άλλες εποχές. Μπορεί το κλίμα που έχει επικρατήσει στο μουσικό στερέωμα με τους διάττοντες αστέρες, το κλίμα της αμέλωδης βαρβαρότητας, να μεταστραφεί;
Έχετε δίκιο. Αυτές οι δύο συναυλίες, υπό την μορφή τιμητικών αφιερωμάτων, έφεραν κοντά, στη Νάουσα και στους Φιλίππους, αλλά και σε άλλες πόλεις που έγιναν αντίστοιχα αφιερώματα, ένα εκλεκτό φιλόμουσο κοινό, που ένα μεγάλο μέρος του πορεύτηκε μαζί μου και μας ενώνει μια βαθιά βιωματική σχέση, γόνιμη και ονειρική. Από την άλλη βέβαια, υπήρξε και υπάρχει και το νεότερο κοινό που έρχεται στις συναυλίες μου και το εντοπίζει κανείς στην πιο εκλεκτική του μορφή. Αποτελεί αυτό μεγάλη ικανοποίηση για εμένα, γιατί επιβεβαιώνεται η διαχρονικότητα μιας ευαισθησίας που αγγίζει καινούργιους ανθρώπους. Την πρωτοβουλία τέτοιων αφιερωμάτων την παίρνουν συνήθως τοπικά καλλιτεχνικά σχήματα, χορωδίες κλπ και αρκετές φορές συμμετέχουν και οι Δήμοι. Ομολογώ ότι τέτοιες ανταμώσεις μού δίνουν μεγάλη χαρά και με συγκινούν.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Κύκλος τραγουδιών; Συμφωνική Μουσική; Τι;
Κοιτάξτε. Παρότι τα περιθώρια έχουν στενέψει, δεν σταματώ να γράφω, να σχεδιάζω και να επιδιώκω την καλλιτεχνική μου επαφή, κυρίως μέσω συναυλιών, με τους φίλους της μουσικής μου. Βέβαια, ορθώνονται εμπόδια και δυσκολίες τεράστιες. Το επίσημο κράτος δεν συμμετέχει. Αδιάφορο έως εχθρικό. Οι σύμμαχοι του παρελθόντος δεν υπάρχουν και η δισκογραφία που εκδίδαμε το έργο μας, έχει καταρρεύσει. Μια άλλη αντίληψη, ρηχή και αισθητικά επικίνδυνη, έχει κυριαρχήσει σήμερα σε σχέση με το τραγούδι, όπου δυστυχώς τον αρνητικό τόνο εδώ τον δίνει η ιδιωτική τηλεόραση και τα περισσότερα διαδικτυακά μέσα.
Ερχόμαστε στο σήμερα. Πολιτική και Πολιτισμός. Αλληλένδετα! Γιατί οδηγηθήκαμε σε παρακμή και στα δυο; Και όχι μόνο παρακμή, αλλά και επικίνδυνες για τον πολίτη συμπεριφορές και στους δύο τομείς. Γιατί ο κόσμος δεν αντιδρά, δεν αγωνίζεται, δεν τραγουδά τον καημό του και τα αδιέξοδά του; Ποιοι είμαστε σήμερα ως Έλληνες; Τι έφταιξε, τι φταίει;
Τα τόσα σοβαρά θέματα που θέτετε με την ερώτησή σας, τα θίγω στο τελευταίο μου δοκίμιο, «Σκηνές και Εικόνες μιας Εποχής», προσπαθώντας και εγώ να καταλάβω τι συμβαίνει, ώστε να μπορέσω να δώσω την προσωπική μου εξήγηση στα πράγματα. Το δυσάρεστο σε αυτήν την ιστορία είναι ότι μία μεγάλη κατηγορία ανθρώπων, ιδιαίτερα νέων, έχουν ασπασθεί την αισθητική κατρακύλα, αυτήν την παρακμή, χωρίς κρίση και ερωτηματικά. Βλέπετε, έχει διαρραγεί το συλλογικό συναίσθημα, που εμείς οι παλιότεροι το γνωρίσαμε στην ακμή του μετά την μεταπολίτευση, όπου μέσω ενός καλού τραγουδιού, οδηγούμεθα στην κατάκτηση και άλλων αισθητικών και πνευματικών πραγμάτων. Άρα, το «εμείς που ζήσαμε φτωχοί» ποιόν να εκφράσει σήμερα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο που έχει στεγνώσει από ευαισθησίες, όταν η κατανάλωση, το χρήμα και στη συνέχεια η αλλοτρίωση δηλητηριάζουν αθεράπευτα την σκέψη και το συναίσθημα; Συχνά σκέφτομαι τι έγινε και μετά από μία μεγάλη πολιτιστική ευφορία, μία λαϊκή ανάταση που προηγήθηκε, να πέσουμε έτσι στα τάρταρα. Είναι ένα ερώτημα πού δύσκολα μπορείς να απαντήσεις. Πολλές είναι οι αιτίες και πολλά έχουν φταίξει.
Πέρα όμως από αυτά τα αποκαρδιωτικά που μας κυκλώνουν, πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι και να προσδοκούμε το καλύτερο. Γιατί γνωρίζουμε, ότι το κάλπικο είναι νομοτελειακός κανόνας να το σαρώνει πάντα ο χρόνος. Πιστεύω ότι σε κάποια στροφή της ζωής, οι άνθρωποι θα ξαναπιάσουν το νήμα το σωστό και θα προχωρήσουν. Τότε θα ανθίσει και το καινούργιο τραγούδι.
Φωτογραφίες: Αρχείο Ηλία Ανδριόπουλου
……………
Για τη συναυλία που οργάνωσε η πόλη της Νάουσας τιμώντας τον Ηλία Ανδριόπουλο, καλοκαίρι 2024, μπορείτε να διαβάσετε: