Γράμματα & Τέχνες Πολιτισμός Συνεντευξεις Τοπικά

Σούλης Λιάκος. Στους δρόμους της μνήμης, της μουσικής και της υπαρξιακής αναζήτησης / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

 Σαν μια πετρούλα ξεκινώ και φτάνω χελιδόνι
σαν κύμα που τα παρατάει και πάει να γίνει χιόνι  (Σούλης Λιάκος)

Χρόνια τώρα ο Σούλης Λιάκος, ο δικός μας Σούλης της Βέροιας, ένα παιδί που δε μεγάλωσε και δε θα μεγαλώσει ποτέ, αναζητά τον εαυτό του μέσα από τη μνήμη, τη μουσική, τους ανθρώπους, τα ανόθευτα συναισθήματα, με στόχο το ποιος είμαι, πού πάω, γιατί…

Μέσα σ’ αυτήν τη διαρκή αναζήτηση το ταλέντο του και ο χαρακτήρας του τον οδήγησαν σε δίσκους που έχουν τη δική του σφραγίδα, σε μελωδίες, που ξεκινώντας από βαθιές ρίζες αγγίζουν τις φυλλωσιές του σήμερα, σε κομμάτια γραφής που αποτυπώνουν τις αναζητήσεις, αλλά και τις μνήμες του.

Είτε με τα έξοχα κείμενά του στο “Με δυο πούπουλα στην πλάτη”, όπου η παλιά Βέροια αναπνέει ζωντανή, είτε πετώντας με τον δίσκο του “Την μπέρτα μου ανεμίζω”, είτε σκαρφαλώνοντας με οδύνη στο μουσικό του “Μέσα μου βουνό”, είτε ντύνοντας με ήχους διονυσιακούς ή λυρικούς τη βλάχικη γλώσσα του Βασίλη Νιτσιάκου, στο μοναδικό “Ω λέλε” που, ενώ πολλοί δεν την ξέρουμε, μας συγκινεί μέσα από τη μουσική του Λιάκου, ο Σούλης είναι  μια προσωπικότητα που ανήκει στην πόλη του, στην πόλη του που αγαπά.

Μιλάει στη Φαρέτρα για τη Βέροια των παιδικών του χρόνων, τις μνήμες και τις μυρωδιές της γειτονιάς του, τα τραγούδια της που έγιναν μέσα από το φίλτρο της ευαισθησίας του δικά του τραγούδια, μιλάει για την αντιδιαστολή ανάμεσα στο επάγγελμα και τη δημιουργία, για τη διαρκή μουσική αναζήτηση, αλλά και για την άλλη, τη δυσκολότερη, την υπαρξιακή.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Σούλης, ένας αιώνιος έφηβος με γαλανά καθαρά μάτια, γεμάτα αλήθεια, ξεδιπλώνει τις πτυχές της… “μπέρτας” του σε πάνω από δυο ώρες κουβέντα, που το απόσταγμα της είναι αυτή η συνέντευξη…

………………………

………………………………………..

Επιστήμη και Τέχνη. Φαρμακοποιός και μουσικός στη Βέροια. Αλλά όλοι, όταν λένε “ο Σούλης”, εννοούν τον άνθρωπο και τον μουσικό, τον συνθέτη. Ο φαρμακοποιός εξαφανίζεται, δεν ενδιαφέρει, χωρίς αυτό να σημαίνει υποβάθμιση του επαγγέλματος. Λοιπόν, Σούλη, πόσο τα παιδικά σου χρόνια διαμόρφωσαν το χαρακτήρα σου, τον ελεύθερο και ανήσυχο; Σε ποια Βέροια γεννήθηκες και μεγάλωσες;

Ήμουν ένα πολύ ανήσυχο και ευαίσθητο παιδί, ένα παιδί που έκλαιγε πολύ και αποζητούσε διαρκώς μια αγκαλιά. Στη Βέροια της εποχής εκείνης οι γυναίκες κάθονταν μπροστά στις πόρτες, (υπήρχε η έννοια της γειτονιάς), κι εγώ πήγαινα από αγκαλιά σε αγκαλιά και άκουγα τις ιστορίες τους. Αυτό με ηρεμούσε…

Το περίεργο είναι πως από πολύ μικρό με φόβιζε η αίσθηση του θανάτου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακόμα. Τι συνέβαινε; Ήταν η καλλιτεχνική μου φύση, ήταν η φάση που διαμορφωνόταν ο ψυχισμός; Ανεξήγητο… Αγωνία θανάτου, που ξεχάστηκε γύρω στα δεκατέσσερα. Ακόμα το ψάχνω…

Βέβαια, και η εμφάνισή μου στα  παιδικά χρόνια με κυνηγούσε. Πυρόξανθα μαλλιά, φακίδες, με κορόιδευαν κοκκινοτρίχη στη γειτονιά! Στο σχολείο δεν ήμουν καλός μαθητής, η φάτσα μου ήταν έτσι, και φυσικά η απήχηση που είχα στα κοριτσάκια ήταν μηδαμινή.

Στην εφηβεία γίνεται μεταστροφή. Τα κορίτσια αρχίζουν να με κοιτάζουν κι εγώ παίρνω τα πάνω μου.

Πρωταγωνιστής, λοιπόν, ενός έργου με συμπρωταγωνιστές την οικογένεια και σκηνικό τη Βέροια της δεκαετίας του ’50.

Ο πατέρας μάστορας, χτίστης Αρβανίτης από το Λέχωβο, πολύ καλός στη δουλειά του, χτίστης από παράδοση, από παππούδες. Οι παππούδες μου, το συνάφι τους, γύρω στα 50 άτομα, χτίσανε το Βυζαντινό Μουσείο της πόλης, δηλαδή τον παλιό Μύλο του Μάρκου. Και τους περισσότερους μύλους στις αρχές του 20ου αιώνα αυτοί τους χτίσανε. Όμως, σχεδόν, πάντα ήταν απών, γιατί η δουλειά του τον ανάγκαζε να λείπει.

Τον βλέπαμε μόνο τις  Κυριακές εγώ κι ο αδελφός μου. Ερχότανε Σάββατο βράδυ αργά και έφευγε Δευτέρα πρωί . Μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο κι από το Αντάρτικο, γιατί ήταν αξιωματικός του ΕΛΑΣ.

Μεγάλωνα, λοιπόν, με τη μάνα μου σε μια προσφυγική γειτονιά, κάπου κοντά στο γήπεδο, όπου οι αυλές που μεγαλώνουμε είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Το σπίτι της κυρά Ελισώς, το σπίτι της κυρά Χρυσούλας, της κυρά Ρεβέκας, του Κυριάκου του μπακάλη… Άνοιγαν οι πόρτες και σου έλεγαν “Έλα πάρε μια φέτα ψωμί να φας, τώρα που παίζεις”.

Δέκα – είκοσι σπίτια και είχαν μια ολόκληρη μυθολογία! Ιστορίες για τη Μικρασία κάτω απ’ την κληματαρία, άλλη γειτόνισσα να τραγουδάει ποντιακά, άλλο σπίτι ντόπιου να ανοίγει την πόρτα του και να μυρίζει μήλο, γιατί τα αποθηκεύανε στα σπίτια.

Αλλιώς μύριζαν τα σπίτια… Σόμπες της φτώχειας που έκαιγαν με πριονίδι και πάνω τους πορτοκαλόφλουδες. Λειτουργούσαν όλες οι αισθήσεις μας τότε. Και οι πέντε! Μυρωδιές και ήχοι που πέθαναν στην εποχή μας…

Η γνώση δεν είναι πληροφορία, όπως θεωρείται στην εποχή μας. Η γνώση προέρχεται και από τις πέντε αισθήσεις. Η γνώση είναι βίωμα.

Πότε και πώς ξεκινάει ο έρωτας για τη μουσική;

Η γειτονιά όλη ακούει Καζαντζιδη. “Μαντουβάλα, αγάπη γλυκιά μου…”. Εμείς έχουμε ραδιόφωνο, η γειτονιά δεν έχει, η μαμά σηκώνει το σεμεδάκι που σκεπάζει το ραδιόφωνο κι η γειτονιά πλημμυρίζει τραγούδια. Βγαίνουν στα μπαλκόνια και τα παράθυρα οι γείτονες και ακούν… Και ακούν και τούρκικα από το ραδιοσταθμό της Άγκυρας. Πρόσφυγες, ξεσπιτωμένοι παππούδες, τα ρουφούσαν, τους θύμιζαν την πατρίδα.

Ύστερα τα ακούσματα από τις χορωδίες του Σίμωνα Καρά. Οι κιθάρες που άκουγα, τα μπλουζ, που μου φαινόταν τότε μαγικά. Αυτή είναι η γειτονιά μου και οι πρώτοι μελωδικοί ήχοι της ζωής μου, που βέβαια πέρασαν στο DNA μου μαζί με τη φωνή της μάνας μου που τραγουδούσε  καταπληκτικά.

Πέρα από το ότι είχα μια επιρροή από τη μάνα μου με την ωραία φωνή της, πέρα από το ότι εγώ δεν ήμουν καλός μαθητής αλλά είχα καλή φωνή, και με το αδελφό μου περιμέναμε κάθε μεσημέρι ν’ ακούσουμε στις 12 την Odeon και την Colubia, που ξεκινούσαν με τους “Γλάρους” του Πάνου Γαβαλά η μία και μετά με τη “Συννεφιασμένη Κυριακή ” του Τσιτσάνη η άλλη, τότε μαγευόμουν.

Όντας κακός και ατίθασος μαθητής, αλλά και  με δασκάλα που ήταν off, (όπως λένε σήμερα οι νέοι), είχα ένα προσόν, είχα καλή φωνή. Έτσι με ανακάλυψε στο Δημοτικό άλλη δασκάλα, η δασκάλα της Ωδικής, (νομίζω την έλεγαν κ. Έφη Καζαμπάκα), κι εγώ άρχισα να πιστεύω πως κάτι αξίζω.

“Αχ, τι ωραία φωνή!” είπε και με ξεχώρισε. Κι εγώ ένιωσα για πρώτη φορά σπουδαίος! Χώρια που στη χορωδία του σχολείου μάς έντυσε με μπλουζάκια  άσπρα και μας φόρεσε και παπιγιόν! Μεγαλείο! Έγινα άλλος άνθρωπος! Ανακαλύπτω την πρώτη μου ταυτότητα και μου τη χαρίζει αυτή η κυρία. Εντάσσομαι κι εγώ στο σύνολο, έχοντας πια μια παρουσία.

Εν τω μεταξύ μπαίνω στη εφηβεία. Γεννιέται το Νέο Κύμα, μια  λυρική επανάσταση στο τραγούδι! Σαββόπουλος, Αρλέτα, Ζωγράφος… “Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι” τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Η κιθάρα γίνεται τώρα όπλο στα χέρια μου. Δεν είμαι καλός μαθητής, αλλά είμαι σε κάτι καλός! Είμαι μουσικός!

Μουσικός ερασιτέχνης, βέβαια. Αρχίζω και μαθαίνω από φίλους, συναντιόμαστε, μια συγχορδία ο ένας, μια ο άλλος. Καμιά επιστημοσύνη, αλλά πολύ πάθος. Μην ξεχνάμε και τις βραδιές που οργανώναμε τότε με τα κοριτσάκια της ηλικίας μας κι εγώ ήμουν με την κιθάρα μου ο πρωταγωνιστής της βραδιάς. Επιτέλους, επιβεβαίωση! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την εικόνα μου!

Τώρα, από ποιες σχολές πέρασα πέρα από τις ερασιτεχνικές μουσικές ομάδες των φίλων; Πρώτον πέρασα από τη Φιλαρμονική της Βέροιας, όπου ο αδελφός μου μάθαινε τρομπέτα. Ο μαέστρος μού έδωσε κλαρινέτο. Εκείνο που μου έμεινε από κείνη την περίοδο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, είναι η μυρωδιά του υλικού με το οποίο καθάριζαν τα όργανα. Μπράσο και αλκοόλη. Οι αισθήσεις που λέγαμε και πριν. Νόμιζα πως τα ωδεία έχουν άλλη μυρωδιά. Πως η μουσική έχει άλλη μυρωδιά.

Στη Σχολή το Βασιλειάδη, που πήγα μετά, την πρώτη μουσική σχολή στη Βέροια, δεν έδεσα. Πολύ πιάνο κι εμένα μ’ ενδιέφερε η κιθάρα. Εκεί σπούδαζαν τότε ο Γιώργος Τροχόπουλος, η Σόνια Θεοδωρίδου και η αδελφή της Μαρία θυμάμαι. Δεν έμεινα πολύ. Ήμουν, λοιπόν, σε κείνα τα πρώτα χρόνια εμπειροτέχνης μουσικός, όπως πολλοί της γενιάς μου. Κάναμε και συγκροτήματα βασισμένοι αποκλειστικά στο ταλέντο και το πάθος. 

 Και ο φαρμακοποιός; Πώς προκύπτει, αφού η καρδιά σου είναι δοσμένη στη μουσική;

Βέβαια, αυτό, το ότι δεν ήμουν καλός μαθητής ούτε στο Δημοτικό, ούτε στο Γυμνάσιο, με κυνηγούσε πάντα. Ήμουν ανήσυχος και ατίθασος και μου άρεσε μόνο το μάθημα κάποιου θεολόγου, γιατί μπορούσα να κάνω ερωτήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου, που ήταν πιο ελεύθερες. Εγώ έφταιγα τότε, γιατί ήμουν αντιδραστικός με πολλές αποβολές και στο τέλος της Γ’ Λυκείου μένω και μεταξεταστέος στα Αρχαία και Γαλλικά!

Ενώ όλοι οι φίλοι μου ήταν καλοί μαθητές, εγώ τίποτα! Πόσο τους ζήλεψα, όταν κατέβαιναν προς τα κάτω με τα κορίτσια του Θηλέων για να κάνουν τα χαρτιά τους για τις εισαγωγικές… Κάτι συνέβη μέσα μου κι εγώ αποφάσισα μόλις πάρω το απολυτήριο του Λυκείου να σπουδάσω Γεωλογία. Γιατί Γεωλογία; Μα γιατί μου άρεσε η λέξη!! Ιδέα δεν είχα για το περιεχόμενο.

Περνώ τις εξετάσεις και παίρνω το απολυτήριο με την απόφαση ν’ αλλάξω. Ο εαυτός μου δεν μου άρεσε. Αποφασίζω να πάω Ισπανία. Γιατί Ισπανία; Γιατί τότε είχα τρέλα με το φλαμέγκο. Τόσο μου έκοβε. Ανοίγει ο πατέρας μου έναν χάρτη και μου λέει “Πολύ μακριά δεν είναι η Ισπανία; Γιατί δεν πας στην Ιταλία, βρε παιδί μου;”

Πηγαίνοντας να πάρω το απολυτήριο τον Σεπτέμβριο, ο τότε Γυμνασιάρχης ήταν  πολύ ειρωνικός.” Και πού θα πας; Και είναι δυνατόν εσύ να τελειώσεις σε τέσσερα χρόνια; Αν τελειώσεις σε πέντε, να έρθεις να με βρεις κι εγώ θα σου κάνω το τραπέζι στη Θεσσαλονίκη, στο “Όλυμπος Νάουσα!” Γελούσαν όλοι οι καθηγητές στο γραφείο, εκτός από τον κ. Γιάννη Αναστασιάδη, που, ενώ του είχα κάνει τη ζωή κόλαση, πάντα προσπαθούσε με γλυκύτητα να με συνετίσει.

“Μ’ έχετε, λοιπόν ξεγραμμένο; Τώρα θα δείτε. Εγώ θ’ αλλάξω την εικόνα μου” σκεφτόμουν με πείσμα. Και το έκανα!

Στην Ιταλία,  αποφασίζω να σπουδάσω τελικά φαρμακοποιός. Έπαψε να με γοητεύει η Γεωλογία. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, απομονώθηκα κυριολεκτικά σαν… καλόγερος  και στρώνομαι στο διάβασμα. Μια συμπαθέστατη Ιταλίδα μού νοικιάζει ένα δωμάτιο στη Μπολόνια, μου μαγειρεύει και με φροντίζει, υποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τη μαμά μου. Το διάβασμά μου είναι συστηματικό και σκληρό. Πέρα από τη γλώσσα με απασχολεί η Φυσική και η Χημεία και ανακαλύπτω τι σημαίνει η ηθελημένη πειθαρχία.

Αυτή η πειθαρχία, πράγμα παράξενο, μου φέρνει γαλήνη. Ενώ ξεκίνησα εκδικητικά, να αποδείξω στους άλλους ποιος είμαι, τώρα περνώ σε άλλο στάδιο και αυτοπροσδιορίζομαι τελειώνοντας τη σχολή σε τέσσερα χρόνια! Εγώ σε τέσσερα χρόνια! Ο δε Γυμνασιάρχης, όταν αυτό μαθαίνεται στη Βέροια, χρησιμοποιεί το παράδειγμά στους άλλους μαθητές! Πώς αλλάζουν οι καιροί! Αλλά αυτό είχε πάψει να με ενδιαφέρει πια, ο ετεροπροσδιορισμός. Είχα βρει εν μέρει την ταυτότητά μου.

Γυρνώντας στη Βέροια, μετά το στρατιωτικό, κι αφού ανοίγω φαρμακείο, ξαναγυρίζω στον εφηβικό μου έρωτα, τη μουσική. Κάνω μαθήματα κιθάρας με τον Ζαμπούνη και ήδη έχω παντρευτεί τη Λίλα, που είμαστε μαζί 54 χρόνια!

Τη γνώρισα στα 19 μου, στις καλοκαιρινές διακοπές εδώ. Η Λίλα ήταν 16. Διέφερε από τις άλλες κοπέλες. Δεν είχε το στιλ της γατούλας που είχαν οι άλλες. Δεν έπαιζε κάποιο ρόλο, ήταν ο εαυτός της, αληθινή. Την διέκρινε μια βαθιά συντροφικότητα, που μας κράτησε μαζί τόσα χρόνια. Το ότι την σκεφτόμουν στη μοναξιά μου της Ιταλίας, σαν μια καλή νεράιδα που είχε μπει στη ζωή μου, μ’ έκανε κι αυτό να τελειώσω πιο γρήγορα τις σπουδές μου.

Το φαρμακείο παύει να μ’ ενδιαφέρει, καθώς αναρωτιέμαι τελικά τι κάνω στη ζωή μου; Πουλάω απλά χάπια; Ποιος είμαι; Πού είμαι εγώ; Πού είναι η δημιουργία στη ζωή μου; Και ξαναγυρίζω ορμητικά στη Μουσική σπουδάζοντας πια στη Θεσσαλονίκη, στο Νέο Ωδείο, κάνοντας ανώτερα θεωρητικά και κλασική κιθάρα με τον Κοτσιώλη, μεγάλο σολίστα. Οι σπουδές με οδηγούν στο να γίνω πια δάσκαλος στο Ωδείο της Βέροιας.

Κι εκεί, όμως, μου έλειπε η έμπνευση, η αίσθηση της δημιουργίας. Φεύγω και ανοίγω πάλι φαρμακείο στη Βέροια, στον Προμηθέα αυτήν τη φορά, μια μακρινή γειτονιά, ακριβώς επειδή είναι γειτονιά και μ΄αρέσει να έρχονται οι λαϊκοί άνθρωποι, όπως είναι μέσα στο σπίτι, με τις παντόφλες τους…

 Πότε  και πώς επιλέγεις τη σύνθεση ως τρόπο έκφρασης, αν και πάντα διορθώνεις τον όρο συνθέτης, λέγοντας για σένα  “τραγουδοποιός”;

Είμαι στο φαρμακείο, η Λίλα, καθώς τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, έχει πάρει την άδεια βοηθού φαρμακοποιού, βοηθάει κι εγώ έχω στο βάθος, στην αποθηκούλα, πάντα τη κιθάρα μου.

Καθώς έρχονται οι πελάτες, εγκαταλείπω τα κλασικά κομμάτια και σκέφτομαι ποια μελωδία ταιριάζει τάχα στη σημερινή μου πραγματικότητα; Γράφω, λοιπόν, μελωδίες που να εκφράζουν το τώρα, όχι το τότε.

Ανησυχία διαρκής. Πώς μπορείς να προσεγγίσεις το τώρα μέσα απ’ αυτό που είσαι εσύ; Και ξεκινάει η σύνθεση ή όπως το λέω εγώ η “τραγουδοποιία”!

 Βγαίνει ο πρώτος σου δίσκος, “Την  μπέρτα μου ανεμίζω”… Τι τον χαρακτηρίζει; Ποιοι τραγουδούν; Τι απήχηση έχει;

Γεννιέται εκεί στο εργαστήρι του φαρμακείου! Η “Λύρα” μού λέει πως γράφω ωραία τραγούδια, το ίδιο μου λέει και ο Νίκος ο Ζιώγαλας, ο φίλος μου, που τραγουδάει και τραγούδια στο δίσκο μαζί με τη Μαρία Φωτίου. Ο  δίσκος έχει μεγάλη επιτυχία και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.

Τι σημαίνει ο τίτλος του δίσκου; Σημαίνει απλά “εγώ είμαι στον κόσμο μου”! Γιατί αρέσει και στους άλλους ο κόσμος μου; Γιατί είμαι ειλικρινής. Ποτέ δεν θα μπορούσα να δείξω κάτι που δεν είμαι.

Οι στίχοι είναι δικοί σου. Πόσο αυτό πιστεύεις πως ολοκληρώνει τη μουσική ταυτότητα του έργου;

Πριν από χρόνια αρχίζω να γράφω. Ψάχνομαι κι εδώ, πέρα από τη μουσική. Ειδικά οι στίχοι των τραγουδιών μου ήταν μια άσκηση, για να μπορέσω μέσα από δυο στίχους να δώσω ολοκληρωμένα νοήματα. Μια άσκηση συγκρότησης σκέψης.

Δεύτερος δίσκος “Το μέσα μου βουνό” κι αυτήν τη φορά με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Δίσκος που εντυπωσίασε.  Τι τον χαρακτηρίζει;

Ο δεύτερος δίσκος είναι εκρηκτικός. Στον πρώτο μου δίσκο βγαίνω ντροπαλά μέσα από τους δασκάλους μου. Ο δεύτερος αφήνει ελεύθερο το δικό μου μουσικό ένστικτο. “Βουνό”, γιατί είναι ανηφόρα, είναι δρόμος για να τιθασέψω τον εαυτό μου και πόνος ταυτόχρονα, μέχρι να βγει όλο αυτό προς τα έξω.

Ο Ζερβουδάκης ενθουσιάστηκε με τον δίσκο και τώρα ακόμα, όταν τραγουδάει κομμάτια από το δίσκο, γίνεται χαμός.

Κινείσαι σ’ ένα ευρύ φάσμα φωνών από τον Νίκο Ζιώγαλα στον Ζερβουδάκη, τον Λέκκα, τη Γλυκερία, τη Φωτίου, την Τσαλιγοπούλου, τη Μουτσάτσου και άλλους. Σε εμπιστεύονται, εσένα, έναν συνθέτη της επαρχίας.  Τι απήχηση έχει η δουλειά σου στους κύκλος της Αθήνας;

Αρέσουν τα τραγούδια μου. Ο κάθε τραγουδιστής έχει και τα δικά του φωνητικά και ερμηνευτικά χρώματα και έντυσαν τα τραγούδια μου καταπληκτικά. Τώρα, όμως, θα ήθελα πρωτόλειες φωνές, όπως έγινε με τη Μαρία τη Δάφκα στο “Ω, λέλε”. Να  ταυτιστούν  με τη μουσική μου φωνές που θα τις διαμορφώσω, φωνές χωρίς παρελθόν…

Στην πορεία γράφεις μουσική για θέατρο και κινηματογράφο, αλλά κάνεις και παιδική δισκογραφία, για να περάσεις στη συνέχεια στο πιο ώριμο και εντυπωσιακό έργο σου στο ” Ω Λέλε”, που έγραψες  πάνω σε ποιήματα και κείμενα του Καθηγητή  Ανθρωπιστικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, του Βασίλη Νιτσιάκου. Δίσκος χαρακτηριστικός και σε γλώσσα και σε μουσική της βλάχικης ταυτότητας. Πώς γράφτηκε, ενώ δεν είσαι Βλάχος;

Ο Νιτσιάκος έψαχνε Βλάχο συνθέτη  και νόμισε, ακούγοντας το τραγούδι “Λέλε” στο δίσκο μου “Το μέσα μου Βουνό”, πως είμαι Βλάχος. Του εξηγώ πως είμαι Αρβανίτης και όχι Βλάχος, αλλά επιμένει στη συνεργασία και ξεκινάμε πειραματικά μ’ ένα πρώτο τραγούδι.

Μακριά από τη κλασική βλάχικη παράδοση αλλά πολύ κοντά στην ουσία της, το πείραμα πετυχαίνει με μια προσωπική καταβύθιση που έκανα. Σε τι συναντιόμαστε με τον Βασίλη Νιτσιάκο; Στα παιδικά μας χρόνια, που είναι η πατρίδα του καθένα μας. Η γιαγιά μου και οι θείοι μου στο Λέχωβο, οι ιστορίες που ακούγαμε παιδιά, τα γλέντια με τα χάλκινα, τα τραγούδια που λέγανε καθώς πήγαιναν να πάρουν τη νύφη… Μια μαγεία, που δεν είχε τόσο σχέση με τη μουσική, όσο με τις πατρίδες των παιδικών μας χρόνων, που μεταμορφώνονταν σε  μουσική.

Κι όλο αυτό έγινε με την τεχνική της αυτογνωσιακής παρατήρησης, με την τεχνική του zen!

Ο δίσκος πέτυχε, αγαπήθηκε και η βραδιά στο Χώρο Τεχνών της Βέροιας που παρουσιάστηκε με εξαιρετικές φωνές και παρόντα τον ίδιο τον Καθηγητή Νιτσιάκο, ήταν από τις καλύτερες στιγμές μου.

Τα τελευταία χρόνια γράφεις. “Λογαριασμός όψεως” η ποιητική σου συλλογή και “Με δυο πούπουλα στην πλάτη” η συλλογή διηγημάτων σου. Ποια ανάγκη σε ωθεί στη γραφή;

Όταν άνοιξα το δεύτερο φαρμακείο κι ήμουν στην πορεία του αυτοπροσδιορισμού περισσότερο από ποτέ, άρχισα να γράφω σκέψεις μου σχετικά με το ποιος είμαι, τι θέλω, που έφτασαν σε χέρια γνώστη της γραφής, που τις ύμνησε.

Έτσι μ’ άνακαλύπτουν οι άλλοι και ετεροπροσδιορίζομαι για μια ακόμη φορά.

Στην προσπάθειά μου να δώσω καινούρια όψη στην πραγματικότητα με δικές μου λέξεις, να δώσω μια δική μου δυναμική σ’ αυτές, γιατί οι λέξεις είναι ήδη φορτισμένες από τη φύση τους, καθώς εδώ και πολλά χρόνια είμαι στην τεχνική του διαλογισμού, η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή αποτελεί μια καταγραφή σκέψεων αυτής της διαδικασίας. Κάτι σαν ημερολόγιο διαλογισμού.

Το “Με δυο πούπουλα στην πλάτη” βγαίνει πριν από την ποιητική συλλογή. Το μικρό βιβλίο βγήκε από την ανάγκη να συνοδευτεί ο ομώνυμος δίσκος μου από κείμενα. Τα κείμενα ήταν μικρά διηγήματα, μικρές προσωπικές εξομολογήσεις, που μέσα τους χώρεσε και η παλιά Βέροια. Μια επιστροφή στην πατρίδα των παιδικών μου χρόνων.

Κι επειδή δεν χωράς πουθενά και πολύ περισσότερο πίσω από το γκισέ του φαρμακείου σου, ανήκεις και σε εθελοντική ομάδα καθαρισμού  της πόλης. Ο πολίτης Σούλης τι έχει να πει γι αυτό;

Ο εθελοντισμός, που στην περίπτωσή μου είναι καθαρισμός της πόλης από σκουπίδια με την ίδια ομάδα, ανήκει στην αυτογνωσιακή διεργασία μέσω του διαλογισμού.

Εκφράζομαι μέσα από τη μουσική, όπως είπαμε. Αλλά τι είναι η μουσική; Μια σειρά από νότες που ανάμεσά τους υπάρχουν κενά. Τα κενά δημιουργούν όμως τη μουσική. Έχουμε μάθει να ασχολούμαστε με ό,τι ξυπνά τις αισθήσεις μας, όχι με τη σιωπή, το κενό ανάμεσα στις νότες.

Τώρα όμως ασχολούμαι με το διάστημα ανάμεσα στις νότες, με το κενό, που είναι πάλι μουσική! Πώς όμως μπορείς να ερμηνεύσεις και να αποδεχτείς το κενό;

Από παιδί με φόβιζε ο θάνατος και με φοβίζει ακόμα ως ένα για όλους ανεξερεύνητο πεδίο. Με τη μουσική έζησα σαν ξωτικό. Δεν μου έδωσε όμως όλες τις απαντήσεις που της ζήτησα.

Ο φόβος του θανάτου, της φθοράς, δεν απαντήθηκε από τη μουσική. Ποιος είμαι; Είμαι ο μουσικός, ο πατέρας, ο σύζυγος, ο παππούς; Πού πάω; Αγωνιώδη ερωτήματα που ζητούν απάντηση.

Μέσα στη διαδικασία του διαλογισμού, της αναζήτησης του εαυτού μου, προέκυψε και η ανάγκη ένταξης στην εθελοντική ομάδα του καθαρισμού της πόλης.

Ποιος έχει τη φροντίδα του καθαρισμού της πόλης. Ο Δήμος. Κι όταν δεν υπάρχουν χρήματα, εμείς, εγώ, πού είμαι, πού είμαστε; Ο διαλογισμός είναι το εργαλείο, για να μπορείς να βλέπεις τι συμβαίνει μέσα σου και νομίζω πως τώρα βλέπω καθαρότερα.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη  μουσική. Πώς βλέπεις  τη μουσική που λατρεύουν σήμερα οι νέοι; Και γιατί τόσοι διάττοντες αστέρες στο μουσικό στερέωμα; Τι συμβαίνει στο χώρο;

Σ’ όλη μας την κουβέντα φάνηκε η ανάγκη μου ν’ αποκτήσω μια ταυτότητα. Η μουσική στον αυτοπροσδιορισμό μου ήταν απλά ένα όχημα. Όποιο επάγγελμα και να κάνεις η δημιουργία σε βοηθάει ν’ ανακαλύψεις ποιος είσαι. Αυτή είναι η αγνή πρόθεση της μουσικής. Το αόρατο γίνεται μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία ορατό.

Όταν η διαδικασία αυτής της δημιουργίας γίνεται απλά προϊόν  και μάλιστα βρει αποδοχή για τον ένα ή άλλο λόγο, τότε μιμούμαστε το πετυχημένο προϊόν, το επαναλαμβάνουμε και χάνεται η έννοια της δημιουργίας και όλη η διαδικασία που προηγήθηκε.

Επιτυχία του πρώτου προϊόντος, κέρδος οικονομικό, μιμητισμός, αναπαραγωγή και πάλι κέρδος. Λατρεύεται το μέσον και χάνεται ο σκοπός. Και οι διάττοντες αστέρες που μεσουρανούν και χάνονται ανήκουν στην ίδια λογική. Όλα στην εποχή μας είναι υπερτιμημένα. Και δυστυχώς υπερτιμημένη είναι και η Τέχνη. Δυστυχώς!

Επόμενα σχέδια; Μουσική ή γραφή;

Επόμενα σχέδια; Μα τα είπαμε! Οι σιωπές, τα κενά ανάμεσα στις νότες!

Και κλείνοντας τι σημαίνουν για σένα, Σούλη, οι λέξεις Μουσική και Γραφή; Πώς θα τις όριζες με δυο λόγια;

Η Μουσική είναι ένα όχημα για να μας πάει στην πατρίδα μας. Η Γραφή είναι ένα ακόμη όχημα με τον ίδιο προορισμό.

Ποια είναι η πατρίδα μας; Η πατρίδα μας είναι αυτό που είμαστε πραγματικά. Τι είμαστε πραγματικά; Αυτό είναι μια άλλη συνέντευξη!!!

…………………..

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Σούλη Λιάκου

……………………

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ