Η Ελλάδα δε χώρεσε τον αναστεναγμό της “Συνοικίας το όνειρο”
Η ταινία που κυνηγήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη στην Ελλάδα προβλήθηκε σαν σήμερα πριν από 63 χρόνια. Είχε πετσοκοπεί από την λογοκρισία και ο σκηνοθέτης της, Αλέκος Αλεξανδράκης, δεν την αποδέχθηκε ποτέ. Οι διηγήσεις των συντελεστών της και η εμβληματική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, την έκαναν αξεπέραστη στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου
Μια ταινία πολύ διαφορετική από εκείνες που γυρίζονταν σωρηδόν στην εποχή του “παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου”. Βαθιά επηρεασμένη από τον ιταλικό νεορεαλισμό, μια κινηματογραφική απόπειρα για την απεικόνιση της πραγματικής Ελλάδας, που συνάντησε λυσσαλέα αντίδραση, ένα θλιβερό πετσόκομμα από τη λογοκρισία και παίχθηκε, εν τέλει, χωρίς οι δημιουργοί της να μπορούν να επέμβουν στη τελική της διαμόρφωση. Η “Συνοικία το Όνειρο” του Αλέκου Αλεξανδράκη, σε σενάριο Τάσου Λειβαδίτη-Κώστα Κοτζιά με την αξεπέραστη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, έκανε πρεμιέρα (σε επιλεγμένες αίθουσες των αστικών κέντρων) σαν σήμερα, πριν από 63 χρόνια. Αυτή είναι η (πονεμένη) ιστορία της…
Το 1961 ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν 33 ετών και έμοιαζε με ένα γοητευτικό όσο και ανέμελο ζεν πρεμιέ που άρεσε στις γυναίκες και στον κινηματογραφικό φακό. Δεν ήταν έτσι, ακριβώς.
Βαθιά πολιτικοποιημένος, συμπαθούσε πάντα την Αριστερά και όπως έγραφε στην “Επιθεώρηση Τέχνης” ήθελε πάντα να γίνει σκηνοθέτης: “Δυστυχώς ή ευτυχώς τα πράγματα μου ήρθαν ανάποδα για τη σκηνοθεσία και ευνοϊκά για την καριέρα του ηθοποιού” σημείωνε.
Ο εσωτερικός του κόσμος όμως ήταν πάντα ανήσυχος και “ονειρευόμουν η ταινία που θα γυρίσω να απεικονίζει σωστά τη γύρω μας πραγματικότητα, να στήνει αληθινούς ανθρώπους και πάνω απ΄όλα να είναι βαθιά ελληνική”…
Το σενάριο της “Συνοικίας το όνειρο” που υπέγραφαν δυο επίσης στρατευμένοι με την αριστερά λογοτέχνες, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς, του έδωσε την ευκαιρία να κάνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα.
Στην εποχή της σκληρής ΕΡΕ, με τους εθνικόφρονες παντός είδους να έχουν φρυάξει από το 24.4% της ΕΔΑ το 1958, η ελληνική κοινωνία έμπαινε στη μέγγενη των μηχανισμών εξουσίας. Αστυνομία και χωροφυλακή, παρακρατικοί και άλλα “λουλούδια” που άνθισαν τότε, βρήκαν την ευκαιρία να βάλουν μπροστά τα στήθια τους, ώστε να εξαλειφθεί ο “κομμουνιστικός κίνδυνος”.
Η ασφυξία κάθε διαφορετικής φωνής έζωσε και την τέχνη. Ο κινηματογράφος, η πιο φτηνή διασκέδαση, δεν μπορούσε να αφεθεί στα χέρια, τις διαθέσεις και τα κείμενα των αριστερών. Αλίμονο.
Οι Έλληνες έπρεπε να βλέπουν την Αλίκη Βουγιουκλάκη να τραγουδάει “νιάου, νιάου βρε γατούλα”, να χασκογελάει με τις ωραίες όσο και αφελείς κωμωδίες και να κλαίει στα μελό.
Οι μεγάλες οθόνες (οι … μικρές ήρθαν πολύ αργότερα για να κλείσουν το κοινό οίκαδε) έπρεπε να δείχνουν μια Ελλάδα σύγχρονη, με μεγάλους αυτοκινητόδρομους, άνετα σπίτια με τις πρωτοεμφανιζόμενες ηλεκτρικές συσκευές, ωραία ρούχα για τους πρωταγωνιστές.
Μια ανερχόμενη αστική τάξη έβγαινε σιγά-σιγά στον αφρό, οι φτωχοί ήταν πάντα καλοί (και τίμιοι). Οι κοινωνικές αναφορές μηδενικές. Και να υπήρχαν στην πρόθεση των συντελεστών, τις έκοβε η δραστήρια λογοκρισία.
Τα μηνύματα έπρεπε να είναι διακριτικά. Οι πολτικές αναφορές για τις ψεύτικες υποσχέσεις των πολιτικών (όπως στο Ζητείται Ψεύτης) έπρεπε να είναι γενικόλογες και αόριστες.
Σε μια χρονιά, λοιπόν, όπου οι θεατές είδαν την “Αλίκη στο Ναυτικό” αλλά και το “η Λίζα και η Άλλη” (διπλή δόση Αλίκης Βουγιουκλάκη), το “Έξω οι κλέφτες”, τον “Κατήφορο” και τον “Ίλιγγο”, η ταινία του Αλεξανδράκη, έμοιαζε με γροθιά στο μαλακό υπογάστριο της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Από τη φυλακή στον Ασύρματο και “βρέχει στη φτωχογειτονιά”
Η ταινία, τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε από τους λογοκριτές της, ξεκινάει με την έξοδο από τις φυλακές του Ρίκου (Αλέκος Αλεξανδράκης), ενός μικροαπατεώνα που θα φτάσει στην γειτονιά του, μετά από μια μικρή ευχάριστη βόλτα.
Η αλλαγή μόλις αντικρύζει τα σπίτια της Συνοικίας έρχεται με το πλάνο της παρακούπολης που ξετυλίγεται κάτω από τα πόδια του πρωταγωνιστή. Την ίδια ώρα οι θεατές ακούνε για πρώτη φορά τη μουσική του “βρέχει στη φτωχογειτονιά”. O Θεοδωράκης στα 36 του χρόνια, έμπλεος δημιουργίας, συνθέτει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του (μαζί με το “Μάνα Παναγιά” συμπεριλήφθηκε στην Πολιτεία).
Οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη “μικρά και ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου” είναι σα να περιγράφουν το ίδιο το σενάριο. Γνώρισε τον Μίκη στα χρόνια της ΕΠΟΝ, έγραφε ποίηση από νεαρός, είχε βραβευτεί από τον Δήμο Πειραιά και η “φτωχογειτονιά” ερχόταν δίπλα στη “Δραπετσώνα”, το “Σαββατόβραδο” ένα ύμνο της εργατικής τάξης. Ο δίσκος κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1961 και τραγουδούν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα κι ο γοτθικός Γρηγόρης Μπιθικώτσης που εμφανίζεται στην περίφημη σκηνή της ταινίας
Τι ακριβώς γίνεται στην ταινία; Ιδού:
Ο Ρίκος, ο φτωχοδιάβολος, βρίσκει ξανά την αγαπημένη του Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη) που θέλουν να την φωνάζουν Στέφη, γιατί τώρα κάνει παρέα με πλουσιόπαιδα όπως ο Λάκης (Θανάσης Μυλωνάς) με τον φίλο του (Βάσος Ανδρονίδης) και ονειρεύεται (τραγουδώντας το νιάου βρε γατούλα!) ένα ταξίδι στη Ρώμη.
Στο μυαλό του Ρίκου, υπάρχει πάντα η στιγμή που “θα πιάσει την καλή”, ονειρεύεται κόλπα, κοκορεύεται για τις γνωριμίες του με τζιμάνια της πιάτσας, ενώ ταυτόχρονα φυλάει τσίλιες στο “παράνομο εμπόριο” που ασκούν περιστασιακά ο “Νεκροφόρας” (συγκλονιστικός Μάνος Κατράκης) κι ο Ασημάκης (Αλέκος Πέτσος) με την Ελένη (Ελένη Καρπέτα).
Τους υπόσχεται μια δουλειά με πολλά λεφτά, αρκεί ο Ασημάκης να “σκοτώσει” ένα χρυσό βραχιόλι που ανήκει στην έγκυο γυναίκα του (Αλέκα Παΐζη).
Όταν ο Ασημάκης, παρά τις αντιρρήσεις του, πουλάει το βραχιόλι, ο Ρίκος σχεδόν εξαφανίζει τα χρήματα, ξοδεύοντας τα (αγοράζει ένα δερμάτινο μπουφάν, τα προσφέρει ακόμα και στην Στεφανία, που ωστόσο έχει αποφασίσει να ακολουθήσει τον Λάκη σε ένα υποτιθέμενο ταξίδι στην Ιταλία), ο Ασημάκης αυτοκτονεί αφού η γυναίκα του προόριζε το το χρυσαφικό για προκαταβολή εν όψει της κατασκευής ενός νέου σπιτιού κι ο Νεκροφόρας βρίσκεται σε απόγνωση (αξεπέραστη η σκηνή με τον Κατράκη να ξεσπάει για τη μίζερη ζωή του, μέσα στο σπίτι του).
Ο Ρίκος θα θυμηθεί μια “γριά που κάτω από το στρώμα της έχει εκατοντάδες λίρες” και πείθει τον “Νεκροφόρα” να την επισκεφτούν για να την κλέψουν.
Στην αρχή δεν μπορούν να κάνουν … καλά τον σκύλο της γιαγιάς, όταν όμως τα καταφέρνουν, ανεβαίνουν στο δωμάτιο της και τη βρίσκουν στα πρόθυρα του εμφράγματος, να αναζητά απεγνωσμένα τα φάρμακά της.
Αντί να την κλέψουν, φροντίζουν να μην πεθάνει, της δίνουν νερό και τα χάπια της, φωνάζουν γιατρό και στο τέλος αφήνουν και τις λίρες που βρίσκουν κάτω από το κρεβάτι. Δεν είναι σε θέση να αρπάξουν το παραμικρό, όσα μεγάλα λόγια ξεστομίζουν, για κόλπα, απάτες και λοιπά.
Την ίδια ώρα η Στέφη περιμένει να τελειώσει η νύχτα και ο Λάκης τα ζάρια, ώστε να αναχωρήσουν πρωί-πρωί για τη Ρώμη. Ο νεαρός εραστής παίζει μανιωδώς, χάνει τα πάντα κι όταν ο φίλος του, ζητάει να ποντάρει το “εισιτήριο της Στεφανίας”, δηλαδή την ίδια, λέει ναι. Η Στέφη καταλαβαίνει ότι για άλλη μια φορά την έχουν κοροϊδέψει…
Οι τελευταίες σκηνές της ταινίας θυμίζουν αρχαία τραγωδία, με την κηδεία του Ασημάκη, την αναγγελία του θανάτου του στη γυναίκα του. Οι γυναίκες της γειτονιάς, σαν χορός από μαυροντυμένες γυναίκες (με κορυφαία, μια σπουδαία Σαπφώ Νοταρά), κατεβαίνουν τα σκαλιά της συνοικίας. Ταυτόχρονα ανεβαίνει ένα παιδί, κρατώντας ένα χαρταετό. Στην κορυφή τον περιμένουν ο Ρίκος και η Στεφανία για να τον πετάξουν μαζί ψηλά, στο αισιόδοξο φινάλε…
Οι σκηνές και οι ρόλοι που κόπηκαν…
Αυτό είναι το έργο που είδαμε τελικά, μετά την “επέμβαση” των λαγωνικών της λογοκρισίας. Ήδη τα γυρίσματα είχαν γίνει μετ΄εμποδίων. Το σενάριο είχε περάσει από εξονυχιστικό έλεγχο, αφού η υπόθεση κάθε άλλο παρά άρεσε στους αρμοδίους.
Πως είναι δυνατόν η κινηματογραφική κάμερα να δείχνει την απερίγραπτη φτώχεια των Ελλήνων, που δεν είχαν καν ζώνη να δέσουν το παντελόνι τους, έμεναν σε παράγκες και οι τσέπες τους ήταν πάντοτε άδειες;
Ο παρακρατικός συρφετός έκανε διάφορες επισκέψεις στον τόπο των γυρισμάτων, ειδικά εκείνα που έγιναν στον πραγματικό Ασύρματο, ή αλλιώς Αταλιώτικα, όπως λεγόταν η παραγκούπολη που είχαν χτίσει (κάτω από την Ακρόπολη) πέτρα-πέτρα οι πρόσφυγες και υπέδειξε στον Αλεξανδράκη, ο κινηματογραφιστής της ταινίας, Δήμος Σακελλαρίου: “Είχαμε συμφωνήσει πολλές φορές με τον Αλέκο Αλεξανδράκη για τη λαχτάρα που είχαμε να φτιάξουμε μια ταινία που μπορούσε να μεταδώσει λίγη ανθρωπιά. Με αληθινούς χαρακτήρες να μιλάει για τους καημούς και τις χαρές των ανθρώπων. Επισκεφθήκαμε κάμποσα μέρη στην αρχή. Όταν γυρίσαμε από το Ρέμα του Γουδιού, σκέφτηκα τον Ασύρματο και το πρότεινα. Μόλις αντίκρυσε τη γειτονιά ο Αλεξανδράκης συμφώνησε. Ήταν αυτό που ψάχναμε” διηγιόταν αργότερα.
Τα απόκοσμα πλάνα του Σακελλαρίου, με τα σύννεφα να αγκαλιάσουν τα χτισμένα πάνω στους γκρεμούς είναι από τα ωραιότερα που έχουμε δει σε ελληνική ταινία. Τα σκηνικά ανέλαβε ο μετρ Τάσος Ζωγράφος, που έφτιαξε ολόκληρα σπίτια στο στούντιο, με πολλά υλικά πάντως να έχουν μεταφερθεί από τον ίδιο τον Ασύρματο.
Παρακολουθώντας κανείς την ταινία θα διαπιστώσει κάποια κενά. Δεν οφείλονται σε αδυναμίες του σεναρίου ή της σκηνοθεσίας, αλλά στο κόψιμο ολόκληρων σκηνών. Ο “τρελός” της γειτονιάς ήταν ολόκληρος ρόλος, που σώθηκε μόλις σε μια σκηνή (τον κυνηγάνε τα παιδιά) ενώ δεν είδαμε ποτέ εκείνον που προέτρεπε τους προλετάριους σε μια συνολική αφύπνιση και διεκδίκηση δουλειάς και δικαιωμάτων.
Ούτε τρελοί, ούτε βέβαια … προπαγανδιστές μιας άλλης κοινωνίας, είχαν θέση στην Ελλάδα που οραματιζόταν η ΕΡΕ, το παλάτι και οι “φίλοι” σύμμαχοι μας.
Οι λογοκριτές αποφάσισαν να κάψουν τα αρνητικά των φιλμ, κάλεσαν μάλιστα τον σκηνοθέτη να δώσει το παρών σε όλη αυτή τη διαδικασία, εισπράττοντας μια λογική άρνηση. Η αλήθεια είναι ότι ο Αλεξανδράκης βλέποντας το έργο στην τελική του μορφή απογοητεύτηκε τόσο πολύ, που δήλωσε ότι δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με την ταινία!
Το χειρότερο είναι ότι οι κομμένες σκηνές κάηκαν, άρα οι δημιουργοί της ταινίας δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μοντάρουν εκ νέου και να την παρουσιάσουν όπως είχαν σχεδιάσει…
Τι θέλαμε να πούμε
Το δίδυμο των σεναριογράφων σεένα κείμενο τους στην “Επιθεώρηση Τέχνης” σημείωναν τι ακριβώς διακονούσε το σενάριο τους, για μια ταινία που “δεν είναι δράμα, αλλά μια νεορεαλιστική σάτιρα”.
Ο Τάσος Λειβαδίτης που την ίδια χρονιά όργωνε την Ελλάδα με τον Μίκη Θεοδωράκη για συναυλίες σε διάφορες πόλεις, και ο Κώστας Κοτζιάς υπογράμμιζαν ότι στόχευαν “σε μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής και του ανθρωπισμού της. Όλοι οι τύποι, θέλαμε να είναι, αληθινοί. Σύγχρονοι Ρωμηοί και ψυχολογικές καταστάσεις, σφιχτά δεμένες με τα καθημερινά προβλήματα τους”.
Διάλεξαν την Αθήνα, γιατί “στη χοάνη της συγκεντρώνονται αγρότες και μικροαστοί που προλεταροποιούνται, μικροαστοί που κινδυνεύουν, διαννοούμενοι που πασχίζουν ψυχολογικά, εργαζόμενοι που συνειδητοποιούνται. Ορισμένοι, αναζητάνε εντελώς προσωπικές λύσεις στα αδιέξοδα τους, που τις περισσότερες φορές τους οδηγούν στην αυτοκαταστροφή…”
Για τους συγγραφείς, οι αυταπάτες του Ρίκου, της Στεφανίας και του “Νεκροφόρα” αλλά και ο αμοραλισμός της εύκολης ζωής συνθέτουν το σκηνικό τους, μέσα στον εφιαλτικό συνοικισμό του Ασύρματου…
“Χάνοντας την περιουσία μας…”
Η Αλίκη Γεωργούλη εξηγούσε στο ίδιο περιοδικό τις δυσκολίες της παραγωγής και κυρίως της εξεύρεσης χρημάτων. Κανείς δεν έβαζε λεφτά, με τη λογοκρισία και τους παρακρατικούς να παραμονεύουν σε κάθε λήψη: “Ο Κοτζιάς και ο Λειβαδίτης άφησαν όλες τις άλλες δουλειές τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε κάθε εμφάνιση του στον κινηματογράφο και ψάχναμε χρήματα…”
Το κόστος της ταινίας παρότι πολλοί ηθοποιοί έπαιξαν αφιλοκερδώς, ανέβηκε σχεδόν στο 1.5 εκατομμύριο δραχμές, ποσό εξωφρενικό για την εποχή, που έφερε σε δεινή οικονομική θέση τον Αλέκο Αλεξανδράκη: “Χάσαμε όλη την περιουσία μας” έλεγε πολλά χρόνια μετά σε μια εκπομπή του Άρη Σκιαδόπουλου, εξηγώντας το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής.
Η ταινία κυνηγημένη από τα γυρίσματά της, με προβολές σε περιορισμένο αριθμό κινηματογράφων (κι αυτών μόνο σε μεγάλες πόλεις) δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει. Το να την παρακολουθήσει, άλλωστε, κανείς ισοδυναμούσε με άνοιγμα ή … εμπλουτισμό του φάκελου του στην Ασφάλεια. Παρόλα αυτά η ταινία όπως σημείωνε η Γεωργούλη “μας φλόγισε όλους καλλιτεχνικά γιατί πιστεύουμε ότι έχει έρθει η αρχή να μπει ο ελληνικός κινηματογράφος σε ένα σωστό δρόμο”. Πάνω απ’ όλα, όμως, αγκαλιάστηκε από τους ίδιους τους κατοίκους του Ασυρμάτου, που έδωσαν τα πάντα για την επιτυχία, ακόμα και τα παλιοκαιρισμένα ρούχα τους, όταν σε κάποια στιγμή τα χρειάστηκε η παραγωγή…
Η προβολή διακόπτεται!
Παρά την οικονομική αφαίμαξη και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί, στις 3 Αυγούστου 1961, η ταινία πήρε άδεια μιας πρώτης προβολής. Στο Ράδιο Σίτι είχαν προσκληθεί άνθρωποι της τέχνης, δημοσιογράφοι, μορφωτικοί ακόλουθοι από διάφορες πρεσβείες και ξένοι ανταποκριτές.
Είχαν δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά από την έναρξη της προβολής και στην αίθουσα εισέβαλε σχεδόν σύσσωμη η δύναμη του 16ου Αστυνομικού Τμήματος (… ευτυχώς όχι ο Ηλίας του 16ου!) που άρχισαν να βγάζουν όχι και τόσο κομψά τον κόσμο έξω.
Αντιγράφουμε από το ρεπορτάζ της “Αυγής” της 4ης Αυγούστου 1961: “Οι πρωτοφανείς ασχημίες που έγιναν χθες στο “Ράδιο Σίτυ” με την απαγόρευση της προβολής της ταινίας “Συνοικία το όνειρο” επειδή δεν συμβιβάζεται με τις αισθητικές και πολιτικές προτιμήσεις του υφυπουργού Τύπου κ. Τριανταφυλλάκου, αποτελούν τη χαριστική βολή κατά των υπολειμμάτωv της δημοκρατικής νομιμότητας του τόπου”.
Ο υφυπουργός Προεδρίας, Τρύφων Τριανταφυλλάκος, είχε δώσει ο ίδιος άδεια προβολής της ταινίας με τον χαρακτηρισμό μάλιστα ως “Ακατάλληλη δια ανηλίκους”, αν και δεν είχε καμιά προκλητική σκηνή! Η απόφαση για τη διακοπή της προβολής ξεσήκωσε σάλο ενώ ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης συνελήφθη από τους αστυνομικούς.
Έγραφε η “Αυγή”: ¨Το πρωτοφανές στα χρονικά της ελληνικής και καλλιτεχνικής ζωής, μόλις δέκα λεπτά με την έναρξη, άναψαν ξαφνικά τα φώτα της αίθουσας. Πρώτη αντίδραση των θεατών ήταν να υποθέσουν πως πρόκειται για ένα τυχαίο “κόψιμο” της ταινίας…”
Είχαν υποθέσει λάθος. Ένας αστυνομικός κατέβασε το μοχλό του ρεύματος, ενώ μια ώρα αργότερα από την έναρξη της προβολής “στις 12 και 5′ η αστυνομική δύναμη μπήκε στην αίθουσα και ένας αποφασιστικός αρχιφύλαξ, απήγγειλε την καταφικαστική απόφαση με τα εξής αμίμητα: “Η προβολή δεν θα … προβληθεί! Περάστε έξω”.
Οι αντιδράσεις και το φεστιβάλ της Βενετίας
Οι αντιδράσεις από την πρωτοφανή όσο και έκνομη ενέργεια κυβέρνησης και αστυνομίας προκαλούν ομαδικές αντιδράσεις. Οι συντελεστές της ταινίας δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια.
Επισκέπτονται την Ελένη Βλάχου που διατηρούσε πάντα άριστες σχέσεις με τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επικοινωνεί μαζί του και ζητά να επιτραπεί η προβολή της ταινίας.
Οι περισσότερες εφημερίδες κατακεραυνώνουν την λογοκρισία και την απαγόρευση. Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει στα “Νέα”: ”
“Μέσα στις δεκάδες των ταινιών που παράγει η δραστηριότητας της ακάματης ελληνικής κινηματογραφίας (και που κατά προτίμησιν γυρίζονται σε φαντασμαγορικές βίλλες του Ψυχικού, της Κηφισιάς ή της Εκάλης), κατασκευάστηκε και μια ακόμα. Οι παραγωγοί της τελευταίας αυτής ταινίας, φιλοδοξώντας, προφανώς, να δώσουν αυτό που ονομάζουμε “ποιότητα” διάλεξαν ένα συνοικισμό των Αθηνών, μέσα στην αθλιότητα του οποίου τοποθέτησαν το “δράμα” τους, που φιλοδοξεί ευγενώς να είναι το δράμα της φτωχολογιάς…
Η αρμόδια επιτροπή βλέπει την ταινία, την εγκρίνει κατά πλειοιψηφία, δίνει την σχετική άδεια και οι επιχειρηματίες οργανώνουν μια ειδική προβολή με προσκλήσεις. Γεμίζει, λοιπόν, η σάλα, αρχίζει η προβολή, οπότε λαχανιασμένος καταφθάνει άγγελος εκ μέρους του αξιότιμου υφυπουργού κ. Τριανταφυλλάκου, που κράζει:
– Σταματάτε!
– Διατί;
– Διέταξε ο κ.υφυπουργός!
Και διατί διέταξε ο κ.υφυπουργός; Διότι, λέει, η προβολή επρόκειτο να γίνη άνευ αδείας. Άλλα άδεια υπήρχε!
– Τόσο το χειρότερο! Ο κ.υφυπουργός θα κανονίση αυτούς που έδωσαν άδεια. Γρήγορα, το λοιπόν, να αδειάση η σάλα…
… Δυσφημεί την Ελλάδα ο συνοικισμός;
Είναι γελοίο να το υποστηρίζη κανένας, γιατί κατά χιλιάδες υπάρχουν οι ξένες ταινίες που δείχνουν τις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων. Μόνο ο επαρχιακός νεοπλουτισμός κρύβει την φτώχεια σαν ντροπή και κάτι τέτοιο αποπειράθηκε, δυστυχώς, να κάνη ο αξιότιμος υφυπουργός για να προστατέψη την αξιοπρέπεια της Άθήνας. Ελπίζω να σπεύση, να διορθώση το σφάλμα του εγκαίρως, ώστε να μην εμφανίζεται το κράτος μας τόσο πολύ αδέξιο και φαιδρό στην αυτοπροστασία του”.
Η ταινία, παρά τα εμπόδια που σπέρνει διαρκώς η κυβέρνηση της ΕΡΕ, βγαίνει στις αίθουσες τον Οκτώβριο του 1961 (όχι όμως σε όλη την επικράτεια), κερδίζει δυο βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (φωτογραφίας για τον Δήμο Σακελλαρίου και β ανδρικού ρόλου για τον Μάνο Κατράκη) και προσπαθεί να κάνει διεθνή καριέρα. Προβάλλεται στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες του σοσιαλιστικού συνασπισμού και ταξιδεύει στη Βενετία, προβάλλεται όμως εκτός του επίσημου προγράμματος του φεστιβάλ. Είκοσι δύο χρόνια μετά (το 1983) θα την δούμε για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση! Ο Αλέξος Αλεξανδράκης θα επιμείνει ότι “αυτό που έμεινε και προβάλλεται δεν έχει σχέση με ό,τι γυρίσαμε” και απογοητευμένος δεν συνεχίζει την σκηνοθεσία, επιστρέφοντας στους ρόλους του στο σινεμά και στο θέατρο.
Κρίμα, γιατί η επόμενη ταινία που θα κινηματογραφούσε, θα είχε πάλι σεναριογράφους τους Κοτζιά-Λειβαδίτη και θα ήταν κωμωδία…