«Κυριακή 6 Οκτωβρίου στην όμορφη Φυτιά… / πήραν φωτιά τα ρακοκάζανα» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη
Φθινοπώριασε…
Οκτώβριος μήνας και πήρανε τα ρακοκάζανα και τα τσιπουροκάζανα φωτιά.
Νωρίς φέτος. Άλλες χρονιές έπιανε το κρύο.
«Είχαμε ζεστό καλοκαίρι και ωρίμασαν νωρίτερα τα σταφύλια».
Έτσι μας είπαν οι φιλόξενοι οικοδεσπότες που μας φιλοξένησαν την Κυριακή , στη Φυτιά, σε ένα καζάνι έξω από το χωριό…
Την ιδέα την έριξε μία φίλη μας και έτσι η πρόταση για συνάντηση σε καφέ της πόλης, ανετράπη από μία άλλη πρόταση εντελώς διαφορετική κι εννοείται, πιο ελκυστική!
Μας ανέβασε η Ελπίδα με το αυτοκίνητό της…
Σε μία διαδρομή μαγευτική , όπου το φθινόπωρο άρχισε να αχνοφαίνεται στα φύλλα των φυλλοβόλων δέντρων…
Η Φυτειά ή Φυτιά είναι ένα ορεινό χωριό με 409 κατοίκους (απογραφή 2011),σε υψόμετρο 540μ. στις πλαγιές του Βερμίου. Βρίσκεται σε απόσταση 13 χλμ από την πόλη της Βέροιας
Το χωριό μέχρι το 1926, ονομαζόταν Τσόρνοβο ή Τσέρνοβο που σημαίνει μαύρο κρασί (tserno vino), λόγω του σκούρου κόκκινου κρασιού που παρήγαν οι αμπελώνες του.
Άλλωστε οι Φυτιώτες μέχρι και σήμερα θεωρούνται από τους καλύτερους αμπελουργούς και παρασκευαστές κρασιού της περιοχής, αλλά και τσίπουρου.
Το καζάνι ήταν έξω από το χωριό, ανατολικά, σ’ ένα ξέφωτο από όπου μπορούσες να αγναντεύεις το χωριό αριστερά, απέναντι, χωμένο στην κυριολεξία μέσα στο πράσινο.
Κάπου κάπου πρόβαλε κάποιο σπίτι που η στέγη του έλαμπε στο φως του ήλιου, καθώς η μέρα ήταν φωτεινή. Από την κάτω πλευρά, δεξιά, έβλεπες όλο τον κάμπο, μέχρι το Πάικο!
Μας υποδέχτηκε μία γατούλα πολύ φιλική και όμορφη.
Η Λίζυ τη χάιδεψε και εκείνη ακριβώς τη στιγμή πήρε την απόφαση να την πάρουμε μαζί μας φεύγοντας, να τη στειρώσει και να δοθεί για υιοθεσία.
Τι θα έκανε μόνη στις ερημιές στο χειμώνα;
Κι αν γεννούσε και γατάκια ;
Καλά έκανε!
Η μυρωδιά του καπνού υπερίσχυσε, μόλις φτάσαμε στο κεφαλόσκαλο του μονόχωρου, ορθογωνίου οικήματος.
Βαρελάκια πλαστικά, μεγάλα και μικρά στο μπαλκονάκι, άλλα κλεισμένα, τα πιο πολλά ανοιχτά, γεμάτα με πατημένα, κόκκινα σταφύλια ξινόμαυρα, με τον χυμό τους, έτοιμα να μπούνε στη διαδικασία για την παρασκευή του τσίπουρου…
Ξύλα, απαραίτητα. Τα ξύλα για τη φωτιά,
αφού χωρίς αυτήν, δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα .
Μπαίνοντας μέσα, ο χώρος αριστερά της εισόδου είχε μια κτιστή εξέδρα κι επάνω δέσποζε ο μπρούτζινος, επιβλητικός άμβυκας(καζάνι).
Πάνω στην εξέδρα βαρελάκια γεμάτα μύριζαν ζυμωμένο μούστο … Ήταν του Σωτήρη και της Εύας, που εκείνη τη μέρα ήταν η σειρά τους για το καζάνι…
Ένας νέος άντρας ανεβοκατέβαινε στην εξέδρα κι έκανε διάφορες δράσεις που δεν τις πολυκαταλάβαινα.
Στον χώρο υπήρχε μία μικρή κουζίνα, και παράθυρα ανοιχτά προς το φυσικό περιβάλλον.
Στο κέντρο, στημένα τραπέζια το ένα δίπλα στο άλλο σε ένα φιλόξενο, μακρόστενο ορθογώνιο.Ο Σωτήρης και η Εύη, μας υποδέχτηκαν εγκάρδια.
Στο τραπέζι και πέντε έξι φίλοι τους, τα παιδιά τους κι εμείς!
Έτοιμο, στρωμένο!
Με το που μπήκαμε και καθίσαμε, αμέσως τα πρώτα εδέσματα κατέφθασαν, συνοδευόμενα με σαλάτες ωραιότατες από λαχανικά δικά τους, χωρίς φάρμακα και χωρίς λιπάσματα…
Χρόνια είχα να φάω τέτοια ντομάτα!
Η γεύση της και το άρωμά της μου θύμισαν πόσο αληθινή είναι μία ντομάτα, που καλλιεργείται σε έναν μπαχτσέ ενός ημιορεινού τοπίου…
Κρασί άσπρο, κρασί ημίγλυκο, δικό τους εννοείται τσίπουρο, από την περσινή ακόμη σοδειά…
Οι μυρωδιές ανάκατες.
Ο αέρας μύριζε ζυμωμένα σταφύλια, καπνό, αλκοόλ, ψημένα στα κάρβουνα λουκάνικο και κοτόπουλο…
Είχε αριστερά της κουζίνας και μια κάθετη ψησταριά στην οποία στριφογυριζόταν και σιγοψηνόταν γύρος…
Ο αποστακτήρας όμως έκλεβε την παράσταση.
Μέσα έβραζαν τα πατημένα και ζυμωμένα σταφύλια του Σωτήρη…
Όταν τον ρώτησα μου είπε πως βγάζει αρκετό τσίπουρο.
Το τσίπουρο το πουλάει, αλλά και χαρίζει σε συγγενείς και φίλους …
Εμένα όμως με ενδιέφερε να μάθω σχετικά με τη διαδικασία!
Ο καταλληλότερος ήταν ο υπεύθυνος του χώρου, ο Δημήτρης ο Σ. από τη Φυτιά…
Άφησα τους συνδαιτημόνες και κατευθύνθηκα προς τον Δημήτρη, που καθόταν απέναντι από το καζάνι, σε ένα τραπεζάκι ώστε να μην του ξεφύγει κάτι και δε γίνει καλό το τσίπουρο!
Έλεγχε συχνά τη φωτιά που έκαιγε στην εστία από κάτω κι άλλοτε άνοιγε κι άλλοτε έκλεινε την πόρτα της εστίας.
Πιάσαμε την κουβέντα και ρωτώντας τον έμαθα, ότι ο χώρος αυτός είναι της εκκλησίας και ότι αυτός είναι που θα φέρει εις πέρας όλη αυτή την τελετουργική διαδικασία, εξυπηρετώντας με τις γνώσεις του τους συγχωριανούς του κι όχι μόνο.
Πρόσεχε τη φωτιά έβαζε και ξύλα, όταν αυτός έκρινε, κουβαλούσε βαρελάκια και τα άδειαζε στον αποστακτήρα. Ανακάτευε αυτό το ιδιόμορφο μείγμα κι ανάλογα, αν ήτανε πολύ σκούρο το χρώμα του, μου είπε, ότι θα έπρεπε να βάλει λίγο νερό.
Έτσι ακριβώς έκανε σε αυτή την καζανιά .
Πήρε το ξύλο, ανακάτεψε τα σταφύλια που μόλις είχε αδειάσει στο καζάνι και μου είπε:
« Βλέπεις; χρειάζεται και λίγο νερό…»
Ανακάτεψε στη συνέχεια λίγο νερό με γλυκάνισο και έριξε το μείγμα στο καζάνι.
«Γλυκάνισο δε βάζουμε όταν θέλουμε να κάνουμε γράπα!»
Έκλεισε τον άμβυκα …
Σε μια ώρα περίπου, μου είπε, ότι θα τελειώσει με αυτήν την καζανιά και θα βάλει άλλη.
Στην ερώτηση μου πώς το καταλαβαίνει , με πληροφόρησε ότι όταν φτάσει η θερμοκρασία στο θερμόμετρο του αποστακτήρα στους 80 βαθμούς, τότε σημαίνει ότι όλο το αλκοόλ έχει εξατμιστεί, έχει περάσει στον ειδικό κυλινδρικό σωλήνα, τον ψυκτήρα, που κρυώνει με το νερό μιας βρύσης που συνδέεται με αυτόν στη βάση κι εκεί υγροποιείται και γίνεται το τσίπουρο, το οποίο ρέει από ένα σωληνάκι πάχους περίπου τριών εκ. σε ένα μεταλλικό δοχείο. Να, εδώ!
Στη συνέχεια πήρε ένα αντικείμενο που έμοιαζε με θερμόμετρο και το βύθισε στο φρέσκο τσίπουρο.
Τι είναι αυτό, ρώτησα.
Θερμόμετρο;
Αλκοολόμετρο λέγεται, συνέχισε ο Δημήτρης…
« Ελα, να δεις!»
Το πήρε και το ξαναβύθισε μέσα στον μεταλλικό κουβά όπου είχε συγκεντρωθεί το καινούριο τσίπουρο.
«Δες! Το αλκοολόμετρο δείχνει 50 βαθμούς σε περιεκτικότητα αλκοόλ και 20 γράδα.
Είναι πολύ σημαντικό να έχει τα σωστά γράδα και τη σωστή περιεκτικότητα σε αλκοόλ το τσίπουρο.
Είναι πολύ …
Θέλουμε να είναι περίπου 40 και κάτι η περιεκτικότητα σε αλκοόλ, τα γράδα να είναι λιγότερο από 20…
Για να το πετύχω αυτό πρέπει να βάλουμε νερό στο τσίπουρο..»
Πήγε λοιπόν ο Σωτήρης, έφερε νερό με μπιτονάκι το ρίξανε μέσα, το ανακάτευε ο Δημήτρης, ξαναχρησιμοποίησε το αλκοολόμετρο…Φέρε λίγο ακόμη νερό του είπε.
Μόλις τον είδα να χαλαρώνει λιγάκι τον ρώτησα τι είναι τα στέμφυλα.
Επειδή κάποια στιγμή που άνοιξε το καζάνι μου είπε αυτά είναι στέμφυλα.
«Για την παρασκευή τσίπουρου πρέπει να « εκμεταλλευόμαστε» όσο περισσότερο μπορούμε το σταφύλι. Να μην πάει τίποτα χαμένο.
Τα στέμφυλα, είναι ό,τι μένει μετά το «πάτημα των σταφυλιών για την παραγωγή κρασιού, δηλαδή οι φλούδες του σταφυλιού, τα κουκούτσια και η σάρκα .»
Η φωτιά ζέσταινε τον χώρο και αναψοκοκκίνιζε τα πρόσωπα αυτών που στέκονταν και την παρατηρούσαν από απέναντι …
Έπεφτε το μάτι πάνω της .
Ήθελες δεν ήθελες…
Στο προϊστορικό μας DNA αυτή η εικόνα, δε θα πάψει ποτέ να μας μαγεύει…
Οι φλόγες της εστίας που γίνονταν λαίμαργες, καθώς τύλιγαν τα ξύλα και καίγονταν πετώντας μικρές κοκκινο -πορτοκαλιές σπιθίτσες, μύριζαν χειμώνα και ψημένα κάστανα!
Αυτή η φιλική φωτιά, η μικρή και συμμαζεμένη που έμοιαζε πλαισιωμένη, σαν πίνακας ζωγραφικής που ζωντανεύει και «δούλεψε» για να γίνει το τσίπουρο, μας ένωσε όλους εκεί μέσα κι ας μην γνωριζόμασταν από πριν, σε ένα συμπόσιο μιας άλλης εποχής , τότε που η συντροφικότητα ήταν αυθόρμητη, και στήνονταν τραπέζια στο άψε σβήσε χωρίς κανόνες και πρωτόκολλα!
Ήταν μια όμορφη Κυριακή του Οκτώβρη.
Φεύγοντας, καθώς κατεβαίναμε, γέμιζε το μάτι μας από μεγάλα και μικρά τοπία της φύσης!
Έφυγε όλο το στρες, όλο το άγχος που η καθημερινότητα πάντα θυμάται να στο φορτώσει…
Η Φύση και οι δράσεις στη φύση είναι για μικρούς και μεγάλους κέρδος ζωής!
Ει. Δα.