Άρθρα Θέατρο Πολιτισμός

Εθνικό Θέατρο – “Βάκχες”: Η ιερή μανία που κλυδωνίζει συθέμελα τις βεβαιότητες

Στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, που ανέβηκαν στην Επίδαυρο από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου και το Εθνικό Θέατρο, το σκηνοθετικό πλαίσιο υπήρχε στην πιο κυριολεκτική, απομαγεμένη εκδοχή του

 

Κι αν έχουμε την τύχη, λίγες φορές στη ζωή μας, να συναντήσουμε τον Διόνυσο, τότε (θα) είμαστε ευλογημένοι.

Ο Διόνυσος είναι θεός, είναι μυστήριο, είναι μυστηριώδης. Είναι ένας θεός πάσχων κι ένας θεός θριαμβεύων. Πεθαίνει πολλές φορές, διαμελίζεται και ξαναγεννιέται. Ο Δίας τον έσωσε από τη φωτιά, η Αθηνά κράτησε την παλλόμενη καρδιά του στα χέρια της όταν τον καταβρόχθισαν οι Τιτάνες.

Ο Διόνυσος είναι η Φύση, τα υγρά της, το μέλι, το γάλα, το κρασί, οι χυμοί των δέντρων, το αίμα των ζώων, τα ποτάμια, η λάβα, η αδιάλειπτη ζωή που πάλλεται μέσα από μορφές ορατές και αόρατες, τρελά σωματίδια, πρωτεϊκή ενέργεια. Άπιαστος, ασύλληπτος, ακατάσχετος, βλαστική ή σπερματική ροή, δυνάμεις που διαλύονται και ανασυγκροτούνται, επιφοιτήσεις εν αιθρία, εξαίφνης παρουσία και εξαίφνης απουσία, όλες οι αντιθέσεις, το άγριο και το μαλακό, η χαρά και η οδύνη, το εδώ και το επέκεινα, το ανεντόπιστο.

Η ριζοσπαστική πολυμορφία του δεν γνωρίζει φραγμούς: ταύρος, λιοντάρι, μυρωδιά καμένου κισσού, ευωδία αμπελιού, σεισμός, παφλασμός, αλαλαγμός, ερωτική κραυγή, κυνηγετική ιαχή, ποδοβολητό κοπαδιού.

Δεν είναι μόνο ο παροπλισμένος Διόνυσος που γειώνει τη διαδικασία: είναι η παράσταση στο σύνολό της που μαρτυρά μια ουσιαστική, κατάφωρη αδυναμία επικοινωνίας με το πνεύμα και το σώμα των «Βακχών».

Οι ακόλουθες του Διόνυσου εγκαταλείπουν σπίτια, συζύγους, παιδιά, ξεχύνονται στους δρόμους, στα βουνά, βάζουν στεφάνια στα μαλλιά, γητεύουν φίδια, θηλάζουν τετράποδα νεογνά, συνομιλούν με δέντρα, πέτρες, ορυκτά, πουλιά. Ανοίγονται στο θαυμαστό, στο άγνωστο, σε θεσπέσιες μουσικές, σε ξέφρενους χορούς, σε ολονύχτιες τελετές, σε παράτολμες αποστολές, στις ηδονές της ιερής μανίας, στα σαρωτικά πάθη της βακχείας. Αψηφούν το αποδεκτό, το επιτρεπτό, το ενδεδειγμένο, ακολουθούν τον θεό, αφοπλίζουν και αφοπλίζονται, χάνουν τα κελύφη των φύλων τους, σπαράζουν ολόγυμνες σε μια στέπα ή ίπτανται ανεξιχνίαστες πάνω από τις στέγες, παγώνουν σφίγγοντας τις γροθιές τους ή φλέγονται τρώγοντας τσουκνίδες.

Ο ξιφομάχος Πενθέας του Αργύρη Πανταζάρα στοιχειοθετείται με τα πλέον αναμενόμενα χαρακτηριστικά, υπακούει δηλαδή στα φαινομενολογικά γνωρίσματα του ρόλου, είναι σοβαρός, βλοσυρός, αιχμάλωτος της ναρκισσιστικής ακαμψίας του.

Ένα σύννεφο από ακρίδες, ένα βαμπίρ που βγαίνει νύχτα, παρά φύσιν παντρολογήματα, ναρκωτικά που προκαλούν ερωτικούς σπασμούς, μοριακές ρωγμές, προσθαλασσώσεις και απογειώσεις πάνω σε ένα μεταβαλλόμενο πλάνο σύστασης. Οράματα, παραισθήσεις, «αδέσποτη φωτιά», σπαραγμός ζώων, ωμοφαγία: καταστροφή ή απελευθέρωση, απελευθέρωση μέσω καταστροφής του εγώ και βρώσης του ά

Πώς σηματοδοτείται η συνάντηση με τον Διόνυσο; Πώς μπορεί να αποτυπωθεί σκηνικά η πορεία εκτροπής και ανασύνταξης του οργανωμένου σώματος; Λόγος, μουσική, κίνηση, άπασες οι τεχνικές και οι τέχνες του θεάτρου ανήκουν στον Διόνυσο που εδώ, στις «Βάκχες», εμφανίζεται για πρώτη φορά σε όλη την τρομακτική μεγαλοδυναμία του, εμπνευστής της πιο βαθιάς γνώσης που προσφέρει η τραγωδία.

Το ζητούμενο δεν είναι, φυσικά, να παρουσιάσουμε επί σκηνής τον «Διόνυσο». Γιατί ο Διόνυσος δεν «αναπαρίσταται». Η αμηχανία του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη στην έναρξη της παράστασης αποδεικνύεται χαρακτηριστική ως προς αυτό. Είτε κάνει το φάντασμα, φορώντας ένα λευκό σεντόνι και ψελλίζοντας «μπου!», είτε παριστάνει την αγελάδα φωνάζοντας «μουυυ!», είτε σκάει στα γέλια επιδεικτικά, είτε χτυπάει παλαμάκια για να ανάψουν τα φώτα, είτε δίνει σήμα στους μουσικούς, σε κάθε περίπτωση φαντάζει άσκοπα εκτεθειμένος και αδιέξοδα παραδομένος σε μια κλοουνερί που δεν αποφέρει καρπούς· ούτε καν ως «μεταμοντέρνο» σχόλιο για την εξαφάνιση του Διόνυσου στη σύγχρονη εποχή δεν λειτουργεί, εφόσον, όπως αποδεικνύεται, καμία τέτοια πρόθεση δεν υφίσταται εκ μέρους του σκηνοθέτη.

Τι είναι, δηλαδή, η βακχεία, αυτή η ιερή μανία που κλυδωνίζει συθέμελα τις βεβαιότητες του αυτάρεσκου υποκειμένου, ωθώντας το σε μια υπέρβαση των περιχαρακωμένων ορίων του; Είναι απλώς μια ντουζίνα ψευτοδαιμονισμένα κορίτσια που χοροπηδούν ημίγυμνα και μπογιατισμένα μέσα στις σερπαντίνες; 

Κάθε άλλο. Ο τελευταίος επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία με τον πλέον συμβατικό και, ακόμη χειρότερα, με τον πλέον άνευρο τρόπο. Δεν είναι μόνο ο παροπλισμένος Διόνυσος που γειώνει τη διαδικασία: είναι η παράσταση στο σύνολό της που μαρτυρά μια ουσιαστική, κατάφωρη αδυναμία επικοινωνίας με το πνεύμα και το σώμα των «Βακχών».

Μπορεί με πάθος να τινάζει τα μακριά μαλλιά του πέρα δώθε ο Τειρεσίας της Μαριάννας Δημητρίου, αλλά, φευ, η ηθοποιός ακκίζεται άρρυθμα, εκφέρει έναν λόγο εκκωφαντικά ακατέργαστο, καταφεύγει σε θεατράλε υπερβολές, μας αποξενώνει ανεπίστρεπτα.

Δεν είναι, όμως, το σημαντικό εδώ να μιλήσουμε διεξοδικά για κάθε ρόλο και να καταγράψουμε την αδυναμία των ηθοποιών, να πούμε παραδείγματος χάριν ότι η Αλεξία Καλτσίκη προσπάθησε με θέρμη να μεταδώσει την οδύνη της Αγαύης, αλλά ηττήθηκε μαχόμενη. Γιατί όλα όσα συμβαίνουν στη σκηνή σε μια παράσταση κατευθύνονται και νοηματοδοτούνται από ένα πλαίσιο, το πλαίσιο της σκηνοθετικής ανάγνωσης. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ετούτο το πλαίσιο δεν υπήρχε ή, μάλλον, υπήρχε στην πιο κυριολεκτική, απομαγεμένη εκδοχή του.

Στερούμενα ζωογόνας πνοής, εσωτερικού παλμού, γονιμοποιού σύλληψης, βαθιάς επένδυσης στα μείζονα διακυβεύματα του έργου, εναγώνιας αναρώτησης επ’ αυτών, όλα τα στοιχεία, τα σημαίνοντα, τα σύμβολα, όλα τα πρόσωπα και οι πράξεις τους εμφανίζονται έωλα, έρημα, γυμνά, ανήμπορα να συνθέσουν έναν κόσμο πειστικό, γοητευτικό, πολυδιάστατο, ικανό να προσδώσει στα αντικείμενα και στα σώματα κάτι πέρα από την πεζή, οφθαλμοφανή διάστασή τους.

Τι είναι, δηλαδή, η βακχεία, αυτή η ιερή μανία που κλυδωνίζει συθέμελα τις βεβαιότητες του αυτάρεσκου υποκειμένου, ωθώντας το σε μια υπέρβαση των περιχαρακωμένων ορίων του; Είναι απλώς μια ντουζίνα ψευτοδαιμονισμένα κορίτσια που χοροπηδούν ημίγυμνα και μπογιατισμένα μέσα στις σερπαντίνες ή ερεθίζονται αυτοχαϊδευόμενες στα πατώματα υπό τον ήχο των κρουστών; Υπάρχει πιο στερεοτυπική εικόνα για τις Βάκχες άραγε;

Μα όπου κι αν κοιτάξουμε, τοίχο θα συναντήσουμε, γραμμή φυγής πουθενά. Ένας ακυρωμένος Διόνυσος, ένα μουτρωμένο, αύθαδες πριγκιπόπουλο (Πενθέας), ένα νεανικό ξεσάλωμα, μπόλικο body-painting, ευσυνείδητα τύμπανα εξ Ανατολής και μια τεράστια «κουρτίνα» με τα χρώματα του ουράνιου τόξου ν’ ανεμίζει, διατυμπανίζοντας τις αρχές της συμπερίληψης, της ενότητας και της ελευθερίας.

Μα το queer δεν ενσαρκώνεται έτσι μαγικά, επειδή κάποιος κρεμάει τη σημαία του gay pride από την πύλη του παλατιού ή επειδή φοράει τρέντι γοβάκια στον Διόνυσο (μία ακόμη στερεοτυπική απεικόνιση του θεού).

Το queer δεν έχει να κάνει με τυπικά «διαπιστευτήρια», αναδύεται μονάχα μέσα από μια αυθεντικά διαφορετική και αντι-κυρίαρχη προσέγγιση των κλασικών κειμένων.Το queer δεν έχει να κάνει με τυπικά «διαπιστευτήρια», αναδύεται μονάχα μέσα από μια αυθεντικά διαφορετική και αντι-κυρίαρχη προσέγγιση των κλασικών κειμένων.

Αν ο Διόνυσος είναι το κατεξοχήν queer, τότε όποια επιθυμεί να γίνει ακόλουθός του, να πιστέψει στη θρησκεία του, οφείλει να τον αναζητήσει πέρα από κάθε προσχηματισμένη τάξη, πέρα από κάθε κανονιστική ερμηνεία, ανατρέποντας κάθε εδραιωμένη αντίληψη που εγκλωβίζει το έργο σε οικεία, αναμασημένα σχήματα, αναζητώντας νέες μορφές, νέες γλώσσες που εισρέουν και εκρέουν μέσα από απρόβλεπτες περιελίξεις, περιπτύξεις και μεταμορφώσεις.

Όμως εδώ είδαμε να συμβαίνει το αντίθετο: όχι ένα ευφάνταστο γίγνεσθαι-γυναίκα, γίγνεσθαι-ζώο, γίγνεσθαι-φυτό, γίγνεσθαι-Άλλο, αλλά ένα προβλέψιμο, συντηρητικό, άτολμο γίγνεσθαι-όμοιο, γίγνεσθαι-ανούσιο και, ως εκ τούτου, γίγνεσθαι-ανιαρό.

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Η παράσταση ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 2 & 3 Αυγούστου. 

lifo

banner-article

Ροη ειδήσεων