Τέτοια ήταν η ψυχική ανάταση των ημερών με τις σημαίες και τις παρελάσεις, ζωντανές και σε τηλεοπτική μετάδοση, που από τα ασυνείδητα βάθη της παιδικής μου μνήμης ανασύρθηκαν άσματα ένδοξα και ποιήματα επικά των σχολικών μου ημερών. Τι ευζωνάκια, τι κλεφτόπουλα, τι Δέσποινα ρίξε τ’ άρματα δεν είν’ εδώ το Σούλι…
Μα έλα που μαζί με της Πατρίδας μου τη σημαία που ‘χει χρώμα γαλανό και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό, ανασύρθηκε κι εκείνη η εφηβική ανάμνηση, που ακόμα με ταλανίζει…. Τρίτη λυκείου και τρίτη δέσμη και ο φιλόλογος να προσπαθεί να μας εξηγήσει τον ρόλο της εξωτερικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών στα της ελληνικής επανάστασης. “Δηλαδή”, τον είχα ρωτήσει μπερδεμένη, “δεν ήταν οι ήρωές μας που μας ελευθέρωσαν, πολεμώντας τους Τούρκους”; Γιατί βέβαια Κολοκοτρώνη, Καραΐσκάκη, Κανάρη και Μπουμπουλίνα τους παίζαμε στα δάχτυλα, αλλά για Ρώσους κι Αγγλογάλλους ως τότε στο σχολείο ούτε κουβέντα δεν είχε γίνει… “Αν δεν είχαν ανακατευτεί κι αυτοί” μου απάντησε προβοκατόρικα ο καθηγητής “πιθανότατα σήμερα θα ήσουν οδαλίσκη σε χαρέμι”!
Το προσπέρασα γελώντας αμήχανα, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Το αεράκι αμφιβολίας που φύσηξε ξαφνικά άρχισε να διαλύει το μπαρουτοκαπνισμένο προπέτασμα του ένδοξου αγώνα, κι ο ήλιος που κάτω απ’ τη λάμψη του κρυφό δεν μένει τίποτε, άρχισε σιγά σιγά να ρίχνει φως στις σκοτεινές, τις κάπως λιγότερο ένδοξες πτυχές της εθνικής μας παλιγγενεσίας: Στη στάση της εκκλησίας, ας πούμε. Και δεν μιλώ για τους φτωχοπαπάδες του λαού, μα για τον άλλο, τον υψηλό κλήρο. Που με τον ξεσηκωμό ένοιωσε να σείεται η γη κάτω απ’ το ρασοφόρο του βήμα. Βήμα που ως τότε πάταγε γερά με το ’να πόδι πάνω στους ραγιάδες να τους κρατάει σκυφτούς όσο με το άλλο μπαινόβγαινε στων Αγάδων τα κονάκια. Μα και στις φατρίες εκείνες, των Ελλήνων και των Αρβανιτάδων που, πάνω που ξεκίνησε να καθαρίζει ο ορίζοντας απ’ τον βαρύ ίσκιο της ημισελήνου, έπιασαν να φαγώνονται για τ’ αρχηγιλίκια και τα οφίκια του μελλοντικού κράτους.
Και δεν είναι μόνο για την εμφύλια φαγωμάρα στην οποία άδοξα κατέληξε η ελληνική επανάσταση και για τη διφορούμενη σε πολλές στιγμές της στάση της εκκλησίας που ποτέ δεν διάβασα στα σχολικά βιβλία της ιστορίας. Παρέλειψαν ακόμα να μου πούνε στο σχολείο για όλα τα μιλέτια κι όλες τις γλώσσες που αλέστηκαν μέσα στο ένδοξο αρχαιοελληνικό μας χωνευτήρι για να στηθεί στα πόδια της η νεοσύστατη, μικρή καινούργια μας Ελλάδα. Θα μου πείτε, κάπου έπρεπε να στηριχτεί… Να ενδυθεί μια γλώσσα, μια θρησκεία, μια κοινή ιστορία… όλα όσα έχει ανάγκη τελοσπάντων ένα έθνος για να δημιουργηθεί…
Για να μπορούμε να ριγούμε σήμερα εμείς οι νεοέλληνες από εθνική έπαρση και πατριωτισμό βλέποντας τη γαλανόλευκη να κυματίζει. Να μασκαρεύουμε χωρίς ντροπή τη μισαλλοδοξία μας σε πατρογονική πίστη. Να εξευτελίζουμε και να τσαλαπατάμε κάθε που ανοίγουμε το στόμα μας εκείνη “την κοινήν ελληνική λαλιά”, που “ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμε κι ως τους Ινδούς. Να πουλάμε μούρη στους ξένους που είχαμε Πλάτωνα κι Αριστοτέλη όταν εκείνοι ακόμα βοσκούσαν βελανίδια…
Να αισθανόμαστε περήφανοι σαν Έλληνες κι όχι ως Έλληνες, δυστυχώς…
…………………..