Είχε μπει ο Νοέμβρης όπως κάθε χρόνο και έφερε βροχή, όπως το συνήθιζε χρόνια τώρα.
Έβρεχε και σήμερα και οι δυο τους μαζί για τον αγώνα.
Είχαν κατεβάσει τις βέργες με τον καπνό.
Ο ένας σκαρφαλωμένος στις ξύλινες σκαλιέρες σαν ακροβάτης ισορροπίας και η άλλη κάτω με γεμάτα τα μάτια από τη σκόνη που έπεφτε και τα ερέθιζε με ένα ανυπόφορο τσούξιμο.
Ήταν όμως χαρούμενοι.
Δόξα τω θεώ, θα πρόφταιναν να τελειώσουν πριν πιάσουν τα μεγάλα κρύα.
Ήταν ανυπόφορο το κρύο στις μεγάλες ξύλινες παράγκες, ξηραντήρια καπνού, με το υγρό χωματένιο δάπεδο.
Ήταν ανυπόφορος και ο καπνός που έβγαινε από τους τενεκέδες που κρέμονταν με τα λίγα αναμμένα ξύλα για να ζεσταίνουν, ή καλύτερα να δίνουν την ψευδαίσθηση της ζεστασιάς στον παγερό, σκοτεινό σχεδόν χώρο.
Σαν να τους έβλεπε!
Να μπροστά στα τραπέζια στοιβαγμένες, κάθε φορά, καμιά δεκαριά βέργες. Έκοβαν τις κλωστές στις άκρες, εκεί που έδεναν γερά τον καπνό με τις βέργες και αφού τις τραβούσαν, ελευθέρωναν τα κρεμασμένα καπνόφυλλα.
Έπαιρναν έπειτα μία-μία και τις βέργες και τις στοίβαζαν με τάξη, σε αναμονή για την επόμενη σοδειά…
Ότι έμενε ήταν αυτό που χρειάζονταν, αυτό που είχαν ανάγκη για την επιβίωση.
Ήταν τα ξερά, σοκολατένια, μεγάλα καπνόφυλλα τύπου Μπέρλεϋ, που στη συνέχεια τα έδεναν προσεκτικά με λινάτσες, σε μεγάλες, κυβικές μπάλες.
Δούλευαν χαρούμενοι, αγόγγυστα.
Ο γιος τους σπούδαζε στη Σαλονίκη και συχνά συζητούσαν γι’ αυτόν.
Είχαν την έγνοια του.
Γνώριζαν πως είναι ευαίσθητος και ευερέθιστος και… να πάρει η ευχή… ανακατεύεται στα πολιτικά.
Δεν μπορούσε, πανάθεμά τον, να μη μιλήσει!
Το ήξεραν και αυτοί…
Το ένιωθαν πως δεν τους υπολόγιζαν οι Τρανοί και μαζεύονταν στο καβούκι τους και δεν μιλούσαν… Για χάρη του!
Μην τους χρωματίσουν και κόψουν το παιδί από τις σπουδές του.
Αυτός όμως… αγύριστο κεφάλι!
Δε σωπαίνει, ούτε φοβάται!
Είναι νέος, φωτιά!
Ότι έχει να πει, το λέγει, δεν το καταπίνει…
Θυμώνει με όλους τους άλλους που δεν έχουν σκοπό να ξυπνήσουν, επειδή θέλουν να συνεχίσουν τον εύκολο ύπνο των παππούδων τους και των γονιών τους, των φτωχών γονιών τους, που δεν κατάλαβαν πολλά πράγματα ακόμη…
Τον καμάρωναν όμως κρυφά και συγχρόνως ανησυχούσαν για τις ιδέες του.
«Θα το φάει αυτός το κεφάλι του! Σίγουρα…
Θα τον κλείσουν στο φρέσκο στο τέλος», μονολογούσε ανήσυχη η μητέρα.
Ο φόβος τους ήταν μην τον χαρακτηρίσουν κομμουνιστή…
-Και τι πάει να πει μωρέ, Χρυσούλα, κομμουνιστής, Ε;
Βλέπεις… αυτοί είναι μόνο οι πραγματικοί Έλληνες που αγαπούν την πατρίδα τους…
Να δω άμα γίνει κάνας πόλεμος, τι θα κάνουν!
Μόλις ίδρυσαν τον Πολιτιστικό Σύλλογο ο Δημήτρης και τα άλλα παιδιά… Άκουσον – άκουσον!
Τους έβαλαν ταμπέλα!
Κομμουνιστές!
-Φτου! τους αθεόφοβους, βρε Γιάννη, τους αχάριστους…
Ο Δημήτρης και όλοι έδωσαν όρκο να μην τον κομματικοποιήσουν τον Σύλλογο…
Και έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους και εκδηλώσεις που δεν είχαν ξαναγίνει στο χωριό, και βιβλιοθήκη ίδρυσαν και έδωσαν και αξία στον χουντικό πρόεδρο να καμαρώνει για το χωριό του …
Δούλευαν και ήθελαν να ελπίζουν.
Η ελπίδα τότε, ήταν στα καλύτερά της.
-Αχ! βρε γυναίκα, να πουλούσαμε νωρίς και με καλή τιμή!
Ποιος ξέρει πόσο θα τον αγοράσουν οι έμποροι.
Τόσα χρόνια καπνοπαραγωγός, καπνοπαραγωγός να σου πετύχει, με νοικιασμένα χωράφια, και προκοπή καμία!
Να ‘ξερα τουλάχιστον τιμή…
Τέλη Δεκέμβρη και το κρύο είχε σφίξει για τα καλά.
Πέρασε ο Δεκέμβριος, ο Γενάρης, ο Φλεβάρης, μπήκε με το καλό ο Μάρτης και ακόμα τίποτα… τίποτα!
Ούτε ένας έμπορος.
Δύο φορές άνοιξαν τις μπάλες και τις ξανά έφτιαξαν.
Είχαν ανάψει από την αναμονή και την υγρασία τα καπνά.
Τέλη του Μάρτη ο καπνός πουλήθηκε ύστερα από τον συνηθισμένο ψυχρό πόλεμο των εμπόρων.
Έσπασαν τα νεύρα τους από την αγωνία και το ξενύχτι.
Είχαν και τα δάνεια στην τράπεζα…
Ο καπνός πουλήθηκε στην ίδια τιμή που είχε πουληθεί πέρσι και πρόπερσι…
Τους κορόιδεψαν για ακόμη μία φορά.
Τζάμπα οι υποσχέσεις και τα χτυπήματα στην πλάτη…
Δεν βαριέσαι! Τα έξοδα τουλάχιστον να καλυφθούν.
Ενοίκια, λιπάσματα, φάρμακα, μεροκάματα, πετρέλαιο…
Τι να πουν;
Το δε βαριέσαι είναι λόγος ασυνείδητος, έτσι για να καθησυχάσουν το μέσα τους που επαναστατούσε και άλλα τους έλεγε…
Τίποτα…
Το βράδυ θα ακούσουν στις ειδήσεις τον κύριο Τάδε ή Τάδε με τη μεγαλύτερη αναίδεια να τους δίνει υποσχέσεις χαμογελαστός, προσπαθώντας να τους υπερχορτάσει με διαρκή μόρια μέλλοντος χρόνου.
Και ύστερα από λίγο καιρό θα αρχίσουν πάλι να ψάχνουν για χωράφια.
Τι να κάνουν;
Θα δώσουν και δυόμιση χιλιάδες δραχμές το στρέμμα.
Έχουν ακόμη υποχρεώσεις…
Ο Δημήτρης στο πανεπιστήμιο και η Ελένη στο Γυμνάσιο…
Ο Δημήτρης τώρα πλέον μόνο τα καλοκαίρια μπορεί να βοηθήσει και το μοναδικό που μπορεί να προσφέρει όλη την υπόλοιπη χρονιά είναι οι ελεύθερες ιδέες του .
Έρχονταν ξανά η άνοιξη και άρχιζε ο μεγαλύτερος αγώνας με το χώμα που συνεχίζονταν μέχρι το χειμώνα, για να ξαναρχίσει πάλι την άνοιξη.
Πάντα με την αβεβαιότητα να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια τους.
Και οι μέρες περνούσαν και τα χρόνια αμείλικτα.
Δεν ήξεραν τι να κάνουν, ή δεν προσπαθούσαν;
Θα περίμεναν. Τι είχαν να χάσουν.
Ίσως άλλαζαν τα πράγματα.
Να μιλήσουν, να φωνάξουν;
Α! δεν θα έβγαζαν αυτοί το φίδι από την τρύπα!
Και τα χρόνια θα περνούσαν και δεν βαριέσαι θα πλήρωναν και 4.000 δραχμές το στρέμμα για ενοίκιο.
Είχαν υποχρεώσεις…
καλή εβδομάδα με υγεία!
Ει. Δα.