Στις παραλίες της Ελλάδας σπανίζουν πια τα αρμυρίκια, ενώ παντού ξεφυτρώνουν ομπρελοκαθίσματα. Τα αυτοφυή αρμυρίκια βρίσκουν τρόπο και τα ξεπατώνουν οι επιχειρηματίες της δροσιάς και της απληστίας νυχτιάτικα ή και στο φως της μέρας, τον χειμώνα, όταν στα έρημα νησιά δουλεύουν φουλ οι παράνομες μπουλντόζες και μπετονιέρες, τα άρματα της ανάπτυξης. Οσο για την «καλλιέργεια των αρμυρικιών κατά μήκος των ακτών ως καλλωπιστικών, καθώς και για τη δημιουργία ανεμοφρακτών», ένας θρύλος είναι. Μονάχα στις εγκυκλοπαίδειες διασώζεται πια. Σαν λαογραφικό ίχνος.
Να γιατί συμμερίζομαι απολύτως (κι άλλοι μαζί μου, είμαι βέβαιος) τον ενθουσιασμό ενός Παριανού, του κ. Δαμιανού Γαβαλά, που κατάφερε να απελευθερώσει τέσσερα αρμυρίκια. Παραθέτω από ρεπορτάζ της Βίκυς Κατεχάκη με τίτλο «Μάχη για ελεύθερες παραλίες στην Πάρο» («Κ», Τρίτη, 25 Ιουλίου): «Δύο επιχειρήσεις που γνωρίζω καλά σε παραλίες της Παροικιάς στις οποίες κολυμπάω από μικρό παιδί, φέτος πήραν και τα τελευταία αρμυρίκια. Κατέλαβαν τον ίσκιο τους και από κάτω τοποθέτησαν ξαπλώστρες. Ξεπέρασαν δηλαδή κατά πολύ τα όρια παραχώρησής τους. Χρειάζεται να δίνουμε καθημερινή μάχη για να κερδίσουμε. Επισκέφθηκα τρεις φορές τη μία από τις δύο επιχειρήσεις για να κάνω κάποιες συστάσεις. Με τα πολλά, κατάφερα να κερδίσω μόνος μου τέσσερα αρμυρίκια που φέτος θα ήταν χαμένα».
Είδος χωροκατακτητικό οι ξαπλώστρες, δεν αρκούνται στα μέτρα που αποσπούν νομίμως, από δημοτικούς άρχοντες που κάνουν και διά της άμμου το ψηφοθηρικό κομμάτι τους. Επιθετικές, επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Καταλαμβάνουν αυθαίρετα τον χώρο που έχει μείνει ελεύθερος για να μπορούν να στήνουν την ταπεινή τους ομπρελίτσα και ν’ απλώνουν την ψάθα τους όσοι δεν έχουν ή δεν θέλουν να δώσουν σαράντα ευρώ για μια ομπρέλα και δύο ξαπλώστρες. Φτάνουν σχεδόν στη θάλασσα, κι ας υποτίθεται ότι πρέπει να τις χωρίζουν πέντε μέτρα από το νερό. Ακόρεστες, σφετερίζονται ακόμα και τον ίσκιο των ελεύθερων αρμυρικιών. Για να τα μετατρέψουν και αυτά σε ευρώδεντρα.
Στις παραλίες της Ελλάδας σπανίζουν πια τα αρμυρίκια, ενώ παντού ξεφυτρώνουν ομπρελοκαθίσματα.
Η πλεονεξία εναντίον της ελευθερίας. Αρχαίος ο πόλεμος, όσο αρχαία είναι η βουλιμία που ωθεί τους «πιο ξύπνιους» και τους πιο αδίστακτους να καταχρώνται το κοινό κτήμα, να το ιδιωτικοποιούν, να το στραγγίζουν. Το βλέπουμε παντού στην Ελλάδα, όπου αδέσποτο κάλλος και ελεύθερος χώρος. Παντού στη Μεσόγειο, που αλλοτριώνεται οριστικά από τον υπερτουρισμό. Χάνει τον εαυτό που πούλησε σαν αυθεντικό, κι άλλον εαυτό δεν ξέρει πια να βρει. Εχει ξεμάθει.
Τέσσερα αρμυρίκια δεν είναι τίποτε, έτσι όπως μάθαμε πια να υπολογίζουμε τα πράγματα. Αλλά είναι κι ένας κόσμος ολόκληρος. Και η ανάκτησή τους, η απελευθέρωσή τους, ένα παράδειγμα. Για όλα τα νησιά, φλεγόμενα και μη, στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Αλλά και για τη μεσογειακή Ελλάδα, έχει – δεν έχει παραλίες. Στην Πάρο και τη Νάξο το συνειδητοποίησαν. Και αντέδρασαν σχεδόν ταυτόχρονα. Όχι όλοι. Ψευδαισθήσεις δεν επιτρέπονται. Ο πόθος για όλο και περισσότερο χρήμα δεν αλλοιώνει μόνο τις παραλίες και τους οικισμούς. Δεν φθείρει μόνο τον χαρακτήρα του τοπίου. Φθείρει και αλλοιώνει τον ίδιο τον χαρακτήρα του τόπου – όπου τόπος οι άνθρωποι που τον κατοικούν, όπως διδάσκουν σε αδιάφορους μαθητές οι αρχαίοι.
Στην Πάρο, την περασμένη Κυριακή, τριακόσιοι νησιώτες, μέλη οι περισσότεροι της «Κίνησης Πολιτών Πάρου για Ελεύθερες Παραλίες», διεκδίκησαν ειρηνικά το αυτονόητο: χώρο για ν’ απλώσουν την πετσέτα τους στη Σάντα Μαρία. Την όμορφη παραλία που την κατέλαβαν οι ξαπλώστρες μιας ιδιωτικής επιχείρησης, κι ας βρίσκεται σε περιοχή χαρακτηρισμένη ως Natura, κι ας μη δημοπρατήθηκε από τον δήμο κανένα τμήμα της. Το αυτονόητό τους, η ελεύθερη πρόσβαση σε δημόσιο χώρο, απορρέει από κείνο το Μέγα Αυτονόητο, την τήρηση του νόμου, που κατάντησε σχεδόν ανόητο από την πολυετή συστηματική περιφρόνησή του. Αν διέσωζε το νόημά του, δεν θα χρειαζόταν να σταλεί από τις αρχές Μαΐου εγκύκλιος του Αρείου Πάγου (10/2023, 4.5.2023) προς τους εισαγγελείς Πρωτοδικών της επικράτειας, άρα και προς τις Αρχές της χώρας και τους πολίτες της, για να θυμηθούν όλοι πως «η απρόσκοπτη πρόσβαση στις παραλίες είναι conditio sine qua non».
Σε αυτήν ακριβώς την εγκύκλιο θεμελιώνουν τις απαιτήσεις τους οι Ναξιώτες, 1.500 μέχρι στιγμής, που συμμετέχουν στο κίνημα «Σώστε τις παραλίες της Νάξου». Η ανοιχτή επιστολή τους της 16ης Ιουλίου πιστοποιεί ό,τι και ο αγώνας των Παριανών: αν είναι να περισωθούν έστω τα ελάχιστα, ώστε τα νησιά να μη χάσουν οριστικά την ταυτότητά τους, απομένοντας τόσο αυθεντικά όσο γνήσια δημοτικά είναι τα νησιωτικοφανή της οκάς, ο καιρός του αγώνα είναι τώρα. Ούτε αύριο ούτε μεθαύριο. Διαφορετικά, ό,τι όμορφο και πολύτιμο, ό,τι συλλογικό, θα περάσει στην περιοχή της νοσταλγίας. Οπως οι αμμοθίνες της Νάξου, γνώρισμα καίριο του νησιού, που τις ισοπέδωσε και τις καταπάτησε η απληστία, παγερά αδιάφορη για τις έτσι κι αλλιώς υπναλέες Αρχές, τοπικές και κεντρικές.
«Γινόμαστε επί σειρά ετών μάρτυρες συστηματικών παραβάσεων/αυθαιρεσιών από πλευράς επιχειρηματιών, στους οποίους έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης κοινόχρηστων χώρων αιγιαλού και παραλίας», διαβάζουμε στην ανοιχτή επιστολή των Ναξιωτών. Κι είναι σαν να διαβάζουμε επιστολή κατοίκων της Κρήτης, της Θάσου, της Λευκάδας, της Κέρκυρας, της Ρόδου, της Μυκόνου βέβαια. Αλλά και επιστολή των Αθηναίων, των Θεσσαλονικέων, των Πατρινών, που βλέπουν τα στεριανά τραπεζοκαθίσματα να διευρύνουν συνεχώς την επικράτειά τους εις βάρος του ανυπεράσπιστου δημόσιου χώρου, που μειώνεται παντού στην Ελλάδα. Μια χώρα που κλείνει τα πάρκα της έντρομη (δηλαδή αλλεργική στην ευθύνη) ακριβώς όταν είναι τεράστια η ανάγκη τους: επί καύσωνα.