…Λίγο πριν φύγει στον Ουρανό ο Δημήτρης, με πολλή χαρά για το γεγονός πως θα πλούτιζε με τη γραφή του το ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ της ΠΟΛΗΣ, έγραψε 20 κείμενα, συγκομιδή από τις βόλτες του στο Παρόν και την Ιστορία της πόλης.
Είναι ουσιαστικά η τελευταία του «ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ». Ο κόσμος της ευαισθησίας του και των ευγενικών του αισθημάτων που δωρίζει στην Πόλη.
Είναι η απάντησή του στην παραφρασμένη ερώτηση του Ελύτη…
…Ποιητή, στην Πολιτεία σου πες μας τι βλέπεις…
Γιάννης Ναζλίδης
Σημείωση Φαρέτρας: Με αφορμή το σημερινό πανηγύρι του Αγιαντώνη η Φαρέτρα δημοσιεύει σήμερα 1η Αυγούστου -κατ’ εξαίρεση- τα κείμενα του αξέχαστου ποιητή και δημοσιογράφου, Δημήτρη Καρασάββα, που γράφτηκαν για τα “ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης”.
———————–
Το πανηγύρι του Αγιαντώνη
Σ’ αυτήν την πόλη γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η παιδική μου ηλικία κύλησε γενικά ήρεμα, και θυμάμαι μόνο τα όμορφα περιστατικά. Μάλιστα, το πρώτο απ’ αυτά που ανασύρω από το πλήθος των αναμνήσεων ήταν το καλοκαιριάτικο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου του Βεροιέως. Στις αρχές Αυγούστου, επί μέρες πριν και μετά, η πόλη ζούσε σε μία εορταστική ατμόσφαιρα όπου τα παιδιά πρωταγωνιστούσαν. Μπροστά στον ναό του Αγίου, τη μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, μια τεράστια βασιλική, στην ομώνυμη πλατεία, στηνόταν μια πολύβουη εμποροπανήγυρις. Πάγκοι με κουζινικά, γυαλικά, ρούχα, παιχνίδια, είδη προικός και ό,τι άλλο ποθούσε η ψυχή του ανθρώπου ήταν εκεί μπροστά σε κοινή θέα και ευυπόληπτα. Αφού οι μεγάλοι έκαναν τα ψώνια τους, κατευθυνόμασταν, από τον κεντρικό δρόμο της αγοράς, την οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, προς την Πλατεία Ρολογιού, όπου είχε στηθεί το λούνα παρκ. Εκεί πια ήταν ο χώρος όπου ξεφάντωναν τα παιδιά. Με ένα καλαμάκι «μαλλί της γριάς», τριγυρνούσαμε ανάμεσα στις κούνιες, το καρουσέλ, τον «γύρο του θανάτου», τους ακροβάτες, τους ταχυδακτυλουργούς, τους «μάγους» και πολλά άλλα θαυμαστά πανηγυριώτικα. Μέναμε μέχρις εξαντλήσεως, αλλά χαρούμενοι και ανέμελοι. Μετά ευτυχισμένοι πέφταμε για ύπνο κα βλέπαμε «όνειρα γλυκά»…
Δ.Ι.Κ. 1.06.2020
———
«Η Ιστορία της Πόλης»
μέσα από τις Αναμνήσεις των Ανθρώπων της
Σαν έρχεσαι στην πόλη
Ο ξένος που ερχόταν στη Βέροια, για πρώτη φορά, την έβλεπε να του αποκαλύπτεται με μία τελετουργική διαδικασία, συνδεδεμένη με τη μυθική καταγωγή της. Είναι ο τρόπος, ανεξήγητος εν πολλοίς, που σου φανερώνεται ένας πανάρχαιος τόπος. Ο παλιός αμαξωτός δρόμος από τη Θεσσαλονίκη, μια αλέα με λεύκες, σαν ένας διάδρομος υποδοχής, προετοίμαζε κατάλληλα τον επισκέπτη. Ανάμεσα από την πυκνή φυλλωσιά των δέντρων, το φως του ήλιου έπαιζε στα μάτια το γοητευτικό παιχνίδι της απατηλής προσέγγισης. Έβλεπες από μακριά την πόλη, ήξερες ότι είναι εκεί, αλλά δεν είχες φτάσει. Προς το τέλος της διαδρομής, άμα έφτανες τις γραμμές του τρένου, την έβλεπες. Η πόλη καθότανε στην αγκαλιά του βουνού. Κι ο ξένος εντυπωσιασμένος μονολογούσε: «Τι πόλη!…»
————-
Η αρχαία πνοή
Μόλις έμπαινε κάποιος στην πόλη, ένιωθε ότι ο τόπος αυτός κουβαλούσε το βάρος των αιώνων. Το Βέρμιο με τον όγκο του μαρτυρούσε την καταγωγή της πόλης από τους μυθολογικούς χρόνους. Στερεωμένη στα ριζά του βουνού, η Βέροια διασχίζει την Ιστορία, παραμένοντας πάντα στον ίδιο τόπο με το ίδιο όνομα. Από τους πρώτους κατοίκους της, τους Φρύγες, πέρασε στους Μακεδόνες, κι έκτοτε μπήκε στις δέλτους της Ιστορίας. Έζησε όλες τις ιστορικές εποχές και περιόδους που της επιφύλαξε η ζωή. Τη Μακεδονική, την Κλασική, την Ελληνιστική, τη Ρωμαϊκή, τη Βυζαντινή και την Οθωμανική. Γνώρισε πολιορκίες, αλώσεις και κατακτητές. Είχε στιγμές μεγαλείου αλλά και ξεπεσμού. Από την απελευθέρωσή της το ’12 ακολουθεί τη μοίρα της νεότερης Ελλάδας. Η πόλη εξακολουθεί να ανασαίνει, στον ίδιο τόπο και με το ίδιο όνομα…
Δ.Ι.Κ. 12.05.2020
————
Η πόλη και οι άνθρωποι
Η πόλη είναι οι άνθρωποί της. Η Βέροια, πραγματικό ζυμωτήρι, κράτησε στη ζεστή αγκαλιά της όλους όσοι την επέλεξαν ως οριστικό τόπο διαμονής. Στον καταιγιστικό 20ό αι., η πόλη έχασε πρώτα τους Μουσουλμάνους της και μετά τους Εβραίους της. Όμως, δίπλα στους Εντόπιους και τους Βλάχους προστέθηκε το προσφυγικό στοιχείο, από Μικρασιάτες, Πόντιους και Θρακιώτες. Μεταπολεμικά, η πόλη σταδιακά διαμόρφωσε μία τοπική κοινωνία με έντονη και διακριτή διαστρωμάτωση. Η Βέροια είχε στους κόλπους της αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, υπαλλήλους, εμπόρους, επιχειρηματίες, βιομηχάνους. Είχε και φτωχούς και πλούσιους. Η ταχεία ανοικοδόμηση προκάλεσε ένα κύμα αστυφιλίας με νέους κατοίκους, πρώτα από τα γύρω χωριά και μετά από άλλες περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου. Όλος αυτός ο κόσμος ζει, ερωτεύεται, δημιουργεί και πεθαίνει στο μικροσύμπαν της πανάρχαιας πόλης…
———
Ένας τόπος ευσεβών
Κάθε τόπος που κατοικείται εκπέμπει την ενέργεια των ανθρώπων που φιλοξενεί. Σε όλες τις ιστορικές περιόδους της, η πόλη εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της προς το Θείον, για την επιβίωσή της. Οι αρχαίοι Βεροιείς λάτρευαν τους Πατρώους Θεούς τους, στους ναούς που είχαν ανεγείρει.
Με την έλευση όμως του Απόστολου των Εθνών, οι Ευγενείς Βεροιείς πορεύτηκαν σύμφωνα με τον Θείο Λόγο. Ο τόπος σφραγίστηκε για πάντα με μία ιερότητα ξεχωριστή. Πολύ αργότερα, όταν ήρθαν οι Οθωμανοί κατακτητές, αφού αναγνώρισαν κι αυτοί την ιερότητα του τόπου, έκτισαν τα δικά τους Τζαμιά, συνολικά εννέα μουσουλμανικά τεμένη, μιας και οι Εβραίοι είχαν τη Συναγωγή τους.
Όμως, η χριστιανική Βέροια ήταν που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στον τόπο τούτο. Ήταν η ευσέβεια των κατοίκων της, που εδραίωσαν με ξεχωριστό τρόπο μία διαρκή συνομιλία με τον Άγιο Ουρανό. Εβδομήντα δύο χριστιανικές εκκλησίες λειτουργούσαν και κήρυτταν το μήνυμα της Αγάπης. Έτσι, η Βέροια ονομάστηκε «Μικρή Ιερουσαλήμ». Έτσι, η πόλη εξακολουθεί να ανασαίνει ακόμη…
———–
Οι κινηματογράφοι
Πολύ καιρό πριν εισβάλει στη ζωή μας η τηλεόραση, στον τομέα της δημόσιας ψυχαγωγίας κυριαρχούσε ο κινηματογράφος. Το σινεμά ήταν ένας μαγικός κόσμος που σε προσκαλούσε να ζήσεις στην ψευδαίσθηση. Στάθηκα τυχερός, καθότι πηγαίναμε οικογενειακώς συχνά στον κινηματογράφο. Όσο μεγάλωνα, με άφηναν να πηγαίνω είτε με την αδελφή μου, είτε με φίλους από τη γειτονιά, ή και με συμμαθητές. Θυμάμαι το αντίτιμο του παιδικού εισιτηρίου ήταν 4,50 δραχμές. Συχνά πήγαινα με τον Μπαμπά μου, που ήταν σινεφίλ, και τον ευγνωμονώ και γι’ αυτήν τη χάρη.
Από τους κινηματογράφους της πόλης, που κάλυπταν επαρκώς τα τότε πληθυσμιακά δεδομένα της, θυμάμαι το «Ζάππειον» πάνω από την Πλ. Ρολογιού, επί της οδού 16ης Οκτωβρίου, το «Ολύμπιον» ψηλά στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, το «Φιλμ Καπρίνη» επί της οδού Τρύφωνος, τον «Φάρο», μόνο θερινό επί της οδού Μητροπόλεως, και αργότερα στο ίδιο σημείο το «Παλλάς», λίγο παρακάτω το «Σταρ», επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου και εντός στοάς το παλιό και το νέο «Πάνθεον», και το θερινό «Ρεξ» δίπλα στα τωρινά πρακτορεία υπεραστικών. Όλους αυτούς τους κινηματογράφους τους επισκέφτηκα και στις σκοτεινές τους αίθουσες είδα πάμπολλες ταινίες, ποικίλου θέματος, άλλες καλές, άλλες λιγότερο, αλλά που ωστόσο προκαλούν ακόμα τα συναισθήματά μου με μία έντονη νοσταλγική διάθεση…
Δ.Ι.Κ. 2.06.2020
———-
Η Πλατεία Ρολογιού
Πολύ κοντά στη γειτονιά που μεγάλωσα, σχεδόν μια δρασκελιά δρόμος, βρισκόταν η Πλατεία Ρολογιού. Έτσι την αποκαλούσαμε ακόμα, παρόλο που ο Πύργος του Ρολογιού είχε κατεδαφιστεί στον μεσοπόλεμο. Το όνομα της πλατείας, εκείνα τα χρόνια, ήταν πλέον Δικαστηρίων, και αργότερα Κ. Ρακτιβάν. Καταρχάς, επρόκειτο για δύο πλατείες, που τις χώριζε η προέκταση της Μητροπόλεως και την ένωνε με την 16ης Οκτωβρίου, που τότε ήταν είσοδος-έξοδος της πόλης, από και προς την Κοζάνη.
Ήταν ο μεγαλύτερος ανοιχτός χώρος της πόλης και από τα πλέον εμβληματικά τοπόσημά της. Στον μικρότερο χώρο της δέσποζε το Δικαστικό Μέγαρο, πιο αριστερά ήταν το Ηρώον, ένα ογκώδες μαρμάρινο μνημείο, και πιο αριστερά στη γωνία ήταν ο ιστορικός πλάτανος. Πίσω από τα Δικαστήρια και το Ηρώον ξεχώριζε ο όγκος του ερειπωμένου μεσαιωνικού πύργου. Το μεγαλύτερο κομμάτι ήταν εντελώς γυμνό και πολύ ευρύχωρο, ιδανικό για παιδικά παιχνίδια, ιδιαίτερα τα βράδια, όταν μας έβγαζε η Μάνα για κοντινή έξοδο.
Σ’ αυτόν τον χώρο στηνόταν το λούνα παρκ του καλοκαιριάτικου πανηγυριού, ενώ προδικτατορικά θυμάμαι και κάποιες προεκλογικές συγκεντρώσεις. Περιμετρικά των δύο χώρων υπήρχαν καλλωπιστικά δενδρύλλια, ενώ τοποθετήθηκαν και από δύο περίπτερα, καθώς επίσης και μία πιάτσα ταξί. Στον μεγάλο χώρο όπου έπαιζα συνήθως, κάποιες βραδιές με καθαρή ατμόσφαιρα έψαχνα στον έναστρο ουρανό το αγαπημένο αστέρι…
Τα πέριξ της πλατείας
Θυμάμαι ακόμη χαρακτηριστικά κάποια μαγαζιά και κτήρια γύρω από την Πλατεία Ρολογιού. Καταρχάς, στη ραγδαία ανάπτυξη της πόλης, είδα να ορθώνονται τις δύο νέες πολυκατοικίες, του Παπαγεωργίου στη Βερόης και των Αφών Ζώκου στη γωνία με τη Μητροπόλεως. Από τα μαγαζιά, θυμάμαι το «Ζαχαροπλαστείο Ζαφειρογιάννη», πλάγια δεξιά από τα Δικαστήρια, και το «Παντοπωλείο Καβαργύρη», απέναντι στη Βερόης. Στη γωνία με την 16ης Οκτωβρίου, ήταν ανενεργό τότε το παλιό Ξενοδοχείο «Εθνικόν», και λίγο παραπέρα, στο Μέγαρο Τσανάκα, η Ταβέρνα του «Μπάρμπα Πρόδρομου» Στάντζου. Στη γωνία με τη Μ. Μπότσαρη ήταν το Εστιατόριο «Χαβάη». Μετά ήταν το Πρακτορείο Υπεραστικών Κοζάνης και ακολουθούσε το Μέγαρο του Δικηγόρου Ζαρούκα. Στην αρχή της Μητροπόλεως δεξιά ήταν το Βενζινάδικο της «Shell», μετά το Μέγαρο Δεληδημητρίου, και ακολούθως το Εστιατόριο «Αβέρωφ». Τα θυμάμαι όλα με την καθαρότητα του «ονείρου»…
————
Η βόλτα
Πρόλαβα και τη βόλτα που γινόταν στον κεντρικό δρόμο της αγοράς, επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου, και πριν αυτή «μετακομίσει» στη Μητροπόλεως. Πηγαίναμε οικογενειακώς, κυρίως τα κυριακάτικα βράδια νωρίς, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το δρομολόγιο ήταν η κάθοδος από το Ρολόι προς τον Αγιαντώνη και μετά η άνοδος, μία ή και δύο φορές. Στη διαδρομή, σε επιλεγμένα σημεία μικροπωλητές ξηρών καρπών, γλυκισμάτων, παγωτών και ρόκας, είχαν στήσει τα καρότσια τους, για να δελεάσουν το πλήθος των διερχομένων και κυρίως τα παιδιά.
Ο κόσμος που βολτάριζε ήταν πολύς και καταλάμβανε όλο το οδόστρωμα και τα στενά πεζοδρόμια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις φωτιζόμενες βιτρίνες των καταστημάτων που προκαλούσαν το ενδιαφέρον των μεγάλων και ιδιαίτερα των γυναικών. Εμένα όμως με εντυπωσίαζε η φωτεινή πεταλούδα με νέον στο κατάστημα «Πεταλούδα», που στα παιδικά μου μάτια ήταν κάτι εντελώς μαγικό.
Η βόλτα στο τέλος της, και ανάλογα με τις διαθέσεις των μεγάλων, περιλάμβανε και γλυκό σε κάποιο ζαχαροπλαστείο ή ακόμη καλύτερα φαγητό σε ταβέρνα. Η βόλτα, όμως, ήταν και μία μέθοδος εξάντλησης για τα παιδιά, αφού ο ποδαρόδρομος μας οδηγούσε στα κρεβάτια «ξερούς» για ύπνο…
————
Οι εφημερίδες
Οι προπολεμικές, οι μεταπολεμικές, της μεταπολίτευσης και οι νεότερες
Στη μακρά, επί έναν αιώνα, Ιστορία του Τοπικού Τύπου, η Βέροια, ανάλογα πάντα με τις επικρατούσες συνθήκες, έχει να επιδείξει μία πλούσια και έντονη εκδοτική δραστηριότητα. Την περίοδο του μεσοπολέμου, το 1924, κάνει την εμφάνισή της η πρώτη εφημερίδα της πόλης, ο «Αστήρ Βερροίας» με εκδότη τον Ιωάν. Γούναρη, υποστηρίζοντας τους Φιλελεύθερους του Βενιζέλου. Η εφημερίδα με μια διακοπή στην Κατοχή συνέχισε την κυκλοφορία της μέχρι το 1953. Ακολούθησε ο «Κρόταλος» (1925-1926;), των Στέφ. Βαφείδη, Ν. Ζωγράφου και Αναστ. Λεονάρδου, και ήταν όργανο του Συλλόγου Σοσιαλδημοκρατών Βεροίας. Μετά η «Βέροια» (1925), των Στέφ. Βαφείδη και Ν. Ζωγράφου. Στη συνέχεια ο «Ελεύθερος Λόγος» (1928-1935), του Θρασ. Σμυρλή. Ακολουθούν μία σειρά βραχύβια έντυπα, όπως «Ο Ψύλλος» (1929), των Ιωάν. Αλεξιάδη, Αναστ. Ζάννου και Ιωάν. Σπανίδη, η «Φωνή της Βερροίας» (1929) του Ιωάν. Παπαδάκη, το «Εμπρός» (1931), των Ιωάν. Παπαδάκη και Δαμόλη, το «Αγροτικό Βήμα» (1931), και η «Νέα Ζωή» (1932), του Αντ. Μιχαηλίδη. Ο Βεροιώτης Λογοτέχνης Μαν. Σμυρλής εκδίδει δύο έντυπα την δεκαετία του ’30, αρχικά τα «Μακεδονικά Χρονικά» (1931-1939;) και ακολούθως τη «Μακεδονική Ηχώ» (1935-1942;). Μεσούσης της Κατοχής κυκλοφορεί η Επονίτικη «Σπίθα» (1944), ενώ αργότερα η Εαμική «Ελεύθερος Λαός» (1945-1946). Σύνολο, 13 έντυπα προπολεμικά…
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης, αλλά σε μία έκρυθμη και ταραχώδη περίοδο, εκδίδονται νέα έντυπα. Πρόκειται για τις εφημερίδες: ο «Ελεύθερος Λόγος» (1945-1946) του Γρ. Κούτερη, ο «Εθνικός Κήρυξ» (1946) του Κ. Καρακωστή, «Ο Θαρραλέος» (1946-1964), του Ηλ. Νόβα, η «Νέα Βέροια» (1947-1949) του Στέφ. Βαφείδη, «Ο Νέος Αγών» (1947-1950) του Π. Γιαννακάκη, η «Εφημερίς των Πολυτέκνων» (1948) του Ν. Δ. Λιόλιου, η «Νίκη» (1952-1989;) του πολιτευτή Δ. Χατζηδημητρίου, «Ο Φρουρός της Ημαθίας» (1953-1980) του Γ. Παπαδάκη, η «Αγροτική Ηχώ» (1957), ο «Νέος Δρόμος» (1958) του Αθ. Λαζαρίδη, η «Εξόρμησις» (1958-1964) του Φάνη Τριανταφυλλίδη, η «Φήμη» (1959-1964) του Θ. Παναγιωτόπουλου, και η «Μεταρρύθμισις» (1960-1969) του Β. Κουτσαντά. Επίσης, τη δεκαετία του ’60, κυκλοφορούν στην πόλη τα έντυπα «Πέλεκαν» (1961-2017), της τοπικής ομώνυμης Αδελφότητας, η «Φωνή του Βερμίου» (1965) του Ευάγγ. Παράσχη, ο «Λαός» (1965-1968) του Ζήση Πατσίκα, η «Εκκλησιαστική Αφύπνησις» (1966) του Αθ. Καμπά, το περιοδικό «Ο τόπος μας» του Τουριστικού Ομίλου Βέροιας, το «Δελτίον Πληροφοριών Ν. Ημαθίας» (1966) της Νομαρχίας Ημαθίας, η «Ελευθερία» (1966-1967) του Ιωάν. Λαζαρίδη, η «Νέα Γενιά» (1966-1967) του Πυθ. Ιερόπουλου, «Η Φωνή της Κυψέλης» του Μ. Σ. Κυψέλης και Βοσπόρου, η «Βέροια» (1972-1996) των Αφών Καλογήρου, και ο «Άγιος Αντώνιος» (1973-1993) της Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης. Σύνολο 24 έντυπα γι’ αυτήν την περίοδο…
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Την εποχή αυτή, της έντονης πολιτικοποίησης παρατηρείται μια εξίσου έντονη εκδοτική δραστηριότητα. Καταρχάς επανεκδίδεται το 1974 ο «Λαός» του Ζ. Πατσίκα με τους γιους του, αρχικά ως εβδομαδιαία και από το 1978 ως καθημερινή, έως τις μέρες μας. Αργότερα θα εκδώσει και το περιοδικό «λάμδα» (1999-2009). Η Χαρ. Ουσουλτζόγλου εκδίδει την «αλλαγή» (1977-1993). Ο Θ. Πολυχρονιάδης εκδίδει τη 15θήμερη ο «Παρατηρητής» (1983-1986). Οι Π. Μπούθας και Αρ. Στεφανίδης εκδίδουν την καθημερινή «Ημερήσια» (1984-1994) και μετά με τον Π. Μπούθα, που συνεχίζει έως τις μέρες μας. Ο Δ. Δαμιανός εκδίδει τη δεκαετία του ’80 τα «Ημαθιώτικα Νέα», μετά την «Πληροφόρηση» (1991-2012) κι αργότερα τη 15θήμερη «Αγροτικοί Ορίζοντες» (2000-2012). Επίσης, θυμάμαι στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’80 με ’90 που κυκλοφορούσε το βραχύβιο περιοδικό «Εγνατία» από υπαλλήλους της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων, με αρχαιολογικού περιεχομένου θέματα. Ο Δ. Ι. Καρασάββας εκδίδει τη 15θήμερη εφημερίδα «Οι Καιροί» (1993-2012). Ο Βίλλης Γαλανομάτης εκδίδει την αθλητική «Κερκίδα» (1993), που συνεχίζει, και τη «Βέροια» (1996), που επίσης συνεχίζει. Το 1994 εκδίδεται το «Ελεύθερο Βήμα» από την Ευρ. Κετόγλου-Καραμανλίδου. Το 1995 εκδίδεται η «Άποψη» από τον Παντ. Ζωγράφου. Το 1995 εκδίδεται η μηνιαία «Η ΣΥΝ+είδηση» από τον Γ. Αγγέλογλου. Ο Κ. Ασλάνογλου εκδίδει τη «Μακεδονική» (1996-2015), το τρίτο καθημερινό φύλλο της πόλης. Το 1997 εκδίδεται το «Κεντρί» από τον Αρ. Στεφανίδη. Στη δεκαετία του ’90 εκδίδονται τα περιοδικά «Αναζητήσεις» του Αντ. Κολτσίδα, «Παύλειος Λόγος» της Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης, και «Πολιτιστικά Δρώμενα» του Δήμου Βέροιας. Επίσης, εκδίδονται η «Παρέμβαση» (1998) του Π. Αγαθαγγελίδη, ο «Αγρότης της Βέροιας» (1999) του Χ. Γιαννακάκη, το «Βήμα του Αγρότη» (2000) της Ε.Α.Σ Βέροιας και η «Κυνηγετική Συνείδηση» του Κυνηγετικού Συλλόγου Βέροιας, όλες μηνιαίες. Σύνολο 22 έντυπα…
Με το γύρισμα του αιώνα, νέα έντυπα κυκλοφορούν στη Βέροια. Πρώτα τα «Επίκαιρα» της Βέροιας το 2001, με εκδότη τον Β. Σαρηγιαννίδη, τα οποία το 2005 μετατρέπονται σε καθημερινό φύλλο ως «Επίκαιρα Κεντρικής Μακεδονίας». Ο ίδιος τίτλος, αλλά με εκδότη τον Ν. Παπανικολάου συνεχίζει ως «Επίκαιρα» (2009), και ημερήσια, ενώ εκδίδει και κυριακάτικο φύλλο ως «Επίκαιρα της Κυριακής» (2009). Επίσης, ο Δήμος Βέροιας εκδίδει το βραχύβιο περιοδικό «Βεροιέων Πολιτεία» (2002-2006), ο Φώτης Αργυρίου εκδίδει την «Επτά» (2006-2013), και από το 2007 «Η Άλλη Άποψη» του Αλέκου Χατζηκώστα, που συνεχίζει, καθώς και η «Στη Φάκα» του Κυρ. Γρηγοριάδη, από το 2013, που συνεχίζει. Στον τομέα των περιοδικών, εμφανίζονται τα «Χρονικά» της Εταιρείας Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας από το 2008, το πολιτιστικό-ψυχαγωγικό «arrive.gr» (2015-2017), το ετήσιο «Βέροια Ερατεινή Ημαθία» του Αντώνη Μ. Κολτσίδα από το 2017, ενώ εσχάτως (2018) κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και η «Αόρατη Πόλη» του τοπικού Ελευθεριακού Στεκιού. Στις μέρες μας (καλοκαίρι 2020), στη Βέροια κυκλοφορούν πλέον, οι καθημερινές «Λαός» του Ζήση Μ. Πατσίκα και «Ημερήσια» του Κώστα Π. Μπούθα, οι εβδομαδιαίες «Βέροια» και «Κερκίδα» του Βίλλη Γ. Γαλανομάτη, «Η Άλλη Άποψη» του Αλέκου Α. Χατζηκώστα, και η «Στη Φάκα» του Κυριάκου Γρηγοριάδη, καθώς και τα περιοδικά «Παύλειος Λόγος» της Μητροπόλεώς μας, τα «Χρονικά» της ΕΜΙΠΗ, η «Βέροια Ερατεινή Ημαθία» του Αντώνη Μ. Κολτσίδα, και η ελευθεριακή «Αόρατη Πόλη».
Δ.Ι.Κ. 19.06.2020
—————
Μία ανθισμένη πόλη
Πρόλαβα τη Βέροια, λίγο πριν την πνίξει το μπετόν. Τότε η πόλη είχε ακόμη τα στοιχεία εκείνα που προσδιόριζαν κάτι το ειδυλλιακό, ακόμη και μέσα στη φτώχεια του κοσμάκη. Η εικόνα της από ψηλά σού έδινε την εντύπωση ενός κατάφυτου κατοικημένου πάρκου, όπου οι κεραμοσκεπείς κατοικίες συναγωνίζονταν τον αριθμό των δέντρων. Δεν ήταν μόνο τα πλατάνια που ήταν συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένα σημεία. Ήταν ακριβώς οι αυλές των σπιτιών που με τα δέντρα τους τόνιζαν το περίγραμμά τους. Η αυλή ως προέκταση της κατοικίας αποτελούσε ουσιαστικά ζωτικό χώρο για τους ανθρώπους. Σαν παιδί έπαιξα σε πολλές αυλές και είχα την ευκαιρία να κατανοήσω τη λειτουργικότητά τους.
Ανάλογα με την έκτασή τους, οι αυλές διέθεταν εκτός από τις αποθήκες και χώρους σταβλισμού των ζώων, όπως αγελάδες, κατσίκες, άλογα, μουλάρια και γαϊδουράκια, και βεβαίως κοτέτσια για τα πουλερικά, τουλούμπες και πηγάδια. Υπήρχαν οπωσδήποτε δέντρα ανάλογα με την αυλή, ο αριθμός και το είδος των οποίων ποίκιλλε. Για παράδειγμα, θυμάμαι, εκτός από τις δάφνες, τις φλαμουριές και τις μουριές και διάφορα καρποφόρα, όπως τζιτζιφιές, κρανιές, μουσμουλιές, τζερνικιές, κερασιές, βερικοκιές, καϊσιές, ροδιές και λωτιές. Την περίοδο της ανθοφορίας τους όλα αυτά τα δέντρα άπλωναν το άρωμά τους στις αυλές και αυτό ανακατευόταν με τις άλλες μυρωδιές του χώρου. Τον δε καιρό της καρποφορίας τους, ήταν η χαρά των παιδιών…
Δ.Ι.Κ. 22.06.2020
————-
Η παλιά γειτονιά
Το νοητό τρίγωνο που σχημάτιζαν το Βήμα του Αποστόλου Παύλου, το 3ο Δημοτικό Σχολείο και το μουσουλμανικό τέμενος του Μενδρεσέ, ήταν το επίκεντρο της γειτονιάς που μεγάλωσα. Το πατρικό μου σπίτι βρισκόταν δίπλα στο τζαμί, επί της οδού Απ. Παύλου 5. Ήταν ένα ισόγειο κτίσμα, χωρισμένο να εξυπηρετεί δύο οικογένειες. Η οικογένειά μας, τετραμελής, μέναμε σε δύο δωμάτια, προς την πλευρά του τζαμιού. Από την άλλη πλευρά, σε ίσους χώρους, έμενε η γιαγιά Θεοπίστη με τη θεία Αθηνά. Στην πλευρά αυτήν υπήρχε μια μικρή αυλή, με μια κυδωνιά και την αποθήκη με τα εργαλεία του Μπαμπά. Από τη δική μας πλευρά γειτονεύαμε με την οικογένεια του Γιώργου Κόια ακριβώς δίπλα μας και παραδίπλα, με την οικογένεια του Σταύρου Κανδύλα. Από την πλευρά της γιαγιάς γειτονεύαμε με την οικογένεια του Αριστείδη Κούλαλη.
Απέναντί μας ήταν τρεις μεγάλες κατοικίες που στέγαζαν πολυμελείς οικογένειες. Στα δεξιά, δίπλα στο σχολείο, έμενε η οικογένεια του Κώστα Ξυδόπουλου, ο οποίος είχε αποστακτήριο και την εποχή με τα «καζάνια» η γειτονιά ζούσε μια περίοδο μέθης λόγω των αναθυμιάσεων. Μετά, σε μια όμορφη νεοκλασική κατοικία, έμενε η οικογένεια Κανελλίδη. Ακριβώς απέναντί μας έμενε η οικογένεια του Απόστολου Ανδρεάδη. Διαγώνια από το σπίτι μας, προς τα αριστερά, ήταν επίσης μια όμορφη νεοκλασική κατοικία, της οικογένειας Νικολαΐδη, όπου έμενε για κάποια χρόνια ο Βουλευτής του Κέντρου Γιάννης Γιαμάς με την οικογένειά του. Σε αυτά τα στενά όρια της γειτονιάς λειτουργούσε και μία υποτυπώδης «αγορά». Θυμάμαι τα ξύλινα παραπήγματα στην πλευρά του τζαμιού, επί της Απ. Παύλου, όπου σε μία δίχωρη παράγκα ήταν το τσαγκαράδικο του κυρ Θόδωρα και το μανάβικο του κυρ Βασίλη. Λίγο πιο πέρα, σε μια μονόχωρη κατασκευή, ήταν το περιπτεράκι του κυρ Γιώργου, που εξυπηρετούσε τον μαθητόκοσμο του σχολείου. Ακριβώς απέναντι, στο ισόγειο της οικίας Κανελλίδη, ήταν το γιαουρτάδικο του κυρ Αντώνη.
Το δε τζαμί, τότε, λειτουργούσε ως κορδέλα-κυτιοποιείο, κατασκευάζοντας τελάρα για την τοπική αγροτική παραγωγή. Στην πίσω πλευρά του τζαμιού, δίπλα στη βάση του μιναρέ, ήταν μια παράγκα όπου ζούσε μία τυφλή γριούλα, η κυρα-Δέσποινα.
Οι άνθρωποι της γειτονιάς ανήκαν κυρίως στο προσφυγικό στοιχείο, αλλά υπήρχαν και κάποιοι Βλάχοι. Πριν ανοίξει η Μ. Μπότσαρη, όλοι όσοι έμεναν στο Τσερμένι, και παραπέρα, περνούσαν από την Απ. Παύλου, άρα και μπροστά από το σπίτι μας. Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι ακόμη και τον χειμώνα ήταν λασπωμένοι, ενώ το καλοκαίρι περνούσε η ποτιστήρα, για να κρατάει κάπως τη σκόνη. Για να βγούμε από τη γειτονιά, ακολουθούσαμε τον μικρό κατηφορικό δρόμο ανάμεσα στο τζαμί και το σχολείο, κι έχοντας στα αριστερά μας τον πέτρινο περίβολο του σχολείου, φτάναμε στον μύλο του Ηλία Ζάφογλου κι ύστερα στο Ρολόγι.
Μισό αιώνα έζησα σ’ αυτήν τη γειτονιά, κι αφού έφυγαν οι γονείς μου, είπα να αφήσω πίσω μου μια ολόκληρη εποχή…
Δ.Ι.Κ. 23.06.2020
————-
Οι σχολικές εκδρομές
Από ολόκληρη τη σχολική ζωή πιο πολύ αναπολώ τις εκδρομές. Ήταν τόση η λαχτάρα μας για παιχνίδι, που η χαρά μας ήταν απερίγραπτη κάθε φορά που πηγαίναμε εκδρομή. Οι εκδρομές, που ακολουθούσαν πάντα τις ήπιες καιρικές συνθήκες, πολλές φορές πραγματοποιήθηκαν και από δικές μας παρακλήσεις, φωνάζοντας ρυθμικά και με ένταση το αγαπημένο σύνθημα «έκ-δρο-μή θέ-λου-με».
Πήγαινα στο 4ο Δημοτικό, που ήταν δίπλα στο σπίτι μας, το οποίο συστεγαζόταν με το 3ο Δημοτικό. Στον πάνω όροφο ήταν το 3ο και στον κάτω το 4ο, με ξεχωριστές αυλές. Πολλές φορές τα δύο σχολεία πηγαίναμε μαζί εκδρομή. Η συνήθης τοποθεσία των σχολικών εκδρομών μας ήταν ο Λόφος Βικέλα, όχι πολύ μακριά από το σχολείο μας. Το δρομολόγιο που ακολουθούσαμε ήταν από την Απ. Παύλου, στα Παπάκια, κι από τη μεγάλη ανηφόρα της οδού Αφροδίτης φτάναμε μετά από λίγο στην αγαπημένη τοποθεσία.
Ο Λόφος Βικέλα είναι πευκόφυτος και δεσπόζει της πόλης μας. Από εκεί βλέπεις πανοραμικά τη Βέροια, τον Κάμπο, τον Αλιάκμονα και τα Πιέρια. Στον χώρο αυτόν παίζαμε τα αγόρια συνήθως ποδόσφαιρο, τα δε κορίτσια τα δικά τους. Παραδίπλα μας έστεκε μισοερειπωμένη η Βίλλα Βικέλα, την οποία και επισκεπτόμουνα στην ανάπαυλα του παιχνιδιού. Πίστευα και εγώ πως ήταν το σπίτι του Λόγιου Δημητρίου Βικέλα, που καταγόταν από την πόλη μας, και τον υποδυόμουνα περιδιαβαίνοντας τους έρημους χώρους του σπιτιού.
Από την πλάνη μου βγήκα πολλά χρόνια αργότερα, και σε μεγάλη ηλικία, όταν πληροφορήθηκα ότι το σπίτι αυτό, που κτίστηκε στον μεσοπόλεμο, δεν ήταν του Λόγιου, αλλά του συνονόματου ανιψιού του και Διπλωμάτη Δ. Βικέλα. Παρ’ όλα αυτά, θυμάμαι με νοσταλγία τον βωβό ρόλο που υποδυόμουν στην ερειπωμένη βίλλα κι εξακολουθώ να χαμογελώ…
Δ.Ι.Κ. 24.06.2020
————
Στον Αγιαντώνη
Ο ναός του Πολιούχου μας είναι η μεγαλύτερη εκκλησία στην πόλη μας. Η ογκώδης βασιλική δεσπόζει στον περιβάλλοντα χώρο, ενώ τα δύο πανύψηλα καμπαναριά φαίνονταν από κάθε πλευρά της πόλης. Όταν δε κτυπούσαν οι καμπάνες, τις άκουγαν όλοι στην πόλη, ακόμα και στα χωριά του κάμπου. Ο Όσιος Αντώνιος ο Νέος γιορτάζει δύο φορές τον χρόνο, μία στις 17 Ιανουαρίου με τον Άγιο Αντώνιο τον Μέγα, και την άλλη την 1η Αυγούστου, οπότε γινόταν και το πανηγύρι, και συνγιόρταζε με την Αγία Σολομονή και τα επτά παιδιά της.
Ακόμα θυμάμαι τα λόγια των παλαιότερων με τη βαριά ντοπιολαλιά τους: «Ου Αγιαντώνς ου Βιργιώτς γιουρτάζι τς Αγίας Σουλουμουνής».
Η Μάνα μου που ήταν θρήσκα γυναίκα μάς πήγαινε, εμένα και την αδελφή μου, στην καλοκαιριάτικη γιορτή για την Ολονυκτία του Αγίου. Αφού πρώτα ανάβαμε κεριά, προσκυνούσαμε μετά τη μεγάλη Εικόνα με την ιστόρηση της ζωή του Αγίου, περνούσαμε από το Ιερό Κουβούκλιο και φιλούσαμε τα Λείψανά του, και τελικά βολευόμασταν στην πλευρά των γυναικών δίπλα σε άλλες μανάδες με τα παιδιά τους. Οι γυναίκες βέβαια έμεναν ξάγρυπνες όλο το βράδυ, ενώ τα παιδιά κοιμόνταν.
Την άλλη μέρα περνούσαμε από τη Μουριά, κάνοντας τρεις κύκλους και στη συνέχεια ακολουθούσαμε την πομπή με τη Λιτανεία της Εικόνας του Αγίου. Όλο αυτό ήταν μια εξαντλητική δοκιμασία για εμάς τα παιδιά, αλλά η επιμονή των Μανάδων για την Ευλογία του Αγίου, δεν άφηνε περιθώρια για διαμαρτυρίες. Αξέχαστη εμπειρία, που μπόλιασε μέσα μου κάποια στοιχεία. Για παράδειγμα, κάθε φορά που περνώ από τον Πολιούχο, δεν λησμονώ να αγγίξω τη Μουριά, σαν Χαιρετισμό στον Αγιαντώνη…
Δ.Ι.Κ. 25.06.2020
————–
Οι παιδικές εξορμήσεις
Η παλιά Βέροια ήταν τόσο διαφορετική… Είχε αλάνες για παιχνίδι και «ζούγκλες» για εξερεύνηση. Υπήρχαν πάμπολλοι χώροι ελεύθεροι για τα παιδιά, μέχρι και οι χωματόδρομοι προσφέρονταν για παιχνίδι, αφού τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα. Λίγο μετά τα οκτώ μου χρόνια ένιωσα να με παρακινεί μια ανεξήγητη και ταυτόχρονα ακατανίκητη επιθυμία να ξεφύγω από τα στενά όρια της γειτονιάς.
Η περιπέτειά μου άρχισε από τα Παπάκια, όπου ήταν τα «μπατάνια», τα υδροτριβεία, με την πυκνή βλάστηση γύρω τους και τα κρυφά μονοπάτια. Μετά περιδιάβηκα όλον τον Λόφο Βικέλα. Ύστερα ήρθε η σειρά της Χάβρας και της Μπαρμπούτας. Περπάτησα στην κοίτη του Τριπόταμου από τη «στρατιωτική» Γέφυρα του Φούρναρη μέχρι την πέτρινη τοξωτή Καραχμέτ. Ύστερα ανηφόρισα στον Προφήτη Ηλία, άγγιξα τις ταφόπλακες στα Εβραϊκά Μνήματα και περπάτησα τον αραιοκατοικημένο Προμηθέα. Έκανα κι εγώ μπάνιο στο Λιανοβρόχι. Περπάτησα κι άλλες διαδρομές στις όχθες του Τριποτάμου κι έφτασα μέχρι εκεί που ρίχνουν τον Σταυρό. Αλλάζοντας κατεύθυνση, από το Τσερμένι και μέσω του Γιολά Γκελντί έφτασα στην Αγία Παρασκευή και στο Πασά Κιόσκι. Διέσχισα όλη τη δασωμένη πλαγιά κάτω από την Καλλιθέα κι ύστερα περπάτησα κάθε γωνιά του Άλσους Παπάγου. Μετά στράφηκα προς τους μπαξέδες κι έφτασα πρώτα στις Σαραντόβρυσες και μετά στο Μουσταλή. Σ’ αυτές τις «εκστρατείες» με συντρόφευαν συμμαθητές από το σχολείο ή φίλοι από τη γειτονιά, και θυμάμαι το βαρύ τίμημα που πλήρωνα στη Μάνα μου.
Μέρα με τη μέρα, κατόρθωσα μέχρι τα δώδεκα χρόνια μου να γνωρίσω σχεδόν όλη την πόλη και τις κρυψώνες της. Από τα πιο επικίνδυνα πράγματα που έκανα ήταν που περπάτησα τουλάχιστον πέντε διαδρομές στις υπόγειες στοές της πόλης και ολοκλήρωσα με μεγάλο αντρικό ποδήλατο τη διαδρομή, πήγαινε-έλα, μέχρι το Φράγμα του Αλιάκμονα. Ευτυχώς χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα. Τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου συνέχισα τις εξορμήσεις μου, αλλά σε σχέση πια με το ποδόσφαιρο. Έπαιξα μπάλα στις καλύτερες αλάνες, στον Προμηθέα, στον Γεωργικό Συνοικισμό, κάτω από την Πιερίων, και σ’ εκείνες δίπλα στο Γήπεδο. Όμως ο κόσμος γύρω μου άλλαζε ραγδαία, κι εγώ, χωρίς να εγκαταλείψω το παιδί μέσα μου, αφέθηκα να μεγαλώνω, δυστυχώς…
Δ.Ι.Κ. 26.06.2020
———–
Το Τζαμί
Ο γιγάντιος τετράγωνος όγκος του Μενδρεσέ κυριαρχούσε σ’ όλη τη γειτονιά και την ευρύτερη περιοχή. Ο δε πανύψηλος μιναρές καθιστούσε το όλο κτίσμα σχεδόν θεόρατο. Δίπλα ακριβώς ήταν το σπίτι μας και στον χώρο εκεί μπροστά έπαιζα τα πρώτα μου παιχνίδια. Το τζαμί το θυμάμαι ως κυτιοποιείο, όπου κατασκεύαζαν τελάρα για τα φρούτα. Στο εσωτερικό είχε τις πριονοκορδέλες και μετά φέρανε και συρραπτικές μηχανές. Ο δε εξωτερικός χώρος, ανάμεσα στο κτίσμα και το σπίτι μας, ήταν πάντα γεμάτος με κούτσουρα.
Όλοι σχεδόν όσοι εργάστηκαν εκεί κατά καιρούς με γνώριζαν και είχα την ανοχή, την προσοχή και τη συμπάθειά τους. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα ήταν οι κατασκευαστές των ξύλινων όπλων μου. Κάποια στιγμή, νομίζω κοντά στο ’68, αποφασίστηκε η απομάκρυνση του κυτιοποιείου, γιατί το κτίσμα θεωρήθηκε μνημείο κι έπρεπε να αναδειχθεί. Έτσι, το τζαμί παρέμεινε για κάποιο διάστημα ελεύθερος χώρος για στεγασμένο παιχνίδι. Τότε ήταν που παρατήρησα με μεγαλύτερη προσοχή, στα ψηλότερα σημεία, τις συμβολικές εικόνες, τον ζωγραφικό διάκοσμο, τις ρήσεις από το κοράνι σε αραβική γραφή, και χαμηλά, στο ύψος του δαπέδου, το ιερό.
Σίγουρα δεν καταλάβαινα τον βαθύτερο συμβολισμό τους, αλλά στα παιδικά μου μάτια ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Την ίδια εκείνη περίοδο αποτόλμησα κάτι παράτολμο. Μου σφηνώθηκε η ιδέα να ανέβω στον μιναρέ και το έκανα τελικά μαζί με κάποιους φίλους. Αφού παραβιάσαμε την είσοδο με κάποιες σανίδες, αρχίσαμε την κοπιώδη ανάβαση. Ήταν κάτι το εφιαλτικό. Η κυκλική κλίμακα που οδηγούσε στην κορυφή ήταν γεμάτη κλαδιά που έφεραν οι καρακάξες για τη φωλιά τους από τα ανοίγματα φωτισμού κι αερισμού. Πνίγηκα στη σκόνη κι έγδαρα χέρια και πόδια. Όταν φτάσαμε πια στο άνοιγμα κι είδα πόσο ψηλά ήμασταν, φοβήθηκα. Το περιμετρικό τοιχίο ήταν έτοιμο να γκρεμιστεί, γι’ αυτό και κάναμε τον γύρο με την πλάτη στον στερεό τοίχο. Είδα όλη την πόλη από εκεί ψηλά.
Σε κάποια στιγμή βλέπω και τη Μάνα μου να πλένει στη σκάφη μπροστά στο σπίτι, και κάνω το λάθος να τη φωνάξω. Εκείνη, όταν κατάλαβε από πού προερχόταν η ουρανοκατέβατη φωνή μου, αντέδρασε ως Ελληνίδα Μάνα. Οι τσιρίδες και τα ουρλιαχτά της, με παρακαλετά και απειλές, με έπεισαν να κατέβω αμέσως. Η κάθοδος όμως ήταν ακόμη πιο δύσκολη, λόγω της κλίσης της κλίμακας. Κατεβήκαμε «με τον κώλο» που λένε, κι ό,τι δεν είχε γδαρθεί στην ανάβαση, μάτωσε στην κατάβαση. Όταν φτάσαμε κάτω, είδα τη Μάνα μου να με περιμένει με βουρκωμένα μάτια. Στάθηκα μπροστά της ματωμένος και κάτασπρος από τη σκόνη, κι έτσι όπως είχε ακόμη σαπουνάδες στα χέρια, μου άστραψε ένα σκαμπίλι, όλο μητρική αγάπη…
Δ.Ι.Κ. 29.06.2020
—————
Στην Εληά
Λίγο μετά το γύρισμα της δεκαετίας του ’70, γυμνασιόπαις πια, άρχισα να συχνάζω με τους συνομηλίκους μου στο όμορφο Πάρκο της Ελιάς. Ήδη είχε αναδειχθεί ολόκληρος ο περιβάλλων χώρος και είχε κτιστεί το νέο Περίπτερο. Πολύ γρήγορα ο μαθητόκοσμος της πόλης το καθιέρωσε ως τόπο συνάντησης, τα πρωινά και τα απογεύματα της Κυριακής. Σταδιακά, η νεολαία άρχισε να μπαίνει και στο Περίπτερο, πρώτα στην Καφετέρια και αργότερα στη Δισκοθήκη. Το δε θερινό τμήμα, με θέα τον κάμπο, ήταν μία από τις πιο απολαυστικές εξόδους, κι από τον χώρο πρέπει να πέρασαν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι της πόλης.
Το Πάρκο και το Περίπτερο τα ονομάζαμε γενικά «Εληά», με ήτα. Λόγω δε της θέσης της, η τοποθεσία αποκλήθηκε και «μπαλκόνι». Όπως ερχόμασταν από την ομώνυμη οδό προς το πάρκο, συναντούσαμε το μεγάλο στενόμακρο σιντριβάνι με τους ψηλούς ρυθμιζόμενους πίδακες, που τα βράδια με τον πολύχρωμο φωτισμό ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα. Στα δεξιά ήταν η προτομή του Λόγιου Δημητρίου Βικέλα και ένα δέντρο που θύμιζε κέδρο. Πιο δεξιά, σε ένα προφυλασσόμενο μέρος του πάρκου, υπήρχε ένα τριγωνικό σιντριβάνι με κόκκινα ψάρια. Στα αριστερά, υπήρχε η προτομή του Βασιλέως Κωνσταντίνου και μία ωραία φλαμουριά, που μαζί με τα πλατάνια, λίγο παραπέρα, εξακολουθούν να δροσίζουν τον χώρο. Αργότερα, τη δεκαετία του ’80, προστέθηκαν τα αγάλματα, του «Αντάρτη» και της «Κόρης». Η «Ελιά», με γιώτα πια, εξακολουθεί και στις μέρες μας, να είναι το πιο αναγνωρίσιμο τοπόσημο της πόλης.
Δ.Ι.Κ. 1.07.2020
—————-
Ο πιο ωραίος περίπατος
Στα γυμνασιακά μου χρόνια, από την αρχή της δεκαετίας του ’70, άρχισα να ανακαλύπτω κάποιες διαδρομές μέσα στην πόλη που είχαν ειδικό ενδιαφέρον και ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα, η Λεωφόρος Ανοίξεως προσφερόταν για έναν ωραίο και ειδυλλιακό περίπατο, που διέγειρε έντονα τον συναισθηματισμό των νέων. Θυμάμαι, κάθε φορά που νιώθαμε ασφυκτικά στην Εληά, μετακινούμασταν προς το διπλανό Πάρκο των Αγίων Αναργύρων, που είχε ευρυχωρία και παγκάκια. Διστακτικά στην αρχή, αλλά πιο θαρρετά στη συνέχεια, ομάδες από αγόρια και κορίτσια άρχισαν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο. Στη διαδρομή αυτήν, είχαμε στα αριστερά μας τις κατοικίες, και θυμάμαι πως πρόλαβα αρκετές απ’ αυτές, εξαιρετικά αρχιτεκτονικά δείγματα, πριν γίνουν πολυκατοικίες. Στα δεξιά μας, βλέπαμε τον μεγάλο νέο Ναό των Αγίων Αναργύρων και δίπλα τον παλιό και χαμηλό, και λίγο πιο πέρα την πιο σύγχρονη παιδική χαρά της πόλης. Απέναντι ακριβώς δέσποζε ο ανδριάντας του Γερο-Καρατάσου και δίπλα ο Ξενώνας των Αξιωματικών. Συνεχίζοντας, στα δεξιά μας, συναντούσαμε έναν κλιμακωτό χώρο με παγκάκια, που προσφερόταν για πιο διακριτικές συναντήσεις. Προχωρώντας, φτάναμε στο εντυπωσιακό «Κάστρο», μετά στον περιφραγμένο Κήπο του Σαρηκωστή, και ύστερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου «χαιρετούσαμε» τις αρχαιότητες και επιστρέφαμε. Η Λεωφόρος Ανοίξεως αποκλήθηκε και «δρόμος των ερωτευμένων», όχι άδικα, αφού όλοι σχεδόν στην πόλη μπορούν να ανασύρουν από το προσωπικό τους σεντούκι μια γλυκιά ανάμνηση…
Δ.Ι.Κ. 5.07.2020
—————–
Η Μέδουσα
Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος λόγος που το όντως ξεχωριστό πρόσωπο της Μέδουσας τοποθετήθηκε στη βόρεια Βασιλική Πύλη της πόλης, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Σήμερα βέβαια υποδέχεται τους σύγχρονους επισκέπτες του Αρχαιολογικού Μουσείου Βέροιας. Η μαρμάρινη κεφαλή, λαξευμένη με θαυμάσιο τρόπο, δεν είχε τίποτε το αποτρόπαιο. Αντιθέτως, το εξαιρετικό τεχνούργημα προσέλκυε το βλέμμα όσων αντίκριζαν την υποτιθέμενη τερατώδη μορφή. Τα βαθουλωτά μάτια της, χωρίς κόγχες, μοιάζουν σαν να εκπέμπουν ένα εσωτερικό φως. Τα μισάνοιχτα χείλη, όμοια σαν να πρόκειται να μαρτυρήσουν αρχαία μυστικά. Οι όμορφοι βόστρυχοι, επίσης, σε καλούν να χαϊδέψεις την κεφαλή. Τίποτε το τρομακτικό, κι αναρωτιέσαι τελικά μήπως η μορφή της εξυπηρετούσε κάποιο τελετουργικό υποδοχής. Αναρωτιέσαι, επίσης, πόσοι επίδοξοι κατακτητές και πόσοι ειρηνικοί επισκέπτες μαγεύτηκαν από το βλέμμα της κι άκουσαν το μυστικό κάλεσμα, και αποφάσισαν να κατοικήσουν στην πόλη. Πόσοι άνθρωποι, εξαιτίας της Μέδουσας, έγιναν μέρος της Ψυχής της Βέροιας…