“Όλοι θα θέλαμε να ψηφίσουμε τον καλύτερο, αλλά δεν είναι ποτέ υποψήφιος” (Kin Hubbard).
Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 δεν επέφεραν μόνον τεκτονικές αλλαγές και βίαιες ανακατατάξεις στο πολιτικό και κομματικό μεταπολιτευτικό σκηνικό της χώρας μας, αλλά διευκόλυναν και την είσοδο στη Βουλή ατόμων των οποίων αμφισβητείται η η πολιτική επάρκεια για ένα αξίωμα όπως αυτό του Βουλευτή.
Η παρουσία στη Βουλή νεοπαγών κομμάτων και νέων βουλευτών από αυτά με την αντίστοιχη καταβαράθρωση των παραδοσιακών κομμάτων και την εκλογική αποτυχία πολλών και επώνυμων στελεχών τους δημιουργεί προβληματισμούς για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Ειδικότερα συζητείται αν στη δημοκρατία προκρίνεται ως αξιολογικά πρότερον η εκλογή των «αρίστων» ή η «αντιπροσωπευτικότητα».
Η εκλογή των “αρίστων”
Πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν όλους εκείνους που εξιδανικεύουν την Δ η μ ο κ ρ α τ ί α ως πολίτευμα στο βαθμό που δεν εξασφαλίζει την εκλογή των αρίστων ή των καλύτερων- καταλληλότερων για βουλευτές – αντιπροσώπους του λαού. Την αμφισβήτηση αυτή ενισχύουν και τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στο βαθμό που στην Ελληνική Βουλή εισέρχονται άτομα που για πολλούς δεν έχουν τις προδιαγραφές για το αξίωμα του Βουλευτή.
Για τους υπέρμαχους του δημοκρατικού πολιτεύματος ο ιδανικός τύπος της Δημοκρατίας είναι αυτός που εξασφαλίζει την εκλογή ως βουλευτών των αρίστων και εκείνων των προσώπων που κατέχουν και τα ανάλογα με το αξίωμα προσόντα και ικανότητες. Κι αυτό γιατί οι αντιπρόσωποι του λαού ως εντολοδόχοι του θα πρέπει να τον αντιπροσωπεύουν επάξια, να τον εμπνέουν, να τον καθοδηγούν, να υπερασπίζονται τα συμφέροντά του και να χαράζουν νέους δρόμους για την ατομική ευημερία και το δημόσιο – κοινωνικό όφελος.
Η αντιπροσωπευτικότητα
Ωστόσο, στην αντίπερα όχθη βρίσκονται εκείνοι που πρεσβεύουν πως ο ιδανικός τύπος της δημοκρατίας είναι εκείνος που εξασφαλίζει την μέγιστη δυνατή αντιπροσώπευση όλων των κοινωνικών τάξεων του εκλογικού σώματος. Για τους θιασώτες αυτής της αντίληψης η αναλογική αντιπροσώπευση όλων των κοινωνικών στρωμάτων συνιστά το οξυγόνο της Δημοκρατίας. Λόγοι κοινωνικής ισονομίας και πολιτικής ευταξίας επιβάλλουν την ισόμετρη αντιπροσώπευση όλων των επαγγελμάτων στη Βουλή, στο βαθμό που η Δημοκρατία καυχιέται πως είναι το κράτος – εξουσία του δήμου-λαού.
Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων της αντιπροσωπευτικότητας υπάρχει και η ισχυρή άποψη πως το στοιχείο-γνώρισμα αυτό της δημοκρατίας την προφυλάσσει από έναν επικίνδυνο αριστοκρατισμό με την εκλογή των αρίστων ως βουλευτών. Κι αυτό γιατί και πάντα σύμφωνα με τους θεωρητικούς της αντιπροσωπευτικότητας η δημοκρατία δικαιώνεται ως πολίτευμα στο βαθμό που ευνοεί ή και διευκολύνει την εκλογή ανθρώπων από όλα τα κοινωνικά στρώματα, στοιχείο που συνάδει με τον λαϊκό της χαρακτήρα.
Για τους υπερασπιστές αυτής της άποψης η αντιπροσωπευτικότητα προφυλάσσει την δημοκρατία από τον κίνδυνο να εκπέσει σε έναν αριστοκρατισμό ή και πολιτικό ελιτισμό με την εκλογή των αρίστων. Η πολιτική εμπειρία απέδειξε πως κάποια επαγγέλματα εκμεταλλευόμενα την οικονομική-κοινωνική και πνευματική τους αναγνώριση και αποδοχή κατέχουν δυσανάλογα μεγαλύτερο μερίδιο στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κι αυτό συνιστά μία δομική αδυναμία της δημοκρατίας.
Ηχηρό παράδειγμα της παραπάνω πολιτικής ανισομέρειας είναι η υποεκπροσώπευση των αγροτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο σε αντίθεση με άλλα επαγγέλματα και κοινωνικές τάξεις (δικηγόροι, γιατροί…).
Από την παρουσίαση των δύο παραπάνω απόψεων προκύπτει το συμπέρασμα πως η ιδανική μορφή δημοκρατίας είναι δύσκολο να οριστεί και να περιχαρακωθεί σε κάποιες βασικές συντεταγμένες. Η κάθε πλευρά έχει τα επιχειρήματά της που τα θεωρεί ακαταμάχητα και πειστικά για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας.
Η Τρίτη άποψη
“Ω δημοκρατία, ποι προβιβάς ημάς ποτέ”(Δημόκριτος, Αχ δημοκρατία, πού θα μάς οδηγήσεις;).
Ωστόσο, μία πιο ψύχραιμη και πιο αιρετική ανάλυση των δύο αντιτιθέμενων απόψεων (άριστοι- αντιπροσωπευτικότητα) θα πρόσθετε νέα στοιχεία στη διαμάχη αυτή που αποδεικνύουν και τη δυσκολία να βρεθεί και να θεσμοθετηθεί ο ιδανικός τύπος του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να καταμετρηθούν στην Τρίτη άποψη είναι κι αυτά της εκλογής ατόμων ως βουλευτών που αντικειμενικά δεν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα και εφόδια για το ύψιστο αξίωμα του Βουλευτή ( η αναφορά σε ονόματα προσκρούει και στη λογική της πολιτικής ορθότητας). Από την άλλη πλευρά στην Τρίτη άποψη επισημαίνεται και η αδυναμία εκλογής ατόμων με αναγνωρισμένη πολιτική εμπειρία και σοφία (κι εδώ η ονοματολογία δεν βοηθά…).
Σε αυτό το πολιτικό οξύμωρο της δημοκρατίας να εκλέγονται οι άσημοι, οι ακατάλληλοι και οι ελλιπείς σε πολιτική σοφία και εμπειρία και να αποκλείονται κάποιοι άλλοι με πολιτική σοφία και εμπειρία ή και επιστημονική επάρκεια στηρίζουν τις ενστάσεις τους οι θεωρητικοί της τρίτης άποψης.
Θεωρούν, δηλαδή, μνημείο πολιτικής παθογένειας την απουσία από τα κοινοβουλευτικά έδρανα ατόμων που τυγχάνουν της γενικής αναγνώρισης (κι εδώ η ονοματολογία δεν βοηθά) με την ταυτόχρονη εκλογή των μετρίων και των άσημων λόγω του εκλογικού συστήματος.
Κι αυτό γιατί, αν η δημοκρατία απολυτοποιεί την αντιπροσωπευτικότητα και αδιαφορεί για το πολιτικό και γνωστικό υπόβαθρο των εκλεγμένων βουλευτών, τότε πρέπει να ξαναγραφεί ο ορισμός της από την αρχή. Δεν πρέπει να προβάλλεται ως επιχείρημα σε αυτήν την παθογένεια μόνον πως φταίνε τα περίεργα του εκλογικού συστήματος. Φταίει και ο τρόπος που επιλέγονται οι υποψήφιοι βουλευτές κάθε κόμματος.
Η οχύρωση της Δημοκρατίας
Η δημοκρατία οχυρώνεται και προφυλάσσεται καλύτερα από τους εχθρούς της με ανθρώπους που έχουν και την πολιτική γνώση και την ικανότητα να δώσουν όχι μόνον λύσεις στα προβλήματα του λαού, όχι μόνον να διακονήσουν με αποτελεσματικότητα το γενικό συμφέρον, αλλά και να εμπνεύσουν και να δώσουν όραμα στο λαό.
“Η καλύτερη δημοκρατία είναι εκείνη, όπου στους κακούς δεν επιτρέπεται να παίρνουν την εξουσία και στους καλούς δεν επιτρέπεται να αρνούνται τη διακυβέρνηση του τόπου τους” (Πιττακός ο Μυτιληναίος).
Η Δημοκρατία πρέπει να εφεύρει εκείνους τους θεσμούς και το νομικό πλαίσιο που θα λειτουργούν ως κίνητρο για όσους ικανούς και φιλόδοξους θέλουν να προσφέρουν στο κοινό καλό. Συνιστά πολιτική και εθνική αβελτηρία όταν πολίτες εγνωσμένης αξίας και ικανοτήτων αποκλείονται από την πολιτική ζωή είτε λόγω του εκλογικού συστήματος είτε άλλων πολιτικών αδυναμιών ή και πολιτικών ακόμη ιδεοληψιών.
Η Δημοκρατία τους χρειάζεται όλους, αλλά στα ύπατα αξιώματα χρειάζονται άτομα με ικανότητες, επιστημονική επάρκεια, πολιτική ηθική και κοινωνική ευαισθησία. Κι αυτό γιατί οι ικανοί δεν είναι μόνον χρήσιμοι για τον εαυτό τους, αλλά και ωφέλιμοι για τους άλλους που πασχίζουν σε δύσκολες συνθήκες και περιόδους να επιβιώσουν, να δημιουργήσουν και να βρουν ένα νόημα ζωής.
Αποτελεί πολιτικό παραλογισμό στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης να διαφεντεύουν τη μοίρα του λαού και του έθνους μας άτομα, συμπαθή μεν ή και πετυχημένα στο χώρο τους, με μόνον κριτήριο την αναγνωρισιμότητά τους ή την εύνοια του αρχηγού τους να εκπροσωπούν στην Ελληνική Βουλή τη βούληση των Ελλήνων Πολιτών. Κανείς δεν προτείνει τίτλους ευγενείας στο “δικαίωμα του εκλέγεσθαι”, αλλά αυτό απέχει πολύ από το να μάς εκπροσωπούν άτομα που αντικειμενικά δεν μπορούν να υπηρετήσουν το αξίωμα του “Πατέρα του Έθνους”.
Στην χρυσή εποχή της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας όλα τα πολιτικά αξιώματα ήταν κληρωτά. Για το αξίωμα, όμως, του στρατηγού οι Αθηναίοι ακολουθούσαν άλλες διαδικασίες που εξασφάλιζαν την εκλογή των πιο άξιων και ικανών για την υπεράσπιση των συμφερόντων και της ασφάλειας της Πόλης τους. Το αξίωμα, δηλαδή, του στρατηγού ήταν α ι ρ ε τ ό.
Ας τολμήσει και η δική μας Δημοκρατία κάτι ανάλογο για το βουλευτικό αξίωμα.
Ποτέ δεν είναι αργά.
Διαφορετικά τείνει να δικαιωθεί η άποψη-σύνθημα πως:
“Ο κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν”
*Η φράση αυτή – με την αναγκαία επικαιροποίηση – ανήκει στον Χαρίλαο Τρικούπη που χάνοντας τις εκλογές του 1895 από τον άσημο Γουλιμή αυτοεξορίστηκε στην Ευρώπη όπου και πέθανε λίγο αργότερα (Κάννες). Η φράση αυτή σήμερα έχει υποτιμητική σημασία για να απαξιωθεί ή να υποβαθμιστεί κάποιος. Ωστόσο ο Τρικούπης δεν την είπε μειωτικά, αλλά με αυτήν εξέφρασε την πολιτική και προσωπική του πικρία.
**ΠΗΓΗ : Blog “ΙΔΕΟπολις” Ηλία Γιαννακόπουλου
Μουσικός απόπλους / “Τούμπου – τούμπου ζα”: Γιάννης Μαρκόπουλος, Λάκης Χαλκιάς, Παύλος Σιδηρόπουλος