Βέροια Βιβλίο Πολιτισμός Τοπικά

ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: Η Βέροια το έχασε το δικό της «Μοδιάνο» & Για έναν καφέ σε καθαρό πάρκο / γράφει η Σοφία Γκαγκούση

Κάποτε ήταν η Ψαραγορά! Μην κοιτάς τώρα…

Η Βέροια το έχασε το δικό της «Μοδιάνο»

Σοφία Γκαγκούση

Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, σκαλίζουν τα παλιά, γυρίζουν πίσω και καλούν τη μνήμη στην παρέα τους. Όσο ο καθρέφτης της αλήθειας μας σημειώνει τους δικούς του αστερίσκους στην αντίστροφη μέτρηση με τα κύτταρά μας, τόσο η ψυχή και το μυαλό στρέφεται στα, πάλαι ποτέ, ωραία χρόνια. Δύσκολα, αλλά ωραία. Έτσι τουλάχιστον τα θυμόταν και τα αναπολούσε η διπλανή παρέα των ανδρών, συνταξιούχοι από χρόνια, που κατά πώς φαινόταν, τα είχαν γλεντήσει και τα είχαν καλοπεράσει τα νιάτα τους κι ας ήταν στερημένες εποχές. Μιλούσαν μεγαλόφωνα στο διπλανό τραπέζι κάπου στην Κεντρικής και θυμόνταν τα τσίπουρα και τα «μπινιλίκια» της Παλιάς Ψαραγοράς της Βέροιας.

Σαν να τους βλέπω… Βροντόφωνοι τσεκουράτοι στα λεγόμενά τους και αθυρόστομοι στα πειράγματα, να χτυπάνε στο τραπέζι με εύηχη ευχαρίστηση το ποτήρι με το ντόπιο τσίπουρο και να αμπελοφιλοσοφούν μέχρι να κατέβουν τα ρολά στα μπακάλικα, στα μανάβικα, στα κρεοπωλεία και στα ψαράδικα της Παλιάς Αγοράς (στη συμβολή της οδού Κεντρικής με τη σημερινή οδό Θερμοπυλών-Μ. Αλεξάνδρου). Κι από κει να παίρνουν ευτυχισμένοι τον δρόμο προς το σπίτι!

Όντως, ωραίες εποχές για τους άνδρες, σε παραδοσιακά γνήσια στέκια! Και κάποια χρόνια μετά, που ήρθε και η σειρά των γυναικών να πίνουν τα ουζάκια τους ακόμα και εκεί, στη στοά, η Ψαραγορά χάθηκε, εξαφανίστηκε, γκρεμίστηκε… Μέσα σε λίγες ώρες (1992) θάφτηκε ένα ζωντανό, παλλόμενο κύτταρο της πόλης, ένα κομμάτι της ιστορίας της Βέροιας, μια αρτηρία της καρδιάς της, που χτυπούσε πιο δυνατά από κάθε άλλο σημείο, κυρίως τις Τρίτες, που οι Βεροιώτες έτρωγαν πάντα ψάρι, ένα συνήθειο που κρατάει μέχρι και σήμερα! Τη θέση της «αείμνηστης» πήρε ένα αδιάφορο και χωρίς ταυτότητα τσιμεντένιο και ψυχρό κτίριο, που χρεώνει από τότε, σε όλη την πόλη, τη θλιβερή του παρουσία…

Μη νομίζετε ότι η Παλιά βεροιώτικη Ψαραγορά έχει να κάνει μόνο με τις αναμνήσεις των παλαιότερων στις παρέες. Αυτή η κατεδάφιση έχει καταγραφεί στη συνείδηση της πόλης, στη λίστα με τα «μικρά εγκλήματα» της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η Ψαραγορά και η ιστορία της ήταν μια κιβωτός με όλα τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, ντόπιων και μη, αλλά και των επαγγελματιών που έστησαν τα μαγαζιά τους και ζωντάνεψαν για πολλά χρόνια την εμπορική κίνηση, εντός και πέριξ της σκεπαστής αγοράς. Η στοά της εξυπηρετούσε την οικονομική και κοινωνική ζωή αλλά και κάποιου είδους ψυχαγωγία της εποχής, με τα ουζερί, τα στέκια και τα πατσατζίδικα, τις μουσικές, τις φωνές, τα καλέσματα των πελατών για τα φρέσκα ψάρια και τα λουκάνικα στα τσιγκέλια.

Ήταν και τα μαγαζιά έξω από την αγορά, στον στενό πεζόδρομο κάτω από την κληματαριά, που προστάτευε σαν φυσική τέντα θαμώνες και περαστικούς, ήταν τα σουβλάκια του Λύχνα, η έξοδος των γυναικών με τα διχτάκια για τα ψώνια, που συνδυαζόταν και με το παζάρι αλλά και με ένα κουτί ζεστούς, γεμάτους σιρόπι, λουκουμάδες από τον Μητρέγκα απέναντι. Ήταν ένα κομμάτι από την κουλτούρα της εποχής και την καθημερινότητα της πόλης.

Όσοι τα θυμούνται όλα αυτά θυμώνουν ακόμα για την καταστροφή μιας παραδοσιακής Αγοράς, που αυτό που της έπρεπε ήταν ίσως μια σωστή ανακαίνιση για να παραδοθεί στο μέλλον, ως κεντρικό σημείο αναφοράς! Όπως σε τόσες πόλεις της Ευρώπης και της Ανατολής, όπως σε τόσες πόλεις του κόσμου αλλά και της Ελλάδας. Πόλεις που, εκσυγχρονίζοντας τις συνθήκες και τις υποδομές, αξιοποίησαν τα παραδοσιακά στοιχεία και τα «αρώματα» των παλιών αγορών και τις ανέδειξαν σε τοπόσημα και κινητήριους άξονες της τοπικής και όχι μόνο, κοινωνίας.

Να θυμίσουμε τη Βαρβάκειο, το Μοδιάνο, την Αγορά των Χανίων, της Ξάνθης και τόσες άλλες… Αγορές που όταν τύχει να τριγυρνάμε ακόμα και άσκοπα μέσα στις στοές τους, κάτι μας πονάει από τις επιλογές του δικού μας τόπου, που δεν μπόρεσε να φωτίσει το χρώμα, τα ιδιαίτερα στοιχεία και την ομορφιά της πόλης, ούτε να αξιοποιήσει, μέχρι και σήμερα, τα γεωφυσικά της υπέροχα στοιχεία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Εάν, τότε… Απόκριες, Πρωτομαγιές, μουσικές εκδηλώσεις με χάλκινα και άλλα τοπικά παραδοσιακά ακούσματα, γαστρονομικές δράσεις, δρώμενα και καλλιτεχνικά σχήματα, θα έβρισκαν με κάθε ευκαιρία έναν ιδιαίτερο χώρο έκφρασης και ο κόσμος ένα ζωντανό χώρο ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Εάν…

Όμως, η Βέροια, το δικό της μικρό «Μοδιάνο» το έχασε προ πολλού…

 ———————–

Για έναν καφέ σε καθαρό πάρκο

Πρωινά καλοκαιριού πριν από περίπου δέκα χρόνια, και καθημερινά από το μπαλκόνι έβλεπα έναν άνθρωπο να πιάνει δουλειά από νωρίς, σε ένα παρκάκι της οδού Ανοίξεως στη Βέροια. Ο κύριος Γιώργος, συνταξιούχος, Πόντιος εκ Κοζάνης, ερχόμενος από τη Γερμανία με πολλά χρόνια αρμπάιτ, σκούπιζε και καθάριζε όλο το πάρκο με μια σπασμένη σκούπα κι ένα παλιό φαράσι. Μεθοδικά και επιμελώς, μάζευε όλα τα σκουπίδια από το γκαζόν, άδειαζε τις σακούλες των μεταλλικών κάδων και τις ξανατοποθετούσε καθαρές, σκούπιζε τα παγκάκια του πάρκου, πότιζε και περιποιόταν τα δεντράκια, φρόντιζε ακόμη και για το κατιτίς των πουλιών. Από το θρόισμα των φύλλων καταλάβαινε κανείς ότι ακόμα και αυτά τον περίμεναν και εγκατέλειπαν σε χρόνο ντε τε τα κλαδιά των δέντρων για να βρεθούν στα πόδια του.

Το παρκάκι αυτό είχε και μια επιπλέον δυσκολία. Στο πλακόστρωτο των διαδρόμων του έπεφταν καθημερινά οι ώριμοι καρποί της άγριας συκιάς που καλύπτει ακόμα και σήμερα όλο το προστατευτικό κάγκελο του πάρκου. Αυτό προκαλούσε την εμμονή κάποιων να τα πατάνε ή να τα κλοτσάνε στο γρασίδι και γέμιζε ο τόπος σύκα. Ο κύριος Γιώργος, Χαιρόπουλος στο επίθετο, καθάριζε με υπομονή ό,τι έπεφτε κάτω από τις συκιές. Μετά, στο καθαρό πλέον πάρκο, καθόταν και έπινε τον καφέ του… Άλλωστε, αυτό ήταν το κίνητρό του!

Τον καλημέρισα ένα πρωί και τον ρώτησα… Ερχόταν πράγματι στο πάρκο για να πιει τον καφέ του, αλλά δεν μπορούσε να τον απολαύσει από τα σκουπίδια και τη βρομιά που άφηναν οι νυχτερινοί θαμώνες. Έτσι ερχόταν πρωί πρωί και καθάριζε τον χώρο. «Όχι μόνο για μένα», έλεγε, «αλλά για όλο τον κόσμο που μπορεί να έρχεται εδώ, είναι θέμα συνείδησης!»

Ο κύριος Γιώργος έκανε πολλά χρόνια στη Γερμανία, «και εκεί», λέει, «τα πάρκα τα σέβονται. Εδώ, δεν έχουμε συνείδηση, με το συμπάθιο… Ο κόσμος πετάει ότι να ‘ναι κάτω και κανείς δεν κάνει τον κόπο να τα ρίξει στο καλάθι πιο πέρα. Τι να κάνουμε… Τέτοιοι είμαστε», μου είπε κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος. Το κεφάλι, όχι το δάχτυλο.

Στα λόγια του ένιωσα μια ντροπή, που ποτέ δεν έσκυψα, που ποτέ δεν είδα κάποιον να σκύβει να πάρει ένα σκουπίδι από το πεζοδρόμιο και να το ρίξει στο καλάθι παραπέρα.

Ο κύριος Γιώργος, που επέλεξε να ζήσει στη Βέροια με την οικογένειά του, δίνει μαθήματα εθελοντισμού κάθε μέρα εδώ και χρόνια. Είναι αυτό που λέμε: καλό παράδειγμα! Τον σεβασμό του στον άνθρωπο, στο περιβάλλον και στον εαυτό του δεν μπορεί κανείς να τον αμφισβητήσει, γιατί το υπηρετεί με συνέπεια και αγάπη από τότε που κατοίκησε στη Βέροια μέχρι τώρα.

Κάθε χρόνο υιοθετεί τον καθαρισμό και τον καλλωπισμό μιας περιοχής ή ενός δρόμου. Τον τελευταίο χρόνο τον συναντάει κανείς με τα σύνεργά του στην πάνω μεριά της πόλης, στον δρόμο προς το Γηροκομείο και τα στρατόπεδα του πρώην Β΄ ΣΣ.

Δείχνει γεμάτος και χαρούμενος!

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ