Άρθρα Επιστήμη Κοινωνία Οικονομία Πολιτική

“Ελληνικός νεοφιλελευθερισμός, το ανώτερο στάδιο του καπιταλιστικού τυχοδιωκτισμού” / γράφει ο Δημήτρης Αθανασιάδης

Η αποχώρηση του κράτους από υποδομές κοινωνικών αξιών και προτεραιοτήτων και η βίαιη παραχώρησή τους στην ιδιωτική καιροσκοπική κερδοσκοπία με πρόσχημα την επένδυση, η οποία τις περισσότερες φορές γίνεται με κεφάλαια του ίδιου του κράτους, όπως για παράδειγμα οι χαριστικές ιδιωτικοποιήσεις της Ολυμπιακής αεροπορίας, των αυτοκινητοδρόμων, του Ελληνικού, του ΟΣΕ, της ενέργειας, του τραπεζικού συστήματος, και κυρίως αυτού, με την κοινωνική βαρβαρότητα των κεφαλαιοποιήσεων που φόρτωσαν στις πλάτες του λαού τα βάρη και αμαρτήματα των τραπεζιτών και άφησαν στους ίδιους τα φτερά της κερδοσκοπίας, της ενέργειας, της παιδείας και της εκπαίδευσης με την ταξικοποίησή τους στα κολλέγια της άρχουσας τάξης και τα ΙΕΚ των υποτακτικών της προλετάριων,  κλπ, κλπ, αποτελεί την επιτομή του καπιταλιστικού τυχοδιωκτισμού που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται ως νεοφιλελευθερισμός

«Le néolibéralisme vise à détruire l’Etat sociale, la main gauche de l’Etat (dont il est facile de montrer qu’il est le garant des intérêts des dominés, démunis culturellement et économiquement, femmes, ethnies stigmatisées, etc.). Le cas le plus exemplaire est celui de la santé que la politique néo-libérale attaque par les deux bouts, en contribuant à l’accroissement du nombre des maladies (à travers la corrélation entre la misère, causes structurales – et la maladie : alcoolisme, drogue, délinquance, accident du travail, etc.) et en réduisant les ressources médicales, les moyens de soigner (c’est l’exemple de la Russie, où l’espérance de vie a baissé de 10 ans en 10 ans !» (Pierre Bourdieu: Contre-feux 2, 2001)

[(Ο νεοφιλελευθερισμός στοχεύει να αποδομήσει το κοινωνικό κράτος, το αριστερό χέρι του κράτους (που είναι εύκολο να αναδειχθεί ότι είναι ο εγγυητής των συμφερόντων των κυριαρχούμενων, πολιτιστικά και οικονομικά στερημένων, γυναικών, στιγματισμένων εθνοτήτων, κλπ). Η πιο υποδειγματική περίπτωση είναι αυτή της υγείας, την οποία η νεοφιλελεύθερη πολιτική επιτίθεται από τις δύο πλευρές, συμβάλλοντας στην αύξηση του αριθμού των ασθενειών (μέσω της συσχέτισης μεταξύ φτώχειας, δομικών αιτιών – και της ασθένειας: αλκοολισμός, ναρκωτικά, παραβατικότητα, εργατικό ατύχημα, κλπ) και μειώνοντας τους ιατρικούς πόρους, τα μέσα θεραπείας (αυτό είναι το παράδειγμα της Ρωσίας, όπου το προσδόκιμο ζωής έχει μειωθεί κατά 10 χρόνια μέσα σε 10 χρόνια!]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η τραγωδία των Τεμπών και όσα προηγήθηκαν ως συσωρευτικοί παράγοντες με τις άκρατες και άκριτες ιδιωτικοποιήσεις υπό την πίεση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που οδήγησαν σ’ αυτή, καθότι δεν πρόκειται για στιγμιαίο ή μεμονωμένο έγκλημα, αλλά για μια μαθηματική αλληλουχία και συνέπεια της ιδεοληψίας του ευρωατλαντικού και υποτακτικού σε αυτόν ελληνικού νεοφιλελευθερισμού, με οδήγησαν να ανατρέξω στα μαθήματα – διαλέξεις του Michel Foucault το 1978-1979 στο Collège de France (Michel Foucault, Naissance de la biopolitique. Cours au Collège de France. 1978-1979, éd. par Michel Senellart, sous la dir. de François Ewald et Alessandro Fontana, Paris, Gallimard-Seuil, coll. « Hautes Études », 2004) με την εισαγωγή της γνωστής από παλιότερα έννοιας της «βιοπολιτικής» και πιο συγκεκριμένα να ανατρέξω στο ερώτημα, αν ο νεοφιλελευθερισμός είναι ή όχι ένα στάδιο ή μια ακόμα φάση του καπιταλισμού.

Ο Michel Foucault μπορεί μ’ αυτόν τον κύκλο των μαθημάτων – διαλέξεων να θέτει την έννοια της βιοπολιτικής για να προσδιορίσει τις μεθόδους και τις τεχνικές στη διαχείριση, ρύθμιση και έλεγχο της ανθρώπινης ζωής και του θανάτου από την εξουσία του νεοφιλελευθερισμού, τη «βιοεξουσία», σε μια διαπλοκή της με τις κατακτήσεις της επιστήμης, αλλά αναδεικνύει, περισσότερο, τον νεοφιλελευθερισμό, γεγονός που με οδήγησε να πω, κάποτε, ότι, αν προσέγγιζε, μόνο, τη βιοπολιτική, θα ήταν σα να αναδείκνυε την εκμετάλλευση χωρίς να αναδείξει τον καπιταλισμό ή σα να αναδείκνυε τη δικτατορία του προλεταριάτου χωρίς να αναδείξει τον κομμουνισμό.

Βέβαια, η βιοπολιτική ακολούθησε και απαλλοτρίωσε τη σύγχρονη επιστημονική γνώση και τεχνογνωσία με υποκατευθύνσεις, όπως η «νευροπολιτική», η «γονιδιακή πολιτική», η «πολιτική ψυχολογία», η «κοινωνιοβιολογία», η «νευροοικονομία» και η «νευροδικαιοσύνη» σε μια διαδικασία που η ατομική βούληση ως παράγοντας της συμμετοχικής δημοκρατίας φαίνεται να ισοπεδώνεται στις κατευθυνόμενες διεργασίες των βιοπολιτικών μεθοδεύσεων, μεθόδων και τεχνητών αναγκαιοτήτων, χωρίς διάκριση ανάμεσα στον πολιτικό, κοινωνικό και βιολογικό βίο, αφήνοντας περιθώρια, μόνο, στην εξαίρεση, με αποτέλεσμα να φέρνει στη μνήμη την άποψη του ναζιστή πολιτειολόγου Carl Schmitt για την εξουσία της εξαίρεσης, ότι, δηλαδή, «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης», άποψη που εργαλειοποίησε ο Giorgio Agamben για την προσέγγιση και ανάλυση της βιοεξουσίας, στο πλαίσιο της οποίας η πολιτική διαχειρίζεται, μόνο, την κατάσταση ανάγκης και έχει ως πρότυπο το στρατόπεδο συγκέντρωσης και υποκείμενο τη «γυμνή ζωή» σε μια σχέση παιγνίου μηδενικού συνόλου (zero sum game), σύμφωνα με τη θεωρία των παιγνίων του John Nash, μεταξύ κράτους και πολίτη, που σημαίνει ότι όσο περισσότερα δικαιώματα ή ελευθερίες αποκτά το ένα μέρος τόσο περισσότερο περιορισμένη είναι η εξουσία του άλλου μέρους.

Παράλληλα με τη βιοπολιτική και τα παρακλάδια της αναπτύχθηκαν και η έννοια της «κυβερνητικότητας» («la gouvernementalité») που δίνει έμφαση στη διακυβέρνηση της συμπεριφοράς και όχι στην κυρίαρχη εξουσία για τη διαμόρφωση των νόμων, προορίζοντας την κυβέρνηση, μόνο, στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας ενός έθνους ή κράτους ως μιας μορφής εξουσίας, διαχωρίζοντας τις έννοιες «κράτος και «κυβέρνηση» ως μη συνώνυμες και θεωρώντας το κράτος ανίκανο να επιτύχει τους σκοπούς του σε αποκλειστικά, μόνο, δικές του ενέργειες ή πρωτοβουλίες, άποψη που αποτελεί και την πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού.

Όλα αυτά, αν τα προβάλλουμε σε ένα πρακτικότερο μοντέλο ανάλογο με αυτό του μαρξισμού και κομμουνισμού, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο φιλελευθερισμός είναι η πολιτική θεωρία και ο νεοφιλελευθερισμός η υπαρκτή του μορφή, ο υπαρκτός, δηλαδή, φιλελευθερισμός ή, καλύτερα, η δικτατορία του φιλελευθερισμού, ανάλογη με τη δικτατορία του προλεταριάτου.

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

Το πρώτο και βασικό στοιχείο των προσεγγίσεων για τον νεοφιλελευθερισμό είναι να μας αναγκάσουν να αλλάξουμε την κατεύθυνση της σκέψης μας: να αντιστρέψουμε, δηλαδή, την προσέγγιση αρχίζοντας από την καθιερωμένη αντίληψη για τη φύση του καπιταλισμού γενικά και να ξεκινήσουμε από την ανάλυση του νεοφιλελευθερισμού ως μοναδικού φαινομένου για να αποκτήσουμε μια ανανεωμένη άποψη για τον καπιταλισμό.

Θα πρέπει, δηλαδή, να αντιμετωπίσουμε τον νεοφιλελευθερισμό ως μια ακόμα αμαρτία του καπιταλισμού ή τον καπιταλισμό ως έναν προάγγελο που εξαγνίζεται στην κολυμβήθρα του νεοφιλελευθερισμού;

Να εξετάσουμε τον καπιταλισμό υπό το ημίφως των καλυμμένων κοινωνικοπολιτικών εγκλημάτων του νεοφιλελευθερισμού ή τον νεοφιλελευθερισμό υπό το άπλετο φως των εγκλημάτων του καπιταλισμού;

Ο Michel Onfray για μια τέτοια παράμετρο της βιοπολιτικής στην οικολογία είναι κατηγορηματικός, χαρακτηρίζοντάς τη ως την πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του καπιταλισμού στην απάντησή του στην οικολογική συμπεριφορά της Greta Thunberg με τίτλο «Greta la science».

Στην πραγματικότητα, με αυτή την αντιστροφή είναι η άρνηση αυτού που o Michel Foucault χαρακτηρίζει ως «εξάλειψη ή έκθλιψη της επικαιρότητας» («l’élision de l’actualité») που απαλλάσσει από κάθε ανάλυσή τους υπέρ μιας γενικής καταγγελίας με συνέπεια αυτή η εξάλειψη ή έκθλιψη να έρχεται σε αντίθεση με τη μόνη έγκυρη οντολογία, αυτή που ο Michel Foucault χαρακτήριζε ως «οντολογία της επικαιρότητας» («l’ontologie de l’actualité»), καθώς δημιουργείται μια αμφισβήτηση «σ’ αυτόν τον νεοφιλελευθερισμό που είμαστε σύγχρονοι και στην πραγματικότητα συμμετέχουμε» (« ce néolibéralisme dont nous sommes les contemporains et dans lequel nous sommes de fait impliqués»).

Αυτό, βέβαια, γίνεται για να αγνοηθεί η υπεροχή του γενικού έναντι του ιδιαίτερου, αφού τί άλλο θα μπορούσε να είναι ο νεοφιλελευθερισμός παρά μια από τις πολλές ιδιαίτερες μορφές του καπιταλισμού στην πορεία της ιστορίας που αποδεικνύει ότι ο καπιταλισμός είναι πάντα ο ίδιος και χειρότερος.

Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο του νεοφιλελευθερισμού από τη μήτρα του καπιταλισμού γίνεται, στην πραγματικότητα, ένας απογαλακτισμός του από θεμελιώδεις έννοιες, όπως κυρίαρχος, λαός, υπήκοος, κράτος, κοινωνία των πολιτών, κλπ, ανάγοντας σε ουσία την αντίληψη ότι το κράτος δεν έχει ουσία και περιεχόμενο και ότι δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα κυβερνητικών πρακτικών.

Ο Michel Foucault διερευνώντας τις ιστορικές μήτρες του νεοφιλελευθερισμού, που όσο διαφορετικές κι αν είναι, έχουν το κοινό χαρακτηριστικό να αντιμετωπίσουν τον νεοφιλελευθερισμό ως επανάληψη στο παρόν ενός παρελθόντος που απομονώνεται από την ιστορική ανάλυση.

Η πρώτη μήτρα, καθαρά οικονομική, βλέπει στο βάθος τον φιλελευθερισμό του 18ου αιώνα με την οικονομική διάσταση του Adam Smith και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποχή από κάθε κρατική παρέμβαση, ώστε να δημιουργηθεί ένας κενός χώρος, ένας χώρος που η αγορά θα ερχόταν να γεμίσει, αφού θα εγκαταλειφθεί από το κράτος στην, κατά τον Adam Smith, «φυσική πορεία των πραγμάτων».

Η δεύτερη μήτρα, καθαρά κοινωνική, μεταφέρει στο παρόν την άποψη της κοινωνίας της αγοράς, όπως αυτή αποκρυπτογραφήθηκε και καταγγέλθηκε από τον Μαρξ στο «Κεφάλαιο» (1ος τόμος), που παρουσιάζει το παιχνίδι των νόμων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία δημιουργεί τις ιστορικές συνθήκες για τον μετασχηματισμό του εμπορεύματος και του κεφαλαίου του χρήματος, ευνοώντας την εμπορευματική σχέση ως μοντέλο των κοινωνικών σχέσεων με αποτέλεσμα ο νεοφιλελευθερισμός να ισοδυναμεί με την ανελέητη εμπορευματοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας, αντιμετωπίζοντας, τελικά, τον νεοφιλελευθερισμό ως «καθαρό καπιταλισμό» που κλείνει την παρένθεση του κράτους πρόνοιας.

Η τρίτη μήτρα, καθαρά πολιτική, προσεγγίζει τον νεοφιλελευθερισμό ως μια επέκταση και γενίκευση της κρατικής εξουσίας που είναι περισσότερη ύπουλη και η οποία αφήνοντας πίσω της ένα κενό, έρχεται να το καλύψει, κατακλύζοντας την κοινωνία, η αγορά και σ’ αυτόν τον ρόλο του κράτους ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να παίζει χωρίς αντίπαλο, γιατί ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» άφησε έξω από τον 1ο τόμο το κράτος, του οποίου τον ρόλο σκόπευε να διερευνήσει στον 3ο  που δεν ολοκλήρωσε.

Όσο διαφορετικές κι αν είναι ή αν φαίνονται να είναι αυτές οι μήτρες έχουν το κοινό χαρακτηριστικό να αντιμετωπίζουν τον νεοφιλελευθερισμό ως μια επανάληψη στο παρόν ενός παρελθόντος που απομονώνεται από την ιστορική ανάλυση και ειδικότερα στη χώρα μας, η προσωπική μου άποψη είναι, ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ένα ανομοιογενές μίγμα τα συστατικά του οποίου προσπαθεί να συγκολλήσει η ιδεοληψία της άγνοιας και του πολιτικού αμοραλισμού που, με τον προκλητικό παρεμβατισμό της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους και τον νομικό παρεμβατισμό για την καθιέρωση και επιβολή μιας δήθεν ρυθμιστικής αρχής του ανταγωνισμού σε ολόκληρη την κοινωνία υπέρ της αγοράς, παραβαίνει αυτό το κοινώς αποδεκτό για τον νεοφιλελευθερισμό μέτρο, γι’ αυτό κάθε φορά απογυμνώνεται από τα προσχήματα, αποκαλύπτοντας τον τυχοδιωκτισμό του.

Τελικά, για να προσεγγίσει κάποιος καλύτερα τα πράγματα θα πρέπει από τη μια να μην αντιμετωπίζει τον καπιταλισμό, μόνο, ως έναν υλικοοικονομικό τρόπο παραγωγής που καθαγιάζει τη σύγχυση μεταξύ της καπιταλιστικής κοινωνίας και της λογικής του κεφαλαίου για τη συσσώρευση και τον νεοφιλελευθερισμό όχι, μόνο, ως μια λύση των «παραλογισμών» της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως ισχυρίζεται ό,τι είναι, γεγονός που τον καθορίζει ως ένα στάδιο του καπιταλισμού, αλλά ως κάτι διαφορετικό που αγωνίζεται, χωρίς κατά τη γνώμη μου, να το πιστεύει και να το πετυχαίνει, να παρουσιάσει έναν κυβερνητικό ορθολογισμό με δικαιώματα και νόμους που ρυθμίζουν τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό, αλλά με τα υποκειμενικά κριτήρια της επιχειρηματικής επέκτασης και την επιβολή των κανόνων αυτού του ορθολογισμού της αγοράς στη συμπεριφορά των ατόμων.

Τα άτομα, όμως, με την ατομική τους συνείδηση δεν είναι αγορές με τα ρυθμιστικά πλαίσια.

Χαρακτηριστικό και προκλητικό παράδειγμα βιοπολιτικού καιροσκοπισμού, ηθικής παρακμής και φτηνής νεοφιλελεύθερης κουλτούρας  με τη βίαιη μεταφορά των νόμων της αγοράς στις κοινωνικές και βιολογικές σχέσεις και τη συμπεριφορά των ατόμων σε έναν αχταρμά εργαλειοποίησης της ζωής και της οικονομίας και μια οντολογία οικονομικής αποτίμησης και ευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης  είναι τα οικονομικίστικα μέτρα που ανακοινωθήκαν  για την «ανακούφιση», δήθεν, των συγγενών των θυμάτων του εγκλήματος των Τεμπών.

Τί σχέση έχει η απώλεια ενός παιδιού με την ισόβια σύνταξη, τις φορολογικές απαλλαγές ή τη διαγραφή των δανειακών υποχρεώσεων των γονέων, αφού, πρώτα, και για να καλυφθούν τα νώτα της απρέπειας γίνεται μια επίκληση, ότι η ανθρώπινη ζωή δεν αποτιμάται, αλλά, τελικά, αποτιμήθηκε;

Με έξι, μόνο, λιτές λέξεις ο Ευαγγελιστής Ματθαίος κονιορτοποιεί την νεοφιλελεύθερη ανοησία: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος».

Εξάλλου, η γενικότερη εμπειρία έδειξε, ότι αυτά τα ρυθμιστικά πλαίσια δεν έχουν έναν προληπτικό, όπως θα έπρεπε ρόλο, προ-ρυθμιστικό (pre-formation), αλλά αποτελούν μια μετα-ρυθμιστική (post-formation) παρέμβαση για τον εξαγνισμό των αμαρτημάτων των εταίρων της εξουσίας, της κυρίαρχης τάξης και του κράτους, και την μετάθεση της δικαίωσης των κυριαρχούμενων σε μια ισλαμιστικού τύπου μελλοντολογική προστασία με πρόσφατο οδυνηρό παράδειγμα, πάλι, αυτό του εγκλήματος των Τεμπών, το οποίο αφού διαπράχτηκε με την αγαστή διαχρονική συνεργασία κάτω από τους νόμους της αγοράς μεταξύ κράτους και επιχειρηματικής επέκτασης, γίνεται μια προσπάθεια, εκ των υστέρων, για τη θεραπεία του με τον περιορισμό του οικονομικού αμοραλισμού στο μέλλον.

Στο σημείο αυτό, αναλογίζομαι, ότι θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε έννοιες, όπως η μεταρρύθμιση (reformation) που, στην πραγματικότητα, είναι αναρρύθμιση με αναδιανεμητικό χαρακτήρα για τη συσσώρευση του πλούτου στην άρχουσα τάξη και να επιφυλάξουμε τη χρήση της λέξης μεταρρύθμιση γι’ αυτό που στην κυριολεξία σημαίνει, εκ των υστέρων ρύθμιση, ρύθμιση μετά.

Είναι χαρακτηριστική γι’ αυτό μια επιγραμματοποίηση μιας άποψης του Gilbert Keith Chesterton από το έργο του «Ουτοπία των τοκογλύφων», ότι «ο σύγχρονος φιλελευθερισμός είναι επωφελής για τους πλούσιους και για κανέναν άλλο» («Contemporary liberalism benefits for the rich; and to no one else») (Gilbert Keith Chesterton: Utopia of Usurers).

Ίσως, θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει καλύτερα τον φιλελευθερισμό και τη σύγχρονη μεταμόρφωσή του στον νεοφιλελευθερισμό με μια αποφθεγματική φράση του νομικού και πράκτορα του FBI που καταδικάστηκε για το σκάνδαλο «Watergate», George Gordon Liddy, ότι «φιλελεύθερος είναι κάποιος που αισθάνεται ένα μεγάλο χρέος για τον συνάνθρωπό του, το οποίο χρέος προτείνει να ξεπληρώσει με τα χρήματά σας» («A liberal is someone who feels a great debt to his fellow man, which debt he proposes to pay off with your money»).

Ουσιαστικά, πάνω σ’ αυτή την αποφθεγματικού χαρακτήρα βάση στηρίχθηκε ολόκληρη η επώδυνη μνημονιακή περίοδος της χώρας μας με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτό της λεηλασίας των πολιτών για τη σωτηρία των τραπεζών και αυτό ασφαλιστικής βαρβαρότητας σε βάρος των συνταξιούχων για τη μείωση, ουσιαστικά, του ασφαλιστικού κόστους της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την αύξηση της κερδοσκοπίας.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

Ο ελληνικός νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο αποκομμένος από την οικονομική ιστορία του παραγωγικού καπιταλισμού, αλλά και από την πνευματική παρακαταθήκη του τόπου μας με καθοδηγητή την παρασιτική τραπεζοκρατία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, θα  μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι ένας ανάπηρος ζιγκολό που περιφέρεται στα κοσμικά σαλόνια – οίκους ανοχής της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας νεοπλουτοκρατίας του φετιχισμού του χρήματος και μάλιστα στην πιο χυδαία άυλη μορφή του ως ένα είδος πολιτικοοικονομικού νεοπλουτισμού.

Όλοι οι κονσερβοποιημένοι εγκέφαλοι που τον υπηρετούν, λοβοτομημένοι με ιδεοληπτικές αξιωματικές αντιλήψεις που δε μπαίνουν στη βάσανο της ιστορικής και οικονομικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, δε γνώρισαν, ποτέ, τις ιστορικές παρακαταθήκες μας, μέσα από την ευρύτερη φιλοσοφία των οποίων προβάλει μια ασφαλής κριτική της πολιτικής οικονομίας του κέρδους.

Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές από αυτές:

– «εὐλογώτατα μισεῖται ἡ ὀβολοστατικὴ διὰ τὸ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τὴν κτῆσιν καὶ οὐκ ἐφ’ ὅπερ ἐπορίσθη. μεταβολῆς γὰρ ἐγένετο χάριν, ὁ δὲ τόκος αὐτὸ ποιεῖ πλέον (ὅθεν καὶ τοὔνομα τοῦτ’ εἴληφεν· ὅμοια γὰρ τὰ τικτόμενα τοῖς γεννῶσιν αὐτά ἐστιν, ὁ δὲ τόκος γίνεται νόμισμα ἐκ νομίσματος)· ὥστε καὶ μάλιστα παρὰ φύσιν οὗτος τῶν χρηματισμῶν ἐστιν» (Αριστοτέλης Πολιτικά Α).

– «ἔοικε δὲ πλεοναχῶς λέγεσθαι ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀδικία, ἀλλὰ διὰ τὸ σύνεγγυς εἶναι τὴν ὁμωνυμίαν αὐτῶν λανθάνει καὶ οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῶν πόρρω δήλη μᾶλλον, (ἡ γὰρ διαφορὰ πολλὴ ἡ κατὰ τὴν ἰδέαν) οἷον ὅτι καλεῖται κλεὶς ὁμωνύμως ἥ τε ὑπὸ τὸν αὐχένα τῶν ζῴων καὶ ᾗ τὰς θύρας κλείουσιν. εἰλήφθω δὴ ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται. δοκεῖ δὴ ὅ τε παράνομος ἄδικος εἶναι καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ἄνισος, ὥστε δῆλον ὅτι καὶ [ὁ] δίκαιος ἔσται ὅ τε νόμιμος καὶ ὁ ἴσος. τὸ μὲν δίκαιον ἄρα τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον, τὸ δ᾽ ἄδικον τὸ παράνομον καὶ τὸ ἄνισον…διώρισται δὴ τὸ ἄδικον τό τε παράνομον καὶ τὸ ἄνισον, τὸ δὲ δίκαιον τό τε νόμιμον καὶ τὸ ἴσον. κατὰ μὲν οὖν τὸ παράνομον ἡ πρότερον εἰρημένη ἀδικία ἐστίν. ἐπεὶ δὲ τὸ ἄνισον καὶ τὸ παράνομον οὐ ταὐτὸν ἀλλ᾽ ἕτερον ὡς μέρος πρὸς ὅλον (τὸ μὲν γὰρ ἄνισον ἅπαν παράνομον, τὸ δὲ παράνομον οὐχ ἅπαν ἄνισον)» (Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια)

– «ὁ τὸ πολὺ οὐκ ἐπλεόνασε, καὶ ὁ τὸ ὀλίγον οὐκ ἠλαττόνησε» (Απόστολος Παύλος: Προς Κορινθίους Επιστολή).

– «Ὁ γὰρ τόκοις ἑαυτὸν ὑπεύθυνον καταστήσας, ὧν τὴν ἔκτισιν οὐχ ὑφίσταται, δουλείαν αὐθαίρετον κατεδέξατο διὰ βίου. Χρήματα, εἰπέ μοι, καὶ πόρους ἐπιζητεῖς παρὰ τοῦ ἀπόρου, καὶ εἰ πλουσιώτερόν σε ἀποφαίνειν ἠδύνατο, τί ἐζήτει παρὰ τὰς θύρας τὰς σάς; Ἐπὶ συμμαχίαν ἐλθὼν, πόλεμον εὗρεν, ἀλεξιφάρμακα ἐπιζητῶν, δηλητηρίοις ἐνέτυχεν· δέον παραμυθεῖσθαι τοῦ ἀνδρὸς τὴν πτωχίαν, σὺ δὲ πολυπλασιάζεις, τὴν ἔνδειαν ἐκκαρποῦσθαι ζητῶν τὸν ἔρημον; … Ὁ μὲν ὥσπερ κύων ἐπιτρέχει τῇ ἄγρᾳ· ὁ δὲ ὥσπερ ἕτοιμον θήραμα καταπτήσσει τὴν συντυχίαν· ἀφαιρεῖται γὰρ αὐτοῦ τὴν παῤῥησίαν τὸ πένεσθαι. Ἀμφοτέρων οἱ ψῆφοι ἐπὶ δακτύλων· τοῦ μὲν χαίροντος τῇ αὐξήσει τῶν τόκων, τοῦ δὲ στενάζοντος τῇ προσθήκῃ τῶν συμφορῶν… Οἱ κύνες λαβόντες ἡμεροῦνται, ὁ δὲ δανειστὴς λαμβάνων προσερεθίζεται. Οὐ γὰρ παύεται ὑλακτῶν, ἀλλὰ τὸ πλέον ἐπιζητεῖ …ταῦτα δὲ λεγέσθω γεννήµατα ἐχιδνῶν, τὰ τῶν τόκων ἀποκυήµατα» (Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός: Sacra parallela ).

– «Τὰ χρήματα γὰρ τοῖς πλουσίοις διὰ τοὺς πτωχοὺς δωρεῖται ὁ θεός. Καὶ οἱ ἀποστεροῦντες αὐτὰ τοῖς πενησι καὶ μὴ διδόντες, ὡς φονεῖς κριθήσονται» (Μητροπολίτης Μανουήλ Μαλαξός).

Η αποχώρηση του κράτους από υποδομές κοινωνικών αξιών και προτεραιοτήτων και η βίαιη παραχώρησή τους στην ιδιωτική καιροσκοπική κερδοσκοπία με πρόσχημα την επένδυση, η οποία τις περισσότερες φορές γίνεται με κεφάλαια του ίδιου του κράτους, όπως για παράδειγμα οι χαριστικές ιδιωτικοποιήσεις της Ολυμπιακής αεροπορίας, των αυτοκινητοδρόμων, του Ελληνικού, του ΟΣΕ, της ενέργειας, του τραπεζικού συστήματος, και κυρίως αυτού, με την κοινωνική βαρβαρότητα των κεφαλαιοποιήσεων που φόρτωσαν στις πλάτες του λαού τα βάρη και αμαρτήματα των τραπεζιτών και άφησαν στους ίδιους τα φτερά της κερδοσκοπίας, της ενέργειας, της παιδείας και της εκπαίδευσης με την ταξικοποίησή τους στα κολλέγια της άρχουσας τάξης και τα ΙΕΚ των υποτακτικών της προλετάριων,  κλπ, κλπ, αποτελεί την επιτομή του καπιταλιστικού τυχοδιωκτισμού που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται ως νεοφιλελευθερισμός.

Πρόσφατα, μάλιστα, αυτός ο καιροσκοπικός νεοφιλελευθερισμός με όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής συλλογικής κοινωνικής αγυρτείας και αναλγησίας πήρε θέση και στην πάλη των τάξεων στο πλευρό του κερδοσκοπικού κεφαλαίου με την παραχώρηση σ’ αυτό του δικαιώματος της απαλλοτρίωσης της γης σε βάρος των αγροτών από τους «επενδυτές», κοινώς, νταβατζήδες των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που δημιούργησε η μετάλλαξη του καπιταλισμού στην οικολογία.

Τί απομείνει από αυτό που κάποτε αποτελούσε το κράτος, παρά μόνο τα κουφάρια μιας εκτελεστικής κυβερνητικής γραφειοκρατίας, μιας νομοθετικής και μιας δικαστικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση αυτών των συμφερόντων;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποϊδεολογοποίησης και απογύμνωσης του κράτους και του ρόλου του είναι οι ιαχές και οι απαιτήσεις των δανειστών – τοκογλύφων, που για να εξαγνίσουν τις αμαρτίες τους τους ονόμασαν «θεσμούς», για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης ως θεμέλιου λίθου της οικονομίας, λες και ποτέ οι επίδοξοι Λούθηροι των λεγόμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, στην πραγματικότητα αναρρυθμίσεων, δεν άκουσαν για την Αριστοτελική έννοια του δικαίου και τη σχέση του μέρους και του όλου ή περί δικαίου και δικαιοσύνης, αδίκου και αδικίας, όπως αυτά περιγράφονται στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια».

Όμως, όπως λέει και η σεπτή υμνογραφία μας «μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται» και ο θάνατος των σιδηροδρόμων δεν ήταν μόνο ένα συμβολικό οικονομικό αποτέλεσμα, αλλά και ένας πραγματικός και τραγικός θάνατος 57, κυρίως, νέων ανθρώπων που απογύμνωσε το σύστημα και τη χαλαρή ηθική του από τα προσχήματα.

Την περίοδο της στρατιωτικής χούντας με μοναδικό εφόδιο τη διαίσθηση της ιδεολογικής αυτοσυντήρησης είχα δημοσιεύσει με το προσεκτικά επιλεγμένο ψευδώνυμο Μάρκος Ρωσίδης (και Μάρκος και Ρωσίδης) στο παράνομο περιοδικό «Νέοι Στόχοι» ένα άρθρο για τις διαφορετικές εκφάνσεις της δικτατορίας και της αστικής δημοκρατίας ως εναλλακτικά συστήματα της ίδιας εξουσίας για τη διαχείριση του καπιταλισμού.

Οι εξελίξεις, λίγο πολύ, δικαίωσαν τους φόβους μου, αφού οι ρομαντικοί κομμουνιστές, σαν τους ρομαντικούς («Les romantiques») του Nazim Hikmet και τους κομμουνιστές («Les communistes») του Louis Aragon, του Παρισινού Μάη του ’68 μείναμε έξω από την επίπλαστη ευδαιμονία της αστικής δημοκρατίας, ξέμπαρκοι της la rive gauche, και δε δεχτήκαμε την επιβίβασή μας στα κομματικά  σαπιοκάραβα της αστικής δημοκρατίας που διαδέχτηκε τη στρατιωτική δικτατορία, ενώ οι καιροσκόποι που τη χειραγώγησαν ή τους χειραγώγησε σε μια αμφίδρομη σχέση εξάρτησης την οδήγησαν στην παιδική χαρά του σύγχρονου ελληνικού νεοφιλελευθερισμού, με μοναδική ελπίδα διεξόδου τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων, έστω και χωρίς τα δεσμά της ταξικής συνείδησης, αφού, κατά τον εθνικό μας ποιητή, Ανδρέα Κάλβο:

«θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην

ἡ ἐλευθερία».

Οι πολίτες και, ιδιαίτερα, οι νέοι της χώρας μας πήραν το επώδυνο μήνυμα, ότι «Το χρήμα δολοφονεί! Ο καπιταλισμός δολοφονεί! Ο φιλελευθερισμός δολοφονεί! Δεν υπάρχει άλλη λέξη. Δολοφονεί!» («L’argent tue ! Le capitalisme tue ! Le libéralisme tue ! Il n’y a pas d’autre mot. Il tue !») (Gerard Mordillat).

Μένει το χρέος (πρέπει – Il faut) της «συντριβής του φιλελευθερισμού, γιατί δίνει όπλα σ’ αυτούς που θέλουν να τον υποκαταστήσουν με τον αυταρχισμό» («Il faut abattre le libéralisme, car il donne armes à ceux qui veulent lui substituer l’autoritarimse») (Georges Wolinski).

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ