Άρθρα Λαογραφία Νάουσα Πολιτισμός Τοπικά

Τάκης Μπάιτσης “Γενίτσαροι και Μπούλες, το δρώμενο της Νάουσας”

 Νάουσα. Η πόλη των νερών, του  κρασιού, των φρούτων, των βιομηχανιών. Η πόλη των εθίμων.

Πριν την δούμε στον τόπο  που είναι τώρα  η πόλη βρισκόταν στην θέση Παλιονιάουστα .  Σύμφωνα με την παράδοση,  ο Γαζή  Εβρενός στρατηλάτης των Τούρκων ,  προέτρεψε το1361  τους κατοίκους της Παλιονιάουστας   να συνοικήσουν την σημερινή πόλη,  που πήρε το όνομα Αγοστός ή Νιάουστα. Στην ίδρυση της πόλης ο Γαζή Εβρενός  «συνεργάστηκε» με τον σύγχρονο του Δοχειαρίτη μοναχό Όσιο Θεοφάνη. Ο Όσιος και μετέπειτα πολιούχος της Νάουσας στήριξε το θρησκευτικό φρόνημα του λαού.

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Νάουσα ήταν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας και τουλάχιστον ως το τέλος του 18ου αιώνα η ζωή σε αυτήν ήταν ειρηνική. Οι κάτοικοι της , φιλοπρόοδοι και εργατικοί,  καλλιεργούσαν τον αραβόσιτο και την άμπελο από την οποία παρασκεύαζαν περίφημο κρασί. Μέχρι και σήμερα λέγεται η φράση , « κρασί σαν της Νιάουστας,  το φέρνουν στο μαντήλι». Παράλληλα όμως,  ασχολούνταν με το εμπόριο και με τέχνες όπως είναι η υφαντική, η οπλοποιία,  η μαχαιροποιία, η ξυλογλυπτική και η βαφική. Αναφέρεται ότι ως το 1822, οπότε η πόλη καταστράφηκε από τους Τούρκους,  υπήρχαν σαράντα περίπου βιοτεχνίες που το προϊόντα τους έφταναν  μέχρι την Οδησσό , τη Μόσχα , τη Βιέννη , την Πέστη και τη Λειψία.

Όμως και η ίδια η πόλη την περίοδο αυτή εξωραΐζεται. Κατοικίες της λεγόμενης μακεδονικής αρχιτεκτονικής , εκκλησίες με περίτεχνα ξυλόγλυπτα, δημόσια κτήρια όπως τα εκπαιδευτήρια, που είχαν και αξιόλογη συλλογή χειρογράφων,  δήλωναν την οικονομική, κοινωνική και πνευματική ευμάρεια της πόλης.

Στο ανθηρό αυτό περιβάλλον που συνετέλεσε στο να θεωρηθεί η Νάουσα « ελευθέρα μητρόπολις των χριστιανών της εντεύθεν του Αξιού Μακεδονίας», κινήθηκαν και τοπικοί λόγιοι όπως ο Αναστάσιος Καμπίτου, ο Θεοφάνης ο Ναουσαίος (μέσα του 18ου αιων.) και ο Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος ( τέλη του 17ουαρχές του 18ου αιων.) Ο τελευταίος μάλιστα χρημάτισε και μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου.

Η κατάσταση αυτή διήρκησε ως τα τέλη  του 18ου αιώνα, τότε που  ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων το 1795 προσπαθεί να πάρει την ανθίζουσα πόλη στο δικό του βιλαέτι.  Το καταφέρνει το 1804 και την καταλαμβάνει μέχρι το 1812.

Η ολοκληρωτική καταστροφή όμως γίνεται  το Απρίλιο του 1822  με  τη πολιορκία της πόλης από τον Εμίν Πασά, (Εμπού Λουμπούτ)  που καταλήγει σε ολοκαύτωμα της .

Η ζωή στην πόλη επανέρχεται  δειλά στην αρχή , πιο συγκροτημένα αργότερα και το 1832 απαντώνται ήδη οι πρώτες μαρτυρίες για την ανέγερση εκκλησιών.

Το 1875  στην πόλη εμφανίστηκε η πρώτη οργανωμένη βιομηχανία  κλωστοϋφαντουργίας Λόγγου Κύρτση  Τουρπάλη. Ακολούθησαν και άλλες βιομηχανίες αξιοποιώντας τις υδατοπτώσεις της Αράπιτσας.

Η  Νάουσα  «αναρρώνει» και κλιμακωτά φτάνει και πάλι σε ακμή. Οι κάτοικοι της ασχολούνται με την σηροτροφία, την αμπελουργία και οι εμπορικές τους επαφές για άλλη μια φορά ξεπερνούν τα Ελλαδικά όρια και φτάνουν ως την Αίγυπτο και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα  και η πρώτη του 20ου βρίσκουν τη Νάουσα και πάλι πρωτοπόρα στους εθνικούς αγώνες. Έντονη είναι η παρουσία του τόπου στον Μακεδονικό Αγώνα καθώς και στου επικούς αγώνες του 1912-13. Η Νάουσα απελευθερώθηκε από τον Οθωμανικό ζυγό στις 17 Οκτωβρίου του 1912. Από τότε η παρουσία της στον Ελληνικό χώρο,  στον οικονομικό και πολιτισμικό είναι αδιάκοπη και σημαντική , αντάξια της μακρόχρονης ιστορίας της.

  Για το συγκλονιστικότερο έθιμο της πόλης μας, πολλά έχουν κατά καιρούς γραφτεί και ειπωθεί. Απόψεις για την γένεση του, την προέλευση του ακόμα και για την ονομασία του. Από τις σοβαρότερες , που δημοσιεύτηκαν κατά το παρελθόν, θα σταθούμε σε δύο- τρεις χωρίς κατ ανάγκη να υιοθετούμε απόλυτα καμία.

  Μια εκδοχή , λοιπόν, είναι ότι το έθιμο είναι συνέχεια αρχαίου δρώμενου. Τόσο το τελετουργικό, όσο και αρκετές ομοιότητες, « πρόσωπος», κοσμήματα , το στήσιμο των χορών, μας παραπέμπουν σε στοιχεία από την αρχαιότητα. Και μέχρι εδώ , σωστά. Το ερώτημα που τίθεται είναι: αφού η Νάουσα δεν είναι αρχαία πόλη, αλλά σύμφωνα με την ιστορία της, κτίζεται στον συγκεκριμένο χώρο τον 14ο αιώνα, πως η προέλευση του εθίμου φτάνει στην αρχαιότητα; Το ότι δεν κατοικήθηκε ο συγκεκριμένος χώρος της τέλεσης του εθίμου στην αρχαιότητα είναι σχεδόν βέβαιο. Καμία εκσκαφή για οικοδομικές ή τεχνικές εργασίες εντός της πόλης δεν έφερε στο φως κάτι από αντίστοιχα ευρήματα όπως συνέβη  σε άλλες πόλεις (Θεσσαλονίκη, γειτονική Βέροια και αλλού.) Δεν μπορεί αυτή η άποψη να τεκμηριωθεί απόλυτα γιατί δεν θα λειτουργήσουμε μόνο με παρομοιώσεις. Εδώ δεν έχουμε το θρύλο της «Μαρμαρωμένης Μπάμπως» που έγινε πέτρα , αυτή και τα πρόβατα της.

Για μούμιες και άλλα που ακούγονται δεν μπορούμε ούτε να τα σκεφτούμε!

Άλλη άποψη που στηρίζεται σε προφορικές μαρτυρίες και δημοσιεύματα κατά καιρούς, στον τοπικό τύπο, είναι ότι το έθιμο έχει ως αρχή το παιδομάζωμα του 1705. Το τελευταίο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το πρώτο για την προνομιούχο Νάουσα , που με την αντίσταση των κατοίκων απέβη άκαρπο. Και αυτό όμως ποιος θα μπορούσε να το τεκμηριώσει;

 Άλλη μαρτυρία του 1928, γραμμένη σε τοπική εφημερίδα δίδει ότι το έθιμο έρχεται από τα Γιάννενα και προσαρμόζεται εδώ ανάλογα.

Αν γινόταν πράγματι, να βρεθεί η μηχανή του χρόνου προς τα πίσω, ίσως βρίσκαμε και την πιο αληθινή εκδοχή προέλευσης αυτού του συγκλονιστικού δρώμενου του τόπου μας.

Στην διεξαγωγή όλου του δρώμενου παρατηρούμε τα εξής: Το τελετουργικό είναι αυστηρά τυπικό και περιορισμένο σε απαραβίαστα πλαίσια. Έχουμε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο που τελείται, την Αποκριά. Ένα καθιερωμένο δρομολόγιο που βρίσκεται μέσα στα όρια της παλιάς πόλης.

Συγκεκριμένη στολή, τουλάχιστον αυτό διαπιστώνουμε τα τελευταία εκατόν εικοσιπέντε χρόνια που έχουμε φωτογραφικές μαρτυρίες. Διεξάγεται από άρρενες αγάμους νέους. Εγγίζει  τις λαϊκές τάξεις.  Η άρχουσα τάξη δεν μετέχει στα μπουλούκια. Είναι άλλωστε,  καθιερωμένη με το όνομα της και  δεν έχει ανάγκη επίδειξης.  Κάνει όμως Γιαννίτσαρους τα παιδιά της, τις περισσότερες φορές  σε μικρή ηλικία. Έτσι, μετέχει και αυτή σε όλο το ξεσήκωμα για την προετοιμασία.  Δωρίζει ο πλούσιος, όταν δει έναν χορευτή να αποδίδει καλά στο χορό. Ακόμα , δανείζει και εξαρτήματα από την φορεσιά του (πισλιά-ασήμια-πάλες) με προθυμία, αφού  λόγω της οικονομικής ευμάρειας,  φορά  τα καλύτερα. Κι αυτό,  το «γύρεμα και δάνεισμα» της φορεσιάς,  θεωρείται κομμάτι του εθίμου.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με μαρτυρίες, έχουμε δέκα- δώδεκα μπουλούκια των δέκα- δεκαέξι ατόμων. Μετά την απελευθέρωση του 1912 περιορίζεται ο αριθμός τους και την περίοδο του μεσοπολέμου έχουμε μόνο ένα μπουλούκι. Φαίνεται,  ότι η ευρωπαϊκή περιβολή και οι εισαγόμενοι  χοροί αρχίζουν να κατακτούν τους νέους, και η παράδοση περιθωριοποιείται. Την ίδια ακριβώς εποχή εξαφανίζονται και οι Μπούλες. Παρουσία έχουν μόνο Γιανίτσαροι μεγάλοι και μικροί. Ίσως, υποτιμάται η γυναικεία αμφίεση και δεν καταδέχονται οι άνδρες  να ντυθούν Μπούλες, θεωρώντας ότι χάνεται  ο ανδρισμός και το νταηλίκι τους. Άλλωστε,  στους απελευθερωτικούς και βαλκανικούς πολέμους, που ξεχώριζε η λεβεντιά και η αίσθηση του εύζωνα πολεμιστή είναι νωπή ακόμη.

 Έτσι φθάνει το έθιμο  ως το 1940. Σταματά με την κήρυξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου για να επανέλθει το 1954 με την παρουσία  ενός μπουλουκιού. Αυτό γίνεται για μερικά χρόνια στην συνέχεια.

Μικρές αλλαγές εμφανίζονται στο δρομολόγιο επειδή η πόλη έχει διαφοροποιηθεί στο δομικό της σχέδιο (Δημαρχίας, Χατζηκουρκούτα, Γαλάκια).

  Ο «πρόσωπος» βγαίνει στ Αλώνια, αντί στα Καμένα που έβγαινε παλιότερα και στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, 1954-1956.

 Οι χοροί συνεχίζονται όπως και παλιά. Αντί όμως του «Μπουλαβασί» που χορευόταν στην Δημαρχία  και έβγαιναν οι πάλες,   τώρα χορεύεται ο «Θούριος του Ρήγα». Εμφανίζονται άλλοι χοροί (Παπαδιά , Νταβέλης , Μακρυνίτσα Αρβανίτικος Τσάμικος, πατινάδες  κ.α.), ενώ χάνεται το γαϊτανάκι. Πολλοί από τους ατομικούς χορούς γίνονται ομαδικοί, χάριν εντυπωσιασμού.  Στη Νάουσα πάντα χόρευε ο πρώτος και δώριζαν οι δικοί του. «Χορός τρελών που ηγείται μαινόμενος» λέει ο Bouquevile στις περιηγητικές σημειώσεις του.

Το τραγούδι και ο χορός όπως είναι γνωστό δεν έχουν σύνορα. Σε όλα τα Βαλκάνια συναντούμε τους ίδιους σκοπούς με άλλα λόγια και σε άλλες γλώσσες. Το αξιοπερίεργο με τους χορούς της Νάουσας είναι ότι δεν χορεύονται ούτε  και στα γύρω χωριά της πόλης. Ούτε και οι σκοποί τους ακούγονται. Θαρρείς και μπήκε ένα αόρατο σύνορο στα πολιτισμικά της.

Η στολή του Γιανίτσαρου πέραν των βασικών εξαρτημάτων της  επιβάλλεται και ενθουσιάζει  με τον «πρόσωπο», τα ασημικά και την πάλα.

  Την περίοδο μετά το 1954 το έθιμο προβάλλεται πανελληνίως, με τις εφημερίδες , το ραδιόφωνο και τα επίκαιρα στους κινηματογράφους.

Το 1970 ιδρύεται σύλλογος με σκοπό την προστασία και προβολή του.

  Το 1978 επανέρχεται η παρουσία του εθίμου την Κυριακή της Ορθοδοξίας  στο Σπήλιο , μετά από διακοπή πενήντα  δύο ετών.

Τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα το δρώμενο ακολουθεί την πορεία του με την επιστασία των συλλόγων που το υπηρετούν,  αλλά και του Δήμου της πόλης που τους υποστηρίζει και τους  χρηματοδοτεί όπου  και όταν χρειαστεί.

Πολύς λόγος γίνεται για την εμπορευματοποίηση του εθίμου,  που δεν θα έλεγα ότι αποφεύγεται,  παρ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών Ναουσαίων που αντιτίθενται σε αυτήν.  Όμως,  αλήθεια τι θα ήταν το καλύτερο άραγε σε μια εποχή που η οικονομική ευμάρεια μιας πόλης εξαρτάται και από το τι πολιτιστικό προϊόν παρουσιάζει;  Μήπως δεν αναγεννιέται οικονομικά κάθε Αποκριά η πόλη με τον κόσμο που συρρέει για να παρακολουθήσει αυτό το ιστορικό δρώμενο του τόπου;

Πριν από πολλά χρόνια ο αείμνηστος Φιλώτας Κόκκινος , δήμαρχος της Νάουσας με πολλές μεταρρυθμίσεις  και έργα υποδομής για την πόλη, υποστήριζε ότι η Νάουσα θα ζήσει και θα μεγαλουργήσει στηριζόμενη στην παιδεία της ,  στον πολιτισμό της και στον τουρισμό της.

Θα έλεγα λοιπόν ότι η συνέχιση με πολύ ενθουσιασμό και ζήλο του εθίμου, χωρίς να χάνει την ιστορική του μνήμη και χωρίς να εμπλέκεται σε  εμπορικά οικονομικά οφέλη , θα πρέπει να ενθαρρύνει τους συμπολίτες μας σε δραστηριότητες τέτοιες,  που θα ωφελούσαν του ίδιους  και συνεπώς την ίδια την πόλη. Προσοχή όμως ! Είναι πού λεπτό το σημείο ανάμεσα στο  κακώς εννοούμενο φολκλόρ και στην αληθινή λαϊκή μας παράδοση.

Ας δούμε τώρα εν συντομία  με την βοήθεια της τεχνολογίας και κάποιες εικόνες από αυτό το δρώμενο της Νάουσας.

  Συγκροτούνται μπουλούκια, αποτελούμενα από νέους άνδρες, όπου τη γυναικεία μορφή ( μπούλα) την υποδύεται πάντα άντρας. Αναπόσπαστο μέρος στο μπουλούκι είναι και οι μικροί χορευτές  οι οποίοι φροντίζουν να μιμηθούν κάθε κίνηση των μεγάλων.  Η μεταμφίεση των τελεστών, οι χοροί των συμμετεχόντων, καθώς και το δρομολόγιο των μπουλουκιών διέπονται από ένα προκαθορισμένο τελετουργικό.

 Και ας ξεκινήσουμε από την στολή του Γενίτσαρου

(1)το μπενεβρέκι ή πενεβρέκι , (μακρύ ανδρικό εσώρουχο), 2) οι μπέτσφες που είναι άσπρες  κάλτσες (από τον μηρό ως τον αστράγαλο) 3)τα σκουφούνια (άσπρες μάλλινες κάλτσες)  4) οι βουδέτες που είναι μαύρες υφασμάτινες ταινίες που συγκρατούν τις κάλτσες και καταλήγουν στην άκρη σε φούντες , 5) η κοντέλα που είναι άσπρο πουκάμισο με πολύ φαρδιά μανίκια, 6) η φουστανέλα που θεωρείται το βασικότερο κομμάτι στη φορεσιά του Γενίτσαρου, 7)το πισλί που είναι ένα είδος φέρμελης (γιλέκου) που φοριέται πάνω από το πουκάμισο, 8)τα ασημικά, τα οποία περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία από κοσμήματα που το καθένα ανάλογα με το σχέδιο του και την κατασκευή του έχει την ιδιαίτερη ονομασία του και τοποθετούνται στο στήθος (ραμμένα σε γιλέκο)  και στην φουστανέλα του γενίτσαρου. 9) το ζωνάρι (μοραΐτικο) για τη μέση ίδιο με αυτό πού φορούσαν οι Ναουσαίοι γαμπροί , 10)το Σελιάχι (δερμάτινο εξάρτημα) που μπαίνει στη μέση πάνω από το ζωνάρι  11) ο Πρόσωπος (Μάσκα).  Ο πρόσωπος  είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της αμφίεσης. Κατασκευάζεται από χονδρό πανί που τοποθετείται και διαμορφώνεται πάνω σε ειδικό καλούπι. Πάνω στο πανί εφαρμόζεται γύψος που είναι κερωμένος από μέσα, ώστε να κρατά δροσιά σ’ αυτόν που τον φορά. Χαρακτηριστικό και των δύο τύπων προσώπου γυναικείας και ανδρικής) είναι τα πολύ μικρά μάτια και το επίσης μικρό στόμα. 12)το ταράμπουλο  που είναι ένα ζωνάρι που δένεται γύρω από τον πρόσωπο, 13)το μαντήλι, που φοριέται στον καρπό του δεξιού χεριού για το χορό, 14)τα τσαρούχια, που είναι κόκκινα με μαύρη φούντα και 12) η πάλα (πλατύκυρτο  σπαθί) που κρατούν οι Γενίτσαροι όταν χορεύουν.

 Η Μπούλα, είναι ένας άντρας ντυμένος  με φαρδύ φανταχτερό φουστάνι . Φοράει «πρόσωπο»  χωρίς μουστάκι, διακοσμημένο με λουλούδια και κορδέλες. Απαραίτητα εξαρτήματα της φορεσιάς της είναι τα ψιλά ασήμια στο στήθος, η σαλταμάρκα (στενό γιλέκο με μανίκια), οι τραχηλιές, τα φλουριά, χρυσοκέντητη ζώνη και πόρπη. Όλα είναι εξαρτήματα από την τοπική γυναικεία φορεσιά.

Κυριακή της  πρώτης Αποκριάς

   Κατά το μάζεμα του μπουλουκιού, ο νέος, ντυμένος από νωρίς το πρωί, είναι έτοιμος. Τα μουσικά όργανα περνούν από τα σπίτια των νέων που συμμετέχουν και τους μαζεύουν έναν-έναν. Όταν ακουστεί η μελωδία ‘Ζαλιστός’, ο Γενίτσαρος βγαίνει στο παράθυρο ή στο μπαλκόνι του σπιτιού να χαιρετίσει το μπουλούκι που έρχεται να τον πάρει. Χαιρετάει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού, καθώς και τα άτομα που βοήθησαν στο ντύσιμό του, πηδώντας στα δυο του πόδια,  κάνει τον σταυρό του στο κατώφλι του σπιτιού, παίρνει χέρι τους υπόλοιπους χορευτές και τους οργανοπαίκτες  και ενσωματώνεται στο μπουλούκι.

Η Μπούλα ετοιμάζεται κι αυτή τελετουργικά από την οικογένεια του άνδρα που θα την υποδυθεί. Φιλά τα χέρια όλων των ανθρώπων του σπιτιού της και στη συνέχεια όλου του μπουλουκιού, των οργανοπαικτών και όλων όσων παρευρίσκονται εκεί την ώρα που θα την πάρουν.  Καθ όλη την διάρκεια της ημέρας  ο κόσμος δωρίζει χρήματα στην Μπούλα.

Οι μικροί χορευτές πηγαίνουν στα σπίτια των μεγάλων.

 Αφού τελειώσει το μάζεμα του μπουλουκιού, όλοι μαζί ξεκινούν για το Δημαρχείο και φθάνουν εκεί κοντά στο μεσημέρι, όπου βρίσκεται συγκεντρωμένος πολύς κόσμος.

Όλα τα μπουλούκια θα επισκεφθούν το Δημαρχείο. Εκεί θα ανέβει στο Δημαρχείο ο αρχηγός του μπουλουκιού συνοδευόμενος από την Μπούλα και θα ζητήσει την άδεια για την τέλεση του εθίμου από τον Δήμαρχο αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του. Μετά θα αρχίσει ο χορός βγάζοντας από το θηκάρι τις πάλες. Στη συνέχεια θα χορευτούν συγκεκριμένοι κυκλικοί χοροί και μετά θα αρχίσουν τη χορευτική τους πορεία μέσα στους δρόμους της Νάουσας.

 Η πομπή περνάει από διάφορες περιοχές της Νάουσας (τριόδι του Λάμια, τα Καμμένα, τη συνοικία της Πουλιάνας, τη συνοικία Μπατάνια, το Κιόσκι, τον Αϊ Γιώργη, τον Αγίου Μηνά,  στο τριόδι του Μαγγαβέλα και καταλήγει στην  συνοικία Αλώνια).

Στη συνοικία Αλώνια, όπου φθάνουν περίπου το βράδυ, όλοι οι συμμετέχοντες στο έθιμο βγάζουν τους «προσώπους»  Όσο το μπουλούκι βρίσκεται σε πορεία, κανείς από τους θεατές δεν επιτρέπεται να χορέψει μαζί τους, ούτε να σύρει το χορό.

  Από τη στιγμή όμως που οι Γενίτσαροι και οι Μπούλες  βγάλουν τον πρόσωπο στ’ Αλώνια, μπορούν να πάρουν μέρος στο χορό και παλιοί  τελεστές του εθίμου.

Μετά το μεγάλο γλέντι στα Αλώνια ακολουθούν την διαδρομή « Γαλάκια- στραβός Πλάτανος- Τριόδι Λάτση» και τελευταία φθάνουν   στα Καμμένα (Διοικητήριο), όπου γίνεται και  ο τελευταίος τους χορός.

  Και την πρώτη Δευτέρα και την καθαρά Δευτέρα τα μπουλούκια θα ακολουθήσουν το ίδιο δρομολόγιο αυτή την φορά όμως χωρίς πρόσωπο, είναι οι μέρες όπου οι Γενίτσαροι γλεντούν και χορεύουν στα σπίτια  των χορευτών που τους δέχονται.

Την Κυριακή της Ορθοδοξίας θα τους δούμε στην περιοχή Σπήλαιο όπου το κρασί και τα σιροπιαστά  νηστίσιμα γλυκά είναι άφθονα.

  Η σημασία του εθίμου στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι σπουδαιότατη, καθώς προβάλλει την τοπική ανόθευτη κατά την διάρκεια των χρόνων παράδοση, τους μύθους, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους ηρωικούς αγώνες της Νάουσας. Αποτελεί την πολιτιστική ταυτότητα της πόλης και προσελκύει στη Νάουσα πλήθος επισκεπτών κατά την περίοδο της Αποκριάς, ενισχύοντας σημαντικά και την τοπική οικονομία της πόλης .

Εισήγηση στην εκδήλωση της ΕΜΙΠΗ 23/2/2023

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ