«και αν ποταμοίο ρέεθρα / Ωκεανού, ος περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται».(Ιλιάδα, Ξ, 245-46)
Ο Όμηρος δια στόματος Ύπνου σε μια αποστροφή του προς την Ήρα προβαίνει σε μία διαπίστωση – καθολικά αποδεκτή – πως όλα κατάγονται από το νερό – Ωκεανό (γένεσις).
«ουκ αν έμοι γε ελπομένω τα γένοιτο».(Οδύσσεια, Γ, 228)
Ο Τηλέμαχος απογοητευμένος από τις πληροφορίες για τον γυρισμό του πατέρα του Οδυσσέα απορρίπτει κάθε λόγο παρηγοριάς και δεν ελπίζει τίποτα (γένοιτο).
«Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο»
Οι προβεβηκότες τη ηλικία (ηλικιωμένοι) και όσοι μίσησαν τα αρχαία Ελληνικά ταύτισαν την εφηβεία τους με την παραπάνω φράση που είναι η αρχή του έργου του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις».
Το ρήμα γίγνομαι με τους διάφορους τύπους και χρήσεις του κυριαρχεί στο λόγο μας από την Ομηρική εποχή «βαδίζοντας» ετυμολογικά και σημασιολογικά με το ρήμα γεννώ με τα πολλά παράγωγα, όπως: νεογνός, γενεά, γένεσις, γενέτειρα, γένεθλον, γενήτωρ. Η ριζική – αρχική του σημασία είναι έρχομαι σε κατάσταση ύπαρξης – στη ζωή / γεννιέμαι / παράγομαι… (*γίγνομαι… γε-γένομαι, ρίζα *γεν-).
α.«Πολλά στοιχεία της παράδοσής μας μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά χωρίς διακοπή», β.«Το γένος των Ελλήνων μπορεί να υπερηφανεύεται για την πλούσια παράδοσή του», γ.«Η γενέθλια ελληνική γη δίδαξε στους κατοίκους της τη λιτότητα, το μέτρο και την αγάπη προς την ελευθερία», δ.«Γενεσιουργός αιτία του Ελληνικού πολιτισμού υπήρξε επίσης η διαρκής αμφισβήτηση και η αναζήτηση νέων μορφών σκέψης και ζωής», ε.«Δεν συνιστά, λοιπόν, προγονοπληξία η λατρεία του παρελθόντος, όταν αυτό μπορεί να διδάσκει ακόμη».
Τα άλλα θέματα – ρίζες του γίγνομαι είναι τα: *γν-, *γον-, *γενν-. Από αυτά προέρχεται ένα πλήθος ουσιαστικών και επιθέτων. Έτσι όλα τα παράγωγα από όλα τα θέματα – ρίζες συγκροτούν ένα σώμα που εμπλουτίζει το λόγο μας.
Οι λέξεις που προέρχονται από τη ρίζα *γεν-του αρχαϊκού γίγνομαι είναι πολλές, όπως: γενεά, γένος, γένεση, γονιός, γόνος, γονίδιο, γόνιμος, γνήσιος, γονικός, γονεύς, γενετήρ, γενετή, γενιά, γενετική, γενετήσιος.
α.«Η γένεση ενός έργου τέχνης προϋποθέτει ένα τράνταγμα ψυχής και μία ανάταση του νου», β.«Ήταν τυφλός εκ γενετής», γ.«Η αβίαστη εξωτερίκευση της γενετήσιας ορμής προσβάλλει την κοινωνική ηθική», δ.«Από την αστυνομία διετάχθη έλεγχος του γενετικού κώδικα του συλληφθέντος», ε.«Η Κρήτη υπήρξε η γενέτειρα του Καζαντζάκη», στ. «Το σπίτι μου είναι προϊόν γονικής παροχής», ζ.«Η δημοκρατία αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια της φιλοσοφικής σκέψης», η.«Ο βραβευθείς ποιητής υπήρξε γόνος αρχοντικής οικογένειας», θ.«Κάθε γονιός φροντίζει για το μέλλον του παιδιού», ι.«Η επιθετικότητα του ανθρώπου είναι εγγεγραμμένη στα γονίδιά (gonidium) του», ια.«Οι γραφολόγοι της εισαγγελίας εξέτασαν τη γνησιότητα του εγγράφου».
Πλήθος, επίσης, σύνθετων λέξεων πλημμυρίζουν το λόγο μας αναδεικνύοντας την κυρίαρχη θέση των παράγωγων εννοιών του γίγνομαι. Μερικές από αυτές είναι: γενεαλογία, γενάρχης, συγγένεια, οικογένεια, γενεσιουργός, απόγονος, παθογόνος, ρυπογόνος, άγονος, νεογνό, γενέθλιος, αγέννητος, προγενέστερος, ενδογενής, πρωτογενής, ευγένεια, γηγενής, εξωγενής, παλιγγενεσία, προγόνι, προγονοπληξία. α.«Ο Αβραάμ υπήρξε ο γενάρχης των Εβραίων», β.«Η έξαρση της βίας αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής παθογένειας», γ.«Το εργοστάσιο πλαστικών καταδικάστηκε για τις ρυπογόνες ουσίες που εξέπεμπε», δ.«Ο θάλαμος των νεογνών χρειάζεται ανακαίνιση», ε.«Τα αίτια του φανατισμού είναι ενδογενή», στ.«Η πρωτογενής παραγωγή αποτελεί τη βάση μιας υγιούς οικονομίας», ζ.«Η ευγονική ως μέθοδος εφαρμόστηκε από το Χίτλερ», η.«Ο γηγενής πληθυσμός αντιμετώπισε με εχθρότητα την παρουσία πολλών μεταναστών στη χώρα μας», θ.«Η λειτουργία των Μ.Μ.Ε. ανήκει στους εξωγενείς παράγοντες που συντηρούν τα κοινωνικά στερεότυπα», ι.«Ο εορτασμός της εθνικής παλιγγενεσίας ενισχύει το αίσθημα πατριωτισμού των Ελλήνων».
Για πολλούς μελετητές η λέξη γενναίος παράγεται από τη ρίζα *γεν-το γίγνομαι (γενναίος).
Συχνές, επίσης, είναι στο λόγο μας οι φράσεις: α.«Ο γέγονε, γέγονε», β.«Καλά τώρα, κουβέντα να γίνεται», γ.«Μην κάνεις έτσι, δεν έγινε και τίποτα», δ.«Τι έγινε και χάθηκες;», ε.«Άφησέ τον, δεν ξέρει τι του γίνεται», στ.«Φύγε μακριά, εδώ γίνεται της τρελής», ζ.«Μόλις τα άκουσα όλα αυτά έγινα έξω φρενών», η.«Μην τρώτε φρούτα που δεν είναι γινομένα», θ.«Πώς έγινε αυτό και δεν το πρόσεξα;», ι.«Τώρα μιληθείτε, γιατί το αίμα νερό δεν γίνεται…».
Είναι γεγονός
Η ουσιαστικοποιημένη μετοχή γεγονός (*γέγονα) χρησιμοποιείται με πολλαπλές σημασίες και αποτελεί αδιαμφισβήτητο στοιχείο της πραγματικότητας: Είναι γεγονός πια η ελευθερία μας/ Τα γεγονότα μάς διαψεύδουν/ Βρέθηκα προ τετελεσμένων γεγονότων…
«Εν τω γίγνεσθαι»
Το απαρέμφατο «γίγνεσθαι» αν και αρχαιοπρεπές παραδόθηκε στο λόγο μας και υποδηλώνει την εξέλιξη και τη διαρκή κίνηση, όπως: Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα εν τω γίγνεσθαι/ Το κοσμικό γίγνεσθαι αποτυπώνει την ύπαρξη των συμπαντικών νόμων/ Τα οικονομικά μεγέθη επηρεάζουν και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στη «Θεογονία» του Ησιόδου με τη χρήση του εγένοντο περιγράφεται η δημιουργία του κόσμου. Ανάλογη αναφορά γίνεται και στο κεφάλαιο της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη, όπως:
«Και είπεν ο θεός∙ γενηθήτω στερέωμα… και εγένετο ούτως»
«Ο μη γένοιτο…» «Ο γέγονε, γέγονε»
Οι παραπάνω αρχαιοπρεπείς φράσεις δεσπόζουν στον καθημερινό μας λόγο κι άλλοτε εκφράζουν κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει «γέγονε» κι άλλοτε υποδηλώνει το απευκταίον ή ως ευχή «μη γένοιτο».
Επειδή, όμως, η επιστήμη και η φιλοσοφία επισημαίνουν την περατότητά μας, λογικό είναι να συμμορφωθούμε προς την πραγματικότητα αυτή και να θυμηθούμε την διαπίστωση του Χορού στην «Αντιγόνη του Σοφοκλή»:
«Αλλά θεός τοι και θεογεννής / ημείς δε βροτοί και θνητογενείς» αλλά και τη θέση του Επίκουρου: «Άπαξ άνθρωποι γεγόναμεν, δις δε ουκ έστι γενέσθαι».
Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον» θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.
————————-
ΙΔΕΟπολις