Τα διευθυντικά στελέχη της Warner Bros δεν μπορούσαν να πιστέψουν την τύχη τους, στις αρχές Απριλίου του 1942, όταν πληροφορήθηκαν ότι η πόλη Καζαμπλάνκα, στις δυτικές ακτές του Μαρόκου, μετατράπηκε στο επίκεντρο της συμμαχικής επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Πυρσός». Εχοντας ήδη ολοκληρώσει την ομότιτλη ταινία με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, λάμβαναν απροσδόκητη διαφημιστική προβολή. Αποφάσισαν, λοιπόν, να επισπεύσουν την πρεμιέρα κατά αρκετούς μήνες και κατάφεραν να βγουν στις αίθουσες σχεδόν δέκα ημέρες μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν δεδομένη, καθώς ο «Πυρσός» αποτελούσε την πρώτη μεγάλη εμπλοκή αμερικανικών στρατευμάτων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε συνεργασία με τη Μεγάλη Βρετανία, κατάφεραν να καταλάβουν αποικιακά εδάφη της Γαλλίας -η κυβέρνηση της οποίας βρισκόταν στο πλευρό του Αξονα με το καθεστώς Βισί- και έτσι να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο εναντίον της Γερμανίας, όπως ζητούσε και η Σοβιετική Ενωση.
Στην απόβαση, όπως και στην ταινία, το αποικιακό Μαρόκο αποτελούσε απλώς το φόντο στο ευρύτερο θέατρο επιχειρήσεων των στρατιωτικών υπερδυνάμεων της περιοχής.
Η κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική στην ταινία «Λόρενς της Αραβίας». Παρά το γεγονός ότι ο τοπικός πληθυσμός βρίσκεται θεωρητικά στο προσκήνιο, στην πραγματικότητα η ταινία αποτελεί μια εξωραϊσμένη αφήγηση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Λονδίνο και την κλυδωνιζόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. O Λόρενς της Αραβίας δεν είναι παρά ένας Βρετανός πράκτορας (ο Τόμας Εντουαρντ Λόρενς), ο οποίος εκμεταλλεύεται τις τοπικές δυνάμεις των Αράβων, υποσχόμενος τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους που θα περιλάμβανε την περιοχή που καταλαμβάνουν σήμερα η Παλαιστίνη, ο Λίβανος, η Συρία, το Ιράκ, το Ισραήλ και η Ιορδανία.
Αν και γυρίστηκαν με χρονική απόσταση 20 χρόνων και διηγούνται παράπλευρες ιστορίες δύο διαφορετικών παγκόσμιων πολέμων, οι ταινίες περιέχουν ένα κοινό αφηγηματικό στοιχείο: πράκτορες των μεγάλων δυνάμεων κινούν τα νήματα σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Βόρεια Αφρική μέχρι τον Περσικό Κόλπο.
Πόσο παράδοξες θα ακούγονταν στους σεναριογράφους των δύο παραγωγών οι ειδήσεις των τελευταίων εβδομάδων, όπου πράκτορες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι από το Μαρόκο και το Κατάρ φαίνεται να κινούν σαν πιόνια αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, η ιταλική εφημερίδα La Repubblica αποκάλυπτε ότι παράλληλα με το Qatar-gate βρισκόταν σε εξέλιξη και η προσπάθεια των μυστικών υπηρεσιών του Μαρόκου (DGED) να επηρεάσουν κεντρικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το Λονδίνο και κυρίως η Ουάσινγκτον μπορεί να μειδιούν υποτιμητικά με τις εξελίξεις στην καρδιά της διεφθαρμένης Ε.Ε., γνωρίζουν όμως πολύ καλά ότι και το δικό τους πολιτικό σύστημα είναι διάτρητο σε μυστικές παρεμβάσεις αραβικών χωρών, όπως η Σαουδική Αραβία. Οι ύποπτες δοσοληψίες Βρετανών πολιτικών με τον οίκο των Σαούντ μάς φέρνουν πίσω, στα χρόνια της Μάργκαρετ Θάτσερ και του γιου της, Μαρκ, o οποίος είχε κατηγορηθεί για την εμπλοκή του στο γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα του Ριάντ. Στις ΗΠΑ, η επιρροή της Σαουδικής Αραβίας σε Αμερικανούς πολιτικούς ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την πρώτη συνάντηση του Φρανκλίνου Ρούσβελτ με τον βασιλιά Ιμπν Σαούντ, το 1945. Οπως εξηγούσε ο βετεράνος ερευνητής Σίμουρ Χέρς, η δύναμη του σαουδαραβικού λόμπι έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ο πρίγκιπας Μπαντάρ να έχει άτυπα μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο του προέδρου Τζορτζ Μπους.
Εχουμε φτάσει, λοιπόν, σε μια μετα-μετα-αποικιακή εποχή, όπου οι πρώην αποικίες ελέγχουν τις μητροπόλεις της Δύσης; Ως τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η Πορτογαλία, η οποία, στα χρόνια των μνημονίων, είδε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους από μια πρώην αποικία της, την Αγκόλα, να εξαγοράζουν επιχειρήσεις του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
Ας μη βιαστούμε, όμως, να αντιστρέψουμε τις αναλύσεις μας για την ισχύ του κέντρου και της περιφέρειας. Το γεγονός ότι αυταρχικά καθεστώτα είναι σε θέση να εξαγοράζουν διεφθαρμένους πολιτικούς και γραφειοκράτες στην καρδιά του δυτικού κόσμου δεν μεταφράζεται σε αντιστροφή των σχέσεων εξουσίας. Τα καθεστώτα αυτά βρίσκονται πάντα σε αγαστή συνεργασία με τις οικονομικές, πολιτικές και μιντιακές ελίτ των σύγχρονων μητροπόλεων, οι οποίες αφήνουν τα μεσαίο και κατώτερο προσωπικό τους να τσιμπολογάει από τις μίζες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους της εξουσίας. Η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ αλλά ακόμη και το πολύ πιο αδύναμο Μαρόκο δεν αποτελούν εχθρικές δυνάμεις, όπως θεωρείται λόγου χάρη η Ρωσία ή το Ιράν –χώρες που, παρά τις περί του αντιθέτου καταγγελίες, δεν κατάφεραν ποτέ να διεισδύσουν σε σημαντικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων.
Εν τέλει, το «λάδωμα», όπως θα έλεγε και ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στον διεφθαρμένο Γάλλο αξιωματικό της αστυνομίας, στην τελευταία σκηνή της Καζαμπλάνκα, «είναι απλώς η αρχή μιας όμορφης φιλίας».