Η μάχη ενάντια στο θάνατο ξεκινούσε από τη στιγμή που κάποιος γεννιόταν. Αυτές ήταν οι πιο συχνές αιτίες θανάτου στον αρχαίο κόσμο…
Όλοι οι άνθρωποι ερχόμαστε στον κόσμο γνωρίζοντας σίγουρα μόνο ότι θα πεθάνουμε. «Εύκολος είναι ο δρόμος προς τον Άδη· πας εκεί με κλειστά τα μάτια», έλεγε τον 3ο αιώνα πΧ σχετικά με αυτό ο κυνικός φιλόσοφος Βίων ο Βορυσθενίτης. Η φράση του περικλείει όλη την αλήθεια για την θνητή ζωή των ανθρώπων, ωστόσο στην εποχή που ζούσε ο ίδιος ο δρόμος αυτός έμοιαζε πολύ μικρός και πιο εύκολος να τον διαβείς.
Στη σημερινή εποχή με την εξέλιξη της ιατρικής ο άνθρωπος έχει κατακτήσει την δυνατότητα να ζει περισσότερο και ποιοτικότερα, ωστόσο την ίδια στιγμή νέες ασθένειες που δεν υπήρχαν σε τόσο μεγάλο βαθμό στην αρχαιότητα έχουν εξαπλωθεί και απειλούν την ζωή του. Αν και δεν ήταν σπάνιο στην αρχαιότητα να φτάσει κάποιος μέχρι και την ηλικία των 90 ή 100 ετών (ο Δημόκριτος θεωρείται ότι πέθανε έχοντας κλείσει έναν αιώνα ζωής), τα εμπόδια που μπορεί να συναντούσε κάποιος στην πορεία του ήταν πιο συχνά, ήδη από τη στιγμή που θα ερχόταν στον κόσμο.
Αυτές είναι οι βασικότερες αιτίες θανάτου στην αρχαία Ελλάδα και την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Παιδική θνησιμότητα
Στην Αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη- και πιθανότατα σε όλες τις κοινωνίες μέχρι και τον 18ο αιώνα μΧ- η πιο κοινή αιτία θανάτου ήταν ταυτόχρονα και ο τρόπος με τον οποίο ερχόταν κάποιος στην ζωή: οι γέννες. Οι επιπλοκές κατά τη διάρκεια του τοκετού, αλλά και το αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα των βρεφών οδηγούσε σε μεγάλους αριθμούς θανάτων μέχρι τον πρώτο έτος του βρέφους, αλλά και μέσα στα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του παιδιού.
Ο ίδιος ο τοκετός ήταν η πλέον επικίνδυνη στιγμή τόσο για το βρέφος όσο και για την μητέρα. Η έλλειψη υγιεινής και γνώσης γύρω από το πώς δρουν οι μικροοργανισμοί οδηγούσε συχνά σε μολύνσεις που στοίχιζαν τη ζωή σε μητέρα και παιδί, ενώ οι επιπλοκές ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπιστούν.
Υπολογίζεται ότι το 25% με το 30% των παιδιών πέθαιναν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους. Έτσι, αν μια οικογένεια είχε έξι παιδιά θα έπρεπε να έχει αποδεχθεί ότι πιθανότατα τα δύο από αυτά δεν θα επιζούσαν μέχρι τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, ενώ το τρίτο ίσως πέθαινε πριν την ενηλικίωσή του.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια του Μεσαίωνα, καθώς αμέσως μετά άρχισαν να σημειώνονται οι πρώτες σημαντικές εξελίξεις στην φαρμακολογία, ενώ οι ιατροί μπορούσαν να επεμβαίνουν μέσω της χειρουργικής σε δύσκολους τοκετούς.
Εγκατάλειψη βρεφών και βρεφοκτονία
Σήμερα μοιάζει αδιανόητο, ωστόσο η βρεφοκτονία ή η εγκατάλειψη παιδιού σε όλον τον αρχαίο κόσμο φαίνεται ότι ήταν αρκετά διαδεδομένες πρακτικές.
Σε μια εποχή, όπου ούτως ή άλλως ήταν ένα στοίχημα το αν θα επιβιώσει ένα παιδί, ο πατέρας της οικογένειας είχε την δυνατότητα να επιλέξει αν θα δεχθεί στην οικογένεια το νέο βρέφος. Τα νέα παιδιά συχνά απορρίπτονταν, αν ήταν παράνομα, αν είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας ή δυσμορφίας, αν ήταν το «λάθος» φύλο ή αν απλώς η οικογένεια ήταν τόσο φτωχή που δεν μπορούσε να θρέψει ένα ακόμα στόμα. Με τις πρακτικές αντισύλληψης να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, οι ανεπιθύμητες κυήσεις ήταν συχνές και ο μόνος τρόπος να απαλλαχθείς από το παιδί ήταν να το εγκαταλείψεις αφού αυτό γεννηθεί.
Στην πραγματικότητα, οι γονείς συνήθως δεν σκότωσαν το παιδί με τα ίδια τους τα χέρια. Αντίθετα, το άφηναν στα «χέρια των θεών». Πρακτικά, άφηναν το παιδί σε ανοιχτούς χώρους έρμαιο στα φυσικά στοιχεία και συνήθως τα βρέφη πέθαιναν από την πείνα ή τις αρρώστιες. Κάποιες φορές μπορεί να το υιοθετούσε κάποιος άλλος ή να κατέληγε σκλάβος. Η βρεφοκτονία μέσω της εγκατάλειψης φαίνεται ότι θεωρούνταν περισσότερο μια πράξη ελέους παρά βαρβαρότητας προς το νέο παιδί καθώς το έσωζε από μια ζωή φτώχειας και ταλαιπωρίας.
Η πρακτική αυτή, η οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, συνεχίστηκε σίγουρα και την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εξάλλου ακόμα και ο Ρωμύλος και ο Ρέμος- οι υποτιθέμενοι ιδρυτές της Ρώμης- σύμφωνα με τον μύθο όταν γεννήθηκαν εγκαταλείφθηκαν στις όχθες του ποταμού Τίβερη, για να πεθάνουν, ωστόσο τους έσωσε μια λύκαινα που τους μεγάλωσε σαν παιδιά της.
Επίσημα, η εγκατάλειψη βρεφών τέθηκε εκτός νόμου το 374 μ.Χ. μετά και την έλευση του Χριστιανισμού, ωστόσο για πολλά ακόμα χρόνια οι παραβάτες στην πραγματικότητα δεν διώκονταν.
Επιδημίες και ασθένειες
Τα ίδια πράγματα που σκότωναν τα παιδιά, μπορούσαν να σκοτώσουν και τους ενήλικες. Ασθένειες όπως η ιλαρά και η ευλογία, ήταν ιδιαίτερα μολυσματικές και σκότωναν μεγάλο μέρος και του ενήλικου πληθυσμού, αν και τα παιδιά ήταν πιο ευάλωτα σε αυτές. Με τις συνθήκες υγιεινής να είναι υποτυπώδεις και με τα φάρμακα ανύπαρκτα, η εξάπλωση των ιών και των βακτηρίων ήταν πολύ εύκολη υπόθεση.
Την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ένα κύμα σφοδρής επιδημίας σκότωσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης-κράτους των Αθηνών. Οι λεπτομέρειες που μας δίνει ο Θουκυδίδης είναι ανεκτίμητες γύρω από αυτή. Οι ερευνητές πίστευαν αρχικά ότι επρόκειτο για μια επιδημία βουβωνικής πανώλης, ωστόσο μετά από επανεκτιμήσεις των κριτηρίων σχετικά με τα επιδημιολογικά συμπτώματα, έκαναν τους ειδικούς να θεωρήσουν πιθανές και άλλες αρρώστιες όπως τύφο, ανεμοβλογιά, ιλαρά, σύνδρομο τοξικού σοκ ή ακόμα και έμπολα. Εκτιμάται πως ο μεγάλος λοιμός των Αθηνών σκότωσε το ¼ έως τo 1/3 του πληθυσμού της πόλης ο οποίος ανερχόταν σε 300.000.
Οι επιδημίες συνεχίστηκαν και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία καθώς στην εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων και του Κυπριανού σημειώθηκαν δύο από τις πιο θανατηφόρες. Ο «λοιμός των Αντωνίνων» (165-180μΧ) διαδόθηκε σε ολόκληρη την Μεσόγειο και θεωρείται ότι προήλθε από στρατιώτες που επέστρεψαν από την Εγγύς Ανατολή. Από τα στοιχεία που περιγράφει ο γνωστός Έλληνας γιατρός Γαληνός, πιθανότατα επρόκειτο για ξέσπασμα ευλογιάς ή ιλαράς ή ίσως ένας συνδυασμός και των δύο. Υπολογίζεται ότι η επιδημία σκότωσε 5 με 10 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας, ένας αριθμός που αντιστοιχεί στο 20-25% του πληθυσμού.
Το 251-266 μ.Χ. ενέσκηψε δεύτερο κύμα γνωστό ως Πανδημία του Κυπριανού , η οποία ήταν πιθανόν ιλαρά συνδυάζοντας συμπτώματα της προηγούμενης επιδημίας. Η πανδημία αυτή πήρε το όνομά της από το πιο γνωστό της θύμα, τον επίσκοπο Καρθαγένης Κυπριανό. Ο αριθμός των ανθρώπων που πέθαναν συνολικά σε αυτό το ξέσπασμα είναι πιο δύσκολο να εκτιμηθεί καθώς η αυτοκρατορία βρισκόταν ήδη σε κρίση και τα δημογραφικά στοιχεία δεν είναι ξεκάθαρα. Θεωρείται ωστόσο ότι στην κορύφωση της πέθαιναν κάθε μέρα περίπου 5.000 άνθρωποι μόνο στη Ρώμη, ενώ ο πληθυσμός της Αλεξάνδρειας, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης στην αυτοκρατορίας, εκείνη την εποχή μειώθηκε πάνω από 50%.
Συχνές ήταν και οι ασθένειες που οφείλονταν όχι σε ιούς, αλλά σε βακτήρια λόγω των φτωχών συνθηκών υγιεινής κυρίως στις μεγάλες πόλεις. Έχουν καταγραφεί επιδημίας χολέρας και διφθερίτιδας, ενώ η ελονοσία ήταν συχνότερη στις πιο θερμές περιοχές κυρίως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η χολέρα εξαπλώθηκε εύκολα και γρήγορα σε ολόκληρο τον πληθυσμό λόγω ποικίλων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των κοινόχρηστων δημόσιων λουτρών -που βρίσκονταν συχνά δίπλα σε δημόσιες τουαλέτες-, της έλλειψης παροχής καθαρού νερού για τους φτωχούς και των συνηθειών κακής υγιεινής στις δημόσιες τουαλέτες. Είναι ενδεικτικό ότι στη Ρώμη, ο πληθυσμός χρησιμοποιούσε ένα κοινόχρηστο εργαλείο γνωστό ως ξυλοσπόγγιο (ένα σφουγγάρι πάνω σε ένα ραβδί) για να καθαριστεί μετά τη χρήση του αποχωρητηρίου!
Ο πόλεμος στον αρχαίο κόσμο
Αν κάποιος άντρας ήταν τυχερός και επιζούσε ως παιδί, ήταν πολύ πιθανό να χάσει τη ζωή του σε κάποιον πόλεμο. Οι πόλεμοι στην αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα συχνοί και αιματηροί. Αν και δεν ξέρουμε τις ακριβείς απώλειες που σημειώθηκαν στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404π.Χ), είναι σίγουρο ότι ήταν τεράστιες. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο από το στρατόπεδο των Αθηναίων στη Σικελική Εκστρατεία πρέπει να πέθαναν 40.000 άνδρες.
Από την άλλη, υπολογίζεται ότι από τους πολέμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχασαν τη ζωή τους πάνω από 200.000 άνθρωποι, ενώ στους πολέμους των Ρωμαίων –ειδικά έναντι της Καρχηδόνας- οι απώλειες υπολογίζονται σε εκατομμύρια.
Αλκοολισμός
Η αγάπη για το κρασί ήταν γνωστή ήδη από την αρχαία Ελλάδα, όπου στα συμπόσια ο «οίνος» – κεκραμένος ή άκρατος- έρρεε άφθονος.
Αν και η εγκράτεια και το μέτρο ενθαρρύνονταν στην αρχαία ελληνική κοινωνία, στη Ρώμη φαίνεται να ίσχυε το αντίθετο. Τον πρώτο αιώνα π.Χ., το κρασί θεωρούταν το πιο διαδεδομένο ποτό της Ρώμης για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Υπολογίζεται ότι ο μέσος Ρωμαίος κατανάλωνε, κατά μέσο όρο, σχεδόν 400 λίτρα ετησίως!
Η λατρεία του Βάκχου ήταν μια τελετουργική μυσταγωγική πρακτική που χαρακτηριζόταν από ασωτία, επιθετικότητα και φυσικά ένα αδιανόητο μεθύσι που μπορεί να έφτανε μέχρι και τον θάνατο. Η κυβέρνηση επιχείρησε να καταστείλει αυτήν τη λατρεία που είχε φτάσει στα όρια του κινήματος, απαγορεύοντάς το νομικά το 186 π.Χ.
Άλλες αιτίες θανάτου
Το έγκλημα και οι ανθρωποκτονίες δεν έλειπαν τις αρχαίες κοινωνίες, σε μια εποχή άλλωστε που χωρίς τα σύγχρονα μέσα ήταν πολύ εύκολο για τον δράστη να διαφύγει.
Μεγάλη μάστιγα ήταν και οι πυρκαγιές, οι οποίες αν ξεσπούσαν στις μεγάλες, συνωστισμένες πόλεις, ήταν απόλυτα καταστροφικές. Ξεχωρίζει η πυρκαγιά στη Ρώμη το 64 μ.Χ., η οποία όχι μόνο προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στην πόλη αλλά υπολογίζεται ότι σκότωσε περίπου 12.000 ανθρώπους.
Ο καρκίνος, αν και όχι τόσο συχνός όσο στις μέρες εκείνες, δεν ήταν άγνωστος στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη. Εξάλλου η ασθένεια απέκτησε το όνομά της από τον Ιπποκράτη, ο οποίος περιγράφοντας τον καρκίνο του μαστού και τις εμφανείς αλλοιώσεις που προκαλεί σε προχωρημένο στάδιο στο στήθος τον παρομοίασε με τα πόδια του «καρκίνου» (του κάβουρα δηλαδή) που ανοίγονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Μάλιστα, η μητέρα του Δαρείου, Ατόσσα, έπασχε από καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, και την θεράπευσε ο Έλληνας γιατρός Δημοκήδης.
Ο Έλληνας γιατρός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Γαληνός, θεωρείται από την άλλη ο εισηγητής του όρου «όγκος» και της διατήρησής του στην επιστημονική ορολογία, αφού, υποδηλώνοντας το φορτίο και το βάρος, στον καρκίνο γίνεται αντιληπτός ως το φορτίο που κουβαλά το σώμα.
Ο καρκίνος διαγνώστηκε και περιγράφηκε στην αρχαιότητα, ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν ήταν τόσο συνηθισμένος όσο είναι σήμερα, καθώς δεν υπήρχαν οι καρκινογόνες ουσίες που είναι προϊόντα της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής -και επειδή οι άνθρωποι δεν ζούσαν και τόσο πολύ ώστε να αναπτύσσουν τέτοιες ασθένειες.