Στο ίδιο «τσουβάλι» τα ειδεχθή κι ανατριχιαστικά εγκλήματα με τις «δημόσιες συναθροίσεις» και τις λαϊκές κινητοποιήσεις;
Σε μια άθλια και επικίνδυνη προπαγάνδα βάζοντας στο ίδιο «τσουβάλι» τα ειδεχθή κι ανατριχιαστικά εγκλήματα που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, με τις «δημόσιες συναθροίσεις» και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, επιδόθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στο προκλητικό πολιτικό «μπλέντερ» του Μητσοτάκη και των συμφερόντων που εκπροσωπεί, επιδιώχθηκε να αναμειχθούν οι λαϊκές αντιδράσεις και τα αποτρόπαια εγκλήματα ως «πράξεις» που από κοινού δήθεν απειλούν την “τάξη” και την “ασφάλεια”.
Οι αθλιότητες Μητσοτάκη μιλώντας σε εκδήλωση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «για την ασφάλεια και τη μείωση της εγκληματικότητας» είναι απαράδεκτες. Ωστόσο φανερώνουν τι θεωρεί η κυβέρνηση “έγκλημα” και ποιους αντιμετωπίζει ως “εγκληματίες”, όταν αμφισβητούνται τα ιερά και όσια του σάπιου συστήματος της.
Με αυτούς τους χυδαίους παραλληλισμούς, ο Μητσοτάκης επιχείρησε να στηρίξει το ταξικό δόγμα της κυβέρνησης του περί «νόμου και τάξης», στο οποίο κυρίαρχος στόχος είναι να μην …διαταράσσεται η οικονομική δραστηριότητα προς όφελος του κεφαλαίου. Ενός δόγματος που στοχεύει να επιβληθεί «σιγή νεκροταφείου» στην εργατική τάξη για να διασφαλιστούν τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.
Υπηρετώντας αυτή την αντιδραστική στρατηγική, ο πρωθυπουργός εμφάνισε μια κάλπικη εικόνα επίγειου …παράδεισου, όπου υπάρχει τάχα «σημαντική μείωση μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας» (παρότι η εγκληματικότητα καλπάζει) και αμέσως μετά πέρασε στο «ψητό», διαφημίζοντας τον κατάπτυστο νόμο Χρυσοχοΐδη για τον περιορισμό των διαδηλώσεων. «Το συνταγματικό δικαίωμα στη συνάθροιση εναρμονίζεται με το δικαίωμα στην κοινωνική και οικονομική ζωή», είπε.
Την ίδια αγωνία για την …ασφάλεια των επενδύσεων έδειξε ο Κυρ. Μητσοτάκης, όταν είπε ότι «η Ελλάδα είναι ασφαλής χώρα, το δείχνουν οι επενδυτές που εμπιστεύονται τα κεφάλαιά τους εδώ» και πρόσθεσε ότι «τα άκρα του πολιτικού φάσματος υποστηρίζουν το αντίθετο», ότι δηλαδή «οι πόλεις βρίσκονται στο έλεος εγκληματιών». Έκανε ακόμα λόγο για «υπονόμευση της δημοκρατίας από εξτρεμιστικές πράξεις και ακραία ρητορική», βάζοντας σε ένα επικίνδυνο «μπλέντερ» τις διεκδικήσεις του εργατικού – λαϊκού κινήματος με τη λεγόμενη τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό…
Στο πλαίσιο του δόγματος του νόμου και της τάξης, ο πρωθυπουργός πανηγύρισε για την «κατάργηση των αβάτων», ενώ είπε πως «τα Εξάρχεια αποδόθηκαν σε κατοίκους και επισκέπτες». Ακόμα, έκανε λόγο για την προαναγγελμένη επέκταση του φράχτη στον Έβρο και συνεχάρη τους αστυνομικούς για τη «μόνιμη αναχαίτιση των μεταναστευτικών ροών», δείχνοντας ξανά το βίαιο κρατικό πρόσωπο της καταστολής σε βάρος κατατρεγμένων ανθρώπων που εργαλειοποιούνται τόσο από την ΕΕ όσο και από την Τουρκία.
Όσο για την αναφορά του Κ. Μητσοτάκη για τις «καταγγελίες αστυνομικής βίας που διερευνήθηκαν και πήραν τον δρόμο της δικαιοσύνης» αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση. Πρόκληση απέναντι στα εκατοντάδες θύματα της αστυνομική βίας που δεν δικαιώθηκαν ποτέ! Στο ίδιο μήκος κύματος και συνεχίζοντας το προκλητικό κρεσέντο του, ο πρωθυπουργός είπε ότι «δεν θα γίνει ανεκτή καμία κατάχρηση οργάνου της τάξης εις βάρος πολίτη. Θα τιμωρείται και θα πρέπει να τιμωρείται με κάθε εξάντληση αυστηρότητας, και στην καθημερινή αστυνόμευση και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και αναφέρομαι στο περιστατικό στο ΑΤ Ομόνοιας που η δικαστική του διερεύνηση προχωρά και πρέπει να προχωρήσει με ταχύτητα». Μόνο που το «περιστατικό στο ΑΤ Ομόνοιας», δεν αφορά σε «κατάχρηση», αλλά πρόκειται για σοβαρότατη κατηγορία ομαδικού βιασμού 19χρονης από δύο αστυνομικούς! Δύο αστυνομικούς τους οποίους ήδη ο αστικός μηχανισμός άφησε ελεύθερους με …περιοριστικούς όρους!
Πρόσθεσε επίσης ότι η τοποθέτηση καμερών στις στολές των αστυνομικών «εμπεδώνει το αίσθημα λογοδοσίας», μόνο που όπως φάνηκε πρόσφατα έξω από την Πανεπιστημιούπολη, οι κάμερες αυτές χρησίμευσαν για την καταγραφή και το φακέλωμα φοιτητών που διαμαρτύρονταν.
Κάλεσε τους αστυνομικούς να βρίσκονται σε «εγρήγορση» και να μην αφήνουν «μετρημένους στα δάχτυλα συναδέλφους σας να κηλιδώνουν το καλό όνομα της ΕΛ.ΑΣ.», ώστε να τροφοδοτείται «μια άδικη κριτική σε βάρος της Αστυνομίας» και είπε πως «η δράση της δεν προσφέρεται για μικροκομματική αξιοποίηση».