Η σειρά Βιβλιοφιλικά Σημειώματα αποβλέπει στο να παρουσιάσει συγγραφείς και βιβλία, που με συγκίνησε η γραφή τους και η ανάγνωσή τους, και με τον τρόπο αυτόν θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες της ΦΑΡΕΤΡΑΣ τις όποιες συγκινήσεις εγώ εισέπραξα, με δεδομένο ότι η ανάγνωση και η μελέτη αποτελούν σήμερα ένα πολύ «σκληρό σπορ», γι’ αυτό και η πλειονότητα των «πολιτών» δεν διαβάζει συγγραφείς και έργα, και αρκείται στην «διαδικτυακή ενημέρωση», με ό.τι αυτό συνεπάγεται.
- Το «εναρκτήριο λάκτισμα» γίνεται με τον σπουδαίο Παναγιώτη Ποταγό [Κατά τις εγκυκλοπαίδειες: 1838 ή 1839 – 1903. Ίσως ως έτος γέννησής πρέπει να θεωρήσουμε το 1827, αφού το 1903 που πέθανε ήταν 76 ετών!] και το έργο του «Περίληψις Περιηγήσεων Ποταγού, Τόμος A΄, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Α. Κτενά, Οδός Αγίου Κωνσταντίνου αριθ. 104, 1863», έργο που μου σύστησε και «εγχείρισε» η φίλη Δήμητρα Στασινοπούλου, μια σύγχρονη Ποταγός, η οποία με τη φωτογραφική μηχανή της περιηγήθηκε και φωτογράφησε σχεδόν όλους τους τόπους (και τους ανθρώπους τους) στους οποίους περπάτησε ο σπουδαίος Έλληνας γιατρός, γεωγράφος και περιηγητής, από την Βυτίνα της Αρκαδίας. Ο μεν Ποταγός είχε στον νου και τη σκέψη τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων γεωγράφων και ιστορικών (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Αρριανός, Στράβων, Διόδωρος κ.λπ.), τον Μάρκο Πόλο και άλλους, στα ταξίδια που έκανε στην Ασία – στην Άπω Ανατολή, αλλά και στην Αφρικανική Ήπειρο, τα οποία επιβεβαίωνε ή όχι, ενώ η Δήμητρα με την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή της κατέγραψε ό,τι λείψανο σώζεται μέχρι και στις μέρες μας από αυτούς τους αρχέγονους πολιτισμούς των δύο μεγάλων γεωγραφικών περιοχών που επισκέφτηκε.
- Για το σπουδαίο έργο του Παναγιώτη Ποταγού έχει γράψει ο μέγας Έλλην Φώτης Κόντογλου (1895-1965), μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι γραμμένο γιὰ σοβαροὺς ἀνθρώπους. Δόξα σοι ὁ Θεός, ὑπάρχουνε ἀκόμα ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς ἀρέσουνε τὰ ἁπλὰ πράγματα, οἱ ἱστορίες καὶ τὰ παραμύθια. Κ᾿ ἡ δική μου τέχνη εἶναι ἁπλὴ καὶ τὴν κάνω γιὰ τοὺς ἁπλούς. Τί δὲν τραβήξανε τόσοι καὶ τόσοι δυνατοὶ ἄνθρωποι, ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ζωντόβολα, ἀπ᾿ αὐτουνοὺς τοὺς σοβαροὺς ἀνθρώπους, ποὺ κρίνουνε τὴν πολιτεία τους καὶ τοὺς περιφρονᾶνε καὶ τοὺς τυραγνᾶνε καὶ ποὺ στὸ τέλος σπέρνουνε τσουκνίδες καὶ ἀπήγανο ἀπάνω στὸ κιβούρι τους.
Ἕνας τέτοιος περιφρονημένος καὶ λησμονημένος εἶναι κι᾿ ὁ Παναγιώτης Ποταγός, ὁ νέος Μᾶρκος Πόλος. Πῆγε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία ἴσαμε τὸ Πεκίνο μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ μὲ τὰ ποδάρια, κατόρθωμα ποὺ δὲν τὤκανε κανένας πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν, ὕστερα ταξίδεψε στὴν Περσία, στὴν Ἰνδία κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τράβηξε μέσα στὴν Ἀφρικὴ ἴσαμε τὴν καρδιά της καὶ μολοταῦτα πέθανε λησμονημένος καὶ πικραμένος, γιατὶ οἱ σοβαροὶ ἄνθρωποι, ποὔπαμε πρωτύτερα, τὸν πήρανε στ᾿ ἀλαφριά, ἐπειδὴς «δὲν ἦτο σοβαρὸς ἐπιστήμων», μὲ βαρόμετρα καὶ μὲ θερμόμετρα καὶ μὲ ματογυάλια. Ἀλλ᾿ ἅφες τοὺς νεκροὺς θάπτειν τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.
Ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς γεννήθηκε στὴ Βυτίνα στὶς 7 τοῦ Ὀκτώβρη στὰ 1839. Ὁ παππούς του ἀπὸ μητέρα ἤτανε ἀπὸ τὴ Στεμνίτσα, ὁπλαρχηγὸς στὰ εἰκοσιένα καὶ πολέμησε γενναῖα στὴν Καρύταινα καὶ στὴν πολιορκία τῆς Τριπολιτσᾶς. Ὁ πατέρας τοῦ Παναγιώτη σκοτώθηκε κυνηγώντας τὴ συμμορία τοῦ Κατζιαβοῦ καὶ τοῦ Γυφτογιαννάκη. Ἤτανε φαίνεται ἄνθρωπος σπουδασμένος, γιατὶ εἶχε μάθει γράμματα στὸ σχολειὸ τῆς Βυτίνας, ποὺ ἄκμαζε τότε σὰν τῆς Δημητσάνας. Ὁ Παναγιώτης λέγει πὼς ἐβρῆκε ἀπὸ τὸν πατέρα του Μαθηματικὴ Γεωγραφία, φιλοσοφικὰ βιβλία, ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, τὰ Νομικὰ τ᾿ Ἀρμενόπουλου κι ἄλλα.
Σπούδασε γιατρικὴ στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Παρίσι κι ἔκανε τὸ γιατρὸ στὴ Στεμνίτσα, μονάχα ἕνα χρόνο. Τὰ κομματικὰ πάθη, π᾿ ἀνάβανε στὴν πατρίδα του κι ἡ κλίση του γιὰ τὰ ταξίδια, τὸν κάνανε νὰ ξενιτευτεῖ.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Βυτίνα στὰ 1867, πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ σὲ λίγο μπαρκάρησε καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξανδρέττα κι ἀπὸ ἐκεῖ ἀποφάσισε νὰ τραβήξει μέσα στὴν Ἀσία. Πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ τὴ Λαοδίκεια, ἀπὸ τὴν Τρίπολη, ἀπὸ τὸ Χαλέπι, ἀπὸ τὸ Ντιὰρ Μπεκήρ, ἀπὸ τὸ Μουσούλι, ἀπὸ τὸ Μπάγδατ, ἀπὸ τὴν Τεχεράνη κ᾿ ἔφταξε στὸ Μεσσιέτ, πολιτεία ἐπίσημη, γιατὶ ἐκεῖ πέρα βρίσκεται τὸ μνημόρι τοῦ Ἰμὰμ Ριζὰ καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο κουβαλᾶνε καὶ θάβουνε τοὺς πεθαμένους ἀπὸ τὰ πιὸ μακρυσμένα μέρη τῆς Περσίας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἐξήταζε νὰ μάθει ἂν ἀπόμεινε τίποτα μέσα στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Μέγ᾿ Ἀλέξανδρο ἢ ἀπὸ τὰ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ ἰδεῖ τί ἀρχαῖες ὀνομασίες κρυβόντανε κάτω ἀπὸ τὶς καινούργιες.
Στὰ 1935 εἶχα πάγει στὴν Κέρκυρα γιὰ νὰ δουλέψω στὸ μουσεῖο καὶ κεῖ πέρα, δίχως νὰ τόχω στὸ νοῦ μου, ἕνας δάσκαλος ἀπὸ τὶς Νυφές, π᾿ ἀγαποῦσε τὰ γράμματα καὶ διάβαζε τὰ βιβλία μου, μοὖπε πὼς ὁ Ποταγὸς εἶχε ζήσει στὸ χωριό του τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ πὼς ἐκεῖ πέρα πέθανε. Ὅπως μοὔπανε, στὰ στερνά του φοροῦσε μίαν ἀράπικη κελεμπία, ἴσως γιατὶ ὑπόφερνε ἀπὸ κατέβασμα, ποὺ τὄπαθε στὴν Ἀφρικὴ κι᾿ ἤθελε νὰ τὸ κρύψει. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξέπεσε σὲ κεῖνο τ᾿ ὄμορφο χωριό, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν ξεμάκρυνε ἀπ᾿ αὐτό, σὰ νὰ ηὖρε τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας του. Ἔκανε τὸ γιατρό, πρὸ πάντων γιὰ τοὺς φτωχούς, ποὺ τοὺς γιάτρευε χάρισμα.
Γύρεψα νἅβρω τίποτα τετράδια γραμμένα ἀπὸ τὸ χέρι του, μὰ ποὔπανε πὼς δὲν ὑπάρχουνε, γιατί, σὰ μάθανε οἱ συγγενεῖς του ἀπὸ Βυτίνα πὼς πέθανε, πήγανε στὶς Νυφὲς γιὰ νὰ τὸν κληρονομήσουν καὶ μὴ βρίσκοντας τὰ πετράδια καὶ τὰ πλούτη, ποὺ νομίζανε πὼς εἶχε κρυμμένα, ξεσκίσανε ἀπὸ τὴ μανία τους ὅτι χαρτιὰ πέσανε στὰ χέρια τους. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ ηὗρα ἤτανε μία φωτογραφία του, ποὺ τὸν παριστάνει μὲ τὸ χέρι ἀπάνω στὴν ὑδρόγειο σφαῖρα, χαλασμένη, κίτρινη καὶ σβυσμένη, ποὺ μόλις ξεχώριζε σὰν ἴσκιος ἡ φυσιογνωμία καὶ τὴν ξεσήκωσα μὲ τὸ μολύβι, γιὰ νὰ τὴ γλυτώσω ἀπὸ τὸ δόντι τοῦ καιροῦ κι αὐτὸ τὸ πιστὸ σχέδιο τὸ βάζω σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο.
Τὸ κιβούρι τοῦ εἶναι φτωχὸ καὶ ξεχασμένο, λὲς ξεπίτηδες τὸ διάλεξε ἀπάνω στὴν Κέρκυρα, ἀνάμεσα στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ ποὺ στριφογύρναγε σ᾿ ὅλη τη ζωή του. Ἐκεῖ ξαπόστασε τὸ γέρικο κορμί του, ποὺ τὸ παίδεψε σὰν ἀσκητής, ὄχι ἀνεβασμένος σὲ καμιὰ κολόνα ἢ σὲ κανένα σπήλαιο κλεισμένος, ἀλλὰ περπατώντας μῆνες καὶ χρόνια γιὰ νἅβρει κεῖνον τὸν ξεχασμένο Λίθινον Πύργο τοῦ Πτολεμαίου, μέσα στὰ ἄσπλαχνα Ἰμαλάγια ἢ τὰ ὄρη τῆς Σελήνης μέσα στὸ καμίνι τῆς Ἀφρικῆς.
Τούτη ἡ ἱστορία τοῦ ἂς εἶναι σὰν ταφόπετρα σκαλισμένη ἀπὸ φτωχὸν ἐρμογλύφο, ποὺ δουλεύει μὲ τὴν πατρογονικὴ τέχνη, γιὰ νὰ παραστήσει ἕναν ἄγγελο πικραμμένον, ποὺ σιγοκλαίει μπροστὰ σ᾿ ἕνα σβυσμένο λυχνάρι, γιατὶ πέθανε ὁ καινούργιος Ὀδυσσέας, ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς καὶ πιὸ πολύ, γιατὶ κείτεται στὴν ἐρημιά, ὄχι τοῦ Γόβη ἢ τῆς Περσίας, ἀλλὰ στὴν πιὸ φριχτὴ ἔρημο τῆς Λησμονιᾶς, πεταμένος σὰν Κινέζος λῃστής.
Πέθανε στὰ 1903, γέρος ἑβδομήντα ἕξη χρονῶν.»
(Απόσπασμα από το «Φημισμένοι Ἄντρες και Λησμονημένοι», του Φώτη Κόντογλου, των εκδόσεων Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ»)
- Μια «Βιογραφία» του Παναγιώτη Ποταγού, «μυθιστορηματικού χαρακτήρα», κυκλοφορεί ήδη από το 2002: Κάρολος Επ. Μωραΐτης, Εις Έλλλην, Ταξίδι στον Ωκεανό του Κόσμου, Βραβείο Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» 1994, Μυθιστορηματική βιογραφία του διάσημου Αρκάδα Έλληνα γιατρού και εξερευνητή Παναγιώτη Ποταγού (1839-1903), Εκδ. Νέα Θέσις. Σε αυτήν ο αναγνώστης θα βρει απίθανες λεπτομέρειες για τον βίο και το έργο του συγγραφέα. Όμως, η ψυχωφέλεια και η αληθινή ουσιαστική γνώση θα προκύψει μόνον μετά τη μελέτη των Περιηγήσεων του Π. Ποταγού.
Οι Ελληνόβλαχοι (Κουτζόβλαχοι) είναι απόγονοι Τρώων!
Από το εξαιρετικό έργο, λοιπόν, του Ποταγού (κυκλοφορεί και σε σύγχρονη έκδοση από τις εκδόσεις Εκάτη: ΠΟΤΑΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΩΝ, Αθήνα 2009), και δη από την πρώτη έκδοση του 1863, αναδημοσιεύω εδώ ενδιαφέροντα χωρία –σχετικά με τους Ελληνόβλαχους / Κουτζόβλαχους– τα οποία έχουν διαλάθει, μάλλον, της προσοχής των «βλαχολόγων» του καιρού μας, και πρόκειται για μια άλλου είδους θέαση των πραγμάτων, και που απαιτεί προσεκτική ανάγνωση. Υπέχει δε θέση πολύ σημαντικής «μαρτυρίας», καθότι κομίζει τις αποδεικτικές πηγές των ισχυρισμών του, και τις βιωματικές εμπειρίες από τα ταξίδια του:
- »[…] Ου μακράν ταύτης [της Θεσσαλονίκης] είνε η Πέλλα παρά λίμνη δυτικώς του Αξιού, διά κλάδου τούτου πεποιημένη και υπό του ποταμού Λούδα. Υπήρξε πρωτεύουσα του Αλεξάνδρου. Τούτου πρόπαππος επί Μαρδονίου και Ιππίου υπήρξεν Αλέξανδρος ο Αμύντου, του δε Αλεξάνδρου τούτου έβδομος πρόπαππος υπήρξε Περδίκκας Τημενίδης ελθών εξ Άργους εις την άνω Μακεδονίαν. Παρά τω Αξιώ δ’ ου μακράν Θέρμης, ευρίσκετο η Αμυδών εκ της οποίας οι Παίονες επίκουροι ήλθον του Πριάμου εις την Τρωάδα. Ήσαν έτι Παίονες παρά τω Στρυμόνι ποταμώ` ή, ως λέγει ο Στράβων, οι Παίονες ωρίζοντο εκ του προς νότον της Πελαγονίας ρέοντος εκ του Ολύμπου Αλιάκμονος ποταμού, και ανατολικώς υπό του Στρυμόνος. Τα δε Παιονικά όρη παραλλήλως τω Ίστρω εκτεινόμενα ήσαν μεταξύ των Ιλλυρικών και Θρακικών, ο δε Αξιός και ο Στρυμών εκ των Παιονικών ορέων επήγαζεν. Αλλ’ ο Πτολεμαίος, ως είδομεν, εξέτεινε την Παιονίαν μέχρι του Ίστρου, εν αις χώραις ο Στράβων θέτει τους μεγάλους και μικρούς Σκορδίσκους, ων οι μεγάλοι κατώκουν εκ του Νόρικος ποταμού δηλαδή εκ του Μούρου μέχρι του Μάργου ον και Βάργον καλεί δηλαδή της Μοράβα, και οι μικροί εντεύθεν του Μάργου μέχρι των Ιλλυρικών, Παιονικών και Θρακικών ορών, συνήπτον δε τοις Τριβαλλοίς και Μυσοίς, οίτινες προς ανατολάς και βορράν αυτών εξετείνοντο. Τούτων ανατολικώς παρά τα έλη, δηλαδή παρά τας εκβολάς του Ίστρου, ήσαν Σκύθαι, και νοτίως τούτων Κρόβυζοι, και μεταξύ τούτων, των Μυσών και των Παιόνων, οι Βεσσοί, ή και Οδρύσαι, οίτινες ήσαν λαοί ορεινοί και αφικνούντο μέχρις Ιλλυρίας, ιδία κατά τας χώρας των Αυταρτών και Δαρδάνων, ας οι Σκορδίσκοι επόρθουν. Ήσαν δ’ οι Σκορδίσκοι Γαλάται, και επομένως υπό άλλο όνομα αυτοί ούτοι οι Παίονες ήσαν Γαλατικόν φύλον παρεισφρήσαν μεταξύ των Θρακών και Ιλλυριών και εκταθέν νοτίως από του Ίστρου μέχριε Ολύμπου. Ελέγοντο κατά τινας άποικοι Φρυγών, και κατ’ άλλους αρχηγέται. Οι δε Φρύγες οίτινες και Βρύγες εκαλούντο, κατώκουν το Βρέμιον όρος ου μακράν της Θεσσαλονίκης. Η Φρυγία δε διηρείτο εις μεγάλην και εις μικράν, ήτις ήτο η Τρωάς. Τους δε Φρύγας είδομεν ελθόντας ει Μακεδονίας προ του κατακλυσμού, και τους Τρώας εκ Σαμοθράκης. Οι Παίονες δ’ εκαλούντο και Πελαγόνες και Τιτάνες` ώστε οι Τιτάνες, μεθ’ ων εμάχοντο οι Έλληνες, εισίν οι Παίονες. Ούτοι λοιπόν Γαλατικόν φύλον όντες εισέβαλον εις παναρχαίαν εποχήν εις την Θράκην διά του Μούρου και διά του Δράβου ποταμού. Εξεδίωξαν τους Φρύγας, οίτινες δέον να ήσαν οι Γρευκίλοι, ή οι Πευκίνοι, και Τριβαλλοί καλούμενοι. Τούτων τινές ετράπησαν προς ανατολάς εις την χώραν των Μυσών, και οι λοιποί διά της Μοράβα και διά των ποταμών Αξιού και Στρυμόνος κατήλθον εις Μακεδονίαν, ένθα κατέλαβον το Βρέμιον ιδία όρος` δηλαδή εν αυτώ είχον πρωτεύουσαν εξ ου και Φρύγες εκλήθησαν. Κατόπιν όμως εκδιωχθέντες και εντεύθεν υπό των Παιόνων, επέρασαν εις την Ασίαν και κατέλαβον την μεγάλην και μικράν Φρυγίαν` αλλά και εκείσε οι Παίονες μεταβάντες διά της Σαμοθράκης ως προεδηλώθη κατέσχον την Τρωάδα. Επειδή οι Τρώες οι ύστερον την Ρώμην οικήσαντες ως εκ της γλώσσης αυτών δηλούται Γαλατικόν έθνος υπήρξαν.
Σελίδα 280
Οι απομείναντες τούτων εν τη Μακεδονία εισίν οι νυν εκείσε καλούμενοι Κουτζόβλαχοι, διότι η αυτών γλώσσα έχει σχέσιν προς την Λατινικήν, οι δ’ υπό το όνομα Σκορδίσκοι εν τη Θράκη ώκουν μετά των Ιλλυριών και Θρακών., και ίσχυον επί πολύ χρόνο, υπέκυψαν δ’ εις την κυριαρχίαν των Ρωμαίων` αλλ’ εν τέλει αποχωρισθέντες απεσύρθησαν και κατέχουσι μέχρι νυν την Βλαχίαν ή Ρωμανίαν. Κατωκείτο αύτη ο πάλαι υπό Γετών των απαθανατιζόντων, φύλου Θρακικού εις εκάτερα τα μέρη του Ίστρου από του Ευξείνου προς δυσμάς εκτεινομένου, και αφικνουμένου δυτικώς μέχρι της νήσου Πεύκης. Την Πεύκην δε κατείχον οι Πευκίνοι, ή Γρευκίλοι ή και Τριβαλλοί, οίτινες πρέπει να ώσιν οι απομείναντες εκ των Φρυγών εν Πεύκη κατά την εισβολήν των Παιόνων. Καλούνται νυν Μολδαβοί, ή και Δάκες, η δε χώρα αυτών Δακία, εκ του Πεύκη, επειδή δυτικώς των Γετών ήσαν οι Δάκες, οίτινες ήσαν ομόγλωσσοι, και επομένως ήσαν και ούτοι Θρακικόν φύλον. Ευρίσκοντο εις πόλεμον μετά των Παιόνων, οίτινες είχον ευφυές κατ’ εκείνων ορμητήριον την πόλιν Σιγιστικήν, μεταξύ των ποταμών κειμένην, και επομένως το νυν Βελιγράδιον. Σιγιστικήν κληθείσαν εκ των Σίνδων, οίτινες ως είδομεν κατώκουν εις τας δυτικάς χώρας της Πεύκης. Οι Δάκες όμως απολέσαντες την εαυτών γλώσσαν ομιλούσι την των Παιόνων, αφ’ ότου ούτοι κατέλαβον την των Γετών χώραν, και την εαυτών οι Σέρβοι και Ερζεγοβίνοι και εν μέρει οι Βούλγαροι, την δε των Αλβανών οι Μαυροβούνιοι, και την των λοιπών Θρακών πάσαν οι Βούλγαροι. Οι δε Παίονες, Γαλάται όντες, ως εκ της γλώσσης και εκ της πορείας αυτών καταδείκνυνται, εξήλθον εκ της κοίτης του Πάδου, εις εποχήν, ως εξάγεται εκ των παραδόσεων των εν Ικονίω Φρυγών, προκατακλυσμιαίαν, αφίχθησαν μέχρι Τρωάδος και επανέκαμψαν εις τα ίδια, αφέντες εις διάφορα μέρη, ένθα επί πολύ εδυνάστευσαν, ίχνη της αυτών διαβάσεως. Τοιούτον εποίησαν, ως είδομεν, και οι Κιμμέριοι, οίτινες υπό πλημμυρίδος εξωσθέντες εκ της εαυτών αφίχθησαν διά του Ίστρου εις την Μαιώτιν, και εκείθεν μέχρι του Καυκάσου, όθεν ως Ενετοί, εξ όσων εξιχνιάσαμεν, επανέκαμψαν εις τον Αδρίαν. Τοιούτον εποίησαν αι Αμαζόνες, αίτινες εκ των βορείων χωρών, ένθα κατά τους Σίνας κατώκουν, αφίχθησαν μέχρι της μικράς Ασίας, και μέχρις Αθηνών, όθεν επανέκαμψαν εις τα ίδια. Έμειναν αυτών λείψανα εις τας περί τον Θερμόδοντα χώρας, ως εξήχθη εκ των εκείσε ψαλλομένων ασμάτων και του γυναικείου βίου` και εν Κιλικία έτι ένθα ο Βελλερεφόντης αυτάς εφόνευσεν` οι δε Τουράν της Κιλικίας, ως προεγράφη, διατηρούσι παράδοσιν ότι αφήκαν την εαυτών χώραν διά πλημμυρίδα και επομένως εν εποχή καθ’ ην αφήκαν την εαυτών οι Κιμμέριοι. Τοιούτον εποίησαν και οι μετά του Αλεξάνδρου Έλληνες, απελθόντες μέχρι Βακτριανής και Σογδιανής, οίτινες εκείσε εναπομείναντες βασίλειον μέγα Βακτριανής μέχρι των διαδόχων του Μωάμεθ είχον. Επανέκαμψαν δ’ ως τούτου υιοί, διέφθειραν και κατέκτησαν την των προγόνων χώραν` λέγω των προγόνων, διότι ως εκτυλιχθήσεται το Ελληνικόν μετά των αυτού αδελφών είχε φυσικόν όριον προς βορράν τον Αίμον.
Οι Τιτάνες, ως μυθολογούμεν, και οι των προγόνων θεοί εμάχοντο εκ του Ολύμπου, και επομένως εμάχοντο οι πρόγονοι ημών μετά των Παιόνων, όταν ούτοι αφίχθησαν μέχρι Πελαγονίας. Προ των Τιτάνων δ’ εμάχοντο οι θεοί των προγόνων εκ του Ολύμπου, και οι Γίγαντες εκ της Παλλήνης, δηλαδή εκ της Κασσάνδρας ή εκ της Χαλκιδικής χερσονήσου. Γίγαντες δ’ ήσαν οι υιοί της γης ή Γηγενείς. […]» (σ. 278-282).
Ακολουθεί ενδιαφέρουσα συνέχεια, με τις παραπομπές στις πρωτογενείς πηγές, τις οποίες βέβαια αποφεύγω να σημειώσω εδώ, μιας και αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ή έκθεση της επιστημονικής θέσης του μεγάλου και σπουδαίου Πανγιώτη Ποταγού.
- »[…] Οι δε κατά την χώραν ταύτην διακρινόμενοι υπό το όνομα Κουτζόβλαχοι ους απογόνους των Παιόνων εύρομεν, εισί τόσον πλησιέστατοι τοις Έλλησιν ώστε εκ τούτου μόνου αναμφιλέκτως ηδύνατό τις ειπείν ότι ήσαν λαός ιταλικός εκδιωχθείς υπό των Ετρούσκων εκ της αυτού χώρας εν τη μεγάλη του κόσμου ταραχή, ήτις κατά τα προαναφερθέντα συμφωνεί τη προ του πρώτου κατακλυσμού, ή και τη κατά’ αυτόν εποχή.
Λαός δε φέρων κοινούς χαρακτ΄ρας και πνεύμα κοινόν έχει και γλώσσαν ομοίαν` χαρακτηρίζεται δ’ υφ’ ημών ως έθνος. Έκαστον δ’ έθνος φαίνεται εν τη αρχική αυτού καταστάσει τόσον, όσον και η έκτασις του κλίματος προς ο σχετίζονται οι αυτού χαρακτήρες. […]» (σ. 675-676).
Τούτο το έργο του Π. Ποταγού, δικαιώνει πλήρως τα πορίσματα της (εκ 2.500 σελίδων) μελέτης μου: Γιώργης Σ. Έξαρχος Ελλαδικοί. Αρμάνοι. Βλάχοι. Απόγονοι των Πελασγών. Ιστορικές, αρχαιολογικές, γλωσσολογικές μαρτυρίες από το 1931 π.Χ εως σήμερα. Εκδόσεις: Σταμούλης Αντ., Θεσσαλονίκη 2021.
ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΤΟΥΣ 1904, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΟΤΑΓΟ.
Φ. Κόντογλου
ΚΑΙ ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΤΑΓΟ
Νίκος Ξυδάκης – Ο Παναγιώτης Ποταγός