Η προκύψασα εσχάτως εθνική και παγκόσμια «οικονομική κρίση», ερμηνεύεται από πολλούς ως μία ακόμα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, που οφείλεται –κυρίως– στη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην ακόρεστη κερδοσκοπία του τραπεζικού κεφαλαίου μέσω του δανεισμού. Η σχετική φιλολογία γύρω από αυτό το θέμα επιτείνει τη σύγχυση και η κατανόηση του όλου προβλήματος καθίσταται μάλλον αδύνατη ή … προβληματική. Οι νεολογισμοί, οι ξενικοί αμετάφραστοι όροι, οι στρεβλώσεις και παραποιήσεις στα πραγματικά δεδομένα και στους αριθμούς, οι πολιτικές προσεγγίσεις και η επιστημονική ακηδία κ.ά. συναφή, διογκώνουν το πρόβλημα και λειτουργούν ως κοινωνικό σκοταδιστικό φόβητρο, με συνέπεια οι πολίτες να μετατρέπονται σε άβουλους αποδέκτες των δήθεν … λύσεων που επιβάλλονται από πολιτικούς και τεχνοκράτες, οι οποίοι αναμφίβολα δρουν μόνον ως υπηρέτες των αφεντικών τους – του μεγάλου κεφαλαίου. Να το πούμε από την αρχή: Η λεγόμενη «οικονομική κρίση» του καιρού μας είναι θέμα που σχετίζεται με τον δημόσιο δανεισμό και το δημόσιο χρέος.
- Ας δούμε, λοιπόν, αυτά τα δύο “κεφάλαια” για λίγο:
Στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες –που κατ’ ουσίαν είναι εκφραστές συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας– ο δημόσιος δανεισμός αποτελεί το κυριότερο μέσο χρηματοδότησης της Δημόσιας Οικονομίας, μετά τη φορολογία. Το κράτος, με τη φορολογία, αντλεί τα χρηματικά μέσα με τα οποία –εκτός των άλλων– πληρώνει τους τόκους και καταβάλλει τα χρεολύσια για τα δάνεια τα οποία έχει συνάψει. Δηλαδή, οι φόροι αποτελούν το οριστικό μέσο κάλυψης των κρατικών εξόδων, ή τουλάχιστον του μέγιστου μέρους αυτών, και μόνο ένα μικρό μέρος τους μπορεί να καλύπτεται και από άλλα εισοδηματικά δημόσια έσοδα, όπως είναι π.χ. οι δημόσιες επιχειρήσεις ή οι πρόσοδοι που προέρχονται από την κρατική περιουσία. Έτσι, οι μεν φόροι αποτελούν εισόδημα για το κράτος, τα δε δημόσια δάνεια αποτελούν πηγή κρατικών εσόδων όχι, όμως, και εισόδημα.
Το κράτος προσφεύγει στο δανεισμό, διότι τα εισοδήματά του από τη συνολική φορολογία είναι ανεπαρκή για την κάλυψη των συνολικών δαπανών του. Αυτή η ανεπάρκεια έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ελλείμματος στον Δημόσιο Προϋπολογισμό και έτσι γίνεται προσφυγή σε δανεισμούς για την κάλυψη αυτού του ελλείμματος, το οποίο οφείλεται σε ποικίλα αίτια, σχετιζόμενα με τις δαπάνες του προϋπολογισμού ή με τα εισοδηματικά έσοδα αυτού.
Ο κρατικός δανεισμός γίνεται όποτε διαπιστώνεται ταμειακό έλλειμμα στον Δημόσιο Προϋπολογισμό, από ετεροχρονισμό δημοσίων εισπράξεων ή δημοσίων πληρωμών. Π.χ. οι δαπάνες για μισθούς καταβάλλονται σε σταθερές χρονικές περιόδους, ενώ τα εισπραττόμενα από φορολογία χρήματα δεν μπαίνουν σε σταθερές ημερομηνίες στο δημόσιο ταμείο. Έτσι, το κράτος καταφεύγει σε βραχυπρόθεσμες πιστώσεις και αναζητάει χρήματα για δημόσιες πληρωμές που δεν επιδέχονται αναβολές.
Όταν το κράτος θέλει να λειτουργεί χρηματοοικονομικά αυτόνομα, τότε δημιουργεί «Εθνικό Ταμείο Χρηματικών Αποθεμάτων» (Κεντρική Κρατική Τράπεζα) στο οποίο συσσωρεύει «αγοραστική δύναμη» που πρέπει να χρησιμοποιεί σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων, μέσω άσκησης αντιπληθωριστικής οικονομικής πολιτικής.
Οι πάλαι ποτέ δημόσιες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.ά.) δεν [πρέπει να] είναι –βέβαια– ποριστικές` οφείλουν να λειτουργούν κερδοφόρα και τα κέρδη τους να επενδύονται σε πάγιο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό ή να διοχετεύονται στο «Εθνικό Ταμείο Χρηματικών Αποθεμάτων» για μέλλουσες δημόσιες επενδύσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, γι΄ αυτό και οι Κυβερνήσεις τις ιδιωτικοποιούν, ή για παροχές κοινωνικού χαρακτήρα ή και για επενδύσεις κοινωνικού χαρακτήρα, όπως είναι π.χ. τα Νοσοκομεία, τα Σχολεία κ.ά.
Το κράτος οφείλει να δίνει κίνητρα και να δανειοδοτεί ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, δηλ. πρέπει να επενδύει σε έργα υψηλής κοινωνικής και οικονομικής παραγωγικότητας, σε έργα που να συμβάλουν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη. της χώρας. Ακόμα οφείλει να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις εκδήλωσης πληθωρισμού ζήτησης και να τον αποτρέπει. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν πρέπει ποτέ να είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα των αγαθών που μπορεί να παράγεται στη χώρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η φορολογία πρέπει να αφαιρεί αγοραστική δύναμη από τους ιδιώτες-καταναλωτές, λειτουργώντας έτσι αποπληθωριστικά και συγκρατώντας τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα στα περισσότερα αγαθά.
- Το κράτος δανείζεται να καλύψει δημόσιες δαπάνες, στις εξής περιπτώσεις:
α) Όταν υπάρχει σημαντική αύξηση αυτών των δαπανών και δεν μπορεί να τις καλύψει εξ ολοκλήρου μέσω της αύξησης των φόρων. Υπάρχει τότε ένα μέγιστο επίπεδο φορολογικών εσόδων και πέραν τούτου ουδέν. Οποιοδήποτε φορολογικό μέτρο για αύξηση των εσόδων πέραν αυτού του επιπέδου και εάν ληφθεί, δεν πρόκειται να αποδώσει. Δεν μπορούν να καλυφθούν οι συνολικές δαπάνες του κράτους πάντοτε μέσω της φορολογίας, γιατί απόπειρες για τέτοιες καλύψεις οδηγούν σε υπέρβαση της καλούμενης «αριστοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης».
β) Όταν υπάρχει πτώση των συνολικών φορολογικών εσόδων, λόγω κάμψης των οικονομικών δραστηριοτήτων και μείωσης της παραγωγής ή μείωσης των εξαγωγών. Η πτώση των φορολογικών εσόδων εξ αυτών των λόγων δημιουργούν έλλειμμα στον Δημόσιο Προϋπολογισμό, οπότε καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στον δανεισμό.
γ) Όταν υπάρχει κακή διάρθρωση του φορολογικού συστήματος ή μεγάλη φοροδιαφυγή, με ανεπαρκή σύλληψη της φορολογητέας ύλης και περιορισμένη αποδοτικότητα των Εφοριών. Η ελλειμματική κατάσταση γίνεται έτσι φανερή, οπότε η καταφυγή στον δημόσιο δανεισμό καθίσταται και πάλι αναγκαία.
δ) Όταν υπάρχει υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση του λαού και δεν … σηκώνει άλλο μια παραπέρα αύξηση των φόρων, και τότε ο δημόσιος δανεισμός είναι αναγκαίος για την κάλυψη των δημοσίων δαπανών.
ε) Όταν υπάρχει μείωση της απασχόλησης και μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τότε υπάρχει μείωση των φορολογικών εσόδων. Και σε αυτή την περίπτωση οι δημόσιες δαπάνες οφείλουν να αυξηθούν με σκοπό να καταπολεμήσουν την ανεργία ή την υποαπασχόληση, με δανειακά κεφάλαια των οποίων η διοχέτευση πρέπει να γίνει σε παραγωγικές επενδύσεις.
στ) Όταν ο δημόσιος δανεισμός αυξάνει το δημόσιο χρέος, χωρίς να εξυπηρετούνται μόνο σκοποί χρηματοδότησης της δημόσιας οικονομίας μα και σκοποί απορρόφησης της πλεονάζουσας αγοραστικής δύναμης (χτύπημα πληθωρισμού). Τότε καθίσταται –για μία ακόμα φορά– αναγκαίος ο εξωτερικός δανεισμός.
ζ) Όταν η εθνική οικονομία βαίνει σε αναπτυξιακή τροχιά, ο δημόσιος δανεισμός οφείλει να εξυπηρετήσει να κινητοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις και τους παραγωγικούς πόρους εντός και εκτός της χώρας, για διεύρυνση της εκτέλεσης δημόσιων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου που θεμελιώνουν την οικονομική ανάπτυξη.
Ώστε, τα ταμειακά ελλείμματα του Δημόσιου Προϋπολογισμού αντιμετωπίζονται με τον δανεισμό, με δάνεια βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, και με όρους που –κυρίως– οι δανειστές επιβάλλουν, καθιστώντας το Δημόσιο Χρέος πολλάκις μη εξυπηρετούμενο και αδιαχείριστο.
- Δανεισμός και Τράπεζες:
Τα δάνεια δημοσίου για κάλυψη του ελλείμματος του Δημόσιου Προϋπολογισμού, ήτοι για κάλυψη των δημοσίων δαπανών, όταν καθίστανται πλέον αναγκαία, συνάπτονται με Τράπεζες ή με άλλους Κεφαλαιούχους. Στόχος του δανεισμού είναι η αύξηση της προσφοράς χρήματος στην οικονομία με την κάλυψη των αυξημένων δημόσιων δαπανών και η οποία θα έχει ως συνέπεια τη αύξηση της ζήτησης του χρήματος για τις αυξανόμενες χρηματικές συναλλαγές. Θα πρέπει, όμως, να μην υπάρχει άνοδος του τόκου, διότι αυτή πρόκειται να επιδράσει δυσμενώς πάνω στις ιδιωτικές επενδύσεις, οπότε και θα εξουδετερώσει τις όποιες θετικές επιδράσεις που μπορούν ή αναμένονται να προκύψουν από την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Όταν είναι μειωμένη η ενεργός ζήτηση και όταν είναι υψηλή η ανεργία, τότε απαιτείται διοχέτευση των δημόσιων δανείων προς παραγωγικές επενδύσεις με μείωση των λοιπών δημόσιων δαπανών, εκτός από εκείνες που ανήκουν στη σφαίρα του κοινωνικού κράτους και οι οποίες πρέπει να είναι σταθερές ή αυξημένες, με στόχο την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση της ενεργού ζήτησης ως απόρροια των σταθερών η αυξημένων εισοδημάτων. Οι πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας σπανίως σχετίζονται με κάποια οικονομική στρατηγική υγιούς διαχείρισης των δημοσίων δαπανών, γιατί πρωτίστως αποσκοπούν στη χειραφέτηση των εργαζομένων και στην υποταγή τους σε κελεύσματα της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ταξικά προσανατολισμένο σύγχρονο αστικό κράτος, λειτουργεί ως υπηρέτης του μεγάλου βιομηχανικού και τραπεζικού αλλά και του «αεριτζίδικου» κεφαλαίου (του λεγόμενου «λογιστικού χρήματος») και ως βάναυσος καταπιεστής των πολιτών της «μεσαίας τάξης» και των ανθρώπων της εργασίας και της παραγωγής (αγρότες και εργάτες).
- Αποτελέσματα του δημόσιου δανεισμού:
Πέρα από τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν τα δάνεια για την κάλυψη των δημοσιών δαπανών, συμβάλλουν και στην αύξηση του δημοσίου χρέους, που όταν δεν συγκρατείται μέσα σε ορισμένα όρια, τότε γίνεται επικίνδυνο διότι μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας.
«Όπερ έδει δείξαι», όπως μας μάθαιναν παλαιά στα σχολεία μας…
Δρ Γιώργης Έξαρχος
Υ.Γ.: Όλα τα ανωτέρω προϋποθέτουν υγιή λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, και προφανώς τη «λαϊκή αποταμίευση». Όταν όμως η τελευταία δεν υπάρχει και αποτελεί «ποινικό αδίκημα», διότι οι «Τράπεζες έχουν το πάνω χέρι», τότε, για όλον τον σύγχρονο Δυτικό Κόσμο πρέπει να αναρωτηθούμε, όπως ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, «Κάτι σάπιο συμβαίνει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», και αυτό το «σάπιο» είναι παγκόσμιο…