Αν η ευαισθητοποίηση των υπευθύνων εξαντλείται σε «θλιβερά» μηνύματα συμπαράστασης στους οικείους των νεκρών και η δική μας περιορίζεται στα emoticons θλίψης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η μόνη δικαιοσύνη που θα κυριαρχεί θα είναι αυτή των όπλων.
O Σαλβαδόρ Ράμος , μαθητής Λυκείου στην Ουβάλντε του Τέξας, μέσα από την εν ψυχρώ δολοφονία 19 μικρών παιδιών, μαθητών Δημοτικού σχολείου, εγείρει αγωνιώδη ερωτήματα σχετικά με την αμφιλεγόμενη πλέον έννοια της δικαιοσύνης και την ματαιότητα της ανθρώπινης προσπάθειας να επιβάλει νομοθετικά και πολιτικά μια ηθική στην ουσία της έννοια, όπως αυτή.
Η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και η παρεπόμενη ηθική κατάπτωση συνεπικουρούμενη από τον πρόσφατο πανδημικό εγκλεισμό που ενεργοποίησε με εκτονωτικό τρόπο υποβόσκοντα σύνδρομα, οδηγεί το δίκαιο και σωστό σε μια άνευ προηγουμένου κρίση, καθώς το σχετικοποιεί. Δε μοιάζει το δίκαιο και σωστό να έχει την ίδια αξία και σημασία για όλους.
Σύμφωνα με τον Γάλλο Φιλόσοφο Ζακ Ντεριντά «η υπερβολική ηθική είναι μια ηθική υπεράνω της ηθικής, είναι «ένα καθήκον υπεράνω της επιτακτικής ηθικής και του δικαίου. Συνεπώς , είναι δικαιοσύνη». Η δικαιοσύνη είναι λοιπόν μια ανώτατη αρχή, μια εμπειρία του αδυνάτου κατά τον ίδιο, η οποία αποδομείται στην καθημερινή εφαρμογή της. Δυστυχώς, και όχι μόνο κατά τα φαινόμενα, η δικαιοσύνη εκτελέστηκε μαζί με τις 19 αθώες ψυχές και τις εκπαιδευτικούς που «έπεσαν» ενώ ασκούσαν το λειτούργημά τους – που δε συνίσταται στην αστυνόμευση, αλλά στη θεραπεία του μορφωτικού αγαθού- σε μια κοινωνία που παραπαίει «μεταξύ ανθρώπινης και θείας Δικαιοσύνης», όπου η πρώτη αυθαιρετεί αβίαστα, ενώ η δεύτερη, αποκαμωμένη, έχει παραχωρήσει την πλήρη εξουσιοδότηση στην ανθρώπινη να ενεργεί για λογαριασμό της.
Εδώ πλέον ερχόμαστε να μιλήσουμε για την ατομική δικαιοσύνη, την οποία υπαγορεύουν οι εκάστοτε ψυχοπαθολογικές ή ψυχονευρωτικές αλλοιώσεις σε μια κοινωνία που αποδέχεται το νοσηρό ως φυσιολογικό και έχει εντάξει το στρεβλό είδωλό της στη σφαίρα του κανονικού – μην πω ιδανικού- αρνούμενη πεισματικά να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Η παραβατική λογική πηγάζει από την αίσθηση του ανήκειν σε έναν κόσμο άρρωστο που έχει τους δικούς του νόμους, συνήθως ανταποδοτικούς. Η βία θα γεννήσει τη βία, η αδικία την αδικία, η έχθρα την έχθρα χωρίς καμία απόπειρα εξωραϊσμού ή ανθρωπιστικής εξομάλυνσης , εφόσον κάτι τέτοιο μπορεί να αλώσει την αβάσταχτα τακτοποιημένη καθημερινότητά μας, η οποία μετακυλά σε έναν απύθμενο βούρκο απάθειας και αδιαφορίας .Οι εκτελέσεις – η νέα μόδα εσχάτως στην Αμερική, αλλά και οσονούπω και στις οθόνες μας – πεισματικά επιμένουν να αφυπνίσουν τις κοιμισμένες συνειδήσεις έστω και με μακάβριο τρόπο, εφόσον κάθε άλλη υγιής απόπειρα έχει πέσει στο κενό.
Αν η ευαισθητοποίηση των υπευθύνων εξαντλείται σε «θλιβερά» μηνύματα συμπαράστασης στους οικείους των νεκρών και η δική μας περιορίζεται στα emoticons θλίψης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η μόνη δικαιοσύνη που θα κυριαρχεί θα είναι αυτή των όπλων. Και της βίας. Και του κίβδηλου ενδιαφέροντος, που οδηγεί πάντα στην ενοχική σιωπή και σε στεντόρειες φωνές και ψευτοοργισμένες κορώνες για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Μιας δικαιοσύνης που τίθεται εν αμφιβόλω και που σε τελική ανάλυση έχει καταστεί αυστηρά επιλεκτική σε όλες της τις εκφάνσεις.
Κλείνοντας, θεωρώ εξόχως δηλωτικά της ανθρώπινης σύγχυσης δύο θεμελιώδη ερωτήματα του κορυφαίου Γάλλου στοχαστή Έντγκαρ Μορέν: «Αντιλαμβανόμαστε αυτό που βλέπουμε και που ήδη έχει κυριαρχήσει στον ορίζοντα; Συλλαμβάνουμε σωστά αυτό που αντιλαμβανόμαστε;». Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος: «Αυτό ακριβώς μας συμβαίνει: να μην ξέρουμε τι μας συμβαίνει.»
Νικολέτα Θάνου