Το ερώτημα είναι αν ο εκφασισμός βρίσκεται σε μη αναστρέψιμο σημείο και φυσικά αν αυτό το πολιτικό σύστημα μπορεί να αντιδράσει ουσιαστικά και όχι σκεπάζοντας ξανά την ακροδεξιά εντός κεντροδεξιών σχηματισμών, υπνωτίζοντάς της για λίγο ακόμα καιρό…
Ήταν το 2002 όταν η Γαλλία σόκαρε την Ευρώπη. Ο Ζαν Μαρί Λεπέν που στις εκλογές του 1974 είχε συγκεντρώσει ένα ποσοστό κάτω του 0,75%, άφησε εκτός του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών το σοσιαλδημοκράτη Λιονέλ Ζοσπέν, μέχρι τότε πρωθυπουργό της Γαλλίας, που διεκδικούσε την προεδρία από τον Ζακ Σιράκ. Αρκούσε το 16,86% των ψήφων για να το πετύχει αυτό. Ήδη από τις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις το Εθνικό Μέτωπο – Front National (FN), το ακροδεξιό κόμμα που είχε ιδρύσει ο Λεπέν συγκέντρωνε σταθερά ποσοστά που έφταναν στο 15%, φαινόταν όμως ότι αυτό δεν αρκούσε για να περάσει στο δεύτερο γύρο. Αυτή όμως η σταθερότητα για περισσότερο από μια δεκαετία δεν φαινόταν να απασχολεί την κοινή γνώμη. Τότε θεωρήθηκε ως ένα λάθος που διορθώθηκε στο δεύτερο γύρο όταν ο Σιράκ συγκέντρωσε το 82,21% και εξελέγη πρόεδρος.
Στις προεδρικές εκλογές που ακολούθησαν το 2007 και το 2012 το FN κινήθηκε πάλι στα γνωστά του ποσοστά. Η σχετική αντοχή του δικομματισμού που επανήλθε μετά το κάζο του 2002, κρατούσε αρχικά τον πατέρα Λεπέν το ’07 και έπειτα την κόρη του, που τον διαδέχτηκε το 2012 εκτός του δεύτερου γύρου. Παρόλα αυτά η Μαρίν Λεπέν είχε καταφέρει να φτάσει στα μεγαλύτερα ποσοστά ως τότε σε προεδρικές εκλογές για το FN αφού καθιερώθηκε πια ως τρίτη δύναμη με 17,9%. Το FN ήταν πια σταθερά παρών στη γαλλική πολιτική ζωή διατηρώντας τη μισαλλοδοξία, το ρατσισμό, την ξενοφοβία και το λαϊκισμό στην επικαιρότητα της γαλλικής κοινωνίας.
To 2017 η Γαλλία θα σοκάρει ξανά την Ευρώπη. Αφήνοντας στην τρίτη θέση τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς Φρανσουά Φιγιόν, η Μαρίν Λεπέν θα διεκδικήσει την προεδρία στο δεύτερο γύρο με το ανερχόμενο τότε αστέρι της γαλλικής πολιτικής ζωής, τον Εμμανουέλ Μακρόν. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι τα ποσοστά της θα ξεπεράσουν τα πιο τρελά όνειρα του πατέρα της αφού θα συγκεντρώσει το 21,3% των ψήφων στον πρώτο γύρο, ενώ σε αντίθεση με το 2002 ο δεύτερος γύρος δεν θα επιφέρει παρόμοια κινητοποίηση εναντίον του FN και θα φτάσει το 33,9%. Όλοι τότε στάθηκαν στο 66,1% του Μακρόν και όχι σε εκείνο που είχε εγκατασταθεί και μεγάλωνε στη γαλλική κοινωνία. Παραφράζοντας τον Μπρεχτ, βλέπανε όλοι το Παλιό να πλησιάζει και ερχόταν σαν Νέο.
Οι τελευταίες εκλογές όμως ήταν μια καταστροφή. Ήταν η επιβεβαίωση ότι το Κτήνος έχει ριζώσει βαθιά σε μία από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης. Στον πρώτο γύρο η ακροδεξιά βγαίνει συνολικά πρώτη καθώς πέρα από το FN, που πλέον μετονομάστηκε σε Εθνικός Συναγερμός – Rassemblement Νational (RN), σε ελεύθερη μετάφραση, κάνει την εμφάνισή του και ο Ερίκ Ζεμούρ, δημοσιογράφος και συγγραφέας που κινούμενος ίσως και δεξιότερα από τη Λεπέν λαμβάνει το 7% των ψήφων.
Η απροκάλυπτη ακροδεξιά στη Γαλλία εκφράζει πλέον το 30% των ψηφοφόρων και είναι η πρώτη πολιτική δύναμη. Η επίδοση της Λεπέν στο δεύτερο γύρο επιβεβαιώνει αυτό που δεν βλέπαμε να έρχεται από το 1998, την εποχή που ο πατέρας Λεπέν είχε σταθερά ένα 15%, το 2002 που πέρασε στο δεύτερο γύρο και φυσικά την ανοδική πορεία της ακροδεξιάς στον 21ο αιώνα. Και αν και τώρα δεν γίνει κάτι, ίσως αν περιμένουμε τις επόμενες προεδρικές εκλογές μπορεί να το καταλάβουμε.
Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου παρουσιάστηκαν κυρίως ως μια μεγάλη επιτυχία του Μακρόν να επανεκλεγεί και να είναι ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος που το πετυχαίνει μετά τον Ζακ Σιράκ. Τα διθυραμβικά σχόλια συνεχίζονται και με ευφάνταστες αναγωγές καθώς μιλάνε επίσης για τον πρώτο πρόεδρο που επανεκλέγεται τον 21ο αιώνα, παρόλο που οι άλλοι δύο που δεν τα κατάφεραν πριν από αυτόν ήταν ο Σαρκοζί και ο Ολάντ τα κόμματα των οποίων συγκεντρώνουν πια μονοψήφια ποσοστά. Επιπλέον, σε αντίθεση με την επανεκλογή Σιράκ το 2002, οι Ολάντ και Σαρκοζί δεν είχαν αντίπαλο στο δεύτερο γύρο την Ακροδεξιά ώστε να συσπειρώσουν γύρω τους εκείνους που φοβούνται την άνοδο της φασιστικής Ακροδεξιάς, επιλέγοντας το μη χείρον. Αν το μήνυμα των εκλογών αυτών είναι πως η Γαλλία ξαναβρήκε τον Αυτοκράτορα Ήλιο της, τότε είναι βέβαιο πως το μέλλον δεν μοιάζει φωτεινό.
Μια διαφορετική ανάγνωση, που θέλει τον Εμμανουέλ Μακρόν, τον άνθρωπο των τραπεζιτών και του οικονομικού κατεστημένου, να ευθύνεται προσωπικά ως ο πρόεδρος που κατάφερε να οδηγήσει την ακροδεξιά στη Γαλλία στα υψηλότερα ποσοστά της ιστορίας της και στα υψηλότερα για Ευρωπαϊκή χώρα, είναι επίσης απλουστευτική. Το βασικό ερώτημα θα ήταν, αν κάποιος άλλος πρόεδρος θα είχε περιορίσει αυτά τα ποσοστά. Και σε αυτόν τον προβληματισμό η απάντηση είναι πιθανότατα αρνητική καθώς είναι η πολιτική που εφαρμόζεται και όχι το πρόσωπο που την εφαρμόζει και δεν υπήρχε διαφορά στην ουσία των πολιτικών κατευθύνσεων ούτε από τον δεξιό Σαρκοζί, ούτε από τον σοσιαλδημοκράτη Ολάντ. Είναι ο αποπροσανατολισμός από τους λόγους εκείνους που ευθύνονται για την οικονομική εκμετάλλευση, την επισφάλεια στην εργασία, την φτώχεια και την κοινωνική αποσάθρωση που στρώνει το έδαφος στο φασισμό. Κατά μία έννοια, σε έναν παραλληλισμό με την περίοδο του Μεσοπολέμου, τη θέση των εβραίων στη ρητορική μίσους έχουν πάρει σήμερα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ως το πρόσχημα της κοινωνικής δυσπραγίας.
Φυσικά όλο αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μακρόν δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Θεωρητικά έχει εφαρμόσει πολιτικές που μείωσαν την ανεργία και οι αριθμοί δείχνουν πως αυξήθηκε η αγοραστική δύναμη των Γάλλων. Αυτά από τις στατιστικές αναλύσεις των μέσων όρων. Στην πραγματικότητα όμως έχει οδηγήσει πολλούς τομείς σε αποσάθρωση. Για παράδειγμα, στον τομέα της Υγείας, από το 2017 που είναι πρόεδρος ο Μακρόν, έχουν χαθεί στα νοσοκομεία 18.000 κρεβάτια, μια πτώση κατά 4,4%, με μία πανδημία να έχει μεσολαβήσει στο μεταξύ. Βέβαια, ίσως αυτό να αναχαίτισε κάπως την ταχύτητα της μείωσης των κλινών καθώς υπολογίζεται ότι από το 2003 έως το 2019 ο αριθμός των κλινών μειώθηκε κατά 75.000, δηλαδή κατά 16%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η έλλειψη προσωπικού έχει οδηγήσει πολλά νοσοκομεία στην ενεργοποίηση τoυ Plan blanc – σχέδιο εκτάκτου ανάγκης που υποχρεούνται να έχουν καταρτήσει για εξαιρετικά επείγουσες καταστάσεις (μαζική εισροή ασθενών ή τραυματιών, επιδημίας, πυρηνικού ατυχήματος κλπ.) – λόγω της αδυναμίας να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες. Σε ολόκληρες περιοχές της Γαλλίας μονάδες επείγουσας ιατρικής βοήθειας κλείνουν τη νύχτα ή τα Σαββατοκύριακα είτε έχει ζητηθεί από τους πολίτες να μεταβούν εκεί μόνο σε περιπτώσεις που απειλείται άμεσα η ζωή τους.
Μια ματιά στις αναλύσεις που ακολουθούν τα αποτελέσματα των εκλογών θα έπρεπε να είχε κινητοποιήσει την Ευρώπη, αν όντως ανησυχούσε από την άνοδο της ακροδεξιάς. Και αν το Κατεστημένο δεν φαίνεται να προβληματίζεται, και μεταξύ μας το παρελθόν έχει δείξει ότι εκφράζει τέτοιες ανησυχίες με καθυστέρηση, η Αριστερά είναι εκείνη που πρέπει να ανασυνταχθεί και να ξεκινήσει να προετοιμάζεται για να παίξει τον καθοριστικό ιστορικό της ρόλο. Και φυσικά η Αριστερά εκείνη που δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα κάποιου αυτοπροσδιορισμού.
Η Λεπέν φαίνεται πως προτιμήθηκε περισσότερο από τον Μακρόν από την κατώτερη μεσαία τάξη, όπως αυτή ορίζεται στην έρευνα της IFOP από το μηνιαίο εισόδημα που κυμαίνεται κάτω από 1900€ το μήνα. Κέρδισε στις αγροτικές περιοχές, είχε σαφές προβάδισμα ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούσαν τους χαμηλούς μισθούς και την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ως σημαντικό παράγοντα καθορισμού της ψήφου τους πέρα από τα καθιερωμένα πεδία κυριαρχίας της φαύλης ακροδεξιάς ρητορικής, εκείνα δηλαδή της ασφάλειας και της μετανάστευσης. Ο προβληματισμός για το βαθμό διείσδυσης του φασισμού στην κοινωνία είναι εύλογος.
Αυτό που είναι πλέον γεγονός στη Γαλλία, και στις περισσότερες παραδοσιακές αστικές δημοκρατίες, σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό, είναι η ρήξη του δεσμού εκπροσωπούντος – εκπροσωπούμενου, καθώς τα παραδοσιακά αστικά κόμματα έχουν χάσει τη σύνδεση με τις κοινωνικές ομάδες που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Ο πολιτικός αποπροσανατολισμός και οι πολιτικές παλινωδίες ανοίγουν την κερκόπορτα στο φασισμό ώστε να διεισδύσει σε σημαντικές κοινωνικές ομάδες και να βρει στηρίγματα. Επιπλέον, όπως συνέβη και στο παρελθόν, η έναρξη της διαδικασίας εκφασισμού προϋποθέτει αλλεπάλληλες ήττες της εργατικής τάξης.
Σήμερα, η εργατική τάξη βλέπει να χάνει ολοένα και περισσότερα από τα κεκτημένα δικαιώματα χρόνων και αγώνων, πολλές φορές μάλιστα παραδομένη χωρίς να δώσει καν τη μάχη στο δόγμα του “ρεαλισμού” και της “μη εναλλακτικής βιώσιμης πρότασης” που έχει κυριαρχήσει στον πολιτικό λόγο, και άλλες φορές προδομένη εκ των έσω. Δεν είναι μόνο η Γαλλία που το πολιτικό πλαίσιο κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε περιπτώσεις στην Ευρώπη που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Στη Γαλλία όμως αυτές οι πολιτικές ζυμώσεις συνυπάρχουν χρονικά με την σταθερή παρουσία του φασιστικού λόγου των Λεπέν που αντιμετωπίστηκαν ως ισότιμοι συνομιλητές τόσο από τους Σοσιαλδημοκράτες όσο και τους Γκωλικούς, ενώ η κοινωνία εμφανίζεται ολοένα και πιο αποπροσανατολισμένη και εγκλωβισμένη.
Το ερώτημα είναι αν ο εκφασισμός βρίσκεται σε μη αναστρέψιμο σημείο και φυσικά αν αυτό το πολιτικό σύστημα μπορεί να αντιδράσει ουσιαστικά και όχι σκεπάζοντας ξανά την ακροδεξιά εντός κεντροδεξιών σχηματισμών, υπνωτίζοντάς της για λίγο ακόμα καιρό κάνοντας αυτό που περιέγραφε ο Αλμπέρ Καμύ στην τελευταία παράγραφο της Πανούκλας, όταν το πλήθος γιόρταζε το τέλος της επιδημίας αλλά εκείνος γνώριζε ότι ο βάκιλος της πανούκλας θα παραμόνευε ώσπου… να στείλει ξανά τους αρουραίους να ψοφήσουν σε μια ανέμελη πόλη, για να δώσουν ξανά το μάθημα στους ανθρώπους. Και σήμερα οι αρουραίοι ξεκίνησαν να ψοφάνε τριγύρω μας ενώ εμείς τους κοιτάμε ανέμελοι.