Απόψεις Λογοτεχνία

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου: “Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα”  

Ιάκωβος Ρίζος
———–

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Η άρχουσα τάξη. Οι εσωτερικές αντινομίες και παλινδρομήσεις. Ο κραδασμός μιας εποχής, σχεδόν έναν αιώνα πριν, και η προβολή του στο σήμερα. Από το μεσοπόλεμο και εντεύθεν. Η κοινή συνισταμένη. Όμως και η ανακατάταξη και ο επαναπροσδιορισμός. Μια τεθλασμένη διαδρομή. Με πολλές αντιφάσεις και οξύμωρα. Και δυο συγγραφείς, κατά τα φαινόμενα ασύμπτωτοι. Συνάδουν ωστόσο. Ιδιότυπα και αρμονικά. Με συμφυείς προσλαμβάνουσες ως προς τη θεματική. Περιδιαβάζουν και διαβάζουν τους καιρούς με εντυπωσιακή οξυδέρκεια…

Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού  στη μεσοπολεμική Αθήνα

Παύλος Μαθιόπουλος

Τo κομπλιμάν του κυρίου Γιούγκερμαν στη μαντάμ Σουσού…

Το ασύμβατο αυτής της «συνάντησης» μόνο φαινομενικά είναι ανορθόδοξο. Σε μία κοσμική στήλη, όπως αυτή που έγραφε κάποτε η Μονταίν στο περιοδικό «Μπουκέτο»

[1], θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να διαβάσει: «Κατά την λαμπράν χοροεσπερίδαν της Γαλλικής πρεσβείας, ήτις εδόθη εχθς εις την μεγαλοπρεπή αίθουσαν δεξιώσεων της Grande Bretagne, διεκρίθησαν διά τας επιδόσεις των εις το foxtrot o Διοικητής της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών κόμης Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν μετ της κυρίας Σούζυ Καντακουζηνο, άρτι αφιχθείσης ξ Ινδιών» κ.ο.κ. Τα πρόσωπα ασφαλώς είναι φανταστικά· πρόκειται για λογοτεχνικούς ήρωες, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς. Η εικασία ωστόσο μιας τέτοιας αναφοράς από τη γνωστή κοσμικογράφο του μεσοπολέμου μοιάζει αληθοφανής. Θα ήταν λοιπόν δυνατό σε ένα αθηναϊκό σαλόνι,  γύρω στα 1935, να λάβει χώρα αυτή η αναπάντεχη συνάντηση· θα ήταν ακόμη πιθανό να εκδηλωθεί μία τέτοια χειρονομία ή, κατά το ορθότερο για αυτήν την περίπτωση,  μία geste κοσμικής αβροφροσύνης…

Ο Μ. Καραγάτσης και ο Δημήτρης Ψαθάς δείχνουν να συγκλίνουν σε επίπεδο κοινωνικής παρατηρητικότητας. Το ζητούμενο εδώ αφορά τη λογοτεχνική αποτύπωση ενός life style μεγαλοαστικού, με τις όποιες συνδηλώσεις του. Τόσο στο «Γιούγκερμαν» όσο και στη «Μαντάμ Σουσού», οι συγγραφείς ιχνηλατούν με θαυμαστή οξυδέρκεια και υποδόρια ειρωνεία ανάλογες συμπεριφορές – ή και ευφάνταστες απομιμήσεις τους… Βάση αναφοράς είναι πάντα η Αθήνα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Στην περίπτωση του «Γιούγκερμαν» πάντως, ο φακός της αφήγησης είναι ευρυγώνιος και καλύπτει ένα πλατύτερο φάσμα του αστικού κοσμοπολιτισμού.

Jules-Alexandre Grün

Ο «Γιούγκερμαν» (1938) τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόπειρα για τη δημιουργία ενός roman fleuve («μυθιστορήματος ποταμού») στη νεοελληνική γραμματεία. Συνδυάζει αριστοτεχνικά τα γνωρίσματα του μυθιστορηματικού βιογραφικού είδους με την κοινωνική τοιχογραφία. Πρόκειται για έργο σύνθετο και φιλόδοξο,  πρόσφορο για πολυεδρική ανάγνωση. Η αφήγηση εναλλάσσεται με την περιγραφή και τα διαλογικά μέρη. Η ψυχογραφική δύναμη του Καραγάτση εδώ είναι ρωμαλέα. Επιστρατεύει ακόμη και τις τεχνικές της ψυχανάλυσης: σε κάποιο σημείο της δράσης εμπλέκεται ως λογοτεχνικός ήρωας ο ίδιος ο Freud! Ο συγγραφέας, όντας ο εξωδιηγητικός και παντογνώστης αφηγητής, επιλέγει τη μηδενική εστίαση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και γραμμική. Τεχνοτροπικά εξελίσσεται σε βάθος ιστορικής αναφοράς. Ο εσωκειμενικός χρόνος οργανώνεται σε σαφείς συντεταγμένες. Το μυθιστόρημα εμπλουτίζεται με αναχρονίες, προσημάνσεις και εγκιβωτισμούς. Η μυθοπλασία είναι πάντα εναργής. Πρόκειται για ένα στέρεο αστικό μυθιστόρημα του μεσοπολέμου, στο οποίο συσσωματώνονται  μορφικά στοιχεία της νεοτερικότητας.

Μ. Καραγάτσης

Εξ ορισμού η νεοελληνική αστική τάξη φέρει ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Κυρίως διαμορφώθηκε εξωελλαδικά. Η αστικοποίηση του πληθυσμού επήλθε όψιμα και με βραδείς ρυθμούς. Μάλλον συνιστά το νόθο προϊόν ενός κοινωνικού καταναγκασμού[2]. Στα χρόνια του 1930 παραπαίει επικίνδυνα μετά την κατάρρευση του μεγαλοϊδεατισμού (1922) και τη λαίλαπα του οικονομικού κραχ (1929). Παρόλα αυτά έχει εγκολπωθεί μία νοοτροπία μεγαλοαστικής εκζήτησης, από την οποία αρνείται πεισματικά να απαγκιστρωθεί. Διαβάζοντας τον «Γιούγκερμαν» και τη «Μαντάμ Σουσού» υπό την οπτική της αστικής ηθογραφίας, ο αναγνώστης προβαίνει δυνητικά σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις.

Είναι εντυπωσιακή η συγκυρία που καθόρισε την άνοδο αυτών των ταξικών στρωμάτων στο νεοελληνικό status. Μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις εκτείνονται εμπορικά και σταδιακά εξελίσσονται σε μεγαλόσχημες εταιρείες. Βρισκόμαστε ακόμη στη φάση της πρωτογενούς εκβιομηχάνισης. Οι γενάρχες αυτών των οικογενειών εκμεταλλεύονται έξυπνα τις ευκαιρίες και δημιουργούν τις περιουσίες τους μέσα σε κλίμα οικονομικού συντηρητισμού και συνετών επενδύσεων. Κυρίως αγοράζουν ακίνητα στην πρωτεύουσα και περιαστικές γαίες, που θα αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες μετά την οικοπεδοποίησή τους.[3] Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η οικογένεια Σκλαβογιάννη. Η πορεία της είναι ενδεικτική. Ο καμβάς της ιστορίας την τοποθετεί στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο Βάσιας Γιούγκερμαν θα έχει εκ των πραγμάτων συνεχή τριβή με πρόσωπα από το περιβάλλον της.

Καλαμάτα στο Μεσοπόλεμο

Οι Σκλαβογιάννηδες είναι εριουργοί, κραταιοί ιδιοκτήτες τριών εργοστασιών κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα. Το ξεκίνημα έγινε στην Καλαμάτα με πολλές δυσκολίες, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο αυτοδημιούργητος Στρατής Σκλαβογιάννης και η γυναίκα του Πελαγία «αγόρασαν τα πρώτα αργαλειά και τα δούλευαν μόνοι τους, ως αργά τη νύχτα[4]. Αργότερα σαν πλάτυνε η δουλειά, μπήκε κι ο πρώτος εργάτης, για να τον ακολουθήσει δεύτερος, τρίτος, δέκατος. Το 1890 στο εργοστάσιο του Στρατή Σκλαβογιάννη δούλευαν 40 εργάτες.[…]Το 1894 βγήκε για πρώτη φορά Δημοτικός Σύμβουλος.

Το εργοστάσιο χτίστηκε σιγά σιγά, στη θέση του παλιού σπιτιού. Ήταν ένα κτίριο μακρύ μονόπατο, ακανόνιστο, με φανερή στην όψη την ιστορία της εξέλιξής του. Τίποτα το μεγαλόπρεπο, ούτε κιόλας το ευπρεπές. Η αρχή του Στρατή ήταν να φαίνεται πολύ μικρότερος και ταπεινότερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Με τη βοήθεια της τσιγκουνιάς του ζούσε ζωή τραβηγμένη κι απλή.

            Με την επανάσταση του Γουδί μυρίστηκε τον καινούργιο οικονομικό αέρα που φυσούσε στην Ελλάδα. Χωρίς πολλούς δισταγμούς, έχτισε το εργοστάσιο του Πειραιά· όχι πολύ μεγάλο ακόμα, μα τέλειο τεχνικά για την εποχή. Άφησε τον πρώτο γιο του, τον Αριστοτέλη, να διευθύνει το εργοστάσιο της Καλαμάτας· κι αυτός, με την οικογένεια, ήρθε στον Πειραιά.

            Οι πόλεμοι τον γέμισαν παρά. Τα δύο εργοστάσια μεγάλωσαν, δυνάμωσαν. Το 1921, ένα τρίτο εργοστάσιο προστέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η κλωστοϋφαντουργία Σκλαβογιάννη ήταν η μεγαλύτερη της χώρας· κι ο κυρ Στρατής ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες.

            Με τα εγκαίνια του εργοστασίου Θεσσαλονίκης τραβήχτηκε κι απ’ τη δουλειά. Ήταν πια ογδόντα χρονών, μα βαστιόταν περίφημα. Κι αν αποφάσισε ν’ αφήσει στο πόδι τα παιδιά του, ήταν που ντρεπόταν τα γκρίζα μαλλιά του πενηνταπεντάρη Αριστοτέλη.

             Έζησε μια ζωή σφιχτή, δοσμένη ολόκληρη στη δουλειά, δίχως άλλη χαρά από τη φαμελιά και τις επιχειρήσεις του. Δεν ήξερε τι πάει να πει θέατρο, κινηματογράφος, ταξίδι αναψυχής. Μόνο κάθε βραδάκι πήγαινε στο καφενείο του Σαγκανά κι έπινε ένα «βαρύ γλυκύ ψιλό καϊμάκι». Τα πρώτα χρόνια μόνος· κατόπι παρέα με τον Ιορδάνογλου, ένα συνάδελφό του στην υφαντουργία και την τσιγκουνιά. Η οικονομία ήταν το μεγάλο του πάθος. Κάθε φορά που’ βαζε το χέρι στην τσέπη, συννέφιαζε ολόκληρος· κι ανάγκασε την οικογένειά του να ζήσει μια ζωή γεμάτη στερήσεις, ενώ αυτός έπλεε στ’ αμέτρητα εκατομμύρια.

            Απ’ τους τρεις γιους του σπούδασε μόνο τους δυο μικρότερους, ύστερ’ από επίμονες πιέσεις της γυναίκας του. Σαν ολότελα αγράμματος που ήταν – μα και πετυχημένος στη ζωή – είχε μια κακοκρυμμένη αντιπάθεια για τη Γνώση. Κάθε φορά που έστελνε το μηνιάτικο στην Αθήνα (τότε που σπούδαζε ο Σάββας) γκρίνιαζε πως τον κατέστρεφαν οι διακόσιες αυτές δραχμές.

            Τα παιδιά τα έβαλε στη δουλειά του. Όχι συνεταίρους, ούτε κιόλας «γιους της επιχείρησης»· μα υπαλλήλους, με μισθό μικρό. Μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά με τη σειρά τους· κι εξακολουθούσαν, κάθε πρώτη του μηνός, να περνούν απ’ το ταμείο, να παίρνουν ό,τι ακριβώς τους επέτρεπε να ζουν με αξιοπρέπεια. Εννοείται πως γίνηκαν σκηνές και φασαρίες. Ο Αριστοτέλης μάλιστα υπόφερε φοβερά από αυτήν την κατάσταση. Είχε φτάσει τα πενήντα κι εξαρτιόταν απ’ τον μπαμπά του! Μα ο Στρατής ήξερε πάντα να επιβάλει την οικογενειακή δικτατορία του με θέληση αδάμαστη.

             Όταν τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά, τα’ δωσε όλα στους γιους του, εξόν από το σπίτι του Πειραιά κι ένα μεγάλο ακίνητο στην οδό Σταδίου, που το’ χε νοικιασμένο ξενοδοχείο. Δήλωσε πως αυτό θα το κρατήσει για ασφάλεια των γερατειών του, γιατί δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους «τρυπιοχέρηδες».

Παύλος Μαθιόπουλος

            Κι άρχισε στα ογδόντα, μια καινούργια οικονομική ζωή. Ζούσε μόνος – η κυρά Πελαγία του άφησε χρόνους – στον Πειραιά, ξοδεύοντας όλο όλο δυο χιλιάρικα το μήνα την ώρα που μόνο τα καθαρά εισοδήματα του ξενοδοχείου ήταν 900.000 το χρόνο. Με τα λεφτά αυτά αγόραζε οικόπεδα, στις πιο απίθανες μεριές των Αθηνών. Οι γιοι του γελούσαν με τη γεροντική οικονομική δράση του:

            – Λεφτά πεταμένα, λέγαν. Μα δικά του είναι. Ας τα γλεντήσει όπως του αρέσει καλύτερα.

            Εκείνο που τους διασκέδασε ιδιαίτερα ήταν η αγορά ενός οικοπέδου, από τον πατέρα τους, στη Δεξαμενή, σχεδόν στο Λυκαβηττό. Πέντε χιλιάδες πήχες βράχια, προς 300 δραχμές τον πήχυ. Ενάμισυ εκατομμύριο πεταμένο! Πάει! Ραμολίρησε ο γέρος! Μα είχαν τόσα πολλά εκατομμύρια, που το πράγμα τους έκανε μόνο κωμική εντύπωση.

             Όσο για τον γέρο Στρατή, κάθε πρωί που έβγαινε από το σπίτι του, συνεπαρμένος από μία συνήθεια 70 χρόνων δουλειάς, τραβούσε το δρόμο του εργοστασίου. Δεν είχε να κάνει τίποτα εκεί μέσα, δεν ήταν τίποτα πια στην παλιά επιχείρησή του. Μα πώς να περάσει τις ατέλειωτες ώρες του γεροντικού μερόνυχτου; Έμπαινε απ’ την πόρτα της εργασίας και τριγυρνούσε όλο το συγκρότημα με το βαρύ κι αργό βήμα του, ρίχνοντας εξεταστικές ματιές έμπειρου νοικοκύρη. Κατόπι πήγαινε στα γραφεία. Όχι στη Διεύθυνση, όπου οι γιοι του είχαν σκορπίσει μία ξετσίπωτη πολυτέλεια· μα στο Ταμείο – το παλιό απλό Ταμείο. Κι εκεί, πλάι στην κάσα, καθόταν ώρες ολόκληρες ακίνητος, αμίλητος ανέκφραστος σαν οιωνός. Το γλαρωμένο γεροντίσιο μάτι του ακολουθούσε κάθε κίνηση του ταμία. Και μετρούσε· όχι με χαρτί και μολύβι, μα με το μυαλό του, το γυμνασμένο στο κουμαντάρισμα του παρά. Όταν σφύριζε «τέλος εργασίας», σηκωνόταν κι έφευγε σιωπηλός, βουλιαγμένος σε σκέψεις, κάθε μέρα πιο σκοτεινές. Δεν είχε ανάγκη αυτός από Ισολογισμούς και Εκθέσεις Διοικητικών Συμβουλίων, για να καταλάβει πώς πηγαίνει η επιχείρηση…».

James Durden

Αυτή η «ξετσίπωτη πολυτέλεια» ανταριάζει με «σκέψεις κάθε μέρα και πιο σκοτεινές» το μυαλό και την ψυχή του γέρο Στρατή. Η δεύτερη γενιά, οι γιοι του, έχουν εξωθηθεί σε ένα παραλήρημα σπατάλης με ολέθρια αποτελέσματα. Ενώ η κλωστοϋφαντουργία δουλεύει ακατάπαυστα, τα κέρδη μειώνονται δραματικά. Τα τελευταία χρόνια ο ισολογισμός έχει μονίμως αρνητικό πρόσημο. Η γλώσσα του Καραγάτση, γλαφυρή και αιχμηρή συνάμα, γοητεύει τον αναγνώστη με τη ζωηρότητα της περιγραφής: «Οι γιοι άλλαξαν αμέσως την επιχείρηση σε ανώνυμη εταιρεία, με μεγαλόστομφο τίτλο. Έτσι χτυπούσε καλύτερα. Ο Αριστοτέλης γίνηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και διεύθυνε το εργοστάσιο της Καλαμάτας. Ο Ντίνος (ο τρίτος γιος),  Εντεταλμένος Σύμβουλος, έμεινε στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης. Κι ο Σάββας (ο δευτερότοκος), ο Διευθύνων Σύμβουλος, εκτός από τη γενική διεύθυνση, είχε και την επιστασία του εργοστασίου Πειραιώς. Μα η πρώτη φροντίδα τους, μόλις πήραν τα λεφτά στο χέρι, ήταν ν’ απολαύσουν κι αυτοί, επιτέλους, τον πλούτο τους. Αγοράστηκαν αμέσως πέντε μεγαροειδείς μονοκατοικίες: μια στην Καλαμάτα, για τον Αριστοτέλη· μια στη Θεσσαλονίκη, για τον Ντίνο· και τρεις στην Αθήνα και για τους τρεις. Γιατί οι δυο «επαρχιώτες» θεωρούσαν τις θέσεις τους στις επαρχίες σαν μεταβατικές διαμονές. Και περνούσαν κι αυτοί, μαζί με τις οικογένειές τους, τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα.

            Μ’ αυτό τον τρόπο, τα χρήματα άρχισαν να ξοδεύονται αβέρτα. Ύστερ’ απ’ τη μακριά πείνα, ζαλίστηκαν μες στα εκατομμύρια. Ιδίως οι γυναίκες τους έπαθαν μια λύσσα σπατάλης. Καθένας είχε δυο αυτοκίνητα, μέσον όρο. Τα κορίτσια (και οι τρεις αδελφοί είχαν από μια μοναχοκόρη) στάλθηκαν στα ακριβότερα παρθεναγωγεία της Ευρώπης. Οι γκαρνταρόμπες των τριών κυριών Σκλαβογιάννη ήσαν περίφημες· τα κοσμήματά τους κόστιζαν ολόκληρη περιουσία· τα ταξίδια στα υπερπολυτελή κέντρα της Ευρώπης πήραν χρονική μορφή. Τέλος, αγοράστηκε ένα γιωτ – όχι με πανιά, μα ατμοκίνητο – 800 τόνων, 13 μιλίων και μοναδικό για να καταπίνει κάμποσα χιλιάρικα καθημερινά».

Edward Hopper

            Οι αδελφοί Σκλαβογιάννη υποτάχθηκαν στην άτεγκτη καταπίεση του πατέρα. Έζησαν τα νεανικά τους χρόνια στερημένοι από την όποια πολυτέλεια θα τους επέτρεπε η οικονομική τους ευρωστία. Σε ωριμότερη ηλικία όμως συμπεριφέρονται, όπως ακριβώς είναι, δηλαδή ως νεόπλουτοι. Σε αυτό επικουρούνται και από τις οικογένειές τους. Η καθημερινή διαβίωση διέπεται από τρυφηλότητα. Το νέο χρήμα αγκαλιάζει τα πάντα και τα «στιγματίζει» με την αισθητική του. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει το ανάλογο background, αναγκάζεται συχνά να καταφεύγει στη μίμηση, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένη.

Σπύρος Βασιλείου

Ο Καραγάτσης, με σαφή πρόθεση να κατευθύνει τον αναγνώστη, είναι ιδιαίτερα λεπτολόγος στην περιγραφή πραγμάτων αλλά και προσώπων:

«Η μεγάλη κάμαρα με τις βαριές κουρτίνες φωτιζόταν φτωχά απ’ το λιγοστό αντιφέγγισμα της νοεμβριανής μέρας. Και, γενικά, δεν πρέπει να είχε τίποτα πρόσχαρο κι όταν την έλουζε ο ήλιος· ωσάν τα γνήσια παλιά αγγλικά έπιπλά της να έφεραν παντοτινά μαζί τους την ομίχλη του ταμεσιανού πύργου, όπου πέρασαν τα πρώτα εκατό χρόνια της ζωής τους.

            Πραγματικά, ήσαν ωραιότατα έπιπλα. Γραφείο λόρδου της αμέσως προβικτωριανής περιόδου, αργόσχολου και καλλιεργημένου, φτιαγμένο από κείνους τους τεχνίτες που είχαν αγγίσει τα σύνορα της καλλιτεχνίας.

            Η μεταφύτεση αυτού του «επιπλικού συνόλου» από τον πύργο του Τάμεση στο εργοστάσιο του Πειραιά, έγινε με τον πιο πετυχημένο τρόπο. Ήταν φανερό πως ειδικός διακοσμητής, βασιλικά πληρωμένος, έβαλε το δάχτυλό του. Η κάμαρα έπαθε μια γενική μετασκευή στο αγγλοπρεπέστερο. Σκεπάστηκαν οι τοίχοι με ψηλά panelings, τετραγωνίστηκε το ταβάνι με καπνισμένα δοκάρια καρυδιάς. Στο βάθος, το μνημειώδες τζάκι σιγόκαιγε. Κι αυτές ακόμα οι πόρτες είχαν έρθει cif απ’ το Λονδίνο, πανύψηλες και βαθύχρωμες, με τις βαριές σκαλιστές μπρούτζινες μπετούγες.

             Έτσι, η ψευδαίσθηση ήταν απόλυτη. Κι αν δεν αντηχούσε διαρκώς ο υπόκωφος βόμβος του εργοστασίου, ο επισκέπτης δε θα φανταζόταν ποτέ πως το παλαιικό αυτό σύνολο ήταν σφηνωμένο μες στο μπετόν αρμέ μιας σύγχρονης κλωστοϋφαντουργίας.

            Ο Σάββας Σκλαβογιάννης καθόταν στο μεγάλο τραπέζι, βυθισμένος στη μελέτη μιας λογιστικής κατάστασης. Όμορφος άντρας, ψηλός, απόλυτα μελαχρινός. Αν κι είχε περάσει τα πενήντα, φαινόταν μόλις σαρανταπεντάρης χάρη στη μαυρίλα του, που δεν μπόρεσε να την λευκάνει το διάβα του χρόνου. Μα, αντίθετα σε ό,τι γίνεται στους μελαχρινούς, είχε απάνω του κάτι το κρύο, το αντιπαθητικό, που ίσως χρωστιόταν σε μια κακοζυγισμένη περηφάνια. Από την έκφραση, τις κινήσεις και τον τρόπο που μελετούσε το χαρτί με τα νούμερα, έβγαινε το απόφθεγμα της μεγάλης ιδέας του εαυτού του: «Εγώ είμ’ εγώ! Ο Σάββας Στρ. Σκλαβογιάννης, δικηγόρος, Διευθύνων Σύμβουλος και κυριότερος μέτοχος της Ανωνύμου Κλωστοϋφαντουργικής Εταιρείας «Γόρτυς». Βουλευτής Πειραιώς, του Λαϊκού Κόμματος· τέως Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου».

             Πλάι στο τζάκι, βουλιαγμένοι σε δυο πολυθρόνες, κάθονταν οι δυο άλλοι αδελφοί Σκλαβογιάννηδες: ο Αριστοτέλης, συμπαθητικός εξηντάρης με αγαθή φυσιογνωμία, λίγο ραμολιμέντο. Κι ο Ντίνος, ο μικρότερος, σαρανταπεντάρης αυτός, λίγο παχύς και με πρόσωπο πνιγμένο σε μια παράξενη μελαγχολία, ανακατεμένη με μειλίχια εγκαρτέρηση.

            Όποιος γνώριζε τους τρεις αδελφούς, αμέσως καταλάβαινε γιατί ο Σάββας είχε πάρει το από πάνω στην Εταιρεία, αν και στην αρχή δεν ήταν παρά ίσος με τους άλλους. Έτσι κανόνισε τα πράγματα ο πατέρας τους, ο γερο–Στρατής, ο δημιουργός της πραγματικά μεγάλης για την Ελλάδα βιομηχανίας.

            Ακριβώς, στον τοίχο, πάνω απ’ το γραφείο, ήταν κρεμασμένη η εικόνα του. Καλή λαδομπογιά, φτιαγμένη απ’ τον Ιακωβίδη.[5] Έβλεπες ένα μεγάλο σκαμμένο πρόσωπο, κάτω από πυκνά κοντοκομμένα μαλλιά. Το μακρύ μουστάκι έκρυβε στόμα θεληματικό· τα γαλανά μάτια είχαν μιαν επιφανειακή αφέλεια, που έκρυβε απώτερη πονηριά. Ο καλός ζωγράφος είχε «πιάσει» γερά το αντικείμενό του. Έτσι ακριβώς πρέπει να ήταν ο Στρατής Σκλαβογιάννης με την τρικυμισμένη ζωή».

Γεώργιος Ιακωβίδης

Η αλαζονεία του πλούτου φαντάζει αδυσώπητη. Προς το παρόν οι Σκλαβογιάννηδες δεν ανησυχούν. Η οικονομική κρίση ελλοχεύει, όμως η δική τους προτεραιότητα είναι πάντα η ευζωία: «Μες στη σιωπή ακούστηκε ο υπόκωφος βόμβος του μεγάλου εργοστασίου, της μυθικής γελάδας με τους πλούσιους μαστούς. Και δε συλλογίζονταν πως μπορούσε ποτέ να στερέψουν αυτά τα χρυσά μαστάρια. Ήταν όμορφη η ζωή…». Δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που επέρχεται. Θεωρούν ότι πρόκειται για μία προσωρινή αδυναμία ρευστότητας κεφαλαίων και εφησυχάζουν. Ούτε λόγος για χρηστότερη διαχείριση. Άλλωστε όλα έχουν συγκεκριμένους κανόνες και απαιτήσεις, όταν είσαι επίλεκτο μέλος του beau monde…

«Ο Αριστοτέλης δικαιολόγησε τα έξοδα (αναφερόμενος στην κόρη και τις ανιψιές του):

            – Μα είμαστε τρεις φαμίλιες! Έχουμε ανάγκη. Η Ντίνα σου (απευθύνεται στο μικρότερο αδελφό του, τον Ντίνο), πέρσι, έμεινε δέκα μήνες στο Σαιν Μόριτς με τη δασκάλα της. Δεν ήθελαν τρία χιλιάρικα την ημέρα; Να το ένα εκατομμύριο! Η Ελέν του Σάββα, τρία χρόνια τώρα στα αριστοκρατικά πανσιονά της Αγγλίας. Η δική μου η Ελενίτσα στη Λωζάνη. Ο Σάββας αγόρασε καινούργια έπιπλα. Τι μας στοιχίζει το γιωτ; Βάλ’ τα όλα αυτά κάτω, και θα ιδείς τη σούμα…».

Jacqueline Osborn

Τα καινούργια έπιπλα του Σάββα θα πρέπει να ήταν εξαιρετικού γούστου, όπως και η έπαυλή του στην Κηφισιά. Θα την επισκεφτεί ο Βάσιας δύο χρόνια αργότερα, όταν το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας των Σκλαβογιάννη, θα υποθηκευτεί από την Τράπεζα και οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας τους θα έχουν πάρει την κατιούσα. Ο Σάββας του εξομολογείται:

«Ένα χρόνο τώρα προσπαθώ να το πουλήσω. Μια πολυτελής μονοκατοικία στην οδό Κηφισίας, με δεκαοχτώ κύρια δωμάτια… Είναι δύσκολο. Πρέπει να βρεθεί κανείς παραλής, καμιά Πρεσβεία… Έχω κλείσει τις μισές κάμαρες κι από τους δεκατέσσερους υπηρέτες κράτησα τους πέντε. Το καλοριφέρ μόνο με καταστρέφει. Θέλει δυο τόνους ανθρακίτη το μήνα.

Προχώρησαν στο μικρό κήπο κι ανέβηκαν τη μαρμάρινη εξώσκαλα.

  • Αν πιάσω πέντε εκατομμύρια, θα είμ’ ευχαριστημένος. Έχω ένα οικόπεδο στην οδό Τσακάλωφ. Ναι, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που μ’ απομένει, μ’ αυτό εδώ (έδειξε το σπίτι). Θα χτίσω με τα χρήματα αυτά μια πολυκατοικία. Στο ένα πάτωμα θα μείνω και θα νοικιάζω τ’ άλλα. Ελπίζω να ξεκαθαρίζω 25 χιλιάρικα το μήνα. Κι άλλα 20 ο μισθός, κάνουν 45 χιλιάδες.

  • Τότε θα μπορείτε να ζήσετε με κάθε άνεση, παρατήρησε ο Γιούγκερμαν.

Ο Σάββας αναστέναξε.

–   Έχω κορίτσι σ’ ώρα παντρειάς. Με τι θες να το προικίσω; Φίλε Γιούγκερμαν, είναι πολύπλοκα τα ζητήματα…

            Η είσοδος, όλο μάρμαρο, με φόντο μία διπλή επίσης μαρμάρινη σκάλα, που ανέβαινε στο απάνω πάτωμα, έδινε εντύπωση μεγαλοπρέπειας. Δεξιά και αριστερά, δυο αγάλματα πολύ καλής τέχνης συμπλήρωναν το σύνολο. Πέρασαν στο γραφείο, ωραιότατο δωμάτιο, πολυτελέστατο, επιπλωμένο με σίγουρο γούστο. Βιβλιοθήκες βαρυφορτωμένες, ταμπλώ διαλεχτά. Ο Σάββας παρακολούθησε το εξεταστικό μάτι του Γιούγκερμαν.

– Εδώ μέσα, είπε, υπάρχουν έπιπλα, καλλιτεχνήματα, μπιμπελό και κοσμήματα δέκα εκατομμυρίων. Τόσα πλήρωσα. Μα τι θα εισπράξω αν τα πουλήσω; Πέντε; Έστω! Θα μπορούσα με το γενικό ξεπούλημα σπιτιού και περιεχομένου να ρευστοποιούσα δέκα εκατομμύρια και να τα τοποθετούσα σε σίγουρα ακίνητα. Μα αν αποφάσισα να πουλήσω το σπίτι, δεν τολμώ να ξανακάνω όλ’ αυτά, που αποτελούν την ψυχή μου…

   Έριξε γύρω του μια μελαγχολική ματιά.

–  Κι ύστερα, θα ήταν το τελειωτικό ηθικό χτύπημα. Το γενικό ξεπούλημα· η επίσημη πιστοποίηση της ξεπεσούρας μου. Δεν έχω το κουράγιο…».[6]

Ο Καραγάτσης, όντας ο ίδιος διανοούμενος, με πολυπρισματική μόρφωση και αστική κουλτούρα, προϋποθέτει και για τον αναγνώστη του τις αυτές προσλαμβάνουσες. Απευθύνεται σε ένα κοινό κατά βάση εγγράμματο με κοινωνικές δεξιότητες, καλλιεργημένο, οικειωμένο στην αστική νοοτροπία και τις συνδηλώσεις της, με ανάλογη γνωστική υποδομή. Απαιτούνται τρόπον τινά γνώσεις ιστορίας, ιστορίας της τέχνης, γλωσσομάθειας…, για να τον παρακολουθεί κανείς απρόσκοπτα. Η έννοια της αριστοκρατίας παίζει σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα[7].

Λόγου χάρη, στη συνέχεια της περιγραφής του αναφέρει: «Μετά το φαΐ μίλησαν ιδιαίτερα, καθώς περνούσαν στο σαλόνι – ένα σαλόνι Empire, αληθινό 100%. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην είχε κατασκευασθεί ανάμεσα 18 Ομιχλώδους και Εκατό Ημερών. Τα ταμπλώ ήταν του Gérard,του Géricault, του David (ένα σκίτσο του Junot αριστουργηματικό, και τα κεφάλια δυο ακροβολιστών της Φρουράς), με μοναδική χρονολογική ανορθογραφία μια πλατιά σύνθεση του Meissonier, καλοχρωματισμένη και συμβατική: η απόβαση του Fréjus[8]».

Edward Hopper

Η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα είναι ανυπέρβλητη. Το αποκόρυφο του νεοπλουτισμού θα αποτυπωθεί στη Villa Dinah, την εξοχική έπαυλη της οικογένειας στην Ακράτα της Αχαΐας. Πρόκειται για ένα υβριδικό συνονθύλευμα αρχιτεκτονικών στυλ, με μεγαλοπρέπεια μα χωρίς χαρακτήρα. Ο λόγος πάλι στον Καραγάτση:

«Η πόρτα ήταν μνημειώδης, με κλειδαριές και μάνταλα σκηνογραφίας μεσαιωνικού μελοδράματος. Ο θυρωρός είχε την εμφάνιση λησταντάρτη του μακεδονικού αγώνα. Σε μια γωνιά, ως μισή ντουζίνα δανέζικοι μολοσσοί ούρλιαζαν τραβώντας τις αλυσίδες τους. Όλα ήσαν επιδέξια σκηνοθετημένα. Ένας χαλικοστρωμένος δρόμος προχωρούσε ως μισό χιλιόμετρο, ανάμεσα σε δυο στοίχους κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά, βλάστηση ακαθόριστη· και στο βάθος – κανονισμένη προοπτική – η βίλα, καινούργια σκηνογραφία, είδος Πορτ Σαιν Μαρτέν: πύργοι, γοτθικές καμάρες, ανακατεμένες με μετόπες Αναγέννησης, ένας εξώστης μπαρόκ και γκαργκούγιες για τα νερά της βροχής. Κάτι το δυσπερίγραπτο»[9].

 Φλύαρη αρχιτεκτονική και παρεμβάσεις ευπρεπισμού στο περιβάλλον που υπογραμμίζουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία…

Αριστείδης Βαρούχας

Οι τόνοι αποκτούν πιο ζεστές αποχρώσεις στην περιγραφή της φύσης. Η ομορφιά του τοπίου αποδίδεται ειδυλλιακά. Ο Γιούγκερμαν, φιλοξενούμενος στη Βίλλα Ντάινα, θα απολαύσει μία ημερήσια κρουαζιέρα με τη βενζινάκατο του οικοδεσπότη. Εδώ ο Καραγάτσης αναδεικνύεται και πάλι γνήσιος εκφραστής της γενιάς του ’30:

«Η μηχανή βρυχήθηκε· κι ανοίχτηκαν με δεκαπέντε μίλια την ώρα. Ο πρωινός Μαΐστρος είχε υποχωρήσει σε απόλυτη απανεμιά. Ένα γαλάζιο κρύσταλλο ήταν ολόκληρος ο Κορινθιακός. Από  τ’ ανοιχτά ο Βάσιας μπόρεσε να χαρεί το σύνολο της εικόνας. Οι ακρογιαλιές της Ρούμελης γυμνές, άδροσες, απόκρημνες, πιεσμένες από τον όγκο του Παρνασσού. Απ’ την άλλη μεριά τα μοραΐτικα περιγιάλια καταπράσινα, γραφικά, με τα βλαστερά βουναλάκια, που δω και κει κατεβαίνουν το κύμα, σε καταρράκτη πράσινο. Ο Χελμός, κοντινός και μεγαλόπρεπος, έδειχνε τις βραχιασμένες χαράδρες του. Δεξιότερα – και πολύ μακρύτερα – ο ασαφής και βαρύς όγκος του Παναχαϊκού. Καθώς σ’ ανατολή και δύση η θάλασσα κλεινόταν από τον ισθμό της Κορίνθου και το στενό του Ρίου, το ξεγελασμένο μάτι θαρρούσε πως βρισκόταν σε λίμνη με θαλάσσιες οσμές. Ο Βάσιας κοιτούσε τα πάντα γοητευμένος. Είχε καιρό ν’ αλλάξει περίγυρο».

Ιάκωβος Ρίζος

Ο Γιούγκερμαν θα συναντηθεί με τους Σκλαβογιάννηδες ως εκπρόσωπος της Τράπεζας Εμπορικών Παροχών, όταν οι τελευταίοι θα προσπαθήσουν να επιτύχουν περαιτέρω πίστωση με ένα νέο κολοσσιαίο δάνειο. Το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν είναι πλέον εμφανές. Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση,  ο Σάββας «δεν κυκλοφορούσε ανάμεσα Ακράτα – Πειραιά παρά μόνο με την «Belle Hélène», το γιωτ του, πληρώνοντας κάθε φορά δέκα χιλιάρικα για διόδια της Διώρυγας», ενώ ο Ντίνος Σκλαβογιάννης είχε πάει στο Lido της Βενετίας για τις καλοκαιρινές του διακοπές, επειδή βαριόταν την Ελλάδα. Η χλιδή της καθημερινότητάς τους είναι εξωφρενική. Ο Βάσιας θα τους εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα αυτού του συμβιβασμού θα είναι φυσικά αζημίωτο για την τράπεζα: τα εργοστάσια υποθηκεύονται έως την αποπληρωμή των δανείων μακροπρόθεσμα. Οι Σκλαβογιάννηδες σύρονται σε οικονομική αιχμαλωσία.      

Γιάννης Τσαρούχης

Ανάμεσα στους τρεις αδελφούς Σκλαβογιάννη, τον Αριστοτέλη, το Σάββα και τον Ντίνο, οξύτερος ήταν ο ανταγωνισμός των δύο τελευταίων. Ο Ντίνος είχε καταπιεστεί, καθώς «εγωκεντρικός και ματαιόδοξος σαν όλους τους Σκλαβογιάννηδες, δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί την πρωτοκαθεδρία του Σάββα στη Γενική Διεύθυνση. Ο αδελφός του, πιο εγωκεντρικός κι αυταρχικός ακόμα, τον επίεζε τον έπνιγε, τον παραπετούσε στη Θεσσαλονίκη και καρπωνόταν αυτός όλα τα έξτρα κέρδη της δουλειάς και τα ονόρια του αφεντιλικιού. Ο Ντίνος έβρισκε άδικη μία τέτοια κατάσταση, αφού στις ικανότητές του είχε απόλυτη πεποίθηση. Εξάλλου δεν ενέκρινε την πολιτεία του Σάββα. Ήταν τσιγκούνης κι έβλεπε το βάραθρο των περίφημων πιστώσεων. Ο αδύνατος όμως χαρακτήρας του κι η αυταρχική καταπίεση του Σάββα τον ανάγκαζαν σε ρόλο παθητικό· δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει, δεν είχε το κουράγιο. Αν προσθέσει κανείς την επιρροή της γυναίκας του – μιας όμορφης και τετραπέρατης Λευκαδίτισσας – που ο σνομπικός συναγωνισμός με τις συννυφάδες της την είχε ξεχαλινώσει σε σπατάλη, εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί ο Ντίνος είχε πέσει σε παθητικήν αντίδραση, είδος δυσαρέσκειας ανακατεμένης μ’ αδιαφορία».

Ο Σάββας, συν όλα τα άλλα, θα έχει να αντιμετωπίσει και μία οικογενειακή ανατροπή, που θα τον καταθλίψει. Η κόρη του, η Ελέν, παρασυρμένη ένα βράδυ από τη μέθη, θα  έχει μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την οποία κρύβει από τους δικούς της. Ο ίδιος θα πρέπει να αποδεχτεί το τελεσίδικο γεγονός και να συναινέσει σε ένα γάμο καθ’ όλα αταίριαστο, που τον επιβάλλει η πίεση των συνθηκών. Κάτι τέτοιο το θεωρεί πλήγμα συντριπτικό, που καταρρακώνει το κοινωνικό του γόητρο. Τον εκθέτει και τον απογυμνώνει. Η ρωγμή δε χαράζει απλώς τη βιτρίνα αλλά τη θρυμματίζει. Ο διάλογος ανάμεσα στο Βάσια και τον Ντίνο είναι αποκαλυπτικός:

« –     Μα τι τρέχει, τέλος πάντων;

  • Να! Η Ελέν είναι επτά μηνών έγκυος.

Απόμεινε αμίλητος. Στα χοντρά μάγουλά του περιδιάβαζε ένα νευρικό τικ.

  • Αδύνατο να το φανταστώ, μουρμούρισε. Τον καημένο το Σάββα… Τον λυπάμαι ολόψυχα. Αυτό θα είναι το τελειωτικό χτύπημα…

  • Μα γιατί; Μην είσαστε υπερβολικός!

  • Δεν είμ’ υπερβολικός· μα ξέρω τι σημασία έδινε ο Σάββας στα όσα αφορούν την εξωτερική αξιοπρέπεια. Πώς να σου πω; Ένα είδος μεγαλοαστικής βιτρίνας. Εκείνο που λεν οι Γάλλοι «paraître».

  • Κάτι έχω καταλάβει.

  • Το οικονομικό κατρακύλισμα ήταν το πρώτο χτύπημα. Δεν νοιαζόταν τόσο για τη σχετική στέρηση των αγαθών, στα οποία δεν έδινε και μεγάλη σημασία· μα η χαμένη αίγλη του πλούτου κι η συναίσθηση της ευθύνης του για την κατάρρευση, τον κλόνισαν τρομαχτικά. Και τώρα δεν είναι τόσο η ηθική μεριά της βρωμοϊστορίας αυτής που τον ταράζει· δε νοιάζεται για το ηθικό κατάντημα του παιδιού του, για το μαγάρισμα της κόρης του από ένα σιχαμερό παλιάνθρωπο. Εκείνο που τον κλονίζει συθέμελα, είναι η ανάγκη να παραδεχτεί ένα γάμο κατώτερο… Η βιτρίνα, αγαπητέ μου, η βιτρίνα! Είμαι βέβαιος πως αν ο Σάββας μπορούσε ν’ αποφύγει αυτό το γάμο, έστω και σκοτώνοντας το παιδί της κόρης του, δεν θα δίσταζε. Μια ζωή δεν έχει γι’ αυτόν σημασία, παρά όταν πρόκειται να σωθεί η βιτρίνα· κι ας είναι το μαγαζί οχετός.

   Ο Βάσιας τον άκουγε σιωπηλός. Κι ο Ντίνος συνέχισε:

–    Δεν κάνω καλά να μιλάω έτσι για τον αδελφό μου· μα πέρασα μια ολόκληρη ζωή πίκρας και καταπίεσης. Πρώτα ο πατέρας με τις στενές αντιλήψεις του, την τυραννική επιβολή του. Ύστερα ο Σάββας με την οίηση, τη μεγαλορρημοσύνη, τη βιτρίνα. Έβλεπα την καταστροφή να’ ρχεται και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα! Τίποτα! […] Τώρα τον λυπάμαι, τον λυπάμαι κατάκαρδα. Δε θα μπορέσει να ζήσει πολύ. Η βιτρίνα έσπασε και το άθλιο παλιομάγαζο είναι δοσμένο στα μάτια του πλήθους. Τι κρατάει πια στη ζωή το Σάββα Σκλαβογιάννη;».

Παρεμφερείς θα είναι και οι σκέψεις του Γιούγκερμαν για το Σάββα, όταν η καταχρεωμένη επιχείρηση θα υπαχθεί σε καθεστώς αναγκαστικού οικονομικού ελέγχου από την Τράπεζα: «Και συλλογιζόταν ο Βάσιας: πώς αυτός ο άνθρωπος, που είχε τόση μόρφωση, τέτοια αντίληψη – ο άνθρωπος που σηκωνόταν ολόκληρα μέτρα πάνω από το πλήθος των συναγωνιστών του, κατόρθωσε να μουφλουζέψει μια επιχείρηση σίγουρη 101%; Ποιος δαίμονας τον παρέσυρε στο βάραθρο της καταστροφής; Η φιλοδοξία; Όχι. Κάτι χειρότερο: η ματαιοδοξία. Η μανία να θαμπώσει τη λεγόμενη «κοσμική Αθήνα». Δηλαδή κολοκύθια με τη ρίγανη».

Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» σήμερα

            Όμως όλα αυτά θα συμβούν δυο χρόνια αργότερα. Προς το παρόν η ζωή κυλάει ξέγνοιαστα και απροβλημάτιστα. Οι αστικές οικογένειες των Αθηνών και οι γόνοι τους διάγουν βίο ανέφελο, περνώντας ευχάριστα τον καιρό τους σε parties, σε dînés και σε βραδιές χαρτοπαιξίας. Συχνάζουν στο «King George»  και το «GB Corner»  ή παίρνουν το τσάι και τον καφέ τους παραδίπλα, στου «Zonar’s» ή στου «Φλόκα». Είναι θαμώνες στα περίφημα καμπαρέ του μεσοπολέμου με τις θεαματικές διεθνείς attractions. Περνούν πάντα από το «Tennis Club» δίπλα στο Καλλιμάρμαρο.

Το καλοκαίρι ανυπερθέτως κατηφορίζουν στο Δέλτα του Φαλήρου και παρευρίσκονται στις λαμπρές δεξιώσεις του «Ιππικού Ομίλου». Τα ραντεβού των θερινών διακοπών δίνονταν πάντα στο «Cecil» στην Κηφισιά και στο «Ποσειδώνιον» στις Σπέτσες. Αργότερα θα προστεθούν σε αυτά η Πορταριά του Πηλίου, η Ύδρα και η Μύκονος. Οι πλέον ευκατάστατοι επιλέγουν τα διεθνή θέρετρα της ιταλικής και γαλλικής ριβιέρας. Η κοσμική ανθρωπογεωγραφία έχει στεγανά, είναι απολύτως chic και κάθε bon viveur που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να παρακολουθεί αυτά τα  events, για να βρίσκεται κάθε φορά to the right place to be seen. Το ταξικό αυτό στρώμα διασκεδάζει με χαλαρούς ρυθμούς και είναι ανυπόφορα snob.

Το προσωπικό του «Zonar’s» στραμμένο προς το φωτογραφικό φακό

Το δείγμα γραφής είναι απτό:

«Το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός αυτής της περιόδου ήταν ο τοκετός της Ελέν. Γέννησε ένα χαριτωμένο μελαχρινό αγοράκι, φτυστός ο μπαμπάκας του. Όλα αυτά γίνηκαν εν κρυπτῷ και παρασβύστῳ· μα ο Σάββας κρατούσε τον Βάσια ενήμερο. Τώρα, περίμεναν να σηκωθεί η λεχώνα, για να γίνουν οι γάμοι. Οι νεόνυμφοι θα’ φευγαν στην Ευρώπη, και ξοπίσω τους η νταντά με το παιδί. Θα έμεναν έξω δύο χρόνια· και θα γύριζαν με το διάδοχο, που υποτίθεται πως γεννήθηκε εις Παρισίους.

            Ο Βάσιας άκουγε όλ’ αυτά τα σατανικά σχέδια με επιεική σκεπτικισμό. Τίποτα δεν ωφελούσε. Είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν κιόλας, στους κύκλους της «G.B», τα πρώτα ασαφή κουτσομπολιά. Μα δεν ήθελε να βγάλει τον δύστυχο πατέρα από την επίμονη πλάνη του.

            Οι γάμοι της Ελέν με τον Φαναριώτη γίνηκαν στα μέσα Αυγούστου. Κάτι το απλό και σικ. Λίγος κόσμος, μα διαλεχτός, τουαλέτες εντυπωσιακές, ζακέτες old fashion. Όπως όλοι οι άνθρωποι, που έχουν μια θέση στην αθηναϊκή σνομπαρία, οι δυο ερωτευμένοι παντρεύτηκαν στον Αη–Δημήτρη το Λουμπαρδιάρη, και στις 11 π.μ. Βέβαια, η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για réunion mondaine. Όσοι δεν πήγαν στο Karlsbad, βρίσκονταν στη Μύκονο. Οπωσδήποτε η Κηφισιά είχε μερικές εφεδρείες, που ήρθαν φυσικά πάνοπλες με τα πιο sensationels ensembles. Δεν ακολούθησε δεξίωση. Πού να πας τόσον κόσμο μ’ αυτήν τη ζέστη; Έγινε μόνο μια cérémonie πολύ dans le ton, πολύ chic και couleur locale, μα τίποτα παραπάνω. Οι προσκαλεσμένοι πήραν την μπονμπονιέρα τους και απήλθον εις τα ίδια. Το ίδιο έκαναν κι οι νεόνυμφοι· ίσα ίσα ν’αλλάξουν και να πάρουν το Λόυντ Τριεστίνο».

Το «Cecil» στην Κηφισιά. Σύγχρονη όψη.

Στη «Μαντάμ Σουσού» (1940) το είδωλο αυτό του νεοελληνικού,  επαρχιακού, κοσμοπολιτισμού προβάλλεται ανεστραμμένο. Εδώ επιστρατεύεται ως εκφραστικό μέσο η παρωδία. Ο συγγραφέας μετέρχεται την ειρωνεία, για να σαρκάσει γνώριμες παθογένειες.  Η Σουσού θα πλουτίσει όψιμα και απροσδόκητα. Θα προσπαθήσει να εισέλθει στην υψηλή κοινωνία της εποχής και να αλώσει, «να εμπατάρει», όπως λέει η ίδια, το Κολωνάκι. Είναι αναγκαίο όμως να διαμορφώσει και να καλλιεργήσει επιδέξια το μύθο της. Τα λίγα χιλιόμετρα που χωρίζουν τον Κολωνό από το Κολωνάκι απέχουν έτη φωτός ως προς την ταξική τους υπόσταση.

Μέχρι να αποπερατωθεί η κατασκευή και διακόσμηση «των μεγάρων της», του διπλού οροφοδιαμερίσματος που αγοράζει στην Πατριάρχου Ιωακείμ πάνω ακριβώς στην πλατεία Κολωνακίου, διαμένει σε σουίτα στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». (Μετ)ονομάζεται πλέον Σούζυ, δηλώνει belle divorcée και αφήνει να πλανάται γύρω της η φήμη ότι είναι δήθεν βαθύπλουτη ελληνίδα κληρονόμος άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα «από τας Ινδίας».

Έχει ήδη πάρει διαζύγιο από τον άντρα της, τον καλοπροαίρετο και αγαθό Παναγιωτάκη, που ήταν ιχθυοπώλης ή κατά τη Σουσού «μεγαλέμπορος θαλασσίων ειδών». Ο Παναγιωτάκης την αγαπάει βαθιά και η ίδια η Σουσού τον εγκαταλείπει με πόνο ψυχής, προτείνοντάς του μάλιστα ένα γενναίο χρηματικό ποσό από την κληρονομιά. Είναι πολύ λαϊκός και πολύ «Μπυθουλαίος», για να την ακολουθήσει στη νέα της ζωή. Η αριστοκρατία εκτός από χλιδή προϋποθέτει αβρές χειρονομίες και ανάλαφρο περπάτημα.

Το «Ποσειδώνιο» στις Σπέτσες

Ο «Μπύθουλας» αποτελεί λεκτικό επινόημα της Σουσούς και δεν είναι τίποτε άλλο παρά εξευγενισμένη παρωνυμία της περιοχής της Ακαδημίας Πλάτωνος, του Βούθουλα δηλαδή, επί το «γαλλικότερον». Οι συνοικίες κάτω από την Ομόνοια, όπως ο Κολωνός και η Ακαδημία Πλάτωνος, είναι τρόπον τινά πιο «βυθισμένες», δηλαδή γεωγραφικά βρίσκονται σε χαμηλότερο υψόμετρο:

«Βούθουλας[10]. Κακόηχη της φαινόταν η λέξη. Δύο «ου» στη σειρά έδιναν λαϊκή απήχηση στο όνομα που άγγιζε τα όρια του χυδαίου μ’ εκείνο το βάρβαρο βήτα στην αρχή. Το «μπυ» της πήγαινε καλύτερα. Ήταν πιο σικ. Είχε έστω και μια ελαφριά ανάμνηση από την αξιαγάπητη πατρίδα του Ρακίνα. Μπύθουλας! Έτσι τον προτιμούσε η Σουσού. Και της φαινόταν πως με τη μικρή εκείνη λεκτική διόρθωση γινόταν πιο ευπρόσωπη η αθλιότητα της γειτονιάς, όπου γεννήθηκε και ζούσε. Γιατί η Σουσού ήταν το ακριβό άνθος της ιστορικής εκείνης γης, όπου πριν από χιλιάδες χρόνια φιλοσοφούσαν άνθρωποι σπουδαίοι και όπου σήμερα, δυστυχώς, κατοικούσαν λαϊκοί τύποι και τσοκαρίες». 

Κώστας Παπανικολάου «Da Capo»

Η Σουσού, λοιπόν, αποφασίζει να παντρευτεί για δεύτερη φορά «σύζυγον αριστοκρατικόν» με σπουδαίο επώνυμο. Πρόκειται για το Μηνά Καντακουζηνό, έναν απατεώνα ολκής με κοσμοπολίτικο λούστρο και φίνους τρόπους. Ο γάμος δε θα τελεστεί στου Φιλοπάππου, όπως εκείνος της Ελέν, ούτε στον Άγιο Διονύσιο της Σκουφά, όπως συμβαίνει με τη σημερινή elite (;), αλλά στον Άγιο Σώστη της Λεωφόρου Συγγρού. Η περιγραφή είναι ευθύβολη, αποκρυσταλλώνεται σε ένα είδος λογοτεχνικής ρητορείας. Ο Ψαθάς, πέρα από το χιούμορ και τη σάτιρα, πραγματικά αγαπά την ηρωίδα του και την περιβάλλει με τρυφερότητα. Ψυχαναλυτικά την αντιμετωπίζει με γνήσια ενσυναίσθηση (empathy):

«Κι επιτέλους! Ανέτειλε η μεγάλη εκείνη μέρα. Ω, μεγάλη μου Σουσού!… Ω, ασύγκριτε τύπε μου, εκατό φορές γυναίκα απ’ όλες τις γυναίκες, ω λαμπρόν άστρο ανάμεσα στα εκατομμύρια των θηλυκών, που λάμπουν στο στερέωμα και σβήνουνε μπροστά σου, άφθαρτη κι απερίγραπτη γόησσα του Βούθουλα, πού να βρεθεί ποιητής να σου τονίσει το χαρούμενο επιθαλάμιο; Πού να βρω εγώ ο φτωχός σου βιογράφος τη δύναμη να σου τραγουδήσω τον Υμέναιο; Από πού ν’ αντλήσω δυνάμεις, για να σου συνθέσω το γαμήλιο εμβατήριο σ’ αυτό το όνειρο του ανοιξιάτικου απογεύματος;

            Ξύπνα Σαίξπηρ! Κι εσύ σκιά του Μέντελσον ψάξε να βρεις καινούργιες μελωδίες. Ξύπνα Ανακρέοντα, Πίνδαρε, Στησίχορε κι εσύ Σαπφώ, που ύμνησες στα επιθαλάμιά σου τα κάλλη των νεονύμφων, ελάτε ν’ αποτελέσετε τον πανηγυρικό χορό των υμνωδών σ’ αυτό το μέγα γεγονός.

             Νάτη που κατεβαίνει απ’ τα μέγαρα.

            Αστράφτει η λιμουζίνα έξω απ’ τα μέγαρα. Με χρυσά σιρίτια στο καπέλο, σαν στρατηγός με τη μεγάλη του στολή, φαντάζει ο Παμεινό στο βολάν. Λαμπάδα στην πόρτα της λιμουζίνας ο Λεό [ο διορισμένος από την ίδια ως «αρχιπρωτοκολλοφύλαξ των μεγάρων» της]. Κι εμφανίζεται η κυρία. Παράστημα ασύγκριτο. Το χιονάτο νυφικό κυλάει σαν καταρράχτης άσπρων λουλουδιών στο σώμα το αλαβάστρινο [Η Σουσού είχε παραγγείλει το νυφικό της φόρεμα στο διάσημο παρισινό οίκο υψηλής ραπτικής Καμπαρελί· η ίδια η μαντάμ Καμπαρελί, φιλοξενούμενη της Σουσούς στην Αθήνα έναντι αδρότατης αμοιβής, επέβλεπε με τρεις βοηθούς της την προετοιμασία]. Κάτασπρα γάντια σκεπάζουν σα μαργαριταρένιος αφρός θάλασσας ανοιξιάτικης τα λεπτά της κρινοδάχτυλα. Εκεί πάνω στο περήφανο μέτωπο, απ’ όπου πέφτει αραχνοΰφαντο το πέπλο, μια ιδιότροπη γιρλάντα από άνθη λεμονιάς δίνει έναν τόνο ολύμπιας επιβλητικότητας στο όλον της.

            Δεν πήγα, αδελφοί μου, στους γάμους του Δία και της Ήρας. Αλλά μπορώ να ορκιστώ στον πατέρα των θεών ότι σε μεγαλοπρέπεια και πόζα έφαγε τη μητέρα των θεών η τέως πυργοδέσποινα του Βούθουλα. Γύρω – γύρω στα παράθυρα της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ βγήκε ολόκληρη η αριστοκρατία και θαύμαζε, όπως άλλοτε η τσοκαρία στα φτωχικά παράθυρα του «πτωχοκομείου» [έτσι προσαγόρευε η Σουσού τους γείτονές της αλλά και τους κατοίκους του Βούθουλα συνολικά].

Κι ήταν να μη θαυμάζεις;

             Το ύφος της είχε κάτι το υπερκόσμια μεγαλοπρεπές. Το βάδισμά της κάτι το ασύλληπτα επιβλητικό. Το μέτωπο ψηλά. Το μάτι χαμηλά. Όταν άπλωσε το άσπιλο γοβάκι της στο μαρσπιέ της λιμουζίνας της,  ο Μηνάς, με το μονόκλ, είχε εξαφανιστεί. Ούτε η Σουσού τον έβλεπε ούτε ο κόσμος.

            Ούρλιαξε το αμάξι και ξεκίνησε.

             Και από πίσω το δεύτερο αμάξι που κουβαλούσε το Σταθόπουλο [τον κουμπάρο]. Σταματούσε ο κόσμος, καθώς περνούσαν σαν αστραπές τα δυο αμάξια:

–    Μια νύφη!

–   Ποια είναι;

–   Δεν την ξέρετε;

–  Μα όχι. Ποια;

–  Μια μεγάλη, πολύ μεγάλη αριστοκράτις. Δεν έχετε ακουστά; Μαντάμ Σουσού τη λένε κι είναι από πολύ μεγάλο τζάκι. Ήτανε, λέει, ζωντοχήρα και σήμερα παντρεύεται…».           

Δημήτρης Ψαθάς

Ο κώδικας γλωσσικής επικοινωνίας είναι βασικά ελληνόφωνος, διανθισμένος όμως με λίγες αγγλικές λέξεις και άφθονες γαλλικές. Η άριστη γνώση της γαλλικής και ιδίως η άψογη προφορά αποτελούν προδιαγραφές εκ των ων ουκ άνευ για την παγίωση στην αθηναϊκή high society. Το Κολωνάκι, πάντα κοσμικό και αύταρκες, μιλάει πρωτευόντως γαλλικά. Η νεοελληνική άρχουσα τάξη οφείλει να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να χειρίζεται τα θέματά της πάντοτε με τακτ, στη διεθνή γλώσσα της διπλωματίας και της τέχνης, που θα παραμείνει κυρίαρχη και στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Ο Γιούγκερμαν, ως φιλλανδός ευγενής με καταβολές στη ρωσική προεπαναστατική αριστοκρατία, γνωρίζει τέλεια το savoir vivre, κατέχει το πρωτόκολλο και φυσικά συνεννοείται και στα γαλλικά. Για τη μαντάμ Σουσού όμως, που είναι νέηλυς σε αυτό το περιβάλλον, η ελλιπής γαλλομάθεια καταλήγει σχεδόν σε ταξικό κόμπλεξ. Συνιστά ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας, που πρέπει να λυθεί επειγόντως. Οι γαλλικούρες της – και αυτές ελλιπείς – με τίποτε δεν μπορούν να τη σώσουν. Με την καυστική του πένα ο Ψαθάς υπερθεματίζει:

«Καημός παλιός. Που έγινε εντονότερος απ’ τον καιρό που ήρθε το χρήμα ν’ αλλάξει ριζικά τη ζωή της μεγάλης δέσποινας. Εκεί κάτω στην ιστορική συνοικία του Βούθουλα το πράμα δεν εμφανιζόταν κατεπείγον. Άλλωστε τσάτρα – πάτρα κάτι κατάφερνε η Σουσού. Από κάτι «παρντόν» και «μερσί» και «ουί» και «νο» ήταν εντάξει. Κι ούτε της χρειάζονταν περισσότερα. Στον τόπο μας όμως συμβαίνει το περίεργο, όσο ανεβαίνει κανένας τις κοινωνικές βαθμίδες, τόσο να πληθαίνουν τα γαλλικά. Εκεί στην καρδιά της αριστοκρατίας, όπου έφτασε η Σουσού, δε μιλούσαν άλλη γλώσσα από τη γλώσσα του Ρακίνα.

             Όλα καλά και τα μέγαρα κι οι υπηρέτες. Και τα πρωτόκολλα κι οι τουαλέτες. Και το τουπέ. Κι οι επιδεικτικοί περίπατοι με την κούρσα και με το σκυλί, που το κρατούσε υπηρέτης επί τούτῳ. Ένιωθε όμως η Σουσού ακόμη την απουσία μερικών πραγμάτων απαραίτητων. Ανάμεσα σ’ αυτά την πρώτη θέση είχαν τα γαλλικά, με τα οποία για πρώτη φορά ήρθε αντιμέτωπη μέσα στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». Τα κελαηδούσαν τόσο ωραία γύρω της. Και στενοχωριόταν. Τα γαλλικά ήταν η «μητρική γλώσσα της αριστοκρατίας» και τα δικά της τής φαίνονταν τώρα λίγα. Πολύ δύσκολη ήταν η θέση της σαν έτρωγε πλάι σε παρέα που τα μιλούσε γρήγορα. Άλλοτε σήκωνε τα φασεμέν, κοιτούσε με περιφρόνηση κι ύστερα τα κατέβαζε μουρμουρίζοντας. […]

Άλλοτε, σαν μιλούσαν πάλι και χαχάνιζαν, για να μην προδοθεί πως δεν καταλάβαινε, άφηνε ένα αδιόρατο και αξιοπρεπές χαμόγελο που σήμαινε βέβαια ότι, – αστείο πράγμα! –  όλα τα καταλαβαίνει. Αυτά όμως δεν μπορούσαν να τραβήξουν έτσι. Είδος πρώτης ανάγκης ήταν τα γαλλικά στην οδό Πατριάρχου Ιωακέιμ. Χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα παραπέρα. Γι’ αυτό αποφάσισε να τα μάθει όσο γινόταν γρηγορότερα, και κάλεσε στα μέγαρά της με κάθε μυστικότητα έναν καθηγητή της γαλλικής».

Η ηρωίδα βέβαια χάρη στον εκκεντρικό και παράφορο χαρακτήρα της θα επιβιώσει στο αδηφάγο Κολωνάκι· όχι μόνο αυτό αλλά θα καταφέρει να επιβάλλει την ιδιόλεκτό της ως μόδα, ως τον εναλλακτικό façon de parler à la Soussou. Η αυτοπεποίθησή της είναι τεράστια. Σχεδόν σοφιστικά θα μεταστρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα[11].

            Δίπλα και παράλληλα με αυτό το κατεστημένο, στα δύσκολα χρόνια του μεσοπολέμου, θα αναδειχθούν και κάποια «νέα τζάκια», άνθρωποι τυχάρπαστοι, απαίδευτοι και επικίνδυνοι. Το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανές. Θα το συναντήσουμε μεταπολεμικά στους κατοχικούς μαυραγορίτες. Θα το ξαναβρούμε, εξίσου άγαρμπο αλλά πιο απαλυμένο, στα χρόνια μετά το 1980. Νέο χρήμα, νέοι άνθρωποι, νέα ήθη. Θυμίζουν τους πραιτωριανούς και τους novi homines στη Ρώμη την εποχή του Μάριου. Θα αναζητήσουν, αν όχι θα διεκδικήσουν, μία στέρεη θέση στον κοινωνικό ιστό και στους μηχανισμούς της εξουσίας. Θα επιβάλλουν ασφαλώς την ηθική και την αισθητική τους. Η πείνα είναι πάντα αρπακτική. Ακόμη κι όταν κορεστεί, δε συγκαλύπτεται.

Σταδιακά, αυτοί οι τύποι, οι κοινωνικά αναρριχώμενοι, αποθρασύνονται και γίνονται ακόμη πιο αλαζονικοί. Σκληρός ανατόμος των κοινωνικών μετασχηματισμών ο Καραγάτσης θα εντοπίσει το φαινόμενο και θα το στηλιτεύσει:

«Εκείνον τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσεις ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το’ χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη  κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρκτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια – Ραφήνα και Σκαραμαγκά – που ο μη εκατομμυριούχος μονάχα στ’ όνειρό του μπορούσε να τα ιδεί. Ήσαν εκεί κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές. Είχαν και κάτι βρωμερές «αίθουσες δι’ οικογενείας», με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο, από τ’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.

            Σε τούτα τα κέντρα σπαταλούσαν τα εκατομμύριά τους οι νεόπλουτοι, τρώγοντας μπαρμπούνια, πίνοντας σταφιδίτη κι αγκαλιάζοντας χυδαίες τσούλες. Ήταν η εποχή που οι διάφορες γκιόσες της οπερέτας μασούσαν το χιλιάρικο (σαράντα χρυσές λίρες) σα μαρουλόφυλλο· που το νεοφερμένο πόκερ τάραζε τα πορτοφόλια· που η διαδρομή με το μόνιππο στοίχιζε μια περιουσία· που για ν’ αγοράσεις εκατό δράμια τυρί έπρεπε να κάνεις τεμενά στον μπακάλη· που ο παλιός «καλός κόσμος» κλείστηκε στα σπίτια του τρομαγμένος, παρατώντας τα πάντα στη διάθεση των νεόπλουτων και των καταφερτζήδων [ή και αεριτζήδων, όπως θα λέγαμε σήμερα]· και που ξαναβγήκε από τα σπίτια του μόνο όταν, πολύ μετά την καταστροφή του ʼ22, ήρθε κάποια ηρεμία, για ν’ αναγνωρίσει τους κατακτητές, να τους προσκυνήσει και να τους τοποθετήσει δίπλα του –  μια ιδέα ψηλότερα, καθώς αρμόζει στον παρά».

Οποιαδήποτε σχέση με τη μεταγενέστερη ή και την τρέχουσα πραγματικότητα, ασφαλώς δεν είναι συμπτωματική[12].

Ο Γιούγκερμαν περνώντας «δια πυρός και σιδήρου» θα κατορθώσει τελικά να επιβιώσει αλλά και να επιβληθεί. Τον βοηθά αποφασιστικά η εγγενής ευφυΐα που διαθέτει, οι πλούσιες εμπειρίες και ο αρριβισμός του. Με έξυπνα υπολογισμένες κινήσεις και ακαταπόνητη φιλοδοξία, με ελιγμούς και διαγκωνισμούς των αντιπάλων του, θα καταφέρει να ανέλθει στην ύπατη θέση του Διοικητή της Τράπεζας. Ο επιτυχής χειρισμός της περίπτωσης Σκλαβογιάννη τον καθιέρωσε.

Η στάση ζωής του είναι αριστοκρατική. Διαθέτει υπηρετικό προσωπικό, έχει λιμουζίνα με σοφέρ και ντύνεται εξαιρετικά, με το λιτό chic που επιβάλλει η κλασική κομψότητα. Βιώνει πλέον μία εκλεπτυσμένη καθημερινότητα:

«Ο καμαριέρης υποκλίθηκε σιωπηλός και ατάραχος, ανάλογα με τα πέντε χιλιάρικα του μηνιάτικου μισθού του. Άνοιξε το παράθυρο κι ένας θερμόχρωμος χινοπωριάτικος ήλιος – ήλιος αθηναϊκός – χίμηξε στην κάμαρα. Ύστερα βγήκε αθόρυβος, για να εκτελέσει τις άλλες διαταγές.

            Ο Γιούγκερμαν ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια και χασμουρήθηκε με ανία […]. Άπλωσε το χέρι του στο πλαϊνό τραπέζι, πήρε τσιγάρο από ένα κουτί – ιαπωνική λάκα κόκκινη, με incrustations λευκών πελαργών, αυθεντικό κομμάτι του δέκατου έκτου αιώνα – και τ’ άναψε μ’ ένα μεγάλο χρυσό αναπτήρα Dunhill. Παλιά συνήθεια φαρμακωμένου νικοτινομανούς: να καπνίζει μόλις ξυπνήσει, νηστικός.

             Ο καμαριέρης ξαναμπήκε φέρνοντας το μπρέκφαστ σε ασημένιο σκαλιστό σερβίτσιο· και σ’ ένα δίσκο επίχρυσο, τις εφημερίδες. Ακούμπησε όλ’ αυτά σ’ ένα τραπέζι από καλοδουλεμένο pallisandre με λαστιχένιες ρόδες, και το κύλησε πλάι στο κρεβάτι του κυρίου του.

–   Ευχαριστώ· δε θέλω τίποτ’ άλλο. Ετοίμασέ μου το γκρι κοστούμι με την ελαφριά μπλε ρίγα. Πουκάμισο γαλάζιο· γραβάτα προς το κόκκινο σκούρο με μπλε· κάλτσες γκρίζες και παπούτσια καφέ, demisport. Κάνει ψύχρα;

–   Όχι, κύριε. Ο καιρός είναι γλυκός.

–  Τότε καπέλο σταχτί ανοιχτό, με κατεβατό μπορ· και γάντια κίτρινα chamois».

Jacqueline Osborn

Ο Βάσιας πάντως, χάρη στις καταβολές του, ξέρει να κάνει τη διαφορά. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι έλληνες αστοί είναι αυτοδημιούργητοι. Θα εκπλαγεί ευχάριστα, όταν διαπιστώσει ότι ο φίλος του Μιχάλης Καραμάνος προέρχεται από οικογενειακό περιβάλλον με παράδοση αυθεντικά και διαχρονικά μεσοαστική:

«Το σαλόνι ήταν μικρό, με χαμηλό ταβάνι. Η επίπλωση δεν είχε τίποτα το λαμπρό. Παλιά πράματα, σκοτεινά και μισόχρωμα. Μα μια καλύτερη εξέταση άλλαζε την πρώτην εντύπωση. Έβλεπε κανείς πως όλα αυτά ήταν πραγματικά παλιά, φτασμένα στη σημερινή μέρα σε κοινή ομάδα, κι όχι μαζεμένα από διαφορετικές προελεύσεις και σ’ ετερόκλητο σύνολο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έπρεπε να είχαν περάσει ζωές ανθρώπων· κι ο χρόνος έβαλε ομοιόμορφη σφραγίδα σ’ όλα τούτα τ’ αντικείμενα. Βέβαια, βρίσκονταν στο δωμάτιο και πράματα νεότερα, μα απομονωμένα σε ορισμένους χρονολογικούς σταθμούς. Κι ήταν φανερό πως τα νεότερα προστέθηκαν στα παλιότερα για συμπλήρωση βιοτικών αναγκών· και όχι τα παλιότερα στα νεότερα, για ικανοποίηση ματαιοδοξιών. Μα πάνω απ’ την παλιοσύνη των αντικειμένων υπήρχε το καλό γούστο. Όχι το γούστο του τωρινού συλλέχτη· μα γούστο τριών και τεσσάρων γενεών, που δημιούργησαν το περιβάλλον, για να ζήσουν μέσα σ’ αυτό, και όχι για να το δείχνουν.  

            Ο Βάσιας, με μια ματιά, κατάλαβε πού βρίσκεται. Το ξάφνιασμά του ήταν μεγάλο, γιατί ποτέ, ως σήμερα, δεν του είχε μιλήσει ο φίλος του για την οικογενειακή του ιστορία. Νόμιζε τον Μιχάλη σαν ένα φρεσκοδημιούργητο αστό, όπως είναι το 99% των Ελλήνων. Στους τοίχους, τέσσερις μεγάλες προσωπογραφίες· κι άλλες πολλές φωτογραφίες στις εταζέρες, μαρτυρούσαν το αντίθετο, δηλαδή την ύπαρξη ανώτερου οικογενειακού πολιτισμού εκατό χρόνων και πλέον. Το παλιότερο χρονολογικό τεκμήριο ίσως να ήταν μια μικρή ελαιογραφία, που παρίστανε έναν κύριο με φαβορίτες, τεράστιο κολάρο και κωνικό καπέλο με πόρπες. Έναν κύριο σαν τον Βέρθερο, τον Μπαρρά και τον Μπράμελ.

            Ο Βάσιας δεν έκανε καμιάν άτοπη ερώτηση. Ούτε θέλησε να μάθει πώς ένας Ρωμιός του 1795 έτυχε να είναι ντυμένος σαν incorrigible του Διευθυντηρίου. Άρχοντας κι αυτός – από τη φυσική μητέρα του και το νόμιμο πατέρα του – ήξερε να κρίνει τους ανθρώπους της τάξης του.

            Εκείνο που μόνο ένας οξυδερκής παρατηρητής μπορούσε να διαπιστώσει, ήταν πως ποτέ η οικογένεια των Καραμάνων δε γνώρισε το μεγάλο πλούτο. Το σερβίτσιο του φαγητού π.χ., στην εποχή που βγήκε από τα εγγλέζικα εργοστάσια (το 1850 πάνω κάτω) είχε μια μέση αγοραστική αξία. Τα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από τότε, το’ φεραν στην πρώτη σειρά της πολυτέλειας και του καλού γούστου. Στο τραπέζι των Σκλαβογιάννηδων θα μαρτυρούσε πως αγοράστηκε μόλις χτες, για εκατό λίρες [προφανώς σε κάποια αντικερί ή Οίκο Δημοπρασιών του εξωτερικού]. Στο τραπέζι των Καραμάνων έλεγε πως αγοράστηκε το 1850, από κάποιον Καραμάνο, για δέκα λίρες».

Εμμονή στη λεπτομέρεια από τον Καραγάτση, σχεδόν νατουραλιστική, εκτίμηση στον ντιλεταντισμό και την υψηλή vintage αισθητική· ακριβώς όπως ο βρετανός δανδής Τζο Μπράμελ, ο επονομαζόμενος «Beau Brumel», που εισηγήθηκε την έννοια της μόδας στο ανδρικό ντύσιμο και μνημονεύεται εδώ. Αναμφίβολα, ο Γιούγκερμαν διαθέτει τις προδιαγραφές.

Επιλέγει ωστόσο τους χαμηλούς τόνους. Δίνει έμφαση στη δημόσια εικόνα του και αντιλαμβάνεται ότι η τήρηση ενός εκλεκτικού low profile εξυπηρετεί καλύτερα τους στόχους και τις προοπτικές του: «Το πρόγραμμά του ήταν να περνάει για grand seigneur, που από ιδιοτροπία ζούσε με διάκριση και χωρίς κοσμική λάμψη. Κι αυτό το σύστημα ακριβώς δημιούργησε γύρω του μια συμπαθητική ατμόσφαιρα.: «Ο Γιούγκερμαν; Έξυπνος άνθρωπος, πολύ ικανός, εξαιρετικά αξιοπρεπής». Αυτή ήταν η κοινή γνώμη.

            Για να είναι συνεπής στις κοινωνικές υποχρεώσεις του προτιμούσε ν’ ανταποδίνει τις περιποιήσεις έξω απ’ το σπίτι του: μια εκδρομή, ένα τραπέζι στην Τζι Μπι, ή στο Σέσιλ και πάντα σε περιορισμένο κύκλο. Μόνο μια φορά το χρόνο δεχόταν στη βίλα της Καστέλας: ένα μεγάλο επίσημο δείπνο, για τριάντα πρόσωπα. Τουαλέτες, φράκα, menu εξαίρετο, κρασιά διαλεγμένα, ατμόσφαιρα πολυτέλειας, καλαισθησίας και καλού τόνου. Ίσα ίσα για να δείξει στον κύκλο των φαμπρικατζήδων πως ήξερε να ζει τη μεγάλη ζωή, σαν ήθελε. Μα δεν ήθελε. Προτιμούσε τη μισόχρωμη υπόσταση του μετρημένου ανθρώπου. Βέβαια όλες αυτές οι κοινωνικές σχέσεις, που τις χαρακτήριζε φανερή τυπικότητα, δεν μπορούσαν να γεμίσουν τη ζωή του».

Jacqueline Osborn

Η απεικόνιση των προσώπων είναι παραστατική. Κάτω από το ρεαλιστικό ανάγλυφο υποφώσκει η αντίστοιχη κοινωνική σημειολογία. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες προβάλλουν ολοκληρωμένοι και πειστικοί, σκιαγραφημένοι με δραματικό βάθος ως αυτοτελείς θεατρικοί ρόλοι[13]. Ο Καραγάτσης κρίνει τα ανθρώπινα ήθη απερίφραστα. Κάποτε γίνεται αφοριστικός

Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Κλέαρχου Κιτρινάκη, κουνιάδου του Σάββα Σκλαβογιάννη. Ο άνθρωπος αυτός είναι παρασιτικός και γλοιώδης. Έχει εισέλθει στην οικογενειακή επιχείρηση και κερδοσκοπεί ασύστολα. Η επιλογή του επωνύμου του – εικάζω – αποτελεί εμπρόθετη επιλογή του συγγραφέα. Παραπέμπει σε κάτι νοσηρό, όπως ο κιτρινισμός.

Ο Καραγάτσης σε υποσημείωση του στο μυθιστόρημα διευκρινίζει: «Ο άνθρωπος που μου ενέπνευσε, το 1939, τον Κλέο Κιτρινάκη, είναι σήμερα παγκόσμια φτασμένος, χάρη στον πλούτο που κέρδισε με την αξιοσύνη του. Αυτό όμως δε με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη σχετικά με τη διανοητική και την ηθική του οντότητα».

Ο συγγραφέας εδώ δεν είναι απλώς επικριτικός, είναι αμείλικτος. Ουσιαστικά μορφώνει κοινωνική στάση:

«Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Κλέαρχος Κιτρινάκης, ο περίφημος κουνιάδος. Μέτριος στο ανάστημα, είχε σώμα κακοσουλουπωμένο, που προασπαθούσε να το κρύψει με περίτεχνα φανταστικά κοστούμια. Το κεφάλι του ήταν μεγάλο, με πρόσωπο αντιπαθητικό και κάπως σαχλό. Μιλούσε με το νιανιαρίστικο τρόπο των dandies της αθηναίικης σνομπαρίας. Γενικά, μόλις τον πρωτόβλεπες, έλεγες: «Μωρέ, τι χαζό μούτρο είν’ αυτό!». Κι είχες δίκιο χωρίς να’ χεις· γιατί ήταν πονηρός, αφάνταστα παμπόνηρος στις μικροδουλειές του. Είχε μοναδική ικανότητα να γοητεύει χατζηαβάτικα, να μπερδεύει τα πάντα σ’ όφελός του, ν’ ανακατεύει όλο τον κόσμο με τις κομπίνες του, που δεν είχαν άλλο σκοπό από τον άμεσο κι εύκολο χρηματισμό του. Αν βάλεις όμως στην μπάντα αυτά τ’ αμφισβητούμενα προτερήματά του, στο φόντο έμενε ο σαχλός και μικρόμυαλος νεαρούλης, άδειος όχι μόνο από κάθε ηθικό κόσμο, αλλά κι από μέση νοημοσύνη. Πάντα πρώτος σ’ όλα τα κέντρα και τα σπίτια όπου ο «κόσμος» διασκεδάζει, πεσμένος δίπλα σε μια όμορφη γυναίκα, φλέρταρε με το συμβατικό κοκωβίστικο τρόπο των νεαρών του σιναφιού του. Ματιές λιγωμένες προς το ηλίθιο, φλυαρία σαχλή μέχρι ξερατού, γλυκάδες και σαλιαρίσματα – κυριολεχτικά σαλιαρίσματα. Όταν μιλούσε σε γυναίκα, του τρέχαν τα σάλια. Κι όμως είχ’  επιτυχίες. Ήταν, βλέπεις, ο παράς…[14]».

Ο Κιτρινάκης είναι ανόητος και επηρμένος. Διαρκώς βυσσοδομεί, μεθοδεύει, ραδιουργεί· πάντα όμως κομψευόμενος και με γλώσσα ανάμεικτη, ελληνογαλλικής ευπρέπειας. Κολακεύει και διεγείρει τη μεγαλομανία των Σκλαβογιάννηδων, συντελώντας στην οικονομική τους κατάπτωση. Θα τους επηρεάσει για την αγορά του μεγάλου αργοκτήματος στην Ακράτα.

Jacqueline Osborn

Ο Γιούγκερμαν, όταν αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας Σκλαβογιάννη, ως τραπεζιτικός απεσταλμένος, θα φροντίσει να τον εξουδετερώσει. Απευθυνόμενος στον Κλέο, του μιλάει κοφτά και είναι αμετάκλητος:

«Εσύ κατέστρεψες τους Σκλαβογιάννηδες. Βοήθησε και η σπατάλη της ματαιοδοξίας, μα εσύ γαργαλούσες τη ματαιοδοξία τους. Είχες το σκοπό σου: να τους βγάλεις αυτούς και να μπεις εσύ. Μισοπέτυχες εκείνο που ήθελες, τους έβγαλες· μα στη θέση τους μπήκα εγώ. Τίποτε δε θα μ’ εμπόδιζε να σου πληρώσω τους κατά νόμον τέσσερους μισθούς και να σε στείλω στο διάβολο. Μα μού είσαι συμπαθητικός παλιάνθρωπος. Ξέρεις τη δουλειά, μπορείς να με βοηθήσεις. Αν θέλεις, κάνε το λογαριασμό σου και μείνε. Δώδεκα χιλιάρικα το μήνα, ούτε πεντάρα παραπάνω. Οι παλιές λωποδυσίες πάνε πια. Ξέχασε τις προμήθειες των μπαμπακάδων (θα τις παίρνω τώρα εγώ) και τις δωροδοκίες των πελατών (αυτές καταργούνται). Και προσοχή! Μη θαρρείς πως μπορείς να με γελάσεις. Θα σ’ αρπάξω απ’ το πετσί του σβέρκου και θα σε στείλω τσιφ στον εισαγγελέα…

            Κι ο Κλέος υποτάχθηκε. Έγινε χαμηλός, χαμηλός, ισόπεδος, ταπεινός, «χώμα – γιοφύρι να γενώ, να με πατήσεις, άρχοντά μου», δουλοπρεπής Χατζηαβάτης, συλλογιζόμενος πως δώδεκα χιλιάρικα δεν τα βρίσκεις στο δρόμο κάθε μήνα. Πως ίσως, κάποτε, ν’ αλλάξουν τα πράματα· και κάλλιο να είναι μέσα παρά έξω».  

Βασίλης Καρακατσάνης «Urban details»

Η κριτική του Καραγάτση είναι σχηματική και βασίζεται σε αιτιολογικά κριτήρια Δεν είναι όμως σχηματικοί οι χαρακτήρες, δε σχεδιάζονται ως καρικατούρες της κοσμικής ζωής. Έμφαση δίνεται στα ψυχικά ελατήρια και στα ηθικά κίνητρα της συμπεριφοράς. Αυτό πιστοποιείται με σαφήνεια, όταν για παράδειγμα ο φακός στρέφεται στη γυναίκα του Ντίνου, τη διαβόητη Αθηνά Σκλαβογιάννη:

«Ήταν τετραπέρατη γυναίκα, η κ. Αθηνά. Δηλαδή όχι και τόσο τετραπέρατη. Υπερτιμούσε μια σχετική εξυπνάδα που είχε, συνοδευμένη από αρκετές κενοδοξίες, μικροπρέπειες, ψυχικές χαμηλότητες και γυναικείες μικρότητες[15]. Απ’ όλες τις κυρίες Σκλαβογιάννη ήταν η πιο «απολίτιστη», η λιγότερο συμπαθητική. Η κ. Φρόσω, η γυναίκα του Αριστοτέλη, ήταν αγαπητότερη και ειλικρινέστερη. Η κ. Λίνα του Σάββα, όμορφη κι εκλεπτυσμένη, έπαιζε το ρόλο της grande dame. Αυτή εδώ δεν είχε εξαγνισθεί από το χαμηλό περιβάλλον της προέλευσής της. Ήταν κόρη ενός Λευκαδίτη μικροαστού, που είχ’ εμπορικό πανικών στον Πειραιά. Ο Ντίνος την πήρε από αγάπη – στα νιάτα της πρέπει να ήταν όμορφη – χωρίς να βρει αντίσταση από το γερο – Στρατή, που προτιμούσε για τους γιους του τέτοιους μικροαστικούς γάμους. Το κυριότερο γνώρισμά της ήταν η κενοδοξία, και ιδίως το φλογερό μίσος που έτρεφε για τη συνυφάδα της, τη Λίνα, που με τη δική της κενοδοξία κέντριζε τη ζήλια των δυο αλλονών. Κατόρθωσε να επιβληθεί ολότελα στον άβουλο άντρα της και να τον παρασύρει στο συναγωνισμό των τριών κυριών Σκλαβογιάννη, που μεταφράζονταν σε σπατάλη. Ζιμπελίν η Λίνα, ερμίν εγώ. Hispano ο Σάββας, RollsRoyce εμείς. Στην Ελβετία η Ελέν, στην Αγγλία η Ντίνα. Ελέν η Ελενίτσα; Dinah η Ντίνα κ.ο.κ».

Αλέξανδρος Μπαρκόφ, Δρόμος στην Πλάκα

Στον Ψαθά η κοινωνική κριτική και η σημαντική της διογκώνονται. Καταλήγει σε μεγαλαυχία του kitsch. Περιγράφοντας την κοσμική πρωθιέρεια του Κολωνακίου με το απίθανα εμβληματικό ονοματεπώνυμο Ζιζή Κιτσομήτρου τονίζει:

«Κυρία Κιτσομήτρου. Όνομα βαρυσήμαντο, πασίγνωστο στους ανώτατους κύκλους. Οι κοσμικογράφοι κόπιαζαν πολύ ν’ ανανεώσουν τα ποιητικά επίθετα σαν ήταν να την αναφέρουν. Την έλεγαν παστέλ, νεράιδα, πικάντικη ομορφιά, άνθος των σαλονιών κλπ. Παστέλ; Έστω παστέλ. […]. Η κυρία Ζιζή Κιτσομήτρου ήταν καμιά τριανταριά χρονών, λεπτή, νόστιμη, έξυπνη, ζηλιάρα και φιλήδονη.

            Είχε αρετές πολλές. Μέλος επίλεκτο της σνομπαρίας, θαύμαζε τον άντρα της [βουλευτής ασφαλώς του κυβερνώντος κόμματος], αλλά ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν έψαχνε να βρει την προσωπική της ευτυχία σε άλλα. Διακριτική απέναντί του. Προπάντων όταν γινόταν υπουργός, φρόντιζε να μην τον απασχολεί στα ύψιστα καθήκοντά του και πρόσφερε κι αυτή έμμεσα τις υπηρεσίες της στην πατρίδα, ξαλαφρώνοντάς τον απ’ τις πεζότατες συζυγικές υποχρεώσεις του. Την εποχή που το άστρο της μαντάμ Σουσούς ανέτειλε στο Κολωνάκι, ο τυχερός των πατριωτικοσεξουαλικών εξάρσεων της κυρίας Κιτσομήτρου ήταν ο αξιότιμος κ. Κοκός. Κι αυτά, όπως δα γίνεται στους κύκλους του «πολιτισμένου κόσμου», δεν ήταν άγνωστα. Όλοι τα ήξεραν εκτός από τον κ. Κιτσομήτρο, μπροστά στον οποίο, φυσικά, κανένας κύριος δεν έκανε τέτοιες κουβέντες ούτε και υπαινιγμούς. Οι φίλοι του απλώς μουρμούριζαν από πίσω του, όπως από πίσω απ’ αυτούς μουρμούριζαν άλλοι για άλλα ανάλογα ατυχήματα, καθώς από άγραφους ηθικούς νόμους συνηθίζεται να γίνεται πάντα στα σαλόνια, για να κρατιέται η ισορροπία, η τάξη και ο πολιτισμός στα υψηλά επίπεδα των προηγμένων κοινωνιών[16].

            Ήταν κομψή. Ελκυστική – που λένε. Είχε φωνή ζεστή κι η φλυαρία της δεν ήταν ποτέ ανυπόφορη ούτε το κουτσομπολιό της. Κοσμικότατη, είχε ένα σπίτι ανοιχτό σ’ έναν κύκλο περιορισμένο και εθεωρείτο από τις «πικάντικες» ομορφιές των σαλονιών. Στο τραπέζι της κάθονταν υπουργοί, στο κεφάλι της κάλπαζαν φιλοδοξίες, στο κρεβάτι της ξεπέζευαν οι νεαροί και στους προθαλάμους της περίμενε μια φορά τη βδομάδα ο φτωχός λαός. Έβρισκε πολύ σικ ν’ ακούει τους καημούς και τ’ άπειρα προβλήματά του, για να επισπεύσει τη λύση τους μεσολαβώντας στον υψηλό αφέντη και κύριό της, που σκοτωνόταν ο καημένος για τα ζητήματα του «δυστυχούς ελληνικού λαού», που ήταν τόσο συμπαθητικά ηλίθιος, ώστε να τον ψηφίζει με φανατισμό και πίστη, για να βρει απ’ αυτόν τη σωτηρία του. Παστέλ!».

            Αυτήν την κοσμική πανδαισία συμπληρώνει θαυμάσια και μία ακόμη εκλεπτυσμένη παρουσία και βασική ανταγωνίστρια της Σουσούς: «Η κυρία Σμίγλερ ήταν μια όμορφη ξανθιά. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στο Παρίσι, παντρεύτηκε στο Βερολίνο έναν Έλληνα απόγονο, λέει, των Βαυαρών[17] κι ερωτεύτηκαν αλληλοδιαδόχως σ’ όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου, για να εγκατασταθεί πάλι στην Αθήνα, όπου ο άντρας της – ηλικιωμένος και ευγενέστατος – έκανε τη μεγαλύτερη ευγένεια της ζωής του: να πεθάνει εγκαίρως και να της αφήσει μαζί με το ωραίο όνομά του και τ’ άφθονα εκατομμύριά του. Ήταν και αμαζόνα που θαυμαζότανε πολύ στους αγώνες ιππασίας του Χολαργού και στο «κυνήγι της αλεπούς».

Η Σουσού ασφαλώς δε διαθέτει αυτές τις προδιαγραφές. Καταρχάς είναι απαίδευτη:

«Μόρφωση; Α, όλα κι όλα, είχε το μυαλό της ελεύθερο από περιττά βάρη η Σουσού. Ήξερε βέβαια ότι είχαν γίνει και μερικά άλλα σημαντικά γεγονότα στον κόσμο πριν από το κοσμοϊστορικό γεγονός της δικής της γέννησης αλλά δεν ένιωθε καμιά περιέργεια για δαύτα ούτε και σκέφτηκε ποτέ να λυπηθεί στα σοβαρά, γιατί δε φρόντισε να τα μάθει. […] Έκανε ωστόσο χρήσιμες σπουδές ως την Τετάρτη του Δημοτικού, όσο της χρειαζόταν ν’ αρπάξει μερικές καθαρευουσιάνικες εκφράσεις, στις οποίες είχε μιαν απέραντη κλίση και αδυναμία. Κατά τα άλλα από τα σχολικά της χρόνια διατηρούσε την ανάμνηση ενός ατέλειωτου πονοκεφάλου…»

Η ίδια συνήθιζε να δηλώνει για αυτό το θέμα: «Αστειότης. Όλο το παν για  μια γυναίκα είναι η κοινωνική μόρφωσις, που λέμε, να ξέρεις, δηλαδής, να δεχτείς στο σπίτι σου, γαλλικά, δεξιώσεις, πιάνα και τα τοιαύτα. Αλλά προπάντων το πλέον ουσιαστικό είναι να έχεις αέρα».

Γιάννης Αδαμάκης «Οδός Ερμού»

Όμως αυτό ακριβώς αποτελεί το κύριο προσόν της. Δεν πτοείται από τίποτε, όχι επειδή αμύνεται αλλά επειδή είναι φύσει μεγαλομανής. Θεωρεί πως δικαιούται να ανήκει στην αριστοκρατία:

«Γεννημένη για μεγάλες πτήσεις, ενεργούσε με φυσικότητα που απέρρεε από τα τρίσβαθα της ύπαρξής της. Έτσι μπήκε στον καθωσπρέπει κόσμο με το τουπέ που της χάρισαν οι ουρανοί. Ούτε απόρησε. Ούτε ξιπάστηκε. Ούτε τα έχασε. Ούτε έδειξε υπέρμετρη χαρά. Δέχτηκε με αξιοπρέπεια την ευτυχία κι ήταν έτοιμη να ζήσει τη ζωή της με τη σοβαρότητα που επέβαλλε η ιδιοσυγκρασία και η κοινωνική της θέση.[…] Κολωνακιώτισσα; Αστείο πράγμα! Για βασίλισσα στο Κολωνάκι την προόριζε η μοίρα της. Και τραβούσε ίσια κατά κει. Χωρίς κανένα κόπο. Ό, τι κι αν χρειαζόταν το είχε μες στο αίμα της. Τα βάθη της ψυχής της τα δονούσε η ακλόνητη πεποίθηση πως ήταν «άλλο πράγμα». Κι όλους τους έβλεπε μυρμήγκια[18]. Είτε στο Βούθουλα είτε στο Κολωνάκι […] Κι ο Βούθουλας; Άλλο μυστήριο! Ούτε τον σκεφτόταν η Σουσού. Σαν να μην υπήρξε ποτέ στη ζωή της η θλιβερή εκείνη περίοδος που έζησε ανάμεσα στις τσοκαρίες. Σαν όλη εκείνη η εποχή να μην ήταν τίποτε άλλο παρά μια αναμονή, κάτι το προσωρινό, ένα ταπεινό και άνισο πρελούντιο για τη συναρπαστική συμφωνία της μεγάλης ζωής, που της συνέθεσε η μοίρα. Ο Παναγιωτάκης; Αυτός κάπως της ερχόταν στο μυαλό, πολύ αμυδρά. Σαν ένας μακρινός θλιβερός τόνος, στο βάθος του οποίου υπήρχε μια αδιόρατη απόχρωση τρυφερότητας: «Πωβρ Παναγιώτ!…» Τίποτ’ άλλο».

Ο Καντακουζηνός παντρεύτηκε τη Σουσού βάσει ενός καταχθόνιου σχεδίου, που είχε εξαρχής θέσει σε εφαρμογή. Στο τέλος θα την καταστρέψει οδηγώντας την στη χρεωκοπία. Ωστόσο και ο ίδιος εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητά της, αυτή την ακατέργαστη ποιότητα φυσικού σνομπισμού, που διαθέτει. Θα εκμυστηρευτεί:

«[Η Σουσού] είναι σπουδαία για μένα. Έχει μέσα της όλες τις πρώτες ύλες μιας σνομπ, έχει το πνεύμα, την απόλυτη αυτοπεποίθηση της ανωτερότητας, σε διαστάσεις απολαυστικές. Είναι πηγαία. Γνήσια. Δεν ξέρει τη σοφή τέχνη να κρύβει τις σκέψεις, το μυαλό, τη φαντασιοπληξία της. Κοντά της, λοιπόν, ο ρόλος μου είναι ο ρόλος καλλιτέχνη. Να την περιμαζέψω. Να φτάσω απ’ αυτή τη θαυμάσια πρώτη ύλη ένα αριστούργημα».

Η γυναίκα αυτή με την αδάμαστη ενεργητικότητα και την έμφυτη αλαζονεία είναι ουσιαστικά ένα πρόσωπο τραγικό. Ο Ψαθάς την ψυχογραφεί με ευκρίνεια. Ο σουσουδισμός, γνώρισμα της νεοελληνικής πραγματικότητας, απορρέει από αυτά τα κριτήρια. Ο Παύλος Παλαιολόγος στη θεατρική κριτική του στο «Ελεύθερον Βήμα» για την πρώτη παράσταση της «Μαντάμ Σουσούς» το 1941 θα υπογραμμίσει τα συστατικά αυτής της νοοτροπίας:

«Σε κοινωνία νεοσύστατη όπως η δική μας, που μέσα σε εκατόν είκοσι μόλις χρόνια δημιούργησε τόσο τεράστιες αποστάσεις, ώστε να’ χει τον Μπύθουλα και το Κολωνάκι της, πώς μπορεί να μη σχηματιστεί ατμόσφαιρα σουσουδισμού; Κάποια Σουσού κατά ένα τρόπο θα βρίσκεται μέσα μας. Μια Σουσού, που όταν βρίσκεται στην αφετηρία της – υπόγειο, τσόκαρο και κρεμμύδι – ατενίζει το τέρμα των ονείρων της – πολυκατοικία, γαλλικό και δεξίωση – κι όσο δε φτάνει σ’ αυτό, τόσο το λαχταρά αλλά συγχρόνως το δυσφημεί και το ειρωνεύεται. Όταν δε η μοίρα την ευνοήσει, όπως ευνόησε τη Σουσού, τότε, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει, οι σκέψεις, οι αναμνήσεις, οι φόβοι, οι νοσταλγίες, κάποτε στρέφονται προς το σημείο εκκινήσεως. Αν εξαιρέσετε είκοσι, τριάντα, πενήντα ονόματα που έχουν να επιδείξουν παλιές περγαμηνές ευγενείας, σε κάποιον Μπύθουλα πρέπει ν’ αναζητήσετε το λίκνο της λοιπής αριστοκρατίας. Κάντε πως ξύνετε λίγο τον καλό μας κόσμο. Πριν φτάσετε στην τρίτη γενεά θα προσκρούσετε στην γκλίτσα και το τσαρούχι του προπάτορος».

Τα επινοημένα από το συγγραφέα ονοματεπώνυμα των grandes dames της εγχώριας αριστοκρατίας δεν απέχουν από αυτές τις καταβολές. Παραπέμπουν ευθέως στην ελληνική ύπαιθρο και το βουκολικό βίο: κυρία Κιτσομήτρου, κυρία Αλεπούδη, κυρία Τζιρομύτη, κυρία Κωστούλα…[19]

Η Άννα Παναγιωτοπούλου στο ρόλο της Σουσούς, Θεατρικός χειμώνας 1998 – 99

Το αυτό θα επισημάνει και ο σπουδαίος ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης, που υποδύθηκε τον ατυχή σύζυγο Παναγιωτάκη στην ίδια παράσταση. Όντας πολιτικοποιημένος καταθέσει τις πεποιθήσεις του για τις εκφάνσεις του σουσουδισμού στη νεοελληνική κοινωνία. Στη συγχαρητήρια επιστολή που απέστειλε στο συγγραφέα τον Ιούλιο του 1941 γράφει:

«Αυτή η τραγική ύπαρξη, η Σουσού σου, αυτός ο θηλυκός Δον Κιχώτης, ο καθάρια ρωμαίικος, είναι ένα τεράστιο κωμικοτραγικό σύμβολο της μικροαστικής μεγαλομανίας του λαού μας, μεγαλομανίας που περικλείνει όλες τις αιτίες και τις βαθύτερες αφορμές της τραγικής του μοίρας. Και ακόμα το μπάσιμο της Σουσούς μέσα στη λεγόμενη αριστοκρατία μας, που, κατά το πλείστο, από Σουσούδες αρσενικές ή θηλυκές αποτελείται […] είναι μέσα στο υπέροχο βιβλίο σου η κλασικότερη σάτιρα… Γράφεις στον πρόλογό σου να προσέξουν το γνώρισμα του εαυτού τους οι αναγνώστριές σου. Γιατί όχι και οι αναγνώστες σου; Πόσους αρσενικούς Σουσούδες δε βλέπουμε κάθε μέρα ακόμα και σ’ αυτούς τους καλλιτεχνοφιλολογικούς κύκλους μας»; Και κοντά σε αυτούς και «ολόκληρο το κράτος της 4ης Αυγούστου».

Η δεύτερη έκδοση της «Μαντάμ Σουσούς»

Στη «Villa Dinah» δόθηκε στο Βάσια Γιούγκερμαν η ευκαιρία να συναντήσει για πρώτη φορά τις τρεις εξαδέλφες, τις μοναχοκόρες δηλαδή των τριών αδελφών Σκλαβογιάννη. Ο Καραγάτσης ακολουθώντας εδώ το περιγραφικό σχήμα της ring composition υιοθετεί το ρεαλισμό και την ακρίβεια της φωτογραφικής απεικόνισης. Αποτυπώνοντας τη θηλυκή ομορφιά και τη νεανική χάρη είναι εντυπωσιακά γλαφυρός:

«Είχε [η Ελενίτσα – Πελαγία του Αριστοτέλη] ένα όμορφο μελαχρινό κεφαλάκι, επίμονο και πεισματάρικο· δυο χειλάκια κατακόκκινα, πεταχτά, μα σφιγμένα θεληματικά. Αυτήν πρώτη φορά την έβλεπε.

            Οι άλλες δύο ήσαν γνωστές προφέσιοναλ – μπιούτυ των Αθηνών. Τριγυρνούσαν σ’ όλες τις κοσμικές συγκεντρώσεις· τις ήξερε όλος ο κόσμος. Οι «ωραίες δεσποινίδες Σκλαβογιάννη» με τ’ όνομα. Κι όμως ούτε κόντευαν ακόμα τα είκοσι χρόνια. Οι ξιπασμένες μανάδες τους τις είχαν βγάλει άγουρες στο κλαρί.

            Η Ελέν [του Σάββα] είχε πραγματικά άμεμπτη ομορφιά. Ψηλόλιγνο κορίτσι, με κορμί χυμένο σε κλασικές αναλογίες, κεφάλι θαυμαστό, δέρμα γαλατένιο, γραμμές λεπτότατες, μυτίτσα ανασηκωμένη, στόμα μικρό κατακόκκινο, μάτια γαλανά, μεγάλα, αγγελικότατα. Το σύνολο στεφανωμένο από μαλλιά ξανθά προς το σταχτί, που συμπλήρωναν σα φωτοστέφανος την παρθενική, την εξιδανικευμένη μορφή της.

            Η ομορφιά της Ντίνας (ή Ντάινας) [της θυγατέρας του Ντίνου] ήταν διαμετρικά αντίθετη. Σώμα το ίδιο όμορφο, μα κάπως βαρύτερο, πιο γήινο, πιο γυναικείο. Οι εξαϋλωμένες γραμμές της ξαδέλφης παίρναν εδώ συγκεκριμένη υλοποίηση, μοναδική σε έλξη. Αρμοί γεροί, καμπύλες θετικές, στήθος αναμφισβήτητο, λίγο βαρύ, χαμηλά βαλμένο· κορμί που ξέχυνε άκρατη γυναικότητα, που τραβούσε ακαταμάχητα το κάθε αρσενικό. Το κεφάλι, κάπως ογκωδέστερο έδειχνε πελεκημένο από πρωτόγονο τεχνίτη: τριγωνικό, με σαγώνι δυνατό, στόμα μακρύ και άχειλο, μύτη ίσια με ρουθούνια λεπτά, λίγο ανοιχτά. Το πετσί, κάτασπρο με ρόδινες αποχρώσεις, είχε φρεσκάδα βορεινή. Όπως στην Ελέν, το χαραχτηριστικό σημάδι της ομορφιάς ήταν τα μάτια. Γαλανά κι αυτά, μα κάπως σκουρότερα, μ’ ελαφρή πράσινη απόχρωση, τραβηγμένα προς τους κροτάφους λοξά, μ’ έκφραση διαβολική. Τα μαλλιά, καστανά προς το χαλκοκόκκινο – σπανιότατο χρώμα – σκέπαζαν το στενό μέτωπο, το πίεζαν από παντού με κυματιστές τούφες, και κατέβαιναν θεληματικά προς τη σμίξη των φρυδιών. Η ομορφιά της είχε μιαν αλλιώτική έλξη, κάτι σαν χάος μυστηριακό.

             Πλάι σ’ αυτές τις παταγώδεις ξαδέλφες, η καημένη η Ελενίτσα – Πελαγία δε φάνταζε καθόλου. Ένα τοσοδούλι κορμάκι, ένα χαριτωμένο νοστιμούτσικο μουτράκι. Ούτε πούντρες, ούτε ρουζ, ούτε ανσάμπλ φανταχτερά. Επέμενε με πείσμα να μένει στο μισόφωτο· να ζει κλεισμένη στο σπίτι της, στον εαυτό της, στο στενό κύκλο δυο τριών φιλενάδων της ίδιας νοοτροπίας. Κεντούσε, έπαιζε στο πιάνο λίγο Σοπέν, ανακατευόταν στην κουζίνα και διάβαζε μόνο τα βιβλία που της έδινε η δασκάλα της. Μέσα στο περιβάλλον της «Βίλα Ντάινα» ένιωθε τον εαυτό της παραστρατημένο. Σιχαινόταν τις ξαδέλφες της, κι αυτές τής το ανταπόδιναν με τόκο. Μα ήταν υποχρεωμένη να περάσει το καλοκαίρι με τους γονείς της. Τέσσερις ατέλειωτους μήνες. Και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στην Καλαμάτα, να κλειστεί στο σπίτι με τις επαρχιώτισσες φιλενάδες». 

            Η Ντάινα θα είναι μοιραία γυναίκα στη ζωή του Βάσια. Θα την ποθήσει ανεξάντλητα. Κάποια στιγμή θα φτάσει πολύ κοντά στο γάμο. Θα υποχωρήσει, όταν αντιληφθεί πως πρόκειται για υποβολιμαίο σχέδιο των Σκλαβογιάννηδων. Η ίδια θα του φερθεί ύπουλα και χυδαία[20]. Ποτέ ωστόσο δε θα την ξεπεράσει.

Σε κάποιο στιγμιότυπο ο Βάσιας παρακολουθεί την Ντάινα να συμμετέχει σε έναν αγώνα τένις στη Θεσσαλονίκη. Εδώ αποκαλύπτεται πλέον ο ερωτικός Καραγάτσης. Η περιγραφή του γυναικείου κάλλους είναι ανυπέρβλητη. Η γραφή του είναι σωματική, απολύτως αρσενική, στα όρια της ερωτικής φαντασίωσης:

«Εκείνη τη στιγμή, με μια γοργή κλίση του κορμιού της δεξιά, η Ντίνα άρπαξε την μπάλα και την ξανάστειλε στον αντίπαλό της. Κάτι το γοργό, το στιγμιαίο, υπόθεση μισού δευτερολέπτου. Μα η στάση της είχε κάτι το θαυμαστό. Καθώς έγειρε, το δεξί της μπράτσο, λευκορόδινο και μεστό, τινάχτηκε με ζωικό σπασμό, δείχνοντας τη μασχάλη, με την υποβλητική, την τρυφερή κι ισκιερή σάρκα της. Η δεξιά γραμμή του λυγισμένου κορμιού είχε την άμεμπτη τοξική καμπύλη γεωμετρικού σχήματος. Τα πλευρά, η μέση, οι αρμονικοί γοφοί, ο πλούσιος μηρός, η γυμνή, κρεατωμένη και απαλή κνήμη, τα ανάγλυφα σφυρά με το αρμονικό σάρκινό τους περίβλημα[21]· και το πόδι μέσα στο ίσιο λευκό παπούτσι, μικρό και παχουλό, θεληματικό ακουμπισμένο στη γης, ενώ το άλλο – το αριστερό – κρατιόταν μετέωρο, για τη δημιουργία αντίβαρου. Σ’ αυτό το πόδι η προσπάθεια ήταν ανακλαστική, δευτερεύουσα, με αισθητικά αποτελέσματα κλασικώς πληρέστερα, από το μηρό που τέντωνε τη λινή φούστα κι έδινε ανάγλυφη τη λαμπρή καμπύλη του, τη ρόδινη γάμπα, ψηλά γυμνωμένη, ως την πτυχή του γονάτου· και το πόδι, μετέωρο, κυρτό, αψεγάδιαστο. Εκείνο όμως που μέσα στη γιορτή της αρμονίας – ίσως και του αισθησιασμού – έδινε τον πρώτο τόνο, ήταν η κοιλάδα των ισχίων, που ξεπετάγονταν με πρανείς κατηφοριές στους δύο εύφορους κι ελαστικούς γλουτούς, που αντιβάριζαν αρμονικά τις κινήσεις του σώματος. […]

            Ο Βάσιας κατάλαβε κάποια εσωτερική θερμότητα να κυλάει στις αρτηρίες του, να ζεσταίνει το λάρυγγά του. Όλες οι δυναμικότητες υποχώρησαν στο βάθος του οργανισμού του, συσπειρώθηκαν ασαφείς κι ύπουλες, για να ξεχυθούν πάλι σε νέα μοναδική μορφή: μια τεράστια επιθυμία. Οι χτύποι της καρδιάς του γίνηκαν γοργότεροι και αμυδρότεροι· οι παλάμες του χλίαναν· βαριές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπό του.

Σοφία Λασκαρίδου

            Έχει εύστοχα υποστηριχθεί από το Μιχάλη Μερακλή[22] ότι ο Καραγάτσης εισήγαγε το σεξ στη νεοελληνική πεζογραφία του μεσοπολέμου. Ο Γιούγκερμαν στην ερωτική του ζωή υπήρξε αχαλίνωτος. Τις σχέσεις του με το άλλο φύλο τις καθόριζε αποκλειστικά το γενετήσιο ένστικτο. Κυριαρχούσε ο πόθος, μάλλον κτηνώδης, και όχι το ερωτικό συναίσθημα. Ο συγγραφέας αποθεώνει τη θηλυκότητα και ο λόγος του είναι τολμηρός, εκθαμβωτικά αισθησιακός:

«[Η Ντάινα] είχε ρίξει το κορμί της με νωχέλεια στην καμπύλη της πάνινης πολυθρόνας. […] Το λεπτό λινό φόρεμα, ανοιχτό κι ελάχιστο, καλά εφαρμοσμένο και φορεμένο κατάσαρκα, αντί να κρύβει, ανάδειχνε πιότερο το κορμί της. […] Ποτέ στη ζωή του αυτός ο κυνικός χαροκόπος [ο Γιούγκερμαν] δε νοιάστηκε για τέτοιες λεπτομέρειες. Κοιτούσε τις γενικές γραμμές της γυναίκας ή το γενικό γενετήσιο κάλεσμά της. Μα το πόδι της Ντίνας ήταν άλλο πράμα. Είχε ηδονική προσωπικότητα, και μάλιστα πρωτόγονη, σαν αυτό το ίδιο να ήταν όργανο ηδονής. Μα και το άλλο κορμί. Ίσως όχι μοναδικό σ’ αισθητικές αναλογίες. Μα δεν ήταν καλλιτέχνης αυτός. Ήταν άντρας αρσενικό, που νιώθει ορμές κι ορέγεται. Σε τούτο το στάδιο θα έμενε η έλξη του για την Ντίνα, αν δεν υπήρχε το κεφάλι.

             Το κεφάλι. Όσο κι αν είναι ο άνθρωπος πρωτόγονος στις διαιωνιστικές ορμές του, όσο κι αν το αλλόφυλο κορμί είναι η κύρια τροφή του οργασμού του, δεν μπορεί να παραβλέψει το κεφάλι, το πρόσωπο, τα μάτια. Στα κρανιακά χαραχτηριστικά συγκεντρώνεται η προσωπικότητα, όχι μόνο η πλατύτερα ανθρώπινη, μα κι η γενετήσια. Ένα όμορφο κορμί χωρίς κεφάλι, είναι μια σχετική έννοια. Και το κεφάλι της Ντίνας ήταν αλλιώτικο. […] Αχτινοβολούσε αυτό το ανεξήγητο κάλεσμα, η ηδονική πρόκληση, η μανία να υποτάξεις αυτό το κτηνοθήλυκο, να το κάνεις δικό σου, να το εξουσιάσεις, να το αναγκάσεις να σου δείξει το μυστήριο της ψυχής της – αν υπάρχει τέτοιο μυστήριο – και το αίνιγμα της σφιγγικής φυσιογνωμίας της.[…]

            Ο Βάσιας απόμειν’ εκεί άβουλος, δεμένος πλάι στη γυναίκα με αόρατες μα βαρύτατες αλυσίδες· με το στέρνο του σ’ επανάσταση επιθυμίας, οργής, απορίας».

Πολλές από τις νεαρές γυναίκες αυτών των «καλών» οικογενειών είναι ερωτικά ατρόμητες και σεξουαλικά απελευθερωμένες. Κάτι τέτοιο για τα χρηστά ήθη στην Ελλάδα του ’30 φαίνεται απαράδεκτο. Κυρίως προέχει η διακριτικότητα και η τήρηση των προσχημάτων. Είναι αναγκαία για το θεαθήναι. Η Ελέν αφήνει τολμηρούς, αν και άστοχους, υπαινιγμούς για την ερωτική λογοτεχνία που διαβάζει[23].

Η Ντάινα, ακόμη και ακούσια, εξακολουθεί να προκαλεί το Βάσια, να τον οδηγεί σε βρασμό ψυχής, να τον εξαντλεί σωματικά και θυμικά. Η γλώσσα του Καραγάτση σε αυτό το απόσπασμα είναι τόσο αιχμηρή, που μοιάζει αγοραία:

«Η έκφραση, η στάση, οι κινήσεις της ήσαν έξω από τον καλό τόνο, καθαρά πρόστυχες. Καθώς ήταν αχτένιστη, [το πρωινό που επισκέφτηκε ο Βάσιας την οικογένεια του Ντίνου στην έπαυλή τους στο Ντεπώ], ανέκφραστη, με στραβοπατημένες παντόφλες, θύμιζε τρόφιμο παλιόσπιτου των εκατό δραχμών, που περιποιόταν κακοπληρωτή πελάτη, χαυνωμένη ακόμα από τα χάδια του νταβατζή της. Το μάτι του Βάσια παρακολουθούσε τη σκηνή με θυμό και πείσμα. Έτσι όπως ήταν κτηνώδης κι εχθρική, είχε γι’ αυτόν τεράστια έλξη: το μαγνήτη που γεννούσε το ανακάτεμα της κυρίαρχης επιθυμίας με το παθιασμένο πείσμα της ερωτικής επιβολής. Ένιωθε να του φεύγει απ’ τα χέρια, ατίθαση κι αδιάφορη στο κάλεσμα της αρσενικότητάς του. Και σκύλιασε από κακό».

Θάλεια Φλωρά – Καραβία «Η ηθοποιός Κυβέλη»

            Κάποια στιγμή η Έφη Μαρκοπούλου, φίλη επιστήθια της Ντάινας από τη Θεσσαλονίκη, σε μία κρίση αυτογνωσίας, θα είναι κυνικά εξομολογητική προς το Βάσια:

«Οι άλλοι ήταν μαζεμένοι στην πρύμη και χαζολογούσαν με την κ. Παπαγιάννη [γνωστή κοσμική δέσποινα των Αθηνών και ιδιαζόντως διεφθαρμένη, προσκεκλημένη και αυτή των Σκλαβογιάννη στη Βίλα Ντάινα], που κοτσομπόλευε την Ελενίτσα – Πελαγία (που βρήκε κάποια αφορμή να μην έρθει στην εκδρομή). Έλεγε για τα επαρχιώτικα φουστάνια, το δειλό φέρσιμο και την υποκρισία της. Οι δύο ξαδέλφες πλειοδοτούσαν, κι οι νεαροί έβγαζαν περιφρονητικά αποφθέγματα για τη «χωριάτα». Μονάχα η Έφη άκουγε αμίλητη· και σα να βαρέθηκε, πήγε και ξάπλωσε στην πλώρη.

            Ο Βάσιας την κιαλάρησε· και με τρόπο κάθισε δίπλα της.

   –  Δε σου αρέσει το κοτσομπολιό;

    – Πολύ. Μα είναι αηδία ν’ ακούς αυτή τη διαπρεπή Υβόν [Παπαγιάννη] να κοροϊδεύει ένα καλό κοριτσάκι, γιατί επέμενε να μην πάρει τον αρκετά σιχαμερό «μοντέρνο» αέρα.

    Ο Βάσιας ξαφνιάστηκε.

     –  Δεν περίμεν’ από σένα την υπεράσπιση της οπισθοδρομικότητας. Έχεις αλλιώτικο ύφος…

    –  Ακριβώς γι’ αυτό· εμένα με πήρε πια το ποτάμι. Μα έχω συναίσθηση της ανοησίας μου. Ήμουν τότε μικρή, μου γυάλιζε η λάμψη του κόσμου. Νόμιζα πως κάτι έκανα βάφοντας τα χείλια και δείχνοντας τις γάμπες μου. Θαρρούσα πως είναι très smart να πηγαίνω στις γκαρσονιέρες των νεαρών – ω, για αθώα μα και ύποπτα φλερτάκια. Τώρα άνοιξαν τα μάτια μου. Μα είναι αργά· έβγαλα τ’ όνομα. Θα ήταν χειρότερη ανοησία να μην επωφελούμαι από την καινούργια κατάστασή μου. Έχεις τσιγάρο;

    Της πρότεινε την ταμπακέρα του.

    –   Thank youLight? … Thanks… Τι λέγαμε; Α, για την Πελαγία. Κάνει πολύ καλά η Πελαγία. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος μες στο Σκλαβογιαννέικο, που κατάλαβε μια αλήθεια: «Ἓκαστος ἐφ’ ᾧτάχθη». Έχει στη ζωή της ένα σκοπό. Ενώ εμείς τι γυρεύουμε; Μήπως το ξέρουμε;

   –    Σε νόμιζα φιλενάδα της Ντάινας.

   –   Και είμαι. «Οι αχώριστες»: έτσι μας λεν στη Σαλονίκη. Μαζί κάνουμε τις αταξίες. Άλλοτε, πριν δώσει ο γερο – Σκλαβογιάννης το εργοστάσιο στους γιους του, ήταν Κωνσταντίνα. Κατόπι γίνηκε Ντίνα. Τώρα είναι Ντάινα…

   –     Και τι είδους αταξίες κάνετε;

   –  Μην είσαστε περίεργος. Η Ντίνα είναι μικρή – ούτε δεκαοχτώ χρονών. Εγώ πηγαίνω στα είκοσι τέσσερα. Είμαι γυναίκα.

   –    Με ποια έννοια να πάρω αυτή τη δήλωση;

   –   Με την πιο φυσιολογική, αν σας κάνει κέφι. Κι έπειτα;

            Η Σαλονικιά ήταν διαβολεμένη. Ο Βάσιας κανόνισε ανάλογα τις πυροβολαρχίες του, κι άλλαξε κουβέντα».

Νικόλαος Γύζης

Η Πελαγία τρέφει ερωτικά αισθήματα για το Γιούγκερμαν, που τα κρατά ανομολόγητα και δε θα ευοδωθούν. Ο Βάσιας δε θα την προσέξει καν, θαμπωμένος από την ακαταμάχητη γοητεία και τα ερωτικά θέλγητρα της Ντίνας. Τότε η κοπέλα, υπερήφανη και αξιοπρεπής, θα ενδώσει συνειδητά στο επίμονο φλερτ του Ιωακείμ Ιορδάνογλου. Θα αποφασίσει να τον παντρευτεί. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στο οικογενειακό περιβάλλον των Σκλαβογιάννηδων:

«Ο Ιωακείμ είχε προσκληθεί [στην Ακράτα] από απλή συναδελφική φιλοφρόνηση· μα δεν τον χώνευε κανείς. Οι Σκλαβογιάννηδες έβλεπαν τους Ιορδάνογλου σαν επικίνδυνους συναγωνιστές και ανθώπους στερημένους από κοσμική αγωγή· τους σιχαινόντανε μ’  όλη την καρδιά τους. Μα ήσαν μερικές επαγγελματικές υποχρεώσεις…

            Όταν λοιπόν η στρουμπουλή κυρία Φρόσω πήρε κάβο αυτές τις μακριές συνομιλίες της κόρης της μ’  αυτόν τον Αούτη, ένιωσε ζαλάδα και ταραχή. Αυτό μας έλειπε! Να σαλιαρίζει με τον κακοντυμένο τριανταπεντάρη, που δεν ήξερε ούτε μπριτζ – φαντασθείτε καλέ! Έτρεξε λοιπόν να σημάνει τον κίνδυνο στο σύζυγό της Αριστοτέλη, που πετάχτηκε ως εκεί απάνω

    – Πώς; Φλερτάρει με το συναγωνισμό; Είναι το στερνό ποτήρι που θα μας ποτίσει!… ».

Ο υποψήφιος γαμπρός είναι εύπορος και εκφράζει ειλικρινή αισθήματα συμπάθειας προς την κόρη του Αριστοτέλη. Όμως οι άλλοι τον περιφρονούν. Δεν θεωρούν «αυτόν τον Αούτη» τίποτε περισσότερο παρά έναν παρία, που σε καμία περίπτωση δεν είναι αντάξιος της κοινωνικής τους θέσης:

«Ο Αριστοτέλης αναστέναξε απ’ τα φυλλοκάρδια του».  Ήταν εξαγριωμένος με την κόρη του. Το εξομολογείται και στο Βάσια: «Δεν ακούει τίποτα! Δε συλλογιέται την ντροπή που θα ρίξει στην οικογένεια αυτή… αυτή…

–      Η mésalliance! (= ανισογαμία)

     Μάλιστα η mésalliance! «Βρε παιδί μου! Πώς θα πάρεις αυτόν τον αούτη, τον ογλού, τον πρόστυχο»; Ξέρεις τι μου απάντησε; «Γιατί δηλαδή; Κλωστοϋφαντουργός είναι κι αυτός όπως και εσείς· πιο πλούσιος από σας. Πού βρίσκετε το εμπόδιο;» «Μα δεν είναι της σειράς μας!» «Και ποια είναι η σειρά σας; Μήπως κρατάει η σκούφια μας από τους Μονμορανσύ; Ο παππούς μου χωριάτης ήταν, όπως κι ο δικός του!» Τι να της πεις;».    

Εγκατάσταση οικογενειών των προσφύγων του 1922 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών

Ο κόσμος των προσφύγων λοιπόν είναι ανοίκειος μα και ανεπιθύμητος στο αθηναϊκό κατεστημένο της εποχής. Ακόμη περισσότερο ο κόσμος των αστών προσφύγων από την απέναντι όχθη του ελληνισμού καθίσταται δυνητικά εχθρικός. Η δημιουργικότητα και ο βιωμένος κοσμοπολιτισμός τους αντιμετωπίζονται ως απειλητικά ενδεχόμενα. Οι γηγενείς μεγαλοαστοί τούς απορρίπτουν συλλήβδην, αντιδρούν απέναντί τους με περιφρόνηση και ρατσισμό. Η υποκρισία πρυτανεύει. Συμπορεύεται με το συντηρητισμό και την πουριτανική ηθική. Αυτή την ιδεολογικοποιημένη όσμωση φαίνεται ότι αναπαράγει εδώ ο Καραγάτσης. Εκ των πραγμάτων η ενσωμάτωση των προσφύγων στο καθημαγμένο ελληνικό κράτος των δεκαετιών του ’20 και του ’30 υπήρξε προβληματική. Δημιούργησε τριβές και προκάλεσε διχογνωμίες.

Ακόμη και ο κόσμος της διανόησης, σε ένα μέτρο, φαίνεται ότι συστρατεύτηκε σε αυτήν την πολεμική. Τον Ιούλιο του 1923 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» δημοσιεύτηκε το άρθρο του Κώστα Ουράνη με τίτλο «Οι γυναίκες της Αθήνας»[24]. Ο συγγραφέας αναφέρεται με λόγο καταγγελτικό στην παρουσία των γυναικών της Ανατολής που κατακλύζουν την Αθήνα μετά το 1922 . Η παρουσία τους είναι καταλυτική, καθώς «από την πλημμύρα των γυναικών της Ιωνίας και του Βοσπόρου» εξορίζεται «ο τύπος της νέας Αθηναίας, ο οποίος είχε αρχίσει να διαπλάθεται από το κλίμα της Αττικής». Στις Ελληνίδες της Ανατολής προσάπτεται η ελευθεριότητα στην έκφραση, η ακαλαισθησία του πληθωρικού, η απροκάλυπτη λαγνεία και ηδυπάθεια στο φέρεσθαι:

«Οι γυναίκες αυτές, του είδους αυτού ή είναι ανούσια αισθηματικές ή τρομερά φιλήδονες, και σε οποιαδήποτε από τις δύο αυτές περιπτώσεις έχουν κάτι το κοινό και το χυδαίο. Αρέσκονται στα φανταχτερά κοσμήματα, σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με τις παχιές σάλτσες, στις επιδειχτικές ρόμπες, στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις διασκεδάσεις τις θορυβώδεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά. Τρελλαίνονται για τα γλυκίσματα, καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν απάνω τους καμιά αρχοντιά, καμιά ένστικτη λεπτότητα. Δεν είναι «κυρίες». Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής, τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες. Κι από την Ευρώπη έχουν πάρει την ελευθερία των ηθών – κι ίσως τίποτ’ άλλο. Μόλις αποκτήσετε κάποια οικειότητα μαζί τους, μπορείτε να τους διηγηθείτε τα πιο χοντρά ανέκδοτα, να πείτε τα πιο αλατισμένα αστεία, να κάνετε τους πιο τολμηρούς υπαινιγμούς. Θα τις δείτε να γελούν μ’ όλη τους την καρδιά και να βρίσκουν την πιο μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν έχουν την ένστικτη αποστροφή των ευγενικών γυναικών προς το χυδαίο και το ταπεινό. Αντίθετα. Η λεπτότητα των τρόπων κι αυτό που οι Γάλλοι λένε tenue τις στενοχωρούν, όπως το χωρικό το τελάρο και είναι ευτυχισμένες, όταν μπορούν να τα βγάλουν από πάνω τους και να μείνουν όποιες είναι: οι γυναίκες που αγαπούν τα κουσκουσουριά, τις φράσεις με τις διπλές έννοιες, τ’ αλατισμένα αστεία και το σανφασονισμό.

            Ντύνονται με κίτρινα, με μαβιά, με ρόδινα χρώματα. Πολλές με το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει τα μεσοφόρια, κι όταν περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός τους διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. […] Στα σαλόνια παίζουν με πάθος χαρτιά, ή μαζεμένες σε παρέες, κακολογούν με ηδονή και γαργαλίζονται μόνες τους με την αφήγηση τσουχτερών ανεκδότων. Τις προμεσημβρινές ώρες τις βλέπει κανένας να πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους αχτένιστες και ασυγύριστες, να μιλούν από πόρτα σε πόρτα θορυβώντας και γελώντας ή να κάνουν την τουαλέτα τους έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους. Μιλούν με οικειότητα στους υπηρέτες του ξενοδοχείου, επιδεικνύουν γυμνότητες με αδιαφορία και θεωρούν περιττό να υποκριθούν μια κάποια συστολή, όταν διασταυρώνονται στους διαδρόμους με άντρες που στυλώνουν επίμονα πάνω στην ακαταστασία τους το βλέμμα τους…»[25]

Θεσσαλονίκη, «Mediterranean Palace»

Ο Ουράνης, όπως και ο Καραγάτσης, λατρεύουν εξίσου το αττικό τοπίο. Εκστασιάζονται από τη λιτότητα των γραμμών του, την αιώνια λεπτόγεῳν χώρα, τη διαύγεια του φωτός[26]. Όμως μέρος της υπόθεσης του «Γιούγκερμαν», καθοριστικό για τις εξελίξεις, εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας μοιραία καταφεύγει στο διπολισμό: Αθήνα – Θεσσαλονίκη. «Διαβάζει» συγκριτικά τις δύο πόλεις ως προς τη γεωγραφία και τις κλιματολογικές τους συνθήκες. Κοινωνιολογικά η εστίαση είναι μονοσήμαντη: αφορά πάντα το μεγαλοαστικό στρώμα και το ανάπτυγμά του στα δύο κέντρα. Η ανθρωπογεωγραφική ανάγνωση της Θεσσαλονίκης γίνεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής[27]. Η συμπρωτεύουσα έχει ενταχθεί στο νεοελληνικό κράτος εδώ και μόλις 20 – 25 χρόνια. Συνεπώς υπάγεται σε ένα νέο εθνικό πλαίσιο, σε ένα κρατικό μοντέλο αστικού βίου, στο οποίο οφείλει να προσαρμόζεται με αυστηρότητα αδιάλειπτη.

Καταρχάς είναι το – σχετικώς άγνωστο για τον Αθηναίο του μεσοπολέμου – τοπίο της Μακεδονίας. Ο Κώστας Ουράνης παρατηρεί με διεισδυτική ματιά:

«Η Ελλάδα αυτή είναι λιγότερο πλαστική και περισσότερο ζωγραφική· λιγότερο «αιώνια» και περισσότερο ανθρώπινη. Το φως της δεν ανυψώνει την ψυχή και τη σκέψη προς τη θεία εκείνη αταραξία, όπου ανυψώνει τον άνθρωπο το μεσογειακό ελληνικό φως· αλλά έχει περισσότερη γλυκύτητα. Η χαρά που μου πρόσφερνε δεν ήταν η αγνή «πνευματική» χαρά που μας δίνει ένα τοπίο, της Αττικής, της Ολυμπίας ή των Δελφών, αλλά μια πηγαία χαρά επαφής με τη Γη. Η γη αυτή, που είδε την παλίρροια και την άμπωτη τόσων κατακτήσεων, έχει παραμείνει τόσο παρθενική, τόσο κοντά στη νεότητα του κόσμου, όσο και οι τόποι που έμειναν στο περιθώριο της ανθρώπινης ιστορίας». 

Κατόπιν γίνεται παραινετικός προς τον αναγνώστη του: «Ε, λοιπόν, τη Μακεδονία αυτή, την άγνωστη – και την παραγνωρισμένη – αξίζει τον κόπο να πάει κανείς να τη δει…»[28].

Στον Καραγάτση, αντιθέτως, εγκαταλείπεται η ευφρόσυνη διάθεση, η υπερβατικότητα στην περιγραφή. Επανέρχεται ο ρεαλισμός και η αδρότητά του. Σχεδόν ιμπρεσσιονιστικά καταγράφει τον κόσμο των αισθητικών εντυπώσεων. Δε λείπει ασφαλώς και η προκατάληψη:

«Μια παχιά ομίχλη – ομίχλη πραγματική, σταχτιά, ψυχρή, άσχετη με τις ψευτοκαταχνιές της Αττικής – φτώχαινε στο απόλυτο το λιγοστό φως της αυγής. Πλάι στη γραμμή [του τρένου, με το οποίο ταξίδευε μέσα στο χειμώνα ο Γιούγκερμαν] ένα χαντάκι με στεκάμενα νερά και βούρλα. Πιο πέρα κάτι το ασαφές, σαν ισόπεδη έκταση.

            Απόμειν’  εκεί, στο παράθυρο, με ανήσυχη ψυχή, ωσάν οι μολυβένιοι αχνοί να τον μαγνήτιζαν. Σα να ξυπνούσαν εντός του ξεχασμένες εικόνες [από τη Φινλανδία;]: ο γυμνός κάμπος· το μαύρο άπετρο χώμα· το χαντάκι με τα βούρλα· κι η ομίχλη…

            Ο σταθμός της Θεσσαλονίκης ήταν πνιγμένος στην υγρασία. Όσο μεγάλωνε η μέρα, το πούσι αναλυόταν σε διαπεραστικές σταγόνες. Οι άνθρωποι που τρέχαν δίπλα στο σταματημένο τρένο είχαν σηκωμένους γιακάδες, καμπουριαστές πλάτες κι αχνούς στα ρουθούνια.

–   Κακόμοιρε Καραμάνο, συλλογίστηκε. Δεν πρέπει να είναι διόλου ευχάριστη η Θεσσαλονίκη. Μια πολιτεία που’ χει το κλίμα του Βορρά και τη βιοτική οργάνωση της Ελλάδας… Εδώ η σκόνη θα είναι λάσπη, η βροχή θάνατος, τα σπίτια ψυγεία, τα καφενεία χωρίς κομφόρ, τα θέατρα δίχως θέρμανση κι οι άνθρωποι χωρίς μάλλινα εσώρουχα»[29].

Η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου

Η Θεσσαλονίκη του Γιούγκερμαν είναι η Θεσσαλονίκη του Καραγάτση. Λογοτεχνικός ήρωας και συγγραφέας συμπίπτουν στις εντυπώσεις τους. Πρόκειται για την οπτική του επισκέπτη, αλλοδαπού ή ημεδαπού, στην πρώτη του επαφή με την πόλη. Η συστοιχία Αθήνας – Θεσσαλονίκης εν προκειμένῳ υπηρετεί σαφώς τις προθέσεις του Καραγάτση στην επεξεργασία του υλικού του. Υπάγεται εξολοκλήρου στη γεωγραφία της κοσμικότητας. Οι τόνοι είναι μόνο κατηγορηματικοί και το ύφος υπεροπτικό. Πάντως ό,τι απεικονίζεται ή επιλέγεται να απεικονιστεί δείχνει αυθόρμητο και πηγαίο. Όντως αντανακλώνται οι εξωτερικές εντυπώσεις, οι οποίες όμως μέσα από συνειδητές παραμορφώσεις στοχεύουν απευθείας στις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη.

Δημήτρης Σταματίου

Αυτό που υπερισχύει στην περιγραφή της πόλης είναι το αίσθημα της πνιγηρότητας. Η υγρασία του Θερμαϊκού, κολλώδης και ανυπόφορη, διαπερνά τα πάντα: «Εκείνη τη νύχτα κανείς δεν είχε κέφι για κουβέντες. Έκανε πολλή ζέστη· το νερό της θάλασσας έβραζε ύπουλα. Μια θάλασσα βιομηχανικής παραλίας, οχετών και ψοφιμιών, θολή, παχύρρευστη και δυσώδης. Πάνω στο νερό σέρνονταν οι χαμηλές υγρασίες της κουφόβρασης, κάτι σαν απροσδιόριστη διαθλαστική τρεμούλα». Η Αθηνά Σκλαβογιάννη απευθυνόμενη στο Βάσια παρατηρεί:

«Δίχως άλλο, δεν κοιμηθήκατε καλά. Είναι αυτό το κλίμα της Θεσσαλονίκης! Ώσπου να συνηθίσει κανείς. Δε βλέπω την ώρα να πάρω την Ντίνα, να πάμε στην Κηφισιά». Έπειτα είναι η νωθρότητα της επαρχιακής μεγαλούπολης:

«Ω! Στη Θεσσαλονίκη καμιά δουλειά δεν πιάνει το εικοσιτετράωρο του ανθρώπου. Όσο και να δουλέψεις, θα σου μείνουν άφθονες ώρες ανίας…

   – Η επαρχία, μουρμούρησε μ’ ένα χασμουρητό ο Καραμάνος[30]».

Σχολιάζονται τα ήθη των ανθρώπων: «Δεν είναι σαν τους Πειραιώτες, εδώ. Μαλακοί άνθρωποι· δουλικοί μπορώ να πω…»[31]. Περιγράφεται η εξοχή της πόλης, η παράλια ζώνη της σημερινής δυτικής Θεσσαλονίκης, προάγγελος της κατοπινής οικοδομικής αναρχίας:

«Μπήκαν στο Σταθμό στο αυτοκίνητο και τράβηξαν για το εργοστάσιο. Πήραν τους βρώμικους εμπορικούς δρόμους, που σφίγγουν το λιμάνι, προσπέρασαν το Σταθμό και τράβηξαν κατά το Μπεξινάρ. Εκεί απλώνεται μια παραλία γυμνή κι αρκετά βρώμικη, γεμάτη ακαθόριστα οικόπεδα, μπαξέδες που γίνονται σιγά – σιγά οικόπεδα, κι εργοστάσια πάνω στα οικόπεδα. Κάτι το άσχημο, το ξερό, το ακάθαρτο κάτω από το φωτεινό ήλιο του Ιουνίου».

Τέλος, η διαδρομή προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης αποδίδεται από το συγγραφέα με την αισθητική του σινεμά. Καταγράφεται, όπως ακριβώς θα το επέτρεπε η λήψη από μία κινηματογραφική κάμερα πάνω σε τροχήλατο όχημα.

Η περιγραφή συμπλέκεται με το διάλογο εκούσια: «Το αυτοκίνητο, προσπερνώντας τη Γεωργική Σχολή, έστριψε δεξιά και πήρε το μεγάλο δρόμο. Ολόγυρα ξερά χωράφια κι ανάρια σπίτια της περιχωρικής ζώνης· αριστερά λίγο θάλασσα.

–   Το τοπίο δε μου φαίνεται πολύ τρελό, μουρμούρισε ο Βάσιας.

–   Άσε να δεις και την πόλη…

            Έφτασαν στο Ντεπώ κι άρχισαν να χορεύουν στο καλντερίμι της κεντρικής αρτηρίας. Από τις δυο μεριές του δρόμου ορθώνονταν παλαιικά σπίτια μέσα σε κήπους, είδος βίλες ρυθμού fin de siècle [η υβριδική αισθητική του αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού, όπως είναι π.χ η Βίλλα Αλλατίνη, το Ορφανοτροφείο «Μέλισσα» κά], αρκετά άσχημες και παραμελημένες. Που και που μίζερα μαγαζιά και κανένα σπάνιο καινούργιο σπίτι, πάντοτε κακόγουστο. Ο Μιχάλης εξήγησε πως περνούσαν την προπολεμική αριστοκρατική συνοικία, που γλύτωσε από την πυρκαγιά του 1917.

–   Τώρα φτάνουμε στην παλιά πυρίκαυστη ζώνη, όπου χτίστηκε η καινούργια, μοντέρνα πόλη, που αποτελεί το κέντρο, σα να λέμε το Σίτυ…

–   Να ιδούμε και το Σίτυ.

            Ξεμπούκαραν σε μια παραλιακή πλατεία στολισμένη με το Λευκό Πύργο. Ο δρόμος ακολουθούσε τώρα τη θάλασσα. Από τη μεριά της στεριάς ήταν πλαισιωμένος με ψηλά, καινούργια σπίτια, σπάνιας ασχήμιας. Αυτοί πήραν ένα λοξό δρόμο, την οδό Τσιμισκή, πλατύ, με καλή προοπτική, τριγυρισμένο κι αυτόν από παρόμοια αηδιαστικά οικοδομήματα.

–   Δεν έχει αρχιτέκτονες εδώ; ρώτησε ο Βάσιας.

–      Ό,τι θέλεις έχει· και καλλιτεχνική κίνηση ακόμα. Μόνο γούστο δεν έχει…

            Έκοψαν μια στενή πάροδο αριστερά, ξαναβγήκαν στον παραλιακό δρόμο και σταμάτησαν μπροστά σ’  ένα περίεργο οικοδόμημα ακαθόριστου ρυθμού, αλλά με φανερές μεγάλες αξιώσεις. Ήταν το ξενοδοχείο «Μεντιτερράνιαν».

            Ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχε κρατήσει ο Καραμάνος για το Βάσια. Ευρύχωρη κάμαρα, επιπλωμένη με μια τουαλέτα με λουτρό· μπροστά μια μεγαλούτσικη βεράντα, που έβλεπε στη θάλασσα. Ο Γιούγκερμαν έμεινε ικανοποιημένος.

–       Ωραία είν’  εδώ. Ιδίως έχει φως, αέρα και θέα…

–   Η δύση είναι όμορφη στο Θερμαϊκό. Θα ιδείς απ’ το μπαλκόνι σου φεγγαράδες αξέχαστες. Εξάλλου, το μόνο πράγμα που αξίζει εδώ είναι η νύχτα[32]».

Σε μία περίοδο μεταβατική, με έντονα τα χαρακτηριστικά της παρακμής, όπως ο μεσοπόλεμος  τα φαινόμενα της πολιτικής διαφθοράς και της συναλλαγής με την εξουσία δεσπόζουν. Υιοθετείται ο τακτικισμός και ο μονεταρισμός στην οικονομική δραστηριότητα με άμεσα συνεπόμενα στην οργάνωση των κοινωνιών.

Ο Καραγάτσης  παρακολουθεί τις εξελίξεις και καταγράφει πιστά την επικαιρότητα στο μυθιστόρημά του: «Τ καιρῷκείνῳ κυβερνούσε την Ελλάδα ένα από τα δύο μεγάλα «ιστορικά» κόμματα. Κυβερνούσε είναι σχήμα λόγου. Δεν κυβερνούσε απολύτως τίποτα.

«Ήταν στα πράγματα» – αυτή είναι η κυριολεξία[33]. Και το μεγάλο τούτο κόμμα είχε φτώχια τρομαχτική, αποτέλεσμα της μακρόχρονης απομάκρυνσής του από τα «πράγματα». Κάποιο κοινοβουλευτικό κόλπο το’ φερε στην αρχή ολωσδιόλου αναπάντεχα, με την υποχρέωση να κάνει σύντομα εκλογές. Κι ο κορβανάς ήταν άδειος· ενώ οι αντίπαλοι, που νεμήθηκαν το res publicum [sic] πέντε χρόνια συνέχεια, είχαν παρά με ουρά».

            Είναι γνωστό πως στην Ελλάδα τις εκλογές δεν τις κερδίζει το κόμμα που έχει τα ηθικότερα στελέχη, τον ικανότερο αρχηγό, το καταλληλότερο πρόγραμμα, μα εκείνο που διαθέτει τα δυνατότερα οικονομικά μέσα. Αυτό λέγεται «ελευθέρα εκδήλωσις της θελήσεως του κυρίαρχου ελληνικού λαού, εντός του πλαισίου του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος».

Περίοδος Ι. Μεταξά

            Πρωτίστως λοιπόν είναι οι κρατικοδίαιτοι ομοτράπεζοι της πολιτικής ηγεσίας, οι αενάως διαπλεκόμενοι. Ο συγγραφέας σαρκάζει ρεαλιστικά:

«Γίνηκε λοιπόν μια ανεπίσημη επιτροπή από ασαφείς και μεγαλόσχημους επιχειρηματίες, από βουλευτές και γερουσιαστές, από διάφορους ύποπτους «οικονομικούς» παράγοντες και κίτρινους δημοσιογράφους. Υποψήφιο Διοικητή είχαν τον κ. Α. Ιερεμιάδη, σπουδαία επιστημονική, πολιτική κι οικονομική προσωπικότητα. Ήταν ένας άνθρωπος ρευστός· τόσο ρευστός, που κυλώντας έφτασε στις ψηλότερες θέσεις. Το πρόγραμμά του ήταν να υπηρετεί έναν και να τα’ χει καλά με όλους. Πρόγραμμα μέτριου ανθρώπου και μέτριου αριβιστή. Το «φτάσιμο» γι’  αυτό δεν ήταν να πάρει θέση στην ιστορία της Ελλάδας· του αρκούσε μια καλή θεσούλα με αποζημιώσεις κι ονόρια. Βραχύς γαρ ο βίος. Όσο για την υστεροφημία, άσ’ την για τους κουτούς! Από νέος προσκολλήθηκε σ’  ένα κόμμα, κάνοντας τη σκέψη πως κάποτε αυτό το κόμμα θα φτάσει στα πράγματα και θ’  ανταμείψει τους πιστούς του. Η κομματική όμως προσήλωση είχε κάποιο ντιλεταντισμό. Κρατούσε πάντα μιαν αξιόπρεπη μισοανεξαρτησία· ήταν μετριοπαθής, συνεννοητικός κι άφηνε να εννοηθεί πως πάνω από τα κόμματα υπάρχει ένα υπερκόμμα: ο κύκλος των ευγενών και καλλιεργημένων ανθρώπων, που πάντοτε κρατάν τα πόστα και δίνουν τον τόνο στην κατάσταση [ας πούμε, κατά την αριστοκρατική λογική της πλατωνικής «Πολιτείας»;]. Χαιρετούσε όλον τον κόσμο, χαμογελούσε στους πάντας, ήταν γλυκομίλητος, πειστικός, υποσχετικός, μαλαγάνας κι ανούσιος. Ήξερε να κολακεύει· να φιλάει τα χέρια των κυριών· να δίνει 500 υπέρ φιλανθρωπικού σκοπού κάθε φορά που πέθαινε ένας «γνωστός, άνθρωπος του κύκλου μας[34]», έστω κι αν τον είχε δει μονάχα μια φορά σ’  ένα τσάι, προ έξι χρόνων. Ύστερα ήταν μέλος πενήντα οχτώ συλλόγων. […] Πήγαινε ταχτικά στις Συνελεύσεις και τα Συμβούλια όλων αυτών των σωματείων, αγόρευε, έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, παθαινόταν, ενεργούσε. Κάθε νέο έτος έστελνε 1200 ευχετήριες κάρτες και λάβαινε άλλες τόσες. […]

            ;Έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου χωρίς να έχει γράψει επιστημονικό βιβλίο· μα η αξία του ήταν τόσο έκδηλη, ώστε τα γραφτά ντοκουμέντα δεν είχαν σημασία. Βγήκε βουλευτής, γερουσιαστής. Ποτέ δεν ανέβηκε στο βήμα· ποτέ δεν είπε τη γνώμη του για οποιοδήποτε πολιτικό ζήτημα. Ήταν φανερό πως ήθελε να κρατηθεί σε ύψος περιωπής· να μη συγχρωτισθεί με τους φλύαρους, τους αμαθείς. Ο αρχηγός του τόσο γοητεύθηκε από τη βαρυσήμαντη σιωπή του, ώστε τον έκανε δυο φορές υπουργό. Η αλήθεια είναι πως το πέρασμά του από τα υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας δεν άφησ’ εποχή. Δηλαδή δε γίνηκαν κοσμοϊστορικές καινοτομίες. Οπωσδήποτε οι υπάλληλοι έκαναν τη δουλειά τους ήσυχοι κι ανενόχλητοι, σα να μην υπήρχε υπουργός! […] Βρέθηκε να’ χει σεβαστή περιουσία, που την έκανε από τις οικονομίες του καθηγητικού μισθού του. Η Διοίκηση της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών θα ήταν το επιστέγασμα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας· το γέρας μιας ανώτερης προσωπικότητας, ενός διαμαντένιου χαραχτήρα. Και, κυρίως, μιας σπιθιριστής διάνοιας»

Αθήνα

Ταυτόσημα είναι τα γνωρίσματα που αποδίδει, με κάποια ωμότητα ίσως, και ο Ψαθάς στον ανεκδιήγητο βουλευτή Κιτσομήτρο, το σύζυγο της μεγαλόσχημης κ. Ζιζής. Το ήθος (και το ύψος) του πολιτικού ανδρός, από το Νενέκο έως το «Μαυρογιαλούρο», παραμένει αναλλοίωτο

«Ο άντρας της ήταν «μεγάλη πολιτική προσωπικότητα». Κι αν η γυναίκα του είχε τόσον αέρα στην κοσμική και στην πολιτική ζωή, το χρωστούσε λίγο και σ’ αυτόν. Ο κ. Κιτσομήτρος κόντευε τα πενήντα, φαινόταν όμως ακόμη πολύ νέος. Άνθρωπος καλοζωισμένος, γερός, κοντόχοντρος, καυχιόταν σοβαρά για τρία πράγματα: για τ’ όνομά του, το πολιτικό δαιμόνιό του και τ’ άφθονα λεφτά του. Είχε πόζα και μονόκλ. Ήταν κομψός. Χρόνια βουλευτής, δε μιλούσε παρά σπάνια κι η φωνή του κυριαρχούσε μόνο μέσα στις θυελλώδεις συνεδριάσεις της Βουλής, με μια λέξη που ήταν το φόρτε της ρητορικής του έξαρσης: «Αίσχος! Αίσχος!». Είχε φήμη πολύ ζωηρού στοιχείου και κάποτε είχε βγάλει πιστόλι μέσα στη Βουλή. Τζάκι μεγάλο. Τουπέ. Και κουμπαριές με το λαό. Δυο φορές είχε γίνει υπουργός, τρεις φορές κατηγορήθηκε για σκάνδαλα. Δεν έδινε πεντάρα τσακιστή – το ίδιο κατηγορήθηκε και ο Περικλής στην αρχαιότητα. Δε φιλοδοξούσε, βέβαια, να χτίσει τον Παρθενώνα. Είχε όμως μερικά σχέδια για τη σωτηρία της Ελλάδας που τα θυμόταν μόνο στις προεκλογικές περιοδείες του. Πολλοί τον εκτιμούσαν. Αλλά ισχυρότερα απ’ όλους εκτιμούσε ο ίδιος τον εαυτό του και θεωρούσε ευτύχημα για την πατρίδα του ότι γεννήθηκε σε μια στιγμή που ο τόπος του είχε ανάγκη απ’ την προσωπικότητά του. Είχε την ακράδαντη πεποίθηση πως ο καλός θεός τον προόριζε για έργα ωραία και υψηλά, υψηλότερα από τις δυο πολυκατοικίες του ακόμα».         

Δυνατός ο λόγος του Ψαθά. Ακόμη πιο εύρωστη η αληθοφάνεια με την οποία σκιαγραφεί τη σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα ο Καραγάτσης. Ανάμεσα στα άλλα, από το μυθιστόρημά του αναδύεται και ο πολιτικοποιημένος συγγραφέας. Όχι ο σκεπτόμενος λογοτέχνης που αναδιφά ιδεολογίες και καταθέτει αφηρημένο λόγο περί πολιτικής. Πρόκειται για το συνειδητοποιημένο αστό με τις ομόλογες πεποιθήσεις, ενδεχομένως και τις παθολογίες. Δύο περιπτώσεις εν προκειμένῳ είναι ενδεικτικές.

Αφενός στο «Γιούγκερμαν» καταγράφονται περιπτώσεις κιτρινισμού και δημοσιογραφικής αγυρτείας. Όσο ανέρχεται ο πρωταγωνιστής στην επαγγελματική ιεραρχία και αναδεικνύεται στην κοινωνική ζωή, τόσο πληθαίνουν τα δημοσιεύματα με αιχμές και αμετροέπειες για τον ιδιωτικό του βίο και τη συμπεριφορά της οικογένειάς του. Ο Βάσιας θα ενοχληθεί, θα εξαγριωθεί, κάποτε θα απειλήσει:

«Μια φορά μονάχα έχασε την ψυχραιμία του: όταν ο διευθυντής μιας εφημερίδας – γνωστός τύπος εκβιαστή, με πλούσιο ποινικό μητρώο – του τηλεφώνησε πως, αν δεν κατέβαινε παραδάκι, θα παραλάβαινε στην εφημερίδα του την κυρία και τη δεσποινίδα Γιούγκερμαν. Ο Βάσιας κιτρίνισε από λύσσα.

–  Ακούστε, αγαπητέ, του είπε. Μπορεί σήμερα να είμαι ένας ειρηνικός έμπορος· μα κάποτε υπήρξα κοζάκος. Έχετε ακουστά για τους Κοζάκους;

–    Ναι, έχω διαβάσει…

– Λοιπόν, αν η τύχη σας γλίτωσε από τα μάνλιχερ του εκτελεστικού αποσπάσματος του ελληνικού στρατού, τότε που λιποταχτήσατε στην Ουκρανία [προφανώς ο δημοσιογράφος ήταν ρίψασπις κατά την  ουκρανική εκστρατεία του 1919], να ξέρετε πως τίποτα δε σας σώζει από το πιστόλι ενός Κοζάκου».

Ο Κόκκινος Στρατός εισέρχεται στο Κίεβο το 1919

Αφετέρου είναι η παγιωμένη αντίληψη του ήρωα (προφανώς και του συγγραφέα) για το συνδικαλισμό, το ρόλο των εργατικών συνδικάτων. Ο Κιτρινάκης θα πει κάποια στιγμή στον Γιούγκερμαν για τις νεαρές εργαζόμενες του εργοστασίου Σκλαβογιάννη:

«Faire lamour avec ses dactylos passe encore; mais avec ses ouvrières, jamais de la vie ! [= Να έχεις σεξουαλικές σχέσεις με τις δακτυλογράφους της επιχείρησης είναι κάτι που περνάει ακόμα· όμως με τις εργάτριες σε καμιά περίπτωση]. Και πρώτ’  απ’  όλα τις σιχαίνομαι, όσο κι αν είναι όμορφες. Elles sont toutes d’une saleté !  [= Είναι όλες τους τόσο βρώμικες]. Κι ύστερα είναι ένα άλλο ζήτημα: η δημιουργία ενός πνεύματος  malveillant [= κακοβουλίας], μπορώ να πω indisciplinaire [= απειθαρχίας], στο σύνολο των εργατών. Αυτοί θέλουν να τα φτιάχνουν μαζί τους ελεύθερα, και ούτε έχουν préjuges moraux [= ηθικούς ενδοιασμούς]. Μα σαν τολμήσει ο pâtron να βάλει χέρι, τότε παρουσιάζονται οι meneurs [= υποκινητές], φωνάζοντας για την ξεδιαντροπιά των κεφαλαιοκρατών, ετσετερά. Mieux vaut sabstenir de pareilles amours[= Καλύτερα μακριά από τέτοιους έρωτες…].

Για ένα άτομο με χαμηλό ηθικό ανάστημα και πωρωμένη συνείδηση, όπως είναι ο Κλέος, έννοιες όπως η σεξουαλική παρενόχληση ή η παντοειδής εκμετάλλευση και χειραγώγηση του εργατικού προσωπικού δεν έχουν και καμία ιδιαίτερη βαρύτητα.

Πειραιάς

Ωστόσο σε αυτό ακριβώς το σημείο του μυθιστορήματος παρουσιάζεται και η άλλη όψη. Πρόκειται για περιπτώσεις συνειδητής χειραγώγησης των εργαζομένων από δημοκόπους συνδικαλιστές και λοιπούς εργατοπατέρες. Μετέρχονται δόλια το λαϊκισμό και την υπονόμευση. Ο συγγραφέας εννοεί απερίφραστα ότι το ταξικό κόμπλεξ, κατά περιπτώσεις, μεταλλάσσεται σε «θεσμοθετημένο» ταξικό μίσος. Το «εμείς» υποτίθεται ότι αντικατοπτρίζει το κοινωνικά υγιές, όταν «οι άλλοι», αποσυνάγωγοι και απόβλητοι, προβάλλονται σχεδόν ταυτόσημοι με το τοξικό απόστημα. Το  ιδεολογικό περίγραμμα της πολιτικής ηθικής στρεβλώνεται κατά την εφαρμογή της πολιτικής πράξης:

«Πραγματικά ο Γιούγκερμαν κατάλαβε γρήγορα αυτό το πνεύμα, που καλλιεργούσαν συστηματικά στο σύνολο των εργατών οι μαρκαρισμένοι «κόκκινοι»: ένα πνεύμα δημιουργίας συστηματικού μίσους, σιγανού φαρμακωμού. Πιάνονταν πάνω σ’  οποιαδήποτε αφορμή γελοία, παράλογη· της έδιναν εντυπωσιακό πλαίσιο και τη ’ρίχναν ανάμεσα στην εργατιά, σαν μπουρλότο».

Ασαντούρ Μπαχαριάν

Το «κεφάλαιο» εκ των πραγμάτων είναι ισχυρότερο. Οι μεθοδεύσεις για άσκηση πίεσης και καταστολής στον εργάτη υφίστανται εκ των ων ουκ άνευ. Εκείνο όμως που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι οι μηχανισμοί άμυνας που επιστρατεύει, προκειμένου να διασπάσει μέτωπα αντίστασης στον πυρήνα της εργατιάς. Συνήθως χρησιμοποιεί την εξαγορά, τον προσεταιρισμό και τον ηθικό εκβιασμό. Συχνά στη λογοτεχνία καταγράφεται η αγωνία και ο αγώνας της εργατικής τάξης να επιβιώσει. Είναι πολλές οι σελίδες που έχουν γραφτεί με προσανατολισμό σοσιαλιστικό ή και αμιγώς κομμουνιστικό.

Πρόσφυγες στη Δραπετσώνα

Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο. Έχει σημασία ότι ακούγεται η φωνή του αστού συγγραφέα για αυτό το φαινόμενο. Ο Καραγάτσης καταθέτει επιχειρηματολογία λογοκρατούμενη και ευανάγνωστη, για να εδραιώσει τις πεποιθήσεις του.

Ο Βάσιας Γιούγκερμαν θα εφαρμόσει ανάλογες πρακτικές, όταν ως εντεταλμένος Γενικός Γραμματέας της Τράπεζας αναλάβει την οικονομική διαχείριση για την εξυγίανση της κλωστοϋφαντουργίας «Γόρτυς» των αδελφών Σκαλβογιάννη:

«Τέτοιοι πυρήνες υπήρχαν και στα τρία εργοστάσια της «Γόρτυς». Μα ο Γιούγκερμαν δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Ήξερε, αυτός, από κομμουνιστές· τους πολέμησε δυο χρόνια στη Ρωσία. Δεν άξιζαν μεγάλα πράγματα μπροστά σ’ έναν αποφασισμένο κι ήρεμο άνθρωπο, αρκεί να μην είχαν πλάτες στην πολιτική. Είχε μαρκάρει τα κακά κεφάλια του εργοστασίου. Καμιά εικοσαριά όλοι όλοι. Μα δούλευαν τους άλλους χίλιους, τους κρατούσαν σ’ αναβρασμό, τους ανακατεύαν, κάναν φασαρία σα να ήταν διακόσιοι. Ο Γιούγκερμαν αποφάσισε να τους εξουδετερώσει με το δικό του σύστημα. Για να λείψει κάθε άμεση αιτία δυσαρέσκειας, έκανε μια μεγάλη σειρά αυξήσεων. Κανόνισε τις ώρες εργασίας και δημιούργησε διάφορες οικονομικές ευκολίες για τους εργάτες του: πρατήριο πλουσιότατο σε είδη, με τιμές κόστους· πούλημα υφασμάτων σε τιμές κάτω από την αξία· ιατρική περίθαλψη και φάρμακα δωρεάν· άδειες κάθε χρόνο με αποδοχές κτλ. Όλ’ αυτά δε βάρυναν σοβαρά τα Γενικά Έξοδα. Τα κέρδη της επιχείρησης μετά τη φαγάνα των Σκλαβογιάννηδων, φανερώθηκαν θετικά. […]

            Αφού λοιπόν με τα διάφορα φιλεργατικά μέτρα, ο μεγάλος όγκος των εργατών ευχαριστήθηκε, ο Γιούγκερμαν, άρχισε την προπαγάνδα του: μιαν ύπουλη, μασκαρεμένη, τεχνική προπαγάνδα. Πρώτα, πήρε με το μέρος του καμιά δεκαπενταριά εργάτες. Δεν τους διάλεξε βέβαια ανάμεσα στους ήσυχους, τους τίμιους, τους εργατικούς· αυτοί δεν πουλιώνται ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Βρήκε δεκαπέντε ανησυχαστικούς και ανήσυχους τύπους και τους μαλάγρεψε, άλλους με χρήματα, άλλους με κολακείες, άλλους με υποσχέσεις κι έφτιασε μια «διμοιρία εμπιστοσύνης». Από εκεί, προσπάθησε να πληροφορηθεί – κι είχε τον τρόπο – για το παρελθόν των μελών του πυρήνα. Βρήκε πολλά αδύνατα σημεία: ποινικά μητρώα[35], σκοτεινές ιστορίες, κρυφά κοντύλια του Κόμματος κτλ. Κατατόπισε τους «διμοιρίτες» του, κι άρχισε η εκστρατεία. Κάθε φορά που κανένας κόκκινος προσπαθούσε να δημιουργήσει ανησυχία, πεταγόταν ο διμοιρίτης κι αμολούσε το φαρμακερό λογάκι του, γεμάτο υπονοούμενα.

            Ο πόλεμος βάσταξε πολύ, με διάφορες φάσεις και περιπέτειες. Μα, στο τέλος ο Γιούγκερμαν βγήκε νικητής. Ο «πυρήνας» διαλύθηκε και τα μέλη του αναγκάστηκαν να φύγουν από το εργοστάσιο. Ορκίστηκαν όμως να εκδικηθούν.

            Να εκδικηθούν, έλεγε με χαμόγελο ειρωνικό ο Βάσιας. Γιατί όχι; Πάντοτε θα βρεθεί η ευκαιρία μιας απεργίας, μιας φασαρίας. Διόλου απίθανο να κατορθώσουν να ξανακερδίσουν την παλιά επιρροή τους στους εργάτες μου. Αυτό πιστεύω να εννοούν, λέγοντας εκδίκηση: την ταξική εκδίκηση. Όσο για την προσωπική, ας κάτσουν φρόνιμα. Δε θυμάμαι πόσους κομμουνιστές έσφαξα στη Ρωσία. Το μνημονικό μου δε βαστάει τα τετραψήφια νούμερα.

            Αυτός ο προκλητικός τόνος του, παράλληλα με τις πλούσιες παροχές στο προσωπικό, έκανε βαθιάν εντύπωση. Κάθε εργάτης είχε δικαίωμα να παραπονεθεί ή να κάνει οποιαδήποτε υπόδειξη στον κύριο Γενικό Γραμματέα, που άκουγε τους πάντες με προσοχή και διόρθωνε κάθε στραβό και άτοπο. Οι απλοί αυτοί άνθρωποι είδαν απέναντί τους ένα αλλιώτικο εργοδότη: δίκαιο, χαμογελαστό, συγκαταβατικό, που έδινε ό,τι έπρεπε μόνος του, πριν του το ζητήσουν· που, πολλές φορές, έδινε παραπάνω από κείνο που αυτοί ήθελαν. Και, επιπλέον, μάγκα, με το καπέλο στραβά, τη γόπα κάτω από τη μύτη, το μικρό, πονηρό μάτι μισόκλειστο· που χτυπούσε την πλάτη του εργάτη με φιλικό ντόμπρο χέρι και του’ λεγε:

–  Λοιπόν, παλικάρι μου. Είσ’ ευχαριστημένος; Αν έχεις κανένα παράπονο πρέπει να μου το πεις.

   Και ενενήντα φορές στις εκατό δεν υπήρχε παράπονο. Σ’ όλο τον Πειραιά οι εργάτες της «Γόρτυς» μακαρίζονταν για τυχεροί».

Εάν, κατά μία έννοια, η τέχνη συνιστά ανάπλαση της ίδιας της ζωής, τότε η λογοτεχνία αποτελεί το πλέον πιστό κάτοπτρο της. Ωστόσο η λογοτεχνική έκφανση του μεγαλοαστισμού διαφορίζεται. Καλύπτει φάσμα ευρύτερο από την κατατετμημένη οριοθέτηση ενός ταξικού status. Εμπερικλείει συγχρόνως την κοσμικότητα αλλά και τον ποικιλόχρωμο κοσμοπολιτισμό. Ακόμη και στην ιδιόρρυθμη, νεοελληνική εκδοχή του φέρει ακέραια τα αυτά χαρακτηριστικά. Το μοντέλο του ρεαλιστικού αστικού αφηγήματος στην πεζογραφία εγγράφεται με ενάργεια είτε πρόκειται για έργο του Φράνσις Σκότ Φιτζέραλντ, του Κοσμά Πολίτη ή του Μιχάλη[36] Καραγάτση.

Αθηνά Χατζή

Στο «Γιούγκερμαν» ο τρόπος αλλά και ο τύπος γραφής πείθουν αναντίρρητα. Το μυθιστόρημα προδιαθέτει το δέκτη για δημιουργική, ενδεχομένως και εναλλακτική, ανάγνωση. Τα σημαινόμενα είναι ευανάγνωστα και οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ολοκληρωμένοι. Τα κίνητρα συμπεριφοράς, οι προθέσεις, οι προσδοκίες και οι ενέργειές των ηρώων προσδιορίζονται αιτιολογικά. Το μωσαϊκό της αφήγησης σχεδιάζεται μεθοδικά και οργανωμένα ψηφίδα – ψηφίδα. Παρά τις επιμέρους επιβραδύνσεις, η πλοκή εξελίσσεται δυναμικά και ευθύγραμμα, ενίοτε και με συναρπαστικές μεταπτώσεις.

Και όλα αυτά δοσμένα με νοηματική μεστότητα, συναισθηματική φόρτιση και γλωσσική διαύγεια. Ο Ψαθάς πάλι αναπλάθει αυτήν την όψη ζωής με κριτήριο την κωμική της υπονόμευση. Ο εύθυμος τόνος ωστόσο στην περιγραφή, όσο οδυνηρή κι αν είναι η πραγματικότητα που απεικονίζει, προσιδιάζει περισσότερο στο δημοσιογραφικό λόγο· βρίσκεται πιο κοντά στο ύφος του χρονογραφήματος. Πάντως κοινή συνισταμένη στα δύο έργα παραμένει η διαθεματική τους σημαντική. Η μεγαλοαστική ζωή, το κοινωνικό κλίμα, το πλαίσιο και η αισθητική της δεσπόζουν. Εν κατακλείδι, σε αυτό το πεδίο ορισμού τα δύο μυθιστορήματα συνδιαλέγονται, καθώς η «Μαντάμ Σουσού» μπορεί να διαβαστεί και ως διακείμενο του «Γιούγκερμαν».

Δήμος Σκουλάκης

[1]               Το «Μπουκέτο» (1924–1946) ήταν ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά ποικίλης ύλης του Μεσοπολέμου, με πλούσια λογοτεχνική ύλη και τεράστια απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Η Μονταίν (ψευδώνυμο της Άννας Συναδινού) ήταν κόρη του Βλάση Γαβριηλίδη, εκδότη της ιστορικής εφημερίδας «Ακρόπολις». Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα κοσμικογράφος. Βλ. αναλυτικά Δέσποινα Γκόγκου (2013) «Το περιοδικό «Μπουκέτο» του Μεσοπολέμου – Ευρετήρια της πρώτης περιόδου (1924 –1935»), Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών.

[2]               Πρβλ. Β. Φίλιας (1996), Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα – Η νόθα αστικοποίηση (1800 –1864), Gutengberg, Αθήνα.

[3]               Στην ίδια λογική κινείται επί παραδείγματι και η καπετάνισσα Μίνα στη «Μικρά Αγγλία» (1997) της Ιωάννας Καρυστιάνη. Η γυναίκα αυτή διαχειρίζεται την περιουσία αλλά και τις ζωές της οικογένειάς της με σκληρότητα. Στοχεύει πάντα προς συμφέρουσες επενδύσεις real estate. Αγοράζει ακίνητα στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και οικόπεδα στα αθηναϊκά προάστια, με σοβαρές προοπτικές υψηλής εμπορικής απόδοσης. Εδώ ο φακός μεταφέρεται στην Άνδρο και αποτυπώνει ρεαλιστικά την κραταίωση της άρχουσας τάξης στο κλειστό νησιωτικό περιβάλλον. Κοινωνικά, στις ίδιες συντεταγμένες, ορίζεται και η δράση στο μυθιστόρημα του Καραγάτση «Η μεγάλη χίμαιρα» (1953). Μόνο που εδώ απεικονίζεται ο μικρόκοσμος της Σύρου και οι πλοιοκτήτες του. Ουσιαστικά, αυτές οι οικογένειες έχτισαν την αστική τάξη του νεοελληνικού  κράτους.

[4]              Τα αποσπάσματα του κειμένου παρατίθενται αυτούσια από το μυθιστόρημα του Μιχάλη Καραγάτση (200320 ) «Γιούγκερμαν» και «Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του», Τόμοι Α΄, Β΄ και Γ΄  αντιστοίχως, εκδ. Εστίας, Αθήνα.

[5]               Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, διαπρεπής εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου στη νεοελληνική ζωγραφική, έμεινε στην ιστορία για τα έργα του με πρόσχαρη παιδική θεματολογία (π.χ «Η παιδική συναυλία»). Υπήρξε όμως και έξοχος προσωπογράφος. Στις αρχές του 20ου  αιώνα ήταν ο αγαπημένος πορτρετίστας της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας.

[6]              Στον ελληνικό κινηματογράφο ο Μιχάλης Κακογιάννης, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ελίτ, στην οποία και ο ίδιος ανήκε, θα σκιαγραφήσει αυτόν τον κοινωνικό ξεπεσμό με  ενάργεια και δυνατό ρεαλισμό. Στην ταινία του «Το τελευταίο ψέμα» του 1958, το ζητούμενο είναι να τηρηθούν πάσῃ θυσίᾳ τα προσχήματα. Έστω και αν εδώ πρόκειται για τη μεταπολεμική Αθήνα του 1950, την πρωτεύουσα της αντιπαροχής, στην Ελλάδα της ανασυγκρότησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στη διεθνή του σταδιοδρομία το film τιτλοφορήθηκε «A matter of dignity». Οι νεόφτωχοι μεγαλοαστοί προβάλλουν όχι μόνο οικονομικά ανίσχυροι αλλά και ηθικά καταρρακωμένοι. Πρβλ. και το εξομολογητικό χρονογράφημα του Νίκου Δήμου «Το καμηλό παλτό» στην εφημερίδα Lifo της 8–2–2012.

[7]               Ο Καραγάτσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου, 1908–1960) έλκει την καταγωγή του από αρχοντική, κυριαρχική οικογένεια με πελοποννησιακές ρίζες, που φτάνει έως την Επανάσταση του 1821. Οι Ροδόπουλοι κατάγονταν από την Πάτρα. Ο πατέρας του ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική και μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Πρβλ. και Gunnar De Boel, «O Γιούγκερμαν του Καραγάτση: μια αναζήτηση αριστοκρατίας». Ανακοίνωση στο 3ο Συνέδριο Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νοελληνικών Σπουδών, 2–4 Ιουνίου 2006, Βουκουρέστι.

[8]              Αντίστοιχες είναι οι «σκηνικές οδηγίες» και στον «Κίτρινο φάκελο» (1956), μυθιστόρημα του Καραγάτση με ελαφρώς διαφοροποιημένη, πιο μοντερνική γραφή. Η αισθητική είναι εξίσου εμβληματική. Εκεί, ο νομπελίστας συγγραφέας Κωστής Ρούσης διαμένει σε ένα νεοκλασικό μέγαρο στην οδό Ομήρου. Με τον κύκλο του έχει διαμορφώσει ένα «φιλολογικό» σαλόνι. Συναντιούνται πάντα μία καθορισμένη ώρα και μέρα της εβδομάδας, εν είδει jour fix. Ο συγγραφέας αρέσκεται να επιδαψιλεύει όλες αυτές τις urban details που διέπουν την αισθητική του μεγαλοαστικού στρώματος· έστω και αν τις παρωδεί υπαινικτικά. Πρβλ. στην εικαστική γλώσσα και την ομώνυμη σειρά έργων του ζωγράφου Βασίλη Καρακατσάνη: «Urban details 2011–2014».

[9]              Η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Κορνήλιου Καστοριάδη και πάλαι ποτέ κοσμοπολίτισσα η ίδια, σε μία αποστροφή του λόγου της, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το Νοέμβριο του 1986, επισημαίνει κάτι αντίστοιχο. Παρατίθεται ο διάλογός τους:

–   Σ.Τ: Και ποια πόλη σάς έχει χαραχτεί περισσότερο;

–  Μ.Χ: Ως τώρα είχα τρομερή αδυναμία στο Παρίσι. Φέτος όμως για πρώτη φορά στη ζωή μου πήγα στο Λονδίνο και έπαθα έναν ενθουσιασμό…Κι ήμουνα και άρρωστη και δεν έβγαινα καθόλου από το ταξί – χωρίς να δω μουσεία ή τίποτε άλλα, γιατί δεν μπορούσα από τους πόνους. Είναι τόσο αρχοντική πόλη, τόσο ωραία, βρίσκεις ακόμη κάτι από την παλιά αυτοκρατορία, ενώ στο Παρίσι ο Ναπολέων έχει αφήσει το αποτύπωμά του.

–   Σ.Τ: Και η φτωχή Αθήνα;

–  Μ.Χ: Ωω! (γέλια). Πώς την καταντήσαμε! Τι είναι αυτό το πράγμα! Ρώτησα μια μέρα τον Μισέλ Λεϊρίς «Σας φαίνεται άσχημη η Αθήνα»; Δεν περίμενα να μου απαντήσει. «Μα αυτή είναι η ασχημότερη πόλη στον κόσμο», μου είπε.

–  Σ.Τ: Υπέθετε ότι πριν τον πόλεμο ήταν πιο ευχάριστη…

–  Μ.Χ: Δεν νομίζω. Τότε όμως την αγαπούσα… Όλες οι βιλίτσες του Φαλήρου είναι κακές κόπιες της Κυανής Ακτής – κάτι διώροφα, κάτι τριώροφα…

Βλ. σχετικά Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, (1999) «Αντίο παλιέ κόσμε – Συνομιλία με αξιοσημείωτους ανθρώπους», Δρομέας, Αθήνα. Για τη σημειολογία του αθηναϊκού high life προ και κυρίως αμέσως μετά τον πόλεμο πρβλ. επίσης μεταξύ άλλων τα βιβλία «Νεόπλουτοι, Νεόπτωχοι και Νεοαθηναίοι» (2002, εκδ. Βιβλιοδεσμός, Αθήνα) του γνωστού κοσμικογράφου Ζάχου Χατζηφωτίου και την αυτοβιογραφία «Ω! Τι ζωή!» του διεθνώς αναγνωρισμένου έλληνα μοντελίστ και κοσμικού Ντίμη Κρίτσα (2002, εκδ. Φερενίκη, Αθήνα). Είναι μια ζωή δίπλα στην πραγματική ζωή. Enfant gâté αυτής της χαριτωμένης ανεμελιάς υπήρξε αναμφίβολα και η Μελίνα Μερκούρη.   

[10]             Ομοίως και τα συγκεκριμένα αποσπάσματα μεταφέρονται ακριβώς από το ομώνυμο έργο. Πρβλ. Δημήτρη Ψαθά, Μαντάμ Σουσού, Έκδοση Κληρονόμων Δημητρίου Ψαθά, Αθήνα.

[11]              Στη σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία, με τη σαρωτική κυριαρχία της αμερικανικής κουλτούρας,  δεσπόζουν τα αγγλικά. Η «επέλαση» του life style κατά τη δεκαετία του ’80 και προπάντων από το 1990 κ.ε οδηγεί στην ανάλογη γλωσσική κωδικοποίηση. Τα ελληνικά «νέα τζάκια», μαζί με το ατέρμονο night clubbing στη Μύκονο και την Αράχοβα, εκφράζονται διαφορετικά. Η κατάσταση αυτή θα κορυφωθεί αλλά και θα εκτραχυνθεί στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα με την πλασματική ευδαιμονία του χρηματιστηρίου. Θα καταρρεύσει άχαρα γύρω στο 2010, όταν πλέον θα αγκυλωθεί η παρούσα οικονομική κρίση.  Η απαρχή πάντως γίνεται το 1987, με την έκδοση του περιοδικού «ΚΛΙΚ», που σύντομα θα αναδειχτεί σε πατριάρχη του νεοελληνικού life style και αισθητικό τιμητή των νέων ηθών. Σε παράσταση του συγκροτήματος «Άγαμοι θύται» από τη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1994, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης σε κωμικό σκετς υποδύεται την πόντια γιαγιά λαϊκής καταγωγής. Είναι ξεκαρδιστικός, καθώς σχολιάζει την επικαιρότητα με ανάλογο ύφος και γλωσσικούς επιτονισμούς. Κάποια στιγμή στο νούμερό του αποφαίνεται «Εμ, τι σε λέω! Για να διαβάσει κανείς σήμερα το ΚΛΙΚ, παιδάκι μ’, πρέπει να έχει Lower.… Πρβλ. και Χρήστος Κ. Ζαμπούνης (2012) «Ιστορίες ενός παιδήλικα», Φερενίκη, Αθήνα, ιδίως τα κεφάλαια «Η πομφόλυξ του life style», σελ. 249 – 251 και «Η πτώση ενός ανταγωνιστή», σελ. 389 – 391.

[12]              Συχνά, στην πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή, οι συγγραφείς τείνουν να υιοθετούν μια πιο «πολιτικοποιημένη» στάση κριτικής. Η θέση τους δεν είναι απαραιτήτως ή επί τούτου πολιτική, ούτε μηρυκάζει λαϊκισμό. Απλώς παρατηρούν διαπιστώνουν και καταθέτουν απόψεις με υποκειμενικότητα. Παρεμβάλλουν πολιτικά σχόλια στην αφήγηση, ενίοτε αιχμηρά ή απροκάλυπτα, συνδέοντάς τα τετμημένα με τη μυθοπλασία. Γράφει επί παραδείγματι ο Γιάννης Ξανθούλης:

«Βρήκα τον Έκτορα πίσω από το ταμείο να διαβάζει «Εξόρμηση», την εφημερίδα που αντιπροσώπευε όλο το ιδεολογικό σύμπλεγμα του νεοπαπανδρεϊσμού. Μια νέα φιλόδοξη ιδεολογία, πρόθυμη να στεγάσει κάτω απ’ τη μαρκίζα της την ανερχόμενη αριθμητικά τάξη των μικρομεσαίων και των πληβείων, που τρόμαζαν από τα σφυροδρέπανα και τις ξεκάθαρες κομμουνιστικές μπροσούρες της εποχής και από την άλλη αισθάνονταν προδομένοι από τα συντηρητικά κόμματα. Σου τα λέω αυτά, γιατί έχω τη βεβαιότητα ότι θα σιχαινόσουν όλο αυτό το νοικοκυρεμένο μικροαστικό προοδευτισμό, που πλάσαρε με έπαρση προσκόπου ο Παπανδρέου, εκπροσωπώντας μια τάξη που δε μας αφορούσε, όπως και καμιά άλλωστε».

Πρβλ. Γιάννη Ξανθούλη «Ο σόουμαν δε θα’ρθει απόψε», Καστανιώτης, Αθήνα 1985, σελ. 163. Ανάλογη εντύπωση προκαλεί και η Μαρία Μήτσορα στο πολύ ιδιαίτερο και σκληρό μυθιστόρημά της «Σκόρπια δύναμη» (Ίκαρος, Αθήνα 1997). Πάντως το ποίημα του Γιάννη Καρατζόγλου «Ελληνική ιστορία» (Ποιητική συλλογή «Πηγαίος κώδικας», Ίκαρος, Αθήνα 2009)  έχει χαρακτήρα απολογητικό και απολογιστικό:

Ελιά, ελιά, κόντρα στον κερασφόρο.
Οίκαδε. Πρόσφυγες…
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω το ΕΛΑΣ.
Πας μη Εαμίτης, Γκεσταπίτης.
Ανασυγκρότησις… Κύπρος – Ένωσις…
Έναν λοχία… Έναν λοχία επιτέλους…
Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών…
ΝΑΤΟ – ΣΙΑ – Προδοσία
Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή.
Νέα τζάκια.
Η Μακεδονία είναι ελληνική…
Εκσυγχρονισμός. Επανίδρυση.
Ελλάδα της Τασκένδης,

                Ελλάδα της Πλατείας Σκεντέρμπεη,
Ελλάδα των Εξαρχείων και των Σαράντα Εκκλησιών,
της ξενιτιάς, του Ντίσελντορφ και του Ντιτρόιτ,
με κώδικες μικροαστούς πορεύεται στο επέκεινα
ντυμένη για αιώνες εμπράγματα όνειρα…

[13]              Ο «Γιούγκερμαν», καθώς είναι έργο πολυσχιδές προσφέρεται κυρίως για κινηματογραφική ή τηλεοπτική διασκευή. Η εναλλαγή σκηνών και προσώπων, οι συνεχείς παρεκβάσεις και τα flash back καθιστούν το εγχείρημα δαπανηρό. Αντιστοίχως η γραμμική αφήγηση στη ροή του μυθιστορήματος και η πολλαπλότητα της ανθρωπογεωγραφίας του επηρεάζουν μοιραία τη σκηνική οικονομία. Το έργο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση δύο φορές: την πρώτη το 1976 με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στον ομώνυμο ρόλο· τη δεύτερη το 2007 με πρωταγωνιστή  τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Η απόπειρα αυτή για τηλεοπτικό remake του μυθιστορήματος, μολονότι εξαιρετικά φιλόδοξη και πολυέξοδη, δε γνώρισε επιτυχία και η προβολή της διακόπηκε πριν την ολοκλήρωση των επεισοδίων.

Η «Μαντάμ Σουσού» αντιθέτως υπήρξε πάντα δημοφιλής. Η δομή του έργου είναι θεατρική και σε αυτήν τη μορφή το διασκεύασε ο Ψαθάς το 1942. Πρωτοανέβηκε στην αθηναϊκή σκηνή το ίδιο καλοκαίρι από το θίασο της Κατερίνας (Ανδρεάδη) και έκτοτε γνώριζε πάντοτε την επιτυχία στο κέντρο αλλά και σε περιοδείες θιάσων στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Σημαντικές πρωταγωνίστριες  ενσάρκωσαν τη Σουσού στο θεάτρο (η Μαίρη Αρώνη το 1946, η Άννα Παναγιωτοπούλου το 1998, και πρόσφατα η Φωτεινή Μπαξεβάνη σε παραγωγή του Κ.Θ.Β.Ε κατά τη χειμερινή σαιζόν 2011–12), στον κινηματογράφο (η Μαρίκα Νέζερ το 1948), στο ραδιόφωνο (η Γεωργία Βασιλειάδου στις αρχές της δεκαετίας του ʼ50) και στην τηλεόραση (η Άννα Παϊτατζή το 1972 και η Άννα Παναγιωτοπούλου, σκηνοθετημένη από το Θανάση Παπαγεωργίου, το 1986).

[14]             Ο Κλέος ιδιοσυγκρασιακά παραπέμπει σε έναν εξίσου σαχλό αλλά και επικίνδυνο μεσήλικα του κολωνακιώτικου μικρόκοσμου, τον Άλεξ, στο θεατρικό έργο του Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1935). Πρόκειται για κοινωνική κωμωδία καταστάσεων. Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στην Αθήνα ακριβώς την ίδια εποχή.

[15]              Παρατηρείται ότι σε κείμενα του μεσοπολέμου ο λόγος εμπεριέχει σεξιστικές εκφάνσεις. Διατυπώνεται αβίαστα αναπαράγοντας τη στερεότυπη αντίληψη για τα ηθικά και κοινωνικά γνωρίσματα των φύλων.

[16]             Ενδεχομένως ο Ψαθάς στο σημείο αυτό είναι υπέρ το δέον διδακτικός, καθώς στηλιτεύει χιουμοριστικά το φαρισαϊσμό ως κοινωνικό φαινόμενο. Στο θέμα αυτό θα επανέλθει δριμύτερος λίγο αργότερα, στο θεατρικό έργο του «Μικροί Φαρισαίοι» το 1954. Πρόκειται για μείζον γνώρισμα  του μεγαλοαστικού καθωσπρεπισμού. Η οπτική του συγγραφέα απέναντι σε πρόσωπα και νοοτροπίες είναι καυστική και πιο προοδευτική, σχεδόν «αριστερή». Πενήντα δύο χρόνια αργότερα, το 2006, η Παυλίνα Νάσιουτζικ στο μυθιστόρημα της «Μαμάδες βορείων προαστίων», ένα best seller που προκάλεσε αίσθηση, θα καταθέσει τα ίδια συμφραζόμενα σχετικά με την υποκρισία αλλά και τη συναισθηματική αναλγησία αυτών των κύκλων στη σύγχρονη Αθήνα της άρχουσας τάξης:

«Ήθελα τόσο να μιλήσω σε κάποιον αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανένα: ήταν άγραφος νόμος ότι για τέτοια θέματα μιλάς περιφραστικά και δεν επιτρέπεται να αναλύεις.

                Στον κύκλο μας οι σημερινές φίλες ήταν οι αυριανές εχθρές· αρκούσε ένα «τι», ένα απειροελάχιστο «τι», για να διαλύσει μια φιλία. Μια κακή μέρα στο spa, μία υπηρεσία που την υπέκλεψες από μία άλλη, ένας καλύτερος βαθμός του ενός ή του άλλου παιδιού, και οι κραταιές φιλίες των cappuccino και των espresso κατέρρεαν πιο γρήγορα και από τους Δίδυμους Πύργους.

                Και δεν ήταν μόνο οι φιλίες· ένας αέρας μειωμένων συναισθημάτων διέτρεχε τα προάστιά μας, ένας αέρας που επηρέαζε ακόμη και τις σχέσεις γονιών – παιδιών. Οι άνθρωποι εδώ ήταν πάντα ερωτευμένοι με τις εικόνες της ζωής τους, δηλαδή με τη δημόσια εικόνα τους, την οποία όφειλαν να διαφυλάττουν με κάθε κόστος. Έτσι, οι αξιοπρεπέστατοι κατά τ’ άλλα – μα ποια άλλα, υπάρχουν άλλα; – γονείς του φίλου μου Έκτορα Χ., μόλις έμαθαν ότι ο γιος τους έχει AIDS, τον πέταξαν έξω από το δωμάτιό του, στον πρώτο όροφο μιας φουτουριστικής μονοκατοικίας στη Φιλοθέη, και τον έβαλαν να κοιμάται στο γκαράζ, δίπλα στο σπιτάκι του σκύλου. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι δεν ήθελαν να τον βλέπει ο κόσμος που πήγαινε στις δεξιώσεις και τα φιλανθρωπικά τσάγια τους. Και δεν αρκέστηκαν σ’ αυτό· στοίχειωσαν τους τελευταίους μήνες της ζωής του, κάνοντάς τον ένα σύγχρονο λεπρό, έναν λεπρό που έπρεπε να εξαφανιστεί από τα μάτια των ανθρώπων.

                Κανένας λογικός άνθρωπος δε γεμίζει με πολεμοφόδια τις τσέπες του εν δυνάμει εχθρού του»

Πάντως, η υποκρισία της άρχουσας τάξης συνιστά εν γένει λογοτεχνικό τόπο και στα νεοελληνικά γράμματα. Επί παραδείγματι, ο Παύλος Νιρβάνας ήδη το 1924 στο μυθιστόρημά του «Αγριολούλουδο» θα τη μυκτηρίσει αποτυπώνοντάς την στην πλέον σκοτεινή της εκδοχή.         

[17]              Η Έλενα Ακρίτα σε παλαιότερο ευθυμογράφημά της σατιρίζει απολαυστικά την έπαρση αυτή των Νεοελλήνων, την ουτοπική όσο και εναγώνια προσδοκία τους για αναζήτηση προγόνων με περγαμηνές αριστοκρατικής καταγωγής. Αναφέρει σχετικά: «Βέβαια εδώ δεν είναι Αγγλία, όπου κάποια μπορεί ν’ ανοίξει τα κιτάπια του γενεαλογικού της δέντρου και να αναφωνήσει:

                «Για δε, για δε! Οι πρόγονοί μου ξεκινάνε από το 12ο αιώνα. Και ο Σερ Τάδε μας πολέμησε με τον Κρόμγουελ εναντίον του βασιλιά».

                Εδώ τα παλιά μας τζάκια, που τόσο τα έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας, αρχίζουν από την Επανάσταση του 1821, όπου κάτι γενναία βλαχαδερά (πολύ γενναία αλλά και πολύ βλαχαδερά), κάνανε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και σκοτωθήκανε πάνω στη μάχη. Γιατί; Για να έρχεται κάποια κυρία, πέντε γενιές αργότερα και να κουνιέται σε άλλες που την κοιτάνε με μίσος:

                «Εμάς, ο παππούς του προπάππου μας έκανε πράματα και θάματα επί Πασά Αχμέτ Γιαλαντζί». Πρβλ. Έλενα Ακρίτα (1981) «Από την Έλενα με χαμόγελο», Κάκτος, Αθήνα – το ευθυμογράφημα με τίτλο «Κλείστε με για μια μιζανπλί».

Να επισημανθεί παρεμπιπτόντως ότι στη δεκαετία του 1980, οπότε και δημοσιεύτηκε αυτό το κείμενο της Ακρίτα στον «Ταχυδρόμο», η γλώσσα φαίνεται λιγότερο ευαισθητοποιημένη απέναντι σε στερεοτυπίες εθνοφυλετικού προσδιορισμού.

Αντιστοίχως και η Λιλίκα Νάκου θα επανέλθει σε αυτό το ζήτημα, υπό διαφορετική οπτική. Στο μυθιστόρημά της «Για μια καινούργια ζωή» (Δωρικός, Αθήνα 1960), που η υπόθεσή του εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, καταγράφεται το πλέγμα της αντιπαλότητας μεταξύ των αυτόχθονων αγωνιστών και της φαναριώτικης αριστοκρατίας στο σύγχρονο νεοελληνικό κράτος:

«Γέλασε ο ναύαρχος τελειώνοντας την ιστορία του, γελάσανε και οι άλλες δέσποινες ανόρεκτα, έτσι από ευγένεια… Ξαφνικά η γηραιά Φαναριώτισσα με έναν τρόπο απότομο, σαν θυμωμένη, φώναξε στα γαλλικά: En effet cetait des rudes paysans les Grecs du continent tandis que nous autres nous étions differents (= Στην πραγματικότητα οι στεριανοί Έλληνες ήταν τραχιοί χωριάτες, ενώ εμείς οι άλλοι, ήμαστε αλλιώτικοι). Ο ναύαρχος Πολύμπεης τότε δε βάσταξε και γύρισε στη Βαρβάρα (την κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος) και σιγανά της λέει:

– Δεν πάει να λέει! Οι Φαναριώτες όμως δε βγήκανε στα βουνά όπως εμείς, ούτε αγωνιστήκανε, ούτε τους σουβλίσανε οι Τούρκοι… Ενώ εμείς οι άλλοι υποφέραμε, αγωνιστήκαμε. Και αν δεν υπήρχαν οι χωριάτες αυτοί της Ρούμελης και του Μοριά, που κάνανε τα θάματα του ’21, Ελλάδα τώρα δε θα υπήρχε!… Αυτοί οι αριστοκράτες από το Φανάρι οι γαλαζοαίματοι το σκάσανε στο εξωτερικό. Άλλοι πήγανε στη Ρουμανία και απομυζούσανε το ρουμανικό λαό, άλλοι στη Φλωρεντία….». 

[18]             Η έπαρση της Σουσούς, όσο κι αν είναι ακατέργαστη, προβάλλει ανενδοίαστη. Ενέχει αυτεπίγνωση. Στην ειρωνεία, τα πειράγματα, τους υπαινιγμούς ή και την απορριπτική διάθεση των άλλων ανταποδίδει τα ίσα. Κάποτε, ενοχλημένη από τον Καντακουζηνό, δε θα διστάσει να καταρρακώσει την αντρική του αυτοεκτίμηση:

«… ‘Και έχε υπόψη σου ότι εγώ δε σε παντρεύτηκα δια το πονηρόν. Τοιαύτες ικανότητες τις είχε ο Παναγιωτάκης, και μάλιστα ανώτερός σου!’. Είπε κι άφησε εμβρόντητο τον Μηνά. Κι έμεινε πολλή ώρα εκεί ο δύστυχος να ξύνει με αμηχανία το κεφάλι του· Ω, Θεέ μου! Σε τούτη τη γυναίκα ήθελε να βάλει χαλινάρι;».

[19]             Επιστρέφοντας στις αφετηρίες του νεοελληνικού κράτους ο γάλλος μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος Edmon About αναφερόμενος στην Αθήνα του 1850 θα σημειώσει:

«Η Αθήνα είναι μία πόλη είκοσι χιλιάδων ψυχών και δύο χιλιάδων σπιτιών. Η παρουσία της κυβέρνησης έκανε να θεμελιωθούν όλα αυτά τα κτίσματα και συγκρατεί τόσον κόσμο συγκεντρωμένο στο ίδιο σημείο. Αυτή η συμπτωματική πρωτεύουσα δεν έχει ρίζες. Δεν επικοινωνεί με δρόμους με το υπόλοιπο της χώρας. Δε στέλνει στην ενδοχώρα της Ελλάδας τα προϊόντα της βιομηχανίας της. Η πόλη δεν έχει προάστια. Τα ελάχιστα χωριά που την περιβάλλουν ούτε νοιάζονται διόλου για την ύπαρξή της. Η πεδιάδα κατά μεγάλο μέρος είναι ακαλλιέργητη. Με μια λέξη, τίποτε δε θα συγκρατούσε πια στην Αθήνα αυτόν τον πληθυσμό, αν η κυβέρνηση μεταφερόταν». Το έργο του  «La Grèce contemporaine» (1854), μολονότι επικρίθηκε, παρακολουθεί πιστά τη νεοελληνική ιστορική περιπέτεια. Πρβλ. σχετικά Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (1992) Εξάρτηση και αναπαραγωγή – Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 – 1922), Θεμέλιο, Αθήνα.

[20]             Ο γερο–Στρατής είχε προειδοποιήσει το Βάσια, όταν διαισθάνθηκε την ακατανίκητη έλξη που του ασκούσε η Ντάινα:

«Στις άλλες δυο [την Ελέν και την Ντάινα] δε θα δώσω τίποτα! Είναι σαχλές και άμυαλες σαν τις μανάδες τους. Έχουν φούμαρα στο κεφάλι, με περιφρονούν. Θαρρούν πως είναι πριγκιπέσσες· και ξεχνούν πως ο παππούς τους – που όλα τα χρωστάν σ’ αυτόν – ήταν ένας χωριάτης απ’ το Βελιμάχι. […] Και πρόσεχε μην μπλεχτείς με την εγγόνα μου, την Κωσταντιά. Δε σου κάνει, εσένα. Είναι μια παλιοβρώμα. Άκου, που σου μιλώ εγώ».

[21]              Εδώ η περιγραφή θυμίζει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στο διήγημά του «Όνειρο στο κύμα». Πρόκειται για τη στιγμή που ο αφηγητής παρακολουθεί  έκθαμβος και σιωπηλός την έφηβη Μοσχούλα να κολυμπά στη θάλασσα κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο. Μόνο που στον Παπαδιαμάντη ο ερωτισμός που διαχέεται στην ατμόσφαιρα είναι πιο λυρικός. Στην περίπτωση του Καραγάτση υπερτερεί η σεξουαλικότητα.

[22]             Στο συλλογικό τόμο «Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση – Είκοσι χρόνια από το θάνατό του», (1981) Τετράδια Ευθύνης 14, Αθήνα. Πρβλ. και Παντελής Κρανιδιώτης (1991) «Το ερωτικό στοιχείο στο έργο του Καραγάτση», Περιοδικό «Διαβάζω», Τεύχος 258, Αθήνα.

[23]             Σε αυτό το πεδίο παρουσιάζει ενδιαφέρον να διαβάζεται ο «Γιούγκερμαν» και ως πόνημα φιλολογικής ερμηνευτικής. Ο Καραγάτσης μεταξύ άλλων κρίνει λογοτεχνικά έργα, που ήδη στο μεσοπόλεμο ήταν εξαιρετικά δημοφιλή. Καταφαίνεται δηλαδή η άποψη ενός λογοτέχνη για τη λογοτεχνία. Η Πελαγία διάβαζε μόνο τα αναγνώσματα – προφανώς ηθικοπλαστικά – που «της έδινε η δασκάλα της». Η Ελέν θα ισχυριστεί ότι το μυθιστόρημα «La porte étroite» που καθιέρωσε το 1907 τον André Gid ως πατριάρχη της ανηθικολογίας είναι σημειωτικός υπαινιγμός για τη γυναικεία ερωτογενή ζώνη.

Ο Γιούγκερμαν – Καραγάτσης θα αποκαταστήσει την επιφανειακή αυτή παρερμηνεία: «Μα η «Στενή Πύλη» είναι ένα ρομάντσο ηθικοπλαστικότατο. Κι ότι το μυαλό της πρέπει να βρισκόταν σε κακή ζύμωση, για να βρει υπονοούμενα σε σελίδες πεντακάθαρες, με μοναδική βάση την απρόοπτη παρεξήγηση ενός ευαγγελικού τίτλου. […] Ήταν αδύνατο να συγκεντρώσει το μυαλό του στα λόγια της Ελέν. Τη βαριόταν, τη μικρή ανόητη, τη διεστραμμένη, με την ξαναμμένη φαντασία. Αν άξιζε τον κόπο να μιλά σοβαρά μαζί της».

Στη Θεσσαλονίκη ο Βάσιας θα συναντηθεί με την Ντάινα στο δωμάτιό της. Και εκεί ο συγγραφέας θα εκφράσει την άποψή του για όλη τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, ιδίως για τα ερωτικά μυθιστορήματα: «Μικρή καμαρούλα, πολύ χαριτωμένη, επιπλωμένη στον κάπως ανόητο τόνο «jeune fille». Ένα μικρό σεκρεταίρ από ακαζού, μία βιβλιοθηκούλα, ένα ντιβάνι, δυο πολυθρόνες Louis XVI· στους τοίχους ανούσιες ακουαρέλες. Μ’ ένα λόγο, το γούστο της Ντίνας στο άπαντο [sic] της εκδήλωσής του. Ο Βάσιας περιεργάστηκε τα πάντα με κάποιο κέφι. Μια ματιά που’ ριξε στη βιβλιοθήκη τον κατατόπισε αρκετά. Τα έργα της Delly, της Baum κι όλα τα σορόπια της παρόμοιας παραγωγής. Και πλάι σ’ αυτά ο απαραίτητος Dekobra, ο «Gorydon» του Gide κι ο «Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ» του Lawrence. Μπήκε στο νόημα».

Ο συγγραφέας συζητά για την αισθητική των best sellers της εποχής του. Η διάδοσή τους στο αναγνωστικό κοινό ήταν ευρύτατη. Το μυθιστόρημα «Grand Hôtel» της Vicky Baum, για παράδειγμα, που αναφέρεται εδώ, είχε γνωρίσει τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε μεταφέρθηκε αργότερα και στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια την Γκρέτα Γκάρμπο. Το ίδιο συνέβη στην εποχή του Καραγάτση με το διάσημο μυθιστόρημα «Όσα παίρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ Μίτσελ. Όμως και ο ίδιος ο Γιούγκερμαν σε πιο ώριμη ηλικία διαβάζει επανειλημμένα το «Lacrimae rerum» του Λάμπρου Πορφύρα, επειδή ταυτίζεται συναισθηματικά με το ψυχικό κλίμα του ποιητή.

[24]             Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Κώστα Ουράνη (19988) «Ταξίδια – Ελλάδα», Εκδόσεις Εστίας, Αθήνα.

[25]             Πάντως η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος) διευκρινίζει ότι η δημοσίευση αυτού του άρθρου προκάλεσε στον προσφυγικό κόσμο αναστάτωση:

«Άπειρες διαμαρτυρίες δημοσιεύθηκαν στον Τύπο και μερικοί θερμόαιμοι έφθασαν σε τέτοιο σημείο οργής, ώστε λιθοβόλησαν τον «Ελεύθερο Λόγο». Για όλ’ αυτά πολύ είχε απορήσει ο Ουράνης, ο οποίος καθόλου δεν είχε φανταστεί ότι μια απλή γνώμη για τη γυναικεία καλλονή μπορούσε να έχει τέτοια αντίδραση. Ας ξαναδιαβαστεί τώρα [εννοεί το 1955] ψύχραιμα.

Πρβλ. σχετικά και Βασίλης Τζανακάρης, (2009) «Στο όνομα της προσφυγιάς. Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924», Μεταίχμιο, Αθήνα.

Η Λιλίκα Νάκου (ό.π, 1960) σκιαγραφώντας «έναν παλιό μικρό κόσμο που χάνεται» θα είναι εξίσου παραστατική:

«Αυτά συλλογιζόταν τώρα η Βαρβάρα και κάθισε στον καναπέ κοντά στο ναύαρχο Πολύμπεη… Τους άκουγε να μιλάνε αναμεταξύ τους. Ξέχναγε για λίγο τον εαυτό της. Και ξαφνικά της φάνηκε σαν να μεταφερόταν σε μιαν άλλη εποχή , όταν όλες τούτες οι δέσποινες ήταν νέες και ωραίες… […] Τις έβλεπε όμορφες και φρέσκιες να χορεύουνε στα χέρια του ναυάρχου στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού, στον καιρό του Γεωργίου του Πρώτου! Και με τη φαντασία της ξανάβλεπε, όπως της τα είχε διηγηθεί η μητέρα της, την παλιά Αθήνα… Έβλεπε τη δεντροστοιχία μπροστά στο παλάτι, όπου «ο καλός κόσμος» σιργιανούσε … Έβλεπε τις σιλουέτες του Ραγκαβή ή του Παπαρρηγόπουλου με ψηλά καπέλα, όταν ανεβοκατέβαιναν στο σπίτι του Λογίου και Επιθεωρητού όλων των Προξένων της Βαλκανικής, του Γρηγορίου Παπαδοπούλου, που ήταν δίπλα από τη Νομική Σχολή και είχε κήπους όλο εκείνο το τετράγωνο Σίνα και Μασσαλίας…

Ή ακόμα έμπαινε στη βιβλιοθήκη του παλιού αυτού αρχοντικού, με τη μεγάλη αίθουσα που συζητούσαν οι λόγιοι της εποχής και που ελάμπρυνε τότε με το πνεύμα της η περίφημη συγγραφέας των «Γυναικών της Ανατολής», η γνωστή Ντόρα ντ’ Ίστρια , κόρη του ηγεμόνα της Βλαχίας, που αγαπούσε τόσο την Ελλάδα και που την είχε φιλοξενήσει η Αθήνα στο σπίτι του Γρηγορίου Παπαδοπούλου, που υπήρξε και δάσκαλος στην ελληνική της μόρφωση… Εκεί στο αρχοντικό αυτό γίνονταν και οι πρώτες συναυλίες… Σήμερα το κτίριο αυτό το αγόρασε το κράτος και είναι παράρτημα της Νομικής Σχολής… Τώρα ποιος τα θυμάται όλα αυτά; Οι μεγάλοι κήποι του αρχοντικού γινήκανε Νομική Σχολή και σήμερα χιλιάδες φοιτητές ανεβοκατεβαίνουνε, μα λίγοι είναι οι νέοι που γνωρίζουνε ποια ιστορία έχει το μέρος αυτό… Ναι, ποιος θυμάται ή ακόμα ποιος γνωρίζει το μεγάλο Γρηγόριο Παπαδόπουλο, που αφιέρωσε όλη του την περιουσία, για να γίνουν οι πρώτες σχολές στην Αθήνα; … Μόνο ο γερο – Δραγούμης τον ήξερε ακόμα και μιλούσε με συγκίνηση για το θάνατό του, που ’λεγε ότι τον φαρμάκωσαν οι Βούλγαροι, όταν πήγε εκεί ως επιθεωρητής των προξενείων. Γιατί αυτός και ο γερο – Δραγούμης είχαν δημιουργήσει τότε την κίνηση να στέλνουν δασκάλες στα ελληνικά μα βουλγαρόφωνα χωριά της Μακεδονίας…

                Α! Ναι! … Το πρόσωπο της Αθήνας είχε πολύ αλλάξει από ’κείνον τον καιρό ως τα τώρα… Ποιος θυμότανε πως η περίφημη εκείνη γυναίκα, η Ντόρα ντ’ Ίστρια, ήταν η πρώτη και η μόνη ίσως γυναίκα , που αντρικά ντυμένη, όπως της το διηγόταν η μητέρα της, «εισήλθε» στο Άγιον Όρος;

                 Και η Βαρβάρα, εκεί που συλλογιζότανε όλα αυτά, και πόσο όλα σήμερα είχαν αλλάξει, άκουσε γύρω της την παρέα της μητέρας της να λέει σα να συνέχιζε τη σκέψη της:

                –  Ναι, στ’ αλήθεια, αγνώριστη είναι η σημερινή Αθήνα!… Τότε ήταν μικρή η πόλις αλλά κομψή και καθαρή…

                –  Α!  Οι πρόσφυγες την κατέστρεψαν, απάντησε μια άλλη παλιά δέσποινα… Αυτούς τους πρόσφυγες που μας κουβάλησε ο Βενιζέλος σας… γύρισε και είπε σχεδόν με φούρκα στο ναύαρχο Πολύμπεη. Από τότε που ήρθαν αυτοί , κτίστηκαν οι συνοικισμοί σα μεγάλα χωριά γύρω από την Αθήνα… και είναι αυτοί που χαλάσανε όλη την ομορφιά του αττικού τοπίου…

   Μια άλλη απάντησε:

– Και τι πληγή άνοιξε στον τόπο μας ο ερχομός τους! Πρώτον είναι όλοι τους – γινήκανε δηλαδή από τη φτώχεια – κομμουνιστές… Ο τόπος μας δεν μπορεί να θρέψει τόσον κόσμο! Τι είναι η Αττική; Ένας βράχος με γύρω τη θάλασσα…

                 Ξαφνικά η φαρφουρένια γριούλα, η Φαναριώτισσα, με τον απότομό της τρόπο είπε και αυτή το λόγο της:

                 – Σε όλα φταίει ο Βενιζέλος!… Τι ήθελε σας παρακαλώ μεγάλη Ελλάδα;… Καλά δε ζούσαμε πριν;  Όλοι οι Μακεδόνες τώρα είναι κομμουνιστές και όλη τούτη η προσφυγιά, φοβάμαι, μια μέρα θα κάψει την Αθήνα. Θα το δείτε… είπε σχεδόν με κακία… Εγώ πάντα δε χώνευα το Βενιζέλο… Είχε κάτι μάτια διαολικά. Μεγάλη Ελλάδα… Δεν έλεγε «κομψήν, μικράν και έντιμον» σαν τον Τσαλδάρη…

                 – Mais ma chérie, ο Τσαλδάρης, ο Παναγής Τσαλδάρης, λένε, πως τώρα πάσχει και κοιμάται ορθός, έκανε μια άλλη κυρία. Να μου πείτε το Μεταξά! Να, ποιον πρέπει κανείς σήμερα να θαυμάζει… Στέκει σαν πατέρας πάνω από το λαό…».

Πρβλ. και Ελένη Πριοβόλου (2009) «Όπως ήθελα να ζήσω», Καστανιώτης, Αθήνα.

[26]             Παραπέμποντας και παραφράζοντας τον Καβάφη αυτή η στάση δε νοείται συμβατά, κυρίως νιώθεται. Ιχνηλατείται στη μνημειακότητα της κλασικής και της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής (ή εν πάσῃ περιπτώσει σε ό,τι εναπέμεινε στην πρωτεύουσα), στη ζωγραφική του Σπύρου Βασιλείου, στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, στη φωνή της Σοφίας Βέμπο ή της Δήμητρας Γαλάνη. Στην πρόσφατη νεοελληνική ποίηση δε νομίζω να αποδίδεται πιο καταφατικά από το στίχο του Άλκη Αλκαίου «Εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι…». Πρβλ. Θάνος Μικρούτσικος – Άλκης Αλκαίος «Ερωτικό» στον κύκλο τραγουδιών «Εμπάργκο», CBS 1982.

[27]             Το επίκεντρο της κοσμικής ζωής στη Θεσσαλονίκη το 1930 είναι το ιστορικό ξενοδοχείο «Mediterranean» με το περίφημο restaurant «Όλυμπος–Νάουσα» στο ισόγειο δίπλα του. Εκεί διαμένει ο Βάσιας στη διάρκεια ενός επαγγελματικού του ταξιδιού. Στο ακόλουθο στιγμιότυπο μαζί με το φίλο του Μιχάλη Καραμάνο συμμετέχουν στην κοσμική ζωή της πόλης:

«Βγήκαν στο διάδρομο και πήραν τη σκάλα της ταράτσας, όπου δινόταν κάποιος φιλανθρωπικός χορός – ένας από τους πιο κοσμικούς χορούς της Θεσσαλονίκης. Το ασανσέρ ανέβαινε διαρκώς γεμάτο φράκα, σμόκιν, ανοιχτές τουαλέτες, διαμαντικά. Όσο προχωρούσαν ο θόρυβος της γιορτής αντηχούσε καθαρότερος: οι ομλίες του κόσμου, οι φωνές των γκαρσονιών κι οι ρυθμοί της τζαζ, που έδινε τις τελευταίες συγχορδίες του «Stormy weather» σ’ ένα φορτίσιμο μιμητικού μπουρινιού.

Το άσπρο κοντό σμόκιν του Γιούγκερμαν έκαν’ εντύπωση· εκείνο τον καιρό δεν είχε φανεί τίποτα το παρόμοιο στη Θεσσαλονίκη. Κι ήταν φορεμένο με αέρα και chic, συμπληρωμένο από μαλακό πικέ πουκάμισο, χαμηλό κολάρο και στενή γραβάτα, σε τρόπο άμεμπτο. Εξάλλου, ο Γιούγκερμαν άρχισε να γίνεται λιγάκι θρυλικό πρόσωπο στη μια βδομάδα της σαλονικιάς ζωής του. Η πολιτεία αυτή, παρόλη την έκτασή της, είναι στο βάθος μια επαρχία, σ’ ότι μάλιστα αφορά το μεγαλοαστικό κόσμο της – δυσανάλογα ολιγάριθμο με τον πληθυσμό της».

Εδώ ακριβώς ο Καραγάτσης ακολουθεί το σχηματικό δίπολο: η Αθήνα των πατρικίων και η Θεσσαλονίκη των πληβείων, οι πόλεις δηλαδή της αστικής και της εργατικής τάξης αντίστοιχα. Πρβλ. για αυτό το θέμα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του νεοελληνιστή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν Gunnar De Boel (2001) «Athènes la patricienne et Thessalonique la plébéienne dans les années 20 chez Karagatsis» στο συλλογικό έργο «The Greek city from antiquity to the present: historical reality, ideological construction, literary representation», επιμ. K. Demoen, VA: Peeters, Louvain, Paris and Sterling.

Η Θεσσαλονίκη βέβαια, όντας μεταπρατικό και πολυπολιτισμικό κέντρο, διέθετε πάντα αστική τάξη και ανάλογη κουλτούρα. Οι πλέον ευκατάστατοι ανήκαν στο εβραϊκό στοιχείο.

Ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρει σχετικά:

«Βέβαια οι μεγάλες οικογένειές τους είχαν αμύθητους θησαυρούς, αλλά τους ανθρώπους αυτούς, εμείς δεν τους βλέπαμε. Ήταν μόνο ονόματα, σε μεγάλες ταμπέλες, που προκαλούσαν το δέος. Λείπαν, άλλωστε συνεχώς, όχι στην Αθήνα, βέβαια, που τη σνόμπαραν αγρίως, μα στην Ευρώπη, στα Παρίσια συνήθως, όπου είχε δημιουργηθεί ισχυρή παροικία των Εβραίων της Σαλονίκης. Όλοι αυτοί πηγαινοέρχονταν με το Σεμπλόν Οριάν [το Οριάν Εξπρές] και θεωρούνταν από τους καλύτερους πελάτες του». Βλ. στη συλλογή πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου (1980) «Το δικό μας αίμα», Κέδρος, Αθήνα το διήγημα «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων».

Ανάλογο κλίμα για πιο πρόσφατες εποχές της πόλης μεταφέρει και η Κατερίνα Βελλίδη στην αυτοβιογραφία της: «Ήταν βαρύς ο χειμώνας που γεννήθηκα» (2010), Λιβάνης, Αθήνα.

Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Σε συνέντευξή του στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το περιοδικό «Τέταρτο» το Μάρτιο του 1985 αναφερόμενος στην επονομαζόμενη «Λογοτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης» θα επισημάνει:

«-   Σ.Τ:…Έστω ας αλλάξουμε θέμα. Ας πούμε για την εσωστρέφεια της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης.

–     Ν.Χ: Μήπως αυτά είναι γραφικότητες, που μετέφερε στην Αθήνα ο Ιωάννου, για να κάνει μπούγιο;

–      Σ.Τ: Εσείς το έχετε πει αυτό το’ 82.

–     Ν.Χ: Εγώ έχω πει ότι η Θεσσαλονίκη είναι συνάρτηση των εθνοφυλετικών στρωμάτων που την απαρτίζουν. Οι εκλεπτυσμένοι Μικρασιάτες, οι βαρβάτοι Πόντιοι, οι Καραμανλήδες με το εμπορικό δαιμόνιο και οι Θρακιώτες με τη λαϊκή φινέτσα, όλοι αυτοί πάνω στο εβραϊκό υπόστρωμα, που προσδίδει κάποιο μυστικισμό, φτιάχνουν ένα νέο κουρκούτι, που είναι εύλογο ότι θα δημιουργήσει διαφορετική λογοτεχνία από εκείνη που υπάρχει στην Αθήνα των Αρβανίτηδων, των Μωραϊτιδων και των Ρουμελιωτών. Αλλά δεν είναι ομοιογενής, δε συνιστά σχολή. Το πράγμα καταντάει αστείο κι αυτήν την αστειότητα ο Ιωάννου την υπογράμμισε με τελείως  παραπειστικό τρόπο». Πρβλ. Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, όπ, 1999, 357 κε.

[28]             Βλ. ό.π Ουράνης (19988) : «Η άγνωστη Μακεδονία».

[29]             Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ θα μεταφέρει μία ανάλογη – υποκειμενική ασφαλώς όσο και εκλεκτικιστική – εντύπωση για την εικόνα της μακεδονικής υπαίθρου με χρονικές ορίζουσες τις αρχές και το τέλος του 20ου αιώνα:

«Η φτώχεια. Πουθενά δεν έχεις δει τόσο άσχημη φτώχεια όσο τότε στη Μακεδονία. Στην άλλη, την «κάτω από τ’  αυλάκι» Ελλάδα, η φτώχεια ήταν μια εξοργιστική αδικία της τύχης, μια αρρώστια που έπρεπε να θεραπευτεί ή μια κατάσταση που έπρεπε να βρεις τρόπους να μη σε στενεύει υπερβολικά. Η φτώχεια εκεί ήθελε καλοπέραση. Ενώ στη φτώχεια της Μακεδονίας υπήρχε κάτι το μίζερο. Οι άνθρωποι τη δέχονταν παθητικά μάλλον παρά καρτερικά, χωρίς κάποια εφευρετικότητα, που θα της έδινε μια μορφή αν όχι συμπαθητική, τουλάχιστον υποφερτή. Κι αυτό έκανε τις λεπτομέρειες της φτώχειας εδώ αποκρουστικές. Τώρα βλέπεις ολόγυρα πλούτο. Πληθωρικές, περιποιημένες καλλιέργειες. Ακριβά αυτοκίνητα. Πολυτελείς κατοικίες, κιτσάτες βέβαια όσο δεν πάει άλλο, στις πλαγιές των βουνών και των λόφων. Αλλά μήπως και οι βαυαρικές επαύλεις στην καρδιά των Βαλκανίων, με τις δίρριχτες στέγες, τα μπαρόκ ξυλόγλυπτα κάγκελα στα μπαλκόνια και το γκαζόν με τα φαναράκια που παριστάνουν μανιτάρια, μιζέρια δε δείχνουν κι αυτές; Το κόμπλεξ του γκασταρμπάιτερ. Η κακομοιριά του αρχοντοχωριάτη, η αθλιότητα της ντεμέκ συμπεριφοράς, που ασχημίζει την ξένη ομορφιά με το να την πιθηκίζει, και απαρνιέται ό,τι δικό της θα μπορούσε να είναι ωραίο. Ωραίο; Ναι, υπήρχε και ομορφιά στη Μακεδονία. Μια ομορφιά που πιο πολύ την ένιωθες, με τις άναρχες αισθήσεις του παιδιού, παρά την έβλεπες. Κάτι στο ύφος της ζωής των ανθρώπων, στις συμπαγείς, στοχαστικά αργές κινήσεις τους, στις πολυσήμαντες σιωπές τους, σε πράγματα που υπαινίσσονταν μια άλλη, μυστική ζωή, μια ανεκδήλωτη οικειότητα με αόρατες δυνάμεις».

Ο λόγος του συγγραφέα είναι απαλλαγμένος από εξαργυρώσιμα πατριωτικά ιδεολογήματα. Όμως με τη στυλιζαρισμένη εμμονή στην παρατήρηση και την κριτική επιτήδευση καταλήγει ιδεοληπτικός. Πρβλ. Δημοσθένης Κούρτοβικ (2012) «Τι ζητούν οι βάρβαροι;», Εκδ. Εστίας, Αθήνα.

[30]             Ο Μιχάλη Καραμάνος, φίλος και συνάδελφος του Βάσια είναι διακεκριμένος συγγραφέας.  Πάσχει από μείζονα κατάθλιψη και στο τέλος της ζωής του θα οδηγηθεί σε ψυχοθεραπευτήριο. Το μυθιστόρημα του Καραγάτση διανοίγει προοπτικές διερεύνησης και σε αυτό το πεδίο μελέτης.

[31]              Η Στέλλα Βογιατζόγλου, η πρόωρα χαμένη πεζογράφος από τη Θεσσαλονίκη, θα υπογραμμίσει αυτή τη θεμελιώδη διάσταση νοοτροπίας. Στη νουβελα της «Το τσιφτετέλι», η κεντρική ηρωίδα, με καταγωγή από την Πελοπόννησο, επιχειρεί να απαλλαγεί από ένα επονείδιστο παρελθόν. Θέλοντας λοιπόν να αλλάξει άρδην την ευτελή ζωή της, καταφθάνει άγνωστη μεταξύ αγνώστων στη Θεσσαλονίκη, όπου και παντρεύεται έναν ευκατάστατο Μικρασιάτη. Η δράση εκτυλίσσεται στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η συγγραφέας τοποθετεί την πρωταγωνίστρια να εξομολογείται σε έμμεσο ευθύ λόγο, μεταξύ άλλων:

«Ώσπου άρχισε να τον βαριέται [το σύζυγό της] όσο και τις αμαρτίες της, τόσο καλόβολος που ήταν. Και η Σμυρνιά [η πεθερά της] πάντα από κοντά. Να παραφυλά ακόμα και πόσα βρακιά άλλαζε. Πόσες φορές μπανιαρίζεται και πόσων λογιών κολόνιες βάζει. Και το σπίτι πάντα γεμάτο από συγγενείς και φίλους. Και αυτή  «να το παίζει κυρία». Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί οι Μακεδόνες από αυτήν, σκέτες αρκούδες… δήθεν ντόμπροι, οι ωμοί δεν ’ξέραν από αβρότητες. Άλλες συνήθειες, άλλα ήθη, θαρρείς και μιλούσαν ξένη γλώσσα…

                 Τα ίδια και τα ίδια… κάθε μέρα. Αρμένικες ατέλειωτες βίζιτες στο σπίτι τους. «Ο καιρός δε λέει ν’  ανοίξει, δε λέει να δροσίσει. Τι Βαρδάρης κι αυτός σήμερα… Τον φάγαν και τον Πλαστήρα, το παλάτι και οι ραδιουργίες του. Γέμισε η γειτονιά ασφάλεια. Βάζεις για δε βάζεις φερμουάρ στα φρονήματά σου; Θα βουλιάξουν τα ξερονήσια απ’ το συνωστισμό… Λογαριάζουν το πόσες φορές κατούρησες ίσια και πόσες κόντρα στον άνεμο…». Έπεσε σε δημοκράτες, βλέπεις. Μωρέ, καλά το ’λεγε τότε στην Πελοπόννησο ο μοίραρχος. «Όλοι οι πρόσφυγες κομμουνιστές. Που δε βούλιαζαν τα καράβια που τους έφεραν και φέραν μαζί τους και το σπόρο τον κομματικό;» Και να δαγκώνει τη γλώσσα της μην τους χιμήξει… και τους τα πει χύμα και τσουβαλάτα. Να τους πει: «Βρε αυτό έλειπε, ν’  άφηναν οι μπάστακες της Ελλάδος να γίνει η χώρα ξέφραγο αμπέλι». Και όχι «τίποτις» άλλο, στ’  αυτό της για τα κόμματα, μα να κρατικοποιούσαν τα λεφτουδάκια της ύστερα από κόπους τόσων χρόνων; Και σιωπηλά παρηγοριόταν. Ευτυχώς που έχουν γνώση οι φύλακες, ευτυχώς, και τα λεφτουδάκια μου δεν κινδυνεύουν.

                Οι γυναίκες τους αν πεις, ακόμα πιο βαρετές. Ατέλειωτες συνταγές για φαγητά και για γλυκά. «Για να πετύχει το κέικ χτυπάς το βούτυρο με τη ζάχαρη, μέχρι ν’  ασπρίσουν…» Για τα καινούργια σχέδια στα πλεκτά και τα κεντήματα. Ώρες να τα περιγράφουν και ντουρ ντουρ, όλο για τους άντρες τους και τα παιδιά τους… «Ο δικός μου έτσι, ο δικός σου αλλιώς. Τα μάτια μας τέσσερα μην τους ξεμυαλίσει καμιά παρδαλή, και ύστερα τι κάνουμε; Τα παιδιά μας… καλέ» και να μαλλιάζει η γλώσσα τους για τα χαζοπούλια τους. Και κείνη δώστου να καπνίζει το’ να άφιλτρο πάνω στο άλλο προσπαθώντας να τις ανεχτεί…» Βλ. Στέλλα Βογιατζόγλου (1984) «Το τσιφτετέλι», Λιβάνης, Αθήνα, σ. 21 – 22.

[32]             Αμφισημία υπαινικτική του Καραμάνου. Έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με την Ντάινα εδώ και καιρό εν αγνοίᾳ του Γιούγκερμαν. Έκτοτε θα επέλθει οριστική ρήξη στις σχέσεις των δύο αντρών.

[33]             Οι αυτές συντεταγμένες ορίζονται ως πεδίο αναφοράς και στη «Χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα. Το έξοχο αυτό μυθιστόρημα με τη νεοτερική μορφολογία στην αφήγηση, παρακολουθεί το πολιτικό διακύβευμα στη μεταπολεμική Ελλάδα του 1965. Η ελληνική ηγεσία (μόνο κατ’ όνομα) υποδαυλίζεται από την ανενδοίαστη παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα, τη συνεργασία με τα ανάκτορα και την ασυδοσία των εγχώριων οικονομικών κύκλων. Το πολιτικό κλίμα προοιωνίζεται τη δικτατορία του 1967.

[34]             Παραπέμπει ευθέως στο «Επιτύμβιον» του Μανόλη Αναγνωστάκη:

Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τό ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα ’ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

                Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης (1992) «Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο», Ερμής, Αθήνα. Πρβλ. επίσης Διονύσης Χαριτόπουλος (2008) «Εγχειρίδιο βλακείας», Τόπος, Αθήνα: ιδίως οι επισημάνσεις 53, 65, 68, 71 και προπάντων 75.

[35]             Σε σχέση με όσα καταχωρίζει εδώ ο Καραγάτσης πρβλ. την εικόνα της ανομίας, της συνυφασμένης με την κοινωνική αδικία, στους «Μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη:

 

Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα                                                                                                                  τ’ άλλου κοντοήμερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι…
   […]

 

                                Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα

                                πίνουμε πάντα μας σκυφτοί

                                Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα

                                όπου μας εύρει μας πατεί.                             

                                Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

                                προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

[36]             Πιθανολογείται πως το αρχικό γράμμα Μ. στο λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα είναι Μίτια και όχι Μιχάλης, όπως του αποδόθηκε από παρεξήγηση. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή του Καραγάτση και παραπέμπει στην ιδιαίτερη αγάπη του στον Ντοστογιέφσκι και κυρίως στον ομώνυμο ήρωα από τους «Αδελφούς Καραμάζωφ». Η Γιολάντα Τερέντσιο σε συνέντευξη, που της παραχώρησε ο συγγραφέας τον Οκτώβριο του 1949, τον επιγράφει ως Μανώλη Καραγάτση. Βλ. σχετικά Γιολάντα Τερέντσιο «Ο κόσμος χθες, σήμερα, αύριο – Πνευματικοί άνθρωποι» (1993), Μίνωας,, Αθήνα, σελ. 80 – 86. Ο ίδιος πάντως αυτοβιογραφούμενος θα μιλήσει για τη ζωή και την τέχνη του με περίσσιο σαρκασμό και πικρό χιούμορ:

«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι τους διαφόρους «αρμοδίους», όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα και συ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά».

                 Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό, τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην «γυναίκα των ονείρων μου». Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα – ένας ξερακιανός και καταχθόνιος – έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω… Αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά… Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής – γέρος πια – ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθισης. Τού την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών…

                Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρο Χάρη, Άγγελο Τερζάκη, Γιώργο Θεοτοκά, Πετσάλη και Οδυσσέα Ελύτη, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους – όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλέωνος Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρεί Πάγ. Έφηβος ήμουν, όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα το’ ριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…

                Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου – Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη [πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημά του «Η μεγάλη χίμαιρα»] και ιδίως Γιούγκερμαν – είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθίσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Σπύρο Μελά.

                Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν!»

banner-article

Ροη ειδήσεων