Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Βλαχολογικοί ίαμβοι και ανάπαιστοι…4 / Προχριστιανικές μαρτυρίες ύπαρξης του ονόματος Βλάχος

ΗΡΟΔΟΤΟΣ
———

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ … 4

ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΒΛΑΧΟΣ / ΒΛΑΧΟΙ, ΩΣ ΟΝΟΜΑ ΒΑΣΙΛΕΩΝ… ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΗ ΠΟΛΗΣ «ΒΛΑΚΕΙΑΣ» / [«ΒΛΑΧΙΑΣ»] ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ…

Ο ΛΑΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ ΗΤΑΝ ΑΔΕΛΦΟΙ!

  • «Οχτρός μου εμένα κ’ η άσοφη σοφία του διαβασμένου, / όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας. / Φύτρα κακή, γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι, / με τα γεμάτα ονόματα και τ’ άδεια τα κεφάλια, / πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες(Κωστής Παλαμάς).

  • «παρά δε τον Αχιλλέως δρόμον / οι Ταυροσκύθαι·» (Κλαύδιος Πτολεμαίος).

  • «[Οι Βορυσθενίται] ήσαν φιλήκοοι και τω τρόπω Ελληνες…» (Δίων Χρυσόστομος).

     Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΜΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ

ΚΑΙ Η ΨΕΥΔΩΣ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΟΜΕΝΗ «ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΙΑ» ΤΟΥΣ

Το ποιμενικό επάγγελμα ασκήθηκε στη χώρα από ανθρώπους που οι άλλοι αποκαλούν Βλάχους – ήτοι ποιμένες, γλωσσικά, επαγγελματικά και πολιτισμικά απομεινάρια των Πελασγών – ήτοι των Πρωτοελλήνων. Χωρίς αμφιβολία και οι βλάχοι (μη αρμανόγλωσσοι ποιμένες) υπήρξαν πρώτα ως Βλάχοι. Η λέξη είχε σημαντικό περιεχόμενο στα παλαιά χρόνια, δεν ήταν όρος μειωτικός ή υβριστικός, όπως το θέλουν οι μικροαστοί και οι απαίδευτοι σήμερα ή οι διάφοροι αγράμματοι, ανόητοι κι ανιστόρητοι νεο-Γραικύλοι ή νεο-Γασμούλοι που τη χρησιμοποιούν πολλάκις ως πρώτο συνθετικό νεολογισμών τους (βλαχο-…), για ν’ αποδείξουν το απύθμενο της πνευματικής τους ένδειας και ανεπάρκειας, και την εσώτερη φασιστική ιδεολογία – που αδήλως έτσι την εκφράζουν.

Για απόδειξη του ισχυρισμού ότι οι βλάχοι και οι Βλάχοι της Ελλάδας είναι το ίδιο ακριβώς, ενώ οι «γραφιάδες» του καιρού μας τους θέλουν διαφορετικούς, επικαλούμαι το ποίημα του Μανουήλ Φιλή (~1275-1345), από το οποίο συνάγεται ότι οι βράχοι βλάχοι του 13ου αιώνα ονόμαζαν τα πρόβατα «ποηφάγους όϊς» και όϊς ως σήμερα ονομάζουν τα πρόβατα μόνον οι Αρμάνοι-Βλάχοι. Ο ίδιος συγγραφέας γράφει ότι στον καιρό του οι Ιταλοί ονομάζονταν Βλάχοι. «Και πάλιν αυτός ο γλυκύς εωσφόρος, [282] / Λυθέντος αυτώ του κατασχόντος νέφους, / Βυζάντιον πυρ εκδραμόν προς εσπέραν / τη των Ιταλών δείκνυται πανοπλία· [285] / Τεφροί γαρ αυτούς ως ανίκμους αθρόους, / Θερμήν φύσιν έχοντας υπεροψίας. / Εξ ων κατασχών την πόλιν Δυρραχίου, / Κροάς τε και Κάννινα και τα κυκλόθεν, / Ορμά προς αυτούς τους θρασείς πάλαι Βλάχους, [290] / Θεόδωρον δε πυρπολεί κατακράτος, / Τον σεβαστοκράτορα των αλλοτρίων, / Και λαμβάνει την χώραν, ως δώρον τύχης. [293]» (Manuelis Philae, Carmina, ex Codicibus Escurialensibus, Florentinis, Parisinis et Vaticanis, Nunc Primum Edidit, E. Miller. Volumen Posterius, Parisiis, MDCCCVII [1807], σ. 253. Απόσπασμα από το CCXXXVII. Εις τα του πρωτοστράτορος εκείνου του θαυμαστού στρατηγήματα, στίχοι 282-293).

Αυτοί οι «θρασείς πάλαι Βλάχοι», κατά τον ποιητή «οι Ιταλοί», τι σχέση είχαν με τους βράχους ή βλάχους που ο ίδιος συγγραφέας υμνεί και εγκωμιάζει στο άσμα του; Τι σχέση είχαν με τους Βλάχους τους οποίους αναφέρουν άλλοι «βυζαντινοί συγγραφείς»; Τι σχέση είχαν με τους Βλάχους του Ιωάννη Καναβούτζη, που το 1430 έγραφε: «Ημείς γαρ χριστιανοί όντες και μίαν πίστιν έχοντες, όμως βαρβάρους έχομεν και λέγομεν, τους Βουλγάρους, τους Βλάχους, τους Αλβανίτας, τους Ρούσους»;

Δηλαδή, τούτοι οι βάρβαροι Βλάχοι… σχετίζονται με τους Ιταλούς; Οι δε Ιταλοί σχετίζονται με τους Ρωμαίους; Τότε θα έπρεπε, κατά τον ίδιο συγγραφέα Ι. Καναβούτζη, όλοι τούτοι οι Ιταλοί και οι Ρωμαίοι να είναι Έλληνες! Διότι: «…και το τρωϊκόν γένος υφ’ ου εκτίσθη και οικίσθη η Ρώμη, υπήρχεν ελληνικόν καθαρόν, εξελθόν από της Πελοποννήσου του νυν καλουμένου Μορέος και κατοικήσαν εις την Σαμοθράκην και από ταύτης περάσαν και ελθόν εις την ανατολήν εις τα μέρη της Τρωάδος και κατοικήσαν.» – «…και οι Τρώες και τα απόγονα αυτών εκ γένους ήσαν ελληνικού και τέλος γένηται συμπέρασμα ότι και οι Ρωμάνοι απόγονα όντες του Αινείου και των άλλων Τρώων οίτινες ήσαν μετ’ εκείνου όταν ήλθεν εις την Ιταλίαν, ουκ εισι βάρβαροι και εθνικοί άνθρωποι και απαίδευτοι, αλλά Έλληνες και Ελλήνων απόγονα και διά τούτο έντιμοι και χρήσιμοι άνθρωποι.» (Bibliotheca Scriptorum Medii Aevi Teubneriana. Ioannis Canabutzae, Magistri ad Principem Aeni et Samothraces in Dionysium Halicarnasensem Commentarius. Primum edit atque praefatus est Maximi-lianus Lehnerdt. Lipsiae MDCCCXC [1890], σ. 1 και 53).

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859-1943)

Ο μέγιστος ποιητής μας Κωστής Παλαμάς γνώριζε πολύ καλά όλα τούτα, για βλάχους και Βλάχους, και τα έδωσε με τον δικό του τρόπο αριστουργηματικά, στο έργο Η Φλογέρα του Βασιλιά: «Τον άλλο κόσμο εγώ ’χω αρχή, τέλος τον κόσμον όλο, / γιομίζω τον αέρα αχός, μ’ ακούν, τ’ αυτιά γητεύω, / κι απ’ τον αχό περνώ στο φως και πουθενά δεν στέκω, / και ζωγραφιά τη μουσική, τον ήχο στίχο κάνω, / και το πουλί είμαι που λαλά μ’ ανθρώπινη λαλίτσα / και με λαλιά υπεράνθρωπη· κι ακούστε με, κι ακούστε. / Μην τρέμετε· είμαι η ταπεινή, κ’ εγώ είμαι όλου του κόσμου, / κ’ εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, κ’ η βλάχα η παινεμένη. // Χωριάτης ποιος ανήξερος, ή ποιος θεομπαίχτης φράγκος, / ποιος βενετσάνος πονηρός, οχτρός της Ρωμιοσύνης, / ή ποιος κακός μετωριστής, ποιος άθεος χαροκόπος, / πέστε μου, ποιο παράλλαμα, γραικός, γασμούλος, ξένος, / του έρμου στερνού κρυψώνα σου τσακίζοντας την πόρτα, / κι ανοίγοντας το μνήμα σου και διαγουμίζοντάς το, / σε τάραξε, σε ξύπνησε, σε ξέβρασε, συντρίμμι, / μαγαριστής, ατιμαστής των άγιων;…» (σ. 28). – «Κι άλλοι, από τ’ άγγιχτα βουνά κι απ’ τα κλεισμένα κάστρα, / την πατρική κληρονομιά κρατάν αψεύτιστη, όσο / κι αν την φυράναν οι καιροί· κι άλλους παιδιά της χώρας, / των ανοιχτόκαμπων κορμιά, ζη μια ψυχή από ξένο / φύσημα πρωτοστάλαχτη, πρωτοζωντανεμένη, / πνοή λατίνα, βλάχισσα, κι απάνου απ’ όλα σλάβα / Μα ή ρωμιογέννητοι, ή ρωμιοί, ή τουρκόσποροι, μια πίστη, / και γλώσσα μια, και ιδέα μια, και μια ψυχή· ένα Γένος. / Κοπρίσματα, ανεμορριπές, κλαδέματα, πλημμύρες / σταλώσανε ή λυγίσανε το δέντρο· δεν τ’ αλλάξαν.» (σ. 56). – «Και μέσα εκεί δουλεύουνε και σκλάβοι του πολέμου, / κι ο μέγας σκλάβος, που έφαγε του Βασιλιά πενήντα / χρόνια σκληρά και ολάγρυπνα κι όσο να γονατίση / κι όσο να πέση τρίψαλο, να ο Βούργαρος του Ίστρου / και ο Βούργαρος του Μέτσοβου, ποδοσιδερωμένος, / συρτός, χαϊντούτοι, και μπροστά βογιάροι και ζουπάνοι, / βυζαντινοί στη φορεσιά, στη γνώμη σκύθες, φάρα / πεισματική κι εφτάψυχη και ηρωϊκή, πλασμένη / με το φαρμάκι του φιδιού και με τη φρονιμάδα, / π’ όσο κι αν κομματιάζεται, το κάθε του κομμάτι / σαλεύει και τραβά μπροστά, σα να ’χη το καθένα / ψυχή αρκετή για να το ζη και για να τ’ ανασταίνη. / Μαζώματα και ασύστατων εθνών σε τούρμες μέσα· / σε λακκιές ξένες και αγκωνές πολεμικός αγέρας / τις έρριξε τις φύτρες τους, και ξαναρριζωθήκαν / αλλού, παντού, και να! ξανά τους έχει ξερριζώσει / το χέρι κάποιου δυνατού κ’ εδώ κ’ εκεί τους πάνε / τυχάρπαστους οι πόλεμοι, τα μακελλιά, οι φουρτούνες.» (σ. 62). «Καταποτήρας ο Καιρός πέρασε κι από σένα, / και, σα ν’ αλλαξοπίστησες και τ’ όνομά σου αλλάζεις, / κι ακούεσαι Μεγαλοβλαχιά, και κάτου από τα πόδια / του Γότθου, του Ουνογούντουρου, του Σέρβου και του Βλάχου / σπαράζεις, καθώς σπάραζες και πρώτα κάτου απ’ άλλα / ποδάρια μ’ άλλα ονόματα· μα η Θεσσαλία και πάντα. / Σ’ εσέ πρωταναβρίσανε θεοί και ισόθεοι. Χαίρε!» (σ. 65). «Και τώρα μεσ’ στα σπίτια μου και κάτου απ’ τη σκεπή μου / και σα να μου είτανε γενιά τόνε φιλεύω απ’ όλα / τον άνθρωπο ασημάδευτο από γένος κι από δόξα, / που είναι βοσκός με πρόβατα και με φλογέρα ψάλτης, / για των παλιών προσκυνητής, για κάνας ερμοσπίτης, / ή με τ’ απελατήκι του κανένας απελάτης. / Γιατ’ αγαπώ τους ταπεινούς και τους απλούς, κ’ εκείνους / τους αντρειωμένους, κι αγαπώ και τους αποδιωγμένους / του κόσμου, πόρχονται σ’ εμέ και δεν τους λαχανιάζει / τ’ ανέβα μου, ούτε το τραχύ της όψης μου τρομάζουν. / Κ’ έρχονται προς τον λυτρωτή για ναύρουν την ανάσα, / και να κρατήσουν την τιμή, και λεύτεροι να μείνουν, / και να ξανάψουν τη φωτιά, καινούρια να ρουφήξουν / ορμή με τον αέρα μου και με το κρύο νερό μου. / Γιατί στη χώρα είν’ οι κακοί κ’ οι οκνοί, στον κάμπο οι σκλάβοι.» (σ. 74). «Οχτρός μου εμένα κ’ η άσοφη σοφία του διαβασμένου, / όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας. / Φύτρα κακή, γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι, / με τα γεμάτα ονόματα και τ’ άδεια τα κεφάλια, / πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες.» (σ. 118). «Η γλώσσα που βροντομαχά στον λόγο μου είν’ η γλώσσα / της αργατιάς, της λεβεντιάς, και των ακέριων, και είναι / με τη δική σας άμοιαστη πόχει τα λόγια πάντα / ξεθωριασμένα σα νεκρά και σα μπαλσαμωμένα. / Εμένα ροδοκόκκινα τα λόγια μου σαλεύουν / σαν του ματιού το παίξιμο, και σαν την όψη αλλάζουν, / γιατί στη γλώσσα των απλών, κάθε που την αφήσουν / όλο να δώση τ’ άνθος της, το Πνέμα τ’ άγιο πνέει / που χέρια πάει και λογισμούς προς τα μεγάλα έργα. / Και ρίμες και πιττάκια σας κι όλα σας τα γραμμένα, / φύτρα κακή, σκολαστικοί, ξυλόσοφοι, λογάδες, / δεν είναι τίποτε, μπροστά στο καταφρονεμένο, / στ’ άγραφο, στ’ αποσπερινό τραγούδι, που τ’ αρχίζει / σαν κατεβαίνη απ’ το χλωρό βουνόπλαγο ο τσοπάνος / και του ταρπάζει η θάλασσα και του τ’ αποτελειώνει / στη μέρα που αργοσβύνοντας τ’ ακούει, κι αναγαλλιάζει!» (σ. 119). «Φτωχολογιά σακάτισσα, φτωχολογιά καημένη, / σα φρύγανο στην αμμουδιά, σαν καλαμιά στον κάμπο! / Άστραψε φως και γνώρισες τον εαυτό σου. Βάστα! / ρίξου, αργατιά δρακόντισσα, χτύπα, αργατιά εκδικήτρα!» (σ. 132). (Κωστή Παλαμά, Άπαντα, εκδ. Θ. Παπαδόπουλος).

Τα όσα έγραψε ο Κωστής Παλαμάς, τα γνώριζε σύμπασα η ελληνική κοινωνία στον καιρό του, ενώ σήμερα τα αποσιωπούν, τα αγνοούν, τα στρεβλώνουν, ή και τα λοιδορούν «…οι πνίχτες της αλήθειας. /… γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι, / με τα γεμάτα ονόματα και τ’ άδεια τα κεφάλια, / πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες».

ΠΟΛΥΒΙΟΣ 204-122 π.Χ.

     Όταν γίνεται κουβέντα για τους Αρμάνους-Βλάχους (τους Ελληνόβλαχους), πέρα από το αναπόδεικτο δόγμα της «λατινογένεσής» τους (με οποιαδήποτε θεωρία, που όμως παραμένει αναπόδεικτη θεωρία), και πέρα από τη «λατινοφωνία» τους (που και αυτή παραμένει αναπόδεικτη θεωρία και δήθεν επιστημονική παραδοχή), θα πρέπει να δώσει απαντήσεις και στα εξής ερωτήματα:

     -Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Γραμμικής Β’ και της Αρμάνικης;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Αρμάνικης και της Φρυγικής;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Αρμάνικης και της Χιττιτικής;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Αρμάνικης και της Λουβικής;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Αρμάνικης – Ετεοκρητικής – Κυπριακής- Λακωνικής – Μακεδονικής – Αρχαιοελληνικής;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Αρμάνικης – Ετρουσκικής – Ομηρικής             ;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Αρμάνικης – Αρχαιοελληνικής – Τσακώνικης;

-Γιατί υπάρχουν κοινές Λέξεις της Πελασγικής – Αρμάνικης;

-Γιατί από τις 228 θεωρούμενες «Θρακοδακικές» λέξεις, οι 160-170 θεωρούνται Δακικές – Γετικές, ενώ από αυτές τις 228 λέξεις οι 86 υπάρχουν στο Αρμάνικο Λεξιλόγιο, και είναι όλες ποιμενικές, ορισμένες από τις οποίες τις έχουν και οι λεγόμενοι Σαρακατσιάνοι, όπως λ.χ. οι λέξεις: βάτρα, ούρδα, τσάρκος κ.ά.;

-Γιατί από τις 45 Λέξεις του Πεδιανού Διοσκουρίδου (40-90 μ.Χ.) – Λατινικής – Δακική,. καμιά από αυτές τις 45 λέξεις δεν δείχνει συγγένεια της Αρμάνικης με τη Δακική ή της Δακικής με τη Λατινική, ενώ διαπιστώνεται μόνο κάποια συγγένεια μεταξύ Λατινικής και Αρμάνικης, όπως λ.χ. στις λέξεις: ουρτίκα (αρμ. ουρτζấκâ) [κνήφη/κνίδη = τσουκνίδα], κουκούρβιτα σιλβάτικα (αρμ. κουρκουμπέτâ) [κολοκυνθίς/σικύα πικρά = κολοκυθιά/ κολοκύθι];

Η ουσιώδης απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ανατρέπει αυτόματα την κυρίαρχη δοξασία και τον κυρίαρχο μύθο (σαν δήθεν επιστημονική αλήθεια) ότι τάχα μου η αρμάνικη βλάχικη είναι λατινογενής γλώσσα! Κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα πειστεί γι’ αυτήν την δοξασία –κατά πώς έχει γράψει ο Κωστής Παλαμάς–  από  την «άσοφη σοφία του διαβασμένου», και είναι γνωστό τοις πάσι ότι «όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας [ΕΙΝΑΙ]  / Φύτρα κακή, γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι, / με τα γεμάτα ονόματα και τ’ άδεια τα κεφάλια, / πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες», και έχουν τον τρόπο τους να πείθουν, πολύ περισσότερο όταν ο εξουσιαστικός λόγος τους είναι ντυμένος την ακαδημαϊκή τήβεννο. Αλλά. πέρα από τις «κοινές λέξεις» των προαναφερόμενων γλωσσών, τους διαψεύδουν πλήθος από ιστορικά τεκμήρια πρωτογενών πηγών [ΜΑΡΤΡΙΕΣ], και αυτά θα καταθέσω στη συνέχεια.

Και για να σταματήσει δε αυτό το «παραμύθι της λατινοφωνίας», θυμίζω τι έχει γράψει για τη λατινική γλώσσα ο ιστορικός Πολύβιος (203-120 π.Χ.), και δη για τη διαφορά της νέας από την αρχαία ρωμαϊκή – λατινική γλώσσα: «Τηλικαύτη γαρ η διαφορά γέγονε της διαλέκτου και παρά Ρωμαίοις της νυν προς την αρχαίαν, ώστε τους συνετωτάτους ένια μόλις εξ επιστάσεως διευκρινείν.» – «Τόσο πολύ πάντως διαφέρει και η αρχαία ρωμαϊκή γλώσσα από τη σύγχρονη, ώστε και οι πιο έμπειροι στα γλωσσικά μόλις καταλαβαίνουν μερικά ύστερα από προσεκτική μελέτη.» (Μτφρ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος).

Αλλά να ιδούμε τις ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ, για το πώς μπορεί να προέκυψε ο όρος ΒΛΑΧΟΣ, και ποιες είναι οι πρώτες ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ εμφάνισής του.

  • Μαρτυρία από την Βίβλο ότι στα Εβραϊκά υπάρχει όνομα βασιλιά Βαλάκ (Balac/Balacus), «Βαλάκ υιός Σεπφώρ»· Βαλάκ σημαίνει «αυτός που ενεργεί λεηλασίες». Η λ. Βαλάκ, επί το ελληνικότερον, μπορεί να εξελιχθεί: Βαλάκ à Βαλάκος à Βαλάχος à Βλάχος. (Παλαιά Διαθήκη, Αριθμοί 22-24). Ο Βαλάκ μνημονεύεται και στην Αποκάλυψη του Ιωάνου, στην Επιστολή προς την Εκκλησία της Περγάμου (Αποκάλυψις 2, 14).

  • Μαρτυρία ότι στα χρόνια του Φορωνέως υπήρχε βασιλιάς των Ασσυρίων ονόματι Balachus, αποδιδόμενο ελληνιστί αυτό το όνομα ως Βήλωχος, αλλά στα ελληνικά η τροπή θα ήταν: Balachus à Blachus, ήτοι Βάλαχους à Βάλαχος à Βλάχος. Αυτός ο Balachus ή Βήλωχος (Βλάχος) ως σύγχρονος του Φορωνέα, άρα τον 14ο–13ο π.Χ. αιώνα.

    ήταν γνωστό στους Έλληνες. (Evsebii Canonvm Epitome, Ex Dionisii Telmahanensis Chronico Petita, Lipsiae MDCCCLXXXIV [1884], σ. 3).

  • Μαρτυρία ότι υπήρξε βασιλιάς της Πελοποννησιακής Σικυώνος με το όνομα Φάλκης, «υιός Τημένου», που θα μπορούσε να εξελιχθεί έτσι: Φάλκης à Φλάκης à Φλάκος à Βλάχος à Βλάχος. Τον 12ο μ.Χ. αιώνα οι Βλάχοι αποκαλούνταν Σικυώνοι! Η πηγή που το αναφέρει είναι ο Σχολιαστής του Ιωάννη Τζέτζη (1110-1180): «Σικυών εστίν η χώρα των Ελλαδικών Βλάχων. Nota res est Malala Hron. 4, init Sicyonios scrioribus temporibus dictos fuisse Ελλαδικούς· των Σικυωνίων, των νυνί λεγομένων Ελλαδικών. Sed in nomine Βλάχων haereo». Ο Φάλκης ένωσε την επικράτεια της Σικυώνος με το βασίλειο της Αργολίδος και κατέστησε τη Σικυωνία ελεύθερη και φημοκρατική· αργότερα η χώρα του εντάχτηκε στο βασίλειο του Αγαμέμνονα. (i. Στράβων Η, Παυσανίας Β, 7 και Η, 1 και Σκύλαξ· ii. Τζέτζης και Ψελλός, Tzetzae, Allegoriae Iliadis accedvnt Pselli Allegoriae, Qvarvm vna inedita, Cvrante Jo. Fr. Boissonade, Lutetiae, Apvd Dumont, Biblioplam, a l’ Institut, MDCCCLI [1851]. – Τπόθεσις του Ομήρου αλληγορηθείσα παρά Ιωάννου Γραμματικού του Τζέτζου, τη κραταιοτάτη βασιλίσση και ομηρικωτάτη
    κυρά Ειρήνη τη εξ Αλαμανών,
    σ. 28).

  • Μαρτυρία ότι η πόλη Πλακία του Ελλήσποντου, στη Μικρασία, αποικία των Πελασγών (πατρίδα της Ανδρομάχης – συζύγου του Έκτορα), είχε πληθυσμό ποιμενικό και ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί έτσι: Πλακία à Βλακία à Βλαχία, οπότε οι κάτοικοί της Βλάχοι. Πλακία ονομαζόταν και η μητέρα του Πριάμου, κόρη του Οτρέως. (Ηρόδοτος, Ιστοριών Α, 57. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Γ,12.3-12.5. J.A. Cramer S.T.P., Anecdota Graeca, e codd. Manuscriptis, Bibliothecarum Oxoniensium, vol. I, Oxonii MDCCCXXXV [1835], p. 323).

  • Μαρτυρίες – πρωτογενείς πηγές, για την εξάπλωση και διασπορά των Πελασγών από την κοιτίδα τους Θεσσαλία (ή την Αρκαδία) σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, στις χώρες της Ελληνικής Χερσονήσου και Μικρασίας, έως την Κεντρική, Βόρεια, Ανατολική Ευρώπη, τη νυν Βόρεια Αφρική, την ενδότερη Ασία έως την Ινδία, ήτοι από τον Ατλαν-τικό έως τον Ινδικό Ωκεανό. (Αρχαίες πηγές δεκάδες).

  • Μαρτυρίες για την Πελασγική καταγωγή των Ελλήνων, και την ύπαρξη Ελληνο-Λατινικού κλάδου Πελασγών. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι Α,58. Θουκυδίδης, Ιστορία Α,3. ). = «Κίρκη δ’, Ηελίου θυγάτηρ Υπεριονίδαο, / γείνατ’ Οδυσσήος ταλασίφρονος εν φιλότητι / Άγριον ηδέ Λατίνον αμύμονά τε κρατερόν τε.» (Ησίοδος, Θεογονία, 1011-1013). – «τοσούτων ουν επιξενωθέντων της Ιταλίας, ώσπερ εδείχθη, Λατίνους μεν τους επιχωριάζοντας, Γραικούς δε τους ελληνίζοντας εκάλουν, από Λατίνου του άρτι ημίν ρηθέντος και Γραικού των αδελφών, ως φησίν Ησίοδος εν Καταλόγοις: Άγριον ηδέ Λατίνον. / Κούρη δ’ εν μεγάροισιν αγαυού Δευκαλίωνος / Πανδώρη Διί πατρί, θεών σημάντορι πάντων, / μιχθείσ’ εν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην.» (Από τον Ησίοδο ο Ιωάννης Λυδός, 1, 13, σ. 6-7).»

  • Μαρτυρίες ότι οι Λατίνοι και οι Ιταλοί κατάγονται από Πελασγούς και από Έλληνες ή Ελληνικά φύλα. «Πελασγοὶ πόλεώς τε της αὐτής τοῖς Ἀβοριγῖσι κοινωνήσαντες
    συνέβησαν ὁμοεθνεῖς νομίζεσθαι
    .» (Διονύσιος Αλικαρνασεύς, Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας Λόγος Πρώτος 43-44). – «Λατίνοι: οι νυν Ρωμαίοι. Τήλεφος γαρ υιός Ηρακλέους, ο επικληθείς Λατίνος, μετωνόμασε τους πάλαι Κητίους λεγομένους Λατίνους. Ιταλοί δε ούτοι πάλιν προσηγορεύθησαν.» (Λεξικόν Σουΐδα).

  • Μαρτυρίες ότι οι Ρωμαίοι μιλούσαν την Ελληνική Αιολική γλώσσα, η οποία κατόπιν εξελίχθηκε σε Λατινική. «Ῥωμαῖοι δὲ φωνὴν μὲν οὔτ´ ἄκρως βάρβαρον οὔτ´ ἀπηρτισμένως Ἑλλάδα φθέγγονται, μικτὴν δέ τινα ἐξ ἀμφοῖν, ἧς ἐστιν ἡ πλείων Αἰολίς, τοῦτο μόνον ἀπολαύσαντες ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιμιξιῶν, τὸ μὴ πάσι τοῖς φθόγγοις ὀρθοεπεῖν, τὰ δὲ ἄλλα, ὁπόσα γένους Ἑλληνικοῦ μηνύματ´ ἐστὶν ὡς οὐχ ἕτεροί τινες τῶν ἀποικησάντων διασώζοντες, οὐ νῦν πρῶτον ἀρξάμενοι πρὸς φιλίαν ζην, ἡνίκα τὴν τύχην πολλὴν καὶ ἀγαθὴν ρέουσαν διδάσκαλον ἔχουσι τῶν καλῶν οὐδ´ ἀφ´ οὗ πρῶτον ὠρέχθησαν της διαποντίου τὴν Καρχηδονίων καὶ Μακεδόνων ἀρχὴν καταλύσαντες, ἀλλ´ ἐκ παντὸς οὗ συνῳκίσθησαν χρόνου βίον Ἕλληνα ζῶντες καὶ οὐδὲν ἐκπρεπέστερον ἐπιτηδεύοντες πρὸς ἀρετὴν νῦν ἥ πρότερον.» (Διονύσιος Αλικαρνασεύς, Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας Λόγος Πρώτος: XC. 1.)

  • Μαρτυρίες ότι οι Ίβηρες και οι Αλβανοί του Καυκάσου, καθώς και οι Σκύθες του Δνείπερου κατάγονται από Πελασγούς της Θεσσαλίας. (Στράβων, Γεωγραφικά ΙΑ.4.8. Tacitus, Annales VI.34. Ευσταθίου Υπομνήματα, στο Διονύσιος ο Περιηγητής, Godofredi Bernhardy, Dionysius Periegetes, Vol. Primum, Lipsiae MDCCCXXVIII [1828], σ. 202. Στράβων, Γεωγραφικά Ζ.3.16. Plinius, Naturalis Istoria, IV.93).

  • Μαρτυρίες ότι οι Ίβηρες του Ατλαντικού: Ισπανοί, Κέλτες, Γαλάτες, και άλλοι λαοί, κατάγονται από Πελασγούς των ελληνικών χωρών. (Στράβων, Γεωγραφικά Γ.1.6. Fl. Josephi Judaei, Opera Omnia – Φλ. Ιωσήπου, Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, vol. V, Lipsiae 1826, σ. 224. Carolus Mullerus, Fragmenta Historicorum Graecorum, III, Parisiis MDCCCXLIX [1849], fr. 32, σ. 374). «Κελτός γαρ και Ίβηρ, παίδες Ηρακλέους από βαρβάρου γυναικός, εξ ων τα έθνη οι Κελτοί και οι Ίβηρες. … εν Ιβηρία και πόλιν είναι Οδύσσειαν και άλλα πολλά ίχνη της Οδυσσέως πλάνης…» (Ευσταθίου Υπομνήματα, στο Διονύσιος ο Περιηγητής, Godofredi Bernhardy, Dionysius Periegetes, Vol. Primum, Lipsiae MDCCCXXVIII [1828], σ. 140).

  • Μαρτυρίες ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν δίγλωσσοι, με τη μια γλώσσα τους ομόγλωσσοι με τους λοιπούς Έλληνες, αλλά όχι ομόγλωσσοι με τους Ιλλυριούς. (Πολύβιος, Γενική Ιστορία, Γ.8-9). – «Καὶ δὴ καὶ τὰ περὶ Λύγκον καὶ Πελαγονίαν καὶ Ὀρεστιάδα καὶ Ἐλίμειαν τὴν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, οἱ δ᾽ ὕστερον καὶ ἐλευθέραν· ἔνιοι δὲ καὶ σύμπασαν τὴν μέχρι Κορκύρας Μακεδονίαν προσαγορεύουσιν, αἰτιολογοῦντες ἅμα, ὅτι καὶ κουράι καὶ διαλέκτωι καὶ χλαμύδι καὶ ἄλλοις τοιούτοις χρῶνται παραπλησίως· ἔνιοι δὲ καὶ δίγλωττοί εἰσι.» (Στράβων, Γεωγραφικά, Ζ.7.8).

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ.
  • Μαρτυρίες για βασιλιά των Πελασγών με το όνομα Έρμων και για ιερό του Διός με το όνομα Χάρμων, από τα οποία –τρεπόμενα– θα μπορούσε να προκύψει: Έρμων à Άρμων à Άρμαν à Αρμν και Χάρμων à γεν. Χάρμωνος à ον. πλ. Χάρμωνοι à Χάρμανοι à Άρμανοι à Αρμάνοι à Αρμνjι, όπως αυτοαποκαλούνται οι Βλάχοι των ελληνικών χωρών. – «Πελασγὸς δὲ βασιλεύσας τοῦτο μὲν ποιήσασθαι καλύβας ἐπενόησεν» (Λεξικόν Σουΐδα. Παυσανίας, Αρκαδικά, VIII.1.4 και VIII.12.1. Στέφανος Βυζάντιος [Αδραμύτειον]).

  • Μαρτυρία για ελληνόγλωσσους Σκύθες και για την πελασγική και αρμάνικη λέξη «Ράμνα» (= φυτό από τις ρίζες του οποίου βγαίνει το «ριζάρι»), ως τοπωνύμιο – όνομα βλάχικων χωριών στις ελληνικές χώρες (λ.χ. Ράμνα, βλαχοχώρι στον νυν νομό Σερρών), και ως τοπωνύμιο στις Ινδίες, και σε Σκυθία, Ιβηρία του Καυκάσου, Ιβηρία του Ατλαντικού κ.α., και ως Ραμνούντα στην Αττική. Διευκρινίζω ότι «το ακανθώδες φυτόν η ράμνος, παρά Λυδοίς και Μυσοίς φιλέταιρις ονομάζεται». (Διονύσιος Περιηγητής, ό.π., στ. 1087-1091). – «Σαυρομάτες δ’ επέχουσιν επασσύτεροι γεγαώτες / Σινδοί, Κιμμέριοί τε, και οι πέλας Ευξείνοιο, / Κερκέτιοι, Τορέται τε, και Αλκήεντες Αχαιοί· / τους πότ’ από Ξάνθοιο και Ιδαίου Σιμόεντος / πνοιαί νοσφίσσαντο νότοιό τε και βορεάο, / εσπομένους μετά δήριν Αρητιάδη βασιλήί. / Τοις δ’ έπι ναιετάουσιν ομούριον αίαν έχοντες, / Ηνίοχοι Ζύγιοί τε, Πελασγίδος έκγονοι αίης.» (Διονύσιος Περιηγητής, ό.π., στ. 680-687). – «ἤδη ὧν ἀπὸ μὲν Ἴστρου τὰ κατύπερθε ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα ἀποκληίεται ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ πρώτων Ἀγαθύρσων, μετὰ δὲ Νευρῶν, ἔπειτα δὲ Ἀνδροφάγων, τελευταίων δὲ Μελαγχλαίνων. … ἦσαν δὲ οἱ συνελθόντες βασιλέες Ταύρων καὶ Ἀγαθύρσων καὶ Νευρῶν καὶ Ἀνδροφάγων καὶ Μελαγχλαίνων καὶ Γελωνῶν καὶ Βουδίνων καὶ Σαυροματέων. 103. [1] τούτων Ταῦροι μὲν νόμοισι τοιοῖσιδε χρέωνται· θύουσι μὲν τῆ, Παρθένῳ τούς τε ναυηγοὺς καὶ τοὺς ἅν λάβωσι Ἑλλήνων ἐπαναχθέντες τρόπῳ τοιώδε· … καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐν τῆ Σκυθικῆ κατοικημένων …» (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Δ.100-109, κυρίως δε Δ.108-109). «τα προς τω Ινδώ κατέχουσι Ράμναι» (Carolus Fridericus Augustus Nobbe, Claudi Ptolemaei Geographia, ό.π., VΙ.21).

  • Εικόνες «βλάχικης» ποιμενικής ζωής στον Όμηρο, και δύο βλάχικες – αρμάνικες λέξεις στο Ομηρικό Λεξιλόγιο: εν. όϊς / πλ. όεσσι (αρμ. εν. οάϊε / πλ. όϊ) «πρόβατο» και νομή / νομήες (αρμ. νομίε) «η φυσική εξουσία που ασκείται πάνω σε κινητό ή σε ακίνητο πράγμα» (αρμ. νjι άμ’ νουμία = έχω υπό την εξουσία μου τον χώρο). (ΙΛΙΑΔΑ: Ζ:23-26, Κ: 214-217, Σ: 573-589. ΟΔΥΣΣΕΙΑ: β:33-59, ι:181-192, ι:216-230, ι:237-249, ι:447-452, κ:521-530, λ:29-37, ξ:100-104, φ:16-19 κ.α.).

  • Μαρτυρίες ότι ο Λατίνοςο γενάρχης των Λατίνων– ήταν γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης ή ήταν αδελφός του Γραικού. (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 1011-1016 και Ησίοδος [μέσω Ι. Λυδού] – Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Editio Emendatior et Coposior, Consilio
    B.G. Niebuhrii C.F., Instituta Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borusicae Continuata, Ioannes Lydus, Bonnae MDCCCXXXVII
    [1837], σ. 7.).

  • Εικόνες «βλάχικης» ποιμενικής ζωής στη Μακεδονία, κατά την αρχαιότητα. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 8,137-139. Diodri Bibliotheca Historica, Ex Recencione, Ludovici Dindorfii, Vol. II, Pars I, L.XVXX, Lipsiae MDCCCXXXI [1831] – Διοδώρου του Σικελιώτου Βιβλιοθήκης Ιστορικής, Βίβλος… XV-XX, VΙΙ, 3-9, σ. 4. Bibliotheque Latine-Francaise, Publiee par C.L.F. Panckroucke – Histoire Universelle De Justin, Extraite de Trogue Pompee, Traduction Nouvelle par Jules Pierrot, Tome Premier, Paris MDCCCXXXIII [1833], σ. 162-164. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις Ζ:7.8.3-7.11.4. Dionis Chrysostomi Opera Graece, E recensione Adolphi Emperii, Brunsvigae, 1844, σ. 79-80).

ΒΑΛΕΡΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΚΟΥΛΟΥΣ
  • Εικόνες «βλάχικης» ποιμενικής ημινομαδικής ζωής σε Κεντρική και Νότια Ελλάδα, κατά την αρχαιότητα. (Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος: στίχοι: 1025-1050, 1110-1141. Polybii Historiarum Quae Supersunt, Ad Fidem Optimorum Librorum, Edita, Tomus I, Lipsiae 1816. – Πολυβίου Μεγαλοπολίτου Ιστοριών Δευτέρα (ΙΙ), σ. 229. Dionis Chrysostomi Opera Graece, E recensione Adolphi Emperii, Brunsvigae, 1844: Στο έργο του Λόγος ζ΄ – Ευβοϊκός ή Κυνηγός, σ. 113-149).

  • Επιτύμβια Στήλη των Καμινίων Λήμνου, έτους 510 π.Χ., με κείμενα γραμμένα σε Πελασγική Γλώσσα, με Πελασγικά Γράμματα, και ανάγνωση των κειμένων με βάση την αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα, (χωρίς γλωσσολογικές ή γραμματικές «αλχημείες»), και προκύπτει ότι πρόκειται για κείμενα στην αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα, και είναι δύο νεκρικοί θρήνοι-μοιρολόγια! (Ελλαδικοί Αρμάνοι Βλάχοι, Απόγονοι των Πελασγών, τις σχετικές πηγές και εικόνες).

  • Μαρτυρίες ότι οι Πελασγοί είχαν δικό τους αλφάβητο και δική τους γραφή, πριν να εμφανισθούν οι Φοίνικες στην Ιστορία. – «…Λίνον φασὶ τοῖς Πελασγικοῖς γράμμασι συνταξάμενον τὰς τοῦ πρώτου Διονύσου πράξεις καὶ τὰς ἄλλας μυθολογίας ἀπολιπεῖν ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν. ὁμοίως δὲ τούτοις χρήσασθαι τοῖς Πελασγικοῖς γράμμασι τὸν Ὀρφέα καὶ Προναπίδην τὸν Ὁμήρου διδάσκαλον …» (Διονύσιος Αλικαρνασεύς 3,67 & 5.57 & 5,74).

  • Μαρτυρίες ότι μέγα τμήμα των Σκυθών ήταν Έλληνες στην καταγωγή και μιλούσαν ελληνικά και… μια δική τους γλώσσα, ήτοι ήταν δίγλωσσοι. (Ηρόδοτος Ιστορίαι, Δ.100-109, ιδίως Δ.108-109. Dionis Chrysostomi Opera Graece, E recensione Adolphi Emperii, Brunsvigae, 1844: Στο έργο του Λόγος λς΄ – Βορυσθενητικός ον ανέγνω εν τη πατρίδι, σ. 501-520). – «[Οι Βορυσθενίται] ήσαν φιλήκοοι και τω τρόπω Ελληνες…» (Δίων Χρυσόστομος, ό.π., σ. 506). Και άλλοι συγγραφείς, για τον Σκύθη Αχιλλέα και τους «δίγλωττους Σκύθες» κ.λπ.

  • Μαρτυρία για ύπαρξη πόλης με το όνομα Βλακεία, κοντά στη Μικρασιατική Κύμη, που εξελεκτικά μπορούσε να δώσει: Βλακεία à Βλαχεία à Βλαχία και οι κάτοικοι αυτής Βλάχοι. «Βλάκα: … οι δ’ αυτό του προς Κύμη χωρίου της Βλακείας, ου μνημονεύει και Αριστοτέλης.» – «Ali vero dictum putant a Blacia, loco quodam Cumis vicino, cujus meminit & Aristoteles.» (Λεξικόν Σουΐδα, έκδ. 1702, σ. 436).

  • Μαρτυρία του Πλούταρχου (45-120 μ.Χ.) για ύπαρξη ονόματος Όπλακος, στα χρόνια του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου (318-272 π.Χ.), που μπορούσε να εξελιχθεί: Όπλακος à Πλάκος à Βλάκος à Βλάχος. (Πλούταρχος, Πύρρος 16.8-10).

  • Μαρτυρία του Πολύβιου (203-120 π.Χ.), για τα εξής: α) κάθοδοι και επιδρομές Ιλλυριών και Γαλατών στις ελληνικές χώρες· β) άσκηση ληστρικού επαγγέλματος από τους Αιτωλούς· γ) χρήση διαφορετικών γλωσσών από Μακεδόνες και Ιλλυριούς, δηλ. ότι δεν ήταν ομόγλωσσοι· δ) το ομόφυλον Αχαιών και Μακεδόνων· ε) ύπαρξη τοποθεσίας με όνομα Ρύγχος, πλάι στον Στράτο της Αιτωλίας· στ) η Ημαθία παλαιά ονομαζόταν Παιονία· ζ) υπήρχε βασιλιάς των Ιλλυριών ονόματι Βάρδυλης, όνομα που θυμίζει το βλάχικο επώνυμο Βαρδούλης, και το κρητικό Βαρδουλάκης· η) υπήρχε τεράστια διαφορά της ομιλούμενης τότε ρωμαϊκής – λατινικής από αυτή των παλαιότερων εποχών· θ) ύπαρξη αποικίας Λοκρών στην Ιταλία· ι) οι Ορέστες ονομάζονταν Μακεδόνες· ια) ύπαρξη ονόματος Λάγιος. Και άλλα ενδιαφέροντα. (Πολυβίου Ιστορία – Polybii Historia, Edidit Ludovicus Dindorfius, vol. I & ΙΙ, Lipsiae MDCCCLXVI [1866]). – «Και τόπος δε τις ούτω καλείται Ρύγχος περί Στράτον της Αιτωλίας, ως φησι Πολύβιος εν έκτη των ιστοριών. [Athenaeus 3, p. 95, D.» (Ό.π., vol. IΙ, σ. 302). – «προς Αχαιούς και Μακεδόνας ομοφύλους …» (Ό.π., σ. 406). Πληροφορίες για τα άνωθεν και στους τόμους ΙII & IV του Πολύβιου.

  • Μαρτυρία του Λατίνου ποιητή Κουΐντου Οράτιου Φλάκκου (65-8 π.Χ.) ότι υπήρξε πολιτισμική ήττα των Λατίνων έναντι των Ελλήνων. «Graecia capta ferum victorem cepit et artis / intulit agresti Latio.» – «Η υποδουλωμένη Γραικία [Ελλάδα] τον άγριο νικητή της δάμασε και έφερε τις τέχνες στο αγροίκο [αγροτικό] Λάτιο.» (Q. Horati Flacci, Epistulae, The Epistles of Horace, Edited With Notes by Augustus S. Wilkins, London and New York 1888, Epistolarum, II, 1, σ. 156-157). – Και εν συνεχεία ο Οράτιος επισημαίνει: «Serus enim Graecis admovit acumina chartis / et post Punica bella quietus quqerete coepit / quid Sophocles et Thespis et Aeschylus utile ferrnt.» (Epistolarum, II, 1, σ. 161-163).

  • Μαρτυρία του Λατίνου ιστορικού Velleius Paterculus (19 π.Χ-31 μ.Χ.) ότι όταν κατέλαβαν οι Ρωμαίοι την Παιονία, το 10 π.Χ., μέσα «σε 30 χρόνια οι Παίονες μιλούσαν ένα είδος λατινικής και είχαν ίδια έθιμα με αυτά των Ρωμαίων»! Η λατινογλωσσία των Παιόνων πιστοποιείται και από τον Ιωάννη Ζωναρά (1074-1130), ο οποίος στο Λεξικό του γράφει «Παίονες: γένος Λατίνον ή έθνος Θρακικόν· οι δε Μακεδόνας· τινές δε τους νυν καλουμένους Πανονίους· Πανόνιοι δε οι Βούλγαροι», δηλ. ότι οι Παίονες στον καιρό του ήταν οι λεγόμενοι Μακεδόνες και μιλούσαν λατινικά. (II.2.108.109, Velleius Paterculus, The Tiberian Narrative [2.94.131], A. J. Woodman, Cambridge University Press 1977).

  • Μαρτυρία του Λατίνου ιστορικού Titus Livius (59 π.Χ.-17μ.Χ.) ότι όταν οι Ρωμαίοι – Λατίνοι κατέλαβαν τη Μακεδονία και τη λοιπή Ελλάδα με τον στρατηγό Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο (229-174 π.Χ.), κατά τον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200-197 π.Χ.) και βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Φίλιππος Ε’ (238-179 π.Χ.), μίλησαν λατινιστί στους ήδη νικημένους στρατιώτες που τελούσαν υπό την εξουσία του Φιλίππου (Μακεδόνες, Κορινθίους, Φωκείς, Λοκρούς, Ευβοέας, Μάγνητας, Θετταλούς, Περραιβούς και Αχαιούς Φθιώτας), και «δεν τολμούσαν να εμπιστευτούν τα αυτιά τους» με αυτά που άκουσανκατάλαβαν–, οπότε «ο αγγελιοφόρος ανακλήθηκε και επανέλαβε το μήνυμά του». Ώστε, οι Έλληνες του 200 π.Χ. καταλάβαιναν τα Λατινικά που μιλιόταν εκείνη την περίοδο! Επίσης, ο Τ. Λίβιος αναφέρει μια πόλη της Μακεδονίας –της Πελαγονίας– με το όνομα Πλουΐννα, λέξη που βλαχιστί σημαίνει «σιγανοψιχάλιασμα», «ψιχάλα», «κλαίει ο καιρός». Επισημαίνει δε και το ομόγλωσσο των ΑιτωλώνΑκαρνάνωνΜακεδόνων. (Titus Livius, The History of Rome, Text of the Histories (http://holypig.com/cotor/E Books/ misc/Livy/Livy’s%20History%Rome.pdf: [XXXIII,32]. C. Benjamin Tracy, περ. UMD Voice, τχ. Άνοιξη 2011. Μετάφρασις Τίτου Λιβίου, Βιβλίον 31 και 32, κατά την έκδοσιν Δημ.
    Παπαγεωργίου, Υπό Β. Χ., Μιχήλ Ι.
    Σαλίβερος Εκδότης, Εν Αθήναις 1897).

  • Μαρτυρία του Λατίνου ποιητή Πόπλιου Οβίδιου Νάσωνος (Publius Ovidius Naso: 43 π.Χ-18 μ.Χ.), εξόριστου στην ελληνική πόλη Τόμοι της Δακίας, στις εκβολές του Ίστρου, ότι ο ηγέτης της χώρας ονομαζόταν Flaccus, όνομα που από πολλούς συγγραφείς θεωρείται ότι στην εξέλιξή του μετετράπηκε σε Βλάχος: Flaccus à Vlaccus à Vlachus à Vlachos à Βλάχος! (P. Ovidii Nasonis, Epistolarum ex Ponto, libri quatuor & ejusdem Ibis, Jo. Henr. Kromayerus, recensuit, adnotationibus ad modum Johannis Minellii, nec non Indice rerum & verborum instruxit. Cum Priv. Potent. Regis Pol. ac Elrct. Sax., Lipsiae, Sumpt. M.G. Weidmanni, Anno MDCCXIX [1719]. – Στη σειρά «Διαδρομές Αυτογνωσίας» παρουσιάσαμε τα κείμενα του Οβίδιου, που πιστοποιούν την ελληνογλωσσία των Γετών.).

  • Μαρτυρία (επιπρόσθετη) του Λατίνου ιστορικού Caius Valleius Paterculus ή Caii Velleii Paterculi (19 πΧ.-30 μ.Χ.), για τους Παίονες, ότι μετά την υποδούλωσή τους στους Ρωμαίους, σε διάστημα 50-60 ετών, είχαν όλοι «γνώση της γλώσσας της Ρώμης»! Μήπως συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι, που δεν γνώριζε ή δεν τους ανέφερε ο Paterculus; Βλ. και ανωτέρω Velleius Paterculus. (C. Velleii Paterculi, Quae supersunt ex Historiae Romanae Voluminibus duobus. Cum Integris Scholiis, Notis, Variis Lectionibus, et Anima duversionibus Doctorum, Curante Petro Burmanno, Editio secunda auctior & emendatior. Rotterodami, Apud Joh Danielem Beman & Filium, MDCCLVI [1756], σ. 527-532).

  • Μαρτυρία του Νικολάου Δαμασκηνού (64 π.Χ. έως επί Αυγούστου 42 π.Χ-37 μ.Χ.) για τα εξής: α) γυναικείο όνομα Δάδα στους Τρώες = «μητέρα», ενώ βλαχιστί ντάντâ (= μάνα, μητέρα)· β) «οπόσοι εντός Ρήνου ποταμού κατοικούσιν, υπέρ τε τον Ιόνιον πόντον και τα Ιλλυριών γένη. Παννωνίους αυτούς και Δάκας καλούσιν»· γ) η Πελοπόννησος ονομαζόταν «επί δε Πελάσγου του αυτόχθονος Πελασγία»· δ) όνομα αντρικό Ερμάν ή Ζαρμάνος, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει το Αρμν ή Αρμάνος· ε) οι Γαλακτοφάγοι και όλοι οι Σκύθες ονομάζονταν «άοικοι» (χωρίς κατοικίες)· στ) Άβιοι ονομάζονταν «ή διά την γην μη γεωργείν, ή διά το αοίκους είναι, ή διά το χρήσθαι τούτους μόνους τόξοις, βιόν γαρ λέγειν το τόξον»· ζ) Σαυρομάται «Ταις δε γυναιξί πάν-τα πείθονται ως δεσποίναις. Παρθένου δε ού πρότερον συνοικίζουσι προς γάμον, πριν αν πολέμιον άνδρα κτείνη». (Historiarvm Excerpta et Fragmenta, quae supersunt Graece, Nvnc Primvm Separatim Edidit, Versionem Latinam Dvplicem Alteram Henrici Valesii Hinc Inde Emendatiorem, Alteram Hvgonis Grotii in Locos Plerosqve Henrici Valesii Notas Integras Aliorvmqve Virorvm Doctorvm Vndiqve Collectas et Svas Nec Non Testimonia Vetervm ac Recentiorvm De Nicolai Vita Scriptorvmqve Notitia Adiecit Io. Conradvs Orellivs Diaconvs Tvricensis Accedit Sevini Dissertatio De Nicolao Damasceno Callice Scripta, Lipsiae MDCCCIV [1804], σ. 36, 85-86, 118, 120. 120-122, 138, 140-142, 148).

  • Μαρτυρία του Στράβωνα (64/63 π.Χ.-24 μ.Χ.) για την ερήμωση και την καταστροφή της Ηπείρου από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο (229-160 π.Χ.), μετά τη νίκη του στην Πύδνα, το 168 π.Χ., κατατροπώνοντας τον βασιλιά Περσέα (212-162 π.Χ.) της Μακεδονίας, και προβαίνοντας σε τρομερή καταστροφή και βαρβαρότητα, αφού σφαγίασε κι αιχμαλώ-τισε τους κατοίκους 70 πόλεων της Ηπείρου – των Μολοσσικών πόλεων, όπως έχει γράψει ο Πολύβιος. (Ελληνικής Βιβλιοθήκης Τόμος Δέκατος, Στράβωνος Γεωγραφικών, Μέρος Δεύτερον – Στράβωνος Γεωγραφικών Βιβλία Επτακαίδεκα, Εκδιδόντος και διορθούντος Α. Κοραή, Φιλοτίμω δαπάνη των ομογενών Χίων, επ’ αγαθώ της Ελλάδς, Μέρος Δεύτερον, Εν Παρισίοις ,ΑΨΙΖ΄ [1817], σ. 48).

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ