————–
Αν η νέα θρησκεία είναι η οικονομία, η ανάπτυξη, η αγορά, η πρόοδος, τότε χρειαζόμαστε επειγόντως οικονομικά άθεους και “οπισθοδρομικούς” που να οργανώσουν την επιβράδυνση της οικονομίας, την αποανάπτυξη, την εγκατάλειψη της μεγέθυνσης για τη μεγέθυνση. Της εγκατάλειψης δηλαδή της επιδίωξης να μετατραπεί η κοινωνία σε κοινωνία της αγοράς, να αγοραιοποιηθούν και οι τελευταίοι μη αγοραίοι θεσμοί και σχέσεις, της κυριαρχίας της κουλτούρας του εγωισμού, της ατομικής ωφελιμότητας που σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη είναι η κατευθυντήρια αρχή των ανθρώπινων πράξεων.
Χάρης Ναξάκης*
Ο διευθυντής ενός κέντρου αιμοδοσίας, με σπουδές στα οικονομικά, θέλοντας να αυξήσει τα αποθέματά του σκέφτηκε μια μέρα να προσφέρει στους αιμοδότες μια αμοιβή. Προς μεγάλη του έκπληξη το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο του αναμενόμενου. Ο αριθμός των αιμοδοτών μειώθηκε και ο λόγος δεν είναι τόσο μυστηριώδης. Οι δότες ενίοτε επιδεικνύουν αλτρουισμό, γενναιοδωρία. Η συμπεριφορά τους έχει και ηθικό χαρακτήρα, υπαγορεύεται από το ενδιαφέρον για τον άλλον. Το να τους πληρώσεις μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Η οικονομική όμως επιστήμη και η διοίκηση επιχειρήσεων που σπούδασε ο διευθυντής τον έχει εφοδιάσει με ένα ακαταμάχητο εργαλείο. Η οικονομική επιστήμη θεωρεί ότι η μοναδική ορθολογική κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων συμπεριφορών είναι το εγωιστικό συμφέρον, το καλώς εννοούμενο συμφέρον. Ο ορθολογικός εγωιστικός υπολογισμός είναι αυτός που εξοπλίζει το άτομο με τα αναγκαία επιχειρήματα και τις απαραίτητες αποφάσεις για να μεγιστοποιήσει την ωφέλειά του. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο οικονομικός άνθρωπος, ο homo ecomomicus. Έτσι ο διευθυντής για να πετύχει τον στόχο του να αυξήσει τα αποθέματα αυξάνει την αμοιβή, προκειμένου να παρακινήσει τους αιμοδότες να προσέλθουν έτσι κι αλλιώς παρακάμπτοντας τις ηθικές τους αναστολές. Ο σημερινός κόσμος έτσι λειτουργεί, ο homo economicus έχει καταλάβει τον κόσμο κι όταν αυτός εισέρχεται στη σκηνή ο ηθικός άνθρωπος αποχωρεί.
Το ότι το ορθολογικά επιδιωκόμενο εγωιστικό συμφέρον είναι η καρδιά της ανθρώπινης συμπεριφοράς το παρουσιάζει η θεωρία παιγνίων μέσω του διάσημου παιγνιδιού για το δίλλημα του φυλακισμένου. Η αστυνομία συλλαμβάνει δυο άτομα που διέπραξαν ληστεία με μόνο αποδεικτικό στοιχείο παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές και ανακρίνοντάς τους ξεχωριστά λέει στον καθένα: γνωρίζεις ότι προς το παρόν δεν έχουμε στοιχεία για να σας φυλακίσουμε, τα οποία σύντομα θα βρούμε, γι’ αυτό αν ομολογήσεις και ο φίλος σου αρνηθεί, τότε θα μπεις σε σύστημα προστασίας μαρτύρων και θα αφεθείς ελεύθερος. Αν ομολογήσετε και οι δυο θα μειωθούν οι ποινές σας, ενώ αν ομολογήσει ο φίλος σου και εσύ αρνηθείς τις κατηγορίες αυτός θα τη γλιτώσει και εσύ θα μπεις 5 χρόνια φυλακή. Η θεωρία παιγνίων προβλέπει ότι θα προδώσουν και οι δυο διότι κάθε παίκτης ορθολογικά σκεπτόμενος επιδιώκει την εξυπηρέτηση του δικού του συμφέροντος. Η ορθότερη κίνηση είναι η προδοσία διότι είναι λογικό να είσαι εγωιστής.
Μου αρέσουν τα παραδείγματα γι’ αυτό παραθέτω άλλο ένα που δείχνει γιατί η κυρίαρχη εκδοχή της οικονομικής επιστήμης έχει ένα σκοτεινό επιστημονικό υπόβαθρο, αυτό του ορθολογικού ατομιστή, που έχει διαμορφώσει ένα κυρίαρχο σήμερα ανθρωπολογικό τύπο, που χαρακτηρίζεται από την κουλτούρα του εγωισμού, από μια οντολογία της ιδιοτέλειας, από την απληστία και τον ανταγωνισμό στον αγώνα δρόμου για την επιβίωση. Τέσσερεις βρετανοί ναυτικοί, ο πλοίαρχος, ο υποπλοίαρχος, ένας ναύτης και ο καμαρώτος μετά το ναυάγιο του πλοίου Migonnette στον Ατλαντικό το 1884 επέζησαν επιβιβαζόμενοι σε μια βάρκα. Ύστερα από δώδεκα μέρες, χωρίς νερό και με μόνο δυο κονσέρβες, ο 17χρονος καμαρώτος που είχε μπαρκάρει για να ζήσει την περιπέτεια, ήπιε θαλασσινό νερό κάτω από τον καυτό ήλιο και αρρώστησε βαριά. Ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος, παρά τις αντιρήσεις του ναύτη, τον έσφαξαν ενώ ήταν ζωντανός και επέζησαν από τις σάρκες και το αίμα του μέχρι να τους περισυλλέξει ένα διερχόμενο πλοίο. Όταν επέστρεψαν στην Αγγλία συνελήφθησαν μετά από καταγγελία του ναύτη και παραπέμφθηκαν σε δίκη. Υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους επικαλέστηκαν το ωφελιμιστικό επιχείρημα ότι ορθώς έπραξαν, διότι ο καμαρώτος θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς και συνάμα ο φόνος του ενός έσωσε τους άλλους τρεις, που είχαν και οικογένειες να συντηρήσουν. Ιδού λοιπόν ο οικονομικός άνθρωπος, ο ορθολογικός ατομιστής, που στην προσπάθεια για την μεγιστοποίηση του ωφέλους του επικαλείται το προσωπικό συμφέρον, την επιβίωση, την αποδοτικότητα, την ανταγωνιστικότητα, καταδιώκει τον ηθικό άνθρωπο δηλαδή την ευθύτητα και την τιμιότητα, τις άλλες πλευρές του ανθρώπου που επιδιώκουν την αμοιβαιότητα και την συνεργασία.
Ο σκληρός πυρήνας της οικονομικής επιστήμης είναι σήμερα το νεοκλασσικό φιλελεύθερο σχέδιο που έχει εξωβελίσει, σε σημείο που να μην διδάσκονται στα Πανεπιστήμια, την κεϋνσιανή (βλέπε σοσιαλδημοκρατική), την μαρξιστική και την ριζοσπαστική (ετερόδοξη) οπτική για τα οικονομικά. Η φιλελεύθερη νεοκλασσική σχολή στηρίζεται σε τρεις αρχές: 1. Τον μεθοδολογικό ατομικισμό, 2. την υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς και 3. τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης. Ο μεθοδολογικός ατομικισμός είναι μια προσέγγιση της συμπεριφοράς των ατόμων που συνθέτουν μια κοινωνία. Σύμφωνα μ’ αυτόν τα κοινωνικά και κατ’ επέκταση τα οικονομικά φαινόμενα εξηγούνται με υποθέσεις συμπεριφοράς των ατόμων που ακολουθούν τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες τους. Δεν υπάρχουν κοινωνικές ολότητες, όπως τάξεις, οικογένειες, κράτος, αλλά ατομικές οντότητες όπως καταναλωτής, πατέρας, ιδιώτης. Τα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα έχουν ατομικιστική εξήγηση. Για το λόγο αυτό η απάντηση στο ερώτημα τί είναι η οικονομική επιστήμη είναι: η επιστήμη που εξετάζει πώς τα άτομα αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι οι επιθυμίες τους είναι περισσότερες από τους περιορισμένους πόρους που είναι διαθέσιμοι για να παραχθούν αγαθά για να ικανοποιήσουν αυτές τις επιθυμίες.
Η υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς θεωρεί ότι οι οικονομικές μονάδες έχουν μια σκόπιμη συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης ορθολογικά υπολογισμένων ατομικών συμφερόντων. Οι καταναλωτές προσπαθούν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά, με βάση το δεδομένο εισόδημά τους, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους και οι παραγωγοί επιδιώκουν την μέγιστη αποδοτικότητα των παραγωγικών συντελεστών ώστε να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένας homo economicus και η οικονομία είναι η επιστήμη του ορθολογικά υπολογισμένου ατομικού συμφέροντος. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Οι αποφάσεις των ανθρώπων λαμβάνονται με μια ψυχρή ορθολογική υπολογιστική μέθοδο που δεν επηρρεάζεται από τα συναισθήματα (θυμός, φόβος, θλίψη, ντροπή, ευφορία); Ας εξετάσουμε λοιπόν ένα παράδειγμα όπου ο υπολογιστικός λόγος, η ψυχρή λογική, έχει τα πρωτεία.
Ένας αγρότης βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ιδιοτελή γείτονα που συχνά-πυκνά οδηγεί τα πρόβατά του στο χωράφι του που είναι σπαρμένο με σιτάρι. Άμα ο αγρότης σκεφτεί λογικά δεν θα μπορέσει να αποτρέψει τον γείτονα να βόσκει παράνομα τα πρόβατά του στο χωράφι του, διότι ένας ορθολογικός υπολογισμός κόστους/ωφέλους θα του υποδύκνειε ότι το κόστος μιας δικαστικής αγωγής είναι μεγαλύτερο από την αξία της ζημιάς που προκαλεί το κοπάδι. Πώς λοιπόν θα αποτραπεί ο παραβάτης γείτονας; Από ένα συναίσθημα, τον θυμό, την οργή. Ο γείτονας αποθαρρύνεται να πράξει με ιδιοτέλεια, να βόσκει τα ζώα του στο χωράφι του αγρότη, διότι γνωρίζει ότι ο θυμός του δεύτερου, η οργή και το πείσμα του θα τον κάνουν να μην λάβει υπόψιν του το οικονομικό κόστος και να τον πάει στα δικαστήρια. Εν κατακλείδι για να είναι μια πράξη ορθολογική, σύμφωνα με την οικονομική λογική, πρέπει να είναι το καλύτερο μέσο ικανοποίησης των επιθυμιών και των συμφερόντων του ατόμου. Ορθολογική δεν θα ήταν λοιπόν η συμπεριφορά ενός γιατρού να μην θέλει να δουλέψει σε ένα νοσοκομείο αναφοράς για τον covid με σκοπό να προστατεύσει την ζωή του; Υπάρχει τελικά ηθική στην οικονομία, είναι δηλαδή δυνατόν να είναι κάποιος αλτρουιστής και ταυτόχρονα οικονομικά αποτελεσματικός; Όχι, διότι στην οικονομική θεωρία και πρακτική ο ορθολογισμός, η ορθολογική ε[πιλογή, ταυτίζεται με την μεγιστοποίηση της ατομικής ωφελιμότητας. Ο μόνος ίσως τρόπος διάσωσης του ορθολογισμού είναι να τον διακρίνουμε σε ορθολογισμό της ατομικής συμπεριφοράς (εργαλειακός ορθολογισμός) και διυποκειμενικό ορθολογισμό, που περιλαμβάνει εκτός από το εγώ και τον άλλο, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να πάρουμε υπ’όψιν μας εκτός από τον ορθό λόγο και τα συναισθήματα.
Υπάρχει και μια τρίτη, κρυφή υπόθεση, που συνήθως δεν μνημονεύεται στα οικονομικά εγχειρίδια και αφορά τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης. Η φιλελεύθερη νεοκλασσική αντίληψη για την ανθρώπινη κατάσταση, ο ορθολογικός ατομιστής, έχει τις ρίζες της στον Τόμας Χομπς, που περιέγραψε το ανθρώπινο ον ως φύσει ιδιοτελές, ικανό μόνο για την ιδιοφέλειά του. Αφού λοιπόν ο άνθρωπος δεν είναι από την φύση του ικανός να πράττει το καλό, γι’ αυτό η φυσική του ιδιοτέλεια πρέπει να δαμαστεί από μια εξωτερική δύναμη, έλεγε ο Χομπς, έναν τύραννο, έναν βασιλιά ή έναν πεφωτισμένο ηγέτη. Ο Άνταμ Σμιθ, εκ των ιδρυτών της οικονομικής επιστήμης, εκσυγχρόνησε τον ορισμό του Χομπς, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι homo homini lupus, ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο, που είχε το βασικό μειονέκτημα ότι οι άνθρωποι ως φύσει ιδιοτελείς οδηγούνται αντικειμενικά σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων για την εξυπηρέτηση των ατομικών τους συμφερόντων. Σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ οι άνθρωποι ως ορθολογικοί ατομιστές θα υπογράψουν μεταξύ τους ένα κοινωνικό συμβόλαιο με βάση το οποίο η αγορά κι ο νόμος θα ρυθμίζουν ειρηνικά το προσωπικό τους συμφέρον, θα καθορίζουν τον τρόπο ικανοποίησης των απεριόριστών τους επιθυμιών σε αγαθά. Πώς όμως θα ρυθμίζει ειρηνικά η αγορά το προσωπικό τους συμφέρον; Στο διάσημο βιβλίο του, Ο Πλούτος των Εθνών, ο Άνταμ Σμιθ θα προσδιορίσει το περιεχόμενο αυτού που ονομάζουμε σήμερα οικονομικό φιλελευθερισμό μέσω ενός παραδείγματος. Δεν προσδοκούμε λέει πως θα γευματίσουμε χάρη στην καλοσύνη του φούρναρη, του χασάπη και του ζυθοποιού, αλλά χάρη στο γεγονός πως νοιάζονται για το προσωπικό τους συμφέρον. Δεν απευθυνόμαστε στην ανθρωπιά τους, αλλά στην φιλαυτία τους, στην ιδιοτέλειά τους και δεν τους μιλάμε ποτέ για τις δικές μας ανάγκες αλλά για το δικό τους συμφέρον. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Σμιθ και τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, η καλοσύνη είναι η διαμέσου της αγοράς επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος, διότι οι άνθρωποι είναι τίμιοι μόνο όταν η τιμιότητά τους τους φέρνει κέρδος. Τα άτομα δηλαδή ενδιαφέρονται για το κοινό καλό όταν στηρίζονται στην ιδιοτέλεια και τον εγωισμό τους και όχι όταν απαλλάσονται από αυτόν. Για τον Σμιθ η φιλοδοξία, η φιλαργυρία, και η μνησικακία είναι εκφράσεις της φιλαυτίας και όλα αυτά είναι προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και την πρόοδο. Η απληστία είναι αρετή γιατί δημιουργεί πλούτο όχι μόνο για τον εαυτό μου αλλά και για τους άλλους, διότι η εγωιστική αυτή τάση αυξάνοντας τα κέρδη αυξάνει την απασχόληση και τα εισοδήματα.
Ο εγωισμός λοιπόν είναι αλτρουισμός. Στην νεοκλασσική οικονομική σκέψη δεν υπάρχει χώρος για γενναιοδωρία γιατί ο άνθρωπος είναι στυγνός εγωιστής και το εγωιστικό του συμφέρον είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Ο M. Ridley στο βιβλίο του “Οι Ρίζες της Αρετής” παραθέτει το εξής παράδειγμα: ο πρύτανης στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, απευθυνόμενος στους φοιτητές του, τους είπε ότι πρέπει να ξέρετε ότι μπορείτε να φέρεστε όσο άπληστα θέλετε χωρίς να έχετε καμία απολύτως ενοχή. Η αποενοχοποίηση της απληστίας είναι κρίσιμη μεταβλητή για την οικονομική επιστήμη. Σύμφωνα μάλιστα με τον νομπελίστα Ινδό οικονομολόγο Αμάρτια Σεν και η γενναιοδωρία είναι μια μεταμφιεσμένη υποκρισία, ένας ιδιοτελής αλτρουισμός, διότι αν είστε καλός με τους ανθρώπους επειδή αυτό σας κάνει να νιώθετε καλύτερα, τότε η ευσπλαχνία σας είναι ιδιοτελής και όχι ανιδιοτελής. ‘Ετσι για την νεοκλασσική φιλελεύθερη εκδοχή η οικονομκή επιστήμη είναι το εργαλείο του εγωιστικού υπολογισμού, η επιστημονική τεκμηρίωση ότι η ιδιοτέλεια είναι αρετή. Η μοναδική μορφή κοινωνικοποίησης για έναν φιλελεύθερο είναι η αγορά, που μεγιστοποιεί το ατομικό συμφέρον και ικανοποιεί τις απεριόριστες επιθυμίες με εμπορεύματα, είναι αυτο που ορίζουμε ως οικονομικό φιλελευθερισμό. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός σύμφωνα με τον Χάγιεκ είναι το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να παράγει, να πουλάει και να αγοράζει διαμέσου της αγοράς όλα όσα παράγονται ή πωλούνται. Το απαραίτητο όμως συμπλήρωμα του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι ο πολιτικός και πολιτισμικός φιλελευθερισμός. Αφού το ελεύθερο αυτοαναφορικό άτομο είναι ο σκληρός πυρήνας του φιλελευθερισμού, τότε κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να βάλει τους δικούς του κανόνες, να θέσει τους δικούς του στόχους και να έχει το δικό του στυλ ζωής σε ένα περιβάλλον χωρίς φραγμούς και όρια. Ποιός λοιπόν θα ορίσει την ανθρώπινη ζωή; Η αγορά, η οικονομία, που θα καλύψει τις ακόρεστες επιθυμίες μας με εμπορεύματα και ο νόμος που θα προστατεύσει την ύψιστη ανθρωπιστική αρχή. Το δικαίωμα του καθενός να ζει όπως επιθυμεί. Ας ασκήσουμε λοιπόν ελεύθερα με ρυθμιστή την αγορά τα ελαττώματά μας χωρίς περιορισμούς γιατί αυτοί περιστέλλουν την προσωπική ελευθερία του ορθολογικού ατομιστή.
Γιατί λοιπόν να μην είμαι ελεύθερος να πουλήσω ή να αγοράσω από κάποιον ένα νεφρό; Γιατί η πορνεία να μην είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα, μια προσωπική υπηρεσία, που ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης καθορίζει την τιμή της; Γιατί να μην αποκτήσω ένα παιδί πληρώνοντας μια παρένθετη μητέρα; Γιατί να μην επιτρέπεται η χρήση εμβρύων για τη δημιουργία νέων καλλυντικών ή να μην χρησιμοποιήσουμε την γενετική μηχανική για να δημιουργήσουμε μωρά με προσχεδιασμένα χαρακτηριστικά; Επίσης γιατί να μην μπορεί ένας φυλακισμένος να αγοράσει την αναβάθμιση του κελιού του, ένας γιατρός να πουλάει έναντι μιας ετήσιας αμοιβής τη διαθεσιμότητα του τηλεφώνου του κι εμείς να διαθέτουμε το μέτωπό μας ως διαφημιστικό χώρο; Όλη η οικονομική σκέψη και ιδιαίτερα η φιλελεύθερη εκδοχή της στηρίζεται σε μια λανθασμένη υπόθεση. Το εγωιστικό συμφέρον, στο οποίο η οικονομική επιστήμη βλέπει την μοναδική ορθολογική κινητήρια δύναμη δράσης των ανθρώπων, το οποίο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει μια αξία, ένα νόημα πάνω στο οποίο θα στηριχθούμε για το ευ ζην. Συμβαίνει μάλιστα αρκετές φορές το αντίθετο. Όσο περισσότερο συμπεριφερόμαστε με ανιδιοτέλεια, γενναιοδωρία, αλληλεγγύη και αλτρουισμό, δηλαδή αρνηθούμε τον ιδιοτελή ορθολογισμό μας, τον ορθολογισμό του ατομικού μας συμφέροντος, αν αποποιηθούμε τον καιροσκοπισμό μας, θα κερδίσουμε περισσότερα διότι οι άλλοι θα μας ανταποδώσουν την γενναιοδωρία μας και θα έχουμε οφέλη μακροπρόθεσμα. Είμαστε ως όντα συνδεδεμένοι με ηθικές συμβάσεις και συναισθηματικές δεσμεύσεις, έτσι ώστε ένας κόσμος στον οποίο δεν θα ήμασταν υποχρεωμένοι να συνεργαζόμαστε, να προσφέρουμε, να ανταποδίδουμε, να εμπιστευόμαστε τους άλλους ανθρώπους μας είναι απλώς αδιανόητος. Τα συναισθήματα και η ενσυναίσθηση συγκροτούν μια ηθική συμπεριφορά που ενυπάρχει στη φύση μας. Δεν είμαστε μόνο ορθολογικοί ατομιστές. Η επιβράβευση όμως των εγωιστικών επιθυμιών μας, που συστηματικά καλλιεργεί η οικονομική επιστήμη, οδηγεί σε ένα αυτοαναφορικό άτομο, που δεν είναι άτομο αλλά ομοίωμα του εαυτού του, στον βαθμό που έχει μετατραπεί σε δολοφόνο του άλλου.
Να ένα παράδειγμα: Το 2001 στην Γερμανία ο Α. Μέιβες, ένας 40χρονος τεχνικός υπολογιστών, σκοτώνει, τεμαχίζει, μαγειρεύει και τρώει έναν 40χρονο προγραμματιστή, τον Γ. Μπράντες, ο οποίος οικιοθελώς είχε προσφερθεί γι’ αυτό το γεύμα απαντώντας σε αγγελία που ο Μέιβες είχε ανεβάσει στο διαδίκτυο. Η υπερασπιστική γραμμή του Μέιβες στο δικαστήριο ήταν ότι στις δυτικές δημοκρατίες τα ατομικά δικαιώματα είναι ιερά, ο κάθε ενήλικας έχει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός του, ο ιδιος ο Μπράντες προσφέρθηκε να φαγωθεί και αυτό είναι αναφέρετο δικαίωμά του. Το δικαστήριο πρωτόδικα καταδίκασε τον Μέιβες σε οκτώμιση χρόνια φυλακή, αλλά οι δικαστές θεωρώτας επιεική την ποινή του άσκησαν έφεση και τον καταδίκασαν ισόβια. Έκριναν με βάση την ηθική, το αναπαλλοτρίωτο της ανθρώπινης ζωής και όχι με γνώμονα τα σαθρά θεμέλια της ρητορικής περί ελευθερίας της επιλογής.
Η νεοκλασσική φιλελεύθερη εκδοχή της οικονομικής σκέψης δημιούργησε τον οικονομικό άνθρωπο, τον homo economicus, οικοδόμησε ένα ανθρώπινο φαντασιακό που έχει αποικιοποιηθεί από την παράλογη ιδέα ότι κάθε ανθρώπινη επιλογή καθοδηγείται από την οικονομική λογική, την μεγιστοποίηση του ατομικού οφέλους και την ελαχιστοποίηση του κόστους και ταυτίζει την ευτυχία με την απεριόριστη κατοχή και κατανάλωση αγαθών, με το καταναλώνω άρα υπάρχω. Κι όμως, η ριζικότερη κριτική που ασκήθηκε στον καταναλωτικό άνθρωπο, στον ηδονιστικό καταναλωτισμό, δεν έγινε από κάποιον αιρετικό δυτικό διανοούμενο αλλά από έναν “άγριο”. Στο προφητικό βιβλίο του για τις ρίζες της παρακμής του δυτικού πολιτισμού, “Ο Παπαλάγκι”, που σημαίνει ο δυτικός άνθρωπος, καταγράφεται η μαρτυρία του άγριου φυλάρχου Τουιαβίι από το νησί Τιαβέα του νότιου Ειρηνικού, για τον τρόπο ζωής του δυτικού ανθρώπου, μετά την επίσκεψη του φυλάρχου στην Ευρώπη. Λέει λοιπόν ο Τουιαβίι ότι ο Παπαλάγκι είναι φτωχός γιατί τον εξουσιάζει το πράγμα. Όποιος έχει λίγα πράγματα θεωρεί τον εαυτό του φτωχό και πενθεί, γι’ αυτό και τα πρόσωπα των λευκών είναι συχνά θλιμμένα. Ελάχιστοι από αυτούς βρίσκουν χρόνο για να δουν τα πράγματα του μεγάλου πνεύματος, να παίξουν στην πλατεία του χωριού, να χωρέψουν και να τραγουδήσουν. Άκουσα κάποιον από αυτούς να λέει για μας ότι πρέπει να τους επιβάλλουμε ανάγκες, δηλαδή πράγματα, να φτιάξουμε πράγματα για εμάς αλλά πρωτα απ’ όλα για τον Παπαλάγκι. Να γίνουμε κι εμείς κουρασμένοι, γκρίζοι και σκυφτοί.
Πώς είναι δυνατόν σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους να υπάρχει απεριόριστη ανάπτυξη και απεριόριστη κατανάλωση αγαθών; Αν ο μέσος Κινέζος κι ο μέσος Ινδός πολίτης, το μισό περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, αποκτήσουν τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα, π.χ. ένα πλυντήριο, ένα ψυγείο, ένα αυτοκίνητο και μια τηλεόραση, όχι ένας αλλά ούτε τρεις πλανήτες σαν τη γη δεν θα έφταναν για να παραχθούν. Και επιπλέον, γιατί οι ανάγκες να θεωρούνται ότι είναι απεριόριστες; Θα ήταν απεριόριστες αν ήταν ιστορικές, δημιούργημα του πολιτισμού. Οι βασικές όμως ανάγκες είναι φυσικές και είναι λίγες, σχεδόν οι ίδιες σε όλους τους πολιτισμούς. Αυτό που αλλάζει από πολιτισμό σε πολιτισμό είναι ο τρόπος ικανοποίησής τους. Αν όμως το μόνο πραγματικό κίνητρο του ατόμου είναι το προσωπικό του συμφέρον-μεγιστοποίηση του κέρδους του και ελαχιστοποίηση του κόστους του- τότε αυτή η αρχή από την πλευρά των επιχειρήσεων σημαίνει μια στρατηγική αέναης δημιουργίας νέων αναγκών, δημιουργίας της αίσθησης του ανικανοποίητου των αναγκών, αλλά και η δημιουργική καταστροφή τους, η προγραμματισμένη δηλαδή απαξίωση των προϊόντων που αντιστοιχούν στις νέες ανάγκες. Η στρατηγική μάλιστα αυτή ονομάζεται καταναλωτική καινοτομία, ο προγραμματισμένος θάνατος των προϊόντων, η προγραμματισμένη βραχυβιότητά του, η παραγωγή προϊόντων χωρίς βιωσιμότητα, η σχεδιασμένη συντόμευση του κύκλου ζωής τους. Στο θαυμάσιο ντοκυμαντέρ, “Οι πυραμίδες της σπατάλης”, τρία παραδείγματα προγραμματισμένου θανάτου των προϊόντων προκαλούν εντύπωση. Θα αναφέρω ένα από αυτά. Ο Μάρκος από την Βαρκελώνη δεν έχει πολύ καιρό που αγόρασε έναν εκτυπωτή κι αυτός χάλασε. Απευθυνόμενος στο κατάστημα απ΄ όπου τον είχε αγοράσει παίρνει την απάντηση ότι δεν υπάρχουν ανταλλακτικά, η δε επιδιόρθωσή του θα κοστίσει 120 ευρώ, όταν ένας καινούργιος κάνει μόλις 39 ευρώ. Ο Μάρκος ξεφυλλίζοντας το εγχειρίδιο του εκτυπωτή παρατηρεί έκπληκτος ότι η διάρκεια ζωής του είναι για 18.000 αντίτυπα, μόλις 5 χρόνια, ενώ στη συνέχεια αποσυναρμολογώντας τον διαπιστώνει ότι διαθέτει ένα τσιπάκι που μετρά των αριθμό των σελίδων και δίνει εντολή για μπλοκάρισμα του εκτυπωτή όταν αυτές υπερβούν τις 18.000.
Μετά από όλα αυτά προκύπτει εύλογα το ερώτημα. Το ανθρωπολογικό υποκείμενο που ονομάσαμε homo economicus, την κυριαρχία του οποίου προωθεί η φιλελεύθερη οικονομική σκέψη και όχι μόνο, αποτελεί έναν μονόδρομο; Η πρωτοκαθεδρία της οικονομίας στο σύνολο της οικονομικής δομής είναι ένα νεωτερικό φαινόμενο, των τελευταίων τριών αιώνων και ουσιαστικά ταυτίζεται με την βιομηχανική επανάσταση, την ανάδυση του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Όπως βέβαια και η οικονομική επιστήμη ως αυτοτελής επιστημονικός κλάδος είναι μια νέα επιστήμη. Όπως έχει δείξει ο Πολάνυϊ στο σπουδαίο βιβλίο του “ο μεγάλος μετασχηματισμός”, στις προμοντέρνες κοινωνίες για σχεδόν 70.000 χρόνια βίου του homo sapiens, η οικονομική δραστηριότητα, η οικονομική ζωή ήταν εγκυβωτισμένη στην κοινωνία, ήταν μια δραστηριότητα ανάμεσα στις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, την πολιτική, την τέχνη, την θρησκεία, το δίκαιο, τον ελεύθερο χρόνο. Με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς αντιστράφηκε μια μακραίωνη παράδοση κατά την οποία οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων ήταν μπολιασμένες στις κοινωνικές σχέσεις κι έτσι η οικονομία εκτόπισε την κοινωνία, αναδύθηκε η πρωτοκαθεδρία των οικονομικών κινήτρων σε σχέση με τα άλλα ανθρώπινα κίνητρα όπως η τιμή, η περηφάνεια, η δικαιοσύνη, η συμμετοχή στα κοινά, η θρησκευτική πίστη, ο αυτοσεβασμός και η κοινή ευπρέπεια. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω μέχρι τώρα ο πυρήνας της φιλελεύθερης ανθρωπολογίας και της οικονομικής επιστήμης είναι η κουλτούρα του εγωισμού. Η αντίληψη όμως αυτή αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Αν ο άνθρωπος είναι αποκλειστικά ιδιοτελές ον γιατί να προσφέρει αφιλοκερδώς αίμα σε ένα νοσοκομείο, να κάνει μια ανώνυμη δωρεά σε ένα ίδρυμα, να δώσει φιλοδώρημα σε έναν σερβιτόρο ενός εστιατορίου που δεν θα επισκεφθεί ξανά, να βοηθήσει μια άγνωστη ηλικιωμένη να περάσει από μια διάβαση, να προσφέρει ρούχα και τρόφιμα σε έναν πρόσφυγα, να ρισκάρει την ζωή του περιθάλπτοντας έναν ασθενή με covid-19;
Ως αντίπαλο δέος στον φιλελευθερισμό, στην οντολογία της απληστίας, ο Ρουσώ και κατ’ επέκταση ο Μαρξ θα θεμελιώσουν την αισιόδοξη ανθρωπολογία, διατυπώνοντας την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει καλό ον ή μια άγραφη πλάκα που την διαμορφώνει η κοινωνία, ο πολιτισμός. Σύμφωνα με αυτήν την αισιόδοξη ανθρωπολογία η απληστία είναι πολιτιστικό δημιούργημα, εξωτερικό γνώρισμα της ανθρώπινης ταυτότητας, και άρα θα αρθεί σε μια άλλη κοινωνία όπου θα έχουν εκλείψει οι αιτίες που την δημιούργησαν. Για να στοιχειοθετηθεί μάλιστα η καλοκάγαθη ανθρώπινη φύση ο Ρουσώ και οι Μαρξ-Έγκελς εφηύραν ένα προϊστορικό στάδιο της ανθρωπότητας όπου “οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι ενώ σήμερα είναι παντού αλυσοδεμένοι”, όπως λέει ο Ρουσώ, το στάδιο του πρωτόγονου κομμουνισμού. Τα ερωτήματα είναι βέβαια εύλογα. Αν ο άνθρωπος είναι φύσει καλός και ζούσε σ’ έναν επίγειο παράδεισο τότε πώς θα εξηγηθεί η εμφάνιση της ιδιοτέλεις, της ιδιοκτησίας, των εξουσιαστικών μηχανισμών; Με παρθενογέννεση; Μέχρι πριν 12.000 χρόνια, πριν δηλαδή την αγροτική επανάσταση, ολοκληρη η ανθρωπότητα ζούσε σε κυνηγετικές-συλλεκτικές ομάδες, σε τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες. Οι ανθρωπολόγοι τις ονόμασαν κοινωνίες του μοιράσματος, διότι ένα από τα βασικά τους χαρακτηριστικά, άξιο θαυμασμού για τα εξισωτικά του στοιχεία, είναι το μοίρασμα της τροφής, και ιδιαίτερα το μοίρασμα των μεγάλων θηραμάτων και η ισοδιανομή τους στα μέλη της ομάδας. Το μοίρασμα μάλιστα της τροφής γινόταν με βάση την αρχή του αμείωτου ελάχιστου, που σημαίνει ότι σε όλα τα μέλη της κοινότητας προσφέρεται ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης ανεξάρτητα από την προσφορά του καθενός στην παραγωγή του. Η εξιδανίκευση όμως των τροφοσυλλεκτικών ομάδων ως ευγενών άγριων, κατά τον Ρουσώ και τον Μαρξ, όχι μόνο δεν τεκμηριώνεται από τις ανθρωπολογικές μελέτες αλλά αντιθέτως αυτές δείχνουν ότι πάντα υπάρχουν αποστάτες από το συλλογικό πνεύμα, την εξισωτική ηθική, από την γενική αρχή του μοιράσματος, της τροφής και του πλεονάσματος. Έχοντας αυτή την επίγνωση οι τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες επινόησαν συμβολικούς και πρακτικούς μηχανισμούς και κανόνες που αποθάρρυναν την βούληση για δύναμη και κυριαρχία, την ιδιοτελή συμπεριφορά ατόμων και ομάδων και επιβράβευαν τον αλτρουισμό και την εξισωτική ηθική. Προς την κατεύθυνση αυτή ήταν οι τελετές Πότλατς, που για αιώνες διοργάνωναν οι τροφοσυλλέκτες κυνηγοί της βορειοδυτικής ακτής της Αμερικής, στις οποίες κατέστρεφαν τα πλεονάσματα, δηλαδή αποσυσσώρευαν τον πλούτο.
Η ιδιοτέλεια, από τις πρωτοκοινωνίες μέχρι σήμερα, προέκυψε ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους, γι’ αυτό υπάρχουν πάντα ατομικιστές, αλλά ταυτόχρονα η αλληλεγγύη αναδύθηκε στις πρωτοκοινωνίες και αναβλύζει μέχρι σήμερα από την ανάγκη της συνεργασίας για πιο αποτελεσματική πρόσβαση στους φυσικούς και κοινωνικούς πόρους (π.χ. δίκτυα συνεργασίας των ανδρών κυνηγών, δίκτυα συνεργασίας των γυναικών στη συλλογή καρπών και την ανατροφή των παιδιών). Η ανάδυση του homo sapiens έφερε στο προσκήνιο ένα ον που δεν χαρακτηρίζεται από την ομοιογένεια αλλά από την ετερότητα, την διάσταση δηλαδή του εαυτού και του άλλου. Η συνείδηση του όντος αυτού είναι ατομική, το άτομο πάντα βιώνει τον εαυτό του ως πρώτο πρόσωπο, ως υποκείμενο. Ταυτόχρονα βέβαια ο άλλος κατοικεί μέσα στο εγώ γιατί ανήκουμε σε ένα εμείς (οικογένεια, φίλοι, κοινότητα). Το εγώ και η ανάγκη του άλλου είναι ιδρυτικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ετερογένεια της ζωής διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου και τον προφυλάσσει από μια απονεκρωτική ομοιογένεια, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει το κουτί της Πανδώρας για να ξεπηδήσει η βούληση για ισχύ και κυριαρχία του εγώ στον άλλο. Αυτή είναι η τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το να είναι κανείς υποκείμενο αποτελεί το αποκορύφωμα του εγωισμού και του αλτρουισμού. Η ιδιοτέλεια λοιπόν και η αλληλεγγύη είναι στοιχεία έμφυτα και δεν είναι μόνο επίκτητα, δηλαδή δημιούργημα της κοινωνίας, η ανθρώπινη υπόσταση έχει βιολογικό αλλά και πολιτισμικό υπόβαθρο. Έτσι το μαναδικό αποτύπωμα συνείδησης που φέρει κάθε άνθρωπος μπορεί να οδηγήσει στην ιδιοτέλεια, στον εγωισμό, όταν κυριαρχεί το εγώ, αλλά και στον αλτρουισμό, εφόσον είμαστε ικανοί να αφιερώσουμε το πρώτο πρόσωπό μας σε ένα εσύ. Για το πού θα κατευθυνθεί εξαρτάται από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος. Μπορούμε να διάγουμε μια αξιοβίωτη ζωή αν ενισχύσουμε ένα βίο αλληλέγγυο και συνεργατικό, που θα προάγει τον πόλο της συμβιωτικότητας και όχι αυτό του ανταγωνισμού, που θα ενθαρρύνει το δώρο και όχι το επί πληρωμή προϊόν, που θα επιδιώκει μια ατομική λιτότητα, μια λιτή ζωή (λιγότερα είναι καλύτερα), απέναντι στην ύβρη του καταναλωτικού ηδονισμού, που θα ζωντανέψει το τοπικό και την κοινότητα.
Η οικονομική επιστήμη μπορεί να συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση στο βαθμό που αποτινάξει τον εναγκαλισμό της από την φιλελεύθερη ατομικιστική ιδεολογία, αλλά και την τουλάχιστον αφελή πίστη περί της καλοκάγαθης ανθρώπινης φύσης και να συνεισφέρει στην δημιουργία μιας κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που να στηρίζεται: στα κοινά αγαθά, στην αποκεντρωμένη παραγωγή, στο μικρό παραγωγικό μέγεθος και τα κοινωνικά δίκτυα, στην ενεργειακή αυτονομία με την χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ενίσχυση των δωρεάν ανταλλαγών, του δώρου έναντι της αγοράς και του εμπορεύματος και της κοινωνικής διάχυσης της γνώσης. Πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τα αγαθά και τις κοινωνικές σχέσεις που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγοράζει το χρήμα. Αν η νέα θρησκεία είναι η οικονομία, η ανάπτυξη, η αγορά, η πρόοδος, τότε χρειαζόμαστε επειγόντως οικονομικά άθεους και “οπισθοδρομικούς” που να οργανώσουν την επιβράδυνση της οικονομίας, την αποανάπτυξη, την εγκατάλειψη της μεγέθυνσης για τη μεγέθυνση. Της εγκατάλειψης δηλαδή της επιδίωξης να μετετραπεί η κοινωνία σε κοινωνία της αγοράς,να αγοραιοποιηθούν και οι τελευταίοι μη αγοραίοι θεσμοί και σχέσεις, της κυριαρχίας της κουλτούρας του εγωισμού, της ατομικής ωφελιμότητας που σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη είναι η κατευθυντήρια αρχή των ανθρώπινων πράξεων.
(Το άρθρο αυτό περιέχεται στον τιμητικό τόμο για τον ομότιμο καθηγητή Γ. Χατζηκωνσταντίνου, Οικονομική θεωρία, αναζητώντας και διαπιστώνοντας, Εκδόσεις Τζιόλα, 2021)
Ο Χάρης Ναξάκης είναι Καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
A.Smith, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των Εθνών, Το Βήμα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2010.
Σ. Λατούς, Το Στοίχημα της Απο-ανάπτυξης,Εκδόσεις Βάνιας, 2008.
Ζ.Κ.Μισεά, Το Αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2008.
Κ.Πολάνυι, Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, Εκδόσεις Νησίδες , 2007.
Τ.Χομπς, Λεβιάθαν, Εκδόσεις Γνώση, 2006.
Γ.Βαρουφάκης, Θεωρία Παιγνίων, Εκδόσεις Gutenberg, 2007.
N.Gr.Mankiw, M.P.Taylor, Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, Εκδόσεις Gutenberg, 2011.
M.Ridley, Οι ρίζες της Αρετής, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1998.
Α.Σεν, Για την Ηθική και την Οικονομία, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000.
Ζ.Ζ.Ρουσώ, Πραγματεία Περί της Καταγωγής και των Θεμελίων της Ανισότητας ανάμεσα στους Ανθρώπους, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1999.
Φ.Έγκελς, Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησιας και του Κράτους, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2013.
Ο Παπαλάνγκι, Οι Λόγοι του Φυλάρχου Τουιαβίι από το νησί Τιαβέα του Νότιου Ειρηνικού, Εκδόσεις Ύψιλον, 2010.
Μ.Μπούκτσιν, Η Οικολογία της Ελευθερίας, Εκδόσεις Αντιγόνη, 2016.
Μ. Σαντέλ, Τί δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα, Εκδόσεις Πόλις, 2016.