Γιώργης Έξαρχος “Η νύχτα της 10ης Ιανουαρίου 1952”
Και γλυκός, και καλός, και αληθινός και τρανός. Αν αυτά του τα πάρουν χαμπάρι οι άλλοι όσο ζει, χαλάλι τους… Αν του τα πάρουν χαμπάρι αργότερα, κρίμα τους… Χαλάλι στη μάνα που τον γέννησε, και όσο αυτή θα ζει να τόνε καμαρώνει… Πολλά τα έτη του
————————-
ΣΤΙΣ 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ είναι η γιορτή του Ιωάννου του Βαπτιστού, δηλ. τ’ Άη Γιάννη του Πρόδρομου, ή όπως λένε οι συγχωριανοί μου «Τζούα ντι Αγιου-Γιάνι», καθότι είναι ο πολιούχος άγιος του χωριού, και τυχαίνει να είναι και πάρα πολύ αγαπητός και στους κατοίκους των γύρω γειτονικών –αλλά και πιο απομακρυσμένων– χωριών, οι οποίοι τον τιμούν με την παρουσία τους σε αυτό το μεγάλο πανηγύρι, το οποίο διοργνώνουν μέσα στο καταχείμωνο οι πάλαι ποτέ Τοϊβασίτες ή Τοϊβασιώτες, και από το 1958 με την μετονομασία του χωριού οι Καλοχωρίτες, που πάει να πει, το διοργανώνουν οι συγχωριανοί μου.
Εκείνη τη μέρα, η μάνα μου, το έτος 1952, με 24 χρόνια στην πλάτη της και δυο γέννες νωρίτερα, το 1947 και το 1949, με την κοιλιά ως το στόμα, καθότι είχε πολύτιμο φορτίο, ούσα γκαστρωμένη –έγκυος στην αφεντιά μου–, ως καλή οικοκυρά, δεν είχε πάει για εκκλησιασμό αλλά είχε ετοιμάσει καλό γιορ-ταστικό τραπέζι για όσους ξενομερίτες συγγενείς ή φίλους θα έφερνε στο σπίτι ο πατέρας, μετά την απόλυση της εκκλησίας. Όταν λέμε γιορταστικό τραπέζι το 1952, πρέπει να σκεφτούμε ότι είμαστε τρία χρόνια μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου – τον Αύγουστο του 1949, ενός πολέμου αδελφοκτόνου και αιματηρού, που οι πιο πολλοί τον έλεγαν «συμμοριτοπόλεμο», άλλοι τον ονόμαζαν «ήττα του ’49». Απορούσα, τότε, γιατί τον έλεγαν… ήττα –και το εκλάμβανα για ήτα!– ενώ θα έπερεπε να τον λένε θήτα, αφού από τα όσα έλεγαν οι μεγάλοι υπήρξαν πολλές χιλιάδες θύματα και θάνατοι, και άρα από εκεί προερχόταν το… θήτα! Φαίνεται, συλλογιζόμουν, δεν θα ήθελαν να σκέφτονται τους πολλούς θανάτους και έτσι από το θήτα αφαίρεσαν το θ και έμεινε το… ήτα ή η ήττα!
Μετά από τέτοιον αιματηρό εμφύλιο, ό,τι και ν’ άφησαν οι κατσαπλιάδες κι οι μαϋδες, ή οι μπουραντάδες κι οι συμμορίτες, δεν θα αρκούσε να ετοιμάσεις στα μετέπειτα χρόνια ένα πλούσιο τραπέζι, όπως ο κάθε νοικοκύρης θα ήθελε, για να φιλέψει συγγενείς και φίλους –και μάλιστα ξενομερίτες– σε γιορτή μεγάλου αγίου, και δη αγαπητού πολιούχου.
Η μάνα είχε φροντίσει για αρνάκι με πατάτες στη γάστρα, εκεί στο χαμηλό ντάμι, με βαρελίσιο τυρί, φτιαγμένο από τα χέρια της από κατσικίσιο γάλα το περασμένο καλοκαίρι, με εφτάζυμο ψωμί που το ζύμωσε και το έψησε χαράματα ανήμερα της γιορτής του άγιου, με ελιές ξυδάτες αγορασμένες από το γειτονικό χωριό Πουρνάρι αλλά φτιαγμένες από την ίδια, και κόκκινο γλυκόπιοτο κρασί από τα Αμπελάκια, αγορασμένο από έναν Αμπελακιώτη παραγωγό που το πουλούσε σε χωριά του κάμπου, μεταφέροντάς το μέσα σε κατσικίσια τουλούμια –ασκούς τα λένε τώρα!– και πάνω σε δυο γρίβες μούλες, ενώ ο ίδιος είχε και ένα χαμηλού αναστήματος κόκκινο άλογο, θεσσαλικής ράτσας, ακούραστο για μεγάλους δρόμους.
Αργά το απόγευμα, μετά το γιορτινό τραπέζι και τα τραγούδια της τάβλας που είπαν με αντιφωνία την ώρα του φαγητού, εναλλάξ άντρες και γυναίκες έλεγαν τους στίχους, έφτασε στο σπίτι μας η Μαρούσια, αδελφή της μάνας της μάνας μου, της γιαγιά μου της Φράγκας η αδελφή, και έβαλε φωνή και πόστα πρώτα στον πατέρα μου και μετά στους άλλους – στους μουσαφιραίους:
–Ντούρι! Μλjιάρι γκâρκάτâ βιντέτσι!…
Ο πατέρας σαν να θύμωσε λιγάκι με αυτή την απρόσμενη παρέμβαση, που ήταν και από τα γυναικοσόϊα του… Όλοι οι άλλοι, όμως, συμφώνησαν με τη Μαρούσια, σηκώθηκαν από το τραπέζι, ευχήθηκαν «μπούνâ λισhιουρεάτσâ» – «καλό ξαλάφρωμα» (καλή λευτεριά). Και αφού είπαν και πάλι τα χρόνια πολλά, λόγω ημέρας, άφησαν τη μάνα μου να συμμαζέψει το τραπέζι, με τη βοήθεια της τέτâ Μâρούσhι – θείας Μαρούσιας.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, η μάνα έβαλε καζάνι με νερό στη φωτιά, να πλύνει καναδυό σαΐσματα που είχαν λασπώσει την προηγούμενη μέρα του Άη Γιάννη, από τα λασπωμένα παπούτσια των επισκεπτών. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, δεν ήταν σαν τη γιορτινή με το σιγανόβροχο –ου λια, νâ ντιρνấ πλουΐνα!– και το τσουχτερό κρύο. Και σαν τα έπλυνε τα σαΐσματα τα άπλωσε στον πίσω φράχτη να στεγνώσουν, από τον ήλιο και τον αγέρα, και χωρίς να πάρει ανάσα ξεκούρασης βάλθηκε να ετοιμάσει τον καλό οντά με το τζάκι, ώστε αποβραδύς να ρίξει κι ένα μεγάλο κούτσουρο που να καίει όλη τη νύχτα, για να είναι το σπίτι ολόκληρο ζεστό, γιατί χειμώνας ήταν.
Ζεστό! Μια κουβέντα είν’ αυτή… Το σπίτι, όπως το κοιτάς από την πρόσοψη, είναι σαν ένα παραλληλόγραμμο 12 x 4 και βλέπει ανατολικά, και έχει τρία δωμάτια, στο ισόγειο, και τρία από πάνω με ξύλινο πάτωμα, που είναι καρφωμένα σε γερές γκρεντιές τα πατωματόξυλα, χωρίς όμως να υπάρχει ταβάνι, προς την κεραμιδοσκεπή, οπότε τα επάνω δωμάτια έχασκαν προς τις απέλες, δηλ. τις σανίδες που επάνω τους ήταν αγκιστρωμένα τα κεραμίδια, «τ’ ανάποδα τ’ ανάσκελα, τα δυό τ’ αγκαλιασμένα», ενώ στα σταυρώματα στήριξης της στέγης ορθοί οι παπαζάκοι, έπειθαν για την καλή δουλειά που είχαν κάνει οι μαστόροι το 1936, τότε που έχτισαν με πέτρα το σπίτι.
Του ισογείου τα δωμάτια ήταν απλά. Το μεσαίο ήταν η σάλα, κατι σαν αυτό που σήμερα ονομάζουν σαλόνι, με δάπεδο της γης το χώμα, πασαλειμμένο δε με κοκκινόχωμα που το έπαιρναν από μια λάκκα από τα μπουρντένια από το Τζαμί ή από μια μεγάλη γούρνα από τον μαχαλά των Τόπηδων από το Σουφλάρι. Το δεξιό δωμάτιο ήταν περί τους 20-30 πόντους πιο ψηλά από τη σάλα, με ένα άνοιγμα 50 εκατοστών, για να αερίζεται από εκεί το χαμηλό υπόγειο, βάθους μισού μέτρου, κάτω από το ξύλινο πάτωμα αυτού του δωματίου. Για ποιον λόγο υπήρχε ένα τέτοιο υπόγειο, που δεν προσφερόταν για άλλη χρήση, ακόμα δεν έχω βρει μια λογική απάντηση. Ήταν ένα υπόγειο που… φιλοξενούσε μόνο ποντίκια και τον οικουρό όφι! Το φίδι φύλακα του σπιτιού… Το αριστερό δωμάτιο είχε δάπεδο είκοσι πόντους χαμηλότερο από αυτό της σάλας, και ήταν στρωμένο με τσιμέντο, που σε πολλά σημεία του είχε ρηγματώσεις, κι έμοιαζε με ραγισμένον υαλοπίνακα. Λοιπόν, τρία δωμάτια στο ισόγειο, σε τρία διαφορετικά επίπεδα, από τρία διαφορετικά υλικά! Χώμα, ξύλο, τσιμέντο! Τέλεια…
Στη σάλα, στον αριστερό τοίχο όπως εισερχόμαστε, που τη χώριζε από το δωμάτιο με το τσιμεντένιο δάπεδο, υπήρχε στη μέση ακριβώς του τοίχου, ένα άνοιγμα 30 x 40 εκατοστά και βάθος 10 εκατοστά, σαν μικρό ντουλαπάκι ανοιχτό, και εκεί τοποθετούσαν οι γονείς τα κλειδιά από τις πόρτες, την πένσα, ένα μικρό σφυρί, και η μάνα άφηνε το όποιο πλεκτό δούλευε την κάθε εποχή (κάλτσες, μπλούζες, κατασάρκια κ.ά.). Κολλημένη στον ίδιο τοίχο υπήρχε μια φορητή ξύλινη σκάρα, με ξύλα από καραγάτσια και κέδρα, που έφτανε έως την γκλαβανή στο πάτωμα της σάλας του ορόφου, από την οποία ανεβαίναμε τον χειμώνα στο επάνω σπίτι, όταν αυτό το απαιτούσαν οι διάφορες σπιτικές δουλειές. Επίσης, αριστερά από την είσοδο στη σάλα, στη γωνία καθώς μπαίνουμε στο δωμάτιο με το τσιμεντένιο δάπεδο, ένα τεράστιο πήλινο πιθάρι δέσποζε, και σε αυτό χωρούσαν γύρω στα 20-22 γκιούμια γεμάτα με νερό, το οποίο προμηθευόμαστε από το πηγάδι του χωριού που είχε γλυκό νερό, και το οποίο βρισκόταν στον πάνω μαχαλά, λα Πâρâφάτσιλjι – στους Παραφουραίους, σε μια όμορφη γωνιά έξω από το χωριό, με πανύψηλα καβάκια τα οποία έφταναν έως και 80-100 μέτρα ύψος, και που πρόσφεραν τη δροσιά τους και τον βαθύ ίσκιο τους τα καλοκαίρια –σαν θεϊκό δώρο– σε ντόπιους και ξενομερίτες ξωμάχους.
Είπαμε πως το σπίτι είχε ανατολική πρόσοψη, οπότε η κύρια είσοδός του ήταν στη σάλα, προφυλαγμένη από επάνω με τσιμεντένιο μπαλκόνι περιφραγμένο με σιδερένια κάγκελα που είχαν σαλιγκαροειδή σχέδια, στηριγμένο σε δύο κολώνες και σε ένα τοιχίο από το οποίο κατέβαινε πετρόκτιστη σκάλα, χρήσιμη για την άνοδο – κάθοδο στο επάνω σπίτι, εξωτερικά. Τα κάτω και τα επάνω δωμάτια διέθεταν το καθένα από δύο παράθυρα προς την ανατολική πλευρά, με σιδερόφραχτα κουφώματα και με παραθυρόφυλλα που συχνά είχαν σπασμένα ή ραγισμένα τζάμια, από τις εκσφενδονισμένες μικρές σφαιροειδείς πέτρες των πιτσιρικάδων, που χειμώνα και καλοκαίρι κυνηγούσαν σπουργίτια και άλλα πουλιά, καλιακούδες, κιρκινέκια, σπίνους και τσιόνια, στις αυλές των σπιτιών.
Η πάνω και η κάτω σάλα είχαν και δυτική εξώπορτα, αλλά εκείνη του ορόφου ήταν μόνιμα κλειστή και κλειδωμένη, γιατί δεν είχε μπαλκόνι για έξοδο! Η του ισογείου έβγαζε στην πίσω αυλή και στον αυλαγά, με τρία πέτρινα σκαλάκια – πεζούλια στο κατώφλι, από όπου μπορούσε να πάει κάποιος αμέσως δεξιά στο χαμηλοτάβανο και σκεπασμένο με λαμαρίνες ντάμι, που ήταν δεν ήταν οι διαστάσεις του 3 x 3 μέτρα. Εκεί υπήρχε η φουκουρίνα για τη γάστρα, και εκεί γινόταν ο ενσταβλισμός των τριών γιδιών, μία γίδα για κάθε παιδί: η μπάλjια για τον αδελφό, η κâνούτα για την αδελφή και η μπâλjίκα για μένα! Πέντε μέτρα πιο νότια και δυτικά από το ντάμι βρισκόταν ο φούρνος, κατασκευή από σπασμένα κεραμίδια και βυζαντινά τούβλα από τα χέρια του παππού μου, και λίγο πιο πέρα, κα-μιά δεκαριά μέτρα, βρισκόταν ο χαλές, ή απόπατος, ή το αναγκαίο, ή η χρεία –έτσι λέγαμε τότε το αποχωρητήριο που τώρα το λένε τουαλέτα και Βε-Σε (WC)!–, φτιαγμένο το 1962 κατόπιν αυστηρής εντολής της Χωροφυλακής προς όλους του χωρικούς της περιοχής, γιατί αλλιώς θα υπήρχαν συνέπειες! Έγινε, λοιπόν, ο χαλές, με προσωπική εργασία όλων των μελών της οικογένειας, με τα κιούγγια ριγμένα από τον ξάδερφο του πατέρα μου, τον Χρήστο Μάνη, λίγες μέρες πριν φύγει μετανάστης στη Γερμανία, στις 2 Ιουλίου 1962, το δε οίκημα το έκτισε ο Γκαβοσωτήρης, ενώ το τσιμέντο και την τρύπα στο δάπεδο τα τακτοποίησε ο μάστορας Λάκης από το Μεγάλο Κισερλί, μαζί με τον σπουδαίο κτίστη Γκαβοσωτήρη και τον γιο του Τσιλάρα.
Είναι 8 του Γενάρη του 1952, απόγευμα, και η έγκυος μάνα, αφού έχει τελειώσει με το πλύσιμο των σαϊσμάτων, παίρνει τα δυο γκιούμια κι έναν τενεκέ νερού στην πλάτη, και τραβάει βιαστικά για το πηγάδι με το γλυκό νερό, στα καβάκια. Πάνω – κάτω το δεξιό χέρι βιαστικά στο χερούλι της τουλούμπας, και με το αριστερό κρατώντας με τη σειρά το ένα γκιούμι, μετά το άλλο και τελευταίο τον τενεκέ, τα γέμισε νερό, και κίνησε να φύγει, μα σκέφτηκε μήπως ήταν καλό να περάσει στο σπίτι της το πατρικό για μια γρήγορη και φευγαλέα καλησπέρα στη μάνα της.
Ω! Όχι, όχι! Ένιωσε σαν να την πιάνουν οι πόνοι της γέννας. Παίρνει τα γεμάτα νερό γκιούμια και τον τενεκέ και τραβά τάχιστα για το σπίτι, που βρίσκεται στη μέση του χωριού, φάτσα στο μεσοχώρι. Ώσπου να φτάσει στο σπίτι, τραγουδούσε καθ’ οδόν –από μέσα της– το τραγούδι που η ίδια είχε πλάσει, κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά – λα άρμπουρε, στο χωράφι μας στην τοποθεσία λ’ Αγίνjι, κατά το αρχαίο πατροπαράδοτο έθιμο, μια μέρα του Απρίλη του προηγούμενου χρόνου, για ν’ αποκτήσει ένα ακόμα παιδί – αγόρι, που το ήθελε πάρα πάρα πολύ.
Σι σ’-ντιρίνâ φόκουρλι, βίμτουρλι σι σπούλμπιρâ
ντι πρι τσέρου αστεάλιλι, πρίστι λόκου σι σ’-κάντâ
σ’-νjι σι σ’-κλjιάγκâ του μπουρίκου
τζjιόνι μσhιάτου ούν’ φιτσhιουρίκου
σοάρι ντρέγκου κα ντι του βεάρâ
ιου λου ασhτέπτου κου λâχτάρâ
σοάρι σ’-χίμπâ έλου τρâ λούμεα τούτâ
κου ίνιμα μπλίνâ σhι μούλτου βρούτâ.
Το τραγούδι που συνέθετε η γυναίκα για να αποκτήσει το παιδί που επιθυμούσε, σαν γεννιόταν το παιδί έπρεπε να του το μάθει, κι αυτό (όταν γινόταν –ανάλογα– παππούς ή γιαγιά) έπρεπε να το μάθει στα εγγόνια του, να του το τραγουδήσουν αυτά τη μέρα του θανάτου του πριν την ταφή του. Έτσι ήταν στα παλιά παλιά χρόνια, μα τώρα αυτό πια ξεχάστηκε…
Φτάνει, λοιπόν, η μάνα, στο σπίτι, αδειάζει τα δυο γκιούμια στο πιθάρι, και από τον τενεκέ γεμίζει το μικρό καζάνι, το τοποθετεί στη φουκουρίνα, βάζει από κάτω του μια αγκαλιά πουρναρόξυλα, τα δίνει φωτιά, ανάβουν, κι αρχίζει σιγά-σιγά το νερό να ζεσταίνεται. «Ο, Στâ-Μâρίε, σ’-προυφτουσέσκου» – «Ω, Παναγία, να προφτάσω» είπε, και άφησε το καζάνι στην φουκουρίνα, τράβηξε στο τσιμεντοστρωμένο δωμάτιο του ισογείου, άπλωσε ένα χράμι και από πάνω του ένα σεντόνι, βόλεψε την πλάτη της στη δυτική γωνιά κοιτώντας η ίδια κατά την ανατολή και έτσι, καθιστή καθώς ήταν, άνοιξε τα πόδια της, και φραπ πετάχτηκα απ’ την άβυσσο της μήτρας της στην άβυσσο του κόσμου – στην κοινωνία και στον ντουνιά που ουδέποτε κατανόησα και ούτε αυτός εμένα!
Έκοψε τον ομφάλιο λώρο, και με την κλωστή από μπρισίμι που πάντοτε κρατούσε σε μια τσέπη του φουστανιού της, μου έδεσε το εντεράκι στον αφαλό, και αμέσως μετά άρχισε να με τυλίγει σ’ ένα κουλπάνι, δηλ. σε ένα μωρουδίστικο σπάργανο. Αν και η λέξη κουλπάνι παράγεται από το κωλοπάνι ή κωλό-πανο, στα βλάχικα σημαίνει σπάργανο! Την ώρα εκείνη μπαίνει στο σπίτι ο αδελφός μου, να της ζητήσει ψωμοτύρι για φαΐ και για να πάει να συνεχίσει το παιχνίδι του με τους φίλους του και τους άλλους συνομήλικούς του, και βλέπει τη μάνα να με κρατά αγκαλιά τυλιγμένο στα σπάργανα!
–Τράβα, τώρα, στη μαμά του Τάκη και πες της πως έχουμε μπέμπη. Και πες της να έρθει γρήγορα εδώ. Μετά πήγαινε στη γιαγιά, τρέχοντας, και πες της πως έχουμε μπέμπη!…
Το μήνυμα έφτασε στους αποδέκτες αστραπιαία. Το νερό ήδη έχει ζεσταθεί στο καζανάκι, εκεί στη φουκουρίνα, και με αυτό με έπλυναν, με έντυσαν, με στόλισαν με όλα τα αναγκαία σπάργανα, και με έδεσαν και με το μικρό ειδικό σχοινάκι, και μετά μου ευχήθηκαν να είμαι καλότυχος σε όλα μου τα χρόνια.
Για τρεις μέρες έρχονται στο σπίτι να με ιδούν όλες οι συγγένισσες, από το ένα σόι και από το άλλο, για να ευχηθούν στη μάνα μου για μένα:
–Σ’-τσâ μπâνεάτζâ Λινίτσâ.
–Σ’-τσâ μπâνεάτζâ Λένâ.
–Σ’-τσâ μπâνεάτζâ μβιστίκâ.
–Σ’-τσâ μπâνεάτζâ τσάλου-Στάβρου.
Ευχές αληθινές και από καρδιάς, για τη νέα ζωή που ήρθε στον κόσμο, ευχές γιατί ήμουν αγόρι, γιατί αν ήμουν κορίτσι, η μάνα είχε έναν φόβο μη της συμβεί και ειπωθεί αυτό που είπε ο πατέρας της –και παππούς μου– τότε που η γιαγιά μου τη γέννησε, και ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειάς της.
–Γιόργι, Φράγκα αμιντấ φεάτâ! Σ’-βâ μπâνεάτζâ!
–Κα σι αμιντấ φεάτâ, εά σâ ου μấκâ χεάρτâ!…
Οι άντρες δεν επισκέπτονται τη λεχώνα και το μωρό της για 40 μέρες, γιατί δεν πρέπει τα μωρά να τα βλέπουν τα αντρικά μάτια. Μόνο οι παππούδες και ο πατέρας του παιδιού επιτρέπεται να δει το νογέννητο μωρό, αγόρι ή κορίτσι, και τα παιδάκια, μέχρι 12 ετών. Αυτό επιτάσσει η παράδοση.
Στις 10 του Γενάρη του 1952, τρίτη μέρα από τη γέννησή μου, ήρθαν στο σπίτι όλες οι γυναίκες από το συγγενολόι των γονιών μου, και έφεραν φαγητά, γλυκά, φρούτα, ένα σωρό φαγώσιμα για τη μάνα, ώστε να φάει η λεχώνα και να κατεβάσει γάλα, και για μένα έφεραν ρουχαλάκια, σκουφάκια, χαϊμαλιά, ματόχαντρες, ευαγγελιστήρια, κι άλλα παρόμοια δώρα. Όταν σουρούπωσε και λίγο πριν νυχτώσει, στον καλόν οντά, αυτόν με το πάτωμα, το τζάκι έκαιγε και φώτιζε όλη την κάμαρα, και εμένα με είχαν στη σαρμανίτσα, ενώ η μάνα, η γιαγιά και η μάνα του Τάκη είχαν στρώσει στο σινί από όλα τα καλά, σε φαγώσιμα, αλλά και αλάτι και πιπέρι και ζάχαρη, γιατί στις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα θα έρχονταν οι τρεις μοίρες να με μοιράνουν. Σαν τέλειωσαν με το στρώσιμο των φαγώσιμων πάνω στο στρογγυλό σινί, η μάνα ξάπλωσε να κοιμηθεί έχοντας δίπλα της τη σαρμανίτσα με το μωρό της, και οι άλλες δύο γυναίκες ξάπλωσαν στο σάισμα προς τη μεριά των δυο παραθυριών, και η κάμαρα φωτιζόταν ελάχιστα από μια γκαζόλαμπα κρεμασμένη στον ανατολικό τοίχο από ένα καρφί, και αχνοέφεγγε από το λαμπογυάλι της. Το φως και η ορατότητα μέσα στην κάμαρα ανεβοκαταίβεναν ανάλογα με τη διάθεση της φλόγας του κούτσουρου που έκαιγε μέσα στο τζάκι.
Όταν πήγε η ώρα 12 τα μεσάνυχτα, λες και φύσηξε αεράκι μέσα στην κάμαρα, οι κουρτίνες στα παράθυρα κουνήθηκαν, και τρεις γριούλες με αέρινη σαν την ομίχλη υπόσταση, μπήκαν βιαστικά στον χώρο και πλησίασαν το σινί με τα φαγώσιμα.
Άπλωσε η πρώτη το δεξιό της χέρι και έβαλε τον δείκτη της σε κάποιο από τα φαγητά, και φέρνοντας μετά το δάκτυλό της στο στόμα έκανε γκριμάτσα ευχαρίστησης και είπε στις άλλες:
–Γλυκός και καλός να είναι με όλους σε όλα του τα χρόνια.
Άπλωσε η δεύτερη το δεξιό της χέρι και έβαλε τον δείκτη της σε κάποιο από τα φαγητά, και φέρνοντας μετά το δάκτυλό της στο στόμα έκανε γκριμάτσα με γλυκόπικρο χαμόγελο και είπε στις άλλες:
–Γλυκός και καλός, μα θα τόνε φθονούνε, γιατί θα λέει την αλήθεια! Η αλήθεια είναι πικρή για τους ανθρώπους, για να μπορούν να τη δεχτούνε.
Ήρθε η σειρά της τρίτη. Άπλωσε και αυτή το δεξιό της χέρι και με τον δείκτη της δοκίμασε από τα φαγητά που ήταν στρωμένα πάνω στο σινί, έκανε μια γκριμάτσα θαυμασμού και είπε στις άλλες, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της:
–Και γλυκός, και καλός, και αληθινός και τρανός. Αν αυτά του τα πάρουν χαμπάρι οι άλλοι όσο ζει, χαλάλι τους… Αν του τα πάρουν χαμπάρι αργότερα, κρίμα τους… Χαλάλι στη μάνα που τον γέννησε, και όσο αυτή θα ζει να τόνε καμαρώνει… Πολλά τα έτη του…
Ως διά μαγείας, από μαυροφορεμένες μικρόσωμες γριούλες μεταμορφώθηκαν σε τρεις νεαρές νεράιδες, τρίδυμες αδελφές, κορίτσια σαν τα κρύα νερά της Πίνδου, με ολοφώτεινα, φανταχτερά αραχνοΰφαντα μακριά φουστάνια, στα χρώματα του ουράνιου τόξου, με πρόσωπα που αστραφτοκοπούσαν ομορφιά και φόβο, με τα μάτια τους να λαμπιρίζουν σαν πυγολαμπίδες, και με χαμόγελο στα χείλη όμοιο με το άστρο των τριών μάγων του θρησκευτικού παραμυθιού της γέννησης του θεανθρώπου, και φραπ, με ένα μικρούλι άλμα βρέθηκαν κοντά στη σαρμανίτσα. Σήκωσαν την κόκκινη φλοκάτη, με την οποία η μάνα είχε σκεπάσει τη σαρμανίτσα, και πλησίασαν τα πρόσωπά τους να με ιδούν καλύτερα στο λιγιστό φως που είχε το δωμάτιο. Και είπαν οι τρεις, με μια μελωδική φωνή:
–Γλυκός, καλός, αληθινός, τρανός!
Μου έσκασαν από ένα φιλί στο κάθε μάγουλο η καθεμιά τους, και μετά σαν το αεράκι και πάλι χάθηκαν. Έφυγαν…
Θυμούμαι από τότε έως και τώρα τις φάτσες τους. Λες και συνέβηκε αυτό το γεγονός… χτες. Γιατί εκείνη τη στιγμή εγώ δεν κοιμόμουν. Αργότερα, μεγαλώνοντας, αυτές τις τρεις κοπέλες τις συνάντησα πολλές φορές στη ζωή μου, σε διάφορες στιγμές, καλές και κακές, χαρούμενες και λυπητερές, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη όπου περιπλανήθηκα κι όπου πάτησαν τα πόδια μου σε τούτη τη γαιόσφαιρα. Το φως από τις σπίθες των ματιών τους φώτιζε πάντοτε όλες μου τις διαδρομές στα μονοπάτια της γης και όπου περπάτησα.
Αναρωτιέμαι μην είπαν κι άλλα λόγια στο σινί με τα φαγητά, γιατί την άλλη μέρα η μάνα μου, η γιαγιά μου κι η μάνα του Τάκη, σε κουβέντα που έκαναν μεταξύ τους, ισχυρίζονταν ότι λαγοκοιμούνταν κι άκουσαν αυτά που είπαν οι μοίρες την ώρα που με μοίραναν, αλλά μόνο που η καθεμιά τους έλεγε πως άκουσε διαφορετικά λόγια από αυτά που άκουσε η άλλη!
Πάντως, εγώ θυμούμαι καλά τα όσα είπαν οι μοίρες μου!
————————
*Γιώργης Σ. Έξαρχος / Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ
—————-
Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ